Yποθέσεις C‑40/20 και C‑173/20
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2022
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου – Σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου ορισμένου χρόνου – Πανεπιστημιακοί ερευνητές»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑40/20 και C‑173/20,
με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2020, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 27 Ιανουαρίου 2020 και στις 23 Απριλίου 2020, στο πλαίσιο των δικών
AQ,
BO,
CP (C‑40/20),
AZ,
BY,
CX,
DW,
EV,
FU,
GJ (C‑173/20),
κατά
Presidenza del Consiglio dei Ministri,
Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR,
Università degli studi di Perugia,
παρισταμένων των:
Federazione Lavoratori della Conoscenza Cgil,
Confederazione Generale Italiana del Lavoro (CGIL),
Cipur – Coordinamento Intersedi Professori Universitari di Ruolo,
Anief – Associazione Professionale e Sindacale (C‑40/20),
HS,
IR,
JQ,
KP,
LO,
MN,
NM,
OZ,
PK,
QJ,
RI,
SH,
TG,
UF,
WE,
XC,
YD (C‑173/20),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. G. Xuereb, πρόεδρο τμήματος, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Αιμιλίου
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι AQ, BO, CP, AZ, BY, CX, DW, EV, FU, GJ, HS, IR, JQ, LO, MN, NM, OZ, PK, QJ, RI, SH, TG, UF, XC και YD, εκπροσωπούμενοι από τους F. Dinelli και G. Grüner, avvocati,
– η Federazione Lavoratori della Conoscenza Cgil και η Confederazione Generale Italiana del Lavoro (CGIL), εκπροσωπούμενες από τον F. Americo, τον A. Andreoni και την I. Barsanti Mauceri, avvocati,
– η Cipur – Coordinamento Intersedi Professori Universitari di Ruolo, εκπροσωπούμενη από τους F. Dinelli και G. Grüner, avvocati,
– η Anief – Associazione Professionale e Sindacale, εκπροσωπούμενη από τους V. De Michele, S. Galleano και W. Miceli, avvocati,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την A. Berti Suman, procuratore dello Stato, καθώς και από τις C. Colelli και L. Fiandaca, avvocati dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Ruiz García και A. Spina,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, των AQ, BO και CP (υπόθεση C‑40/20) και των ΑΖ, BY, CX, DW, EV, FU και GJ (υπόθεση C‑173/20), πανεπιστημιακών ερευνητών, και, αφετέρου, της Presidenza del Consiglio dei Ministri (Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, Ιταλία), του Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR (Υπουργείου Παιδείας, Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, Ιταλία) και του Università degli studi di Perugia (Πανεπιστημίου Περούτζιας, Ιταλία), σχετικά με την άρνηση μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου των εν λόγω ερευνητών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ή την άρνηση αξιολόγησής τους με σκοπό την εγγραφή τους στον κατάλογο των αναπληρωτών καθηγητών.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 έχει ως εξής:
«τα υπογράφοντα μέρη θέλησαν να συνάψουν συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, όπου θα διαγράφονται οι γενικές αρχές και ελάχιστες απαιτήσεις για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και τις εργασιακές σχέσεις· έχουν δείξει την επιθυμία τους να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης, καθώς και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκύπτει από διαδοχικές σχέσεις εργασίας ή συμβάσεις ορισμένου χρόνου.»
4 Στο δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου επισημαίνεται ότι τα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου «αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων [και ότι] οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων».
5 Κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου:
«Σκοπός της παρούσας συμφωνίας πλαισίου είναι:
α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·
β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»
6 Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.
2. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»
7 H ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, που επιγράφεται «Αρχή της μη διάκρισης», ορίζει στο σημείο 1 τα εξής:
«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»
8 Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης» ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·
β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·
γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.
2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:
α) θεωρούνται “διαδοχικές”·
β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»
9 Η ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία επιγράφεται «Διατάξεις εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας [συμφωνίας-πλαισίου].
[…]»
Το ιταλικό δίκαιο
10 Το άρθρο 22 του legge nº 240 – Norme in materia di organizzazione delle università, di personale accademico e reclutamento, nonché delega al Governo per incentivare la qualità e l’efficienza del sistema universitario (νόμου 240 περί κανόνων για την οργάνωση των πανεπιστημίων, του ακαδημαϊκού προσωπικού και των προσλήψεων, καθώς και για την εξουσία που παρέχεται στην κυβέρνηση να ενθαρρύνει την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα του πανεπιστημιακού συστήματος), της 30ής Δεκεμβρίου 2010 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 10 της 14ης Ιανουαρίου 2011), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κυρίων δικών (στο εξής: νόμος 240/2010), φέρει τον τίτλο «Επιχορηγήσεις για την έρευνα» και προβλέπει στην παράγραφο 9 τα εξής:
«Η συνολική διάρκεια των σχέσεων εργασίας που συνάπτονται με τους δικαιούχους των επιχορηγήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και η συνολική διάρκεια των συμβάσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 24, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων και συμβάσεων με διάφορα πανεπιστήμια, δημόσια, ιδιωτικά ή διαδικτυακά, καθώς και με τους οργανισμούς που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον αφορούν το ίδιο πρόσωπο, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τα δώδεκα έτη, έστω και μη συναπτά. Οι περίοδοι άδειας μητρότητας ή απουσίας για λόγους υγείας σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της διάρκειας των εν λόγω σχέσεων εργασίας.»
11 Το άρθρο 24 του νόμου αυτού, το οποίο επιγράφεται «Ερευνητές ορισμένου χρόνου», προβλέπει τα εξής:
«1. Αναλόγως των διαθέσιμων πόρων βάσει του προγραμματισμού, τα πανεπιστήμια δύνανται, για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους σχετικά με την έρευνα, τη διδασκαλία, τη συμπληρωματική διδασκαλία και την παροχή υπηρεσιών στους φοιτητές, να συνάπτουν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Η οικεία σύμβαση καθορίζει, βάσει των κανονισμών του πανεπιστημίου, τον τρόπο άσκησης των δραστηριοτήτων σχετικά με τη διδασκαλία, τη συμπληρωματική διδασκαλία και την παροχή υπηρεσιών στους φοιτητές καθώς και των ερευνητικών δραστηριοτήτων.
2. Οι αποδέκτες των συμβάσεων επιλέγονται με δημόσιες διαδικασίες επιλογής τις οποίες διοργανώνουν τα πανεπιστήμια με κανονιστική απόφαση κατά την έννοια του νόμου 168 της 9ης Μαΐου 1989, τηρουμένων των αρχών που διατυπώνονται στην Ευρωπαϊκή Χάρτα του Ερευνητή που προσαρτάται στη σύσταση της Επιτροπής της 11ης Μαρτίου 2005 (2005/251/ΕΚ) […]
3. Τα είδη των συμβάσεων είναι τα εξής:
a) συμβάσεις τριετούς διάρκειας, οι οποίες μπορούν να ανανεωθούν μία μόνο φορά για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, κατόπιν θετικής αξιολόγησης της αναπτυχθείσας διδακτικής και ερευνητικής δραστηριότητας, βάσει όρων, κριτηρίων και παραμέτρων που καθορίζονται με υπουργική απόφαση· οι συμβάσεις αυτές μπορούν να συνάπτονται με το ίδιο πρόσωπο και όσον αφορά διαφορετικές εγκαταστάσεις·
b) συμβάσεις τριετούς διάρκειας, οι οποίες συνάπτονται αποκλειστικά με υποψηφίους που έχουν τύχει των συμβάσεων του στοιχείου a ή έχουν λάβει την εθνική πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας για την άσκηση καθηκόντων καθηγητή πρώτης και δεύτερης βαθμίδας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 16 του παρόντος νόμου ή διαθέτουν τίτλο ιατρικής ειδικότητας ή έχουν λάβει, επί τρία τουλάχιστον έτη, έστω και μη συναπτά, ερευνητικές επιχορηγήσεις κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 6, του νόμου 449 της 27ης Δεκεμβρίου 1997, ερευνητικές επιχορηγήσεις του άρθρου 22 του παρόντος νόμου ή μεταδιδακτορικές υποτροφίες του άρθρου 4 του νόμου 398 της 30ής Νοεμβρίου 1989 ή έχουν τύχει παρόμοιων συμβάσεων, επιχορηγήσεων ή υποτροφιών σε αλλοδαπά πανεπιστήμια.
[…]
5. Αναλόγως των διαθέσιμων πόρων βάσει του προγραμματισμού, κατά το τρίτο έτος της σύμβασης της παραγράφου 3, στοιχείο b, το πανεπιστήμιο αξιολογεί τον συμβασιούχο ο οποίος έχει λάβει την πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας του άρθρου 16 για τους σκοπούς της εγγραφής του στον προβλεπόμενο στο άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο e, κατάλογο των αναπληρωτών καθηγητών. Σε περίπτωση θετικής αξιολόγησης, ο εν λόγω συμβασιούχος εγγράφεται, κατά τη λήξη της σύμβασης, στον κατάλογο των αναπληρωτών καθηγητών. Η αξιολόγηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τα διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα ποιότητας, τα οποία καθορίζονται από τον κανονισμό του πανεπιστημίου βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται με υπουργική απόφαση. Με τον κατά το άρθρο 18, παράγραφος 2, προγραμματισμό διασφαλίζεται η διαθεσιμότητα των αναγκαίων πόρων σε περίπτωση θετικής αξιολόγησης. Η διαδικασία δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του πανεπιστημίου.
6. Αναλόγως των διαθέσιμων πόρων βάσει του προγραμματισμού, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 18, παράγραφος 2, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου έως την 31η Δεκεμβρίου του όγδοου έτους μετά την ημερομηνία αυτή, η διαδικασία της παραγράφου 5 μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να εγγραφούν στον κατάλογο των καθηγητών πρώτης και δεύτερης βαθμίδας οι καθηγητές δεύτερης βαθμίδας και οι ερευνητές που προσλαμβάνονται για αόριστο χρόνο στο ίδιο πανεπιστήμιο και έλαβαν την πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας του άρθρου 16. Προς τούτο, τα πανεπιστήμια μπορούν να χρησιμοποιούν κατ’ ανώτατο όριο το ήμισυ των αντίστοιχων πόρων προς εκείνους που απαιτούνται για την κάλυψη των κενών θέσεων μονίμων καθηγητών. Από το ένατο έτος και εφεξής, το πανεπιστήμιο δύναται να χρησιμοποιεί τους πόρους που αντιστοιχούν στο ήμισυ των διαθεσίμων θέσεων μονίμων καθηγητών για τις εγγραφές στους καταλόγους που μνημονεύονται στην παράγραφο 5.
[…]
8. O μισθός των συμβασιούχων της παραγράφου 3, στοιχείο a, είναι ίσος προς τον αρχικό μισθό των τακτικών ερευνητών, αναλόγως του καθεστώτος απασχόλησής τους. Ο συνολικός ετήσιος ακαθάριστος μισθός των συμβασιούχων της παραγράφου 3, στοιχείο b είναι ίσος προς τον αρχικό μισθό των τακτικών ερευνητών πλήρους απασχόλησης και μπορεί να προσαυξηθεί το μέγιστο κατά 30 %.
9. Οι συμβάσεις του παρόντος άρθρου δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα όσον αφορά την πρόσληψη. Η εκτέλεση των συμβάσεων της παραγράφου 3, στοιχεία a και b, παρέχει δικαίωμα προτεραιότητας στους διαγωνισμούς για την πρόσληψη στον δημόσιο τομέα.»
12 Ο legge n. 124 – Deleghe al Governo in materia di riorganizzazione delle amministrazioni pubbliche (νόμος 124 για την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης), της 7ης Αυγούστου 2015 (GURI αριθ. 187, της 13ης Αυγούστου 2015, στο εξής: νόμος 124/2015), ο οποίος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, κανόνες νομοθετικής εξουσιοδότησης σχετικά με την αναδιοργάνωση της εργατικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στους εργαζομένους στη δημόσια διοίκηση, προβλέπει στο άρθρο 17, παράγραφος 1, τα εξής:
«Τα νομοθετικά διατάγματα για την αναδιοργάνωση της εργατικής νομοθεσίας στη δημόσια διοίκηση και τα συναφή πλαίσια διοικητικής οργάνωσης θα εκδίδονται, κατόπιν διαβούλευσης με τις αντιπροσωπευτικότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις, εντός δεκαοκτώ μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις ακόλουθες κατευθυντήριες αρχές και κριτήρια, που εφαρμόζονται σωρευτικά με τις αρχές και τα κριτήρια του άρθρου 16:
a) [τη] θέσπιση, στις διαδικασίες δημόσιων διαγωνισμών, μηχανισμών αξιολόγησης που καθιστούν δυνατή την ανάδειξη της επαγγελματικής πείρας που αποκτήθηκε από πρόσωπα που είχαν ευέλικτες εργασιακές σχέσεις με τη δημόσια διοίκηση […]
[…]
o) την οργάνωση ευέλικτων μορφών εργασίας, στο πλαίσιο των οποίων προσδιορίζονται περιορισμένες και εξαντλητικά απαριθμούμενες καταστάσεις, που χαρακτηρίζονται από τη συμβατότητά τους προς την ιδιαίτερη φύση των σχέσεων εργασίας των εργαζομένων στη δημόσια διοίκηση, καθώς και προς τις απαιτήσεις σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργικότητά της, με σκοπό να αποφευχθεί η εργασιακή επισφάλεια·
[…]».
13 Το επιγραφόμενο «Καταπολέμηση της εργασιακής επισφάλειας στη δημόσια διοίκηση» άρθρο 20 του decreto legislativo no 75 – Modifiche e integrazioni al decreto legislativo 30 marzo 2001, n. 165, ai sensi degli articoli 16, commi 1, lettera a), e 2, lettere b), c), d) ed e) e 17, comma 1, lettere a), c), e), f), g), h), l) m), n), o), q), r), s) e z), della legge 7 agosto 2015, n. 124, in materia di riorganizzazione delle amministrazioni pubbliche (νομοθετικού διατάγματος 75 περί τροποποιήσεων και συμπληρώσεων του νομοθετικού διατάγματος 165 της 30ής Μαρτίου 2001, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο a, και παράγραφος 2, στοιχεία b, c, d και e, και σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχεία a, c, e, f, g, h, l, m, n, o, q, r, s και z, του νόμου 124 της 7ης Αυγούστου 2015, για την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης), της 25ης Μαΐου 2017 (GURI αριθ. 130, της 7ης Ιουνίου 2017, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 75/2017), ορίζει τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς της καταπολέμησης της εργασιακής επισφάλειας, της μείωσης της χρήσης συμβάσεων ορισμένου χρόνου και της ανάδειξης των επαγγελματικών ικανοτήτων που έχει αποκτήσει το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, οι δημόσιες αρχές μπορούν, κατά τα έτη 2018 έως 2020, τηρώντας το τριετές πρόγραμμα αναγκών που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, και αναφέροντας την οικονομική κάλυψη, να προσλαμβάνουν για αόριστο χρόνο μη διευθυντικό προσωπικό ανταποκρινόμενο στις ακόλουθες απαιτήσεις:
a) να υπηρετεί μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου 124 του 2015, βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου, στη δημόσια αρχή που προβαίνει στην πρόσληψη ή, στην περίπτωση δημοτικών αρχών που εκπληρώνουν τις αποστολές τους μέσω διαδημοτικής συνεργασίας, επίσης στις δημόσιες αρχές των οποίων οι υπηρεσίες εντάσσονται στην εν λόγω συνεργασία·
b) να έχει προσληφθεί για ορισμένο χρόνο, όσον αφορά τις ασκούμενες δραστηριότητες, μέσω διαδικασιών διαγωνισμού διεξαχθεισών ακόμη και από δημόσιες αρχές διαφορετικές από εκείνη που προβαίνει στην πρόσληψη·
c) να έχει συμπληρώσει στις 31 Δεκεμβρίου 2017, στην υπό στοιχείο a δημόσια αρχή που προβαίνει στην πρόσληψη, τουλάχιστον τρία έτη υπηρεσίας, έστω και μη συναπτά, κατά τη διάρκεια των οκτώ τελευταίων ετών.
2. Κατά τα ίδια έτη 2018 έως 2020, οι δημόσιες αρχές μπορούν να διοργανώνουν, τηρώντας το τριετές πρόγραμμα αναγκών που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, υπό την επιφύλαξη της διασφάλισης επαρκούς πρόσβασης για εξωτερικούς υποψηφίους και κατόπιν αναφοράς της οικονομικής κάλυψης, διαδικασίες διαγωνισμού που επιφυλάσσονται αποκλειστικώς, μέχρι το 50 % των διαθέσιμων θέσεων, στο μη διευθυντικό προσωπικό που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
a) να υπηρετεί, μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου 124 του 2015, βάσει ευέλικτης σύμβασης εργασίας, στη δημόσια αρχή που διοργανώνει τον διαγωνισμό·
b) να έχει συμπληρώσει, στις 31 Δεκεμβρίου 2017, στη δημόσια αρχή που διοργανώνει τον διαγωνισμό, τουλάχιστον τρία έτη σύμβασης, έστω και μη συναπτά, κατά τη διάρκεια των οκτώ τελευταίων ετών.
[…]
8. Οι δημόσιες αρχές δύνανται να παρατείνουν τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας με τα πρόσωπα που μετέχουν στις διαδικασίες των παραγράφων 1 και 2 έως την ολοκλήρωση των διαδικασιών αυτών, εντός των ορίων των διαθέσιμων πόρων κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 28, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 78 της 31ης Μαΐου 2010, που κυρώθηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 122 της 30ής Ιουλίου 2010.
9. Το παρόν άρθρο δεν ισχύει για την πρόσληψη του διδακτικού και του διοικητικού, τεχνικού και βοηθητικού (ΔΤΒ) προσωπικού των κρατικών σχολικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. […] Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται ούτε στις συμβάσεις για τη διάθεση προσωπικού στις δημόσιες αρχές.»
14 Το άρθρο 5, παράγραφος 4bis, του decreto legislativo nº 368 – Attuazione della direttiva 1999/70/CE relativa all’accordo quadro sul lavoro a tempo determinato concluso dall’UNICE, dal CEEP e dal CES (νομοθετικού διατάγματος 368 περί εφαρμογής της οδηγίας 1999/70/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP), της 6ης Σεπτεμβρίου 2001 (GURI αριθ. 235, της 9ης Οκτωβρίου 2001, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 368/2001), που μετέφερε την οδηγία 1999/70 στην ιταλική έννομη τάξη, όριζε τα εξής:
«Με την επιφύλαξη του καθεστώτος των διαδοχικών συμβάσεων που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους, οσάκις, κατόπιν διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων, η σχέση εργασίας μεταξύ του αυτού εργοδότη και του αυτού εργαζομένου υπερβαίνει συνολικώς τους τριάντα έξι μήνες, συμπεριλαμβανομένων των παρατάσεων και των ανανεώσεων, ανεξαρτήτως των χρονικών διαστημάτων διακοπής μεταξύ των συμβάσεων, η σχέση εργασίας λογίζεται ως αορίστου χρόνου κατά την έννοια της παραγράφου 2 […]».
15 Η διάταξη αυτή επαναλήφθηκε, κατ’ ουσίαν, και διατηρήθηκε σε ισχύ με το επιγραφόμενο «Καθορισμός της προθεσμίας και μέγιστη διάρκεια» άρθρο 19 του decreto legislativo nº 81 – Disciplina organica dei contratti di lavoro e revisione della normativa in tema di mansioni, a norma dell’articolo 1, comma 7, della legge 10 dicembre 2014, n. 183 (νομοθετικού διατάγματος 81 για τη συστηματική ρύθμιση των συμβάσεων εργασίας και την αναθεώρηση της νομοθεσίας περί των επαγγελματικών καθηκόντων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 7, του νόμου 183 της 10ης Δεκεμβρίου 2014), της 15ης Ιουνίου 2015 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 144, της 24ης Ιουνίου 2015, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 81/2015), που ισχύει από τις 25 Ιουνίου 2015. Βάσει της διάταξης αυτής, άπαξ και σημειωθεί υπέρβαση του ορίου των 36 μηνών, είτε πρόκειται για μία και μόνη σύμβαση είτε για διαδοχικές συμβάσεις συναφθείσες για την άσκηση καθηκόντων του ίδιου επιπέδου και με τον ίδιο νομικό χαρακτηρισμό, «η σύμβαση μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου από την ημερομηνία της υπέρβασης αυτής».
16 Εντούτοις, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, το άρθρο 5, παράγραφος 4bis, του ίδιου νομοθετικού διατάγματος δεν έχει εφαρμογή σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι επίμαχες στις υποθέσεις των κυρίων δικών συμβάσεις εμπίπτουν στις περιπτώσεις αυτές, δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, στοιχείο d, του νομοθετικού διατάγματος 81/2015, καθόσον η διάταξη αυτή προβλέπει ρητώς, μεταξύ των εξαιρέσεων από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 4bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν του νόμου 240/2010.
17 Εξάλλου, το άρθρο 29, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 81/2015 προβλέπει ότι οι διατάξεις του άρθρου 36 του decreto legislativo nº 165 – Norme generali sull’ordinamento del lavoro alle dipendenze delle amministrazioni pubbliche (νομοθετικού διατάγματος 165 περί γενικών κανόνων για την οργάνωση της εργασίας στη δημόσια διοίκηση), της 30ής Μαρτίου 2001 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 106, της 9ης Μαΐου 2001, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 165/2001), παραμένουν αμετάβλητες.
18 Το επιγραφόμενο «Προσωπικό με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή που απασχολείται στο πλαίσιο ευέλικτων σχέσεων εργασίας» άρθρο 36 του νομοθετικού διατάγματος 165/2001, όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 75/2017, προβλέπει τα εξής:
«1. Για την κάλυψη των τακτικών αναγκών τους, οι δημόσιες αρχές προσλαμβάνουν προσωπικό αποκλειστικώς με συμβάσεις μισθωτής εργασίας αορίστου χρόνου […]
[…]
5. Εν πάση περιπτώσει και υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε ευθύνης και κύρωσης που μπορεί να συνεπάγεται, η εκ μέρους δημοσίων αρχών παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου για την πρόσληψη ή απασχόληση εργαζομένων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την κατάρτιση σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου με τις εν λόγω δημόσιες αρχές. Ο οικείος εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που προήλθε από την παροχή εργασίας κατά παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου […]
[…]
5quater. Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες συνάπτονται κατά παράβαση του παρόντος άρθρου είναι άκυρες και επάγονται ευθύνη της διοίκησης. Τα διευθυντικά στελέχη τα οποία ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου ευθύνονται επίσης σύμφωνα με το άρθρο 21. Σε διευθυντικό στέλεχος το οποίο ευθύνεται για παρατυπίες σχετικές με τη χρήση ευέλικτης εργασίας δεν καταβάλλεται έκτακτη αμοιβή λόγω επίτευξης αποτελέσματος.»
Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα
19 Έκαστος των προσφευγόντων των κυρίων δικών στις υποθέσεις C‑40/20 και C‑173/20 συνήψε με το Πανεπιστήμιο Περούτζιας σύμβαση ερευνητή τριετούς διάρκειας δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου 240/2010. Οι συμβάσεις τους παρατάθηκαν για δύο έτη.
20 Οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών, οι οποίοι είχαν ήδη αναλάβει καθήκοντα κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου 124/2015, ζήτησαν από το Πανεπιστήμιο Περούτζιας, επικαλούμενοι το άρθρο 20 παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 75/2017, να εφαρμόσει τη διαδικασία πρόσληψης προκειμένου να προσληφθούν για αόριστο χρόνο.
21 Το Πανεπιστήμιο Περούτζιας απέρριψε τις αιτήσεις αυτές με σημειώματα της 11ης και της 19ης Απριλίου 2018, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με την εγκύκλιο αριθ. 3 της 23ης Νοεμβρίου 2017 της Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, σχετικά με τη σταθεροποίηση της απασχόλησης των εργαζομένων υπό καθεστώς επισφάλειας στη δημόσια διοίκηση (στο εξής: εγκύκλιος 3/2017), η ρύθμιση του άρθρου 20 του νομοθετικού διατάγματος 75/2017 ουδόλως μετέβαλε τη σχέση εργασίας των πανεπιστημιακών καθηγητών και ερευνητών των οποίων η σύμβαση δημοσίου δικαίου δεν υπέκειτο στις διαδικασίες σταθεροποίησης της απασχόλησης των εργαζομένων υπό καθεστώς επισφάλειας.
22 Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών, με προσφυγές που άσκησαν ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per l’Umbria (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Ούμπριας, Ιταλία) προσέβαλαν τις εν λόγω αποφάσεις καθώς και την εγκύκλιο 3/2017. Προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 20 του νομοθετικού διατάγματος 75/2017 δεν απέκλειε τους πανεπιστημιακούς ερευνητές που εργάζονταν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου από τη διαδικασία σταθεροποίησης της απασχόλησης των εργαζομένων υπό καθεστώς επισφάλειας, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η διάταξη αυτή θα έπρεπε να θεωρηθεί αντισυνταγματική και αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε προς τη συμφωνία-πλαίσιο.
23 Αφού αποφάσισε την συνεκδίκαση των προσφυγών που άσκησαν αντιστοίχως οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών στην υπόθεση C‑40/20 και στην υπόθεση C‑173/20, το Tribunale amministrativo regionale per l’Umbria (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Ούμπριας) απέρριψε τις εν λόγω προσφυγές, με την αιτιολογία ότι η διαδικασία του άρθρου 20, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 75/2017 αποτελούσε, ακόμη και υπό το πρίσμα της γνωμοδότησης του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), κρίσιμη εξαίρεση από την αρχή της πρόσληψης κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού, της οποίας ο επιτακτικός χαρακτήρας είχε παγιωθεί από το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) και από τη νομολογία των δικαστηρίων που εκδικάζουν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης και διοικητικές διαφορές. Επομένως, η διαδικασία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως εξαιρετικός μηχανισμός, ο οποίος ως εκ τούτου δεν υπόκειται μόνο στις αρχές της ορθολογικότητας του νόμου και της αναλογικότητας, αλλά και στα όρια προγραμματισμού και χρηματοδότησης που ισχύουν για το σύνολο της δημόσιας διοίκησης.
24 Εν πάση περιπτώσει, μολονότι οι πανεπιστημιακοί ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν εξαιρούνται ρητώς από τα πρόσωπα τα οποία αφορά η εν λόγω διαδικασία, αυτή δεν έχει εφαρμογή στην ως άνω κατηγορία εργαζομένων των οποίων οι σχέσεις διέπονται από κανόνες που ισχύουν ειδικά για τα πανεπιστήμια και την επιστημονική έρευνα.
25 Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών άσκησαν έφεση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας).
26 Το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι η επίλυση των διαφορών των κύριων δικών προϋποθέτει προηγουμένως την επίλυση του ζητήματος της συμβατότητας του συστήματος πρόσληψης των πανεπιστημιακών ερευνητών προς το δίκαιο της Ένωσης.
27 Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο υπενθυμίζει, προκαταρκτικώς, ότι ο κύριος σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου και των μηχανισμών προστασίας που αυτή προβλέπει δεν είναι να απαγορευθούν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αλλά να αποφευχθεί η καταχρηστική χρησιμοποίησή τους. Επιπλέον, εκφράζει επιφυλάξεις ως προς την αυτόματη εφαρμογή των εν λόγω μηχανισμών στους τομείς της δημόσιας διοίκησης γενικώς και της επιστημονικής έρευνας ειδικότερα, δεδομένου ότι οι τομείς αυτοί ρυθμίζονται στην εθνική έννομη τάξη βάσει συνταγματικών αρχών.
28 Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της πανεπιστημιακής επιστημονικής έρευνας, μια σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν διαδέχεται –ή ακολουθεί κατόπιν σύντομης διακοπής– προγενέστερη σχέση μεταξύ των ιδίων μερών, αν συνδέεται εν γένει με τα ζητήματα επιστημονικής έρευνας, ή ακόμη και αν παρατείνεται πέραν της μέγιστης διάρκειας που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 81/2015, δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην απλώς την κεκαλυμμένη και καταχρηστική παράταση της πρώτης σχέσης εργασίας.
29 Ειδικότερα, η πρόσληψη του προσωπικού που ασχολείται με την πανεπιστημιακή επιστημονική έρευνα βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου δικαιολογείται αντικειμενικώς από τον a priori απρόβλεπτο χαρακτήρα της φύσεως και του αριθμού των ερευνητικών κατευθύνσεων που μπορούν να δημιουργηθούν, καθώς και του είδους, της διάρκειας και του περιεχομένου της εν λόγω εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι ανάγκες είναι στην πραγματικότητα προσωρινές, καθόσον δεν είναι μόνιμες, και εντάσσονται σε χρονικά πλαίσια που δεν μπορούν κατ’ ανάγκην να οριοθετηθούν εξαρχής ή ενδέχεται να μην έχουν τόσο εκτεταμένη διάρκεια.
30 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη στις κύριες δίκες ρύθμιση αντιβαίνει ενδεχομένως στο δίκαιο της Ένωσης.
31 Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η διατήρηση των δύο καθεστώτων για τους ερευνητές που εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 24 παράγραφος 3, του νόμου 240/2010 ενδέχεται να αντιβαίνει στη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου. Συγκεκριμένα, τα «αντικειμενικά και διαφανή» κριτήρια που απαιτεί η συμφωνία αυτή δεν περιλαμβάνονται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου, το οποίο απαιτεί απλώς η σύμβαση ορισμένου χρόνου να είναι συμβατή με τους «διαθέσιμους πόρους βάσει του προγραμματισμού». Τούτου λεχθέντος, από τη νομολογία, και ιδίως από την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ. (C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401), προκύπτει ότι, μολονότι δημοσιονομικοί λόγοι που έχουν ως αποτέλεσμα τη μη διατήρηση θέσεων εργασίας μπορούν να αποτελούν τη βάση των επιλογών κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους μέλους και να επηρεάζουν τον χαρακτήρα ή την έκταση των μέτρων που επιθυμεί αυτό να λάβει, εντούτοις δεν συνιστούν αφ’ εαυτών σκοπό επιδιωκόμενο από την πολιτική αυτή και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την απουσία οποιουδήποτε μέτρου για την αποφυγή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου.
32 Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, η εξάρτηση της ενδεχόμενης ανανέωσης για δύο έτη από μια απλή «θετική αξιολόγηση της αναπτυχθείσας διδακτικής και ερευνητικής δραστηριότητας» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στην απαίτηση κατά την οποία το πανεπιστήμιο πρέπει να καθορίζει και να εφαρμόζει αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια προκειμένου να ελέγχεται κατά πόσον η ανανέωση τέτοιων συμβάσεων καλύπτει πράγματι γνήσια ανάγκη και είναι ικανή να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό.
33 Τέλος, η παραβίαση των αρχών του δικαίου της Ένωσης που προκύπτει από τη σύναψη μιας πρώτης σύμβασης ορισμένου χρόνου επηρεάζει επίσης την ανανέωση της σύμβασης αυτής.
34 Επομένως, το άρθρο 24, παράγραφος 3, του νόμου 240/2010 ενδέχεται να ενέχει πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποίησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και, εφόσον τούτο συμβαίνει, δεν είναι συμβατό προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου.
35 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία είναι κοινά στις υποθέσεις C‑40/20 και C‑173/20:
«1) Αντιτίθεται η φέρουσα τον τίτλο “Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης” ρήτρα 5 της [συμφωνίας πλαισίου], σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 [της οδηγίας 1999/70] και τη ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας (“Αρχή της μη διάκρισης”), υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και υπό το πρίσμα της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου [της Ένωσης], σε εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, και το άρθρο 22, παράγραφος 9, του νόμου 240/2010, που επιτρέπει στα πανεπιστήμια να απασχολούν, χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς, ερευνητές με συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας δυνάμενες να παραταθούν για δύο έτη, χωρίς να εξαρτούν τη σύναψη και την παράταση των συμβάσεων από ορισμένο αντικειμενικό λόγο που συνδέεται με προσωρινές ή έκτακτες ανάγκες του πανεπιστημίου που τους απασχολεί, και η οποία προβλέπει ως μοναδικό περιορισμό για τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου με το ίδιο πρόσωπο, μόνο τη διάρκεια, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δώδεκα έτη, έστω και μη συναπτά;
2) Αντιτίθεται η ανωτέρω ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 της οδηγίας [1999/70] και την ανωτέρω ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας, υπό το πρίσμα της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου [της Ένωσης], σε εθνική διάταξη, (όπως το άρθρο 24 και το άρθρο 29, παράγραφος 1, του νόμου 240/2010), η οποία επιτρέπει στα πανεπιστήμια να προσλαμβάνουν αποκλειστικά ερευνητές με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, χωρίς να εξαρτάται η σχετική απόφαση από την ύπαρξη προσωρινών ή έκτακτων αναγκών και χωρίς να τίθενται περιορισμοί επ’ αυτού, μέσω της δυνητικά επ’ αόριστον διαδοχής συμβάσεων ορισμένου χρόνου, για την κάλυψη των τακτικών διδακτικών και ερευνητικών αναγκών των εν λόγω πανεπιστημίων;
3) Αντιτίθεται η ρήτρα 4 της συμφωνίας πλαισίου σε εθνική διάταξη όπως το άρθρο 20, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 75/2017 (όπως ερμηνεύεται από την εγκύκλιο [3/2017]), η οποία, μολονότι προβλέπει τη δυνατότητα σταθεροποίησης της απασχόλησης των ορισμένου χρόνου ερευνητών των δημόσιων ερευνητικών φορέων –άλλα μόνο εάν έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον τρία έτη υπηρεσίας κατά την 31η Δεκεμβρίου 2017–, εντούτοις, δεν προβλέπει τη δυνατότητα αυτή για τους πανεπιστημιακούς ερευνητές ορισμένου χρόνου, για τον μόνο λόγο ότι το άρθρο 22, παράγραφος 16, του νομοθετικού διατάγματος 75/2017 έχει υπαγάγει τη σχέση εργασίας τους, καίτοι βάσει νόμου πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, σε “καθεστώς δημοσίου δικαίου”, παρά το ότι το άρθρο 22, παράγραφος 9, του νόμου 240/2010 επιβάλλει στους ερευνητές ερευνητικών φορέων και πανεπιστημίων τον ίδιο περιορισμό όσον αφορά τη μέγιστη διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται, υπό τη μορφή των συμβάσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 24 ή των ερευνητικών υποτροφιών που διαλαμβάνονται στο ίδιο άρθρο 22, με πανεπιστήμια και ερευνητικούς φορείς;
4) Αντιτίθενται οι αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τη συμφωνία πλαίσιο, καθώς και η αρχή της μη διάκρισης που περιέχεται στη ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας, σε εθνική διάταξη, (άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου 240/2010 και άρθρο 29, παράγραφος 2, στοιχείο d, και παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 81/2015) η οποία, παρά το ότι υφίσταται νομοθεσία που εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, η οποία περιλήφθηκε πρόσφατα στο ως άνω διάταγμα 81[/2015] και η οποία ορίζει (από το έτος 2018) τη μέγιστη διάρκεια της σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου σε 24 μήνες (συμπεριλαμβανομένων παρατάσεων και ανανεώσεων) και θέτει ως προϋπόθεση για τη σύναψη τέτοιου είδους συμβάσεων εργασίας από τη δημόσια διοίκηση την ύπαρξη “προσωρινών ή έκτακτων αναγκών”, επιτρέπει στα πανεπιστήμια να προσλαμβάνουν ερευνητές με συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας, δυνάμενες να παραταθούν για δύο έτη, υπό τον όρο θετικής αξιολόγησης των διδακτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων κατά την ίδια τριετία, χωρίς να εξαρτούν τη σύναψη της αρχικής σύμβασης ή την παράτασή της από την ύπαρξη τέτοιων προσωρινών ή έκτακτων αναγκών του πανεπιστημίου, και επιτρέπει επίσης στα πανεπιστήμια, κατά τη λήξη της πενταετούς περιόδου, να συνάπτουν με το ίδιο ή άλλα άτομα μία ακόμη σύμβαση ορισμένου χρόνου παρόμοιου τύπου, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ίδιες διδακτικές και ερευνητικές ανάγκες που συνδέονται με την προηγούμενη σύμβαση;
5) Αντιτίθεται η ρήτρα 5 της ανωτέρω συμφωνίας πλαισίου, υπό το πρίσμα των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας και της προαναφερθείσας ρήτρας 4, σε εθνική διάταξη (άρθρο 29, παράγραφος 2, στοιχείο d, και παράγραφος 4 του νομοθετικού διατάγματος 81/2015 καθώς και άρθρο 36, παράγραφοι 2 και 5, του νομοθετικού διατάγματος 165/2001) η οποία απαγορεύει στους πανεπιστημιακούς ερευνητές που έχουν προσληφθεί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας δυνάμενες να παραταθούν για δύο έτη (κατά το ανωτέρω άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου 240/2010), να συνάψουν στη συνέχεια σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι, στην ιταλική έννομη τάξη, δεν υφίσταται έτερο αποτελεσματικό μέτρο για την πρόληψη ή την κύρωση της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου εκ μέρους των πανεπιστημίων;»
36 Στις 23 Απριλίου 2020, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) υπέβαλε στην υπόθεση C‑40/20 έκτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο έχει ως εξής:
«6) Αντιτίθεται η ρήτρα 4, με τίτλο “Αρχή της μη διάκρισης”, της [συμφωνίας πλαισίου], σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 και 21 του [Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης], υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, σε εθνική διάταξη, όπως ειδικότερα το [άρθρο] 24, παράγραφοι 5 και 6, του νόμου 240/2010, η οποία αναγνωρίζει στους ερευνητές που απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου που μνημονεύονται στο άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο b, στους οποίους έχει απονεμηθεί η εθνική πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας του άρθρου 16 του ίδιου νόμου, και στους ερευνητές που απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου, στους οποίους έχει επίσης απονεμηθεί η ως άνω πιστοποίηση, το δικαίωμα και τη δυνατότητα (η οποία υλοποιείται με τη διάθεση ειδικών πόρων), αντιστοίχως, να υποβληθούν –οι μεν στη λήξη της σύμβασης και οι δε έως την 31η Δεκεμβρίου 2021– σε κατάλληλη διαδικασία αξιολόγησης προκειμένου να εγγραφούν στον κατάλογο των αναπληρωτών καθηγητών, μολονότι κανένα ανάλογο δικαίωμα και καμία ανάλογη δυνατότητα δεν αναγνωρίζονται στους ερευνητές που απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου και μνημονεύονται στο άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, οι οποίοι διαθέτουν την εθνική πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας, παρά το ότι πρόκειται για εργαζομένους οι οποίοι ασκούν, όλοι αδιακρίτως, τα ίδια καθήκοντα;»
37 Με απόφαση της 27ης Απριλίου 2020, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑40/20 και C‑173/20 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις:
38 Στο πλαίσιο του πρώτου, του τετάρτου, του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ορισμένες εθνικές διατάξεις είναι συμβατές, ιδίως, προς τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι εν λόγω εθνικές διατάξεις προβλέπουν ουσιαστικές και όχι διαδικαστικές προϋποθέσεις, οι αρχές αυτές δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά την απάντηση στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα. Συγκεκριμένα, οι αρχές αυτές έχουν εφαρμογή μόνο στο πλαίσιο της προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν αφορούν το ουσιαστικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων αλλά μόνον τους διαδικαστικούς όρους της άσκησης αυτών, δεδομένου ότι οι εν λόγω όροι διέπονται από το εθνικό δίκαιο (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Câmpean, C‑200/14, ECLI:EU:C:2016:494, σκέψεις 46 και 47).
Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
39 Με το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στα πανεπιστήμια να συνάπτουν με τους ερευνητές συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας, οι οποίες μπορούν να παρατείνονται κατά δύο έτη το μέγιστο, χωρίς να εξαρτάται η σύναψη ή η παράτασή τους από αντικειμενικούς λόγους συνδεόμενους με την ύπαρξη προσωρινών ή εξαιρετικών αναγκών.
40 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 24, παράγραφος 3, του νόμου 240/2010, αντικαθιστώντας την προηγούμενη ρύθμιση βάσει της οποίας οι πανεπιστημιακοί ερευνητές μονιμοποιούνταν μετά την επιτυχή ολοκλήρωση μιας αρχικής δοκιμαστικής περιόδου τριών ετών, προβλέπει δύο είδη συμβάσεων για τους εν λόγω ερευνητές, ήτοι τις συμβάσεις του στοιχείου a της διάταξης αυτής (στο εξής: συμβάσεις τύπου Α) και τις συμβάσεις του στοιχείου b αυτής (στο εξής: συμβάσεις τύπου Β), αμφότερες δε οι συμβάσεις αυτές συνάπτονται για περίοδο τριών ετών.
41 Μολονότι η διαδικασία επιλογής καταλήγει συνεπώς, και για τις δύο κατηγορίες πανεπιστημιακών ερευνητών, στη σύναψη σύμβασης ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας, εντούτοις, από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ των εν λόγω τύπων συμβάσεων.
42 Ειδικότερα, η σύναψη σύμβασης τύπου Α προϋποθέτει την ύπαρξη διαθέσιμων πόρων για την άσκηση δραστηριοτήτων έρευνας, διδασκαλίας, συμπληρωματικής διδασκαλίας και παροχής υπηρεσιών στους φοιτητές. Μια τέτοια σύμβαση μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά για δύο έτη, κατόπιν θετικής αξιολόγησης της επιστημονικής δραστηριότητας του ενδιαφερομένου. Αντιθέτως, η σύμβαση τύπου Β δεν παρατείνεται, αλλά ο οικείος ερευνητής έχει τη δυνατότητα να του προταθεί, κατά το πέρας του διαστήματος αυτού και βάσει του αποτελέσματος δέουσας αξιολόγησης, θέση αναπληρωτή καθηγητή, η οποία συνοδεύεται από σύμβαση αορίστου χρόνου.
43 Οι προϋποθέσεις πρόσβασης στη μία ή την άλλη από τις συμβάσεις αυτές είναι επίσης διαφορετικές. Για τις συμβάσεις τύπου A, αρκεί η ύπαρξη διδακτορικού τίτλου, ισοδύναμου πανεπιστημιακού τίτλου ή του τίτλου ιατρικής ειδικότητας. Αντιθέτως, για τις συμβάσεις τύπου Β απαιτείται ο ενδιαφερόμενος να έχει εργαστεί υπό την ιδιότητα του ερευνητή σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου 240/2010, να έχει λάβει πιστοποίηση ως καθηγητής πρώτης ή δεύτερης βαθμίδας, να έχει ολοκληρώσει περίοδο ιατρικής εκπαίδευσης ή να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον μια τριετία σε διάφορα πανεπιστήμια λαμβάνοντας ερευνητικές επιχορηγήσεις ή σπουδαστικές υποτροφίες.
44 Επομένως, η σύναψη σύμβασης τύπου Α επιτρέπει την πρόσβαση σε σύμβαση τύπου Β. Ο πανεπιστημιακός ερευνητής δύναται επομένως να συνεχίσει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, μεταβαίνοντας από μια σύμβαση τύπου Α σε σύμβαση τύπου Β, γεγονός που θα του παράσχει εν συνεχεία τη δυνατότητα να διοριστεί ως αναπληρωτής καθηγητής. Ο διορισμός όμως αυτός εξαρτάται από το αποτέλεσμα δέουσας αξιολόγησης και δεν είναι, κατά συνέπεια, αυτόματος.
45 Συνεπώς, η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών πανεπιστημιακών ερευνητών έγκειται, κατ’ αρχάς, στις διαφορετικές συνθήκες πρόσβασης στη σύναψη σύμβασης και, εν συνεχεία, στο ότι οι ερευνητές με σύμβαση τύπου Α δεν έχουν άμεση πρόσβαση, στο πλαίσιο της σταδιοδρομίας τους, στη θέση του αναπληρωτή καθηγητή, ενώ οι ερευνητές με σύμβαση τύπου Β έχουν άμεση πρόσβαση στη θέση αυτή.
46 Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών προσελήφθησαν ως επιτυχόντες σε διαδικασία επιλογής διοργανωθείσα δυνάμει του άρθρου 24 του νόμου 240/2010 και, επομένως, κατόπιν θετικής αξιολόγησης, όπως απαιτεί η παράγραφος 3, στοιχείο a, του άρθρου αυτού, και συνεκτιμώμενων των «διαθέσιμων πόρων βάσει του προγραμματισμού για την άσκηση δραστηριοτήτων έρευνας, διδασκαλίας, συμπληρωματικής διδασκαλίας και παροχής υπηρεσιών στους φοιτητές».
47 Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της είναι, αφενός, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης και, αφετέρου, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.
48 Προς τούτο, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση που ενδέχεται να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου καθορίζει, στο σημείο 1, τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα κράτη μέλη όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων.
49 Από το γράμμα της ρήτρας 5 προκύπτει ότι έχει εφαρμογή μόνον όταν υπάρχουν διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, και, επομένως, η πρώτη ή η μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 1 της εν λόγω ρήτρας. Ειδικότερα, η συμφωνία‑πλαίσιο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίζουν μέτρα με βάση τα οποία κάθε πρώτη ή μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
50 Επομένως, η σύναψη σύμβασης ορισμένου χρόνου, όπως η σύμβαση τύπου A, δεν υπάγεται αυτή καθεαυτήν στη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου και, κατά συνέπεια, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής.
51 Αντιθέτως, η ως άνω διάταξη έχει εφαρμογή όταν μια σύμβαση τύπου A παρατείνεται για το ανώτατο διάστημα των δύο ετών που προβλέπει το άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου 240/2010, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για δύο διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
52 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιδιώκει την επίτευξη ενός από τους σκοπούς της συμφωνίας αυτής και συγκεκριμένα τη δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
53 Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, προς τον σκοπό της πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την υποχρέωση να θεσπίσουν, κατά τρόπο αποτελεσματικό και δεσμευτικό, ένα τουλάχιστον μέτρο εξ αυτών που απαριθμεί, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Ειδικότερα, τα τρία συνολικώς μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ, της ρήτρας αυτής αφορούν, αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
54 Ως προς το ζήτημα αυτό, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, καθώς έχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου είτε, ακόμη, να αρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τις ανάγκες συγκεκριμένων κλάδων και/ή κατηγοριών εργαζομένων [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
55 Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλη την επίτευξη γενικού σκοπού, δηλαδή της πρόληψης τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα διακυβεύουν τον σκοπό ή την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
56 Εν προκειμένω, το άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου 240/2010 επιβάλλει όρια όχι μόνον όσον αφορά τη μέγιστη διάρκεια των συμβάσεων τύπου Α, όπως αυτές που συνήφθησαν από τους προσφεύγοντες των κυρίων δικών, αλλά και όσον αφορά τον αριθμό των δυνατών ανανεώσεων των συμβάσεων αυτών. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή καθορίζει τη μέγιστη διάρκεια των συμβάσεων αυτών στα τρία έτη και επιτρέπει μία μόνον παράταση, η διάρκεια της οποίας περιορίζεται στα δύο έτη.
57 Ως εκ τούτου, το άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο a, του νόμου 240/2010 εμπεριέχει δύο από τα μέτρα που προβλέπονται στη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ήτοι μέτρο που αφορά τη μέγιστη συνολική διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και μέτρο που αφορά τον αριθμό των δυνατών ανανεώσεων. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν για την αποτελεσματική αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ορισμένου χρόνου όσον αφορά τις συμβάσεις τύπου A.
58 Ασφαλώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, στηριζόμενο ιδίως στην απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto (C‑331/17, EU:C:2018:859), ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία δεν περιέχει αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια βάσει των οποίων να μπορεί να εκτιμηθεί, αφενός, αν η σύναψη και η παράταση συμβάσεων τύπου Α δικαιολογούνται από πραγματικές ανάγκες προσωρινού χαρακτήρα και, αφετέρου, αν είναι ικανές να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτές και πραγματοποιούνται κατά τρόπο σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας.
59 Εντούτοις, πρώτον, ενώ στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση το ζήτημα αν η ανανέωση των επίμαχων συμβάσεων ορισμένου χρόνου δικαιολογούνταν από αντικειμενικούς λόγους κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, μεταξύ των οποίων η ανάγκη κάλυψης πραγματικών και προσωρινών αναγκών, ανέκυψε λόγω του ότι δεν είχαν ληφθεί μέτρα όπως αυτά που διαλαμβάνονται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, μέτρα τέτοιου χαρακτήρα. Επομένως, το γεγονός, το οποίο επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, ότι η ως άνω νομοθεσία δεν περιέχει διευκρινίσεις ως προς τον πραγματικό και προσωρινό χαρακτήρα των αναγκών που πρόκειται να ικανοποιηθούν με τη χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου δεν ασκεί επιρροή.
60 Δεύτερον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto (C‑331/17, EU:C:2018:859), οι οικείοι εργαζόμενοι τελούσαν σε πλήρη αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια της σχέσης εργασίας τους. Αντιθέτως, τα πρόσωπα που συνάπτουν σύμβαση τύπου Α, όπως οι συμβάσεις που συνήφθησαν από τους προσφεύγοντες των κυρίων δικών, ενημερώνονται, πριν καν υπογράψουν τη σύμβαση, ότι η σχέση εργασίας δεν θα μπορέσει να διαρκέσει περισσότερο από πέντε έτη.
61 Ασφαλώς, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου, η υπέρ του εργαζομένου σταθερότητα της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
62 Πλην όμως, η παύση ισχύος μιας σύμβασης ερευνητή ορισμένου χρόνου, όπως οι συμβάσεις των προσφευγόντων των κυρίων δικών που προσελήφθησαν με σύμβαση τύπου A, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην αστάθεια της απασχόλησης, στο μέτρο που παρέχει στον οικείο εργαζόμενο τη δυνατότητα να αποκτήσει τα αναγκαία προσόντα για τη σύναψη σύμβασης τύπου Β, η οποία μπορεί περαιτέρω να οδηγήσει σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου υπό την ιδιότητα του αναπληρωτή καθηγητή.
63 Τρίτον, το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια έχουν μόνιμη ανάγκη να απασχολούν πανεπιστημιακούς ερευνητές, όπως φαίνεται να προκύπτει από την επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία, δεν σημαίνει ότι η ανάγκη αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί με χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
64 Ειδικότερα, η θέση ερευνητή προβλέπεται ως το πρώτο στάδιο της σταδιοδρομίας ενός επιστήμονα, δεδομένου ότι ο ερευνητής αυτός οπωσδήποτε προορίζεται να ανέλθει σε άλλη θέση και συγκεκριμένα σε θέση διδάσκοντος, ως αναπληρωτής καθηγητής κατ’ αρχάς και ως τακτικός καθηγητής στη συνέχεια [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
65 Όσον αφορά εξάλλου το γεγονός ότι η διετής παράταση των συμβάσεων τύπου A εξαρτάται από τη θετική αξιολόγηση της αναπτυχθείσας διδακτικής και ερευνητικής δραστηριότητας, οι «ιδιαίτερες ανάγκες» του οικείου κλάδου μπορούν ευλόγως να συνίστανται, όσον αφορά τον τομέα της επιστημονικής έρευνας, στην ανάγκη να εξελίσσεται η σταδιοδρομία των διαφόρων ερευνητών αναλόγως των ικανοτήτων του καθενός, οι οποίες πρέπει ως εκ τούτου να αξιολογούνται. Επομένως, διάταξη που θα υποχρέωνε ένα πανεπιστήμιο να συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με ερευνητή, ανεξαρτήτως αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των επιστημονικών δραστηριοτήτων του, δεν θα πληρούσε τις εν λόγω απαιτήσεις [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
66 Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στα πανεπιστήμια να συνάπτουν με τους ερευνητές συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας, οι οποίες μπορούν να παρατείνονται κατά δύο έτη το μέγιστο, χωρίς να εξαρτάται η σύναψη ή η παράτασή τους από αντικειμενικούς λόγους συνδεόμενους με την ύπαρξη προσωρινών ή εξαιρετικών αναγκών, τούτο δε προκειμένου να καλυφθούν οι πάγιες και διαρκείς ανάγκες του οικείου πανεπιστημίου.
Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
67 Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 22, παράγραφος 9, του νόμου 240/2010, η οποία καθορίζει σε δώδεκα έτη, έστω και μη συναπτά, τη συνολική διάρκεια των συμβάσεων εργασίας που μπορεί να συνάπτει ο ίδιος ερευνητής, ακόμη και με διαφορετικά πανεπιστήμια και ιδρύματα.
68 Συναφώς, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι το άρθρο 22, παράγραφος 9, του εν λόγω νόμου δεν έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό της διάρκειας της ατομικής σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά τον περιορισμό της συνολικής διάρκειας όλων των πιθανών μορφών σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα της έρευνας, είτε πρόκειται για συμβάσεις τύπου Α ή Β είτε πρόκειται για άλλες μορφές εργασιακών σχέσεων, τις οποίες μπορεί να συνάπτει το ίδιο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με διαφορετικά πανεπιστήμια και ιδρύματα.
69 Υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου επιδιώκει την επίτευξη ενός από τους σκοπούς της εν λόγω συμφωνίας, ήτοι να αποτρέπεται το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας λόγω της διαδοχικής σύναψης συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων [πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
70 Εν προκειμένω, το άρθρο 22, παράγραφος 9, του νόμου 240/2010 καθορίζει σε δώδεκα έτη τη συνολική διάρκεια όλων των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, μεταξύ των οποίων οι συμβάσεις τύπου Α, τις οποίες μπορεί να συνάπτει ο ίδιος πανεπιστημιακός ερευνητής με ένα ή περισσότερα πανεπιστήμια.
71 Ως εκ τούτου, όπως και το άρθρο 24 παράγραφος 3, του νόμου 240/2010, το άρθρο 22, παράγραφος 9, του νόμου αυτού περιλαμβάνει ένα από τα μέτρα που μνημονεύονται στη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ήτοι μέτρο που αφορά τη μέγιστη συνολική διάρκεια όλων των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνάπτονται από έναν μόνον ερευνητή. Πέραν του ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας-πλαισίου αφορά αποκλειστικά την περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ένας μόνον εργοδότης, με αποτέλεσμα η ρήτρα αυτή να είναι κρίσιμη μόνον στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνάπτονται από ερευνητή στο ίδιο πανεπιστήμιο, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέθεσε στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι το μέτρο αυτό δεν αρκεί για την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου όσον αφορά τις συμβάσεις τύπου Α.
72 Επομένως, το γεγονός, το οποίο επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία δεν περιέχει διευκρινίσεις ως προς τον πραγματικό και προσωρινό χαρακτήρα των αναγκών που πρόκειται να ικανοποιηθούν με τη χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, δεν ασκεί επιρροή, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 59 της παρούσας απόφασης [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 63].
73 Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν αρκεί για την αποτελεσματική πρόληψη μιας τέτοιας καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων και ότι υφίστανται περιπτώσεις στις οποίες, παρά την ύπαρξη κανόνα διασφάλισης ο οποίος αφορά, όπως εν προκειμένω, τη μέγιστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ένα κράτος μέλος μπορεί να μην τηρεί τις απαιτήσεις της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου στο μέτρο που συνάπτει συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, η σύναψη τέτοιων σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου θα δικαιολογούνταν, σε μια κατάσταση όπως αυτή των κυρίων δικών, από αντικειμενικούς λόγους βάσει της ρήτρας 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου.
74 Συγκεκριμένα, πρώτον, όπως επισήμανε και το αιτούν δικαστήριο στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, η φύση της πανεπιστημιακής έρευνας θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον προσωρινό χαρακτήρα της πρόσληψης πανεπιστημιακών ερευνητών.
75 Συναφώς, ο συχνά περιορισμένος χαρακτήρας της διάρκειας των καθηκόντων ενός ερευνητή συνδέεται με το είδος των καθηκόντων που πρέπει να εκτελέσει και τα οποία συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση συγκεκριμένων θεμάτων και στην εκπόνηση μελετών και ερευνών, των οποίων τα αποτελέσματα δημοσιεύονται στη συνέχεια. Ειδικότερα, για ένα πανεπιστήμιο, η φύση και ο αριθμός των πεδίων, καθώς και το είδος, η διάρκεια και το περιεχόμενο των επιλέξιμων ερευνητικών δραστηριοτήτων είναι, σε μεγάλο βαθμό, αδύνατον να προβλεφθούν.
76 Δεύτερον, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 63 έως 65 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια έχουν μόνιμη ανάγκη να απασχολούν πανεπιστημιακούς ερευνητές, όπως φαίνεται να προκύπτει από την επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία, δεν σημαίνει ότι η ανάγκη αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί με χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
77 Ειδικότερα, η θέση ερευνητή προβλέπεται ως το πρώτο στάδιο της σταδιοδρομίας ενός επιστήμονα, δεδομένου ότι ο ερευνητής αυτός οπωσδήποτε προορίζεται να ανέλθει σε άλλη θέση και συγκεκριμένα σε θέση διδάσκοντος, ως αναπληρωτής καθηγητής κατ’ αρχάς και ως τακτικός καθηγητής στη συνέχεια [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
78 Κατά τα λοιπά, από τις αποφάσεις περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι τα πανεπιστήμια χρησιμοποιούν συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την κάλυψη πάγιων και διαρκών ερευνητικών και διδακτικών αναγκών, πράγμα το οποίο εναπόκειται, ωστόσο, στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.
79 Όσον αφορά εξάλλου το γεγονός ότι η διετής παράταση των συμβάσεων τύπου A εξαρτάται από τη θετική αξιολόγηση της αναπτυχθείσας διδακτικής και ερευνητικής δραστηριότητας, οι «ιδιαίτερες ανάγκες» του οικείου κλάδου μπορούν ευλόγως να συνίστανται, όσον αφορά τον τομέα της επιστημονικής έρευνας, στην ανάγκη να εξελίσσεται η σταδιοδρομία των διαφόρων ερευνητών αναλόγως των ικανοτήτων του καθενός, οι οποίες πρέπει ως εκ τούτου να αξιολογούνται.
80 Τρίτον, όπως ήδη υπογραμμίστηκε στη σκέψη 65 της παρούσας απόφασης, μέγιστη συνολική διάρκεια δώδεκα ετών, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη να εξελίσσεται η σταδιοδρομία των διαφόρων ερευνητών αναλόγως των ικανοτήτων του καθενός και, επομένως, δεν είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της ανέλιξης στην πανεπιστημιακή σταδιοδρομία [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca ‐ MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
81 Επιπλέον, ο ερευνητής που έχει συνάψει σύμβαση τύπου Α δεν φαίνεται να εμποδίζεται να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς προκειμένου να συνάψει άλλου είδους σύμβαση ορισμένου χρόνου, όπως σύμβαση τύπου Β, η οποία μπορεί στη συνέχεια να καταλήξει σε σταθεροποίηση της απασχόλησής του ως καθηγητή στο ίδιο πανεπιστημιακό ίδρυμα ή σε άλλο ίδρυμα. Επομένως, η σύμβαση τύπου Α φαίνεται να παρέχει σε έναν ερευνητή τη δυνατότητα να αποκτήσει πρόσθετα πανεπιστημιακά και επιστημονικά προσόντα προκειμένου να επιτύχει τη σύναψη σύμβασης τύπου Β ή, κατόπιν πιστοποίησης της επιστημονικής του επάρκειας, να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς προκειμένου να συνάψει σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ως καθηγητής.
82 Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αξιολογήσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όλα τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων των οποίων έχει επιληφθεί, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των συμβάσεων που συνάπτει το ίδιο πανεπιστήμιο με τον ίδιο ερευνητή ή για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, και εξετάζοντας επίσης το είδος των διαδικασιών επιλογής και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ κάθε διαδικασίας, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κατάχρησης από τον εργοδότη των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 107).
83 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία καθορίζει σε δώδεκα έτη, έστω και μη συναπτά, τη συνολική διάρκεια των συμβάσεων εργασίας που μπορεί να συνάπτει ο ίδιος ερευνητής, ακόμη και με διαφορετικά πανεπιστήμια και ιδρύματα.
Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος
84 Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας που συνάπτονται από πανεπιστημιακούς ερευνητές, οι οποίες μπορούν να παρατείνονται κατά δύο έτη το μέγιστο, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όταν δεν υφίσταται, στην εθνική έννομη τάξη, κανένα άλλο μέτρο για την αποτροπή και την πάταξη ενδεχόμενης καταχρηστικής χρησιμοποίησης, εκ μέρους των πανεπιστημίων, των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
85 Όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και υπό την επιφύλαξη επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, καθόσον αυτή δεν δημιουργεί κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποίησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Επομένως, παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
86 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα σταθεροποίησης της απασχόλησης των ερευνητών των δημοσίων οργανισμών έρευνας που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου, αλλά αποκλείει τη δυνατότητα αυτή για τους πανεπιστημιακούς ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου.
87 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων εφαρμόσθηκε και εξειδικεύθηκε με τη συμφωνία-πλαίσιο αποκλειστικώς όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, τυχόν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ορισμένων κατηγοριών προσωπικού ορισμένου χρόνου δεν εμπίπτει στο πεδίο της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων την οποία κατοχυρώνει η συμφωνία αυτή (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
88 Η ρήτρα 4, ιδίως, της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί στην εφαρμογή της εν λόγω αρχής στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου ώστε να εμποδίσει τη χρήση μιας τέτοιας σχέσης εργασίας από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να στερήσει από τους ως άνω εργαζομένους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
89 Τούτου λεχθέντος, το γεγονός ότι ορισμένοι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου, όπως οι πανεπιστημιακοί ερευνητές, δεν μπορούν να επωφεληθούν από τη σταθεροποίηση της απασχόλησής τους, ενώ οι ερευνητές σε δημόσιους οργανισμούς έρευνας που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορούν, συνιστά διαφορετική μεταχείριση μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων ορισμένου χρόνου.
90 Επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα σταθεροποίησης της απασχόλησης των ερευνητών των δημοσίων οργανισμών έρευνας που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου, αλλά αποκλείει τη δυνατότητα αυτή για τους πανεπιστημιακούς ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου.
Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
91 Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, κατά παρέκκλιση, αφενός, από τον γενικό κανόνα που εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, βάσει του οποίου, από το έτος 2018 και εφεξής, η μέγιστη διάρκεια μιας σχέσης ορισμένου χρόνου ορίζεται σε 24 μήνες, συμπεριλαμβανομένων των παρατάσεων και των ανανεώσεων, και, αφετέρου, από τον γενικό κανόνα που εφαρμόζεται στους εργαζομένους της δημόσιας διοίκησης κατά τον οποίο η χρήση αυτού του είδους σχέσεων εξαρτάται από την ύπαρξη «προσωρινών και έκτακτων αναγκών», επιτρέπει στα πανεπιστήμια να συνάπτουν με τους ερευνητές τριετείς συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες μπορούν να παραταθούν κατά δύο έτη το μέγιστο, χωρίς η σύναψη ή η παράτασή τους να εξαρτάται από την ύπαρξη προσωρινών ή έκτακτων αναγκών του πανεπιστημίου, και η οποία επιτρέπει επίσης, κατά τη λήξη της πενταετούς περιόδου, τη σύναψη άλλης σύμβασης ορισμένου χρόνου του ίδιου τύπου με το ίδιο ή με άλλα πρόσωπα, προκειμένου να καλυφθούν οι ίδιες διδακτικές και ερευνητικές ανάγκες με εκείνες που συνδέονται με την προηγούμενη σύμβαση.
92 Συναφώς, υπομνήσθηκε στις σκέψεις 87 και 88 της παρούσας απόφασης ότι, δεδομένου ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων εφαρμόσθηκε και εξειδικεύθηκε με τη συμφωνία-πλαίσιο αποκλειστικώς όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, τυχόν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ορισμένων κατηγοριών προσωπικού ορισμένου χρόνου δεν εμπίπτει στο πεδίο της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων την οποία κατοχυρώνει η συμφωνία αυτή. Ειδικότερα, η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου ώστε να εμποδίσει τη χρήση μιας τέτοιας σχέσης εργασίας από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να στερήσει από τους ως άνω εργαζομένους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου.
93 Επιπλέον, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει με ποια ακριβώς κατηγορία εργαζομένων αορίστου χρόνου πρέπει να συγκριθούν οι ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση τύπου Α, το ερώτημα φαίνεται μάλλον να αφορά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου των οποίων η κατάχρηση αντιβαίνει στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου και όχι τη δυσμενή διάκριση των ερευνητών ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου.
94 Επομένως, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, κατά παρέκκλιση, αφενός, από τον γενικό κανόνα που εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, βάσει του οποίου, από το έτος 2018 και εφεξής, η μέγιστη διάρκεια μιας σχέσης ορισμένου χρόνου ορίζεται σε 24 μήνες, συμπεριλαμβανομένων των παρατάσεων και των ανανεώσεων, και, αφετέρου, από τον γενικό κανόνα που εφαρμόζεται στους εργαζομένους της δημόσιας διοίκησης κατά τον οποίο η χρήση αυτού του είδους σχέσεων εξαρτάται από την ύπαρξη προσωρινών και έκτακτων αναγκών, επιτρέπει στα πανεπιστήμια να συνάπτουν με τους ερευνητές τριετείς συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες μπορούν να παραταθούν κατά δύο έτη το μέγιστο, χωρίς η σύναψη ή η παράτασή τους να εξαρτάται από την ύπαρξη προσωρινών ή έκτακτων αναγκών του οικείου πανεπιστημίου, και η οποία επιτρέπει επίσης, κατά τη λήξη της πενταετούς περιόδου, τη σύναψη άλλης σύμβασης ορισμένου χρόνου του ίδιου τύπου με το ίδιο ή με άλλα πρόσωπα, προκειμένου να καλυφθούν οι ίδιες διδακτικές και ερευνητικές ανάγκες με εκείνες που συνδέονται με την προηγούμενη σύμβαση.
Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος
95 Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο υποβλήθηκε μόνο στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑40/20, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία μόνο οι ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου ορισμένου τύπου ή σύμβαση αορίστου χρόνου έχουν τη δυνατότητα, όταν αποκτούν εθνική πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας, να υποβληθούν σε ειδική διαδικασία αξιολόγησης για την εγγραφή τους στον κατάλογο των αναπληρωτών καθηγητών, ενώ η δυνατότητα αυτή δεν παρέχεται στους ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου άλλου τύπου, ακόμη και όταν αποκτούν εθνική πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας, στην περίπτωση που οι τελευταίοι αυτοί ερευνητές ασκούν τις ίδιες επαγγελματικές δραστηριότητες και παρέχουν τις ίδιες διδακτικές υπηρεσίες προς τους φοιτητές με τις δύο πρώτες κατηγορίες ερευνητών.
96 Συναφώς, από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου αφορά μόνον τις διακρίσεις μεταξύ των εργαζομένων που έχουν συνάψει συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και εκείνων που έχουν συνάψει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και εργάζονται στον ίδιο τομέα. Ενδεχόμενη άνιση μεταχείριση μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων ορισμένου χρόνου και, επομένως, όπως στις υποθέσεις των κύριων δικών, μεταξύ των ερευνητών που έχουν συνάψει συμβάσεις τύπου A και εκείνων που έχουν συνάψει συμβάσεις τύπου B δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 4.
97 Αντιθέτως, ενδεχόμενη ανισότητα μεταξύ των ερευνητών που έχουν συνάψει συμβάσεις αορίστου χρόνου και των ερευνητών που έχουν συνάψει συμβάσεις τύπου Α, δεδομένου ότι οι ερευνητές με συμβάσεις τύπου Α δεν έχουν πρόσβαση στη διαδικασία αξιολόγησης με σκοπό τη μονιμοποίησή τους ως καθηγητών δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 6, του νόμου 240/2010, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας αυτής.
98 Συναφώς, μολονότι εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στο αιτούν δικαστήριο να προσδιορίσει τη φύση και τους σκοπούς των επίμαχων μέτρων, από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο καθώς και από την πάγια σχετική νομολογία προκύπτει ότι οι όροι εξέλιξης της επαγγελματικής σταδιοδρομίας πρέπει να θεωρηθούν ως «συνθήκες απασχόλησης», κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου [πρβλ. διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Centeno Meléndez, C‑315/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:207, σκέψεις 46 έως 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
99 Τούτου λεχθέντος, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, της οποίας ειδική έκφραση συνιστά η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε ίδια μεταχείριση σε ανόμοιες καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 141 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
100 Ειδικότερα, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων εφαρμόσθηκε και εξειδικεύθηκε με τη συμφωνία-πλαίσιο αποκλειστικώς όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
101 Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι εκτελούν πανομοιότυπη ή παρόμοια εργασία υπό την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να εξετάζεται, σύμφωνα με τη ρήτρα 3, σημείο 2, και τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, τα πρόσωπα αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τελούντα σε συγκρίσιμη κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 143 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
102 Αν αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου τους οποίους απασχολεί ο ίδιος εργοδότης ή κατέχουν την ίδια θέση με αυτούς, πρέπει κατ’ αρχήν να γίνεται δεκτό ότι οι δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
103 Εν προκειμένω, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν οι ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση τύπου Α τελούν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των ερευνητών που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων που μνημονεύονται στη σκέψη 101 της παρούσας απόφασης.
104 Συναφώς, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στις διάφορες κατηγορίες ερευνητών είναι τα ίδια.
105 Όσον αφορά ενδεχόμενο αντικειμενικό λόγο που δικαιολογεί την άνιση μεταχείριση μεταξύ των δύο κατηγοριών ερευνητών, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι «αντικειμενικοί λόγοι» της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να νοούνται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν να δικαιολογηθεί διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου με την αιτιολογία ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο κανόνα, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing, C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
106 Αντιθέτως, η εν λόγω έννοια απαιτεί να δικαιολογείται η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων που να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχόλησης στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται, και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη νόμιμου σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους του αντίστοιχου κράτους μέλους (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing, C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
107 Πλην όμως, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει κανέναν αντικειμενικό λόγο ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την άνιση μεταχείριση την οποία φαίνεται πως έχει διαπιστώσει και η οποία συνίσταται στη δυνατότητα που παρέχεται στους ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου, αλλά δεν παρέχεται στους ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση τύπου A, να υποβληθούν σε ειδική διαδικασία αξιολόγησης με σκοπό την εγγραφή τους στον κατάλογο των αναπληρωτών καθηγητών. Επομένως, και υπό την επιφύλαξη επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι υφίσταται άνιση μεταχείριση μεταξύ των ερευνητών που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου και εκείνων που έχουν συνάψει σύμβαση τύπου Α, κατά παράβαση της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου.
108 Επομένως, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία οι ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου έχουν τη δυνατότητα, όταν αποκτούν εθνική πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας, να υποβληθούν σε ειδική διαδικασία αξιολόγησης για την εγγραφή τους στον κατάλογο των αναπληρωτών καθηγητών, ενώ η δυνατότητα αυτή δεν παρέχεται στους ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου, ακόμη και όταν αποκτούν εθνική πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας, στην περίπτωση που οι τελευταίοι αυτοί ερευνητές ασκούν τις ίδιες επαγγελματικές δραστηριότητες και παρέχουν τις ίδιες διδακτικές υπηρεσίες προς τους φοιτητές με τους ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου.
Επί των δικαστικών εξόδων
109 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στα πανεπιστήμια να συνάπτουν με τους ερευνητές συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας, οι οποίες μπορούν να παρατείνονται κατά δύο έτη το μέγιστο, χωρίς να εξαρτάται η σύναψη ή η παράτασή τους από αντικειμενικούς λόγους συνδεόμενους με την ύπαρξη προσωρινών ή εξαιρετικών αναγκών, τούτο δε προκειμένου να καλυφθούν οι πάγιες και διαρκείς ανάγκες του οικείου πανεπιστημίου.
2) Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία καθορίζει σε δώδεκα έτη, έστω και μη συναπτά, τη συνολική διάρκεια των συμβάσεων εργασίας που μπορεί να συνάπτει ο ίδιος ερευνητής, ακόμη και με διαφορετικά πανεπιστήμια και ιδρύματα.
3) Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα σταθεροποίησης της απασχόλησης των ερευνητών των δημοσίων οργανισμών έρευνας που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου, αλλά αποκλείει τη δυνατότητα αυτή για τους πανεπιστημιακούς ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου.
4) Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, κατά παρέκκλιση, αφενός, από τον γενικό κανόνα που εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, βάσει του οποίου, από το έτος 2018 και εφεξής, η μέγιστη διάρκεια μιας σχέσης ορισμένου χρόνου ορίζεται σε 24 μήνες, συμπεριλαμβανομένων των παρατάσεων και των ανανεώσεων, και, αφετέρου, από τον γενικό κανόνα που εφαρμόζεται στους εργαζομένους της δημόσιας διοίκησης κατά τον οποίο η χρήση αυτού του είδους σχέσεων εξαρτάται από την ύπαρξη προσωρινών και έκτακτων αναγκών, επιτρέπει στα πανεπιστήμια να συνάπτουν με τους ερευνητές τριετείς συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες μπορούν να παραταθούν κατά δύο έτη το μέγιστο, χωρίς η σύναψη ή η παράτασή τους να εξαρτάται από την ύπαρξη προσωρινών ή έκτακτων αναγκών του οικείου πανεπιστημίου, και η οποία επιτρέπει επίσης, κατά τη λήξη της πενταετούς περιόδου, τη σύναψη άλλης σύμβασης ορισμένου χρόνου του ίδιου τύπου με το ίδιο ή με άλλα πρόσωπα, προκειμένου να καλυφθούν οι ίδιες διδακτικές και ερευνητικές ανάγκες με εκείνες που συνδέονται με την προηγούμενη σύμβαση.
5) Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία οι ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου έχουν τη δυνατότητα, όταν αποκτούν εθνική πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας, να υποβληθούν σε ειδική διαδικασία αξιολόγησης για την εγγραφή τους στον κατάλογο των αναπληρωτών καθηγητών, ενώ η δυνατότητα αυτή δεν παρέχεται στους ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου, ακόμη και όταν αποκτούν εθνική πιστοποίηση επιστημονικής επάρκειας, στην περίπτωση που οι τελευταίοι αυτοί ερευνητές ασκούν τις ίδιες επαγγελματικές δραστηριότητες και παρέχουν τις ίδιες διδακτικές υπηρεσίες προς τους φοιτητές με τους ερευνητές που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου.
(υπογραφές)