Αφορά και τους συνταξιούχους που έχουν κάνει προσφυγές στη δικαιοσύνη για τις περικοπές.
Με άρθρο 52 του Σχεδίου νόμου με τίτλο «Διεθνής Εμπορική Διαιτησία – Ρυθμίσεις για τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» που κατατέθηκε στη Βουλή, προβλέπεται ότι, στην περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης για συζήτηση στο ακροατήριο, οι συνταξιούχοι που έχουν κάνει προσφυγές για τις περικοπές των μνημονίων θα κληθούν να καταβάλλουν παράβολο (300 ευρώ), το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αποδεκτή, έστω και εν μέρει, η αίτηση δικαστικής προστασίας.
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΜΕ ΤΙΤΛΟ
«ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ – ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ»
Άρθρο 52
Εκδίκαση συνταξιοδοτικών διαφορών από Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου – Αντικατάσταση της παρ. 1 και τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 178 ν. 4820/2021
Στο άρθρο 178 του ν. 4820/2021 (Α’ 130) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται και β) η παρ. 3 τροποποιείται ως προς τις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 92 του ν. 4700/2020 (Α’ 127) και το άρθρο 178 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 178
Ειδικές δικονομικές ρυθμίσεις
«1. α. Συνταξιοδοτικές υποθέσεις, στις οποίες το κύριο νομικό ζήτημα που τίθεται έχει επιλυθεί με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παραπέμπονται από τον Πρόεδρο του Τμήματος ενώπιον του οποίου εκκρεμούν σε Πάρεδρο που υπηρετεί στο ίδιο Τμήμα για την εκδίκασή τους από αυτόν χωρίς ακροαματική διαδικασία. Από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης του Προέδρου για την παραπομπή της υπόθεσης σε Πάρεδρο, ο Πάρεδρος που ορίζεται διαθέτει όλες τις εξουσίες του δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις περ. β’ έως ζ’. Ο Πάρεδρος παραμένει αρμόδιος για την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, ανεξάρτητα αν μετακινηθεί σε άλλο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
β. Προφανώς απαράδεκτες αιτήσεις δικαστικής προστασίας για λόγους που δεν αφορούν σε τυπικές ελλείψεις του δικογράφου ή του φακέλου απορρίπτονται από τον Πάρεδρο χωρίς τη συμπλήρωση των ελλείψεων αυτών. Προφανώς αβάσιμες αιτήσεις δικαστικής προστασίας απορρίπτονται χωρίς την εξέταση και τη διατύπωση κρίσης του Παρέδρου επί του παραδεκτού τους. Με την απόφαση καταλογίζεται σε βάρος του διαδίκου που υπέβαλε την προφανώς απαράδεκτη ή αβάσιμη αίτηση το μη καταβληθέν παράβολο.
γ. Επί βάσιμων κατά τη νομική τους θεμελίωση αιτήσεων δικαστικής προστασίας που παρουσιάζουν τυπικές ελλείψεις, ο Πάρεδρος ζητεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος ή τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο ή τον ίδιο τον αιτούντα τη συμπλήρωση των ελλείψεων, τάσσοντας προθεσμία εξήντα (60) ημερών για την προσκόμιση των στοιχείων που ελλείπουν. Οι τυπικές ελλείψεις που διαπιστώθηκαν από τον Πάρεδρο καταχωρίζονται σε σημείωμά του. Για το περιεχόμενο του σημειώματος ενημερώνεται ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος ή ο υπογράφων το δικόγραφο δικηγόρος ή ο ίδιος ο αιτών, ακόμη και προφορικώς, από τη γραμματεία του Τμήματος. Ο χρόνος ειδοποίησης, τα στοιχεία που ζητούνται, η προθεσμία και ο χρόνος προσκόμισης αυτών βεβαιώνονται από τον γραμματέα του Τμήματος με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου του δικογράφου. Αν δεν προσκομιστούν τα στοιχεία εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου, η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίπτεται για τον λόγο αυτό.
δ. Επί βάσιμων κατά τη νομική τους θεμελίωση αιτήσεων δικαστικής προστασίας που παρουσιάζουν ουσιαστικές ελλείψεις ως προς την απόδειξη των ισχυρισμών και τη βασιμότητα των αξιώσεων του αιτούντος, ο Πάρεδρος ζητεί από τους διαδίκους, με τη διαδικασία που ορίζεται στην περ. γ’, τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου. Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών, αποφαίνεται οριστικά επί της ουσιαστικής βασιμότητας των αξιώσεων χωρίς να διατάξει περαιτέρω αποδείξεις, εκτιμώντας ελεύθερα τα στοιχεία που υφίστανται στον φάκελο.
ε. Ο Πάρεδρος προβαίνει στις ενέργειες που αναφέρονται στις περ. γ’ και δ’ εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης του Προέδρου του Τμήματος με την οποία παραπέμπεται σε αυτόν κατά τη διαδικασία της περ. α’ η υπόθεση.
στ. Αν ο φάκελος της υπόθεσης εμφανίζει συγχρόνως τυπικές και ουσιαστικές ελλείψεις κατά τις περ. γ’ και δ’, ο Πάρεδρος προβαίνει στις ενέργειες που είναι αναγκαίες για τη συμπλήρωση αυτών συγχρόνως.
ζ. Η οριστική απόφαση του Παρέδρου στην υπόθεση που παραπέμφθηκε σε αυτόν με τη διαδικασία του παρόντος εκδίδεται εντός προθεσμίας το αργότερο τεσσάρων (4) μηνών μετά από την παρέλευση της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών που προβλέπεται στις περ. γ’ και δ’. Ο Πάρεδρος μπορεί να προβεί σε οίκοθεν διόρθωση της απόφασης αν διαπιστώσει λογιστικά λάθη ή προφανείς ανακρίβειες ή αν το διατακτικό της είναι ελλιπές ή ανακριβές. Η δυνατότητα αυτή παύει όταν αποφασιστεί η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο από τον Πρόεδρο του Τμήματος, κατά τα οριζόμενα στην περ. η’.
η. Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούν, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση, να ζητήσουν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκθέτοντας αιτιολογημένα τους ειδικούς λόγους για την υποβολή αυτού του αιτήματος. Αποκλείεται η επίκληση λόγων που αφορούν στη μη συμπλήρωση των τυπικών και ουσιαστικών ελλείψεων κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στις περ. γ’ και δ’. Με την εισαγωγή της υπόθεσης από τον Πρόεδρο για συζήτηση στο ακροατήριο, η απόφαση του Παρέδρου παύει να ισχύει. Η υπόθεση εκδικάζεται από τριμελή σύνθεση του οικείου Τμήματος, που ορίζεται από τον Πρόεδρο του Τμήματος, στην οποία προεδρεύει Σύμβουλος και μετέχουν δύο (2) Πάρεδροι. Ο ιδιώτης διάδικος καταβάλλει παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, άλλως το αίτημά του είναι απαράδεκτο και η σχετική υπόθεση δεν εισάγεται για συζήτηση στο ακροατήριο. Το παράβολο επιστρέφεται αν γίνει έστω και εν μέρει δεκτή η αίτηση δικαστικής προστασίας. Η οικεία σύνθεση αποφαίνεται αμετάκλητα εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
θ. Η σύνθεση της περ. η’ αποφαίνεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο με την ίδια διαδικασία, χωρίς όμως την καταβολή παραβόλου, αν η απόφαση του Παρέδρου δεν μπορεί να εκτελεσθεί λόγω σφάλματος που περιέχει ή για άλλο σπουδαίο λόγο.
ι. Με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορίζεται ο ειδικός τύπος απόδειξης των κοινοποιήσεων στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος ή στον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο ή στον αιτούντα, όπου αυτές προβλέπονται, καθώς και οι λοιπές λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος.
ια. Για τη διεκπεραίωση των εκκρεμών υποθέσεων με τη διαδικασία που ορίζεται στις περ. α’ έως ζ’, Εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου με επταετή τουλάχιστον προϋπηρεσία στον βαθμό του Εισηγητή και του δόκιμου Εισηγητή προάγονται στον βαθμό του Παρέδρου εκτός οργανικών θέσεων.
2.Με εξαίρεση όσες υποθέσεις αφορούν σε κανονισμό για πρώτη φορά σύνταξης ή εμφανίζουν αποδεικτική δυσχέρεια απαιτώντας, ιδίως, την προσφυγή σε εξέταση μαρτύρων, οι εφέσεις, οι εφέσεις αγωγές και οι αγωγές σε συνταξιοδοτικές υποθέσεις που εκκρεμούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο πέραν της τριετίας και οι οποίες δεν δύνανται να εκδικασθούν για οποιονδήποτε λόγο, σύμφωνα με τα άρθρα 91 έως 93 του ν. 4700/2020 (Α’ 127), μπορεί να εισάγονται από τον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος για να δικασθούν από πενταμελή σύνθεσή του, που συνεδριάζει σε συμβούλιο. Για την εκδίκαση σε συμβούλιο ενημερώνονται εγγράφως οι διάδικοι, οι οποίοι δύνανται, εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την επίδοση του σχετικού εγγράφου, να ζητήσουν την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Ο Πρόεδρος του Τμήματος απορρίπτει τις αντιρρήσεις των διαδίκων φορέων δημόσιας εξουσίας, αν κρίνει ότι η εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο συνεπάγεται για τον αντίδικο των ανωτέρω φορέων, ιδιώτη διάδικο, καθυστέρηση στην παροχή δικαστικής προστασίας μη συμβατή με την αρχή της δίκαιης δίκης.
3.Για τις υποθέσεις της παρ. 2 εφαρμόζεται το άρθρο 92 του ν. 4700/2020.
4.Το Ελεγκτικό Συνέδριο, όταν δικάζει αναιρετικά, μπορεί μετά την αναίρεση της απόφασης να διακρατήσει και να δικάσει την υπόθεση ως δικαστήριο της ουσίας, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση.».