Η απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη σε περίπτωση χορήγησης της αναστολής ισχύει erga omnes
Δεκτή έγινε αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 5 N. 3869/2010 (ΜΠΑ 43/2023).
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο. σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, συνεπώς το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο και να τον αποδείξει.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε κατά πιθανολόγηση ότι η εμπροθέσμως ασκηθείσα έφεση της αιτούσας κατά της οριστικής, απορριπτικής της αίτησης υπαγωγής αυτής στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, απόφασης που έκρινε ορισμένη και παραδεκτή την ένσταση περί δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση μόνιμης αδυναμία πληρωμής των δανειακών της υποχρεώσεων, θα γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και θα υπαχθεί η αιτούσα στις διατάξεις του Ν. 3869/2010.
Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι η προβληθείσα ένσταση πιθανολογείται πως θα κριθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, διότι οι πιστωτές που είχαν κατά τον νόμο το βάρος της επίκλησης και απόδειξης του δόλου της αιτούσας, παρέλειψαν, κατά την προβολή της ένστασης τους να αναφέρουν (α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που η αιτούσα είχε συμφωνήσει να λάβει, (β) τον χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, (γ) τα εισοδήματά της κατά τον χρόνο λήψης των δανείων, (δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλλει, (ε) τις οικονομικές δυνατότητες αυτής κατά τον χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές της δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός της θα την οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Ακολούθως, διαπιστώνοντας υφίσταται επείγουσα περίπτωση λήψης ασφαλιστικών μέτρων λόγω της ήδη αρξαμένης αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία πιθανολογείται ότι θα προκαλέσει ουσιώδη βλάβη στα συμφέροντα της αιτούσας, καθώς σε περίπτωση που αυτή προχωρήσει και οδηγήσει σε πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας της θα καταστεί χωρίς αντικείμενο η κρίση του δικάζοντος την έφεση Δικαστηρίου, ειδικώς ενόψει της εφαρμογής του άρθρ. 9 §2 του Ν. 3869/2010, το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης έως την έκδοση απόφασης επί της έφεσης.
Επεσήμανε δε ότι η απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που προβλέπεται στο άρθρ. 6 § 5 εδ. γ’ Ν. 3869/2010 σε περίπτωση χορήγησης αναστολής, ισχύει erga omnes. Κάθε διάθεση, επομένως, μετά την απόφαση της αναστολής είναι αυτοδικαίως άκυρη κατ’ άρθρ. 175 ΑΚ, η δε ακυρότητα είναι απόλυτη ακόμη και κατά των καλόπιστων τρίτων, καθότι επέρχεται εκ του νόμου, έστω και αν δεν αναφέρεται κάτι σχετικό στην απόφαση που διατάσσει την αναστολή. Ως εκ τούτου δεν επιβάλλεται η εκ μέρους του οφειλέτη άσκηση συνεχών αιτήσεων αναστολών κάθε νέας αρξάμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την έκδοση μίας θετικής απόφασης κατά το άρθρ. 6 §5 Ν. 3869/2010.
Απόσπασμα απόφασης
Με την διάταξη του άρθρ. 1 §1 ν. 3869/2010. όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρ. 1 §1 ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρ. 2 ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94 Α 14.08.2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρ. 2 §5 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρ. 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι «Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο. σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στην διάταξη του άρθρ. 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσης του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσίόπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, τον δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρ. 27 §1 ΠΚ, που ορίζει ότι «Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό. προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και. παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει αυτήν. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος, που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το «αποδέχεται». Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Με δόλο, κατά συνέπεια, πράττει ο δράστης στην περίπτωση κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης ή γενικότερα αδικοπραξία κ.λπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσης του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματα του. Η ακριβής έκταση της ζημίας. Οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στον βαθμό που δεν ανάγονται από τον νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά, την περίπτωση του ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και τη συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από την διατύπωση του άρθρ. 1 §1 εδ. α’ ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην «περιέλευση» του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών, επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά τον χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη αυτής. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση του άρθρ. 1 §1 ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωση του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτηση τους. είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/2017 ΝΟΜΟΣ). Η τελευταία περίπτωση συντρέχει και όταν ο οφειλέτης, εν γνώσει του, χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημα του και τη γενικότερη θέση του και συγκεκριμένα όταν δεν φροντίζει για τη διατήρηση του ενεργητικού της περιουσίας του και τη σωστή διαχείριση του ή όταν προβαίνει σε κατασπατάληση του εισοδήματος του ή των περιουσιακών του στοιχείων, με αποτέλεσμα να μειώνει τη δυνητική ροή ρευστότητας που διαθέτει. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να συνδέεται με την πρόκληση της μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας να εξοφλήσει τα χρέη του, δηλαδή η πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας πρέπει να οφείλεται σε δόλο του. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από την πρόβλεψη του άρθρ. 1 §1 εδ. β’ ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι’ αυτό παραλείφθηκε στον νόμο. κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (άρθρ. 262 §1 ΚΠολΔ) και να τον αποδείξει. Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και, επομένως, παραδεκτή, κατά το άρθρ. 262 ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο. με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών του και παρά ταύτα αποδέχθηκε, το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) τον χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, κατά τον χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 166/2022, ΑΠ 59/2021, ΑΠ 1174/2019, ΑΠ 515/2018 ΝΟΜΟΣ).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.