ΑΡΙΘΜΟΣ 120/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Πρόσθετη παρέμβαση. Μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος μετά την εκκρεμοδικία. Τιτλοποίηση απαιτήσεων. Έννοια. Διαδικασία. Τριτανακοπή. Διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας αλλοδαπού τίτλου στην Ελλάδα.
– Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ.1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης ,που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο, υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 1248/1998). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ.2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθμ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΑΠ 1191/2003). Ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτό δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 του ΚΠολΔ, να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη, κληρονόμος αυτού. Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του διαδίκου, ούτε μετά τον θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση (ΟλΑΠ 1/1996, ΑΠ 1073/2015, ΑΠ 522/2014, ΑΠ 1136/2013, ΑΠ 1345/2009, ΕφΑθ 4047/2007Αρμ 2008.449, ΑΠ 1920/2006ΝοΒ 2007.1115).
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του Ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α). Από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β). Από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δε μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρεία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρεία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ η κάθε μία (βλ. παράγραφο 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πώλησης) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρεία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (βλ. παράγραφο 8 του άρθρου αυτού). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. παράγραφο 9 του ιδίου άρθρου). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Η ratio της δημοσιότητας είναι η ανάγκη προστασίας των καλόπιστων τρίτων ομολογιούχων ή μη (εξοομολογιακά αποκτώντων) και επομένως πριν από τη δημόσια καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) λόγω πώλησης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα (βλ. ΕφΔυτΜακ 63/2013 Αρμ.2014.489, ΕφΠειρ 655/2005 ΔΕΕ 2005.1073). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και σε περίπτωση επανεκχώρησης των ως άνω απαιτήσεων, ακολουθείται η ίδια διαδικασία με την εκχώρηση, ήτοι η σύμβαση επανεκχώρησης πρέπει να καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2144/2000, προκειμένου να αποκτηθούν έναντι τρίτων δικαιώματα. Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων…», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιρειών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Α΄246). Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης”. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4354/2015: « Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (Α΄ 220). Τυχόν συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντος πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και δανειοληπτών περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων δεν αντιτάσσονται στον εκδοχέα. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, οι Εταιρείες Διαχείρισης της περίπτωσης α΄της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποχρεούνται να αποδίδουν την εισφορά του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 (Α΄178), που βαρύνει τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων εφαρμοζομένων των διατάξεων του ως άνω νόμου και των κατ’εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων. 4…Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1. Καταβολή προς το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον δανειολήπτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου».
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 586 παρ. 1 και 588 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι κάθε τρίτος, ο οποίος δεν συμμετέχει στη δίκη μεταξύ άλλων – με την έννοια της μη ουσιαστικής συμμετοχής του είτε εκουσίως είτε παρά την πρόσκληση άλλου – ούτε προσεπικλήθηκε, ούτε ανακοινώθηκε σ’αυτόν η δίκη από την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο (με την έννοια της πρόσκλησης για τη συμμετοχή στη συγκεκριμένη δίκη η οποία προέρχεται από ενέργεια άλλου, δηλαδή δυνατότητας γνώσης της ύπαρξης εκκρεμούς δίκης και συμμετοχής σ’ αυτήν, χωρίς να είναι απαραίτητη η μετά από πρόσκληση συμμετοχή σε αυτήν μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά της εκδοθείσας απόφασης, η οποία πρέπει να είναι οριστική. Αίτημα της τριτανακοπής είναι η ως προς αυτόν ακύρωση ή κήρυξη ανενεργού της απόφασης, εφόσον προκαλεί βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του και εφόσον ο ίδιος έχει κατά το χρόνο έκδοσης της τριτανακοπτόμενης απόφασης κεκτημένο ή προστατεύσιμο δικαίωμα, κατά το άρθρο 69 ΚΠολΔ, με βάση το οποίο θα μπορούσε να ασκήσει, αγωγή ή παρέμβαση. Ο τρίτος που δεν συμμετέχει στη δίκη -, ούτε δεσμεύεται από το δεδικασμένο, μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή χωρίς άλλη προϋπόθεση, ενώ δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων δεδομένου ότι περιορισμοί στην άσκηση της τριτανακοπής προβλέπονται μόνο, α) για τους διαδίκους και τους διαδόχους τους, που ταυτίζονται μ’ αυτούς, όπως οι καθολικοί διάδοχοι, οι οποίοι δεν μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή, παρά μόνο μπορούν να προσβάλλουν την απόφαση στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιτρέπεται αναψηλάφηση (άρθρ. 333 παρ. 1 ΚΠολΔ) και β) για εκείνους που δεσμεύονται από το δεδικασμένο, οι οποίοι μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή, μόνο αν επικαλούνται κοινό δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων (άρθρ.586 παρ. 2 του ΚΠολΔ), οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στη δίκη που εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση. Η τριτανακοπή δεν είναι ένδικο μέσο, αλλά ένδικο βοήθημα, που δεν υπόκειται σε ορισμένη προθεσμία, δεν ασκείται με αυτήν κάποιο ουσιαστικό δικαίωμα ούτε επιδιώκεται η διάγνωσή του, αλλά η ενέργειά της εξαντλείται στην ανενέργεια ή ακύρωση της απόφασης απέναντι στον τριτανακότττοντα. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί των υποθέσεων που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741, 773 του ΚΠολΔ). Στην εκούσια δικαιοδοσία, τα πρόσωπα που δικαιούνται να ασκήσουν τριτανακοπή εντοπίζονται σε όσους δεν συμμετείχαν στη δίκη ως αιτούντες ή με έναν από τους τρόπους που αναφέρονται στα άρθρα 748 παρ. 3, 752 και 753 του ΚΠολΔ, δηλαδή δεν κλητεύθηκαν με διαταγή του δικαστηρίου, δεν άσκησαν παρέμβαση και δεν προσεπικλήθηκαν από τον διάδικο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Συνεπώς, και επί των εν λόγω υποθέσεων, ο τρίτος που δεν κλητεύθηκε μετά από διαταγή του δικαστηρίου ή δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση κατά την εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης, είναι μεν υποχρεωμένος να δεχθεί την διάπλαση της έννομης σχέσης που έγινε με την εκδοθείσα απόφαση, πλην όμως, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ασκήσει κατ’αυτής τριτανακοπή και να ζητήσει την ακύρωση της τριτανακοπτόμενης απόφασης, επικαλούμενος ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοση της ή ότι, εάν οι απόψεις του ετίθεντο ενώπιον του εκδόσαντος την τριτανακοπτόμενη απόφαση, δικαστηρίου, το τελευταίο θα έκρινε διαφορετικά, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας. Σε περίπτωση παραδοχής της τριτανακοπής, η απόφαση θα ακυρωθεί για το μέλλον (ex nunc), ενώ τα αποτελέσματα που είχαν επέλθει εν τω μεταξύ δεν ανατρέπονται. Για την άσκηση τριτανακοπής κατ’απόφασης της εκούσιας δικαιοδοσίας αρκεί η υπό τον τριτανακόπτοντα επίκληση υφιστάμενης βλάβης ή κινδύνου των συμφερόντων του από την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να απαιτείται η από αυτόν επίκληση δόλου ή συμπαιγνίας των αρχικών διαδίκων, αφού οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν παράγουν δεδικασμένο κατά την έννοια του άρθρου 321 του ΚΠολΔ, ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής η ρύθμιση της παρ.2 του άρθρου 586 του ΚΠολΔ, αλλά η κατά τα ανωτέρω δέσμευση του τριτανακόπτοντος είναι απόρροια της διαπλαστικής ενέργειας της πιο πάνω απόφασης (ΑΠ 477/2013, ΑΠ 1040/2009). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 288 της ΣΛΕΕ (Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρώην άρθρο 249 ΣΕΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), και παλαιότερα ΣΕΟΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας), ο κανονισμός που εκδίδεται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχει γενική ισχύ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο κανονισμός αποτελεί πηγή παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου (της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και ότι έχει άμεση εφαρμογή, τιθέμενος σε ισχύ από την έκδοση και δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελώντας πλέον μέρος του εφαρμοστέου εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους μέλους, χωρίς να απαιτείται, καταρχήν, για την εφαρμογή του η λήψη μέτρων από τις εθνικές αρχές (ΑΠ 93/2017). Από 1.3.2002, σύμφωνα με το άρθρο 76 αυτού, τέθηκε σε εφαρμογή ο 44/2001 Κανονισμός του Συμβουλίου της 22.12.2000 για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο ανωτέρω κανονισμός αντικατέστησε την από 27.9.1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, όπως αυτή ίσχυε τροποποιηθείσα από την Σύμβαση του Σαν Σεμπάστιαν της 26 Μαΐου 1989, που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τον Ν. 1814/1988 και τον Ν. 2004/1992, αντίστοιχα. Η θέσπιση του ανωτέρω Κανονισμού κατέστη αναγκαία μετά την Συνθήκη του Άμστερνταμ, που τέθηκε σε ισχύ από 1η Μαΐου 1999 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 2691/1999, οπότε τα ζητήματα συνεργασίας των κρατών – μελών στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις πέρασαν από τον τρίτο πυλώνα της διακυβερνητικής συνεργασίας των κρατών – μελών, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάστριχτ (1992), υπό τον ευρύτερο τίτλο “Συνεργασία στην Δικαιοσύνη και τις Εσωτερικές υποθέσεις”, όπου το πρόσφορο μέσο προς ρύθμιση αυτών ήταν η σύναψη Διεθνούς Συνθήκης (βλ. και παλαιό άρθρο 220 Συνθ. ΕΟΚ), στον πρώτο πυλώνα, που ενσωματώνεται πλέον στην Συνθήκη, στο τρίτο μέρος αυτής, υπό τον τίτλο IV (άρθρ. 61-69), με στόχο την εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπου πλέον το πρόσφορο μέσο προς ρύθμιση αυτών είναι η θέσπιση κανόνων στα πλαίσια του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου. Στόχος της κατάρτισης του πιο πάνω Κανονισμού ήταν, αφενός μεν η εισαγωγή συγχρόνων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αφετέρου δε η περαιτέρω απλούστευση των απαραιτήτων διατυπώσεων για την ταχεία αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις υποθέσεις αυτές, μέσω απλής και ομοιόμορφης διαδικασίας και, συνακόλουθα, η αντιμετώπιση και η λύση των προβλημάτων, που είχαν προκύψει κατά την εφαρμογή της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών. Ο Κανονισμός αυτός σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ/τος έχει αυξημένη τυπική ισχύ (ΑΠ 630/2019, ΑΠ 93/2017, ΑΠ 1027/2011).
– Η διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας αλλοδαπού τίτλου στην Ελλάδα εξαρτάται από τη χώρα προέλευσης και το είδος του προς εκτέλεση τίτλου. Η βασική διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας αλλοδαπού τίτλου στην Ελλάδα ρυθμίζεται στο άρθρο 905 του ΚΠολΔ (και 906 για τις διαιτητικές αποφάσεις) και προβλέπει την κήρυξή της με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου του τόκου κατοικίας, άλλως διαμονής του οφειλέτη, εφόσον πληρούνται οι ειδικότερες προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, αναλόγως του είδους του τίτλου. Η διαδικασία αυτή ακολουθείται, όπως ορίζει το ίδιο το άρθρο 905 παρ.1 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά το άρθρο 18 του Ν. 4055/2012) “με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις και κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Επομένως, οι διαδικασίες αναγνώρισης και κήρυξης της εκτελεστότητας, που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις (άρθρο 28 του Συντάγματος) και οι ευρωπαϊκοί δικονομικοί Κανονισμοί (άρθρο 288 ΣΛΕΕ) υπερισχύουν της αντίστοιχης διαδικασίας του ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο συγκεκριμένος τίτλος που επιχειρείται κάθε φορά να εκτελεσθεί στην Ελλάδα, εμπίπτει στο εκάστοτε πεδίο εφαρμογής των όχι πάντοτε κοινών προϋποθέσεων των νομοθετικών αυτών κειμένων. Ανάμεσα στους αλλοδαπούς εκτελεστούς τίτλους, που μπορούν να εκτελεστούν στην Ελλάδα είναι υπό προϋποθέσεις και τα εκτελεστά στη χώρα προέλευσής τους έγγραφα (άρθρο 904 παρ.2 περ.δ΄του ΚΠολΔ). Η δυνατότητα, αλλά και η διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας των τίτλων αυτών εξαρτάται από το νομοθετικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται, δηλαδή στον ΚΠολΔ, ή στην ειδικότερη διεθνή σύμβαση ή στον αντίστοιχο ευρωπαϊκό Κανονισμό, στον οποίο εντάσσεται η συγκεκριμένη διαφορά. Και τούτο διότι κάθε νομοθετικό κείμενο μπορεί να αποδέχεται στο πεδίο εφαρμογής του διαφορετικούς εκτελεστούς τίτλους. Ειδικότερα, όσον αφορά την εκτελεστότητα των εγγράφων, ο μεν Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 (άρθρο 46 ΚανΒρ ΙΙα) “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας” εντάσσει στο περίο εφαρμογής του, τόσο τα δημόσια, όσο και ορισμένα ιδιωτικά έγγραφα, και δη αυτά που περιέχουν “…συμφωνίες των μερών οι οποίες είναι εκτελεστές στο κράτος μέλος, όπου συνήφθησαν”, ο Κανονισμός όμως 1215/2012 (ΚανΒρ Ια) όπως και οι ισχύσαντες πριν απ’ αυτόν Σύμβαση των Βρυξελλών και Κανονισμός 44/2001 “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, περιορίζουν τη δυνατότητα διασυνοριακής εκτέλεσης μόνον στα δημόσια έγγραφα (άρθρο 57 του Κανονισμού 44/2011 και άρθρο 58 του Κανονισμού 1215/2012). Επομένως, εάν ένας εκτελεστός τίτλος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής συγκεκριμένου ευρωπαϊκού νομοθετήματος, όπως (δεν εμπίπτουν) τα ιδιωτικά έγγραφα από το πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, τότε η μόνη οδός κήρυξής τους εκτελεστών στην Ελλάδα παραμένει αυτή του άρθρου 905 του ΚΠολΔ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εν λόγω διάταξης (βλ. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, 2006, παρ.73, σελ.164-165). Όταν πρόκειται για εκτελεστό έγγραφο, που αφορά ειδικότερα σε αστική ή εμπορική υπόθεση, η δυνατότητα εκτέλεσης του συγκεκριμένου τίτλου στην αλλοδαπή, εξαρτάται από το περιεχόμενο που θα δοθεί στην έννοια του “δημοσίου εγγράφου”, το οποίο και μόνον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής όλων των μέχρι σήμερα ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, που αναφέρονται στις διαφορές αυτές. Η έννοια του “δημοσίου εγγράφου” δεν οριζόταν ρητώς πριν από την ήδη ισχύοντα Κανονισμό (ΕΚ) 1215/2012 (ΚανΒρ Ια). Η αρχική Σύμβαση των Βρυξελλών “για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1814/11.11.1988 (ΦΕΚ Α΄249), προέβλεπε στο άρθρο 50 αυτής ότι: “Τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος περιβάλλονται, κατόπιν αιτήσεως, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος κατά τη διαδικασία των άρθρων 31 επ. Η αίτηση απορρίπτεται μόνο αν η εκτέλεση του δημοσίου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους εκτελέσεως”. Ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, με ορισμένες μόνο διαδικαστικές προσαρμογές στην εισαχθείσα από τον ίδιο νεώτερη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας των αλλοδαπών τίτλων, περιείχε και ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (ΚανΒρ Ι), που δεν προσδιορίζει όμως την έννοια του “δημοσίου εγγράφου”, το οποίο μπορεί να κηρυχθεί με βάση τις διατάξεις του εκτελεστό σε άλλο κράτος μέλος. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ.1 αυτού: “Τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος περιβάλλονται, κατόπιν αιτήσεως, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος κατά τη διαδικασία των άρθρων 38 και επ. Το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η προσφυγή δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δύναται να απορρίψει ή προφανώς να ανακαλέσει κήρυξη εκτελεστότητας μόνο αν η εκτέλεση του δημοσίου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους εκτελέσεως”. Στοιχεία για την ειδικότερη έννοια των “δημοσίων εγγράφων” απαντώνται για πρώτη φορά στην Αιτιολογική Έκθεση της Συμβάσεως του Λουγκάνο της 16.9.1988, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν.2460/1997, και όρισε, στο πρότυπο της Σύμβασης των Βρυξελλών, τις σχέσεις των κρατών μελών της τότε ΕΚ με τις χώρες της ΕΖΕΣ, δεδομένου ότι στις τελευταίες δεν υπήρχε ενιαία αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών (Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ, ό.π., παρ.82, αριθμ.3, σελ.554 -555). Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση Jenard/Möller (EE-C189/28.7.1990, αριθμ.72) της Σύμβασης του Λουγκάνο οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συγκεντρώνει ένα έγγραφο, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δημόσιο, είναι: α) Να έχει βεβαιωθεί η γνησιότητά του από δημόσια αρχή, β) όχι μόνον ως προς την υπογραφή, αλλά και ως προς το περιεχόμενό του, και γ) το έγγραφο να είναι εκτελεστό στο κράτος όπου έχε καταρτισθεί. Την έννοια του “δημοσίου εγγράφου”ορίζει πλέον ρητά ο Κανονισμός (ΕΚ) 1215/2012, που αντικατέστησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001, και επέλεξε, στο πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών νομοθετημάτων (π.χ. Κανονισμοί 4/2009, 650/2012) να προτάξει, στο άρθρο 2 αυτού, ορισμό των βασικών εννοιών του, ώστε να διευκολύνει την ερμηνεία του. Έτσι, ως “δημόσιο έγγραφο”, στο πνεύμα ακριβώς της Αιτιολογικής Έκθεσης Jenard/Möller, νοείται σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. γ΄ Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 “το έγγραφο που έχει συνταχθεί ή καταχωρισθεί ως δημόσιο έγγραφο στο κράτος μέλος προέλευσης και του οποίου η γνησιότητα: i) συνδέεεται με την υπογραφή και το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου, και ii) έχει πιστοποιηθεί από δημόσια αρχή η οποιαδήποτε άλλη εξουσιοδοτημένη προς τούτο αρχή. Κάθε άλλο έγγραφο, που δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, δε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “δημόσιο έγγραφο”, και, επομένως, δεν υπάγεται στη διαδικασία αναγνώρισης ή εκτέλεσής του δυνάμει του συγκεκριμένου Κανονισμού. Δυνατότητα εκτέλεσής του στην Ελλάδα, εφόσον πρόκειται για αλλοδαπό εκτελεστό (μη δημόσιο, άρα ιδιωτικό) έγγραφο, υπάρχει πλέον, μόνον εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 905 του ΚΠολΔ. Από άποψη διαχρονικού δικαίου ο Κανονισμός (ΕΚ) 1215/2012 εφαρμόζεται για δικαστικές διαδικασίες, που άρχισαν πριν από τις 10.1.2015, ή για δημόσια έγγραφα ή δικαστικούς συμβιβασμούς, που καταρτίσθηκαν πριν από την ίδια αυτή ημερομηνία (άρθρο 66 παρ.1 του Κανονισμού 1215/2012). Για διαδικασίες, που άρχισαν ή για έγγραφα που καταρτίσθηκαν (ή καταχωρίσθηκαν) πριν από την ημερομηνία αυτή εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (Νίκας/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’άρθρον του Κανονισμού Βρυξέλλες 1α (1215/2012), 2016, Εισαγωγικές Παρατηρήσεις, άρθρ.36-57, αριθμ.12, άρθρ.66, αριθμ.1). Ο ρητός εννοιολογικός προσδιορισμός των “δημοσίων εγγράφων” στο άρθρο περ.γ του νυν ισχύντος Κανονισμού 1215/2012 κάθε άλλο παρά ανεξάρτητος από την ερμηνευτική πορεία της έννοιας κατά το διάστημα ισχύος της αρχικής Συμβάσεων των Βρυξελλών και του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 παρουσιάζεται. Αντίθετα, αντιστοιχεί ακριβώς στο περιεχόμενο της έννοιας που διέπλασε με σαφή τρόπο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), υπό το καθεστώς των προϊσχυσάντων του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 ως άνω νομοθετημάτων. Το ζήτημα ερμηνείας του όρου εμφανίσθηκε στο ΔΕΚ ήδη υπό την ισχύ της αρχικής Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Το Δικαστήριο με την απόφασή του ΧΧΧ. κατά ΧΧΧ της 17.6.1999 (C-269/97, ΣυλλΝομομ 1999.Ι.3715) αναφερόμενο ρητώς στην ως άνω έκθεση Jenard/Möller, δέχθηκε ότι για το χαρακτηρισμό ορισμένου εγγράφου ως “δημοσίου” είναι αναγκαία η συμμετοχή δημόσιας αρχής κατά την κατάρτισή του ή κατά την καταχώρισή του σε δημόσιο βιβλίο, εφόσον κατ’αυτήν βεβαιώνεται η “γνησιότητά” του από τη δημόσια αρχή ή άλλη προς τούτο εξουσιοδοτημένη αρχή. Ειδικότερα με την απόφαση έγιναν δεκτά τα κάτωθι: Το άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει τα εξής:…«Τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος περιβάλλονται, κατόπιν αιτήσεως, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος κατά τη διαδικασία των άρθρων 31 και επ. Η αίτηση απορρίπτεται μόνο αν η εκτέλεση του δημοσίου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους εκτελέσεως. Το προσκομιζόμενο έγγραφο πρέπει να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας στο κράτος προελεύσεως. …Το άρθρο 50, πρώτη παράγραφος, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών αντικαταστάθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 της Συμβάσεως της 26ης Μαΐου 1989 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1, στο εξής: τρίτη σύμβαση προσχωρήσεως), από το ακόλουθο πανομοιότυπο κείμενο (όσον αφορά το γαλλικό κείμενο του ίδιου άρθρου, η διατύπωση του υπέστη ορισμένες τροποποιήσεις): « Τα δημόσια έγγραφα, που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος, περιβάλλονται, κατόπιν αιτήσεως, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος κατά τη διαδικασία των άρθρων 31 και επόμενα.» …Συναφώς υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι το άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών εξομοιώνει τα «δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος», όσον αφορά την εκτελεστότητά τους εντός των άλλων συμβαλλομένων κρατών, προς τις δικαστικές αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25 της ίδιας αυτής Συμβάσεως, καθόσον ορίζει ότι στα εν λόγω έγγραφα εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εκτελέσεως των άρθρων 31 επ. της Συμβάσεως. Με τις εν λόγω διατάξεις επιδιώκεται, συγκεκριμένα, η επίτευξη ενός από τους θεμελιώδεις σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δηλαδή της κατά το δυνατόν διευκολύνσεως της «ελεύθερης κυκλοφορίας» των δικαστικών αποφάσεων, με τη θέσπιση μιας απλής και ταχείας διαδικασίας για την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου (βλ. αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1985,148/84, Deutsche Genossenschaftsbank, Συλλογή 1985, σ. 1981, σκέψη 16, και της 2ας Ιουνίου 1994, C-414/92, Solo Kleinmotoren, Συλλογή 1994, σ. 1-2237, σκέψη 20). 15 Εφόσον για την πραγματοποίηση αναγκαστικής εκτελέσεως βάσει των εγγράφων που εμπίπτουν στο άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ισχύουν οι ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που ισχύουν για τις δικαστικές αποφάσεις, η γνησιότητα των εγγράφων αυτών πρέπει να αποδεικνύεται αναμφισβήτητα, ώστε το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως να μπορεί να θεωρήσει δεδομένη τη γνησιότητά τους. Εφόσον όμως για τα έγγραφα που καταρτίζονται μεταξύ ιδιωτών δεν ισχύει το τεκμήριο γνησιότητας, η συμμετοχή δημόσιας αρχής ή άλλης αρχής εξουσιοδοτημένης προς τούτο από το κράτος καταρτίσεως του εγγράφου είναι αναγκαία για να προσδοθεί στα έγγραφα αυτά η ιδιότητα των δημοσίων εγγράφων. Η ορθότητα αυτής της ερμηνείας του άρθρου 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών επιβεβαιώνεται από την έκθεση Jenard-Möller σχετικά με τη Σύμβαση του Λουγκάνο (ΕΕ 1990, C 189, σ. 57, στο εξής: έκθεση Jenard-Möller). 17 Συγκεκριμένα, στο σημείο 72 της εκθέσεως Jenard-Möller υπενθυμίζεται ότι οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) είχαν ζητήσει να διευκρινισθούν οι προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να συγκεντρώνει ένα δημόσιο έγγραφο για να θεωρηθεί δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 50 της Συμβάσεως του Λουγκάνο. Συναφώς αναφέρονται τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες είναι οι εξής: «Η γνησιότητα του εγγράφου πρέπει να έχει θεωρηθεί από μια δημόσια αρχή, η γνησιότητα αυτή πρέπει να αναφέρεται στο περιεχόμενο του εγγράφου και όχι μόνο, για παράδειγμα, στην υπογραφή του, το έγγραφο πρέπει να είναι το ίδιο εκτελεστό στο κράτος στο οποίο έχει καταρτισθεί. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η συμμετοχή δημόσιας αρχής είναι αναγκαία για τον χαρακτηρισμό ενός εγγράφου ως δημοσίου υπό την έννοια του άρθρου 50 της Συμβάσεως του Λουγκάνο”. Όπως είναι προφανές από τη συγκεκριμένη απόφαση, για τον προσδιορισμό της έννοιας του “δημοσίου εγγράφου” το ΔΕΚ υιοθέτησε, στο πλαίσιο της αυτόνομης ερμηνείας, που γενικά ακολουθεί για τους όρους των ευρωπαϊκών Κανονισμών, την προσέγγιση της Έκθεσης Jenard-Möller, η ίδια δε η απόφαση αυτή του ΔΕΚ αποτέλεσε στη συνέχεια το πρότυπο για τη ρύθμιση του άρθρου 2 περ.γ΄του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012. Επομένως, για τον προσδιορισμό της έννοιας του “δημοσίου εγγράφου”, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ευρωπαϊκών δικονομικών νομοθετημάτων, ακολουθείται διαχρονικά, από τη Σύμβαση των Βρυξελλών, τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 έως και τον Κανονισμό (ΕΚ) 1215/2012 η ίδια ακριβώς εννοιολογική προσέγγιση, θεμελιωμένη στην ίδια πάντοτε τελολογία, έτσι ώστε για την ερμηνεία του συγκεκριμένου όρου να παρουσιάζεται απολύτως αδιάφορο το εκάστοτε εθνικό νομοθετικό καθεστώς. Έτσι, η έννοια του “δημοσίου εγγράφου”, που διαπλάσθηκε νομολογιακά κατ’αυθεντικό και δεσμευτικό τρόπο με την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, διατήρησε αυτούσια τη σημασία της και κατά το διάστημα ισχύος του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, ισχύει δε και σήμερα μέσα από τη διάταξη του άρθρου 2 περ.γ΄του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012. Το ΔΕΚ στην ανωτέρω κρίσιμη απόφασή του Unibank A/S υιοθέτησε απόλυτα την επί της υπόθεσης προηγηθείσα Πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα La Pergola (Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα La Pergola της 2.2.1999, EurLex ECLI:EU:C1999.44, 61997CCo269), που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στην υπό εξέταση διαφορά, διότι αναλύει διεξοδικά, τόσο τις προϋποθέσεις υπαγωγής μίας έγγραφης αποτύπωσης στην έννοια του “δημοσίου εγγράφου”, ιδίως σε σχέση με το στοιχείο της κατάρτισης του εγγράφου με τη σύμπραξη δημοσίου οργάνου ή της βεβαίωσης της γνησιότητάς του από τη δημόσια αρχή, όσο και την τελολογία της υπαγωγής αποκλειστικά και μόνον των δημοσίων εγγράφων στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του συγκεκριμένου ευρωπαϊκού νομοθετήματος. Ειδικότερα, αναφερόμενος ο Γενικός Εισαγγελέας στην ειδικότερη διατύπωση του άρθρου 50 της τότε εφαρμοστέας Συμβάσεως των Βρυξελλών, όπου γινόταν λόγος για “δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος”, ο Γενικός Εισαγγελέας παρατηρεί (σκέψη 7 των Προτάσεών του) τα εξής:”…Συγκεκριμένα, η λέξη «εκδοθεί» υποδηλώνει μια διαδικασία καταρτίσεως του εγγράφου που δεν προβλέπει μόνον τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων, αλλά και ενός άλλου προσώπου, το οποίο καλείται ακριβώς να εκδώσει το έγγραφο και να του προσδώσει τα χαρακτηριστικά του «δημοσίου εγγράφου». Από το γράμμα επομένως της υπό εξέταση διατάξεως – και ειδικότερα από τη χρήση του όρου «εκδοθεί» – μπορεί να συναχθεί ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στην κατηγορία εγγράφων, η οποία συνιστά το αποτέλεσμα της επιτελέσεως του έργου της καταρτίσεως δημοσίων εγγράφων, το οποίο κατανέμεται, ανάλογα με την έννομη τάξη, μεταξύ δημοσίων λειτουργών και άλλων προσώπων των οποίων η αρμοδιότητα έχει προσδιορισθεί με νόμο”. Τη θεμελιώδη αυτή για την έννοια των “δημοσίων εγγράφων” σκέψη του συνοδεύει ο Γενικός Εισαγγελέας με ρητή αναφορά στην τελολογία της συγκεκριμένης διάταξης. Έτσι, στη συνέχεια, στην ίδια πάντοτε σκέψη των Προτάσεών του (αριθμ.7) αναφέρει: Το συμπέρασμα αυτό είναι το μόνο που συμβιβάζεται … με τον σκοπό της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Πράγματι, η Σύμβαση αποσκοπεί στην «κατά το δυνατόν διευκόλυνση της “ελεύθερης κυκλοφορίας” των δικαστικών αποφάσεων, με τη θέσπιση μιας απλής και ταχείας διαδικασίας για την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου» 9. Προς τις δικαστικές αποφάσεις το άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών εξομοιώνει «τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος». Τα έγγραφα αυτά επομένως μπορούν, θα λέγαμε, να «κυκλοφορούν» όπως ακριβώς οι δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή αναγνωρίζεται, δυνάμει του άρθρου 50, η προτιμησιακή μεταχείριση των εν λόγω εγγράφων σε σχέση με την εκτέλεσή τους σε άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Θα μπορούσε μάλιστα να υποθεί ότι το καθεστώς που προβλέπει η Σύμβάση των Βρυξελλών για τα δημόσια έγγραφα είναι ευνοϊκότερο από το προβλεπόμενο για τις δικαστικές αποφάσεις: πράγματι, όπως προβλέπει το ίδιο το άρθρο 50, η αίτηση περιαφής του εκτελεστήριου τύπου απορρίπτεται μόνον αν η εκτέλεση του δημοσίου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους εκτελέσεως, ενώ, στην περίπτωση των δικαστικών αποφάσεων, η απόρριψη της αιτήσεως μπορεί να στηριχθεί και σε άλλους λόγους 10. Αν επομένως ληφθούν υπόψη οι συνέπειες που μπορεί να έχει ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως «δημοσίου», είναι σκόπιμο να οριστεί με μεγάλη προσοχή η υπό εξέταση κατηγορία. Το δημόσιο έγγραφο εξομοιώνεται δηλαδή με δικαστική απόφαση. Αυτή δε η εξομοίωση είναι δικαιολογημένη στην περίπτωση ακριβώς κατά την οποία το δημόσιο έγγραφο αποτελεί την απόρροια της νοητικής και αξιολογικής δραστηριότητας ενός δημόσιου λειτουργού, δηλαδή προέρχεται – έμμεσα έστω και μόνο για λόγους γνησιότητας από τις δημόσιες αρχές. Τα ιδιαίτερα αυτά αποτελέσματα των «δημοσίων εγγράφων» προβλέπονται μάλιστα από τη Σύμβαση των Βρυξελλών αποκλειστικά και μόνο λόγω των χαρακτηριστικών της ανωτέρω αναφερθείσας δραστηριότητας και λόγω της ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής από τα προς τούτο ενδεδειγμένα πρόσωπα – όργανα της διοικήσεως ή ιδιώτες στους οποίους έχει ανατεθεί ορισμένο δημόσιο έργο. Τα αποτελέσματα αυτά των δημοσίων εγγράφων δικαιολογούνται επομένως μόνον επειδή συναρτώνται προς το τεκμήριο ακρίβειας και βεβαιότητας που δημιουργείται κατά τη διενέργεια των πράξεων των ειδικευμένων συντακτών δημοσίων εγγράφων. Αυτός είναι επομένως ο λόγος για τον οποίο ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως «δημοσίου» δεν επιτρέπεται να προσδίδεται σε οποιοδήποτε έγγραφο που αποτελεί απόρροια της ελεύθερης βουλήσεως ιδιωτών, αλλά μόνο στα έγγραφα για τα οποία προβλέπονται συγκεκριμένες διαδικασίες βεβαιώσεως της γνησιότητας, οι οποίες να δικαιολογούν την εξομοίωση της υπό εξέταση κατηγορίας προς τις δικαστικές αποφάσεις. Αντίθετα, δεν θα ήταν σύμφωνη προς τον σκοπό και το πνεύμα της Συμβάσεως των Βρυξελλών η επιβολή στα συμβαλλόμενα κράτη της υποχρεώσεως να προβλέπουν για τα ιδιωτικά έγγραφα, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διαδικασίας βεβαιώσεως της γνησιότητας, την ίδια μεταχείριση που προβλέπουν για τις αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστικά όργανα. 8. Τα ανωτέρω συμπεράσματα επιβεβαιώνονται από την έκθεση Jenard -Möller επί της Συμβάσεως του Λουγκάνο. Σε σχέση με το άρθρο 50 της εν λόγω Συμβάσεως, το οποίο αντιστοιχεί προς την επίμαχη εν προκειμένω διάταξη και έχει ουσιαστικά πανομοιότυπη διατύπωση η έκθεση διευκρινίζει ότι δημόσιο έγγραφο», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι το έγγραφο που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: η γνησιότητα τον εγγράφου πρέπει να έχει θεωρηθεί από μια δημόσια αρχή· η γνησιότητα αυτή πρέπει να αναφέρεται στο περιεχόμενο του εγγράφου και όχι μόνο, για παράδειγμα, στην υπογραφή του· το έγγραφο πρέπει να είναι το ίδιο εκτελεστό στο κράτος στο οποίο έχει καταρτισθεί». Επομένως, σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση – η οποία αποτελεί, ακόμη και κατά την άποψη των θεωρητικών του δικαίου 14, χρήσιμο ερμηνευτικό βοήθημα για την ερμηνεία του άρθρου 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών – δημόσιο έγγραφο είναι μόνον το έγγραφο που έχει καταρτιστεί με τη συμμετοχή δημόσιας αρχής, η οποία ακριβώς καλείται να θεωρήσει τη γνησιότητα του εγγράφου, δηλαδή να του προσδώσει τα χαρακτηριστικά της βεβαιότητας και γνησιότητας όχι μόνο σε σχέση με τα εξωτερικά στοιχεία του, όπως είναι π.χ. η ημερομηνία ή η υπογραφή, αλλά και σε σχέση με τα στοιχεία του περιεχομένου του.9…Η γνησιότητα αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της κατηγορίας εγγράφων που ρυθμίζεται από την υπό κρίση διάταξη και για τη βεβαίωση της γνησιότητας αυτής είναι αναγκαία… η παρέμβαση της δημόσιας αρχής κατά την κατάρτιση του εγγράφου”. Εκ των Προτάσεων αυτών του Γενικού Εισαγγελέα La Pergola συνάγεται ότι για την υπαγωγή μίας έγγραφης αποτύπωσης στην έννοια του ” δημοσίου εγγράφου” κρίσιμη είναι η συμμετοχή ή μη του δημόσιου λειτουργού κατά τη σύνταξη ή την καταχώριση του εγγράφου στα δημόσια βιβλία. Για να είναι “δημόσιο” το έγγραφο θα πρέπει να συμπράττει κατά τη σύνταξη, μαζί με τους ιδιώτες, και ο δημόσιος λειτουργός, βεβαιώνοντας έτσι, λόγω άμεσης, εξ ιδίων γνώσης, περί της γνησιότητας της υπογραφής, όσο όμως υποχρεωτικά και του περιεχομένου του εγγράφου. Αν αντίθετα ο δημόσιος λειτουργός απλώς καταχωρίζει το καταρτισθέν από τους ιδιώτες έγγραφο, χωρίς να έχει καμία άμεση συμμετοχή στη σύνταξή του ή στη διαπίστωση κατά την καταχώριση του εγγράφου στο δημόσιο βιβλίο περί του περιεχομένου του, τότε το έγγραφο αυτό δε μπορεί να αναβαθμισθεί σε “δημόσιο” κατά την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου, αλλά παραμένει ιδιωτικό, μη υπαγόμενο στο πεδίο εφαρμογής των ευρωπαϊκών δικονομικών νομοθετημάτων. Η ιδιάζουσα σημασία που προσδίδει ο ευρωπαίος δικονομικός νομοθέτης στην άμεση συμμετοχή του δημόσιου λειτουργού κατά την κατάρτιση ή την καταχώριση του εγγράφου, ώστε να το αναβαθμίσει σε “δημόσιο έγγραφο” και να το δεχθεί στους κόλπους της ευνοϊκής του μεταχείρισης, απονέμοντάς του την ικανότητα να θεμελιώνει διασυνοριακή εκτέλεση, αποκλείει παντελώς κάθε σκέψη διασταλτικής ερμηνείας του όρου. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε από τον ανωτέρω Γενικό Εισαγγελέα στις Προτάσεις του (προαναφερθείσα Σκέψη 7) “αν…ληφθούν υπόψη οι συνέπειες που μπορεί να έχει ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως «δημοσίου», είναι σκόπιμο να οριστεί με μεγάλη προσοχή η υπό εξέταση κατηγορία… και προς τούτο θα πρέπει “το δημόσιο έγγραφο (να) αποτελεί την απόρροια της νοητικής και αξιολογικής δραστηριότητας ενός δημόσιου λειτουργού, δηλαδή (να) προέρχεται – έμμεσα έστω και μόνο για λόγους γνησιότητας – από τις δημόσιες αρχές”. Επίσης το ίδιο στοιχείο τόνισε εμφατικά και η ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, στην υπ’αριθμ.15 σκέψη της οποίας το Δικαστήριο δέχθηκε ότι “εφόσον για την πραγματοποίηση αναγκαστικής εκτελέσεως βάσει των εγγράφων που εμπίπτουν στο άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ισχύουν οι ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που ισχύουν για τις δικαστικές αποφάσεις, η γνησιότητα των εγγράφων αυτών πρέπει να αποδεικνύεται αναμφισβήτητα”. Συνεπώς, η τελολογία της διάταξης αυτής, όπως αυθεντικά και δεσμευτικά ορίσθηκε από την ανωτέρω απόφαση, αποκλείει παντελώς κάθε ενδεχόμενο υιοθέτησης στο πεδίο εφαρμογής της οποιουδήποτε εγγράφου, συνταχθέντος από ιδιώτες, χωρίς τη συμμετοχή κατά τη σύνταξή του κάποιου δημόσιου λειτουργού, ακόμη και εάν αυτό καταχωρίσθηκε, λχ. για λόγους δημοσιότητας σε δημόσιο βιβλίο (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα και υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση από 12.9.2018 γνωμοδότηση του Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Πάρι Αρβανιτάκη).