Toυ Κώστα Ράπτη
Πώς ολοκληρώνεται ένας πόλεμος στον οποίο η κάθε αντιμαχόμενη πλευρά αδυνατεί να εκπληρώσει τους στρατιωτικούς της στόχους, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύει στον εαυτό της οποιονδήποτε συμβιβασμό;
Αυτό είναι το κύριο ερώτημα σε ό,τι αφορά τη μείζονα εκκρεμότητα που κληροδοτεί το 2022 στο 2023: τον γεωπολιτικό “σεισμό” της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Όμως το βαθύτερο ερώτημα προκύπτει μόλις πάψουμε να αντικρίζουμε τον ουκρανικό πόλεμο απλώς ως μία τοπική, γεωγραφικά οριοθετημένη σύγκρουση: Πώς μπορεί να ολοκληρωθεί η εν εξελίξει ανατροπή της διεθνούς αρχιτεκτονικής χωρίς μια γενικότερη ανάφλεξη, που να επισύρει τον κίνδυνο χρήσης πυρηνικών όπλων;
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι ο κίνδυνος για κάτι τέτοιο είναι ο υψηλότερος μετά τη ρίψη της αμερικανικής ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα το 1945. Πράγμα που ερμηνεύεται ευχερώς αν αναγνωρίσουμε ως πραγματικό πολεμικό αντίπαλο της Μόσχας (αν και με “διαψεύσιμη” εμπλοκή) τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Η μετέωρη επιχείρηση
Ανακοινώνοντας την έναρξη της πολεμικής περιπέτειας που θα σφραγίσει όσο τίποτε άλλο τη θητεία του, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έθεσε ως στόχο την “αποστρατιωτικοποίηση” και την “αποναζιστικοποίηση” της Ουκρανίας, ώστε αυτή να πάψει να αποτελεί απειλή, όπως υποστηρίζει, για τη χώρα του.
Αυτού του είδους η στοχοθεσία εξηγεί και ορισμένα παράδοξα χαρακτηριστικά τής κατά το Κρεμλίνο “ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης”. Κινητοποιώντας ένα σχετικά περιορισμένο στρατιωτικό σώμα 150.000 ανδρών εναντίον της δεύτερης μεγαλύτερης σε έκταση χώρας της Ευρώπης, ο Πούτιν ήταν προφανές ότι απέβλεπε λιγότερο σε εδαφικά κέρδη (τα οποία είναι συζητήσιμο πώς θα μπορούσε να διαχειριστεί) και περισσότερο σε ένα πολιτικό αποτέλεσμα: αυτό που ήταν έτοιμος να αποσπάσει την περασμένη άνοιξη όταν η ουκρανική και η ρωσική αντιπροσωπεία κατέληξαν σε ένα περίγραμμα συμφωνίας στις συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης, πριν την αποφασιστική παρεμβολή της Δύσης, με την επίσκεψη του Μπόρις Τζόνσον στο Κίεβο.
Ένα άλλο πολιτικό αποτέλεσμα στο οποίο θα μπορούσε να αποβλέπει ήταν ενδεχομένως μία “αλλαγή καθεστώτος”, κατόπιν ενεργειών φίλα προσκείμενων Ουκρανών στρατηγών και ολιγαρχών. Αλλά ο βαθμός πρόσδεσης των τελευταίων στη Δύση, μαζί με τη διάθεση αντίστασης του ουκρανικού λαού, αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη διάψευση των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Έκτοτε, οι πολεμικές κινήσεις της Ρωσίας απέμειναν επί της ουσίας μετέωρες, με αποτέλεσμα τη φθινοπωρινή “στροφή”, που έφερε την προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών επαρχιών στη Ρωσική Ομοσπονδία, την επιστράτευση 300.000 εφέδρων και την εντατικοποίηση, υπό τον νέο αντιστράτηγο Σουροβίκιν, των επιθέσεων εναντίον των υποδομών της Ουκρανίας, κυρίως των ενεργειακών. Με άλλα λόγια, η ρωσική πλευρά αποδεσμεύθηκε από τους δύο πολιτικούς αυτοπεριορισμούς της έως τότε: να μην ισοπεδώσει ένα γειτονικό και “αδελφό” έθνος, το οποίο φιλοδοξεί να ελέγχει στο μέλλον (χωρίς το βάρος τής εκ βάθρων ανοικοδόμησής του), και να μη διαταράξει στο εσωτερικό την προβαλλόμενη “κανονικότητα” της ζωής των Ρώσων πολιτών. Ακόμη και τη λέξη “πόλεμος” βρέθηκε να αρθρώνει πρόσφατα ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου, αντί άλλων ευφημισμών…
Επενδύοντας στην παράταση
Όμως το τίμημα ήταν να κόψει τις γέφυρες για οποιαδήποτε διπλωματική λύση, όσο και αν τη διακηρύσσει επιθυμητή, εφόσον καμία ρωσική ηγεσία δεν θα μπορούσε αυτοβούλως να παραιτηθεί από τα εδαφικά της κέρδη και καμία ουκρανική ηγεσία να τα αποδεχθεί.
Προφανώς, το παιχνίδι της Μόσχας έγκειται στην παράταση της σύγκρουσης μέχρι να επέλθει η εξάντληση του Κιέβου και των συμμάχων του, ιδίως στον τομέα της εξοπλιστικής παραγωγής. Στον βαθμό που η ρωσική οικονομία άντεξε εν πολλοίς στο τείχος των κυρώσεων της Δύσης, με τη βοήθεια των Ασιατών φίλων της, η προσδοκία του Κρεμλίνου είναι να αντιστρέψει τις εξελίξεις επενδύοντας στη διάρρηξη της κοινωνικής και διακρατικής συνοχής της Δύσης εν μέσω ενός δύσκολου χειμώνα.
Πρόκειται για εξαιρετικά παρακινδυνευμένο στοίχημα. Που όμως βρίσκεται στον πυρήνα των ρωσικών φιλοδοξιών. Διότι της εισβολής του Φεβρουαρίου προηγήθηκαν τα δύο οιονεί τελεσίγραφα του περσινού Δεκεμβρίου, απευθυνόμενα όχι στο Κίεβο, αλλά στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, σχετικά με τη διαμόρφωση ενός νέου “συστήματος συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη”.
Η αμερικανική πλευρά είχε την πολυτέλεια να τα αγνοήσει. Και διατηρεί την πολυτέλεια να δίνει τη μάχη δι’ αντιπροσώπου, εξοπλίζοντας την Ουκρανία χωρίς άμεση εμπλοκή. Κάτι που, ωστόσο, δεν αναιρεί το ότι οποιαδήποτε κίνηση προς επικράτηση της μίας πλευράς θα αποτελεί “υπαρξιακή απειλή” για την άλλη. Τότε οι πολυτέλειες θα εκλείψουν. Και ο πειρασμός της απευθείας αναμέτρησης, ακόμη και πυρηνικής, θα γιγαντωθεί.
Το “σεισμογενές τόξο” της αποσταθεροποίησης
Θα είναι πυροδότης οι φορτηγατζήδες του βορείου Κοσόβου ή μήπως οι “οικολόγοι” του Αζερμπαϊτζάν; Σε μία σειρά περιοχών του πλανήτη η σταθερότητα και η ειρήνη κρέμονται από μία κλωστή, καθώς η (ουσιαστικά οικουμενικών διαστάσεων) αναμέτρηση της Δύσης με τη Ρωσία, ως “αιχμή του δόρατος” της αναδυόμενης ευρασιατικής ολοκλήρωσης, κινδυνεύει να γνωρίσει “μεταστάσεις” σε νέες περιφερειακές συγκρούσεις.
Η ίδια η λογική των πραγμάτων υποδεικνύει ποιο είναι το “σεισμογενές τόξο”, σε όλη την ακτίνα ρωσικής επιρροής, από τα Δυτικά Βαλκάνια μέχρι την Κεντρική Ασία μέσω Καυκάσου, που απειλείται με αποσταθεροποίηση.
Ήδη στο γειτονικό μας Κόσοβο, το κλείσιμο των συνόρων με τη Σερβία και η υιοθέτηση πολεμικής ρητορικής από το Βελιγράδι δημιουργεί ένα σκηνικό έντασης που δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να παραμείνει ελεγχόμενη. Η συγκυρία του ουκρανικού πολέμου δημιουργεί στην κυβέρνηση Κούρτι στην Πρίστινα την αίσθηση ότι μπορεί να λύσει οριστικά τους λογαριασμούς της με την επί της ουσίας αποσχισθείσα σερβική μειονότητα στην Μιτρόβιτσα, ενώ η ταλαντευόμενη μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας κυβέρνηση Βούτιτς στο Βελιγράδι θα βρεθεί ταπεινωμένη, είτε δράσει είτε όχι. Η αδυναμία της απορροφημένης από άλλες προτεραιότητες Ρωσίας να υπερασπισθεί τους φίλους της στα μακρινά Βαλκάνια θα λειτουργούσε παραδειγματικά για πολλούς.
Καύκασος, Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία
Αντίστοιχο είναι το πρόβλημα και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου από τις 12 Δεκεμβρίου Αζέροι “οικολόγοι” έχουν αποκλείσει τον διάδρομο του Λατσίν, που μετά τον πόλεμο των 44 ημερών το 2020 αποτελεί τη μοναδική επικοινωνία των Αρμενίων αυτονομιστών με τον έξω κόσμο. Η Ρωσία, που βάσει της Τριμερούς Δήλωσης ανακωχής εγγυάται διά της ειρηνευτικής της δήλωσης τη λειτουργία του διαδρόμου, αναλώνεται σε τριμερείς διαβουλεύσεις του Πούτιν με τους ηγέτες της Αρμενίας Νικόλ Πασινιάν και του Αζερμπαϊτζάν, την ώρα που το αρμενικό στοιχείο αισθάνεται προδομένο από τους παραδοσιακούς προστάτες του και το Μπακού, ενθαρρυμένο από την αναβάθμιση του ρόλου του ως ενεργειακού τροφοδότη της Ευρώπης, φιλοδοξεί να ξεκαθαρίσει τις εκκρεμότητες με τους δικούς του ωμούς όρους.
Δεν είναι αυτές οι μοναδικές πιθανές εστίες ανάφλεξης. Η ανάδειξη της νέας κυβέρνησης Νετανιάχου στο Ισραήλ, με τη συμμετοχή της θρησκευτικής ακροδεξιάς, ανοίγει αρκετές επίφοβες πιθανότητες: από το ξέσπασμα μιας “Τρίτης Ιντιφάντα” στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, μέχρι την ανάληψη τυχοδιωκτικών στρατιωτικών πρωτοβουλιών εναντίον του αποδυναμωμένου λόγω διαδηλώσεων στο εσωτερικό του Ιράν.
Στη δε Κεντρική Ασία, η μη ελεγχόμενη από τη Μόσχα κυβέρνηση του Τατζικιστάν από τη μία εμπλέκεται σε μεθοριακές συγκρούσεις από την Κιργισία και από την άλλη στηρίζει τις δυνάμεις της πάλαι ποτέ “Βόρειας Συμμαχίας” οι οποίες φιλοδοξούν να πάρουν στο Αφγανιστάν τη ρεβάνς από τους Ταλιμπάν.
Ο Σι Τζινπίνγκ προετοιμάζεται για πόλεμο
Η εικόνα της διά της βίας απομάκρυνσης του εν συγχύσει τελούντος γηραιού πρώην ηγέτη της Κίνας Χου Ζιντάο από το προεδρείο του 20ού Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας τον Νοέμβριο συμπύκνωσε συμβολικά για τους τηλεθεατές όλου του κόσμου την πλήρη επικράτηση του νυν ισχυρού άνδρα της χώρας Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος και εξασφάλισε μια δίχως προηγούμενο τρίτη θητεία.
Ωστόσο, λίγες εβδομάδες μετά, οι διαδηλώσεις σε μια σειρά από κινεζικές πόλεις ενάντια στα περιοριστικά μέτρα της πολιτικής “μηδενικού Covid” ήρθαν να σχετικοποιήσουν την αντίληψη περί παντοδυναμίας και αποτελεσματικότητας του Σι, την ώρα ακριβώς που το Πεκίνο επαίρεται ότι το δικό του πολιτικό μοντέλο τα καταφέρνει εκεί που η Δύση αποτυγχάνει.
Το πανδημικό “αυτογκόλ” της κινεζικής ηγεσίας, μεταφραζόμενο όχι μόνο σε κοινωνική δυσφορία αλλά και σε καθήλωση των ρυθμών ανάπτυξης, εικονογραφεί όλο το πλέγμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Κίνα στην προσπάθειά της να κρατήσει αλώβητο το πολιτικό της σύστημα, ενώ ταυτοχρόνως πραγματοποιεί τη μετάβαση από το ξεπερασμένο αναπτυξιακό πρότυπο των επενδύσεων και εξαγωγών προς ένα στηριζόμενο στην εγχώρια κατανάλωση, αντιμετωπίζοντας επιπλέον την ταχεία δημογραφική της γήρανση στο εσωτερικό και τον αμερικανικό ανταγωνισμό στο εξωτερικό.
Ανάγκη και ευκαιρία
Η πολιτική “μηδενικού Covid” αποτέλεσε λύση ανάγκης για μία χώρα με αδύναμο σύστημα υγείας, όπου λ.χ. η αναλογία κλινών ΜΕΘ αντιπροσωπεύει το ήμισυ αυτής της Ιαπωνίας, το 1/3 της Κορέας και το 10% των ΗΠΑ. Αποτέλεσε όμως και μία ευκαιρία για την τελειοποίηση τεχνικών επιτήρησης και κινητοποίησης του πληθυσμού, οι οποίες κρίνονται αναγκαίες για λόγους κάθε άλλο παρά υγειονομικούς.
Κατά βάθος, ο Σι Τζινπίνγκ αποτελεί έναν “πολεμικό ηγέτη” – και αυτό εξηγεί την πυγμή με την οποία επιβλήθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η κλιμάκωση της αναμέτρησης με τις ΗΠΑ αποτελεί το αναπόφευκτο μεγάλο στοίχημα της επόμενης δεκαετίας – και η κινεζική ηγεσία προσλαμβάνει ευκρινώς τα μηνύματα της αμερικανικής πλευράς.
Συγκρότησης της Ομάδας AUKUS και διπλωματική κινητικότητα περί την “Τετράδα” ΗΠΑ-Ινδίας-Αυστραλίας-Ιαπωνίας. Ένταση περί την Ταϊβάν (βλ. επίσκεψη Πελόζι) με αμφίσημες τοποθετήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν ως προς τη δέσμευσή της στην πολιτική της “Μίας Κίνας”. Επανεξοπλισμός της Ιαπωνίας με αμερικανική ενθάρρυνση. Μεθοριακά επεισόδια με την Ινδία. Διεθνής κατακραυγή για τη μεταχείριση της μειονότητας των Ουιγούρων. Και ενδιαμέσως: κλιμάκωση του οικονομικού πολέμου με ζήλο μεγαλύτερο και από αυτόν της κυβέρνησης Τραμπ, όπως έδειξε η στοχοποίηση του κινεζικού κλάδου ημιαγωγών.
Μολονότι το συμφέρον της Κίνας υπαγορεύει την “εξαγορά χρόνου” με εκτόνωση κατά το δυνατόν των τωρινών εντάσεων, οι όλοι και πιο μιλιταριστικοί τόνοι της επίσημης ρητορικής της, καθώς και η αντοχή της στρατηγικής της σχέσης με τη Ρωσία υποδεικνύουν ότι η επίλυση των λογαριασμών με τη Ουάσινγκτον δεν αργεί.
Ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας τα παίζει όλα για όλα
Ο Ερντογάν χάνει σε επιρροή. Όμως η αντιπολίτευση δεν δείχνει να είναι σε θέση να κερδίσει. Αυτό είναι το σκηνικό κρίσης που επικρατεί στη γείτονα Τουρκία μόλις έξι μήνες πριν από τις προγραμματισμένες προεδρικές και βουλευτικές – και απειλείται να “εξαχθεί” στη γειτονιά μας, ενισχύοντας τον πειρασμό των στρατιωτικών τυχοδιωκτισμών.
Το 2023, έτος κατά το οποίο συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, έχει ορισθεί από τον Ταγίπ Ερντογάν ως το ορόσημο ανάδυσης της “Νέας Τουρκίας” των ονείρων του: λιγότερο εξαρτημένης από τη Δύση στη διεθνή σκηνή και από τα πολιτικά και πολιτισμικά της πρότυπα στο εσωτερικό. Και τίποτε δεν θα εικονογραφούσε καλύτερα αυτή την ανάδυση από την εξασφάλιση μίας ακόμη (της τελευταίας, όπως υποσχέθηκε) προεδρικής θητείας από τον εδώ και δύο δεκαετίες κυρίαρχο της τουρκικής πολιτικής ζωής. Αλλά η πραγματικότητα παρεμβάλλεται περιπλέκοντας τους φιλόδοξους σχεδιασμούς.
Η οικονομική κρίση της γείτονος (υψηλός πληθωρισμός, διολίσθηση της λίρας, εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων) έχει θέσει σε μεγάλη δοκιμασία το μέσο νοικοκυριό, όσο και αν ο Ερντογάν επιμένει να οικοδομεί το δικό του εναλλακτικό αφήγημα, άλλοτε ανακοινώνοντας θεαματικά ευρήματα υδρογονανθράκων στον βυθό της Μαύρης Θάλασσας, άλλοτε εξασφαλίζοντας ενέσεις ρευστότητας από τους νέους φίλους του στις αραβικές μοναρχίες και πάντοτε επιβάλλοντας στην κεντρική τράπεζα την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων.
Η επιδείνωση των όρων διαβίωσης, σε συνδυασμό με την κυριαρχία της διαπλοκής και με την ενηλικίωση μίας νέας γενιάς που ασφυκτιά στο υφιστάμενο πλαίσιο έχει αφήσει σαφές αρνητικό αποτύπωμα στις δημοσκοπικές επιδόσεις των κυβερνώντων. Η ήττα του Ερντογάν προβάλλει για πρώτη φορά ως μία υπαρκτή πιθανότητα – όμως κάθε άλλο παρά αποτελεί βεβεαιότητα.
Είναι δυνατή η ομαλή εναλλαγή;
Πολλοί αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα της σημερινής Τουρκίας να γνωρίσει μιαν ομαλή δημοκρατική εναλλαγή. Η σκλήρυνση του τουρκικού καθεστώτος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και το υψηλό διακύβευμα για τον Ερντογάν και τον κύκλο του, που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πλήθος ποινικών διώξεων την “επόμενη μέρα”, δεν προδιαθέτουν για εύκολη εγκατάλειψη της εξουσίας. Και είναι πλήθος τα τεχνάσματα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τον σκοπό αυτόν: από την απαγόρευση λειτουργίας του φικλοκουρδικού κοινοβουλευτικού κόμματος HDP μέχρι τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του φιλόδοξου αντιπολιτευόμενου δημάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Εκρέμ Ιμάμογλου, που πρόσφατα καταδικάσθηκε πρωτόδικα σε διετή φυλάκιση για προσβολή δημοσίων λειτουργών.
Ίσως να μη χρειαστεί η αξιοποίηση τέτοιων τεχνασμάτων. Διότι ο μεν Ερντογάν διατηρεί τη δυνατότητα και την τόλμη ευφάνταστων πρωτοβουλιών, που αλλάζουν το πολιτικό κλίμα, ενώ αντίθετα η εξακομματική αντιπολίτευση δείχνει απορροφημένη από τις εσωτερικές της διαφωνίες και πάντως δεν έχει να προτείνει κάτι πρωτότυπο για τη χώρα (και τη διεθνή της θέση) πέρα από την επιμονή στην επαναφορά του προεδρευόμενου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Χαρακτηριστική είναι η δίωρη συνάντηση που είχαν την Τρίτη ο αρχηγός του δεύτερου σε δύναμη κόμματος CHP Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου με την αρχηγό του εθνικιστικού “Καλού Κόμματος”, Μεράλ Άκσενερ, εν μέσω της επιμονής του πρώτου να είναι ο κοινός υποψήφιος της αντιπολίτευσης απέναντι στον Ερντογάν και των υπονοιών της δεύτερης ότι ο Ιμάμογλου θα είναι καταλληλότερη επιλογή. Αποτελεί κοινό μυστικό, ωστόσο, ότι ο Κιλιτσντάρογλου θα ήταν επιλογή ήττας.