Ο απόλυτος χαρακτήρας της απαγόρευσης κάμπτεται, σε ορισμένες περιπτώσεις και σε βάρος του κατηγορουμένου
Το ζήτημα της, κατόπιν στάθμισης, αξιοποίησης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων για την απόδειξη σοβαρών αδικημάτων επιλήφθηκε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών (ΣυμβΠλημΑθ 934/2022).
Ειδικότερα, αναλύοντας τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται (κατ’ εξαίρεση) η αξιοποίηση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων στην ποινική διαδικασία, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Συμβουλίου, με την διάταξη του άρθρου 37 ΚΠΔ, καθιερώνεται η αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων. Στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα, η ποινική δίωξη ασκείται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, όταν ο τελευταίος πληροφορηθεί για την τέλεση του εγκλήματος με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι, ως άλλη πληροφορία κατά το άρθρο 37 ΚΠΔ νοείται και η περιεχόμενη σε παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο, ανεξάρτητα από το ζήτημα της δυνατότητας ή μη αποδεικτικής αξιοποίησης του μέσου αυτού.
Ακολούθως, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι ότι ο απόλυτος χαρακτήρας της διατύπωσης των διατάξεων των άρθρων 19 παρ. 3 του Συντάγματος και 177 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως ισχύουν, δεν μπορεί να αποκλείσει την αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου προς όφελος του κατηγορουμένου, ιδίως αν η αθωότητά του προκύπτει άμεσα από αυτό και δεν μπορεί να αποδειχθεί κατ’ άλλο τρόπο.
Η προβλεπόμενη απόλυτη απαγόρευση δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων πρέπει κάθε φορά να ελέγχεται σε συνταγματικό επίπεδο και δη να διερευνάται εάν η εν λόγω απαγόρευση είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που προστατεύουν το απόλυτο αγαθό της ανθρώπινης αξίας, με συνέπεια, για να μην τίθενται σε διακινδύνευση τα έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας του ατόμου τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας –πλην της χρήσεως αποδεικτικών μέσων κτηθέντων κατόπιν βασανιστηρίων ή κατόπιν προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας– να κάμπτεται, υπέρ του κατηγορουμένου και υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, ο κανόνας του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος, δηλαδή της απαγόρευσης χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων.
Κατ’ επέκταση, έγινε περαιτέρω δεκτό ότι ο απόλυτος χαρακτήρας της απαγόρευσης κάμπτεται, σε ορισμένες περιπτώσεις και σε βάρος του κατηγορουμένου, όπου η απόλυτη αποδεικτική απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάλυση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και έννομη προστασία κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.
Το Συμβούλιο τόνισε ότι αποδεικτικά μέσα τα οποία αποκτήθηκαν με προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ενταχθούν στον δικαιοδοτικό μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης και να αξιοποιηθούν, έστω και αν πρόκειται να εξιχνιασθεί το ειδεχθέστερο έγκλημα, επειδή η αξιοποίηση αυτή θα συνιστούσε εκ νέου προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Τέλος, επεσήμανε ότι ειδική εξαίρεση στην απαγόρευση αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου και έχουν ληφθεί κατά παράβαση των δικονομικών τύπων, εισάγεται στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, στο οποίο έχουν συγχωνευθεί η Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος και η Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς.
Πηγή: sakkoulas-online.gr.