Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με απόφασή του σχετικά με την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι οι ρήτρες αποκλεισμού που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις διανομής πρέπει να έχουν την ικανότητα να παράγουν αποτελέσματα αποκλεισμού.
Όπως επισημαίνει το ΔΕΕ, η αρχή ανταγωνισμού υποχρεούται να αξιολογήσει αυτή την πραγματική ικανότητα αποκλεισμού λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η εταιρεία σε δεσπόζουσα θέση.
Ιστορικό της υπόθεσης
Με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2017, η Ιταλική Αρχή Ανταγωνισμού και Αγοράς διαπίστωσε ότι η Unilever καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στην ιταλική αγορά για το εμπόριο παγωτού σε ατομικές συσκευασίες που προορίζονται για κατανάλωση “σε εξωτερικούς χώρους”, ήτοι σε μπαρ, καφετέριες, αθλητικά κέντρα, πισίνες ή άλλους χώρους αναψυχής.
Η κατάχρηση για την οποία κατηγορήθηκε η Unilever ήταν αποτέλεσμα ενεργειών που ουσιαστικά δε διέπραξε η Unilever, αλλά οι ανεξάρτητοι διανομείς των προϊόντων της, οι οποίοι είχαν επιβάλει ρήτρες αποκλειστικότητας στους φορείς εκμετάλλευσης αυτών των σημείων πώλησης. Από την άποψη αυτή, η ιταλική Αρχή θεώρησε, μεταξύ άλλων, ότι οι πρακτικές που ήταν το αντικείμενο της έρευνάς της είχαν αποκλείσει, ή τουλάχιστον περιορίσει, τη δυνατότητα των ανταγωνιστών φορέων να συμμετέχουν σε ανταγωνισμό με βάση τα πλεονεκτήματα των προϊόντων τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή δε θεώρησε ότι ήταν υποχρεωτικό να αναλύσει τις οικονομικές μελέτες που συνέταξε η Unilever, προκειμένου να αποδείξει ότι οι εν λόγω πρακτικές δεν είχαν αποτέλεσμα αποκλεισμού των εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών της, με το σκεπτικό ότι αυτές οι μελέτες ήταν άνευ νοήματος όπου υπήρχαν ρήτρες αποκλειστικότητας, δεδομένου ότι η χρήση τέτοιων ρητρών από εταιρεία που κατέχει δεσπόζουσα θέση αρκούσε για να καθιερώσει καταχρηστική χρήση αυτής της θέσης.
Ως αποτέλεσμα, η ιταλική Αρχή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμο ύψους 60.668.580 ευρώ στη Unilever για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά του οποίου η εταιρία προσέφυγε ανεπιτυχώς στο πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο.
Στο πλαίσιο της έφεσης που άσκησε η Unilever κατά της απόφασης αυτής, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα ενώπιον του ΔΕΕ σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της ΕΕ υπό το φως της απόφασης της ιταλικής Αρχής.
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Με την σημερινή του απόφαση, το ΔΕΕ καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή της απαγόρευσης της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, που προβλέπονται στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σχετικά με δεσπόζουσα επιχείρηση, της οποίας το δίκτυο διανομής οργανώνεται αποκλειστικά σε συμβατική βάση, Επίσης, το ΔΕΕ διευκρινίζει, στο πλαίσιο αυτό, το βάρος απόδειξης που φέρει η εθνική αρχή ανταγωνισμού.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι η καταχρηστική συμπεριφορά από διανομείς που αποτελούν μέρος του δικτύου διανομής ενός παραγωγού σε δεσπόζουσα θέση, όπως η Unilever, μπορεί να καταλογιστεί στον παραγωγό αυτό, δυνάμει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, εάν αποδειχθεί ότι η συμπεριφορά αυτή δεν υιοθετήθηκε, ανεξάρτητα, από τους διανομείς του, αλλά αποτελεί μέρος μιας πολιτικής που αποφασίζεται μονομερώς από τον εν λόγω παραγωγό και εφαρμόζεται μέσω αυτών των διανομέων.
Επιπρόσθετα, διευκρινίζει ότι εναπόκειται στις αρχές ανταγωνισμού να αποδείξουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμπεριφοράς, υπό το πρίσμα όλων των σχετικών πραγματικών περιστάσεων που αφορούν την εν λόγω συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που τονίζονται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε προς υπεράσπισή της η εταιρεία σε δεσπόζουσα θέση. Το Δικαστήριο τονίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, η προσκόμιση, κατά τη διαδικασία, αποδεικτικών στοιχείων ικανών να αποδείξουν την αδυναμία να παράγουν περιοριστικά αποτελέσματα γεννά την υποχρέωση της εν λόγω αρχής ανταγωνισμού να τα εξετάσει.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο curia.europa.eu