Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μελπομένη Ιερωνυμάκη.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….., για την οποία συνεχίζουν τη σχετική δίκη τα ήδη ενήλικα τέκνα της 1)………. και 2)…………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Πατρικοπούλου.
Η εφεσίβλητη– ενάγουσα, ενεργώντας για λογαριασμό των προαναφερθέντων τότε ανηλίκων τέκνων της, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-7-2015 (υπ’ αριθ…………./22-7-2015 εκθέσεως καταθέσεως) αγωγή της κατά του εκκαλούντος – εναγομένου. Ο εκκαλών – ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12-2-2015 (υπ’ αριθ………./25-2-2015 εκθέσεως καταθέσεως) αγωγή του κατά της εφεσίβλητης – εναγομένης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 1935/2018 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις προαναφερθείσες αγωγές, απέρριψε την ως άνω από 12-2-2015 αγωγή και δέχθηκε μερικώς την από 20-7-2015 αγωγή. Στη συνέχεια, ο εκκαλών με την από 18-7-2018 (υπ’ αριθ. ………./20-7-2018 εκθ. καταθ.) έφεσή του προσέβαλε την προαναφερθείσα πρωτόδικη απόφαση. Η ανωτέρω έφεση, με την από 6-11-2018 πράξη προσδιορίσθηκε να δικαστείστη δικάσιμο της 7ης-11-2019, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 19ης– 3-2020,κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-5-2020) και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δυνάμει της υπ’ αριθ. 60/2020 πράξεως του αρμοδίου Δικαστή (άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/14-5-2020 πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς), κατά την οποία αφού γράφτηκε στο οικείο πινάκιο συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, αντιστοίχως.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’αριθ. 1935/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 681Β παρ. 1του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 (κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) επί Α)της από 20-7-2015 (υπ’ αριθ. ………./22-7-2015 εκθέσεως καταθέσεως) αγωγής της ενάγουσας (ως ενεργούσας για λογαριασμό των τότε ανηλίκων τέκνων της ………. και ………. και ήδη εφεσίβλητης και Β) της συνεκδικασθείσας από 12-2-2015 (υπ’ αριθ. ………/25-2-2015 εκθέσεως καταθέσεως) αγωγής του ενάγοντος (εναγομένου) και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως διενεργήθηκε προς τον εκκαλούντα στις 21-6-2018 (βλ. την με ίδια ημερομηνία σημείωση του δικαστικού επιμελητή ………… επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως) και η έφεση κατατέθηκε στις 20-7-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ……../20-7-2018 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι όσον αφορά στα τέκνα της ενάγουσας-εφεσίβλητης 1)………. και 2)………., τα οποία, κατά το χρόνο ασκήσεως της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής και της ως άνω εφέσεως ήταν ανήλικα, ήδη, ενηλικιώθηκαν (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ……../23-11-20009 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Πειραιώς) και αυτά συνεχίζουν την προκείμενη δίκη για δικό τους λογαριασμό, ενόψει του ότι απέκτησαν την ικανότητα του διαδίκου (άρθρο 62 του ΚΠολΔ και 63 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επίσης, τόσο από την από 14-7-2020 «ΕΙΔΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ», η οποία υπογράφεται από τους προαναφερθέντες ……….. και …….., ήδη εφεσίβλητους (με θεώρηση των σχετικών υπογραφών τους από δικηγόρο), όσο και από το υπ’ αριθ. ……/14-7-2020 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής ……….., προκύπτει ότι οιήδη εφεσίβλητοι παρείχαν, νομοτύπως (άρθρα 96 παρ. 1 και 98 του ΚΠολΔ), την ειδική πληρεξουσιότητα στη δικηγόρο ………, η οποία εκπροσώπησε αυτούς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την παρούσα συζήτηση της εν λόγω υποθέσεως, προκειμένου να διεξάγει για λογαριασμό τους την αντίστοιχη δίκη, εγκρίνοντας όλες τις πραγματοποιηθείσες από αυτή (δικηγόρο) σχετικές διαδικαστικές πράξεις, κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί ελλείψεως πληρεξουσιότητας της προαναφερθείσας δικηγόρου για τη διεξαγωγή της δίκης αυτής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 533 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).
Με την προαναφερθείσα υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, η ενάγουσα και (αρχικώς) εφεσίβλητη, ζήτησε, όπως το αίτημα της παραδεκτώς περιορίστηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό,α) να της ανατεθεί η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των (τότε) ανήλικων τέκνων της, ……. και ……….., που απέκτησε από τον γάμο της με τον εναγόμενο, με τον οποίο τελεί σε διάσταση, και των οποίων ασκεί προσωρινώς την επιμέλεια, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1178/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της προκαταβάλλει την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός, ως συνεισφορά, σε χρήμα, στη διατροφή των ως άνω (τότε) ανήλικων τέκνων τους, που στερούνται εισοδημάτων από περιουσία και αδυνατούν να εργασθούν, και για λογαριασμό τους, το ποσό των 1.445,50 ευρώ για τον ……….. και το ποσό των 1.331,50 ευρώ για την ……….., δηλαδή συνολικώς το ποσό των 2.777 ευρώ, από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας χρηματικής παροχής. Επίσης, με την ανωτέρω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε α) να ανατεθεί αποκλειστικά στον ίδιο η άσκηση της επιμέλειας των (τότε) ανήλικων τέκνων του, ……. και ……….., που απέκτησε από τον γάμο του με την εναγόμενη, με την οποία τελεί σε διάσταση, άλλως, να του ανατεθεί από κοινού με την εναγόμενη η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου αυτών, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του προκαταβάλλει την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός, υπό την ιδιότητα αυτού ως ασκούντος εν τοις πράγμασι την επιμέλεια των ως άνω (τότε) ανήλικων τέκνων, που στερούνται εισοδημάτων από περιουσία και αδυνατούν να εργασθούν, και για λογαριασμό τους, ως συνεισφορά, σε χρήμα, διατροφή τους, το ποσό των 282,80 ευρώ για τον ….. και το ποσό των 339,40 ευρώ για την …………, δηλαδή συνολικώς το ποσό των 622,20 ευρώ μηνιαίως, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας χρηματικής παροχής και γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του παραχωρήσει τη χρήση των ειδικότερα αναφερόμενων στην αγωγή πραγμάτων του οικιακού εξοπλισμού της πρώην οικογενειακής τους στέγης και να διαταχθεί η βίαιη αφαίρεση αυτών από την κατοχή της, καθώς και από την κατοχή κάθε τρίτου που έλκει δικαιώματα από αυτήν ή τα κατέχει για λογαριασμό της. Με την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού συνεκδικάσθηκαν οι ανωτέρω αγωγές, απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή, έγινε μερικώς δεκτή η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, ανατέθηκε η οριστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των (τότε) ανήλικων τέκνων των διαδίκων …….. και ………., αποκλειστικά στην ενάγουσα (μητέρα τους) και αναγνωρίσθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει να προκαταβάλλει εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ως άνω (τότε) ανήλικων τέκνων τους ως τακτική σε χρήμα μηνιαία διατροφή τους, το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ για τον ……….. και το ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα (570) ευρώ για την …………, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής μέχρι την εξόφληση. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενηέφεση του, που αφορά σε λόγους, οι οποίοι στο σύνολο τους ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητείνα εξαφανιστεί, άλλωςνα μεταρρυθμισθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή, που ασκήθηκε κατ’ αυτού, όπωςειδικότερα εκτίθεται στην έφεση.
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 – 120 του ΚΠολΔ στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, δηλαδή τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ή σε ορισμένες περιπτώσεις και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και τα περιστατικά, που κατά τον εκκαλούντα στοιχειοθετούν την αποδιδομένη νομική πλημμέλεια. Εάν, όμως, αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος της έφεσης επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, ενώ δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο βάσει των μερικότερων παραπόνων του εκκαλούντος, που συνδέονται με αυτή, τούτο δε επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (βλ. ΑΠ 202/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 574/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 356/2002 ΠειρΝομ 2002 139).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως προκύπτει ότι, με όλους τους λόγους αυτής, ο εκκαλών παραπονείται για όσα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του σχετικώς με τα αντίστοιχα περιστατικά, δηλαδή οι λόγοι της εφέσεως αφορούν στην εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων. Επομένως, ενόψει του ότι όλοι οι λόγοι της ένδικης εφέσεως ανάγονται στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την οποία δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων,σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), ο ισχυρισμός των ήδη εφεσίβλητων περί αοριστίας των λόγων της εφέσεως, ο οποίος περιλαμβάνεται στις κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις τους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1390, 1485, 1486, 1489 και 1493 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν είτε έχει διακοπεί η συμβίωσή τους, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμα και αν τούτο έχει περιουσία, εφόσον όμως τα εισοδήματα από αυτήν, ή το προϊόν της εργασίας του, ή άλλα τυχόν εισοδήματά του, δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται βάσει των αναγκών του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη συντήρησή του έξοδα και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου. Εξάλλου, η κατά τα ως άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 παρ. 2 του ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Η αναγωγή της υποχρεώσεως συνεισφοράς στις δυνάμεις των γονέων και τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής, σημαίνει θέσπιση υποχρεώσεως αυτών για εργασία, στο μέτρο της ατομικής και οικογενειακής δυνατότητάς τους. Περαιτέρω, ο εναγόμενος, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε με την απόδειξη των στοιχείων της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάσει αυτής υποχρέωσης συνεισφοράς του άλλου γονέα. Η προβολή του ανωτέρω ισχυρισμού από τον υπόχρεο προς διατροφή εναγόμενο, λειτουργεί ως ένσταση και πρέπει να συντελεσθεί στο ακροατήριο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά την έναρξη της συζητήσεως της υποθέσεως, με σχετική σαφή και ορισμένη δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Επίσης, σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής αυτής ενστάσεως, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να προσδιορίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο εις βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής. Στην περίπτωση, όμως, που με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνον το μέρος, το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέα (του μη εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Στην περίπτωση αυτή ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα σχετικώς αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 416/2007 ο.π., ΑΠ 884/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 782/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ Μον 486/2015 ο.π.,ΕφΘεσ 2944/2004 ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1389,1390, 1391 επ. του ΑΚ, 223, 224, 269 παρ. 2, 334, 525, 526 και 527 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι οι προϋποθέσεις επιδικάσεως διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία από το χρόνο επέλευσής της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εκτίθενται απαραδέκτως με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις που υποβάλλονται στο εφετείο. Αντιθέτως, τα καταλυτικά γεγονότα του δικαιώματος, που ασκείται με τη σχετική αγωγή και οι αντενστάσεις, τα οποία δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, που μεταβάλουν τη βάση της αγωγής, μπορούν να προταθούν μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υποθέσεως συζήτηση, τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 2070/2007 ΝοΒ 2008 290, ΑΠ 905/2005 ΕλλΔνη 2005 1078, ΕφΠειρ 292/2015 ΕλλΔνη 2018 148, ΕφΛαρΜον 106/2014 Δικογραφία 2015 312, ΕφΘρακ 74/2014 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια(μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι νομίμως προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται), καθώς και της υπ’αριθ…../25-4-2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. και των υπ’ αριθ. …/25-4-2017 και …./25-4-2017 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Χίου …………, που συντάχθηκαν, με την επιμέλεια του εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της (αρχικώς) εφεσίβλητης (βλ. την υπ’αριθ. ……./21-4-2017 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………), ενώ οι υπ’ αριθ. …, …. και …./27-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις που συντάχθηκαν, με την επιμέλεια της (αρχικώς) εφεσίβλητης, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενόψει του ότι συντάχθηκαν για άλλη δίκη (βλ. ΟλΑΠ 8/2016 ΝοΒ 2016 1828, ΑΠ 99/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1988/2008 Δ 2009 532, ΑΠ 722/2004 ΕλλΔνη 47 1012), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι (ενάγουσα και εναγόμενος της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής ……… και ………) τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο, πολιτικό, γάμο στο Κερατσίνι Αττικής, στις 2-8-1999 (και θρησκευτικό γάμο στις 12-2-2001) και απέκτησαν δύο τέκνα, τον ……… και την ……….., που γεννήθηκαν στις 31-12-2001, και ήδη είναι ενήλικες. Οι σχέσεις, όμως, των προαναφερθέντων διαδίκων-συζύγων, δεν εξελίχθηκαν ομαλώς και η έγγαμη σχέση τους διασπάστηκε και ήδη βρίσκονται σε διάσταση. Ειδικότερα, η έγγαμη συμβίωσή των προαναφερθέντων διασπάσθηκε, αρχικώς, κατά τις αρχές του έτους 2011, οπότε η προσωρινή επιμέλεια των (τότε) ανήλικων τέκνων τους είχε ανατεθεί προσωρινώς στην μητέρα τους, δυνάμει της υπ’ αριθ. 4504/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και στη συνέχεια, αφού μεσολάβησε η επανασυμβίωση τους, αυτή διασπάσθηκε εκ νέου, οριστικώς, κατά το Σεπτέμβριο του έτους 2014, που ο πατέρας τους αποχώρησε από τη συζυγική οικία και εγκαταστάθηκε σε άλλη μισθωμένη οικία στον Πειραιά. Επίσης, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1178/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είχε ανατεθεί, προσωρινώς η επιμέλεια των (τότε) ανήλικων τέκνων αυτών στην μητέρα τους. Σημειωτέον ότι οι λόγοι της ως άνω διάστασης δεν πρέπει να ερευνηθούν στην ένδικη υπόθεση, γιατί αφορούν, αποκλειστικώς, στις σχέσεις μεταξύ των προαναφερθέντων διαδίκων-συζύγων και δεν αποτελούν, κατά το νόμο, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), κριτήριο για τον προσδιορισμό της διατροφής των προαναφερθέντων τέκνων.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά το ως άνω κρίσιμο χρόνο, δηλαδή το χρονικό διάστημα των δύο ετών από την επίδοση της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής (που επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 28-7-2015, βλ. την υπ’ αριθ. …../28-7-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς . …..), τα προαναφερθέντα (τότε) ανήλικα τέκνα των (αρχικών) διαδίκων, ήταν μαθητές δημόσιου σχολείου, χωρίς να έχουν υποχρέωση καταβολής σχετικών διδάκτρων. Ωστόσο, τα ανήλικα τέκνα αυτά λάμβαναν πρόσθετη διδασκαλία και ειδικότερα παρακολουθούσαν μαθήματα αγγλικής γλώσσας σε φροντιστήριο (κέντρο ξένων γλωσσών «………») για τα οποία απαιτείτο η δαπάνη του ποσού των 80 ευρώ και των 110 ευρώ μηνιαίως, για τον … και την ……….., αντιστοίχως. Επίσης, στα προαναφερθέντα τέκνα είχε συσταθεί η παρακολούθηση εξωσχολικών δραστηριοτήτων, και ειδικότερα στην ……… μαθημάτων χορού και στον …. η εκμάθηση κάποιου ομαδικού αθλήματος, πλην όμως αυτό δεν κατέστη εφικτό, λόγω οικονομικής δυσχέρειας. Ακόμη, για τον …. είναι επιβεβλημένη η ορθοδοντική θεραπεία, για την οποία απαιτείται συνολική δαπάνη ύψους 3.000 ευρώ (βλ. την από 6-5-2015 γνωμάτευση της ορθοδοντικού ………). Επιπλέον, ο …….. ανήκει στην κατηγορία των μαθητών με ειδικές δυσκολίες στη μάθηση και χρήζει ιδιαίτερης ψυχολογικής υποστήριξης (βλ. την υπ’ αριθ. …./27-03-2015 γνωμάτευση του Κέντρου Διαφοροδιάγνωσης Διάγνωσης και Υποστήριξης ΚΕ.Δ.Δ.Υ. Α΄ Πειραιά). Σημειωτέον ότι οι ως άνω δαπάνες, οι οποίες αφορούν τα (τότε) ανήλικα τέκνα των (αρχικών) διαδίκων, δεν κρίνονται υπερβολικές, καθόσον, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποτελούν συνήθεις δαπάνες της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, αναγκαίες για την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη των ανηλίκων τέκνων. Τέλος, τα ανωτέρω τέκνα διαμένουν με την μητέρα τους (ενάγουσα) στην πρώην οικογενειακή στέγη και βαρύνονται με την αναλογία συμμετοχής τους στις λειτουργικές δαπάνες αυτής. Εξάλλου, τα προαναφερθέντα τέκνα των (αρχικών) διαδίκων στερούνται περιουσίας και λόγω της ηλικίας τους και της μαθητικής ιδιότητάς τους δεν μπορούν να εργασθούν για να αποκτήσουν εισόδημα από εργασία, έτσι, η αντιμετώπιση των δαπανών για την εν γένει διαβίωση τους (διατροφή, ένδυση, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία, μετακίνηση κλπ) εξαρτάται αποκλειστικά από τους γονείς τους, κατά συνέπεια υπάρχει, καταρχήν, νόμιμη υποχρέωση των διαδίκων γονέων τους για τη διατροφή τους.
Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο (δηλαδή το χρονικό διάστημα των δύο ετών από την 28-7-2015, που επιδόθηκε η ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή), ο εκκαλών ήταν ναυτικός με την ιδιότητα του Α΄ Μηχανικού και απασχολείτο με την ειδικότητα αυτή, για κάποιο μέρος κάθε έτους, σε διάφορα πλοία, που είχε ναυτολογηθεί. Επίσης, το ετήσιο εισόδημα του εκκαλούντος από την ως άνω εργασία του ανερχόταν για το έτος 2015 στο ποσό των 39.488,20 ευρώ, για το έτος 2016 στο ποσό των 29.800,17 ευρώ και για το έτος 2017 στο ποσό των 66.180,35 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ……/22-02-2019 πιστοποιητικό και υπ’ αριθ. πρωτ……./11-09-2017 βεβαίωση της Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς, καθώς και τις πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου [εκκαθαριστικά] του εκκαλούντος για τα φορολογικά έτη 2015 και 2016). Σημειωτέον ότι το ανωτέρω ετήσιο εισόδημα του εκκαλούντος περιλαμβάνεται στις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις του και για το σχετικό προσδιορισμό του δεν πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό που αφορά στον αναλογούντα φόρο, όπως ο τελευταίος αβασίμως ισχυρίζεται, ενόψει του ότι κατά τον υπολογισμό των δεδουλευμένων αποδοχών από το Δικαστήριο δεν αφαιρούνται τέτοια ποσά (βλ. ΑΠ 332/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2126/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1171/2007 ΕΕργΔ 2009 258, ΑΠ 302/2001 ΕλλΔνη 2001 1309), ωστόσο, η σχετική οφειλήφόρου του εκκαλούντος συνεκτιμάται για τον προσδιορισμό των οικονομικών δυνατοτήτων του, χωρίς, όμως, να αφαιρείται από το εισόδημα του (βλ. ΑΠ 1330/2011, ΑΠ 471/2005, ΕφΠειρ 484/2014, ΕφΠειρ 243/2011, ΕφΠειρ 158/2006 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Επίσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι, από την 11-4-2015, που αποναυτολογήθηκε από το πλοίο Δ/Ξ «ΜΛ», αδυνατεί να εξεύρει εργασία και τυγχάνει άνεργος, όμως, ο εν λόγω ισχυρισμός του είναι αβάσιμος, αφού δεν προέκυψε ότι το ανωτέρω ετήσιο εισόδημά του, αφορά σε κάποια διαφορετική αιτία από την ως άνω εργασία του. Σημειωτέον ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών δεν εργάζεται καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κάθε έτους, αλλά ένα μέρος αυτού, δηλαδή μόνον κατά διάρκεια της ναυτολόγησής του, όπως, είθισται για όλους τους ναυτικούς, έτσι, κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα παραμένει άνεργος και επιδοτείται προς τούτο με το ποσό των 294 ευρώ μηνιαίως (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. ………..2016 βεβαίωση του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας). Ειδικότερα, από την υπ’ αριθ. ……../2016 δήλωση τρίτου (κατ’ άρθρο 985 του ΚΠολΔ), ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στην οποία προέβη η ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «………… ……………», κατόπιν της επιβολής αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας της ως τρίτης εκ μέρους της ενάγουσας για την αναγκαστική είσπραξη της επιδικασθείσας, δυνάμει της υπ’αριθ. 1178/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προσωρινής διατροφής για λογαριασμό των ως άνω ανήλικων τέκνων, με την κοινοποίηση κατασχετηρίου εγγράφου (που επιδόθηκε στην ως άνω εταιρία στις 19-10-2016), προκύπτει ότι ο εκκαλών είχε ναυτολογηθεί στις 7-8-2016 σε πλοίο διαχείρισης της ανωτέρω εταιρίας, με την ως άνω ειδικότητα του Α’ μηχανικού, και ότι απασχολήθηκε σε αυτήν μέχρι τις 17-10-2016, έναντι μηνιαίων απολαβών 12.400 ευρώ. Επιπλέον, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι παρουσιάζει διάφορα προβλήματα υγείας, τα καθιστούν δυσχερή την απασχόλησή του στην ως άνω εργασία του. Ειδικότερα, στο από 20-5-2011 ιατρικό σημείωμα του ιατρού ορθοπεδικού ……….. αναφέρεται ότι ο εκκαλών πάσχει από εμφύουσα αυχεναλγία και χρήζει φυσικοθεραπειών και στο από 26-5-2011 ιατρικό σημείωμα της ιατρού στοματο-γναθοπροσωπικού χειρουργού ………. ότι διαπιστώθηκε επώδυνο σύνδρομο κροταφογναθικής αρθρώσεως, όμως, δεν προσκομίσθηκε κάποια ιατρική βεβαίωση από την οποία να προκύπτει ότι συστάθηκε στον εκκαλούντα, για την αντιμετώπιση των ως άνω προβλημάτων της υγείας του, η αποχή του από εργασία, έτσι, ο σχετικός ισχυρισμός του είναι αβάσιμος. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο εκκαλών εξακολουθούσε να εργάζεται υπό την ανωτέρω ειδικότητα και κατά το ως άνω ένδικο χρονικό διάστημα, αποκομίζοντας από την εν λόγω εργασία του, κατά μέσο όρο μηνιαίο εισόδημα ποσού 3.763,02 ευρώ (39.488,20 + 29.800,17 + 66.180,35 = 135.468,72 : 3 έτη = 45.156,24 : 12 μήνες = 3.63,02). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι το μηναίο εισόδημα του εκκαλούντος, κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα, δεν υπολειπόταν του ποσού των 5.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά τον αντίστοιχο βάσιμο (μερικώς) λόγο (1ο) της εφέσεως. Επιπλέον, ο εκκαλών διαθέτει ακίνητη περιουσία και συγκεκριμένα, είναι συγκύριος με την ενάγουσα, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος ενός διαμερίσματος (αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας), επιφάνειας 106,70 τ.μ.,του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται επί της οδού ……….στον Πειραιά, μετά αποθήκης και υπόγειας θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου, το οποίο αποτελούσε την πρώην οικογενειακή στέγη τους. Επίσης, ο εκκαλών ήταν συγκύριος με την ενάγουσα, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου, που βρίσκεται εντός του οικισμού …. Εύβοιας, επιφάνειας 305,69 τ.μ., μετά της επ’ αυτού διώροφης μονοκατοικίας με υπόγειο, το οποίο, όμως, αυτός μεταβίβασε, αμέσως μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα, σε συγγενικό του πρόσωπο (…………..), δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./13-11-2014 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. Ωστόσο, κατόπιν άσκησης της από 18-2-2016 αγωγής της ενάγουσας, ήδη, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 292/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απαγγέλθηκε υπέρ της ενάγουσας, ατομικώς και ως ασκούσας προσωρινώς την αποκλειστική επιμέλεια των προαναφερθέντων τέκνων της, η διάρρηξη της δικαιοπραξίας, που αφορά στο ανωτέρω πωλητήριο συμβόλαιο (υπ’ αριθ. ………./13-11-2014), μέχρι του ποσού των 21.225,76 ευρώ. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών διαμένει σε μισθωμένη οικία (διαμέρισμα του 7ου ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού …………. – στον Πειραιά), για τη χρήση της οποίας καταβάλλει μηναίο μίσθωμα ποσού 600 ευρώ, επιπλέον, αυτός επιβαρύνεται με τις λειτουργικές δαπάνες αυτής (κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος, τηλεφωνίας, κοινόχρηστες δαπάνες κλπ), καθώς και με τις εν γένειδαπάνες διατροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, μετακίνησης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αυτού. Τέλος, ο εκκαλών δεν διαθέτει κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο, ούτε εισόδημα, εκτός από τα προαναφερθέντα.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, η ενάγουσα (………….) ασκούσε την επαγγελματική δραστηριότητα της κομμώτριας και διατηρούσε επιχείρηση κομμωτηρίου σε μισθωμένο ισόγειο κατάστημα, επιφανείας 36,90 τ. μ., ευρισκόμενο επί των οδών …………, στην περιοχή της ….. Πειραιώς. Επίσης, για τη χρήση του ως άνω καταστήματος η ενάγουσα κατέβαλε ως μίσθωμα συνολικώς για το έτος 2015 το ποσό των 5.245 ευρώ (μηνιαίως 437 ευρώ), για το έτος 2016 το ποσό των 3.500 ευρώ (μηνιαίως 291,66 ευρώ) και για το έτος 2017 το ποσό των 3.150 ευρώ (μηνιαίως 262,50 ευρώ), ενώ, απασχολούσε ως προσωπικό δύο άτομα, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις της (κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα έντυπο Ε3 για τα έτη 2015, 2016 και 2017). Από τη λειτουργία του ως άνω κομμωτηρίου, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, η ενάγουσα αποκερδαίνε μηνιαίο εισόδημα, το οποίο, υπολογίζεται, βάσει των ως άνω στοιχείων, σε συνδυασμό με τις τότε επικρατούσες εν γένει οικονομικές συνθήκες (που περιλάμβαναν και μέτρα στη διακίνηση των κεφαλαίων), καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας, στο ποσό των 1.800 ευρώ περίπου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι, κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα, από τη λειτουργία του ως άνω κομμωτηρίου, η ενάγουσα αποκέρδαινε καθαρό μηνιαίο εισόδημα, το οποίο δεν υπολειπόταν του ποσού των 1.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά τον αντίστοιχο βάσιμο (μερικώς) λόγο (2ο) της εφέσεως. Σημειωτέον ότι η τελευταία κρίση περί του ως άνω κέρδους της ενάγουσας από την προαναφερθείσα επαγγελματική δραστηριότητά της (ποσού 1.800 ευρώ), δεν αναιρείται από το ότι αυτή (ενάγουσα) δεν έχει δηλώσει το σχετικό εισόδημα στις αντίστοιχες ετήσιες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ούτε από τις πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου [εκκαθαριστικά] για τα φορολογικά έτη 2015, 2016 και 2017 αυτής, στα οποία αναφέρεται ότι υπάρχει ζημία από την ως άνω ατομική της επιχείρηση, καθόσον στις ως άνω φορολογικές δηλώσεις της περιέχεται μόνον το σχετικώς δηλωθέν εισόδημα εκ μέρους της ενάγουσας και όχι το αποτέλεσμα του σχετικού ελέγχου αυτών από την αρμόδια αρχή. Άλλωστε, η τελευταία εξακολουθούσε να ασκεί την προαναφερθείσα επαγγελματική δραστηριότητά της καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ενώ, αν δεν αποκέρδαινε κάποιο εισόδημα από αυτήν και είχε μόνον ζημία, όπως η ενάγουσα αβασίμως ισχυρίζεται, δεν θα δικαιολογείτο η εξακολούθηση της άσκησής της, ούτε η χρήση του ανωτέρω μισθωμένου ακινήτου, αλλά, αυτή θα είχε επιδιώξει την απασχόλησή της σε μισθωτή εργασία. Ωστόσο, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι το ανωτέρω εισόδημα της ενάγουσας από την προαναφερθείσα ατομική επιχείρησή της είναι μεγαλύτερο, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών, ενόψει του ότι, σε περίπτωση που ο κύκλος των σχετικών εργασιών ήταν μεγαλύτερος, η ενάγουσα θα είχε επιδιώξει να αναπτύξει αυτήν (όπως με μεταφορά της σε μεγαλύτερης επιφάνειας κατάστημα, σε σημείο μεγαλύτερης εμπορικότητας κλπ), όμως, αυτό δεν συνέβη. Επίσης, η ενάγουσα είναι συγκύρια, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, με τον εκκαλούντα των προαναφερθέντων ακινήτων, δηλαδή ενός διαμερίσματος (αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας), επιφάνειας 106,70 τ.μ., του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας που βρίσκεται επί της οδού …………. στον Πειραιά, μετά αποθήκης και υπόγειας θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου (πρώην οικογενειακή στέγη) και ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου, που βρίσκεται εντός του οικισμού …. Εύβοιας, επιφάνειας 305,69 τ.μ., μετά της επ’ αυτού διώροφης μονοκατοικίας με υπόγειο. Επιπλέον, η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία ενός καταστήματος, επιφανείας 52 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται επί της οδού …………., στην περιοχή της …… Πειραιά, το οποίο έχει εκμισθώσει σε τρίτο πρόσωπο (εταιρία με την επωνυμία «……………»), αντί μηνιαίου μισθώματος ποσού 550 ευρώ. Ακόμη, η ενάγουσα βαρύνεται με την καταβολή του ποσού των 240 ευρώ μηνιαίως προς την τράπεζα «AlphaBank» για την εξόφληση, μέσω ρύθμισης, των ληφθέντων από τους (αρχικούς) διαδίκους στεγαστικών δανείων για την κτήση της ως άνω οικογενειακής στέγης, και του ποσού των 66,87 ευρώ, τριμηνιαίως, για την ασφάλιση της ανωτέρω οικίας (πρώην οικογενειακής στέγης), που είναι αναγκαία σύμφωνα με τους όρους των ως άνω δανείων,καθώς και με οφειλή προς τον ΟΑΕΕ (ήδη ΕΦΚΑ) από ασφαλιστικές εισφορές, η οποία ήταν ληξιπρόθεσμη έως 31-12-2016 συνολικού ποσού 10.098,34 ευρώ, όμως, τα ποσά αυτά δεν προαφαιρούνται από το εισόδημά της, αλλά λαμβάνονται υπόψη, ως επιπλέον βιοτική της ανάγκη και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής της. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα βαρύνεται με την συνεισφορά της στη διατροφή του ενήλικου τέκνου της ………….., που έχει αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο, καθόσον δεν προέκυψε η αδυναμία αυτοδιατροφής αυτού. Επιπροσθέτως, η ενάγουσα βαρύνεται με τις εν γένειδαπάνες διατροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, μετακίνησης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αυτής, ενώ,παρέχει τις συνδεόμενες με τη συνοίκηση προσωπικές υπηρεσίες της στη φροντίδα και ανατροφή των ως άνω τέκνων της, οι οποίες, είναι αποτιμητές σε χρήμα. Τέλος, η ενάγουσα δεν διαθέτει κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο, ούτε εισόδημα, εκτός από τα προαναφερθέντα.
Σύμφωνα με τις προεκτεθείσες οικονομικές δυνατότητες των (αρχικών) διαδίκων και τις ως άνω ανάγκες των (τότε) ανηλίκων τέκνων τους, κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα, η μηνιαία διατροφή των τελευταίων προσδιορίζεται στο ποσό των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ μηνιαίως για τον ………… και στο ποσό των εξακοσίων ογδόντα (680) ευρώ μηνιαίως για την …………… δηλαδή συνολικώς στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ. Το ποσό αυτό επαρκεί για την κάλυψη των ως άνω αναγκών των προαναφερθέντων (τότε) ανηλίκων τέκνων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και ανταποκρίνονται στις απαραίτητες ως προς την ηλικία τους δαπάνες για την εν γένει ανατροφή, συντήρηση και εκπαίδευσή τους, δηλαδή για διατροφή, ένδυση, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία, μετακίνηση κλπ. Σημειωτέον ότι ο εκκαλών, με την έφεσή του, ισχυρίζεται ότι η εν λόγω διατροφή των προαναφερθέντων τέκνων του ανέρχεται στο ποσό των 500 ευρώ, μηνιαίως, για το κάθε τέκνο, πλην όμως, στην ως άνω υπό στοιχείο Β΄ αγωγή του ο ίδιος (εκκαλών) επικαλείται ότι η ανωτέρω διατροφή ανέρχεται στο ποσό των 905 ευρώ για τον ………….. και στο ποσό των 1.086 ευρώ για την ………….. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η εν λόγω διατροφή ανέρχεται στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ μηνιαίως για τον ……….. και στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ μηνιαίως για την ……….., και συνολικώς στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (3ο) της υπό κρίση εφέσεως. Περαιτέρω, από το ως άνω ποσό (των 720 και των 680 ευρώ) ο εκκαλών – εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει ως μηνιαία διατροφή για τα προαναφερθέντα (τότε) ανήλικα τέκνα του το ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ μηνιαίως για τον …. και στο ποσό των πεντακοσίων είκοσι (520) ευρώ μηνιαίως για την …………, δηλαδή συνολικώς το ποσό των χιλίων εβδομήντα (1.070) ευρώ, ενόψει του ότι το υπόλοιπο (δηλαδή το ποσό των 330 ευρώ), αποτελεί την ανάλογη συνεισφορά της ενάγουσας μητέρας τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι ο εκκαλών – εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει ως μηνιαία διατροφή για τα προαναφερθέντα (τότε) ανήλικα τέκνα του το ποσό των 650 ευρώ μηνιαίως για τον …. και το ποσό των 570 ευρώ μηνιαίως για την ……….., και συνολικώς το ποσό των 1.220 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς βάσιμους (μερικώς) λόγους της υπό κρίση εφέσεως. Σημειωτέον ότι, ανεξαρτήτως της σχετικής ένστασης (άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ), που προέβαλε πρωτοδίκως ο εκκαλών – εναγόμενος, η οποία επαναφέρεται με την έφεση, ο ως άνω συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων (αρχικών) διαδίκων, διενεργείται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθόσον με την ως άνω υπό στοιχείο Α΄αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του κάθε δικαιούχου τέκνου, αλλά μόνον το μέρος, το οποίο κατά την άποψη της ενάγουσας πρέπει να βαρύνει τον εκκαλούντα – εναγόμενο, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού (εναγομένου) και της δικές της (ενάγουσας), όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙ). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η προαναφερθείσα συνεισφορά της ενάγουσας (μητέρας) διενεργείται με την παροχή των υπηρεσιών της, που αφορούν την προσωπική ενασχόλησή της με την εν γένει περιποίηση και φροντίδα των ανηλίκων τέκνων της, η οποία αποτιμάται σε χρήμα, με την παροχή στέγης σ’ αυτά (συμπεριλαμβανομένων των συναφών δαπανών της συνοίκησης) και από τα ως άνω εισοδήματά της.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της, το οποίο αφορά στην ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγή και ειδικότερα κατά το μέρος αυτής που αφορά στη διατροφή των προαναφερθέντων τέκνων (ήδη εφεσίβλητων), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), ως προς το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή η υπό στοιχείο Α΄ αγωγή και να αναγνωρισθεί ότι ο εκκαλών -εναγόμενος (………..) οφείλει να καταβάλλει 1) στον …….. το ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ και 2) στην ………. το ποσό των πεντακοσίων είκοσι (520) ευρώ, ως μηνιαία διατροφή τους, προκαταβολικώς εντός των τριών πρώτων ημερών κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη (ημέρα) επίδοσης της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε ως άνω χρηματικής παροχής έως την εξόφλησή της (για έκαστο ως άνω ποσό αντιστοίχως). Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των ήδηεφεσίβλητων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), εις βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), συνυπολογιζομένων των προκαταβληθέντων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’αριθ.1935/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της, το οποίο αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό, υπό στοιχείο Α΄, από 20-7-2015 (υπ’ αριθ. ………./22-7-2015 εκθέσεως καταθέσεως) αγωγή, και ειδικότερα κατά το μέρος αυτής που αφορά στη διατροφή των ακολούθως αναφερομένων ήδη εφεσίβλητων.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, ως προς το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω (υπό στοιχείο Α΄) αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ο εκκαλών – εναγόμενος οφείλει να καταβάλλει 1)στον ………. το ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ και 2)στην …………. το ποσό των πεντακοσίων είκοσι (520) ευρώ, ως μηνιαία διατροφή τους, προκαταβολικώς εντός των τριών πρώτων ημερών κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη (ημέρα) επίδοσης της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε ως άνω χρηματικής παροχής έως την εξόφλησή της (για έκαστο ως άνω ποσό αντιστοίχως).
Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των ήδη εφεσίβλητων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το ποσό που έχει ήδη προκαταβάλει ο εκκαλών – εναγόμενος.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 3-9-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ