Οι αρμόδιες δικαστικές αρχές αρνήθηκαν να εξετάσουν την εκδοχή των κατηγορουμένων και να καλέσουν τους μάρτυρες. Τι αποφάνθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Στην εξαίρεση βασικών μαρτύρων από υπόθεση ανθρωποκτονίας προχώρησαν οι δικαστικές αρχές, αρνούμενοι τα αιτήματα των δύο κατηγορούμενων οι οποίοι καταδικάστηκαν για ανθρωποκτονία και ηθική αυτουργία σε αυτήν. Τα δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα τους για εξέταση 12 μαρτύρων οι οποίοι θεωρούνταν από τους κατηγορούμενους ως βασικοί, γεγονός που σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) συνιστά παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι οι αρχές της Σλοβακίας φαίνεται να εξέτασαν μόνο μία εκδοχή των γεγονότων και ότι αρνήθηκαν ενεργά να εξετάσουν την εκδοχή που παρουσιάστηκε από τους κατηγορουμένους.
Σημείωσε ότι ο ισχυρισμός των προσφευγόντων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σύμφωνα με τον οποίο ορισμένοι βασικοί μάρτυρες μπορούσαν να είχαν ενοχοποιηθεί και έτσι είχαν ενοχοποιήσει τους προσφεύγοντες σε αντάλλαγμα την μη άσκηση σε βάρος τους ποινικής δίωξης δεν φαίνεται να ερευνήθηκε ή να εξετάστηκε από τα εθνικά δικαστήρια. Για το λόγο αυτό κατέληξε πως υπήρξε παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Τα Δικαστήρια δεν παρείχαν επαρκή αιτιολογία
Όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ «τα αιτήματα για εξέταση μαρτύρων που θα μπορούσαν να βεβαιώσουν τη σχέση μεταξύ του κ. Vasaráb και του θύματος και τον εντοπισμό του ατόμου που φέρεται να είχε πουλήσει το φονικό όπλο την ημέρα που φέρεται να το έπραξε – και τα δύο στοιχεία, βασικοί καθοριστικοί παράγοντες στην τελική κρίση – απορρίφθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια. Τυχόν λόγοι για τη μη λήψη και εξέταση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων συνίστατο κυρίως σε παραπομπές σε ισχύοντες διαδικαστικούς κανόνες, χωρίς κάποια συγκεκριμένα στοιχεία, και δεν υπήρχε τίποτα που να υποστηρίζει οποιοδήποτε λόγο που να υποδεικνύει ότι η αιτιολογία που δόθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία είχε προσθέσει κάτι σε αυτό».
Παράλληλα, επισημαίνει πως «τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης σχετικά με τους σχετικούς μάρτυρες ήταν άσχετη, καθώς αυτές οι καταθέσεις δεν είχαν εξεταστεί από τα εθνικά δικαστήρια» και προσθέτει ότι «δεν αμφισβητήθηκε από την Κυβέρνηση ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει συγκεκριμένη αιτιολογία σχετικά με τα αιτήματα των προσφευγόντων».
Έτσι το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι «ακόμη και αν υποτεθεί ότι η συνάφεια των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων είχε όντως εξεταστεί επαρκώς, τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποτύχει να παράσχουν επαρκή αιτιολογία για την μη λήψη των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων και την εξέτασή τους». Ως αποτέλεσμα, η δίκη των προσφευγόντων πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από την δίωξη.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Οι προσφεύγοντες, Ladislav Vasaráb και Roman Paulus κατηγορήθηκαν για τον πυροβολισμό ενός ατόμου ενώ οδηγούσε στην πόλη Šaľa. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που ακολούθησε τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι ο κ. Paulus ήταν ο δράστης με ηθικό αυτουργό τον κ. Vasaráb.
Μεταξύ άλλων ευρημάτων, τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η δολοφονία είχε πραγματοποιηθεί μετά από συμφωνία και πληρωμή και ότι ο κ. Vasaráb είχε «μακροχρόνιες διαφορές» με το θύμα, ενώ ο κ. Paulus είχε αποκτήσει ένα όπλο (το όπλο ανθρωποκτονίας) από ένα τρίτο άτομο. Τελικά καταδικάστηκαν για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και για τα σχετικά εγκλήματα. Ο πρώτος προσφεύγων καταδικάστηκε σε 22 χρόνια κάθειρξη και ο κ. Paulus καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, οι προσφεύγοντες είχαν νομική εκπροσώπηση και δήλωσαν αθώοι. Ζήτησαν να ληφθούν αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ άλλων, κατάθεση από πέντε μάρτυρες που θα μπορούσαν να βεβαιώσουν την σχέση του κ. Vasaráb με το θύμα, και από επτά μάρτυρες σχετικά με την ακρίβεια της κατάθεσης του ατόμου που είχε προμηθεύσει το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στο έγκλημα. Ο ανακριτής αρνήθηκε καθώς «δεν θεώρησε απαραίτητη τη λήψη αυτών των αποδεικτικών στοιχείων». Το κατηγορητήριο αναφερόταν μόνο στα στοιχεία που προσκόμισε η εισαγγελία.
Το Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο, που δίκασε τους προσφεύγοντες, διεξήγαγε εξέταση του κατηγορητηρίου, στην οποία οι προσφεύγοντες έθεσαν το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψιν στοιχεία. Ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι οι μάρτυρες είχαν ανακριθεί ήδη ως μέρος άλλων γραμμών έρευνας.
Αναφορικά με τη σχετική νομοθεσία, το δικαστήριο «αρνήθηκε να λάβει και να εξετάσει τα [εν λόγω] αποδεικτικά στοιχεία». Στα πρακτικά του δικαστηρίου αναφέρεται ότι ο προεδρεύων δικαστής ανέπτυξε το σκεπτικό της απόφασης.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση, επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματά τους σχετικά με την μη λήψη των αποδεικτικών στοιχείων στην υπεράσπισή τους. Το Εφετείο απέρριψε τις εφέσεις τους, κρίνοντας ότι οι αρχές είχαν επαρκώς εξακριβώσει τα γεγονότα. Η μετέπειτα αναίρεσή τους και η συνταγματική καταγγελία κρίθηκαν απαράδεκτες. Αργότερα υπέβαλαν δύο φορές χωρίς επιτυχία αίτηση στα δικαστήρια για την επανάληψη της διαδικασίας βάση νέων στοιχείων.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο echrcaselaw.com