Αριθμός 33/2023
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, περί αναιρέσεως της ΗΤ 1373/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον M** S*** του A**, κάτοικο Καλλιθέας Αττικής, ο οποίος δεν εμφανίστηκε.
….
I. Η διάταξη του άρθρου 501 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7- 2019 Κ.Ποιν.Δ. [Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο)] ορίζει ότι: «1. Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του (…) η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη (…). Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση», ενώ η διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ίδιου παραπάνω Κ.Ποιν.Δ. ορίζει ότι: «Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 368)». Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 505 παρ. 1 περ. β’ του ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ. ορίζει ότι: «(…) την αναίρεση μπορούν να ζητήσουν (…) β) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών για τις αποφάσεις του τριμελούς πλημμελειοδικείου, των δικαστηρίων ανηλίκων, των μονομελών πλημμελειοδικείων της έδρας της περιφέρειάς του (…)». Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 507 του αυτού ως άνω Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 155 του Ν 4855/2021 (Φ.Ε.Κ, 215/12-11-2021 τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: «προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν.». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ο εισαγγελέας πρωτοδικών έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση, μεταξύ και άλλων, απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου της έδρας της περιφέρειάς του, που απέρριψε έφεση ως ανυποστήρικτη, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την καταχώρισή της, καθαρογραμμένης, στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε.
II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 512 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ. [που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6- 2019, τεύχος πρώτο)], με έναρξη ισχύος την 1η Ιουλίου 2019, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο του ως άνω Ν. 4620/2019 και το άρθρο 585 του παραπάνω νέου Κ.Ποιν.Δ.: «Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 – 162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ή στην Ολομέλειά του. Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο αναιρεσείων δεν παραστεί στη συζήτηση ή στη μετ’ αναβολή αυτής με συνήγορο, η αναίρεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Σε περίπτωση αναίρεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 340», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 4 του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ.: «Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται από συνήγορο δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον νομίμως έχει κλητευθεί και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης ή εκπροσώπησής του θα δικαστεί ερήμην». Εξάλλου, ως «υπόλοιποι» διάδικοι, οι οποίοι πρέπει να καλούνται στη συζήτηση της αναίρεσης, θεωρούνται όλοι εκείνοι, οι οποίοι νομίμως απέκτησαν την ιδιότητα του διαδίκου, μεταξύ των οποίων πρωτίστως περιλαμβάνεται ο κατηγορούμενος, ο οποίος πρέπει να καλείται, για να παραστεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης που άσκησε ο εισαγγελέας, καθόσον το έννομο συμφέρον του είναι προφανές να αντικρούσει την αναίρεση, εφόσον στρέφεται εναντίον του και να υποστηρίξει την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, στην περίπτωση δε κατά την οποία η αναίρεση του εισαγγελέα ασκήθηκε υπέρ αυτού (κατηγορουμένου) να υποστηρίξει τη βασιμότητα των λόγων της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1 και 2 του ως άνω ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου διαδίκου από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημόσιας δύναμης, αν δε αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή στον τόπο όπου εργάζεται τούτος, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει ή στον διευθυντή ή σε κάποιον από όσους εργάζονται στον ίδιο τόπο, ενώ αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά τον ως άνω φάκελο στην πόρτα της. Η επίδοση αυτή, με θυροκόλληση, είναι έγκυρη μόνον όταν επακολουθήσει νομότυπη κλήτευση και του τυχόν διορισθέντος αντικλήτου του ενδιαφερομένου διαδίκου, ανεξάρτητα αν ο διορισμός του ήταν ή όχι υποχρεωτικός από το νόμο, σε αυτή δε την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την τελευταία χρονικά επίδοση (Α.Π. 476/2021). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, σε περίπτωση αναίρεσης του εισαγγελέα, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει κλητευθεί, νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίστηκε όμως ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο υπεράσπισης, η συζήτηση της υπόθεσης προχωρεί κανονικά και δικάζεται σαν να ήταν και αυτός, δηλαδή ο κατηγορούμενος, παρών.
III. Στην προκείμενη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, για αναίρεση της υπ’ αρ. ΗΤ 1373/17-5-2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., που τηρείται στη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του ανωτέρω Δικαστηρίου, την 6-7-2022, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος (υπέρ ου η αναίρεση), (όν.) M*** (επ.) S*** του ***, κάτοικος Καλλιθέας Αττικής (οδός ****), κατά της υπ’ αρ. ΒΑΜ 8344/22- 8-2019 απόφασης του Β’ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικαστεί, για την αξιόποινη πράξη της παράνομης οπλοφορίας, σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί διετία, υπό τον όρο της υποχρέωσης εμφάνισής του το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός στο Α.Τ. του τόπου της κατοικίας του, για όλο το χρονικό διάστημα της αναστολής της ανωτέρω επιβληθείσας σε βάρος του ποινής φυλάκισης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. στον αρμόδιο γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών Ν*** , την 11-7-2022, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αρ. 25/11-7-2022 έκθεση αναίρεσης, είναι δε παραδεκτή, σύμφωνα με έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο I νομική σκέψη, καθόσον ασκήθηκε από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 504 παρ. 1, 505 παρ. 2, 507, 509 παρ. 1, 473 παρ. 3, 474 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), περιλαμβάνει δε παραδεκτό λόγο αναίρεσης, συνιστάμενο σε απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητα του λόγου της, παρά την απουσία του κατηγορουμένου (υπέρ ου η αναίρεση), σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο II νομική σκέψη, λαμβανομένου υπόψη ότι ο τελευταίος [κατηγορούμενος (υπέρ ου η αναίρεση)] κλήθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, να παραστεί στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, με την επίδοση σ’ αυτόν της υπ’ αρ. 824/2022, με ημερομηνία 5-9-2022, κλήσης, με θυροκόλληση, με την παρουσία του μάρτυρα Π**, επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, καθόσον δεν βρέθηκε στην ως άνω κατοικία του ο ίδιος, αλλά ούτε και κάποιο άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 155 παρ, 2 του Κ.Ποιν.Δ., στη συζήτηση της ανωτέρω από 11-7-2022 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αρ. 25/11-7-2022 έκθεση για αναίρεση υπέρ αυτού [κατηγορουμένου (υπέρ ου η αναίρεση)] της υπ’ αρ. ΗΤ 1373/17-5-2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από το από 12-9-2022 αποδεικτικό, που συντάχθηκε από την επιμελήτρια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α***, όμοια δε κλήση επιδόθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, και στον νομίμως διορισθέντα αντίκλητό του [κατηγορουμένου (υπέρ ου η αναίρεση)], με την υπό στοιχεία Αριθμός: Ε.Μ.: 7619/2019 έφεση που άσκησε κατά της υπ’ αρ. ΒΑΜ 8344/22-8-20019 απόφασης του Β΄Αυτοφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλόμενη υπ’ αρ. ΗΤ 1373/17-5-2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, νόμιμα και εμπρόθεσμα, την 13-9-2022, με παράδοσή της (κλήσης) στην σύνοικο ενήλικο Σ** , γραμματέα της νομικής υπηρεσίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, όπως προκύπτει από το από 13-9-2022 αποδεικτικό, που συντάχθηκε από την ως άνω επιμελήτρια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α***, που έχουν επισυναφθεί στον φάκελο της δικογραφίας, με την υπόμνηση ότι αν δεν παραστεί θα δικαστεί σαν να ήταν παρών, πλην όμως δεν παρουσιάστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. «1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης»· Εξάλλου κατά το άρθρο 8 παρ 1 εδ. α΄ του Ν 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρόνο (17-5-2022) «1. Δικαστικοί λειτουργοί, υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συμπράττουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια αν είναι σύζυγοι ή συνδέονται με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας μέχρι και τον τρίτο βαθμό», παρόμοια δε είναι και η ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α’ του ήδη ισχύοντος, από 6-6-2022, Ν. 4938/2022 (Φ.Ε.Κ. 109/6-6- 2022, τεύχος πρώτο). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι κώλυμα συμμετοχής δικαστικού λειτουργού στην σύνθεση δικαστηρίου κατά την εκδίκαση έφεσης ή αναίρεσης υπάρχει όταν σε οποιοδήποτε στάδιο της ίδιας υπόθεσης συμμετείχε στην σύνθεση του δικαστηρίου ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 εδ. α’ Ν. 1756/1988 πρόσωπα, τα οποία έχουν ήδη εκφράσει γνώμη και είναι δυνατόν ο συνδεόμενος με εκείνα με συζυγική ή συγγενική σχέση, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, δικαστής ή εισαγγελέας, από προκατάληψη να μην κρίνει κατά τρόπο ανεπηρέαστο, σε κάθε δε περίπτωση μπορεί να εγερθεί υπόνοια για την ελεύθερη και απροκάλυπτη κρίση του. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερωμένες από αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή, θεμελιώνεται δε και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, μεταγλωττίστηκε δε και αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Π.Δ. 76/2022 (Φ.Ε.Κ. 205/1-11-2022, τεύχος πρώτο), σύμφωνα με το οποίο «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα αποφασίσει είτε ως προς αμφισβητήσεις για τα αστικής φύσης δικαιώματα και υποχρεώσεις του είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης.». Η παραβίαση των ανωτέρω τάξεων συνιστά κακή σύνθεση του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. α του Κ.Ποιν.Δ., καθώς και μη τήρηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., έχει ως συνέπεια την απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο (άρθρο 174 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), δεν αφορά δε τη μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 του άρθρου 17 του Ν. 1756/1988 (ήδη του άρθρου 20 του ισχύοντος από 6-6- 2022 Ν. 4938/2022), που καλύπτεται, αν δεν προταθεί, πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία (Α.Π. 1717/2018), ιδρύει δε τον, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, λόγο αναίρεσης και στην περίπτωση της απόρριψης έφεσης ως ανυποστήρικτης (Α.Π. 103/2021).
V. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος (υπέρ ου η αναίρεση), (όν.) M** (επ.) S***, κάτοικος Καλλιθέας Αττικής (οδός ***), καταδικάστηκε με την υπ’ αρ. ΒΑΜ 8344/22-8-2019 απόφαση του Β’ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί διετία, υπό τον όρο της υποχρέωσης εμφάνισής του το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός στο Α.Τ, του τόπου της κατοικίας του, για όλο το χρονικό διάστημα, στη δίκη δε εκείνη το ως άνω δικαστήριο συγκροτήθηκε, ύστερα από κλήρωση, από την Ε***, Πρωτοδίκη, που υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Κατά της ανωτέρω υπ’ αρ. ΒΑΜ 8344/22-0-2019 απόφασης του Β’ Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο κατηγορούμενος (υπέρ ου η αναίρεση) άσκησε έφεση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στη δικάσιμο της 17-5-2022, στη σύνθεση του οποίου συμμετείχε, ως Πρόεδρος, ύστερα από κλήρωση, κατ’ άρθρο 17 του τότε ισχύοντος Ν. 1756/1988, ο Ι*** , Πρόεδρος Πρωτοδικών, που επίσης υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, σύζυγος της προαναφερθείσας Ε***, Πρωτοδίκη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ως άνω Ι***, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, υπέβαλε δήλωση αποχής του από την εκδίκαση της υπόθεσης που αφορά την παραπάνω έφεση του κατηγορουμένου (υπέρ ου η αναίρεση) στην Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, γνωστοποιώντας ότι είναι σύζυγος της Πρωτοδίκη Ε***, η οποία συγκρότησε το ανωτέρω δικαστήριο (Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών), που εξέδωσε την απόφαση, κατά της οποίας άσκησε έφεση ο κατηγορούμενος (υπέρ ου η αναίρεση). Η ανωτέρω δήλωση αποχής του Ι***, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, εισήχθη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο συνεδρίασε την 17-5-2022 (σε συμβούλιο) και απέρριψε αυτήν. Ακολούθως ο Ι***, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, συμμετείχε στη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως Πρόεδρός του, στη σχετική δίκη που αφορούσε την εκδίκαση της παραπάνω έφεσης του κατηγορουμένου (υπέρ ου η αναίρεση), (όν.) M****, την οποία (έφεση) απέρριψε με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ, ΗΤ 1373/17-5-2022 απόφαση, ως ανυποστήρικτη, καθόσον ο τελευταίος, δηλαδή ο κατηγορούμενος (υπέρ ου η αναίρεση), δεν παρουσιάστηκε στο ανωτέρω δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών) ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο υπεράσπισης. Πλην όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε ο ανωτέρω Ι****, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, είναι σύζυγος της Ε***, Πρωτοδίκη Αθηνών, η οποία, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί παραπάνω, συγκρότησε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που εξέδωσε την προσβληθείσα με την ανωτέρω έφεση του κατηγορουμένου (υπέρ ου η αναίρεση) απόφαση. Συνεπώς, εφόσον η ως άνω Ε***, Πρωτοδίκης Αθηνών, και ο Ι***, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, είναι μεταξύ τους σύζυγοι, συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού του τελευταίου από τη συζήτηση της ανωτέρω υπόθεσης στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Εφόσον όμως, παρά ταύτα, ο ανωτέρω Ι***, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, συμμετείχε στην σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προκλήθηκε, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής σύνθεσης του δικάσαντος δικαστηρίου.
VI. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, δεκτού γενομένου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ μοναδικού λόγου αναίρεσης της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου της ουσίας, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη
απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο
ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. ΗΤ 1373/17-5-2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.