Η χρυσή και κοσμογονική σύζευξη ανάμεσα στην αρχαιοελληνική παιδεία και την χριστιανική διδασκαλία, δηλαδή ανάμεσα στην κατά κόσμον (θύραθεν) σοφία και την κατά Θεόν σοφία, επιτεύχθηκε με μοναδικό και αριστοτεχνικό τρόπο κατά τον Δ΄ μ.Χ. αιώνα από τους θεοφόρους και θεοκίνητους Καππαδόκες Πατέρες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ως «εύκαιρον ένδυμα» τον έλληνα λόγο και το σύστημα της εμφιλοσόφου διανοίας του αρχαιοελληνικού κόσμου προκειμένου να εκφράσουν και να κοινωνήσουν την υπαρξιακή και σωτηριολογική οντολογία της χριστιανικής πίστεως και διδασκαλίας σε όλους τους ανθρώπους.
Η γέννηση του «ελληνοχριστιανικού» πολιτισμού προήλθε από αυτήν ακριβώς την γόνιμη και αρμονική σύζευξη της ελληνικής και χριστιανικής παιδείας. Το θεόπνευστο αυτό επίτευγμα, όπως αναφέρει ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, καταπολεμείται κυρίως από δύο πλευρές.
Πρώτα από εκείνους οι οποίοι απαρέσκονται με την παρουσία του ελληνικού στοιχείου γενικώς στο σημερινό κόσμο και ειδικότερα στον χριστιανισμό, τον οποίο θέλουν τελείως αφελληνισμένο και ιουδαϊκό. Δεύτερον από εκείνους, οι οποίοι απαρέσκονται με το χριστιανικό στοιχείο του σημερινού πολιτισμού, το οποίο θέλουν, ει δυνατόν, να εξαφανιστεί.
Οι Καππαδόκες Πατέρες, οι οποίοι υπήρξαν τα «Ιερά και εμφιλόσοφα δοχεία» της αρχαιοελληνικής παιδείας και της Χριστιανικής Θεοπνεύστου διδασκαλίας, ενέδυσαν την εξ αποκαλύψεως ευαγγελική αλήθεια της εκκλησίας με το κάλλος της ελληνικής γλώσσας, την τρέχουσα τότε καταληπτή ορολογία και την συστηματική μέθοδο της ελληνικής φιλοσοφίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ουρανοφάντωρ και υψιπέτης Θεολόγος Βασίλειος ο Εμφιλόσοφος υπερέβη το μέγα δίλημμα ανάμεσα στις δύο υπάρχουσες παιδείες, την αρχαιοελληνική και την χριστιανική, γενόμενος ο όντως «εμφιλόσοφος Γεφυροποιός» ανάμεσα και στις δύο, τις οποίες απεδέχθη και χρησιμοποίησε στην όλη συγγραφική παραγωγή του ως θεολόγος, διδάσκαλος, ασκητής και παιδαγωγός.
Γι’ αυτό ο Παναγιώτης Χρήστου γράφει ευστόχως και προσφυώς ότι «Ο Βασίλειος διετύπωσε τας γνώμας του θεωρητικώς και τας εφάρμοσε πρακτικώς. Από της πρώτης απόψεως συνέγραψε δύο δοκίμια, τα οποία αποτελούν εκλεκτά προϊόντα του χριστιανικού πνεύματος. Εις το πρώτον, «Προς τους Νέους», εξετάζει το θέμα, πώς είναι δυνατόν να ωφεληθούν οι νέοι από τα ελληνικά γράμματα ενώ εις το δεύτερον, το «Εις τας Παροιμίας», εξετάζει το θέμα πώς είναι δυνατόν να ωφεληθούν από τα χριστιανικά γράμματα. Και εις τα δύο δε επισημαίνει την ύπαρξη δύο παιδειών, και κυρίως, εις το πρώτον».
Η εν γένει θεολογική διδασκαλία του οξυνέστατου Βασιλείου, όπως αυτή είναι καταγεγραμμένη στις περισπούδαστες πραγματείες του ως Τριαδολογία, πνευματολογία, ανθρωπολογία και κοσμολογία, καταδεικνύει περίτρανα ότι ο Θεοφόρος Πατέρας της Εκκλησίας γεφυροποίησε και με έναν μοναδικό τρόπο αξιοποίησε την κοσμική (θύραθεν) και χριστιανική παιδεία προκειμένου να αποτυπώσει βαθυστόχαστα τις οντολογικές-υπαρξιακές προτάσεις του, οι οποίες έχουν σωτηριολογική και εσχατολογική διάσταση και σημασία για τον άνθρωπο κάθε εποχής.
Αυτήν την αριστοτεχνική γεφυροποίηση της αρχαιοελληνικής και χριστιανικής παιδείας υπό του ρηξικέλευθου και δημιουργικά καινοτόμου Μεγάλου Βασιλείου προσεγγίζοντας ο Παναγιώτης Χρήστου γράφει χαρακτηριστικά: «Εις την ανοικοδόμησιν της Θεολογίας του Βασιλείου μετέχουν παραγωγικώς και αι δύο παραδόσεις, αι δύο παιδείαι, αν και η χριστιανική προηγείται εις συνεισφοράν και κατά πρόθεσιν και κατ’ αποτέλεσμα. Μόνον εις την παρουσίαν του λόγου προηγείται η ελληνική, διότι ούτος, χωρίς να εγκαταλείπη την χριστιανική λιτότητα, λαμβάνει όλην την χάριν την οποίαν του εξασφαλίζει η ελληνική τέχνη του λόγου.
Εις τας δύο παιδείας απαντώνται από το εν μέρος αι κατηγορίαι της πίστεως, της αγάπης, της θυσίας, και από το άλλο αι κατηγορίαι του νόμου, του λόγου, του κάλλους. Συνυπάρχουν όλαι και εις τας δύο, αλλ’ η βαρύτης των είναι διαφορετική εις την καθεμίαν. Εις την χριστιανικήν επικρατούν αι τρεις πρώται, εις την ελληνικήν αι επόμεναι, και όλα μαζί αποτελούν τα στοιχεία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Υπάρχει πέραν αυτών και εν στοιχείον το οποίον είναι κοινόν κατά ίσον βαθμόν και εις τας δύο: η αρετή, η οποία, όπως βεβαιώνει ο Βασίλειος, είναι πολυύμνητος και εις την μίαν και εις την άλλην».
Ο Μέγας Βασίλειος ως Οικουμενικός Διδάσκαλος, Πανεπιστήμων της εποχής του και άριστος παιδαγωγός συνέγραψε μεταξύ των ετών 363 και 364 μ.Χ. την Ομιλία: «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφέλοιντο λόγων».
Η άκρως σημαντική παιδαγωγική και διδακτική αυτή ομιλία του Θεοφόρου Ιερού Πατρός συνεγράφη ευθύς αμέσως μετά την έκδοση του διατάγματος του Ιουλιανού με το οποίο απαγορευόταν στους χριστιανούς διδασκάλους να διδάσκουν την κλασική φιλολογία και εν γένει αρχαιοελληνική γραμματεία στους νέους, καθώς επίσης την ρητορική και την φιλοσοφία.
Η ομιλία αυτή, η οποία τόσο πολύ καταλυτικά επηρέασε διά μέσου της ιστορίας την στάση της εκκλησίας έναντι της κλασικής παιδείας, αποδεικνύεται ότι συνεχίζει ακόμη και στις μέρες μας να αποτελεί το μέτρο της εκκλησίας προς μια θετική αντιμετώπιση των επιτευγμάτων της ανθρώπινης σοφίας και των πνευματικών ρευμάτων και κατευθύνσεων του σύγχρονου κόσμου.
Ο Βασίλειος ως έμπειρος παιδαγωγός διδάσκει ότι είναι μεγάλη ωφέλεια, η οποία προκύπτει για τους νέους εκ της μελέτης των έργων των εν γένει συγγραφέων και φιλοσόφων της ελληνικής παιδείας. Θεωρεί τα ελληνικά γράμματα και εν γένει την θύραθεν παιδεία ως απαραίτητο «προπαρασκευαστικό στάδιο», προκειμένου οι νέοι να στραφούν στη μελέτη και την κατανόηση της υψηλότερης και βέλτιστης ζωής, η οποία δεν είναι άλλη από την μέλλουσα και αιώνια ζωή στην οποία αναφέρονται οι Γραφές με την θεόπνευστη διδασκαλία τους.
Ο Ιερός Πατήρ υποστηρίζει ότι κάθε τι εκ της κλασικής παιδείας συντελεί στην ηθική διαπαιδαγώγηση, είναι χρήσιμο και ωφέλιμο και πρέπει να συλλέγεται μετά πάσης προσοχής πανταχόθεν, όπως ακριβώς οι μέλισσες συλλέγουν το χρήσιμο από τα ανθισμένα ρόδα για την παρασκευή του μέλιτος.
Εκείνο δε το οποίο ο Μέγας Βασίλειος απορρίπτει παντελώς εκ της αρχαιοελληνικής παιδείας είναι η περί θεών μυθολογία. Οι χριστιανοί νέοι μπορούν να εύρουν στην κλασική φιλολογία αξιοθαύμαστα ηθικά διδάγματα και παραδείγματα εναρέτου βίου όπως είναι οι αναφερόμενοι Όμηρος, Ησίοδος, Θέογνις, Σόλων, Ευριπίδης. Από τους μεγάλους φιλοσόφους ιδιαιτέρως μνημονεύεται ο Πλάτων, ενώ από τους πολιτικούς άνδρες της αρχαίας Ελλάδος προβάλλονται ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Ευκλείδης, ο Κλεινίας και ο Μέγας Αλέξανδρος, επειδή ακριβώς οι αρετές αυτών θεωρούνται σύμφωνες με τα παραγγέλματα του Ιερού Ευαγγελίου. Σε γενικότερο πλαίσιο ο Μέγας Βασίλειος ως βάση και κριτήριο αξιολογήσεως της θύραθεν παιδείας θέτει την περί βίου θεώρηση της χριστιανικής πίστεως και απορρίπτει ο,τιδήποτε αρνητικό και επιβλαβές, δεχόμενος τα θετικά στοιχεία αυτής.
Επομένως η ελληνική παιδεία όχι μόνον δεν είναι απόβλητη, αλλά είναι και απαραίτητη για την μόρφωση διότι προετοιμάζει τις ψυχές των νέων για την άλλη σοφία. Μπορεί τα στοιχεία της ελληνικής παιδείας να φαίνονται ως κάτοπτρα της αληθείας, αλλά έχουν και πάλι την αξία τους.
Οι δύο παιδείες, αρχαιοελληνική και χριστιανική, παραβάλλονται με φύλλα και καρπούς. Κατάλληλη αρετή στα φυτά είναι να παράγουν θρεπτικούς και γλυκείς-εύχυμους καρπούς, αλλά και τα φύλλα όταν φύονται στους κλάδους, δίνουν σ’ αυτά κάποιο στόλισμα. Για την ψυχή του ανθρώπου καρπός είναι η σώζουσα χριστιανική αλήθεια, αλλά δεν είναι ανώφελο (άχαρι) το να επενδύει τον καρπό με την θύραθεν (κοσμική) σοφία ως είδος σκέπης και κοσμήματος.
Αυτό δέχεται εκπεφρασμένως ο Μέγας Βασίλειος, ενώ στην πραγματικότητα, όπως προαναφέραμε, η εξωτερική ελληνική σοφία και γνώση είναι για τον ίδιο κάτι περισσότερο, είναι ουσιώδες στοιχείο της θεολογικής διδασκαλίας του. Γι’ αυτό ανεπιφυλάκτως φρονεί ότι: «Πρέπει να συναναστρεφόμεθα με ποιητές και λογογράφους και ρήτορες και με όλους τους ανθρώπους από τους οποίους είναι δυνατόν να προέλθει κάποια ωφέλεια για την καλλιέργεια (επιμέλεια) της ψυχής». Αυτοί είναι οι εξωτερικοί διδάσκαλοι και μετά απ’ αυτούς θα έλθουν οι εσωτερικοί.
Ο εμφιλόσοφος Πατήρ προτρέπει τους νέους μετά πάσης προσοχής και κριτικής σκέψεως να μελετούν τα των «εξωτερικών» (εθνικών) διδασκάλων προκειμένου ν’ αποφύγουν την πνευματική βλάβη της ψυχής τους, γράφοντας: «Και εμείς… εάν πρόκειται να παραμείνει αναφαίρετος σε εμάς η δόξα για το καλό, αφού προπαρασκευασθούμε με αυτούς εδώ τους εξωτερικούς διδασκάλους, τότε θα γίνουμε ακροατές των ιερών και απορρήτων μαθημάτων.
Και κατά κάποιο τρόπο αφού συνηθίσουμε να βλέπουμε τον ήλιο μέσα στο νερό, έτσι τότε θα ρίψουμε τα βλέμματα και σ’ αυτό το ίδιο το φως. Πρέπει με κάθε προσοχή να προφυλάσσουμε την ψυχή, μη τυχόν με την γλυκύτητα των λόγων, χωρίς να το καταλάβουμε, δεχθούμε και κάτι κακό. Εάν λοιπόν υπάρχει κάποια συγγένεια μεταξύ των δύο διδασκαλιών, η γνώση αυτών μπορεί να γίνει ωφέλιμη σ’ εμάς».
Με παιδαγωγικό τρόπο ο Ιερός Πατέρας νουθετεί τους μελετητές των κειμένων των εθνικών ποιητών και συγγραφέων να επιλέγουν μόνο τα πνευματικώς ωφέλιμα διδάγματα της κοσμικής σοφίας και γνώσεως. Εν προκειμένω γράφει χαρακτηριστικά: «…Αλλά θα δεχθούμε από αυτούς εκείνα μάλιστα με τα οποία επαίνεσαν την αρετή ή εστιγμάτισαν την κακία. Όπως δηλαδή από τα άνθη, άλλοι μεν απολαμβάνουν μόνον την ευωδία και το χρώμα, ενώ οι μέλισσες μπορούν να λαμβάνουν και το μέλι απ’ αυτά.
Έτσι λοιπόν και εδώ είναι δυνατόν, αυτοί που δεν επιδιώκουν μόνον το τερπνό και το ευχάριστο από τους λόγους αυτούς να αποθησαυρίσουν και κάποια ωφέλεια στην ψυχή τους. Σύμφωνα λοιπόν με όλη την εικόνα των μελισσών πρέπει να χρησιμοποιείτε τα βιβλία. Διότι και εκείνες ούτε πηγαίνουν ομοίως σε όλα τα λουλούδια, ούτε πάλιν προσπαθούν να μεταφέρουν αυτά στα οποία πετούν, αλλά αφού λάβουν από αυτά όσον είναι κατάλληλο για την εργασία τους, αφήνουν το υπόλοιπο και φεύγουν.
Και εμείς, εάν είμεθα σώφρονες, αφού αποκομίσουμε απ’ αυτά όσον μας είναι οικείο και συγγενεύει προς την αλήθεια, τα υπόλοιπα θα τα παρατρέξουμε. Και όπως, όταν κόπτουμε από την τριανταφυλλιά το άνθος, παραμερίζουμε τα αγκάθια, έτσι και στην περίπτωση των συγγραμμάτων αυτών, αφού καρπωθούμε από αυτά όσον είναι χρήσιμο, ας προφυλαχθούμε από το βλαβερό. Ευθύς λοιπόν εξ αρχής πρέπει να εξετάζουμε το καθένα από τα μαθήματα και να το προσαρμόζουμε προς τον σκοπό, φέροντες, σύμφωνα με την δωρική παροιμία, την πέτρα προς το αλφάδι».
Ο Μέγας Βασίλειος στην δευτέρα παιδαγωγική πραγματεία του υπό τον τίτλο: «Ομιλία εις την αρχήν των Παροιμιών», η οποία εκφωνήθηκε κατά την αρχή του Ιερατικού βίου του Θεοφόρου Πατρός, περί το έτος 364 ή 365 μ.Χ. ερμηνεύει το της Παλαιάς Διαθήκης βιβλίο των «παροιμιών», το οποίο είναι ένα από τα πονήματα του σοφού Σολομώντος, και παράλληλα διατυπώνει τις θέσεις του για την αξία της θύραθεν (κοσμικής) και χριστιανικής παιδείας, υποστηρίζοντας ότι τα χριστιανικά γράμματα είναι ανώτερα από αυτά της θύραθεν παιδείας.
Τα μεν πρώτα αρμόζουν στους ώριμους, τα δε δεύτερα στους νέους, οι οποίοι μετά την σπουδή αυτών μπορούν πλέον να προχωρήσουν στην μελέτη και την κατανόηση των αληθειών της Γραφής.
Ο Ιερός Πατήρ ως άριστος παιδαγωγός θεωρεί ότι η θύραθεν (κοσμική) παιδεία και γνώση συνιστά την «εγκύκλια μόρφωση», την οποία θα πρέπει ως «γνωσιολογικό εφόδιο» να κατέχουν οι νέοι προκειμένου να προπαρασκευασθούν σε προδρομικό στάδιο για να γίνουν εν συνεχεία κοινωνοί και μέτοχοι της κατά Θεόν σοφίας.
Γι’ αυτό τονίζει εμφατικώς την υπεροχή της χριστιανικής παιδείας έναντι της κοσμικής γράφοντας χαρακτηριστικά: «των μεν άλλων διδασκάλων οι άπειροι εισί μαθηταί, της δε βίβλου ταύτης ακροαταί εισίν οι σοφοί».
Στην πρώτη ομιλία ο Ιερός Πατήρ τονίζει την υπεροχή της Χριστιανικής παιδείας έναντι της κοσμικής σε πολλά σημεία αλλά ιδιαιτέρως στην τελευταία παράγραφο, όπου γράφει εύστοχα: «Αλλά ταύτα μεν που και τοις ημετέροις λόγοις τελειότερον μαθησόμεθα˙ όσον δε σκιαγραφίαν τινά της αρετής, το γε νυν είναι εκ των έξωθεν παιδευμάτων περιγραψώμεθα».
Στο χωρίο αυτό είναι εμφανής η σύγκριση ανάμεσα στις Ιερές Γραφές και τα «έξωθεν παιδεύματα», όπως ακριβώς αντιπαραβάλλονται και στη δεύτερη πραγματεία του, όπου γράφει: «Μεγάλην δύναμιν ταις παροιμίαις ο λόγος, ότι υπερβαίνει των σοφών την σοφίαν και των εναποκείμενων αυτοίς παιδευμάτων μείζονα εστί τα εκ της βίβλου ταύτης παραδιδόμενα». Η δε υπεροχή της βίβλου των παροιμιών συν τοις άλλοις έγκειται στο ότι παρέχει στον δι’ αυτής γεγυμνασμένο «αίσθησιν και έννοιαν˙ αίσθησιν μεν των παρόντων, έννοιαν δε των μελλόντων».
Ο εμφιλόσοφος Βασίλειος κάνει διάκριση μεταξύ της κατά Θεόν και κατά κόσμον σοφίας, ενώ με βαθυστόχαστο τρόπο προσδιορίζει την έννοια του σοφού, γράφοντας χαρακτηριστικά: «… οι άπειροι μεν από τους άλλους διδασκάλους είναι μαθητές, σοφοί δε είναι όσοι είναι ακροατές αυτού του βιβλίου.
Επειδή όμως το όνομα των σοφών είναι συνώνυμο (διότι σοφοί αποκαλούνται και οι σοφοί του κόσμου αυτού, σοφοί και αυτοί που εδέχθησαν διά της πίστεως την αληθινή σοφία, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό), οι έξω από την διδασκαλία μας, όταν προσέλθουν στην υγιεινή διδασκαλία των παροιμιών, ο λόγος τους υπόσχεται ότι θα γίνουν σοφώτεροι, διότι υποτιμούν την γνώση των ματαίων πραγμάτων και μεταστρέφουν το θαυμασμό του προς την αλήθεια.
Ή επειδή ποικιλοτρόπως αποκαλείται σοφός (διότι και αυτός που επιθυμεί την σοφία και αυτός που έχει γίνει τέλειος ως προς την κατοχή, κατά τον ίδιο τρόπο αποκαλούνται), ο σοφός αφού ακούσει αυτά, είτε ο εραστής της σοφίας είτε και αυτός ο οποίος έχει ήδη προκόψει σ’ αυτήν, θα γίνουν σοφώτεροι, αφού θα έχουν διδαχθεί πολλά για τα θεία δόγματα, μαθαίνουν πολλά και για τα ανθρώπινα, διότι το βιβλίο κατά διάφορο τρόπο εξορίζει την κακία και κατά διαφόρους πάλι τρόπους εισάγει στη θέση αυτής την αρετή…
Αυτός λοιπόν που έχει διδαχθεί αυτά και έχει εντός του ισχυρή προκατάληψη και εναντίον των κακών και απέκτησε επί πλέον, ωσάν από κάποια φωνή που αποκρίνεται, τον ζήλο για το καλό με μεγαλυτέρα ορμή, ενώ είναι σοφός λόγω της δικής του εφέσεως, έχει γίνει σοφώτερος λόγω της τελειώσεως που απέκτησε με την διδασκαλία…».
Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει την κατά κόσμο σοφία ως «ψευδώνυμη γνώση» και «διαστροφή σοφισμάτων». Γράφει δε σχετικά: «Οι αντιφάσεις της ψευδωνύμου γνώσεως δεν είναι παρά στροφές (διαστροφές) λόγων. Διότι αυτοί που δεν παραδέχονται την απλότητα της πνευματικής διδασκαλίας, δηλαδή αυτοί που έχουν εξασκηθεί με την δύναμη της διαλεκτικής στις αντιλογίες, πολλές φορές διαστρέφουν την δύναμη της αληθείας με την πιθανολογία της σοφιστικής επιχειρηματολογίας…».
Όταν ο Ιερός Πατήρ ομιλεί για την αξία του «λόγου της αληθείας» και τον «κοσμικό έντεχνο λόγο» αναφέρει εν είδει νουθεσίας τα εξής: «ο λόγος που είναι αληθινός και προέρχεται από υγιή διάνοια είναι απλός και μονότροπος, διότι πάντοτε λέγει τα ίδια για τα αυτά πράγματα.
Ο λόγος όμως που είναι πολύμορφος και έντεχνος, είναι περίπλοκος και φτιαχτός. Συμμορφώνεται προς χίλια δύο πράγματα και πλέκεται σε απεριόριστες στροφές για να αρέσει με την εναλλαγή στους αναγνώστες ή τους ακροατές. Οι παροιμίες (εννοεί το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης) μας παρέχουν πολλή ωφέλεια για να μπορούμε να μένουμε ανεπηρέαστοι από τις προσβολές του περίτεχνου λόγου. Διότι αυτός που τις μελετά προσεκτικά και με επιμέλεια δέχεται τις παραινέσεις τους, ωσάν να είναι οπλισμένος με την πείρα των πραγμάτων, δέχεται χωρίς καμμία ζημία τον έντεχνο λόγο. Δεν μεταβάλλεται από αυτούς και σε κανένα σημείο δεν απομακρύνεται από την αλήθεια».
Ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος θέτει τα κριτήρια και τα όρια για την πρόσληψη και ορθή χρήση της κοσμικής (θύραθεν) παιδείας και κατά κόσμον σοφίας, η οποία αποτελεί την «θεραπαινίδα» και την «προπαρασκευαστική εγκύκλια παιδεία» του ανθρώπου υπό την ακατάλυτη προϋπόθεση ότι καλλιεργεί την αρετή στο «ταμείον της ψυχής» του καθώς πορεύεται στον «εμφιλόσοφο βίο» για να βιώσει την κατά Θεόν σοφία.
Ο Ιερός Πατήρ γεφυροποιεί την αρχαιοελληνική με την χριστιανική παιδεία υπό το πρίσμα των Ευαγγελικών αρχών και προϋποθέσεων, και με σαφήνεια διατυπώνει την υπεροχή της κατά Θεόν σοφίας έναντι της κοσμικής γνώσεως.
Άρθρο του κ. Ιωάννη Σιδηρά, Θεολόγου, Εκκλησιαστικού Ιστορικού και νομικού
Πηγή: Μητρόπόλη Αλεξανδρουπόλεως