Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου. Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ’ ης από τη δικαιούχο της απαίτησης δε δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματί του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δε συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας. Ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς επίσπευση της εν λόγω διαδικασίας, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από τον νόμο περιπτώσεων, η δε δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος να ενάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευομένης δικαιοπρακτικής διαθέσεως της νομιμοποιήσεως. Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 2.131/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αλκιβιάδη Φερεσίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 16 Δεκεμβρίου 2022 χωρίς τη σύμπραξη Γράμματα νια να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ανακόπτουσας: … Α.Φ.Μ. (… ), κατοίκου Δημοτικής Ενότητας Νίκαιας Δήμου Νίκαιας Αγίου Ιωάννη Ρέντη Νομού Αττικής, οδός ….. την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Σοφία Κοφινά του Εμμανουήλ (A.M. Δ.Σ.Π. 3193), κάτοικος Πειραιά, οδός Γούναρη αρ. 2, η οποία κατέθεσε σημείωμα και το με στοιχεία Α. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π.
Της καθ’ ης η ανακοπή: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο … (Α.Φ.Μ….) που εδρεύει στη Δημοτική Ενότητα …, οδός … όπως εκπροσωπείται νόμιμα [υπο την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα], την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της … (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …) της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κάτοικος Δημοτικής Ενότητας Αγίου Ιωάννη Ρέντη Δήμου Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη Νομού Αττικής, οδός …, η οποία κατέθεσε σημείωμα και το με στοιχεία Α. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-12-2022 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία με Γ.Α.Κ. ./2022 και Ε.Α.Κ. ./2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή της η ανακόπτουσα εκθέτει ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./2020 πρώτου εκτελεστού απογράφου εξ αντιγράφου της υπ’ αριθμ. ./2020 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που της επιδόθηκε με επιταγή προς πληρωμή στις 23-11-2021 και στις 15-2-2022) υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 32.998,08 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων ως υπόλοιπο σύμβασης δανείου. Ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./24-12-2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς … επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο αναφερόμενο στην ανακοπή ακίνητο της, που βρίσκεται στον Αστικό Προσφυγικό Συνοικισμό Νίκαιας Αττικής. Ότι ο αρχικός προσδιορισθείς πλειστηριασμός στις 27-7-2022 ματαιώθηκε. Ότι με δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού, που κατέθεσε η καθ’ ης η ανακοπή στην υπάλληλο του πλειστηριασμού …. Συμβολαιογράφο Αθηνών, καθώς και την υπ’ αριθμ. ./14-11-2022 πράξη της τελευταίας ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η 21η-12-2022. Ζητεί δε να ακυρωθεί η εν λόγω πράξη δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού και ορισμού διενέργειας νέου της ως άνω Συμβολαιογράφου για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή. Επίσης, ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 παρ. 4, 686 επ. ΚΠολΔ). Είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, εφόσον ασκήθηκε εντός 30 ημερών από την ανάρτηση της ημερομηνίας του νέου πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα των δημοσιεύσεων πλειστηριασμών στο διαδίκτυο (άρθρο 973 παρ. 1 και 6 ΚΠολΔ) (ανάρτηση δήλωσης: 17-11-2022, κατάθεση ανακοπής: 7-12-2022) και νόμιμη, ερειδόμενη στο άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί η νομική και η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της ανακοπής.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003, « […] Τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: (α) από το Προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή (β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού «ιδιωτική τοποθέτηση» είναι η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. Αμοιβαία κεφάλαια και εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου με έδρα την Ελλάδα μπορούν να μετέχουν σε ιδιωτική τοποθέτηση, εφόσον οι ομολογίες έχουν αξιολογηθεί πιστοληπτικά από έναν διεθνώς αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης (risk rating agency) σε ποσοστό το οποίο χαρακτηρίζεται διεθνώς ως επενδυτικού βαθμού (investment grade) […]. (παρ. 2). Για τους σκοπούς του νόμου αυτού., «μεταβιβάζων» είναι έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα. «Αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπα τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών, (παρ. 3). Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών και τις διατάξεις του ν.δ. 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923, εφόσον δεν είναι αντίθετες με το νόμο αυτόν. Η διάταξη της περιπτώσεως (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του κ.ν. 2190/1920 δεν εφαρμόζεται […]. (παρ.5) […] η ονομαστική αξία κάθε ομολογίας είναι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. (παρ. 6). Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίησή μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης μπορεί να μεταβιβάζονται και απαιτήσεις υπό αίρεση. Διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 του ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Ο μεταβιβάζων υποχρεούται να γνωστοποιεί τη γένεση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού, (παρ.7) Η εταιρεία ειδικού σκοπού, για τους σκοπούς της τιτλοποίησης, καθώς και για λόγους αντιστάθμισης κινδύνου, μπορεί να συνάπτει πάσης φύσεως δάνεια, η πιστώσεις και ασφαλιστικές ή εξασφαλιστικές συμβάσεις, περιλαμβανομένων και συμβάσεων χρηματοοικονομικών παραγώγων. Στους σκοπούς της τιτλοποίησης του προηγουμένου εδαφίου περιλαμβάνονται ενδεικτικώς η άντληση των κεφαλαίων που απαιτούνται για την απόκτηση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων, η έκδοση και διάθεση των ομολογιών, η εξόφληση αυτών και των πάσης φύσεως δανείων, πιστώσεων και λοιπών συμβάσεων […]. (παρ. 8). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α’) και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Επιτρέπεται η μεταβίβαση περαιτέρω απαιτήσεων στην εκδότρια και η προσθήκη αυτών σε εκείνες οι οποίες ήδη χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση των απαιτήσεων που σχετίζονται με την τιτλοποίηση, εφόσον η μεταβίβαση δεν επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου, (παρ. 9). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν όμως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να ορίζονται και οι απαιτήσεις στις οποίες αφορά η μεταβίβαση, (παρ. 10). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Καταβολή προς την εταιρεία ειδικού σκοπού πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, (παρ.11). Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πωλήσεως και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, καθώς και μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς τιτλοποίησης. Η αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανείου ή αναπροσαρμογή των όρων αυτού δεν επιτρέπεται να βλάπτει τα δικαιώματα των υφιστάμενων ομολογιούχων ούτε να επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου, (παρ. 12). Στις μεταβιβασθείσες ή μεταβιβαστέες απαιτήσεις, με την επιφύλαξη της παραγράφου 18, δεν επιτρέπεται να συσταθεί ενέχυρο ή άλλο βάρος. Αν μεταβιβαζόμενη απαίτηση απαρτίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου αρκεί η καταχώριση της βεβαίωσης της καταχώρισης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και η μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/13.08.1923. (παρ. 13). Η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το όρθρο αυτό, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από τραπεζικό μνεία και πιστώσεις πάσης φύσεως, κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπό έξοδα, δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτό πριν από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμοστέες διατάξεις. Ειδικό προνόμια που ισχύουν υπέρ του μεταβιβάζοντος διατηρούνται και ισχύουν υπέρ της εταιρείας ειδικού σκοπού. Στα ειδικό προνόμια του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνονται και τα προνόμια περί την εκτέλεση (δυνάμει του ν.δ. 17.7./13.8.1923 ή άλλης διάταξης) και εκπτώσεις και απαλλαγές από φόρους και τέλη πόσης φύσεως που ίσχυαν κατά τις κατά περίπτωση εφαρμοστέες διατάξεις στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος αναφορικά με την επιδίωξη των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και την ενάσκηση κάθε σχετικού δικαιώματος (παρ. 14). Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβαση τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή (παρ.15). Ο διαχειριστής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υποχρεούται να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξη τους, το προϊόν των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, υποχρεωτικό σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικό σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο. Στην κατάθεση γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Κάθε εμπράγματη ασφάλεια που παρέχεται για λογαριασμό των ομολογιούχων, τα κεφάλαια, που εισπράττει ο διαχειριστής για λογαριασμό τους ή οι κινητές αξίες που κατατίθενται σε αυτόν, δεν υπόκεινται σε κατάσχεση, συμψηφισμό ή άλλου είδους δέσμευση από τον ίδιο ή τους δανειστές του ούτε περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του (παρ. 16). Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παράγ. 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή, (παρ. 17). Τα ποσό που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεων που μεταβιβάζονται και οι αποδόσεις της κατάθεσης που αναφέρονται στην παραγρ. 15 διατίθενται για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών, κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα, φόρους και πάσης φύσεως δαπάνες, καθώς και των λειτουργικών δαπανών της εταιρείας ειδικού σκοπού και των απαιτήσεων κατ’ αυτής, όπως ορίζεται στους όρους του ομολογιακού δανείου και του προγράμματος (παρ. 18). Επί των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και της κατάθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 υφίσταται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών δικαιούχων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, με την καταχώριση της κατά την παράγραφο 1 σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικό στους όρους του δανείου (παρ. 19). Από της καταχωρίσεως, το κύρος της πώλησης και μεταβίβασης της παραγράφου 1, των παρεπόμενων προς τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις δικαιωμάτων και του νομίμου ενεχύρου, δεν θίγεται από την επιβολή οποιουδήποτε συλλογικού μέτρου ικανοποίησης των πιστωτών, που συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος της εταιρείας ειδικού σκοπού ή τρίτου εγγυοδότη ή δικαιούχου παρεπόμενου δικαιώματος ή του προσώπου που αναλαμβάνει την είσπραξη και διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, ούτε από την υποβολή σχετικής αίτησης κατ’ αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για μελλοντικές απαιτήσεις, η γένεση των οποίων επέρχεται μετά την επιβολή του συλλογικού μέτρου ή την υποβολή της σχετικής αίτησης». Σύμφωνα εξ άλλου με την ΥΑ 161338 (ΦΕΚ Β’ 1688/2003) «Καθορισμός εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003»: «Οι προβλεπόμενες από το όρθρο αυτό συμβάσεις, συντάσσονται σε έντυπο, το οποίο εκτυπώνεται σε λευκό χαρτί γραφής 100 γραμμαρίων και αποτελείται από ένα φύλλο. Το φύλλο έχει διαστάσεις 42 εκατοστά (πλάτος) επί 29,7 εκατοστά (μήκος) και διαιρείται σε δύο ημίφυλλα. Στην πρώτη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: 1) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, 2) οι όροι της σύμβασης (το νόμισμα και ποσό του τιμήματος αγοράς, ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πώλησης, εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία και λοιποί ουσιώδεις όροι), 3) Ο τύπος των μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαντήσεων (γενική περιγραφή της επιχειρηματικής απαίτησης και νόμισμα). Στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, τα ονοματεπώνυμα και δ/νσεις των οφειλετών και εγγυητών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Στην ίδια σελίδα τίθενται επίσης η ημερομηνία και οι υπογραφές των συμβαλλομένων και η θεώρηση αυτών. Στην τρίτη σελίδα του εντύπου καταχωρίζονται οι τυχόν μεταβολές των συμβάσεων αυτών. Το αναλυτικό περιεχόμενο κάθε σελίδας με τις οικείες υποσημειώσεις εμφαίνεται στα προσαρτημένα στο παράρτημα της παρούσας απόφασης υποδείγματα». Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση κρίθηκε απαραίτητη για τον εκσυγχρονισμό των χρηματοδοτικών τεχνικών στην Ελλάδα προς όφελος των ελληνικών επιχειρήσεων και της οικονομίας όπως ρητά αναφέρεται και στην οικεία εισηγητική έκθεση. Ειδικότερα με το άρθρο 10 του άνω νόμου προβλέπεται ρύθμιση για την τιτλοποίηση απαιτήσεων που αποτελούν έναν ιδιαίτερα διαδεδομένο τρόπο χρηματοδότησης στην αλλοδαπή καλύπτοντας (κατ’ αρχήν απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια) και στη συνέχεια πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις (π.χ. απαιτήσεις μιας τράπεζας από δάνεια που αποτελούν μια από τις πλέον διαδεδομένες περιπτώσεις τιτλοποιήσεων διεθνώς). Στην πιο απλή μορφή της συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μία άλλη εταιρεία που έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: (α) Προκειμένου εμπορικές επιχειρήσεις (πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις) να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια για τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες προσφεύγουν στον συγκεκριμένο θεσμό μεταβιβάζοντας τις επιχειρηματικές τους απαιτήσεις λόγω πώλησης στις προς τούτο συνιστάμενες εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες τις «τιτλοποιούν» ενσωματώνοντας τες σε ομολογίες, που εκδίδουν, συγκεκριμένης ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ εκάστη που εν συνεχεία διαθέτουν (με ιδιωτική τοποθέτηση) σε ένα περιορισμένο κύκλο προσώπων όχι άνω των 150, η δε εξόφληση τους πραγματοποιείται από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή από δάνεια πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων, (β) Η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων επέρχεται από την καταχώρηση της σχετικής έγγραφης σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. (γ) Η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται με σύμβαση εντολής/διαχείρισης από την αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού με έγγραφη σύμβαση, σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, νομίμως λειτουργούν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο (είτε είναι εγγυητής των εν λόγω απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη τους πριν τη μεταβίβαση), καταχωρίζεται δε και αυτή η σύμβαση (όπως κάθε μεταβολή) στο παραπάνω δημόσιο βιβλίο, χωρίς ωστόσο ο νόμος (3156/2003) να απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4 αυτού, (δ) Επιτρέπεται η μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν για σκοπούς τιτλοποίησης, για δε τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου στη συγκεκριμένη περίπτωση αρκεί η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του άνω νόμου, (ε) οι εν λόγω συμβάσεις (τιτλοποίησης) συντάσσονται σε συγκεκριμένο έντυπο (όπως τούτο περιγράφεται λεπτομερώς στην προμνημονευθείσα ΥΑ 161388/2003), με αναφορά στην πρώτη σελίδα αυτού των στοιχείων των συμβαλλομένων, των όρων της σύμβασης, του τύπου των μεταβιβαζομένων επιχειρήσεων, ενώ στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις οφειλετών και εγγυητών, παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Τέλος στην τρίτη σελίδα καταχωρίζονται οι τυχόν μεταβολές των συμβάσεων αυτών, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενες, κατόπιν «αποτιτλοποίησης – αποχαρακτηρισμού των δανείων», όρος που καθιερώθηκε κατά τη διαδικασία επαναμεταβίβασης στον αρχικό δικαιούχο των εκχωρηθεισών προς τιτλοποίησή απαιτήσεων από τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις, ο οποίος και χρησιμοποιείται κατά την καταχώριση τους στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 ν. 2844/2000 (βλ. αναλυτικά για όλα τα ανωτέρω: ΑΠ 822/2022, ΑΠ 909/2021 δημοσιευμένες στο www.areiospaqos.gr).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης για την επίσπευση σε βάρος της της προκείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο κρινόμενος λόγος ελέγχεται ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και τα εκτεθέντα από την καθ’ ης πιθανολογείται ότι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία …, που έχει νομίμως συσταθεί και εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, κατέστη ειδική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
… δυνάμει της από 18-6-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./18-6-2019 (τόμος ., αριθμός .). Η τελευταία ανέθεσε, ακολούθως, τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων στην καθ’ ης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18-6-2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (αριθ. πρωτ. ./18-6-2019, τόμος . αριθμός .). Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις των οποίων η καθ’ ης τυγχάνει διαχειρίστρια, κατά τα προαναφερθέντα, περιλαμβάνεται και η απαίτηση της … κατά της ανακόπτουσας, με βάση την οποία είχε εκδοθεί η υπ’ αριθμ…. Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την επίσπευση της προκειμένης εκτελεστικής διαδικασίας σε βάρος της Κατά συνέπεια, εφόσον η επίδικη σύμβαση διαχείρισης διέπεται από τον Ν.3156/2003, η καθ’ ης η ανακοπή διαχειρίστρια εταιρεία φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της ανωτέρω δικαιούχου εταιρείας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σε αυτήν τέτοια ιδιότητα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών αντλείται απ’ ευθείας από τον νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον Ν.4354/2015 σύμβαση (βλ. Κιτσαρά, Η περαιτέρω μεταβίβαση απαιτήσεως από δάνεια και πιστώσεις μετά την αρχική απόκτηση της από «εταιρεία αποκτήσεως» του Ν. 4354/2015, σε ΧρΙΔ 2019.305). Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ’ ης από τη δικαιούχο της απαίτησης, δεν δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίηση της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματι του αναγκαστική εκτέλεση ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δεν συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας (Νίκας Δ. Αναγκ. Εκτελ. 1 παρ.20 αρ.3, Άννα Πλεύρη Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 35-36, 59-60). Ειδικότερα, η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί τη δραστικότερη μορφή παροχής έννομης προστασίας, την οποία η Πολιτεία απονέμει με τα προς τούτο αρμόδια όργανα και βάσει κανόνων δικαίου που διαγράφονται στον ΚΠολΔ ή σε άλλους ειδικούς νόμους, που συνθέτουν το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και, συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς επίσπευση της εν λόγω διαδικασίας, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από τον νόμο περιπτώσεων, η δε δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος να ενάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευομένης δικαιοπρακτικής διαθέσεως της νομιμοποιήσεως (ΑΠ 45/2007 ΕλλΔνη 48 σελ. 439, ΕφΠειρ 693/1982, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1968, σελ. 88 επ., Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 1986, σελ. 100, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ., 2018, παρ. 24, αριθ. 14). Περαιτέρω, εφόσον ο εκτελεστός τίτλος που αποτελεί τη βάση της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης είναι Διαταγή Πληρωμής, η εκτελεστική διαδικασία δύναται να διεξαχθεί μόνο από τη δικαιούχο της επίμαχης συνολικής απαίτησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, στην οποία καθορίζονται ρητά και περιοριστικά οι περιπτώσεις των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας, με συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία των μερών για τη διεύρυνση των ορίων αυτών, δηλαδή την επέκταση της εκτελεστότητας και σε άλλα πρόσωπα που δεν αναφέρονται στον νόμο να παρίσταται άκυρη [ΜονΕφΑΘ 3577/2022, ΜονΕφΑΘ 1858/2022 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΜονΕφΠειρ 595/2022. ΜονΕφΘεσσ 494/2022. ΜονΕφΛαρ 250/2022, ΜονΠρωτΠειρ 1508/2022, ΜονΠρωτΘεσσ 10014/2022, ΜονΠρωτθεσσ 8283/2022, ΜονΠρωτΡοδ 149/2022, ΜονΠρωτΤρικ 97/2022].
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή ως και ουσία βάσιμη -κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων- και να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ./14-11-2022 πράξη δήλωσης για διενέργεια νέου πλειστηριασμού κατ’ άρθρον 973 ΚΠολΔ, που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Αθηνών .. Τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, βαρύνουν την καθ’ ης η ανακοπή λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, άρθρο 84 παρ. 2 Κώδικα Δικηγόρων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την ανακοπή.
Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. ./14-11-2022 πράξη δήλωσης για διενέργεια νέου πλειστηριασμού κατ’ άρθρον 973 ΚΠολΔ, που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Αθηνών ..
Επιβάλλει στην καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 19-12-2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ