Του Παναγιώτη Στάθη
Νομολογιακό προηγούμενο, για πρώτη φορά, χαράσσει η ελληνική δικαιοσύνη στο θέμα της απόλυσης εργαζόμενου στη διάρκεια άδειας αναψυχής, ένα κρίσιμο θέμα που αφορά στις σχέσεις εργοδότη- εργαζόμενου. Κι αυτό γιατί πρόκειται ίσως για την πρώτη και μοναδική δικαστική κρίση που αφορά απόλυση που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια απουσίας του εργαζομένου βάσει “άκυρης” συμφωνίας του με τον εργοδότη, με την οποία αποφάσιζαν από κοινού τη μεταφορά σε μεταγενέστερο χρόνο αδειών προηγούμενων ετών. Κατά το δικαστήριο αυτή η καταγγελία σύμβασης είναι νόμιμη.
Η περίπτωση
Η υπόθεση, όπως αναφέρει ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, αφορά εργαζόμενο σε εταιρία που πήγε μαζεμένη την άδεια των ετών 2-18-2020 που του χρωστούσε ο εργοδότης το 2021 σε συμφωνία μαζί του. Το κομβικό σημείο της υπόθεσης ήταν ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω άδειας, ο εργαζόμενος απολύθηκε και εν συνεχεία ισχυρίστηκε ότι η απόλυσή του πρέπει να θεωρηθεί άκυρη, με δεδομένο ότι απαγορεύεται η απόλυση μισθωτού κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής.
Η μεταφορά αδείας στα επόμενα χρόνια ήταν πάντα κάτι που συνέβαινε διαρκώς στην πρακτική των εργασιακών σχέσεων. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια “άτυπη” συμφωνία μεταφοράς της άδειας παρότι κατά πάγια νομολογία, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κρίνει ότι δεν είναι επιτρεπτή η μεταφορά ετήσιας άδεια στο επόμενο έτος, χωρίς να ενδιαφέρει η μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου αντίθετη συμφωνία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η χορήγηση μίας τέτοιας άδειας δεν αποτελεί ετήσια κανονική άδεια.
Η απόφαση
Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου (112/2022 ΜΠρΖακ) περιγράφει την διαδικασία κανονικής άδειας σύμφωνα με την οποία εφόσον ο εργοδότης έχει υποχρέωση να χορηγήσει την άδεια εντός του ημερολογιακού έτους, ο εργαζόμενος δεν δικαιούται να αρνηθεί την παροχή της με στόχο την αντικατάστασή της με χρηματική αποζημίωση, γιατί αυτό δεν συνάδει με το σκοπό της άδειας αναψυχής.
Μετά τη λήξη του έτους η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική, καθόσον μεταφορά της άδειας, στο σύνολό της ή κατά ένα μέρος, στον επόμενο χρόνο δεν επιτρέπεται (πλην της περίπτωσης του άρ. 61 του Ν. 4808/2021 που αφορά την μεταφορά της στο πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους) ακόμη κι αν η μεταφορά αυτή γίνεται με τη συναίνεση του εργαζομένου. Κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής, απαγορεύεται ρητά η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου (άρθ. 5 § 6 Α.Ν. 539/1945). Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για άλλες άδειες πέραν της κανονικής άδειας.
Νόμιμη
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η χορήγηση ημερών αδείας στον αντίδικο (σ.σ εργαζόμενο) σε μεθεπόμενα έτη, δεν αποτελεί άδεια αναψυχής κατά την έννοια του Α.Ν. 539/45, αφού μία τέτοια πρακτική του εργοδότη, ακόμα και με τη συμφωνία του εργαζόμενου είναι απαγορευμένη και άρα άκυρη.
Αντιθέτως, ο εργαζόμενος διατηρούσε από το επόμενο ημερολογιακό έτος και μετά, αξίωση χρηματικής αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης της άδειας αναψυχής των προηγούμενων ετών.
Επομένως το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου που έλαβε χώρα κατά την περίοδο που εκείνος τελούσε σε μη νομίμως μεταφερθείσα σε επόμενο έτος άδεια, δηλαδή με απλά λόγια σε μη νόμιμη “κανονική” άδεια, είναι τελικώς νόμιμη! Κι αυτό διότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθ. 5 § 6 Α.Ν. 539/1945 εμπίπτει μόνο η περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύεται κατά τη διάρκεια της νομίμως χορηγηθείσας κανονικής άδειας, δηλαδή της άδειας αναψυχής και όχι κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε άλλης άδειας.