Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής – Υπολογισμός νόμιμης μοίρας – Παροχές του κληρονομουμένου προς τον μεριδούχο – Γονική παροχή – Μέμψη άστοργης δωρεάς – Επίδειξη εγγράφου – Κοινός τραπεζικός λογαριασμός – Δικαιώματα κληρονόμων καταθέτη -.
Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Στη νόμιμη μοίρα κάθε μεριδούχου καταλογίζεται κάθε παροχή από ελευθεριότητα, όπως εκείνη που έγινε στο πλαίσιο γονικής παροχής από τον κληρονομούμενο στον μεριδούχο. Η εξαίρεση του μη καταλογισμού προβλέπεται για τις καταλογιστέες στη νόμιμη μοίρα και όχι για τις συνυπολογιστέες στην κληρονομία προς σχηματισμό της ιδανικής κληρονομικής ομάδας, με βάση την οποία θα υπολογιστεί η νόμιμη μοίρα. Η γονική παροχή δεν προσβάλλεται ως άστοργη δωρεά έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα, καθόσον δεν αποτελεί δωρεά. Αγωγή ή αίτηση επίδειξης εγγράφου. Εφαρμόζεται και όταν έγγραφα βρίσκονται σε δημόσια αρχή ή δημόσιο όργανο ή άλλο υπάλληλο ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα που ανάγονται σε απόρρητα του κράτους. Ζητείται με παρεμπίπτουσα αγωγή. Για το ορισμένο της αγωγής προς επίδειξη εγγράφων ο αιτών πρέπει να προσδιορίζει ειδικώς και να περιγράφει επακριβώς τα έγγραφα των οποίων ζητεί την επίδειξη και να αναφέρει το περιεχόμενό τους, καθώς και τη χρησιμότητα των αιτουμένων εγγράφων γι αυτόν ως προς την απόδειξη ισχυρισμών. Δικαιώματα κληρονόμων αποβιώσαντος δικαιούχου κοινού λογαριασμού. Έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την επίδειξη από τις οικείες τράπεζες των αιτούμενων εγγράφων αντίγραφα ατομικών και κοινών λογαριασμών του αποβιώσαντα πατέρα της.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 7819/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ολυμπία Γραμματικοπούλου, Πρωτοδίκη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από την Γραμματέα ’ννα Γκούντα – Βάθη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 19 Δεκεμβρίου 2016 για vα δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : …, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Μήνο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : …, τέως συζύγου …, κατοίκου Ν. Σμύρνης Αττικής, οδός …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αννα Κουνιάκη.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-05-2015 και με αρ. καταθέσεως 56662/6993/2015 αγωγή, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 25-01-2015, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18-04-2016, αναβλήθηκε πάλι για τη δικάσιμο της 26-09-2016, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι διάδικοι παραστάθηκαν ως αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
Β) ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : …, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Μήνο.
ΤΩΝ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «HSBC plc» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελευθερίας Λάμπρου, 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Θεοδώρας Παπαϊωάννου, 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Δόμνας Αρίδα, 4) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 5) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ευθυμίου Τσίγκα και 6) Πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία «Ταμείο Παρακαταθηκών και δανείων», (Ν.Π.Δ.Δ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21-09-2016 και με αρ. καταθέσεως 56820/4876/2016 παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι διάδικοι παραστάθηκαν ως αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση η με αρ. κατ. 56662/6993/2015 κύρια αγωγή και η με αρ. 56820/4876/2016 παρεμπίπτουσα αγωγή, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν κατ’ άρθρο 285 ΚΠολΔ.
Από την με αριθμό 6812/07-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση παρεμπίπτουσας αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα στην 4η παρεμπιπτόντως εναγόμενη. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του εκθέματος και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρ. 271 §1 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294 και 297 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο ενάγων μπορεί, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του, να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου, πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, κατ’ άρθρο 295 § 1 του ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στις προτάσεις της, παραιτήθηκε, πριν από την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, από το δικόγραφο της παρεμπίπτουσας αγωγής ως προς το έκτο (6°) εναγόμενο. Κατόπιν τούτου, η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτό.
Κατά το άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ για τον υπολογισμό της νομίμου μοίρας, προστίθενται στην κληρονομιά, με την αξία που είχαν κατά τον χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από τον θάνατό του, εκτός εάν την επέβαλαν λόγοι ευπρεπείας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Στο δε άρθρο 1833 του ίδιου κώδικος ορίζεται, ότι στην νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές προς μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προστίθενται στην κληρονομιά, σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός εάν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι στην νόμιμη μοίρα κάθε μεριδούχου καταλογίζεται κάθε παροχή από ελευθεριότητα, όπως και εκείνη που έγινε στα πλαίσια των γονικών παροχών, κατά το άρθρο 1509 ΑΚ. από τον κληρονομούμενο στον μεριδούχο, αφού αυτή, μετά τον ν. 1329/1983, είναι κατά νόμο καταλογιστέα, εκτός εάν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά. Η εξαίρεση δηλαδή του μη καταλογισμού προβλέπεται για τις καταλογιστέες στην νόμιμη μοίρα (άρθρο 1833 & 1 ΑΚ) και όχι για τις συνυπολογιστέες στην κληρονομιά προς σχηματισμό της ιδανικής κληρονομικής ομάδος, με βάση την οποία θα υπολογισθεί η νόμιμη μοίρα (άρθρο 1831 & 2 ΑΚ), που περιέχει διάταξη αναγκαστικού δικαίου, υπό την έννοια ότι ο κληρονομούμενος ‘δεν μπορεί να ορίσει διαφορετικά. Ενόψει αυτών στις προστιθέμενες κατά το άρθρο 1831 & 2 ΑΚ παροχές του κληρονομουμένου προς τον μεριδούχο, περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτόν παροχές, έστω και εάν έγιναν από λόγους ευπρεπείας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και ανεξαρτήτως του χρόνου που έγιναν, μη υφισταμένου για τις παροχές αυτές του χρονικού περιορισμού της δεκαετίας προ του θανάτου του κληρονομουμένου, – όπως οι δωρεές προς τρίτους, εφόσον οι τελευταίες έγιναν στα τελευταία δέκα χρόνια προ της αποβίωσης του κληρονομουμένου, εάν δεν αποδείξει ο τρίτος δωρεοδόχος ότι αυτές έγιναν από λόγους ευπρεπείας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Η έννοια της φράσης του άρθρου 1831 εδ 2 ΑΚ “στην κληρονομιά προσθέτονται” οι αναφερόμενες στο άρθρο αυτό παροχές δεν έχει την έννοια ότι αυτές ανήκουν πραγματικά στην κληρονομιά, αλλά ότι η αξία τους υπολογιζόμενη κατά το χρόνο της παροχής θεωρείται λογιστικώς υπάρχουσα στην κληρονομιά, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας. Όταν η πραγματική ομάδα της κληρονομιάς, που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος μεριδούχου, κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, που υπολογίζεται κατ’ άρθρο 1831 ΑΚ στην κληρονομιά, υπόκειται σε ανατροπή (μέμψη) κατά τους όρους του άρθρου 1835 ΑΚ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην κληρονομιά, τότε η αξία της κληρονομιάς θα προσδιορισθεί από την αξία που είχε η άστοργη δωρεά κατά το χρόνο που έγινε και το ποσοστό της νόμιμης μοίρας θα υπολογισθεί στην παραπάνω αξία δηλαδή στην αξία που είχε η δωρεά κατά το χρόνο που έγινε. Περαιτέρω ως προς τη γονική παροχή του κληρονομουμένου, αυτή υπολογίζεται μεν λογιστικά στην κληρονομιά για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας, ως αποτελούσα παραχώρηση του κληρονομουμένου όσο ζούσε προς μεριδούχο χωρίς αντάλλαγμα, για να ανατραπεί όμως κατ’ άρθρο 1835 ΑΚ η παραχώρηση αυτή λόγω ανεπάρκειας της κληρονομιάς για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας άλλου μεριδούχου πρέπει να αποτελεί δωρεά, μόνον ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις (ΑΚ 1509). Το γεγονός ότι η παροχή του γονέα προς το τέκνο κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1509 εδ. α ΑΚ δεν αποτελεί δωρεά, όταν είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, έχει ως συνέπεια ότι η τελευταία δεν προσβάλλεται ως άστοργη έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ σε μέμψη υπόκεινται μόνον οι δωρεές (βλ. ΑΠ. 135/2017, 23/2015, 2180/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η ενάγουσα με την κύρια αγωγή της, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχόμενου και αιτημάτων αυτής, εκθέτει ότι στις 23-05-2013 απεβίωσε στην Αθήνα, ο πατέρας της, …, καταλείποντας ως μοναδικούς εν ζωή πλησιέστερους συγγενείς του την ίδια και την εναγόμενη – ετεροθαλή αδελφή της. Ότι ο κληρονομούμενος πριν το θάνατο του προέβη σε γονική παροχή προς την εναγόμενη, της ψιλής κυριότητας του αναλυτικώς περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, αξίας 98.633,70 ευρώ. Ότι ο κληρονομούμενος διατηρούσε με την ενάγουσα κοινό τραπεζικό λογαριασμό, ύψους περίπου 311.245,19 ευρώ. Επικαλούμενη περαιτέρω αφενός μεν ότι κατά το χρόνο θανάτου ο αποβιώσας δεν κατέλιπε κληρονομιαία περιουσία, αφετέρου δε ότι τόσο η ανωτέρω γονική παροχή όσο και η εγκατάσταση της ενάγουσας ως συνδικαιούχου σε κοινό με τον αποβιώσαντα λογαριασμό, συνιστούν δωρεές, υπερβαίνουσες το μέτρο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις και ότι ως εκ τούτου υπόκεινται σε ανατροπή, ζητεί : α) να ανατραπούν ως άστοργες οι ανωτέρω παροχές κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της και ακολούθως να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της μεταβιβάσει, (κατά το ανωτέρω ποσοστό) την κυριότητα, νομή και κατοχή του ένδικου ακινήτου, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλλει, κατά το αυτό ποσοστό, το ποσό των 77.811,30 (311.245,19 : 1/4) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, γ) Να καταδικασθεί η εναγόμενη σε δήλωση βούλησης για μεταβίβαση της κυριότητας του ιστορούμενου ακινήτου, άλλως και δη σε περίπτωση που το ακίνητο δεν σώζεται, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ισάξιο της παροχής, ήτοι το ποσό των 24.658,43 ευρώ κατά το οποίο κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα. Στην υπό κρίση αγωγή επομένως σωρεύονται α) η αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς, β) η ενοχική αγωγή του 949 ΚΠολΔ, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί ο δωρεοδόχος να δηλώσει ότι μεταβιβάζει στην ενάγουσα – νόμιμη μεριδούχο την κυριότητα των αντικειμένων της δωρεάς που θα ανατραπεί και γ) η εμπράγματη αγωγή με την οποία ζητείται η απόδοση της νομής του ακινήτου. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο προς εκδίκαση της (18 αρ.1 και 22 του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας καθώς και σε αυτές των άρθρων 176 και 949 ΚΠολΔ. Όμως η σωρευμένη επικουρική αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο ο λόγος για τον οποίο δεν σώζεται το αντικείμενο των παροχών των οποίων επιδιώκεται η ανατροπή, ώστε να προκύπτει η αποκόμιση ή μη εκ μέρους του εναγομένου ανταλλάγματος, καθώς και του είδους αυτού, δεδομένου ότι η παροχή μπορεί να μην σώζεται εξαιτίας χαριστικής αιτίας, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται πλουτισμός του εναγόμενου – δωρεοδόχου (βλ. ΕφΑθ 4060/2006 Δνη 2008. 278). Επίσης το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθόσον προσωρινώς εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνο οι αποφάσεις εκείνες, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους θα μπορούσαν να αποτελέσουν τίτλους εκτελεστούς και συνεπώς δεν επιτρέπεται να κηρυχθούν προσωρινώς εκτελεστές οι αναγνωριστικές και διαπλαστικές αποφάσεις, όπως εν προκειμένω (Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ άρθρο 907, σελ. 1721). Συνεπώς πρέπει η αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δοθέντος ότι έχει καταβληθεί το τέλος δικαστικού ενσήμου που απαιτείται για το αντικείμενο της (βλ. με σειρά Θ 1355472/19-12-2106 διπλότυπο είσπραξης της Δ’ Δ.Ο.Υ Αθηνών), ενώ η σωρευόμενη αξίωση για απόδοση του ακινήτου κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας δεν είναι εγγραπτέα στα βιβλία διεκδικήσεων. Και αυτό, διότι το σωρευόμενο αίτημα για την προστασία του εμπράγματου δικαιώματος στο ίδιο ακίνητο που θα αποκτηθεί από την ενάγουσα μετά από την εκπλήρωση της παροχής αυτής από την εναγόμενη δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ένδικης αγωγής στο μέτρο που δεν αναφέρεται σε εμπράγματο δικαίωμα που θα αποκτηθεί στο μέλλον και με την αίρεση της ευδοκίμησης του αιτήματος της αγωγής για την εκπλήρωση της παροχής από την εναγόμενη (βλ. ΕφΑθ. 919/2003 Δ/νη 2005. 197. ΕφΘεσ 2552/1996 Αρμ. 1996. 1100).
Η επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 450 – 452 του ΚΠολΔ, ενώ, αν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 902 – 903 του ΑΚ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 450 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη μη επίδειξη τους, η οποία μπορεί να ζητηθεί, εφόσον την υποχρέωση αυτή έχει τρίτος, με παρεμπίπτουσα αγωγή. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι καθένας μπορεί να ζητήσει από τρίτον την επίδειξη οποιουδήποτε εγγράφου, το οποίο κατέχει και μπορεί να χρησιμεύσει προς απόδειξη, έστω και ως τεκμήριο, των ισχυρισμών του σε εκκρεμή δίκη ή σε δίκη που προτίθεται να ανοίξει. Η επίδειξη αυτή, η οποία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 452 παρ. 3 του ΚΠολΔ εφαρμόζεται και όταν τα έγγραφα βρίσκονται σε δημόσια αρχή ή δημόσιο όργανο ή άλλο υπάλληλο νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα που ανάγονται σε απόρρητα του κράτους σχετικά με την ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις του, θα ζητηθεί με παρεμπίπτουσα αγωγή (άρθρ. 451 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις προϋποθέσεις της αξίωσης προς επίδειξη εγγράφου είναι η υποβολή σχετικού αιτήματος, ο προσδιορισμός του εγγράφου και του περιεχομένου του, η κατοχή του εγγράφου από τον εναγόμενο, η δυνατότητα χρησιμοποίησης του εγγράφου αυτού ως αποδεικτικού μέσου και το έννομο προς τούτο συμφέρον του ενάγοντος την επίδειξη (βλ. ΑΠ 1613/2000 ΕλλΔνη 42.681, ΑΠ 1071/2000 ΕλλΔνη 42.402, ΜΠΑΘ 2560/2008 ΝΟΜΟΣ, ΜΠΟεσ 23434/2002 Αρμ ΝΣΤ.1186, ΜΠΑθ 9610/2000 ΕΕμπΔ 2001.97, ΜΠΟεσ 7106/1994 Αρμ ΜΗ.668). Στην αγωγή ή την αίτηση επιδείξεως εγγράφου νομιμοποιείται παθητικά ο κάτοχος αυτού, έστω και αν δεν υπάρχει εναντίον του αξίωση σχετική με το έγγραφο, ο οποίος (κάτοχος) μπορεί να είναι και τρίτος, όπως π.χ. τράπεζα. Εξάλλου από τη νομολογία των δικαστηρίων γίνεται πάγια δεκτό ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή αίτησης) προς επίδειξη εγγράφων ο αιτών την επίδειξη πρέπει να προσδιορίζει ειδικώς και να περιγράφει επακριβώς τα έγγραφα των οποίων ζητά την επίδειξη και να αναφέρει το περιεχόμενο τους, περαιτέρω δε τη χρησιμότητα των αιτουμένων εγγράφων για αυτόν (αιτούντα) ως προς την απόδειξη ισχυρισμών. Ο προσδιορισμός του επιδεικτέου εγγράφου με την ανωτέρω έννοια, είναι αναγκαίος; 1) για να είναι δυνατόν να κριθεί αν το έγγραφο αυτό είναι ουσιώδες με την έννοια ότι μπορεί να χρησιμεύει για την απόδειξη των ισχυρισμών του αιτούντος την επίδειξη, 2) γιατί μόνο έτσι παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια να δώσει εξηγήσεις για την κατοχή του εγγράφου και να αμυνθεί, 3) γιατί σε περίπτωση αμφισβητήσεως της κατοχής εκ μέρους του εναγομένου, μπορεί το δικαστήριο να διατάξει σχετικές αποδείξεις και 4) γιατί έτσι γίνεται εφικτός ο προσδιορισμός του εγγράφου στο διατακτικό της αποφάσεως, πράγμα απαραίτητο και για την ενδεχόμενη εκτέλεση της. Όμως, ως περιγραφή του εγγράφου ικανή για το ορισμένο της αιτήσεως επιδείξεως πρέπει να θεωρηθεί εκείνη με την οποία εξατομικεύεται το έγγραφο, χωρίς να είναι απαραίτητος και ο ειδικότερος προσδιορισμός του περιεχομένου του, γιατί διαφορετικά η άσκηση της σχετικής αξιώσεως πολλές φορές θα δυσχεραίνεται υπερβολικά. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», όπως το άρθρο 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 951/1971, που ορίζουν η πρώτη ότι χρηματική κατάθεση σε τράπεζα σε ανοικτό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσοτέρων από κοινού είναι αυτή που περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτής μπορεί να κάνει χρήση, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε και ένας ή μερικοί από τους δικαιούχους και ότι η χρηματική αυτή κατάθεση επιτρέπεται να γίνεται σε κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, η δεύτερη ότι στην κατάθεση αυτή μπορεί να τεθεί πρόσθετος όρος ότι μετά το θάνατο οποιουδήποτε από τους δικαιούχους η κατάθεση και ο λογαριασμός αυτής περιέρχεται αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες και η τρίτη ότι η διάθεση της κατάθεσης με πράξη εν ζωή ή λόγω θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του αποβιώσαντος κανένα δικαίωμα δεν αποκτούν στην κατάθεση, εκτός εάν, όπως ορίστηκε με το άρθρο 117 του ΕισΝΑΚ, συντελέστηκε με την κατάθεση δωρεά, με σαφήνεια προκύπτει ότι, όταν πρόκειται για τέτοιο «κοινό λογαριασμό», οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος κανένα δικαίωμα δεν αποκτούν στην κατάθεση, δηλαδή δεν υπεισέρχονται στη θέση του κληρονομουμένου καταθέτη έναντι της τράπεζας, ο κληρονόμος όμως αυτού έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την παροχή πληροφοριών από την τράπεζα και αυτή υποχρεούται να τις παράσχει, εκτός εάν στη σύμβαση της κατάθεσης προστέθηκε ο όρος ότι μετά το θάνατο οποιουδήποτε από τους δικαιούχους η κατάθεση και ο λογαριασμός αυτής θα περιέλθει στους λοιπούς επιζώντες αυτοδικαίως, οπότε η τράπεζα εμποδιζόμενη από το απόρρητο του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1059/1971, καθόσον ήδη πρόκειται για κατάθεση ζώντος, δηλαδή του επιζώντος συγκαταθέτη, δεν υποχρεούται στην παροχή πληροφοριών, παρά μόνο στον αναγκαίο μεριδούχο του αποβιώσαντος καταθέτη και εφόσον αυτός επικαλείται και αποδεικνύει ότι με την κατάθεση αυτή έγινε δωρεά προς τον επιζώντα συγκαταθέτη, ώστε ο μεριδούχος αυτός να προσθέσει και το ποσό της δωρεάς αυτής στην καταληφθείσα κατά το θάνατο του καταθέτη κληρονομιά και έτσι να εξευρεθεί το ύψος της νόμιμης μοίρας (βλ. ΑΠ 1/1983 ΝοΒ 31.1366, ΕφΑΘ 2257/1985 ΝοΒ 33.1036,ΜΠΑΘ 5271/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑΘ 9610/2000 ΕΕμπΔ ΝΒ.97).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με την κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή της ιστορούμενη τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, όπως ειδικότερα εξειδικεύονται στην κύρια αγωγή της, εκθέτει ότι ως αναγκαία κληρονόμος και προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι ο αποβιώσας πατέρας της είχε καταστήσει την ετεροθαλή αδελφή της (εναγόμενη της κύριας αγωγής) συνδικαιούχο σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό, ύψους 311.245,19 ευρώ, το οποίο περιήλθε ως δωρεά σε αυτήν και συνεπώς τίθεται ζήτημα αποτίμησης και καταγραφής της κληρονομητέας περιουσίας του πατέρα της, είναι απαραίτητο για το σκοπό αυτό να γνωρίζει το ακριβές ύψος των καταθέσεων που διατηρούσε ο πατέρα της σε καταστήματα των παρεμπιπτόντων εναγομένων. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, το οποίο εκτίθεται εκτενέστερα στην κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, ζητεί να διαταχθεί η επίδειξη και η χορήγηση σε αυτήν, αντιγράφων όλων των ατομικών λογαριασμών με δικαιούχο τον πατέρα της … και όλων των κοινών λογαριασμών με συνδικαιούχους τον πατέρα της και την κόρη του …, που τηρούνται ή τηρούνταν στα καταστήματα αυτών κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2012 έως 23-05-2013. Επίσης ζητεί να απειληθεί κατ’ αυτών ως μέσο εκτέλεσης χρηματική ποινή 5.900,00 ευρώ και να καταδικαστούν οι αντίδικοι στα δικαστικά της έξοδα. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται για να δικαστεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο δικάζει την κύρια υπόθεση, και είναι αρκούντος ορισμένη, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των παρεμπιπτόντως εναγομένων, αφού εξατομικεύονται επαρκώς τα αιτούμενα έγγραφα, χωρίς να είναι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, απαραίτητος και ο ειδικότερος προσδιορισμός του περιεχομένου τους, αφού έτσι θα δυσχεραινόταν η άσκηση της σχετικής αξίωσης υπερβολικά. Είναι δε η αίτηση νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 282-285 ΚΠολΔ. Το αίτημα περί απειλής χρηματικής ποινής είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, αφού, κατ’ άρθρον 452 παρ. 1 ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης που διατάσσει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις περί εκτελέσεως προς ικανοποίηση απαιτήσεων συνισταμένων σε απόδοση και παράδοση πράγματος ή ενέργεια πράξεως (άρθρα 941, 945, 946 ΚΠολΔ) και επομένως δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ.
Δεδομένου ότι δικαιολογείται και πλήρως αποδεικνύεται το έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την επίδειξη των εγγράφων, το οποίο κρίνεται ουσιώδες για την ορθή αποτίμηση της νόμιμης μοίρας που αξιώνει η ενάγουσα, πρέπει η παρεμπίπτουσα αγωγή να γίνει δεκτή και να υποχρεωθούν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες, να χορηγήσουν επίσημα αντίγραφα όλων των ατομικών λογαριασμών με δικαιούχο τον πατέρα της … και όλων των κοινών λογαριασμών με συνδικαιούχους τον πατέρα της και την κόρη του …, που τηρούνται ή τηρούνταν στα καταστήματα αυτών κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2012 έως 23-05-2013. Να σημειωθεί δε ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες δεν αρνούνται την ύπαρξη κυρίως των κοινών λογαριασμών αφού επικαλούνται απλώς και μόνο το τραπεζικό απόρρητο, ειδικά δε ως προς την απολιπόμενη 4η εναγόμενη, τεκμαίρεται λόγω της ερημοδικίας της η ύπαρξη τραπεζικών λογαριασμών. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγόμενων που χάνουν τη δίκη (άρθρ. 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ λόγω της ερημοδικίας της 4ης εναγόμενης πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρ. 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί καταργημένη τη δίκη ως προς το 6° εναγόμενο.
Συνεκδικάζει ερήμην της 4ης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών την με αρ. κατ. 56662/6993/2015 αγωγή καθώς και την με αρ. 56820/4876/2016 παρεμπίπτουσα αγωγή.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την 4η παρεμπιπτόντως εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της με αρ. καταθέσεως 56662/6993/2015 αγωγής.
Δέχεται την παρεμπίπτουσα αγωγή.
Υποχρεώνει τις παρεμπιπτόντως εναγόμενες να επιδείξουν στην ενάγουσα εντός προθεσμίας είκοσι (30) ημερών από την επίδοση της παρούσας όλους τους ατομικούς λογαριασμούς που τηρούνταν σε αυτές στο όνομα του αποβιώσαντος, την 23-05-2013, … και όλους τους κοινούς λογαριασμούς που τηρούνταν σε αυτές στο όνομα του ως άνω αποβιώσαντος με συνδικαιούχο την κόρη του …, τέως συζύγου …, με όλη την κίνηση τους κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2012 έως 23-05-2013 και να χορηγήσουν σε αυτήν αντίγραφα των ως άνω λογαριασμών με όλη την κίνησή τους κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2012 έως 23-05-2013, με δαπάνες της ενάγουσας.
Καταδικάζει τις παρεμπιπτόντως εναγόμενες στα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ