Αδικοπρακτική συμπεριφορά συνιστά η απάτη εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία στοιχειοθετείται, όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με οποιοδήποτε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξεως, υφιστάμενος εντεύθεν ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βουλήσεως ή την επιχείρηση της πράξεως. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής αποτελεί άλλωστε συμπεριφορά παράνομη, αλλά δεν συνιστά αδικοπραξία υπό την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι ωστόσο δυνατό ζημιογόνος πράξη, διά της οποίας παραβιάζεται σύμβαση, να άγει συγχρόνως στη θεμελίωση ευθύνης εξ αδικοπραξίας. Τούτο συμβαίνει, όταν η περί ης ο λόγος συμπεριφορά θα ήταν καθ εαυτήν, ακόμη δηλαδή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, παράνομη υπό την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Σύμβαση πώλησης εξοπλισμού καταστήματος και εμπορευμάτων. Σύμβαση εντολής.
ΑΠΟΦΑΣΗ 259/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Κωνσταντίνο Ρήγα, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από το Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο Πατρών Πρόεδρο Πρωτοδικών, και από τη γραμματέα Ευφροσύνη Λιαρομμάτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Πάτρα την 17η Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι:
Tου ενάγοντος: Χ. Σ. του Π., κατοίκου , επί της οδού αρ. , που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτού, Παναγιώτη Σπυρόπουλου.
Των εναγομένων: 1) Δ. Λ. του Β. και 2) Β. Λ. του Δ., κατοίκων , οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ’γγελου Πίγκα.
Ο ενάγων αιτείται να γίνει δεκτή η από 9-3-2015 αγωγή αυτού, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ./11-3-2015, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 20-9-2016 και ενεγράφη στο σχετικό πινάκιο με αριθμό ., οπότε, κατόπιν διαδοχικών αναβολών και ισάριθμων εγγραφών αυτής στο οικείο πινάκιο, εκφωνήθηκε και συζητήθηκε κατά τη διαλαμβανόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με τη σειρά της από το πινάκιο, όπου είχε τον αριθμό .
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν, αφότου ανέπτυξαν προφορικώς τους ισχυρισμούς αυτών, να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις που νομοτύπως κατέθεσαν επί της έδρας.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.. Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παρανόμως και υπαιτίως έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, ενώ, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 932 ΑΚ, ανεξάρτητα από την αποζημίωση ως προς την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί επί αδικοπραξίας να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση. Από τις προμνημονευθείσες διατάξεις σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημιώσεως ή/και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και άρα στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι κατ άρθρο 216§1 ΚΠολΔ ορισμένη, συνιστούν η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, αναγόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή/και ηθικής βλάβης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας και της ηθικής βλάβης που επήλθαν. Παράνομη τυγχάνει η συμπεριφορά, διά της οποίας προσβάλλονται τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα έτερου προσώπου και δύναται να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον υφίστατο στην τελευταία περίπτωση ιδιαίτερη νομική υποχρέωση διαφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, όπερ συμβαίνει, όταν υπάρχει εκ του νόμου, δικαιοπραξίας ή της καλής πίστεως (ΑΚ 288) σύμφωνα με την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει την απόδοση στο δράστη προσωπικής μομφής, ήτοι στηρίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι, αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος, δε δικαιούται αποζημίωση, ενώ, σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του, το δικαστήριο μπορεί, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της κατά ποσοστό. Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη και τη ζημία ή/και την ηθική βλάβη που προκλήθηκαν υπάρχει εξάλλου, όταν η προειρημένη συμπεριφορά ήταν, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα και επί τη βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ικανή να επιφέρει, σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και δίχως τη μεσολάβηση έτερου περιστατικού, τη συγκεκριμένη ζημία ή/και ηθική βλάβη. Αδικοπρακτική συμπεριφορά, υπό την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 147, 149 ΑΚ και 386 ΠΚ, συνιστά μάλιστα η απάτη εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία στοιχειοθετείται, όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με οποιοδήποτε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξεως, υφιστάμενος εντεύθεν ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βουλήσεως ή την επιχείρηση της πράξεως. Αποβαίνει ως εκ τούτου άνευ έννομης επιρροής το εάν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, ενώ δεν αποκλείει τον μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο το γεγονός ότι σ αυτή συνέβαλε η αμέλεια ή η ελαφρότητα του εξαπατηθέντος, υπό την έννοια ότι η πλάνη δε θα προκαλείτο σ ένα προσεκτικότερο πρόσωπο. Η ψευδής παράσταση που αποτελεί την απάτη μπορεί να αφορά και μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε. Δεν είναι πάντως αναγκαίο η προκληθείσα εκ της απάτης ζημία να συνδέεται με αντίστοιχη ωφέλεια γι αυτόν που την προκάλεσε, αφού αυτή δύναται να αφορά και τρίτο πρόσωπο, εφόσον υφίστατο σχετικός δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει εκ του άρθρου 27 ΠΚ και δε συντρέχει μόνο στην περίπτωση που ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται αυτήν ως αναγκαία ή ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (βλ. ΑΠ 709/2017, ΑΠ 1215/2014, ΑΠ 932/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 683/2013, ΧρΙΔ 2013, 683, ΑΠ 359/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 98/2016, ΤΝΠ ΔΣΑ). Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής αποτελεί άλλωστε συμπεριφορά παράνομη, αλλά δε συνιστά αδικοπραξία υπό την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι ωστόσο δυνατό ζημιογόνος πράξη, διά της οποίας παραβιάζεται σύμβαση, να άγει συγχρόνως στη θεμελίωση ευθύνης εξ αδικοπραξίας. Τούτο συμβαίνει, όταν η περί ης ο λόγος συμπεριφορά θα ήταν καθ εαυτήν, ακόμη δηλαδή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, παράνομη υπό την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 914 ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22, 505, ΑΠ 506/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 87/2000, ΕλλΔνη 41, 967, ΑΠ 25/1998, ΝοΒ 47, 390, ΕφΑθ 1873/2008, Αρμ. 2008, 1840, ΕφΑθ 302/2006, ΔΕΕ 2006, 513, ΠΠρΠατρ 578/2015, ΔΕΕ 2016, 714).
2. Ο ενάγων ιστορεί μέσω της υπό κρίση αγωγής, σύμφωνα με την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, ως συνταξιοδοτηθείς φορέας ατομικής επιχειρήσεως εμπορίας ειδών καλλωπισμού και καλλυντικών, συνήψε προφορικώς, στην Πάτρα κατά το έτος 2011, με τη δεύτερη των εναγομένων αφενός σύμβαση πωλήσεως των διαλαμβανόμενων στην αγωγή και παραδοθέντων σ αυτήν εξοπλισμού του καταστήματός του, κοσμημάτων και προϊόντων καλλωπισμού, αντί του αναλυόμενου στο αγωγικό δικόγραφο συνολικού τιμήματος των 16.537,45 ευρώ, και αφετέρου σύμβαση εντολής, διά της οποίας η δεύτερη εναγομένη ανέλαβε, ως εντολοδόχος, την υποχρέωση να πωλήσει, στο ευρισκόμενο στο Κιάτο Κορινθίας αντίστοιχο κατάστημα αυτής, τα εξειδικευόμενα στην αγωγή και παραδοθέντα στην εντολοδόχο καλλυντικά κυριότητας του ενάγοντος εντολέα της, συνολικής αξίας 10.074,36 ευρώ, όπως αυτή αναλύεται στο αγωγικό δικόγραφο, με την ειδικότερη συμφωνία να του αποδώσει, κατά το Σεπτέμβριο του 2012, το τίμημα που αυτή θα είχε εισπράξει από την πώληση των εν θέματι καλλυντικών και να του επιστρέψει τότε τα τυχόν μη πωληθέντα εξ αυτών. Ότι ο πρώτος των εναγομένων πατέρας της δεύτερης από τους αντιδίκους του ενάγοντος υποσχέθηκε προφορικώς προς αυτόν, στην Πάτρα κατά την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων, ότι, για την περίπτωση που οι προαναφερθείσες αξιώσεις του ενάγοντος, συνολικού ποσού 26.611,81 (16.537,45 + 10.074,36 ) ευρώ, δεν εκπληρώνονταν από τη δεύτερη εναγομένη, ο πρώτος των εναγομένων θα το κατέβαλλε, ως ενεχόμενος εις ολόκληρον, σ αυτόν, διαβεβαιώνοντας επίσης, εν γνώσει του ψευδώς, τον τελευταίο πως διέθετε τη σχετική οικονομική δυνατότητα. Ότι ο ενάγων παρασύρθηκε ως εκ τούτου στη σύναψη των προπεριγραφεισών συμβάσεων ένεκα απάτης τελεσθείσας εις βάρος αυτού κατά συναυτουργία από τους εναγομένους. Ότι ο πρώτος των εναγομένων έχει προβεί, έναντι της προμνημονευθείσας εις ολόκληρον οφειλής τους για το ανωτέρω τίμημα της προειρημένης πωλήσεως, στην προς τον ενάγοντα καταβολή μόνον του συνολικού ποσού των 5.500 ευρώ, ενώ η δεύτερη εναγομένη δεν έχει εξοφλήσει το υπόλοιπο του προδιαληφθέντος τιμήματος ούτε αποδώσει στον ενάγοντα τα ως άνω ανήκοντα κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα σ αυτόν, εμπιστευμένα από τον τελευταίο στην προαναφερθείσα αντισυμβαλλόμενή του λόγω της ιδιότητας αυτής ως εντολοδόχου του, περιελθόντα στην κατοχή της δεύτερης των εναγομένων και μη πωληθέντα απ αυτήν αντικείμενα της ανωτέρω συμβάσεως εντολής, τα οποία με δόλο ιδιοποιήθηκε παρανόμως η δεύτερη εναγομένη, αθετώντας την προβλεπόμενη εκ του νόμου υποχρέωση να αποδώσει στον ενάγοντα εντολέα της ό,τι έλαβε απ αυτόν για την εκτέλεση της προειρημένης εντολής, εκπληρώνοντας έτσι πλημμελώς την προπεριγραφείσα σύμβαση εντολής και διαπράττοντας συγχρόνως εις βάρος του ενάγοντος το ποινικό και αστικό αδίκημα της υπεξαιρέσεως από εντολοδόχο. Ότι οι εναγόμενοι οφείλουν επομένως εις ολόκληρον στον ενάγοντα αφενός το ποσό των 11.037,45 ευρώ ως υπόλοιπο του προμνημονευθέντος τιμήματος και το προειρημένο των 10.074,36 ευρώ για αποζημίωση θεμελιούμενη επί συρροής ενδοσυμβατικής ευθύνης, απορρέουσας εκ της προδιαληφθείσας εντολής, και αδικοπρακτικής ευθύνης, ως προς τα οποία ο πρώτος των εναγομένων ενέχεται εις ολόκληρον, με τη δεύτερη εξ αυτών, δυνάμει της προαναφερθείσας καταρτισθείσας με τον ενάγοντα εγγυοδοτικής συμβάσεως, και αφετέρου εκείνο των 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση ένεκα της ηθικής βλάβης που ο ενάγων υπέστη εξαιτίας της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων εναντίον αυτού. Ενόψει των προεκτεθέντων, ο ενάγων αιτείται να υποχρεωθούν, μέσω της κηρύξεως της εκδοθησόμενης αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 26.111,81 (11.037,45 + 10.074,36 + 5.000 ) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της τελέσεως των ως άνω αδικοπραξιών των εναγομένων εις βάρος του ενάγοντος, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος.
3. Με τα ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση, κατατεθείσα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 11-3-2015, καταψηφιστική αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες επιβαρύνσεις (βλ. το προσκομιζόμενο εκ μέρους του ενάγοντος υπ αριθμόν ./11-3-2016 διπλότυπο εισπράξεως της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πατρών), παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (ά. 7, 9, 12-14, 33 και 35 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικασθεί με την αρμόζουσα τακτική διαδικασία, όπως είχε πριν από την ισχύ του Ν. 4335/2015 (βλ. το άρθρο ένατο αυτού). Τυγχάνει επιπροσθέτως παραδεκτή και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 158, 288, 297, 298εδ.α, 299, 323, 330, 335, 336, 340, 342, 345εδ.α, 346, 361, 481 επ., 513 επ., 713, 714, 719, 914, 999, 1000 ΑΚ, 27, 375 ΠΚ, 74αρ.1, 176, 218§1, 907 και 908 ΚΠολΔ, πλην: α) του κύριου αγωγικού αιτήματος να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο απορρίπτεται αφενός ως νόμω αβάσιμο για το προμνημονευθέν ποινικό και αστικό αδίκημα της απάτης κατά συναυτουργία, διότι η προπεριγραφείσα συμπεριφορά των εναγομένων δεν είναι, επί τη βάσει των ίδιων των παρατιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο, απατηλή, δοθέντος ότι δεν συνίσταται στην παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, στην απόκρυψη, στην αποσιώπηση ή στην ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του σύμφωνα με την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ά. 147, 149, 288, 330εδ.α, 914, 926, 932 ΑΚ, 27, 45 και 386 ΠΚ) (βλ. συναφώς ΑΠ 449/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2266/2013, ΧρΙΔ 2014, 425, ΑΠ 1734/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 481/2012, ΕΠολΔ 2012, 641, ΑΠ 895/2011, ΑΠ 715/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 244/2015, ΤΝΠ ΔΣΑ), και αφετέρου ως απαράδεκτο ένεκα αοριστίας για το προειρημένο ποινικό και αστικό αδίκημα της υπεξαιρέσεως από εντολοδόχο, αφού ο ενάγων ζητεί συλλήβδην ως προς τις προδιαληφθείσες αδικοπραξίες της απάτης και της υπεξαιρέσεως το προαναφερθέν ποσό των 5.000 ευρώ από τη δεύτερη των εναγομένων, δίχως να διακρίνει το ποσό της αιτούμενης χρηματικής ικανοποιήσεως που αντιστοιχεί σε έκαστη των προμνημονευθεισών αδικοπραξιών, εκ των οποίων η απάτη δε στοιχειοθετείται εν προκειμένω σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (ά. 111§2, 118αρ.4, 216§1στοιχ.γ ΚΠολΔ και 932 ΑΚ, βλ. συναφώς ΕφΑθ 9150/1982, ΕλλΔνη 1983, 256, ΠΠρΠατρ 98/2016, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠΠρΠειρ 27/2009, ΔΙΜΕΕ 2009, 65, ΠΠρΑθ 280/2004, ΝοΒ 2004, 1003), και β) του κύριου σκέλους του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος να επιδικασθούν νόμιμοι τόκοι από την επόμενη ημέρα της τελέσεως των προειρημένων αδικοπραξιών, όπερ απορρίπτεται ως μη νόμιμο, διότι δεν υφίσταται εκ του νόμου δήλη ημέρα για την εκπλήρωση των αξιώσεων που πηγάζουν από εξωσυμβατική ευθύνη, όπως είναι in concreto η αδικοπρακτική, ούτε ο ενάγων επικαλείται σχετική συμφωνία των διαδίκων ή προγενέστερη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής όχληση (ά. 340 και 341§1 εξ αντιδιαστολής ΑΚ). Κατά το μέρος της που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει συνεπώς η ένδικη αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτής.
4. Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως της μάρτυρος του ενάγοντος, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, απ όλα τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ επικλήσεως εκ μέρους των διαδίκων, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ά. 336§3, 339, 340, 395 και 432 επ. ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα έγγραφα της σχηματισθείσας οικείας ποινικής δικογραφίας και οι επιδειχθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου και μη αμφισβητηθείσες ως προς τη γνησιότητά τους σχετικές φωτογραφίες (ά. 444§1στοιχ.γ, 448§2 και 457§4 ΚΠολΔ), όπως επίσης από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ά. 336§4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων συνήψε, ως συνταξιοδοτηθείς φορέας δραστηριοποιούμενης στην Πάτρα ατομικής επιχειρήσεως εμπορίας ειδών καλλωπισμού και καλλυντικών, προφορικώς, στην Πάτρα κατά το Μάιο του 2011, με τη δεύτερη των εναγομένων έγκυρη σύμβαση πωλήσεως των μη ειδικώς αμφισβητούμενων από τους εναγομένους εξοπλισμού του καταστήματός του, κοσμημάτων και προϊόντων καλλωπισμού πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας του ενάγοντος, που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση αγωγή, παραδόθηκαν απ αυτόν ως προς τη νομή τους στη δεύτερη των εναγομένων, η οποία τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του ίδιου έτους, και μεταβιβάσθηκαν τότε από τον πωλητή στην αγοράστρια κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, αντί των επιμέρους τιμημάτων ύψους 2.000 ευρώ, 229,50 ευρώ και 14.307,95 ευρώ αντιστοίχως, ήτοι του συνολικού ποσού των 16.537,45 ευρώ. Επιπροσθέτως, καταρτίσθηκε συγχρόνως μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης προφορικώς, στην Πάτρα κατά το Μάιο του 2011, έγκυρη σύμβαση εντολής, διά της οποίας η δεύτερη των εναγομένων ανέλαβε, ως εντολοδόχος, την υποχρέωση να πωλήσει, στο ευρισκόμενο στο Κιάτο Κορινθίας αντίστοιχο κατάστημα αυτής, τα μη ειδικώς αμφισβητούμενα από τους εναγομένους καλλυντικά πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας του ενάγοντος εντολέα της, συνολικής αξίας 10.074,36 ευρώ, που μνημονεύονται στην ένδικη αγωγή και παραδόθηκαν κατά τον Ιούνιο του ίδιου έτους ως προς την κατοχή τους στην εντολοδόχο, με την ειδικότερη συμφωνία η τελευταία να αποδώσει, κατά το Σεπτέμβριο του 2012, σ αυτόν το τίμημα που η δεύτερη εναγομένη θα είχε εισπράξει από την πώληση των εν θέματι καλλυντικών και να του επιστρέψει τότε τα τυχόν μη πωληθέντα εξ αυτών. Ο πρώτος των εναγομένων πατέρας της δεύτερης από τους αντιδίκους του ενάγοντος υποσχέθηκε εξάλλου προφορικώς προς αυτόν, στην Πάτρα κατά τη σύναψη των ως άνω συμβάσεων, ότι, για την περίπτωση που οι προειρημένες απαιτήσεις του ενάγοντος, συνολικού ποσού 26.611,81 (16.537,45 + 10.074,36 ) ευρώ, δεν εκπληρώνονταν από τη δεύτερη εναγομένη, ο πρώτος των εναγομένων θα το κατέβαλλε, ως ενεχόμενος εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη, σ αυτόν, με αποτέλεσμα να καταρτισθεί, μεταξύ του πρώτου των εναγομένων και του ενάγοντος, εγκύρως μη υποκείμενη σε ορισμένο τύπο εγγυοδοτική σύμβαση, προς εξασφάλιση των απορρεουσών εκ των προπεριγραφεισών συμβάσεων πωλήσεως και εντολής αξιώσεων του ενάγοντος πωλητή και εντολέα εναντίον της δεύτερης εναγόμενης αγοράστριας και εντολοδόχου (ΑΚ 158 και 361), που διαφέρει από τη σύμβαση εγγυήσεως (ΑΚ 847 επ.), δοθέντος ότι η ευθύνη του πρώτου των εναγομένων εγγυοδότη έναντι του ενάγοντος εγγυολήπτη διαθέτει αυτόνομο και μη παρεπόμενο χαρακτήρα (βλ. ΑΠ 191/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο πρώτος εναγόμενος έχει προβεί λοιπόν, έναντι της προδιαληφθείσας εις ολόκληρον οφειλής των εναγομένων για το ανωτέρω τίμημα της προαναφερθείσας πωλήσεως, ύψους 16.537,45 ευρώ, στην προς τον ενάγοντα καταβολή μόνον του συνολικού ποσού των 5.500 ευρώ, ενώ οι εναγόμενοι δεν έχουν εξοφλήσει το υπόλοιπο του προμνημονευθέντος τιμήματος, ύψους 11.037,45 ευρώ, για το οποίο έχουν περιέλθει σε υπερημερία οφειλέτη έναντι του ενάγοντος δανειστή, απορριπτομένων κατ ουσίαν των προβληθέντων από τους εναγομένους ισχυρισμών πως τα περί ων ο λόγος πωληθέντα κινητά πράγματα είχαν, κατά το χρόνο της παραδόσεώς τους από τον πωλητή στην αγοράστρια, πραγματικά ελαττώματα και οι εναγόμενοι δεν έχουν εξοφλήσει την εν θέματι απαίτηση του ενάγοντος εξαιτίας της μη εκδόσεως και της μη παραδόσεως από τον τελευταίο σ αυτούς του σχετικού τιμολογίου πωλήσεως. Η δεύτερη των εναγομένων δεν έχει επιπλέον αποδώσει στον ενάγοντα τα ως άνω ανήκοντα κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα σ αυτόν, εμπιστευμένα από τον τελευταίο στην προειρημένη αντισυμβαλλόμενή του λόγω της ιδιότητας αυτής ως εντολοδόχου του, περιελθόντα στην κατοχή της δεύτερης εναγομένης και μη πωληθέντα απ αυτήν αντικείμενα της ανωτέρω συμβάσεως εντολής, συνολικής αξίας 10.074,36 ευρώ, τα οποία έλαβε στην κατοχή της από τον εντολέα για την εκτέλεση της εν θέματι εντολής, αλλά με δόλο ενσωμάτωσε στην περιουσία της χωρίς τη συναίνεση του εντολέα κυρίου ή έτερη νόμιμη δικαιολογητική αιτία, ιδιοποιούμενη αυτά παρανόμως, αθετώντας την προβλεπόμενη εκ του νόμου υποχρέωση αυτής να αποδώσει στον ενάγοντα εντολέα της ό,τι έλαβε απ αυτόν για την εκτέλεση της προαναφερθείσας εντολής, εκπληρώνοντας ως εκ τούτου με δόλο πλημμελώς την προπεριγραφείσα σύμβαση εντολής και διαπράττοντας συγχρόνως εις βάρος του ενάγοντος το ποινικό και αστικό αδίκημα της υπεξαιρέσεως από εντολοδόχο των προδιαληφθέντων κινητών πραγμάτων που αφορά η περί ης ο λόγος εντολή, με συνέπεια ο ενάγων να υποστεί ισόποση θετική περιουσιακή ζημία. Αυτός δικαιούται επομένως να απαιτήσει από τους εναγομένους να του καταβάλουν εις ολόκληρον αφενός το προαναφερθέν ποσό των 11.037,45 ευρώ ως μη καταβληθέν υπόλοιπο του προμνημονευθέντος τιμήματος και αφετέρου το προειρημένο ποσό των 10.074,36 ευρώ για αποζημίωση θεμελιούμενη επί συνδρομής ενδοσυμβατικής ευθύνης, απορρέουσας εκ της προδιαληφθείσας εντολής, και αδικοπρακτικής ευθύνης ως συρροής νομίμων βάσεων, δηλαδή το συνολικό των 21.111,81 ευρώ, νομιμοτόκως με αφετηρία την επόμενη ημέρα από την επέχουσα και θέση οχλήσεως επίδοση της υπό κρίση αγωγής από τον ενάγοντα στους εναγομένους, ως προς το οποίο ο πρώτος των εναγομένων ενέχεται εις ολόκληρον, με τη δεύτερη εξ αυτών, δυνάμει της προμνημονευθείσας συναφθείσας με τον ενάγοντα εγγυοδοτικής συμβάσεως.
5. Κατ ακολουθίαν των προπαρατεθέντων, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσία βάσιμη, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 21.111,81 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής, και να κηρυχθεί, κατά μερική παραδοχή ως ουσία βάσιμου του οικείου παρεπόμενου αιτήματος της ένδικης αγωγής, η προειρημένη διάταξη της προκείμενης αποφάσεως εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή και δη για το ποσό των 10.000 ευρώ, διότι η καθυστέρηση αναφορικά με την εκτέλεσή της μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, που νίκησε εν μέρει (ά. 907 και 908§1εδ.α ΚΠολΔ). Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει άλλωστε να επιβληθεί, όπως προβλέπεται πιο συγκεκριμένα στο διατακτικό της παρούσας αποφάσεως, στους εναγομένους ένεκα της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων και ανάλογα με την έκτασή τους (ά. 178§1, 180§3, 189, 190, 191 ΚΠολΔ και Ν. 4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό κρίση αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι μίας χιλιάδων εκατόν ένδεκα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών του ευρώ (21.111,81 ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την αμέσως προηγούμενη διάταξη της προκείμενης αποφάσεως εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή και ειδικότερα ως προς το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000 ) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900 ) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Πάτρα, την 22-4-2020, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ