ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, R.B., πάσχει από ψυχιατρική νόσο. Στις 20 Ιουλίου 2017, μετά από ένα περιστατικό, κλήθηκε στο σπίτι της ασθενοφόρο. Για να μπορέσουν να εισέλθουν στο σπίτι κάλεσαν την αστυνομία η οποία άνοιξε βίαια την πόρτα. Καθώς η προσφεύγουσα προέβαλε αντίσταση, οι αστυνομικοί την άρπαξαν και της πέρασαν χειροπέδες, στρίβοντας και σπάζοντας το χέρι της. Η επακόλουθη μήνυσή της απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι η χρήση βίας ήταν νόμιμη και αναλογική. Οι αστυνομικοί δεν ελέγχθηκαν ποτέ.
Επικαλούμενη το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, κατήγγειλε ότι υπέστη αστυνομική βία η οποία δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αστυνομικοί, ενώ προσπαθούσαν να την συγκρατήσουν, έστριψαν το χέρι της προσφεύγουσας και το έσπασαν. Επομένως, η ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα έφτασε στο ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας που απαιτείται για την εφαρμογή του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Επίσης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η Κυβέρνηση δεν προέβαλε πειστικά ή αξιόπιστα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον βαθμό της χρησιμοποιούμενης βίας.
Όσον αφορά τη διαδικασία, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι ουδέποτε εξετάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας κατόπιν της καταγγελίας της προσφεύγουσας. Δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι οι εν λόγω αξιωματικοί δεν μπορούσαν να εξεταστούν ούτε ως μάρτυρες, λόγω του κινδύνου αυτοενοχοποίησης, ούτε ως ύποπτοι, ελλείψει βάσιμης υποψίας για έγκλημα. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση τόσο της ουσιαστικής όσο και της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 3 της Σύμβασης και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.500 για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα πάσχει από ψυχιατρική νόσο. Σε ένα περιστατικό στις 20 Ιουλίου 2017, ασθενοφόρο κλήθηκε στο σπίτι της. Επειδή το ιατρικό προσωπικό δεν μπορούσε να εισέλθει στο διαμέρισμα, κλήθηκε η αστυνομία και άνοιξαν βιαίως την πόρτα. Σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η αντίσταση της προσφεύγουσας, που βρέθηκε στο λουτρό, οι δύο αστυνομικοί την άρπαξαν και της πέρασαν χειροπέδες, στρίβοντας και σπάζοντας το χέρι της. Οι αστυνομικοί ανάγκασαν την προσφεύγουσα, γυμνή, να ξαπλώσει στο πάτωμα για να την συγκρατήσουν. Τελικά, μεταφέρθηκε στο τμήμα τραυματολογίας και στη συνέχεια εισήχθη στην ψυχιατρική πτέρυγα.
Η επακόλουθη μήνυσή της απορρίφθηκε από διάφορες εισαγγελικές αρχές στις 3 Απριλίου και στις 4 Ιουνίου 2018, οι οποίες έκριναν ότι η χρήση βίας ήταν νόμιμη και αναλογική στην περίπτωση αυτή. Οι αξιωματικοί δεν ανακρίθηκαν ποτέ.
Η προσφεύγουσα κατήγγειλε, σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, ότι υπέστη αστυνομική βία η οποία δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει τα διαθέσιμα εσωτερικά ένδικα μέσα, δεδομένου ότι δεν είχε ασκήσει υποκατάστατη ιδιωτική δίωξη. Η προσφεύγουσα διαφώνησε.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η επέμβαση της αστυνομίας ήταν νόμιμη, υπηρεσιακή και αναλογική, συνεπώς διερευνήθηκε επαρκώς. Το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί δεν ανακρίθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας μπορούσε να εξηγηθεί από την εκτίμηση ότι δεν μπορούσαν ούτε να εξεταστούν ως ύποπτοι ελλείψει εγκλήματος ούτε να εξεταστούν ως μάρτυρες, διότι αυτό θα μπορούσε να αντιταχθεί στην απαγόρευση της αυτοενοχοποίησης. Η προσφεύγουσα διαφώνησε.
Οι γενικές αρχές σχετικά με την κακομεταχείριση από κρατικούς υπαλλήλους συνοψίζονται στην απόφαση Bouyid κατά Βελγίου (αρ. προσφ. 23380/09, §§ 81-90, ΕΣΔΑ 2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αστυνομικοί, ενώ προσπαθούσαν να την συγκρατήσουν, έστριψαν το χέρι της προσφεύγουσας με χειροπέδες και το έσπασαν. Επομένως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα έφτασε στο ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας που απαιτείται για την εφαρμογή του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι η προσφεύγουσα υποβλήθηκε σε θεραπεία σε μία προσπάθεια που αποσκοπούσε να βοηθήσει το προσωπικό του ασθενοφόρου να ελέγξει την κατάσταση της υγείας της. Σημείωσε επί του ισχυρισμού της Κυβέρνησης ότι ο εξαναγκασμός που εφάρμοσε η αστυνομία κατέστη αναγκαίος λόγω της προβαλλόμενης αντίστασης της προσφεύγουσας σε νόμιμο μέτρο. Εντούτοις, έκρινε ότι η κυβέρνηση δεν προέβαλε πειστικά ή αξιόπιστα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν τον βαθμό της χρησιμοποιούμενης βίας. Ειδικότερα, δεν διευκρινίστηκε ποια συγκεκριμένη συμπεριφορά από την πλευρά της προσφεύγουσας δικαιολογούσε αντίδραση με έντονη βία.
Ειδικά ενόψει του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα – μια 43χρονη γυναίκα, εκπαιδευτικός στο επάγγελμα – ήταν γνωστό ότι έπασχε από ψυχιατρική πάθηση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εξήγηση της κυβέρνησης για το περιστατικό συνάδει με το γεγονός ότι οι δύο αστυνομικοί που συμμετείχαν στη σκηνή, θα έπρεπε να ήταν σε θέση να ελέγξουν την κατάσταση χωρίς να προκαλέσουν τέτοιο τραυματισμό. Για το Δικαστήριο, αυτό ισχύει ακόμη και αν η προσφεύγουσα δεν ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί με αυτούς τους αστυνομικούς.
Δεδομένου ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε το αντίθετο, το Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η κατάσταση απαιτούσε αντικειμενικά τη χρήση βίας, ο βαθμός χρήσης της ήταν υπερβολικός (βλ. απόφαση Réti και Fizli κατά Ουγγαρίας της 25.09.2012, αριθ. προσφ. 31373/11 § 34). Αυτή η χρήση βίας είχε ως αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό της προσφεύγουσας, ο οποίος επιδεινώθηκε από την ταπείνωση του εξαναγκασμού του να πέσει στο πάτωμα γυμνή από άνδρες αστυνομικούς. Αυτό ισοδυναμούσε με εξευτελιστική μεταχείριση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, όταν ένα άτομο προβάλλει βάσιμο ισχυρισμό ότι υπέστη σοβαρή κακομεταχείριση από την αστυνομία ή άλλους αντίστοιχους υπαλλήλους του κράτους παράνομα και κατά παράβαση του άρθρου 3, η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη γενική υποχρέωση του κράτους δυνάμει του άρθρου 1 της ΕΣΔΑ για την «εξασφάλιση σε όλους εντός της δικαιοδοσίας τους των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που ορίζονται στη Σύμβαση», απαιτεί εμμέσως να υπάρχει αποτελεσματική επίσημη έρευνα. Η έρευνα αυτή θα πρέπει να είναι ικανή να οδηγήσει στον εντοπισμό και την τιμωρία των υπευθύνων. Σε αντίθετη περίπτωση, η γενική νομική απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, παρά τη θεμελιώδη σημασία της, θα ήταν αναποτελεσματική στην πράξη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κρατικοί υπάλληλοι θα μπορούσαν να καταχρώνται τα δικαιώματα των προσώπων που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους με σχεδόν ατιμωρησία.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι ουδέποτε εξετάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας κατόπιν της καταγγελίας της προσφεύγουσας. Οι αρχές αιτιολόγησαν ότι οι εν λόγω αστυνομικοί δεν μπορούσαν να εξεταστούν ούτε ως μάρτυρες, λόγω του κινδύνου αυτοενοχοποίησης, ούτε ως ύποπτοι, ελλείψει βάσιμης υποψίας για έγκλημα. Το Δικαστήριο βρήκε ελάχιστη, αν όχι καθόλου, βασιμότητα σε αυτό το επιχείρημα,, το οποίο ουσιαστικά στέρησε από την προσφεύγουσα κάθε ευκαιρία να αμφισβητήσει την εκδοχή των δραστώνγια τα γεγονότα. Το Δικαστήριο απέρριψε ήδη το ίδιο επιχείρημα με την απόφαση Nagy κατά Ουγγαρίας της 26.05.2020, (αρ. προσφ. 57967/00 § 36 ).
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε επίσης παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.500 για έξοδα