Αριθμός 1319/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Αναστασία Παπαδοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Ζ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος ανακάλεσε την από 22/7/2021 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ανδριανή Παπαδοπούλου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/8/2014 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 443/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5844/2019 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/1/2020 αίτησή του και τους από 16/6/2021 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 16-1-2020 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. 5844/2019 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας την έφεση του αναιρεσείοντος-εκκαλούντος-ενάγοντος κατά της υπ’ αριθμ. 443/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει κατ` ουσίαν την από 25-8-2014 αγωγή του αναιρεσείοντος, αναγνωριστική καταβολής αποζημίωσης από αδικοπραξία, έκανε δεκτή την ως άνω έφεση τυπικά και απέρριψε αυτήν κατ’ ουσίαν. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι η τελευταία δεν επιδόθηκε, και δημοσιεύθηκε μετά την 1-1-2016 (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 §3, 566 §1 KΠολΔ), ενώ κατά την άσκησή της καταβλήθηκε και το προσήκον παράβολο του Δημοσίου (άρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 §1 ΚΠολΔ). Παραδεκτό εξάλλου είναι και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 23-6-2021, όπως προκύπτει από την 62/23-6-2021 πράξη κατάθεσης προσθέτων λόγων του αρμόδιου γραμματέα του Αρείου Πάγου, που υπάρχει κάτω από το δικόγραφο αυτό και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη (άρθρο 569 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, τα ανωτέρω δικόγραφα της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής να συνεκδικαστούν (άρθρα 246, 573 παρ.1, 569 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Α’. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης, απορρέουσας από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παράνομου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/ προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων, ώστε ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του, και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού Τράπεζα θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη (ΑΠ 1007/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 669/2017). Β’. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή” (παρ. 1 εδ. α), ότι “ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας” (παρ. 1 εδ. β`), ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), και ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας” (παρ. 4 εδ. α`), προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή” – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” – και του ιδιώτη επενδυτή- ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του “προμηθευτή” προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην “απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών”. Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε “εμπορία υπηρεσιών από απόσταση”, αφορούν, όμως – με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του “προμηθευτή”, συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του ως άνω άρθρου 8 του εν λόγω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017, ΑΠ 1028/2015). Γ’. Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα, στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3606/2007, όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς προστασία των επενδυτών. Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017). Με το άρθρο 25 παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του Ν. 3606/2007 (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η ανωτέρω κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ) και του οποίου οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 70 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου ν. 4514/3-1-2018 (βλ. άρθρο 98 τούτου), ορίζονται ότι: “1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες…….. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι` αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. 6. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: (α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ` του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, (β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη, (γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή, (δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της. …7…. 8…. 9…. 10…. 77……” Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 του ίδιου νόμου “Συγκρούσεις συμφερόντων 1.Οι ΑΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό των συγκρούσεων συμφερόντων: (α) μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και πελατών τους, ή (β) μεταξύ πελατών τους. 2. Εάν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν διασφαλίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό την αποφυγή διακινδύνευσης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύση της σύγκρουσης συμφερόντων και τις πηγές της σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβει την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών προς τον πελάτη. 3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 3 του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ: (α) τα μέτρα που οφείλουν να λάβουν οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα για να εντοπίζουν, να αποφεύγουν, να αντιμετωπίζουν και να γνωστοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων κατά την παροχή των επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών, (β) τα κατάλληλα κριτήρια για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων, η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών της ΑΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος.” Με βάση τα παραπάνω, στην περίπτωση που η τράπεζα απλώς και μόνο παρέχει την υπηρεσία της εκτέλεσης εντολών πελατών της, ή της λήψης και διαβίβασης εντολών, πρέπει μόνο να προχωρήσει στον προβλεπόμενο στην παρ.5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 έλεγχο συμβατότητας και να ειδοποιήσει σχετικά τον πελάτη, εκτός εάν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις της παρ. 6 του ίδιου άρθρου, οπότε η τράπεζα απαλλάσσεται και από τον έλεγχο συμβατότητας. Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω νόμου υποχρεώσεων των ΑΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον καταναλωτή, ιδιώτη επενδυτή, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση, ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 619/2021, ΑΠ 931/2019, ΑΠ 874/2018, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 2212/2014). Δ’. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν απεδείχθηκαν (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016). Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α` του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (Ολ. ΑΠ 1/1999, ΑΠ 367/2020). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 367/2020). Για να είναι, συνεπώς, ορισμένος ο από τον αριθμό 19 του άνω άρθρου λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει να μνημονεύονται στο αναιρετήριο, ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών, καθώς επίσης: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει και τούτα σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 16/2006, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 81/2020, ΑΠ 23/2020, ΑΠ 1184/2015).Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ` αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος, καθόσον ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 548/2020). Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 367/2020) ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (ΑΠ 367/2020 ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995), οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 548/2020, ΑΠ 367/2020). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 KΠολΔ, προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 KΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΟλΑΠ 1/1995, ΑΠ 23/2020, ΑΠ 1228/2019). Εξάλλου, οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι, με την αιτιολογία ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, όταν υποστηρίζεται μ` αυτούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει το αντίθετο (ΑΠ 1406/2021). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο Αθηνών κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε τα ακόλουθα: “Ο ενάγων είναι δικηγόρος και είχε μακρά συνεργασία με το επί της οδού … στην … κατάστημα (138) της εναγομένης, στο οποίο διατηρούσε καταθετικούς λογαριασμούς, αλλά είχε προβεί και σε άλλες επενδύσεις όπως ομόλογα, αμοιβαία, έντοκα γραμμάτια, όπως τούτο συνομολογείται στην αγωγή (σελ. 3) και προκύπτει και από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης Α. Κ. (“από την κίνηση του λογαριασμού του ενάγοντος ξέρω ότι είχε προθεσμιακές καταθέσεις, έντοκα γραμμάτια ελληνικού δημοσίου, ομόλογα ελληνικού δημοσίου, επενδυτικά προϊόντα εγγυημένου αρχικού αμοιβαία κεφάλαια”). Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας στις 12/3/2008 και στο ως άνω κατάστημα της εναγομένης καταρτίσθηκε έγγραφη σύμβαση με τον τίτλο “Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε χρηματοπιστωτικά μέσα”, η οποία συνήφθη μεταξύ αφενός της εναγόμενης τράπεζας νομίμως εκπροσωπουμένης, και αφετέρου του ενάγοντος, αποκαλούμενου εφεξής στην εν λόγω σύμβαση ως “Πελάτη”, ο οποίος μάλιστα κατηγοριοποιήθηκε ως “Ιδιώτης Πελάτης” . Η σύμβαση αυτή, έχει μεταξύ άλλων το ακόλουθο ειδικότερο περιεχόμενο: Στο Προοίμιο αναφέρεται ότι “… ο Πελάτης συμβάλλεται στην παρούσα έχοντας λάβει γνώση και κατανοήσει πλήρως το περιεχόμενο του Δελτίου Προσυμβατικής Πληροφόρησης για την διενέργεια επενδυτικών υπηρεσιών που έχει παραλάβει ήδη από την Τράπεζα. Η σύμβαση περιλαμβανομένων των Παραρτημάτων της αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτής, εφαρμόζεται σε κάθε υπηρεσία που ήθελε παρασχεθεί από την Τράπεζα στον Πελάτη και υπερισχύει κάθε προηγούμενης έγγραφης ή προφορικής συμφωνίας μεταξύ της Τράπεζας και του Πελάτη”. Στη δε συνέχεια διαλαμβάνονται οι εξής όροι: (I όρος): “Ορισμοί. Οι παρακάτω όροι χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της παρούσας σύμβασης με την ακόλουθη έννοια: Χρηματοπιστωτικό μέσο: τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 Ν. 3606/ 2007 καθώς και στο Παράρτημα 1 της παρούσας Σύμβασης Υπηρεσίες: Υπηρεσίες λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό του Πελάτη για κατάρτιση συναλλαγών σε οργανωμένη αγορά η ΠΜΔ στην Ελλάδα, ή το εξωτερικό ή κατόπιν ρητής γραπτής συναίνεσης του Πελάτη για κατάρτιση συναλλαγών εκτός οργανωμένης αγοράς ή ΠΜΔ επί των ανωτέρω χρηματοπιστωτικών μέσων. Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών: Η παρούσα σύμβαση, κάθε Παράρτημα αυτής, κάθε έγγραφη τροποποίηση ή διασαφήνιση των όρων αυτών καθώς και το Δελτίο Προσυμβατικής Πληροφορίας και η εκάστοτε ισχύουσα Πολιτική Βέλτιστης Εκτέλεσης Εντολών επί Χρηματοπιστωτικών Μέσων. (VI όρος): “1. Σχετικά με την λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση των εντολών του Πελάτη ισχύουν οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης καθώς και τα οριζόμενα στην Πολίτικη Βέλτιστης Εκτέλεσης της Τράπεζας. Οι εντολές θα δίδονται στην Τράπεζα αποκλειστικώς και μόνο από τον Πελάτη ή πρόσωπο που κατά νόμο ενεργεί για λογαριασμό του. 2. Οι εντολές θα είναι σαφείς και συγκεκριμένες και θα καθορίζουν με ακρίβεια τους τυχόν όρους εκτέλεσής τους…” (IX όρος): “1. Η Τράπεζα δεν αναλαμβάνει οποιαδήποτε υποχρέωση πλέον των προβλεπομένων στην παρούσα σύμβαση με την επιφύλαξη διαφορετικής έγγραφης ειδικής συμφωνίας τον Πελάτη για συγκεκριμένη συναλλαγή…. 3. Η Τράπεζα δεν είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση τυχόν δημοσιεύσεων κατ’ άρθρο 843 επ. ΚΠολΔ, σε σχέση με τα Χρηματοπιστωτικά μέσα του χαρτοφυλακίου,… 7. Ο Πελάτης έχει ενημερωθεί σχετικά με τους κινδύνους που ενέχονται στις επενδυτικές δραστηριότητες και γνωρίζει και αποδέχεται ότι οι αγορές στις οποίες διαπραγματεύονται τα Χρηματοπιστωτικά Μέσα υπόκεινται σε απρόβλεπτες διακυμάνσεις και συνεπώς ότι τα αποτελέσματα των Υπηρεσιών δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο εγγύησης. Ως εκ τούτου η Τράπεζα, περιλαμβανομένων των στελεχών, διευθυντών, υπαλλήλων και προστηθέντων της εν γένει δεν ευθύνεται για τυχόν ζημία του πελάτη, οφειλόμενη είτε σε μεταβολή των συνθηκών της αγοράς ή των ισοτιμιών νομισμάτων, ούτε για πράξεις και παραλείψεις κατά την παροχή των Υπηρεσιών παρά μόνο στην περίπτωση που επέδειξε κατά την ενάσκηση των καθηκόντων της βαριά αμέλεια ή δόλο σε βάρος των συμφερόντων του Πελάτη. (X όρος): “1. Κατά την εκτέλεση ή/και κατά τη διαβίβαση προς εκτέλεση εντολών Πελάτη η Τράπεζα συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις από τις διατάξεις του Ν.3606/2007 και την “Πολιτική Βέλτιστης Εκτέλεσης” όπως αυτή καταγράφεται σε ξεχωριστό έγγραφο που παραδίδεται σήμερα στον Πελάτη και υπογράφεται από αυτόν και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τη παρούσας Σύμβασης. Ο Πελάτης θεωρείται ότι έχει ρητά συναινέσει στην Πολιτική Βέλτιστης Εκτέλεσης με την υπογραφή εκ μέρους του της παρούσας Σύμβασης και του εγγράφου “Πολιτική Βέλτιστης Εκτέλεσης” . Την ίδια ως άνω ημερομηνία (12/3/2008) της κατάρτισης της παραπάνω Σύμβασης ο ενάγων υπέγραψε επί εγγράφου, που φέρει τον τίτλο “ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΔΕΛΤΙΟΥ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ” και έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: “Δηλώνω υπεύθυνα ότι παρέλαβα από την τράπεζα το Δελτίο Προσυμβατικής πληροφόρησης για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στο οποίο εμπεριέχονται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία σύμφωνα με τον Ν.3606/07 και τις σχετικές κανονιστικές αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος καθώς και ότι κατανόησα πλήρως το περιεχόμενό του”. Εξάλλου σύμφωνα με το περιεχόμενο του παραπάνω “Δελτίου” ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής: 1…. 2. Η Τράπεζα εκδίδει το παρόν “Δελτίο” με στόχο να παράσχει την απαραίτητη πληροφόρηση στους υφιστάμενους και δυνητικούς επενδυτές σχετικά με τις πολιτικές και διαδικασίες που έχει θεσπίσει για τη συμμόρφωσή της με τους κανόνες που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία για τις Αγορές Χρηματοπιστωτικών Μέσων…. 4. Το παρόν Δελτίο αποτελεί πρόσθετη ενημέρωση των πελατών της Τράπεζας που λαμβάνουν ή προτίθενται να λάβουν επενδυτικές υπηρεσίες….6.1. Οι συναλλαγές των χρηματοπιστωτικών μέσων ενέχουν επενδυτικούς κινδύνους διαφόρων ειδών και διαβαθμίσεων ανάλογα με τον τύπο του χρηματοπιστωτικού μέσου. 6.2 Οι βασικοί κίνδυνοι που συνδέονται με τα ομόλογα είναι ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος αγοράς, 6.4 Ως επενδυτικές υπηρεσίες ορίζονται η λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών για διενέργεια συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα η διαχείριση χαρτοφυλακίων η οποία συνίσταται στη διαχείριση από την τράπεζα κατά την διακριτική της ευχέρεια χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο της εντολής τους, η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών στον πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεων του είτε με πρωτοβουλία της Τράπεζας, σχετικά με μία η περισσότερες συναλλαγές που αφορούν σε χρηματοπιστωτικά μέσα. 6.5 …………. 6.6. Όταν οι υπηρεσίες της Τράπεζας συνίστανται αποκλειστικά σε εκτέλεση εντολών πελατών ή σε λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών αναφορικά με συναλλαγές σε σύνθετα και μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, γίνεται η ακόλουθη διάκριση: Στην περίπτωση των μη σύνθετων χρηματοπιστωτικών μέσων ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία έχει ενταχθεί ο πελάτης και εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις, η Τράπεζα δεν υποχρεούται να προβεί σε αξιολόγηση της γνώσης και εμπειρίας του πελάτη και σε σχηματισμό κρίσης σχετικά με την καταλληλότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή η Τράπεζα ενημερώνει τον πελάτη ότι κατά την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς που προβλέπει ο Νόμος. Στην περίπτωση των σύνθετων χρηματοπιστωτικών μέσων η Τράπεζα προβαίνει στον έλεγχο συμβατότητας για να αξιολογήσει εάν η εν λόγω συναλλαγή είναι κατάλληλη για τον συγκεκριμένο ιδιώτη πελάτη βάσει τη γνώσης και της εμπειρίας του. 6.7 Η Τράπεζα παρέχει υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίου στους πελάτες της μόνο κατόπιν υπογραφής σχετικής σύμβασης. Ειδικά όταν παρέχονται υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου η Τράπεζα ελέγχει την καταλληλότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των επενδυτικών υπηρεσιών για την κατηγορία στην οποία ανήκει ο πελάτης της εξετάζοντας την εμπειρία και τη γνώση του, τους επενδυτικούς του στόχους και την οικονομική του κατάσταση”. Την ίδια ως άνω ημέρα ο ενάγων παρέλαβε επίσης από την εναγομένη έγγραφο με τον τίτλο “Πολιτική Βέλτιστης Εκτέλεσης εντολών επί Χρηματοπιστωτικών Μέσων”, δηλώνοντας ενυπόγραφα στην σχετική απόδειξη παραλαβής, την παραλαβή του παραπάνω εγγράφου. Στο τελευταίο αυτό έγγραφο, στο Παράρτημα Α, όσον αφορά τους τρόπους εκτέλεσης των εντολών αναφέρεται ότι “Για τίτλους σταθερού εισοδήματος οι οποίοι διαπραγματεύονται σε οργανωμένη αγορά η Τράπεζα βασίζεται κυρίως στους παρακάτω τρόπους εκτέλεσης: το Σύστημα Ηλεκτρονικής Διαπραγμάτευσης Άυλων Τίτλων (ΗΔΑΤ), Αθήνα και το ίδιο το χαρτοφυλάκιο της Τράπεζας” .Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 28/1/2009 το Ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε ομόλογο πενταετούς διάρκειας, λήξης στις 20/8/2014, με σταθερό επιτόκιο 5,5%. Η έκδοση αυτή είχε λάβει μεγάλη δημοσιότητα με δεδομένο το ελκυστικό επιτόκιο που προσέφερε το εν λόγω ομόλογο και καθημερινές συζητήσεις και φήμες σχετικά με τους κινδύνους για την φερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ήταν δε γνωστό σε όλους ότι η αγορά των εν λόγω ομολόγων αποτελούσε διαχρονικά μια συντηρητική αποταμιευτική – επενδυτική επιλογή. Βέβαια από το έτος 2009 υπήρχε μεν μεταβλητότητα στις τιμές στην αγορά ομολόγων στην ελληνική αγορά, λόγω των υψηλών δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε το έτος 2009, όμως και πάλι η εν λόγω επένδυση παρουσίαζε μικρότερη επικινδυνότητα σε σχέση με άλλες επενδύσεις, ενόψει του κινδύνου των καταθέσεων στις τράπεζες και της αδυναμίας τους να εγγυηθούν τις υπάρχουσες καταθέσεις, ένεκα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της παγκόσμιας ανασφάλειας για την φερεγγυότητα των τραπεζών που είχε εκδηλωθεί το 2008 (χρεωκοπία στις 15/9/2008 της Lehman Brother’s, που πυροδότησε ντόμινο αλυσιδωτών αντιδράσεων στον αμερικανικό και ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα). Σημειωτέον ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2009 οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης (γνωστοί ως ΟΑΠ), όπως Moody’s, Fitch, S&P και DBRS, αποτιμούσαν την πιστοληπτική ικανότητα (φερεγγυότητα) της ελληνικής οικονομίας με “Α” και συγκεκριμένα οι αξιολογήσεις κυμαίνονταν από Α+ ή Α1 (high) και “Σταθερή Προοπτική” έως Α- ή A3 (low) και “Σταθερή Προοπτική”, ανάλογα με το σύστημα που ακολουθούσε καθεμία αξιολόγηση. Ενόψει τούτων και αφού είχαν ληφθεί υπόψη από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης όλοι οι υφιστάμενοι και δυνητικοί κίνδυνοι, που κατ’ αυτούς διέτρεχε το ελληνικό κράτος, όπως ο πολιτικός, η δημοσιονομική διάρθρωση και η διάρθρωση των ατομικών εισοδημάτων, η δημοσιονομική ευελιξία, το κυβερνητικό χρέος, το εξωτερικό χρέος κ.λ.π, τα ελληνικά ομόλογα εκείνη την εποχή χαρακτηρίζονταν στις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές αγορές ως ομόλογα πληρωμής τόκων και κεφαλαίου, με χαμηλό πιστωτικό κίνδυνο και πιο ευάλωτα (ενν. σε σχέση με τα προηγούμενης πιστοληπτικής διαβάθμισης) στις συνέπειες από αλλαγές στις οικονομικές συνθήκες ή συγκυρίες. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες και τα τότε γνωστά δεδομένα ο ενάγων ο οποίος στον απόηχο της τραπεζικής χρηματοοικονομικής κρίσης αναζητούσε νέους τρόπους απόδοσης και εξασφάλισης των κεφαλαίων του και είχε, όπως ήδη εκτέθηκε, προηγούμενη επενδυτική εμπειρία, επέλεξε την εν λόγω επένδυση και αποφάσισε την τοποθέτηση κεφαλαίων του σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, η αγορά των οποίων αποτελούσε διαχρονικά μια συντηρητική επιλογή και επίσης παρείχε τότε υψηλότερο επιτόκιο από την προθεσμιακή κατάθεση. Διαχρονικά εξάλλου οι επενδύσεις σε κρατικούς ομολογιακούς τίτλους, μολονότι πράγματι δεν είναι απαλλαγμένες από τους κινδύνους περιουσιακής απώλειας δεν παύουν να αξιολογούνται καταρχήν ως επενδύσεις με τον συγκριτικά μικρότερο επενδυτικό κίνδυνο (σε σχέση λχ με επενδύσεις σε τράπεζα ή λοιπά εταιρικά ομόλογα, υβριδικές μορφές τίτλων ή μετοχές ιδιωτικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στο ίδιο κράτος και εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα). Έτσι, στις 23/4/2009 ο ενάγων προσήλθε στο παραπάνω κατάστημα της εναγόμενης και ζήτησε να επενδύσει, με την μεσολάβηση της εναγόμενης, σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ). Συγκεκριμένα υπέβαλε τέσσερις αιτήσεις για αγορά ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου και ζήτησε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγόμενης το ποσό των τηρουμένων στην εναγόμενη προθεσμιακών του καταθέσεων, οι οποίες είχαν λήξει στις 10/4/2009, να διατεθεί (επενδυθεί) για την αγορά αυτή. Πράγματι, στις 23/4/2009, ο ενάγων αγόρασε από την εναγόμενη, στη δευτερογενή αγορά, τέσσερα ομόλογα πενταετούς διάρκειας, με κωδικό (δευτερογενούς αγοράς) ISIS GROl … (αρχικός αριθμός εκδόσεως ISIS …, με ημερομηνία εκδόσεως 23/4/ 2009 και λήξεως 20/8/2014, με ετήσιο σταθερό επιτόκιο 5,5%, ονομαστικής αξίας 215.000, 96.000, 13.000 και 12.000 ευρώ και συνολικής αξίας 336.000 ευρώ, για την αγορά των οποίων κατέβαλε (για κεφάλαιο, προμήθειες και ήδη δεδουλευμένους τόκους) 225.923,77, 100.877,59, 13.660,51 και 12.609,70 ευρώ αντίστοιχα). Η συναλλαγή έγινε με χρέωση των τηρούμενων στην ίδια τράπεζα τραπεζικών λογαριασμών του ενάγοντος (132/948922-30, 132/921685-59, 132/884798-38, 132/882769-94) και για την αγορά αυτή εκδόθηκαν από την εναγομένη τα από 23/4/2009 αποδεικτικά αγοράς των τίτλων (σχετ. υπ’ αριθμ. 45, 44, 46, 42 “Αποδεικτικά Επένδυσης σε Ομόλογο/Γραμμάτια είσπραξης”) παραστατικά τα οποία παρέλαβε ενυπόγραφα ο ενάγων. Στα παραστατικό αυτά γίνεται πλήρης περιγραφή των χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων ομολόγων, στο δε οπισθόφυλλο αυτών περιέχεται υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα δήλωση υπό τον τίτλο “Δήλωση αποδοχής των όρων Σύμβασης Συναλλαγών σε Άυλους κρατικούς και εταιρικούς τίτλους”, στον 19ο όρο της οποίας αναγράφεται επί λέξει “οι επενδύσεις επί ομολογιακών τίτλων εκτίθενται στους συνήθεις επενδυτικούς κινδύνους, όπως επιτοκίων (εξέλιξη επιτοκίων με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχε προλεφθεί), επανεπένδυσης, πιστωτικούς (προκαλούνται εφόσον ο εκδότης των αξιών ενδέχεται να μην εκπληρώσεις τις αναληφθείσες υποχρεώσεις του, όπως η καταβολή τοκομεριδίων/ μερισμάτων/κεφαλαίου”, ενώ στο τέλος του κειμένου της παραπάνω “Δήλωσης” περιλαμβάνεται ενυπόγραφη “Δήλωση του Επενδυτή” (ενάγοντος) σύμφωνα με την οποία ο ενάγων ρητά δηλώνει “έχω λάβει από την Τράπεζα πλήρη περιγραφή της επένδυσης στην οποία συμμετέχω καθώς και όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τους επενδυτικούς κινδύνους που αυτή περιέχει και δηλώνω ότι αποδέχομαι ανεπιφύλακτα και κατανοώ πλήρως τους παραπάνω γενικούς όρους συμμετοχής σε επενδύσεις επί τίτλων καθώς και τους ειδικούς όρους συμμετοχής σε αυτές. Τα εν λόγω προϊόντα δεν αποτελούν παρότρυνση από την Τράπεζα προς επένδυση, η επένδυση σε τέτοιας μορφής προϊόντα είναι προσωπική επιλογή μου και μόνο. Γνωρίζω ότι προηγούμενες αποδόσεις αυτής της μορφής σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζουν τις μελλοντικές”. Στη συνέχεια, περί τις αρχές του έτους 2012, όπως ήδη εκτέθηκε στην υπό Ε σκέψη, συνήφθη μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), και του ΕΤΧΣ η “Σύμβαση Διευκόλυνσης Διαχείρισης Υποχρεώσεων Συμμετοχής του Ιδιωτικού Τομέα (PSI). Ακολούθως, στα πλαίσια της επικείμενης χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους, ψηφίστηκε ο Ν.4050/2012, δυνάμει του οποίου τα ομόλογα εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, μεταξύ των οποίων και τα επίδικα αντικαταστάθηκαν με άλλα μικρότερης αξίας και μεγαλύτερης διάρκειας, τα δε ομόλογα που αντικαταστάθηκαν ακυρώθηκαν αυτοδικαίως. Η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με τη διαδικασία που ορίζεται στον ανωτέρω νόμο και στις εκδοθείσες προς τούτο υπουργικές αποφάσεις και περιγράφεται στην παραπάνω υπό Ε νομική σκέψη της παρούσας, ήταν δε υποχρεωτική κατόπιν λήψης απόφασης κατά τη διεξαχθείσα ψηφοφορία από την ενισχυμένη πλειοψηφία των ομολογιούχων αναφορικά με την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων. Συνεπεία αυτής, της γενομένης στις 12/3/2012 νομοθετικής παρέμβασης, δηλαδή σχεδόν τρία χρόνια μετά την αγορά των επίδικων ομολόγων, τα ομόλογα του ενάγοντος αντικαταστάθηκαν υποχρεωτικά με άλλους τίτλους (ομόλογα ελληνικού Δημοσίου, ομόλογα EFSF, τίτλους ΑΕΠ), όπως αυτοί προτάθηκαν και εν τελεί ορίστηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, μικρότερης αξίας (για κάθε 1.000 ευρώ ονομαστικής αξίας επιλέξιμου τίτλου δόθηκαν σε ανταλλαγή νέοι τίτλοι ονομαστικής αξίας 315,00 ευρώ) και μεγαλύτερης διάρκειας, με αποτέλεσμα να απομειωθεί κατά ένα μεγάλο ποσοστό η αξία τους. Ο ενάγων με την ένδικη αγωγή ισχυρίστηκε καταρχήν ότι η εναγομένη αθέτησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία και ότι επιπλέον η συμπεριφορά της συνιστά και αδικοπραξία, επικαλούμενος ότι η εναγομένη (δια των προστηθέντων της) τόσο σε προσυμβατικό στάδιο όσο και κατά την στιγμή της επένδυσης ουδόλως τον ενημέρωσε για τους κινδύνους της επένδυσης αυτής και παρόλο που γνώριζε ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν ήταν αξιόχρεος εκδότης των ομολόγων τον προέτρεψε να επενδύσει σε αυτά. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε βάσιμος κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα από όλα τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης καταρτίστηκε, στις 12/3/2008, σύμβαση εκτέλεσης εντολών με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε και ότι η διενεργηθείσα στις 23/4/2009 συναλλαγή της αγοράς από τον ενάγοντα των παραπάνω ομολόγων πραγματοποιήθηκε διαρκούσης της ισχύος της σύμβασης αυτής, (καθόσον ουδείς εκ των διαδίκων ισχυρίστηκε ότι την κατήγγειλε ή ότι αυτή λύθηκε άλλως πως) και αποτέλεσε υλοποίηση μέρους του συμφωνημένου περιεχομένου της εν λόγω σύμβασης, ήτοι της αγοράς, επ’ ονόματι του ενάγοντος, κινητών αξιών, σύμφωνα με τους προαναφερόμενους όρους της εν λόγω σύμβασης. Η αγορά των ένδικων ομολόγων αποδείχθηκε ότι ενεργήθηκε κατόπιν προσωπικής επιλογής, αποφάσεως και πρωτοβουλίας του ενάγοντος, ο οποίος ήταν εκ των προτέρων αποφασισμένος να προβεί στην αγορά τους, στην οποία και εντέλει προέβη, δίνοντας σχετική εντολή στους υπαλλήλους της εναγομένης (προστηθέντες), χωρίς να ζητήσει ενημέρωση, συμβουλή ή σύσταση από αυτούς και χωρίς οι τελευταίοι να τον παροτρύνουν ή να του δώσουν οποιοσδήποτε σύσταση/συμβουλή για την εν λόγω επένδυση και χωρίς να τον διαβεβαιώσουν ότι η εν λόγω επένδυση είναι ασφαλής και απαλλαγμένη κινδύνου, όπως αβασίμως ο εναγών επικαλείται. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι δεν καταρτίστηκε γραπτώς ή σιωπηρώς σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ των διαδίκων, καθώς η πρωτοβουλία για την αγορά των επίδικων ομολόγων ανήκε στον ενάγοντα, ο οποίος προσήλθε αυτοβούλως στο κατάστημα της εναγομένης και αιτήθηκε την αγορά των επίδικων ομολόγων, όπως άλλωστε και στο παρελθόν είχε πράξει, χωρίς οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης να τον παροτρύνουν και μάλιστα με ψευδείς διαβεβαιώσεις στην αγορά αυτή και χωρίς να επηρεάσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επενδυτική του βούληση. Η εναγομένη ήταν απλώς αποδέκτης και εκτελεστής της εντολής του ενάγοντος και περιορίστηκε στην εκτέλεση της προκείμενης εντολής για την αγορά ΟΕΔ, χωρίς να παράσχει επενδυτικές συμβουλές στον ενάγοντα, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού του τελευταίου (που επαναφέρεται με τους πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσης) ότι στην αγορά των επίδικων τίτλων προέβη κατόπιν ασαφούς, ελλιπούς και παραπλανητικής πληροφόρησης των υπαλλήλων της Τράπεζας που τον προέτρεψαν να αγοράσει τα ομόλογα, διότι τελούσαν υπό την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου που ήταν φερέγγυο. Η παραπάνω κρίση στηρίζεται καταρχήν στο περιεχόμενο της συναφθείσας από 12/3/2008 σύμβασης, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται μόνον η εκ μέρους τη εναγομένης επενδυτική υπηρεσία της λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης των εντολών του ενάγοντος και σε κανένα σημείο δεν προβλέπεται η παροχή από την εναγομένη επενδυτικών συμβουλών, η παροχή μάλιστα των οποίων απαιτεί έγγραφο τύπο, όπως τούτο ρητά μνημονεύεται στην παραπάνω σύμβαση. Μεταξύ των διαδίκων καταρτίθηκε μόνον η εν λόγω σύμβαση και στα πλαίσια αυτής της σύμβασης η εναγομένη εκτέλεσε την εντολή του ενάγοντος για την αγορά επίδικων ΟΕΔ. Η παραπάνω κρίση ενισχύεται περαιτέρω από την ενυπόγραφη δήλωση του ενάγοντος στα αποδεικτικά παραλαβής των ομολόγων, στα οποία ο ίδιος ο ενάγων εν γνώσει του δήλωσε ότι “η αγορά αυτή δεν αποτελεί παρότρυνση των υπαλλήλων αλλά προσωπική μου επιλογή”. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται από την ένορκη κατάθεση της έχουσας ιδίαν αντίληψη μάρτυρος της εναγομένης Α. Κ., η αξιοπιστία της δεν κρίνεται μειωμένη εκ μόνου του γεγονότος ότι αυτή είναι υπάλληλος της Τράπεζας και η οποία μετά λόγου γνώσεως ρητά και με σαφήνεια κατέθεσε ότι “ήρθε και ζήτησε το συγκεκριμένο ομόλογο”. Ήταν σαφές ότι ήθελε αυτό το ομόλογο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά δηλαδή, εγώ δεν θα μπορούσα να το ξέρω. …Αποκλειστικά εγώ τον εξυπηρέτησα… δεν του έδωσα κάποια συμβουλή ή κάποια προτροπή σχετικά, δεν πήρα πρωτοβουλία να του δώσω πληροφορίες για το ομόλογο, γιατί δεν θα γνώριζα εξάλλου περισσότερες πληροφορίες και ούτε είναι και η δουλειά μου να παρέχω συμβουλές τότε…). Άλλωστε ο ενάγων, με βάση την ιδιότητά του (δικηγόρος), την προηγούμενη επενδυτική του εμπειρία, την ευρεία δημοσιότητα που είχε λάβει η έκδοση των ανωτέρω ομολόγων, το ελκυστικό επιτόκιο που προσέφεραν εν αντιθέσει με τα χαμηλά τότε επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων και τις φήμες για τους κινδύνους φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, την θετική αξιολόγηση των ΟΕΔ κατά τον παραπάνω χρόνο από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, μπορούσε και ήταν σε θέση να αποφασίσει ο ίδιος για την αγορά αυτή, με δική του πρωτοβουλία, όπως και πράγματι έπραξε, αποβλέποντας πρωτίστως, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας στο ελκυστικό επιτόκιο που προσέφεραν, το οποίο ήταν ασφαλώς υψηλότερο από αυτό των προθεσμιακών καταθέσεων, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά, όπως προεκτέθηκε, είναι περισσότερο ασφαλή από άλλα. Εξάλλου, κατά τον κρίσιμο χρόνο αγοράς των επίδικων ομολόγων (2009), η πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη τους Ελληνικού Δημοσίου υπαγόταν στη μέση βαθμίδα, συνακόλουθα δε και η αξιοπιστία και η ασφάλεια των ομολόγων του, ως χρηματοπιστωτικών μέσων επένδυσης, υπάγονταν στην αυτή βαθμίδα και δε συνιστούσαν απαγορευμένη επένδυση, αλλά ήταν επένδυση με μέτριο κίνδυνο λόγω και της τότε αξιοπιστίας του εκδότη αυτών Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός γνωστό στον μέσο συνετό επενδυτή. Άλλωστε, εκείνη την περίοδο η εναγομένη ενδιαφερόταν για την αύξηση ή πάντως την διατήρηση των καταθέσεων της πελατείας της, οι οποίες (καταθέσεις) κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εμφανίζονταν μειωμένες και ως εκ τούτου δεν αποσκοπούσε στην προώθηση των ΟΕΔ αλλά στην προώθηση των δικών της προϊόντων και συγκεκριμένα στην ενίσχυση των προθεσμιακών της καταθέσεων και αμοιβαίων κεφαλαίων χαμηλής διαβάθμισης, δεδομένης μάλιστα και της έναρξης προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε κατά την επίμαχη χρονική περίοδο, ενώ τυχόν αγορά εκ μέρους των καταθετών της των επίδικων ΟΕΔ (με 5ετή μάλιστα δέσμευση των χρημάτων τους) συνεπαγόταν ισόποση αφαίρεση από αυτήν ρευστότητας. Η παραπάνω κρίση δεν αναιρείται από την αντίθετη ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, (αδελφού του) ο οποίος, μη έχοντας ιδία γνώση, κατέθεσε γενικά και αόριστα, αλλά και βασιζόμενος αποκλειστικά και μόνον στα όσα του διηγήθηκε ο εναγών.Ειδικότερα, ο ανωτέρω μάρτυρας, στις σχετικές ερωτήσεις που του έγιναν για το προφίλ του ενάγοντα, για το εάν αυτός είχε προηγουμένως στην κατοχή του άλλο ομόλογο και για το πόσα χρόνια συνεργαζόταν με την εναγόμενη, απάντησε ότι επρόκειτο για έναν συντηρητικό επενδυτή και πάντα έκανε τοποθετήσεις σε απολύτως ασφαλείς καταθέσεις ή προθεσμιακές, ότι από όσο γνωρίζει ήταν η πρώτη φορά που αγόρασε ομόλογα και δεν θυμάται για άλλη φορά, και ότι συνεργαζόταν με την τράπεζα αρκετά χρόνια και είχε εμπιστοσύνη σε αυτή. Στις δε ερωτήσεις που του έγιναν για το πως ο ενάγων οδηγήθηκε στην εν λόγω απόφαση αγοράς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου και εάν είχε πληροφόρηση πριν από την αγορά, ο ανωτέρω μάρτυρας δεν κατέθεσε σαφώς και ορισμένα κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά, αντιθέτως απάντησε γενικά ότι “στο συγκεκριμένο κατάστημα …, αυτό που ξέρω είναι ότι πήγαινε τακτικά, τώρα τι ακριβώς έλεγε και πώς το έλεγε δεν έχω ιδέα…είχε σκοπό να πάρει όλα τα χρήματα από την Εθνική και να τα πάει στην Πειραιώς, του είπαν στην τράπεζα ότι δεν είναι καλό να τα πάει στην άλλη τράπεζα γιατί είχε κάποια θέματα με κάτι επενδύσεις στα Βαλκάνια, μου είπε ότι του είπαν μην πας εκεί, άφησε τα σε μας… δεν τον εμπόδισαν να πάρει τα λεφτά, του είπαν καλό είναι να μην τα πάρεις. Δεν ξέρω τι συζητήσεις έκανε, δεν ξέρω λεπτομέρειες, του είπαν να μην πάει εκεί, δεν είναι τόσο ασφαλής η τράπεζα εκείνη και του προτείνουν αυτά τα ομόλογα Ελληνικού – Δημοσίου, που ήταν εγγυημένα και ασφαλή και με βάση αυτό το σκεπτικό αποφάσισε και τα πήρε, θεωρούσε ότι είναι απολύτως εξασφαλισμένα και η τράπεζα του είχε πει ότι έχουν και την εγγύηση της τράπεζας και την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Δεν ξέρω ποιος, πού και πώς ακριβώς του τα είπαν αυτά…). Στην ίδια κρίση καταλήγοντας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε και οι περί του αντιθέτου 1ος, 2ος, 5ος και 7ος λόγοι της έφεσης με τους οποίους ο εκκαλών παραπονείται ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν καταρτίσθηκε σύμβαση επενδυτικών συμβουλών αλλά απλή επενδυτική σύμβαση λήψης και εκτέλεσης εντολής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω και όσον αφορά το ζήτημα της ενημέρωσης του ενάγοντος κατά την παροχή από την εναγομένη της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας, (αγοράς ομολόγων), αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη παρέσχε σαφή, πλήρη και κατανοητή πληροφόρηση στον ενάγοντα πελάτη της, όπως επιβάλλεται από την μεταξύ τους σύμβαση και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ, του ν.2551/1994 και την καλή πίστη. Ειδικότερα, η εναγομένη (δια των υπαλλήλων της) ενημέρωσε τον ενάγοντα για τον κίνδυνο της εν λόγω επένδυσης καταρχήν στο πλαίσιο της υπογραφής της μεταξύ τους από 12/3/2008 σύμβασης, παραδίδοντας σε αυτόν το προαναφερόμενο “Δελτίο προσυμβατικής πληροφόρησης” στο οποίο, όπως ήδη εκτέθηκε, διαλαμβάνεται συνοπτική περιγραφή των χρηματοπιστωτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και των ομολόγων και αναφέρονται αναλυτικό και με σαφήνεια οι βασικοί κίνδυνοι της επένδυσης αυτής, όπως ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος αγοράς, δηλαδή το ενδεχόμενο αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων ενός εκδότη. Ανάλογη ενημέρωση του ενάγοντος εχώρησε επίσης, κατά τον χρόνο της αγοράς των ένδικων ομολόγων, στο οπισθόφυλλο του αποδεικτικού αγοράς των οποίων (όρος 19) το οποίο παρέλαβε ενυπόγραφα ο ενάγων, διαλαμβάνεται ότι οι επενδύσεις επί των συγκεκριμένων ομολογιακών τίτλων εκτίθενται στους συνήθεις επενδυτικούς κινδύνους, όπως πιστωτικούς που προκαλούνται εφόσον ο εκδότης ενδέχεται να μην εκπληρώσει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις, όπως η καταβολή τοκομεριδίων, μερισμάτων κεφαλαίου. Άλλωστε στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για απλό χρηματοπιστωτικό μέσο, δοθέντος ότι τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου αποτελούν ένα κατεξοχήν απλό χρηματοπιστωτικό μέσο (άρθρ. 25 παρ.6 ν.3606/2007) (εκδότης το Ελληνικό Δημόσιο, ορισμένη διάρκεια, ορισμένη απόδοση, εκποίηση πριν την λήξη τους στην τρέχουσα τιμή που διαμορφώνεται στην δευτερογενή αγορά). Αυτά δε τα (απλά) χαρακτηριστικά τα γνωρίζουν και τα αντιλαμβάνονται και οι απλοί συντηρητικοί επενδυτές, πολλώ δε μάλλον ο εναγών ο οποίος, ως δικηγόρος αλλά και ως διαθετών προηγούμενη συναφή επενδυτική εμπειρία ήταν γνώστης των χαρακτηριστικών των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και ήταν σε θέση να κατανοήσει και να επιλέξει την εν λόγω επένδυση. Επίσης ο ενάγων βρισκόταν εντός του κύκλου όσων προσώπων μπορούσαν να κατανοήσουν και πολύ περισσότερο να συνδυάσουν και αξιολογήσουν τις παρεχόμενες από την ενάγουσα πληροφορίες. Εξάλλου, ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι δεν αποκλείεται να απορρέουν, βάσει της αρχής της καλής πίστης, παρεπόμενες υποχρεώσεις της τράπεζας να διαφωτίσει τον επενδυτή όταν αυτός κατά ευδιάκριτο για την τράπεζα τρόπο δεν διακρίνει τους κινδύνους της σκοπούμενης από αυτόν συναλλαγής, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχε υποχρέωση ειδικής ενημέρωσης για τυχόν αυξημένο κίνδυνο των επίδικων τίτλων, καθόσον κατά την χρονική στιγμή που διενεργήθηκε η επίδικη αγορά (2009), δηλαδή προ της επίτασης της κρίσης του ημεδαπού δημόσιου χρέους που σήμανε ραγδαία πτώση των τιμών διαπραγμάτευσης των εν λόγω τίτλων στην δευτερογενή αγορά, δεν υπήρχε κάποιος γνωστός στην εναγομένη συγκεκριμένος κίνδυνος ως προς την πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου, για τον οποίο (κίνδυνο) θα μπορούσε να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα και κανένα πιστωτικό ίδρυμα ή διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης δεν μπορούσε να προβλέψει την μετά από τρία σχεδόν έτη εφαρμογή των παραπάνω εξαιρετικών νομοθετικών διατάξεων που εισήγαγαν αναδρομικά ρήτρες συλλογικής δράσης. Η ψήφιση του Ν.4050/2012 έλαβε χώρα, όπως ήδη αναφέρθηκε, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πιο σοβαρή οικονομική κρίση της Ελλάδας στην πρόσφατη ιστορία της και με αυτόν προτάθηκαν ρυθμίσεις, οι οποίες θα διασφάλιζαν μια ομοιόμορφη και αποτελεσματική αναδιάταξη του ελληνικού χρέους σε βιώσιμα επίπεδα με τη συμμετοχή των ιδιωτών. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αναμενόμενη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, με συνέπεια κανένα πιστωτικό ίδρυμα ή διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης να μπορεί να προβλέψει την μετά από δύο έτη (από την αγορά του επίδικου άυλου κρατικού ομολόγου) ψήφιση και εφαρμογή των παραπάνω εξαιρετικών νομοθετικών διατάξεων που εισήγαγαν αναδρομικά ρήτρες συλλογικής δράσης. Επομένως, οι προστηθέντες της εναγομένης – εφεσίβλητης τράπεζας, δεν θα μπορούσαν να είχαν ενημερώσει τον ενάγοντα για μια τέτοια εξέλιξη, ήτοι για την, με νομοθετική ρύθμιση, από το Ελληνικό Κράτος, ακύρωση και αντικατάσταση των ομολόγων και την εξ αυτών πιθανή ζημία. Σημειωτέον ότι η επίδικη επενδυτική υπηρεσία εκτελέσθηκε από την υπάλληλο της εναγόμενης Α. Κ. (ανήκε στην ομάδα για τα βασικά τραπεζικά και επενδυτικά προϊόντων) η οποία όμως έλαβε τις σχετικές οδηγίες για την διαδικασία εκτέλεσης της εν λόγω υπηρεσίας από τον αρμόδιο (για τις αμιγώς επενδυτικές υπηρεσίες) υπάλληλο Γ. Κ., έγινε δε έλεγχος και συνυπέγραψε για την επίδικη συναλλαγή ο υπάλληλος της εναγόμενης X. Δ., ο οποίος κατείχε το απαιτούμενο πιστοποιητικό “καταλληλότητας” για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Περαιτέρω, στην συνέχεια, μετά την αγορά των ομολόγων και καθόλο το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την ανταλλαγή τους με την διαδικασία του PSI, (Μάρτιος 2012), η εναγόμενη έστελνε κάθε χρόνο στον ενάγοντα, όπως είχε σχετική υποχρέωση (άρθρ.20 της 452/1.11.2007 Απόφασης του Δ.Σ, Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς – ΦΕΚ Β 2136/2007), “Κατάσταση Περιουσιακών στοιχείων Επενδυτικών Προϊόντων” με την οποία τον πληροφορούσε για την τρέχουσα τιμή αυτών στην δευτερογενή αγορά και ο ενάγων καθόλη τη διάρκεια της επένδυσής του ενημερωνόταν σε τακτική βάση για την πορεία της ονομαστικής αξίας και απόδοσης των τίτλων του κρατικού ομολόγου που είχε αγοράσει. Ενόψει δε του ότι μεταξύ των διαδίκων είχε συναφθεί σύμβαση εκτέλεσης εντολών και όχι παροχής επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου η εναγομένη, δεν είχε υποχρέωση να ενημερώνει διαρκώς τον ενάγοντα, καθόλη τη διάρκεια της κατοχής του ομολόγου, για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και την επιδείνωση της φερεγγυότητας του Ελληνικού Δημοσίου. Εξάλλου, η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση του εκδότη ενός ομολογιακού τίτλου δεν οδηγεί αυτομάτως και σε εφαρμογή αντίστοιχων νομοθετικών μέτρων, ιδίως όταν πρόκειται για κρατικά ομόλογα, δεδομένου ότι δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι στον οικονομικό χώρο, διαχρονικά, οι επενδύσεις σε κρατικούς ομολογιακούς τίτλους, μολονότι πράγματι δεν είναι απαλλαγμένες κινδύνου περιουσιακής απώλειας, δεν παύουν να αξιολογούνται καταρχήν ως επενδύσεις με το συγκριτικά μικρότερο επενδυτικό κίνδυνο. Άλλωστε, μετά τον Απρίλιο του 2010 και ιδίως μετά τον Δεκέμβριο του 2011 τα δυσμενή οικονομικά στοιχεία της χώρας ήταν πλέον γνωστά σε όλους (πασίδηλο) (άρθρο 336 παρ.1 ΚΠολΔ) από την εκτεταμένη πληροφόρηση που παρείχαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης – επομένως και στον ενάγοντα ο οποίος δεν ήταν αδαής περί τα οικονομικά και τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και είχε γνώση της εκτενούς ειδησεογραφίας εκείνης της εποχής περί της αμφισβητούμενης φερεγγυότητας του Ελληνικού Δημοσίου. Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του χρόνου αγοράς των ΟΕΔ και του χρόνου ανταλλαγής τους μέσω της διαδικασίας του PSI, γνώριζε για την επικείμενη εφαρμογή του PSI, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι είχε γνώση ότι θα επερχόταν η περικοπή των ομολόγων ούτε ότι γνώριζε για τις ενδεχόμενες εξελίξεις στους ιδιώτες ομολογιούχους; σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο και ότι δεν ενημέρωσε για τούτο τον ενάγοντα. Τα ανωτέρω προκύπτουν και από το γεγονός ότι κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο, πριν την εφαρμογή του PSI, υπήρχε μία σχετική ασαφής και αόριστη φημολογία στα ΜΜΕ, η οποία ανέφερε την πιθανή περικοπή των ομολόγων στους ιδιώτες, χωρίς όμως να αναφέρεται ότι είναι βέβαιη η έκδοση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, καθώς και τους συγκεκριμένους όρους τους. Της ως άνω φημολογίας ήταν γνώστης και ο ενάγων ο οποίος έφερε την ευθύνη να την αξιολογήσει και να προχωρήσει σε περαιτέρω ρευστοποίηση των ομολόγων που διέθετε. Ούτε αποδείχτηκε ότι η εναγομένη πέραν της ανωτέρω φημολογίας γνώριζε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ώστε να προβεί σε ενημέρωση των ιδιωτών, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και ότι με τον τρόπο αυτό η συμπεριφορά τους ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη. Τούτο διότι οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα με την εφαρμογή του PSI, ήταν αδύνατο να προβλεφθούν από την εναγομένη, αφού δεν ήταν απόρροια κάποιας συμπεριφοράς της εναγομένης, καθόσον η απομείωση της απόδοσης της επένδυσης του ενάγοντος ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4050/2012 και των βάσει αυτών κυβερνητικών πράξεων περί ανταλλαγής συγκεκριμένων ομολογιακών τίτλων με σκοπό την ισόποση απομείωση του δημοσιονομικού χρέους του ελληνικού κράτους. Ενόψει των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι εναγόμενη τόσο προσυμβατικά όσο και κατά την διάρκεια της επένδυσης τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς και πλήρους πληροφόρησης – διαφώτισης του ενάγοντος πελάτη της αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των επίδικων ομολόγων, την ασφάλεια και τους κινδύνους αυτών, όπως επιβάλλεται από την επίδικη σύμβαση, και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ, του Ν. 2251/1994 και την καλή πίστη. Επομένως οι περί του αντιθέτου 4ος, 13ος, 18ος, 17ος, 21ος και 23ος λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι, τον Μάρτιο του 2011, ο εναγών ζήτησε να πωλήσει τα ομόλογα που κατείχε και ότι οι υπάλληλοί της εναγόμενης τον απέτρεψαν από την πώλησή τους, και ειδικότερα ότι τούτο έλαβε χώρα σε συνάντηση/συζήτηση που είχε με τον Διευθυντή του παραπάνω καταστήματος Δ. Π. παρουσία του Υποδ/ντή Σ. Γ. και του υπαλλήλου Σ. Κ., όπως αβασίμως ο ενάγων επικαλείται, αφού κατά τον παραπάνω χρόνο ο Δ. Π.ς δεν υπηρετούσε στο παραπάνω κατάστημα, ο δε Κ. Κ. αρνήθηκε κατηγορηματικά τούτο, χωρίς να μπορεί να συναχθεί αντίθετη κρίση από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος (αδελφού του), ο οποίος πηγή γνώσεώς του έχει τον ενάγοντα και επαναλαμβάνει όσα του διηγήθηκε ο τελευταίος. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αν και γνώριζε την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας με τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες για τις τιμές και την εμπορευσιμότητα των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, όπως τούτο ήταν γνωστό στον καθένα (άρθρο 336 παρ.1 ΚΠολΔ) καθώς αποτελούσε καθημερινά κύριο θέμα της ειδησιογραφίας της χώρας, ο ίδιος αποφάσισε να κρατήσει τα ομόλογα που κατείχε αντί να επιλέξει την πώλησή τους, σε τιμή χαμηλότερη της ονομαστικής, (με απώλεια δηλαδή μέρους του κεφαλαίου του) καθώς ήλπιζε στην αναδιάρθρωση και ότι αυτά τελικώς θα πληρωθούν κατά την λήξη τους, ιδίως μετά και την χρηματοδότηση του Ελληνικού Δημοσίου με διμερή δάνεια από τα κράτη μέλη της Ε.Ε την Άνοιξη του 2010 και τις τότε εξαγγελίες για σύντομη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Στην ίδια κρίση καταλήγοντας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου 3ος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά την συγκεκριμένη επενδυτική υπηρεσία της αγοράς του επίδικου ομολόγου, η οποία, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, παρασχέθηκε στα πλαίσια απλής εκτέλεσης εντολής κι όχι στα πλαίσια (έγγραφης ή προφορικής) σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, δεν απαιτείτο η διενέργεια εκ μέρους της εναγομένης ελέγχου καταλληλότητας, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 25 του ν.3606/2007, το κείμενο των οποίων παρατίθεται παραπάνω στην υπό στοιχείο Β σκέψη της παρούσας, αφού η υποχρέωση αυτή βαρύνει την τράπεζα μόνον κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών και την διαχείριση χαρτοφυλακίου (άρθρο 25 παρ. 4 Ν. 3606/2007). Αντίθετα, αν η τράπεζα απλώς και μόνον παρέχει την υπηρεσία της εκτέλεσης εντολών πελατών, όπως στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει μόνον να προχωρήσει στον προβλεπόμενο στην παρ. 5 του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007 έλεγχο συμβατότητας και να ειδοποιήσει σχετικώς τον πελάτη. Όσον δε αφορά τον εν λόγω έλεγχο συμβατότητας, τον οποίο και μόνο είχαν υποχρέωση να διενεργήσουν οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγόμενης ενόψει της σύμβασης εκτέλεσης εντολής που την συνέδεε με τον ενάγοντα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην διάταξη της παρ.5 του ν.3606/2007, η εναγομένη δεν προέβη, στον κατ’ άρθρο 25 παρ.5 του ν.3606/2007 έλεγχο συμβατότητας του ενάγοντος με την συγκεκριμένη επένδυση, στην επίδικη όμως περίπτωση θεμελιώνεται νόμιμος λόγος απαλλαγής της εναγομένης από την υποχρέωση αυτή, καθόσον υφίστανται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται σωρευτικό από το νόμο (παρ. 6 του άρθρου 25 του ν. 3607/ 2007) για την παράλειψη του ελέγχου αυτού και συγκεκριμένα, α) παροχή επενδυτικής υπηρεσίας που αφορά ομόλογο και όχι ομόλογο παραγώγων αφού η επίδικη υπηρεσία αφορούσε ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου που συνιστούν μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, δεδομένο ότι δεν περιλαμβάνουν όρους ή προϋποθέσεις κατά την έκδοση τους που απαιτείται εξειδικευμένη γνώση ή εμπειρία εκ μέρους του πελάτη για την κατανόησή τους, β) η υπηρεσία παρασχέθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του επενδυτή ενάγοντος, γ) κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, ο ενάγων είχε ενημερωθεί σαφώς έστω και σε τυποποιημένη μορφή, ότι η εναγομένη δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την συμβατότητα της συγκεκριμένης επένδυσης και ότι αυτός δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ενημέρωσε εγγράφως τον ενάγοντα ότι “κατά την παροχή των υπηρεσιών εκτέλεσης και λήψης διαβίβασης εντολών σε μη σύνθετα επενδυτικά προϊόντα η τράπεζα δεν υποχρεούται στη διενέργεια ελέγχου των γνώσεων και της εμπειρίας σας (έλεγχος συμβατότητας) στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου. Κατά συνέπεια πρέπει να γνωρίζετε ότι εάν εκτελεστεί η εντολή σας σε σχέση με το παραπάνω προϊόν/υπηρεσία δεν καλύπτεστε από την προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς που ορίζει ο Ν.3606/2008” (σχετ. οι μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από την εναγομένη και μη αμφισβητούμενες από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. …/23-4-2009 αποδείξεις με το προαναφερόμενο περιεχόμενο που φέρουν την μη αμφισβητούμενη υπογραφή του ενάγοντος) και δ) τηρήθηκαν οι κανόνες για τη σύγκρουση συμφερόντων. Επί του τελευταίου τούτου ειδικότερα λεκτέα τα εξής: Ο ενάγων- εκκαλών επικαλέσθηκε με την ένδικη αγωγή και επαναφέρει με τους 9ο και 10ο λόγους της έφεσης ότι συνέτρεχε σύγκρουση συμφερόντων της εναγομένης και του ίδιου διότι α) η εναγόμενη είχε συμφέρον και επεδίωκε “να ξεφορτωθεί” τα ένδικα ομόλογα που είχε στο χαρτοφυλάκιό της και τα είχε αποκτήσει λόγω της συμμετοχής σε κοινο- πρακτικό ομολογιακό δάνειο 5,5 δις ευρώ που είχε χορηγηθεί στο ελληνικό Δημόσιο από κοινοπραξία μαζί με άλλες 4 αλλοδαπές τράπεζες και τα οποία (ομόλογα) ήταν επισφαλή (σελ.64 αγωγής και 18-23 έφεσης) και β) διότι είχε συμφέρον να συμμετάσχει στο PSI αφού είχε προ- συμφωνήσει να λάβει ανταλλάγματα. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον αποδείχθηκε ότι κατά τον επίδικο χρόνο της πώλησης – αγοράς του επίδικου ομολόγου (23/4/2009), που και μόνον ενδιαφέρει, καθόσον ο έλεγχος συμβατότητας διενεργείται πριν και κατά την παροχή της εκάστοτε συγκεκριμένης επενδυτικής υπηρεσίας, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε μορφής σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της εναγομένης τράπεζας και του ενάγοντος πελάτη της. Και τούτο διότι κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό σημείο, η εναγόμενη με βάση τα κριτήρια ενός μέσου συνετού τραπεζικού ιδρύματος, που παρακολουθεί τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι αξιολογούσαν την ελληνική οικονομία από Α+ έως Α- ούτε όφειλε αλλά ούτε μπορούσε να προβλέψει την μεταγενέστερη νομοθετική παρέμβαση στην αγορά των ΟΕΔ, με την ψήφιση του ν.4050/2012, την αντικατάσταση αυτών και την απομείωση της αξίας τους με την εφαρμογή του PSI και την εν συνεχεία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την συνακόλουθη δυσμενή εξέλιξη της επένδυσης του ενάγοντος. Τα ανωτέρω προκύπτουν και από το γεγονός ότι κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο, πριν την εφαρμογή του PSI, υπήρχε μία σχετική ασαφής και αόριστη φημολογία στα ΜΜΕ, η οποία ανέφερε την πιθανή περικοπή των ομολόγων στους ιδιώτες, χωρίς όμως να αναφέρεται ότι είναι βέβαιη η έκδοση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, καθώς και τους συγκεκριμένους όρους αυτού. Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη τράπεζα διέθετε, την στιγμή της αγοράς του ομολόγου κάποιου είδους προνομιακή πληροφόρηση εν σχέσει με το ενδεχόμενο μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και για το επικείμενο “κούρεμα” των ομολόγων εκδόσεως του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο έλαβε χώρα σχεδόν τρία χρόνια μετά την επίδικη συναλλαγή. Αντιθέτως, όπως προδιαλαμβάνεται, εκείνη την χρονική περίοδο η πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου αξιολογούνταν από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης γενικώς θετικό, στην κατηγορία μέσης πιστοληπτικής ικανότητας και φερεγγυότητας, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη – εφεσίβλητη τράπεζα διέθετε άλλη πρόσθετη ενημέρωση τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Αλλά ούτε και κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του χρόνου αγοράς των ΟΕΔ και του χρόνου ανταλλαγής τους μέσω της διαδικασίας του PSI, η εναγόμενη γνώριζε για την επικείμενη εφαρμογή του PSI, την περικοπή των ομολόγων και τις ενδεχόμενες εξελίξεις στους ιδιώτες ομολογιούχους, τούτο διότι οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα με την εφαρμογή του PSI, ήταν αδύνατο να προβλεφθούν από την εναγομένη, αφού δεν ήταν απόρροια κάποιας συμπεριφοράς αυτής, αλλά η απομείωση της απόδοσης της επένδυσης του ενάγοντος ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4050/2012 και των βάσει αυτών κυβερνητικών πράξεων περί ανταλλαγής συγκεκριμένων ομολογιακών τίτλων με σκοπό την ισόποση απομείωση του δημοσιονομικού χρέους του ελληνικού κράτους. Εξάλλου η συμμετοχή της εναγομένης τράπεζας στην διαδικασία του P.S.I και η διαδικασία αντικατάστασης των επιλέξιμων τίτλων ήταν αναγκαστική και επέφερε οικονομική ζημία στους φορείς, άρα και στην εναγομένη τράπεζα, πλήττοντας την κεφαλαιακή επάρκεια τους, ενώ η μεταγενέστερη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αφενός δεν ήταν γνωστό εξαρχής ότι θα γίνει και αφετέρου δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε για να αποκαταστήσει τη ζημία που και οι τράπεζες υπέστησαν από το “κούρεμα” των ομολόγων ούτε και ότι αποκατέστησε αυτήν. Οι δε φορολογικές απαλλαγές, οι οποίες θεσπίσθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 5 και 6 του ν. 4046/2012 υπέρ των νομικών προσώπων για τον περιορισμό των ζημιών που επρόκειτο να υποστούν από την αντικατάσταση των τίτλων που κατείχαν και την απομείωση της αξίας τους με την εφαρμογή του PSI και η εν συνεχεία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με την από 1/3/2012 σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης θεσπίστηκαν για την συγκράτηση της καθαρής θέσης και της αξιοπιστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του οποίου η ευπάθεια του οποία συνιστά πολύ σοβαρή απειλή για την εθνική οικονομία στο σύνολό της, η δε λήψη κατά τον κρίσιμο χρόνο (2012) των ανωτέρω σύνθετων μέτρων από την ελληνική δημοκρατία έγινε προκειμένου να υπάρξει σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είναι αναγκαία για την λειτουργία του κράτους. Συνοψίζοντας, το ζημιογόνο γεγονός που προκάλεσε τη ζημία στον ενάγοντα (“κούρεμα” ομολόγων) έλαβε χώρα δυνάμει διατάξεων που δεν ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης των ομολόγων (2009), αλλά θεσπίστηκαν εκ των υστέρων με τον Ν. 4050/2012, ο οποίος για λόγους υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος τροποποίησε την μέχρι τότε ισχύουσα νομοθεσία, προβλέποντας για πρώτη φορά την ανταλλαγή των ομολόγων με άλλης μικρότερης αξίας, βάσει μάλιστα διαδικασίας όπου η απόφαση της πλειοψηφίας των ομολογιούχων ως προς την ανταλλαγή θα δέσμευε το σύνολο των κατόχων τους. Μάλιστα η παραπάνω εισαγωγή των “ρητρών συλλογικής δράσης”, που κατέστησε υποχρεωτική την ανταλλαγή, δεν έγινε γνωστή παρά μόνον λίγους μόνο μήνες πριν από την νομοθέτησή τους με τον Ν.4050/ 2012, ενώ πριν γινόταν λόγος για “εθελοντική” συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Το δε γεγονός ότι η εναγομένη – εφεσίβλητη τράπεζα κατείχε και η ίδια ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δε συνιστά σύγκρουση συμφερόντων, δεδομένου ότι η ζημία του ενάγοντας – εκκαλούντος δεν είχε ως συνέπεια την ωφέλεια αυτής, αντιθέτως δε, όπως αποδείχθηκε, η ακύρωση και αντικατάσταση των ομολόγων, πέραν του ότι ήταν αναγκαστική, επέφερε οικονομική ζημία και στις τράπεζες. Στην ίδια κρίση καταλήγοντας και τον πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι δεν υφίστατο κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των διαδίκων και ότι η εναγομένη δεν υποχρεούτο σε έλεγχο συμβατότητας δεν έσφαλε, αλλά ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου 6ος, 8ος, 9ος 10ος, και 14ος λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί ευθύνης της εναγομένης λόγω του ότι συμμετείχε κατά την συνέλευση των πιστωτών του ελληνικού Δημοσίου και ψήφισε υπέρ της ανταλλαγής και των δικών του ομολόγων, παρά την εναντίωσή του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και κυρίως αλυσιτελής, διότι αφενός μεν η εναγομένη δεν του αποστέρησε τη δυνατότητα να συμμετάσχει στην προβλεπόμενη από την από 24-2-2012 πρόσκληση της Ελληνικής Δημοκρατίας διαδικασία, κατά τους όρους της οποίας οι ομολογιούχοι μπορούσαν να εκφράσουν τη συναίνεση ή απόρριψη τους σε σχέση με τις προταθείσες τροποποιήσεις των επιλέξιμων τίτλων μέσω των προβλεπόμενων διαδικασιών, όπως και έπραξε ο ενάγων, δηλώνοντας ότι δεν συναινεί σε αυτήν, αφετέρου δε (και κυρίως) διότι η απόφαση για την επίμαχη ανταλλαγή ομολόγων πραγματοποιήθηκε δυνάμει των προαναφερόμενων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου με σκοπό τη διασφάλιση μιας ομοιόμορφης και αποτελεσματικής αναδιάταξης του δημόσιου χρέους σε βιώσιμα επίπεδα με τη συμμετοχή των ιδιωτών, και λήφθηκε κατά ειδική πλειοψηφία, με ρήτρα αναγκαστικής επέκτασης και στους λοιπούς πιστωτές, η δε συμμετοχή ή μη σε αυτή του μικροομολογιούχου ενάγοντος δεν ήταν δυνατό να ασκήσει καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της πλειοψηφίας για τη λήψη της σχετικής απόφασης, που άλλωστε αποτέλεσε κυριαρχική πράξη της ελληνικής Πολιτείας, εκδηλούμενη με την ψήφιση και εφαρμογή του Ν. 4050/2012. Τυχόν δε αντίρρηση του ενάγοντος στο PSI ουδεμία έννομη επιρροή μπορούσε να έχει, διότι κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων ενεργοποιήθηκαν και μάλιστα με αναδρομική ισχύ ρήτρες συλλογικής δράσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στην ίδια κρίση δεν έσφαλε, αλλά ορθά τον ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου 15ος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ενόψει των ανωτέρω το αίτημα του εκκαλούντος περί επιδείξεως των εγγράφων που πιστοποιούν την δηλωθείσα αντίρρησή στο PSI τυγχάνει απορριπτέο ως αλυσιτελές. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος-εκκαλούντος ότι η εναγόμενη υπέχει ευθύνη, ως θεματοφύλακας των ομολόγων, με βάση την ΑΚ 824 και την διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 Ν.2198/1994 (που απαγορεύει την διάθεση του τίτλου χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η επέμβαση στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του ενάγοντος έγινε κατόπιν νομοθετικής παρέμβασης, και συγκεκριμένα δυνάμει των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του Ν.4050/ 2012 και όχι με υπαιτιότητα της εναγομένης (ΕφΑΘ 1549/ 2019, ΕφΑΘ 5675/2018, αδημ.) όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ο περί του αντιθέτου 120ς λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο εκκαλών με τον 19° λόγο της έφεσης επικαλείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα δεν απάντησε άλλως σιγή απέρριψε τους διαλαμβανόμενους στην αγωγή (σελ.7 και 49) ισχυρισμούς του, όπως αυτοί εξειδικεύονται στις κατατεθείσες προτάσεις του (σελ.7-10) σύμφωνα με τους οποίους η εναγομένη ενεργώντας παράνομα δεν του κατέβαλε το κεφάλαιο των ένδικων ομολόγων του και τα ενδιάμεσα τοκομερίδια επικαλούμενη την εφαρμογή της πράξεως 10/2012 του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία όμως είχε εκδοθεί παράτυπα, ότι η 5/2012 πράξη του Υπ.Σ με την οποία κλήθηκαν οι κάτοχοι ΟΕΔ να συμμετάσχουν στη σχετική ψηφοφορία ήταν παράτυπη, ότι η αντικατάσταση των ΟΕΔ με την 2/13203/15.2.20103 απόφαση του Υπ. Οικονομικών δεν ήταν νόμιμη διότι δεν στηρίχτηκε σε νόμιμη και υπαρκτή απόφαση του Δημοσίου καθόσον οι σχετικές περί τούτου εκδοθείσες υπ’ αριθμ. 2/2012 αποφάσεις του ΥΠ. Οικον. για την αντικατάσταση των ΟΕΔ δεν είχαν ακόμα δημοσιευτεί. Περαιτέρω με τον 20° λόγο της έφεσης και σε συνέχεια του 19ου λόγου ο εκκαλών επικαλείται ότι το πρωτοβάθμιο κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε σιγή τον διαλαμβανόμενο στην αγωγή (σελ.49) ισχυρισμό του όπως αυτός εξειδικεύεται στις προτάσεις του (σελ. 10-11) ότι η ΠΥΣ 10/9-3- 2012 “Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων” καθώς και η βάσει αυτής κατόπιν εκδοθείσα απόφαση 2/20964/0023Α/9.3. 2012 του Αναπλ. Υπουργού Οικονομικών είναι άκυρες και παράτυπες για τον πρόσθετο λόγο ότι η προηγηθείσα αυτών από 9.3.2012 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή τερματίσθηκε με την επίτευξη της προβλεπόμενης απαρτίας και πλειοψηφίας (ανεξόφλητου κεφαλαίου) για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους είναι ανυπόστατη, ως εκδοθεί- σα, από αναρμόδιο όργανο, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα και τις επόμενες πράξεις. Με τους παραπάνω αγωγικούς ισχυρισμούς τους οποίους ο ενάγων-εκκαλών επαναφέρει με τους προαναφερόμενους λόγους έφεσης, ο ενάγων πλήττει την νομιμότητα των πράξεων που εκδόθηκαν στα πλαίσια της θεσπιζόμενης με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ.1-11 του Ν.4050/2012 διαδικασίας αντικατάστασης τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Οι εν λόγω όμως πράξεις συνιστούν διοικητικές πράξεις, το σύνολο δε αυτών συνιστά σύνθετη διοικητική ενέργεια (ΟλΣτΕ 1116/2014, σκέψη 7). Οι πράξεις όμως αυτές, ως διοικητικές πράξεις, εξοπλίζονται α) με το τεκμήριο νομιμότητας το οποίο συνοδεύει την διοικητική πράξη από τη γέννηση της μέχρι την εξαφάνισή της και έχει ως συνέπεια την παραγωγή όλων των έννομων αποτελεσμάτων που ορίζονται από την διοικητική πράξη μέχρι την παύση της (η οποία μπορεί να επέλθει μέσω: α) της ακύρωσής της με δικαστική απόφαση β) της ακύρωσής της με άλλη διοικητική πράξη γ) της ανάκλησής της από το όργανο που την εξέδωσε και δ) της κατάργησής της), ανεξάρτητα από την πιθανή νομική πλημμέλεια που την βαρύνει, ακόμη κι αν παραβιάζεται η αρχή της νομιμότητας. Έτσι, βάσει του τεκμηρίου νομιμότητας μια (ακόμη και άκυρη) διοικητική πράξη δεσμεύει τόσο τη Διοίκηση όσο και τον διοικούμενο μέχρι την απαγγελία της ακύρωσής της και, τελικά, την εξαφάνισή της από την έννομη τάξη και β) με εκτελεστότητα, που σημαίνει ότι επιφέρει άμεση μεταβολή στον εξωτερικό νομικό κόσμο, ήτοι η εφαρμογή της (δηλαδή η παραγωγή εννόμων συνεπειών) είναι υποχρεωτική τόσο για τη Διοίκηση όσο και για τον διοικούμενο από τη στιγμή της έκδοσής της, χωρίς να προϋποτίθεται η διαμεσολάβηση δικαστικής απόφασης ή άλλης διαδικασίας. Ο δε διοικούμενος υποχρεούται να συμμορφώνεται προς την συμπεριφορά που επιβάλλει η διοικητική πράξη. Συνακόλουθα των ανωτέρω, εφόσον οι προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις δεν ακυρώθηκαν, η εναγομένη νομίμως επικαλέσθηκε την εφαρμογή τους και συμμορφώθηκε με αυτές (όπως άλλωστε και υποχρεούτο να πράξει) και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του ενάγοντος – εκκαλούντος ότι η εναγόμενη ενήργησε παράνομα αρνούμενη να του καταβάλει το κεφάλαιο των ομολόγων του, επικαλούμενη τις ανωτέρω πράξεις, τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι, όπως και οι συναφείς λόγοι (19ος, 20ος) της έφεσης. Σημειώνεται με την από 23/3/2012 αίτηση άλλων ομολογιούχων ΟΕΔ ζητήθηκε η ακύρωση όλων των πράξεων, που εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. 1-11 του ν.4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Συγκεκριμένα ζητήθηκε να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. 5/24.2.2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, (Π.Υ.Σ.) “Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους” (Α37/24.2.2012), β) η από 24.2.2012 Πρόσκληση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ. ΔΗ.Χ.) προς τους ομολογιούχους για συμμετοχή στην ορισθείσα με την ως άνω Π.Υ.Σ. διαδικασία, γ) η από 9.3. 2012 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή τερματίσθηκε με την επίτευξη της προβλεπόμενης απαρτίας και πλειοψηφίας (ανεξόφλητου κεφαλαίου) για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, δ) ή Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 “Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Διαχειριστή της Διαδικασίας” (Α’ 50/9.3.2012) και ε) η πράξη 2/20964/0023Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών “Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου” (Β’ 682/9.3.2012).Η παραπάνω αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια του ΣΤΕ, λόγω, σπουδαιότητας, και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1116/2014 απόφαση του ΣτΕ, με την οποία κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων γεννά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικράτειας και ότι όλες οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις συγκροτούν σύνθετη διοικητική ενέργεια και ακολούθως εξετάσθηκαν οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως των ως άνω πράξεων, οι οποίοι απορρίφθηκαν όπως και η ένδικη αίτηση ακυρώσεως στο σύνολό της” . Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την από 11-5-2018 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 443/2018 απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επικυρώνοντας έτσι την ομοίως κατ’ αποτέλεσμα αποφανθείσα με (εν μέρει) ελλιπή αιτιολογία ως άνω οριστική απόφαση, της οποίας συμπλήρωσε κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ τις αιτιολογίες. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 4, 5 και 6 του ν. 3606/2007, με τη μη εφαρμογή των δύο πρώτων και με λανθασμένη εφαρμογή της τρίτης, αλλά αντιθέτως ορθά δεν εφάρμοσε τις δύο πρώτες διατάξεις (παρ. 4 και 5), που δεν ήσαν εφαρμοστέες στην ένδικη υπόθεση, ενώ προέβη σε ορθή εφαρμογή της παρ. 6 του ως άνω νόμου που ήταν εφαρμοστέα, επίσης δεν παραβίασε τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914, 281, 288 ΑΚ, τις διατάξεις των άρθρων 1, 8 και 9 του Ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, ν. 2198/1994, και άρθρ. 824 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, παράλληλα δε, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, σχετικά με την έλλειψη υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης τράπεζας προς τον αναιρεσείοντα, με βάση τις επικαλούμενες από τον τελευταίο ως άνω διατάξεις περί αδικοπραξιών του ΑΚ, του ν. 3606/2007 “Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων”, του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, ν. 2198/1994, και άρθρ. 824 ΑΚ, καθότι, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης: α) ως προς την επικαλούμενη ευθύνη της αναιρεσίβλητης-εναγομένης, κατά την παροχή εκ μέρους της επενδυτικών υπηρεσιών προς το πρόσωπό του, εξαιτίας της μη τήρησης της αρχής της καταλληλότητας (κατάρτιση του επενδυτικού του προφίλ, τη μη σύνταξη ερωτηματολογίου και τη μη κατηγοριοποίησή του) και της αρχής της συμβατότητας, δέχεται ότι η αναιρεσίβλητη, στην πρώτη περίπτωση δεν είχε παρόμοια υποχρέωση, γιατί μεταξύ των διαδίκων δεν καταρτίστηκε γραπτώς ή σιωπηρώς σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, ούτε υπήρξε διαχείριση χαρτοφυλακίου, αλλά οι παρασχεθείσες επενδυτικές υπηρεσίες συνίσταντο αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών του αναιρεσείοντος, περίπτωση κατά την οποία δεν απαιτείται ο έλεγχος καταλληλότητας και στη δεύτερη περίπτωση γιατί θεμελιώνεται νόμιμος λόγος απαλλαγής της εναγομένης από την υποχρέωση τήρησης της αρχής της συμβατότητας, λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων που απαιτούνται σωρευτικά από το νόμο (παρ. 6 του άρθρου 25 του ν. 3607/ 2007) για την εφαρμογή της εξαίρεσης από την υποχρέωση εφαρμογής του ελέγχου αυτού, β) όσον αφορά το ζήτημα της ενημέρωσης του ενάγοντος κατά την παροχή από την εναγομένη της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας (αγορά ομολόγων), δέχεται ότι η εναγόμενη παρέσχε σαφή, πλήρη και κατανοητή πληροφόρηση στον ενάγοντα όπως επιβάλλεται από τη μεταξύ τους σύμβαση και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ν.2551/1994 και την καλή πίστη γ) ως προς το ζημιογόνο γεγονός που προκάλεσε τη ζημία στον ενάγοντα (“κούρεμα” ομολόγων), δέχεται αυτό έλαβε χώρα δυνάμει διατάξεων που δεν ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης των ομολόγων (2009), αλλά θεσπίστηκαν εκ των υστέρων με τον Ν. 4050/2012, ο οποίος για λόγους υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος τροποποίησε την μέχρι τότε ισχύουσα νομοθεσία, προβλέποντας για πρώτη φορά την ανταλλαγή των ομολόγων με άλλης μικρότερης αξίας, βάσει μάλιστα διαδικασίας όπου η απόφαση της πλειοψηφίας των ομολογιούχων ως προς την ανταλλαγή θα δέσμευε το σύνολο των κατόχων τους, ήτοι η επέμβαση στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του ενάγοντος έγινε κατόπιν νομοθετικής παρέμβασης, και συγκεκριμένα δυνάμει των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του Ν.4050/2012 και όχι με υπαιτιότητα της εναγομένης. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια δέχεται: ότι κατά την παροχή εκ μέρους της αναιρεσίβλητης-εναγομένης επενδυτικών υπηρεσιών προς τον αναιρεσείοντα-ενάγοντα, δεν όφειλε η πρώτη να τηρήσει την αρχή της καταλληλότητας (με την κατάρτιση του επενδυτικού του προφίλ, τη σύνταξη ερωτηματολογίου και την κατηγοριοποίησή του), αλλά ούτε και την αρχή της συμβατότητας, γιατί, αναφορικά με την αρχή της καταλληλότητας, μεταξύ των διαδίκων δεν καταρτίστηκε γραπτώς ή σιωπηρώς σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, ούτε υπήρξε διαχείριση χαρτοφυλακίου, αλλά οι παρασχεθείσες επενδυτικές υπηρεσίες συνίσταντο αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών του αναιρεσείοντος, όπως και η πρωτοβουλία για την αγορά των επίδικων ομολόγων ανήκε στον τελευταίο, χωρίς οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης να τον παροτρύνουν και στη δεύτερη περίπτωση γιατί θεμελιώνεται νόμιμος λόγος απαλλαγής της εναγομένης από την υποχρέωση τήρησης της αρχής της συμβατότητας, λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων που απαιτούνται σωρευτικά από το νόμο (παρ. 6 του άρθρου 25 του ν. 3607/ 2007) για την παράλειψη του ελέγχου αυτού, και συγκεκριμένα δέχεται: ότι μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης καταρτίστηκε, στις 12/3/2008, σύμβαση εκτέλεσης εντολών και ότι η διενεργηθείσα στις 23/4/2009 συναλλαγή της αγοράς από τον ενάγοντα των ένδικων ομολόγων πραγματοποιήθηκε διαρκούσης της ισχύος της σύμβασης αυτής και αποτέλεσε υλοποίηση μέρους του συμφωνημένου περιεχομένου της εν λόγω σύμβασης, ήτοι της αγοράς, επ’ ονόματι του ενάγοντος, κινητών αξιών, ότι η αγορά των ένδικων ομολόγων ενεργήθηκε κατόπιν προσωπικής επιλογής, απόφασης και πρωτοβουλίας του ενάγοντος, ο οποίος έδωσε τη σχετική εντολή στους υπαλλήλους της εναγομένης (προστηθέντες), χωρίς οι τελευταίοι να τον παροτρύνουν ή να του δώσουν οποιοσδήποτε σύσταση/συμβουλή για την εν λόγω επένδυση και χωρίς να τον διαβεβαιώσουν ότι η εν λόγω επένδυση είναι ασφαλής και απαλλαγμένη κινδύνου, ότι δεν καταρτίστηκε γραπτώς ή σιωπηρώς σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ των διαδίκων, καθώς η πρωτοβουλία για την αγορά των ένδικων ομολόγων ανήκε στον ενάγοντα, ο οποίος προσήλθε αυτοβούλως στο κατάστημα της εναγομένης και αιτήθηκε την αγορά τους, χωρίς οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης να τον παροτρύνουν και μάλιστα με ψευδείς διαβεβαιώσεις στην αγορά αυτή και χωρίς να επηρεάσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επενδυτική του βούληση, ότι η εναγομένη ήταν απλώς αποδέκτης και εκτελεστής της εντολής του ενάγοντος και περιορίστηκε στην εκτέλεση της προκείμενης εντολής για την αγορά ΟΕΔ, χωρίς να παράσχει επενδυτικές συμβουλές στον ενάγοντα, ότι ενόψει του γεγονότος ότι η επενδυτική υπηρεσία της αγοράς των ομολόγων παρασχέθηκε στα πλαίσια απλής εκτέλεσης εντολής κι όχι στα πλαίσια (έγγραφης ή προφορικής) σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, δεν απαιτείτο η διενέργεια εκ μέρους της εναγομένης ελέγχου καταλληλότητας, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 25 του ν.3606/2007, αφού η υποχρέωση αυτή βαρύνει την τράπεζα μόνον κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών και την διαχείριση χαρτοφυλακίου (άρθρο 25 παρ. 4 Ν. 3606/2007), ότι η εναγομένη όφειλε να προχωρήσει μόνο στον προβλεπόμενο στην παρ. 5 του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007 έλεγχο συμβατότητας και να ειδοποιήσει σχετικώς τον ενάγοντα-πελάτη, πλην όμως οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγόμενης δεν προέβησαν, στον κατ’ άρθρο 25 παρ.5 του ν.3606/2007 έλεγχο συμβατότητας του ενάγοντος με τη συγκεκριμένη επένδυση, γιατί θεμελιώνεται νόμιμος λόγος απαλλαγής της εναγομένης από την υποχρέωση αυτή, καθόσον υφίστανται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται σωρευτικά από το νόμο (παρ. 6 του άρθρου 25 του ν. 3607/ 2007) για την παράλειψη του ελέγχου αυτού και συγκεκριμένα: α) παροχή επενδυτικής υπηρεσίας που αφορά ομόλογο και όχι ομόλογο παραγώγων αφού η επίδικη υπηρεσία αφορούσε ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου που συνιστούν μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, γιατί δεν περιλαμβάνουν όρους ή προϋποθέσεις κατά την έκδοσή τους που απαιτείται εξειδικευμένη γνώση ή εμπειρία εκ μέρους του πελάτη για την κατανόησή τους. β) Η υπηρεσία παρασχέθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του επενδυτή ενάγοντος. γ) Κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, ο ενάγων είχε ενημερωθεί σαφώς έστω και σε τυποποιημένη μορφή, ότι η εναγομένη δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την συμβατότητα της συγκεκριμένης επένδυσης και ότι αυτός δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Και, δ) τηρήθηκαν οι κανόνες για τη σύγκρουση συμφερόντων, ειδικά δε για την τελευταία περίπτωση ότι κατά τον επίδικο χρόνο της πώλησης – αγοράς των ομολόγων (23/4/2009), που ενδιαφέρει, καθόσον ο έλεγχος συμβατότητας διενεργείται πριν και κατά την παροχή της εκάστοτε συγκεκριμένης επενδυτικής υπηρεσίας, δεν υπήρχε οποιασδήποτε μορφής σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της εναγομένης τράπεζας και του ενάγοντος πελάτη της, ότι η εναγόμενη με βάση τα κριτήρια ενός μέσου συνετού τραπεζικού ιδρύματος, που παρακολουθεί τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι αξιολογούσαν την ελληνική οικονομία από Α+ έως Α- ούτε όφειλε αλλά ούτε μπορούσε να προβλέψει την μεταγενέστερη νομοθετική παρέμβαση στην αγορά των ΟΕΔ, με την ψήφιση του ν.4050/2012, την αντικατάσταση αυτών και την απομείωση της αξίας τους με την εφαρμογή του PSI και την εν συνεχεία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την συνακόλουθη δυσμενή εξέλιξη της επένδυσης του ενάγοντος, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη τράπεζα διέθετε, την στιγμή της αγοράς των ομολόγων κάποιου είδους προνομιακή πληροφόρηση εν σχέσει με το ενδεχόμενο μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και για το επικείμενο “κούρεμα” των ομολόγων έκδοσης του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο έλαβε χώρα σχεδόν τρία χρόνια μετά την επίδικη συναλλαγή, ότι εκείνη την χρονική περίοδο η πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου αξιολογούνταν από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης γενικώς θετικά, στην κατηγορία μέσης πιστοληπτικής ικανότητας και φερεγγυότητας, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη τράπεζα διέθετε άλλη πρόσθετη ενημέρωση από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, ότι ουδόλως η εναγομένη γνώριζε για την επικείμενη εφαρμογή του PSI, την περικοπή των ομολόγων και τις ενδεχόμενες εξελίξεις στους ιδιώτες ομολογιούχους, ότι οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα με την εφαρμογή του PSI, ήταν αδύνατο να προβλεφθούν από την εναγομένη, αφού δεν ήταν απόρροια κάποιας συμπεριφοράς αυτής, αλλά η απομείωση της απόδοσης της επένδυσης του ενάγοντος ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4050/2012 και των βάσει αυτών κυβερνητικών πράξεων περί ανταλλαγής συγκεκριμένων ομολογιακών τίτλων με σκοπό την ισόποση απομείωση του δημοσιονομικού χρέους του ελληνικού κράτους, ότι η συμμετοχή της εναγομένης τράπεζας στην διαδικασία του P.S.I και η διαδικασία αντικατάστασης των επιλέξιμων τίτλων ήταν αναγκαστική και επέφερε οικονομική ζημία στους φορείς, άρα και στην εναγομένη τράπεζα, πλήττοντας την κεφαλαιακή επάρκεια τους, ενώ η μεταγενέστερη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αφενός δεν ήταν γνωστό εξαρχής ότι θα γίνει και αφετέρου δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε για να αποκαταστήσει τη ζημία που και οι τράπεζες υπέστησαν από το “κούρεμα” των ομολόγων ούτε και ότι αποκατέστησε αυτήν, ότι οι φορολογικές απαλλαγές, οι οποίες θεσπίσθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 5 και 6 του ν. 4046/2012 υπέρ των νομικών προσώπων για τον περιορισμό των ζημιών που επρόκειτο να υποστούν από την αντικατάσταση των τίτλων που κατείχαν και την απομείωση της αξίας τους με την εφαρμογή του PSI και η εν συνεχεία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με την από 1/3/2012 σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης θεσπίστηκαν για την συγκράτηση της καθαρής θέσης και της αξιοπιστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του οποίου η ευπάθεια του οποία συνιστά πολύ σοβαρή απειλή για την εθνική οικονομία στο σύνολό της, η δε λήψη κατά τον κρίσιμο χρόνο (2012) των ανωτέρω σύνθετων μέτρων από την ελληνική δημοκρατία έγινε προκειμένου να υπάρξει σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είναι αναγκαία για την λειτουργία του κράτους. Επίσης, ότι η εναγόμενη παρέσχε σαφή, πλήρη και κατανοητή πληροφόρηση στον ενάγοντα όπως επιβάλλεται από τη μεταξύ τους σύμβαση και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ν.2551/1994 και την καλή πίστη και ότι το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία στον ενάγοντα (“κούρεμα” ομολόγων), έλαβε χώρα δυνάμει διατάξεων που δεν ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης των ομολόγων (2009), αλλά θεσπίστηκαν εκ των υστέρων με τον Ν. 4050/2012, ο οποίος για λόγους υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος τροποποίησε την μέχρι τότε ισχύουσα νομοθεσία, προβλέποντας για πρώτη φορά την ανταλλαγή των ομολόγων με άλλης μικρότερης αξίας, βάσει μάλιστα διαδικασίας όπου η απόφαση της πλειοψηφίας των ομολογιούχων ως προς την ανταλλαγή θα δέσμευε το σύνολο των κατόχων τους, ήτοι ότι η επέμβαση στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του ενάγοντος έγινε κατόπιν νομοθετικής παρέμβασης, και συγκεκριμένα δυνάμει των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του Ν.4050/2012 και όχι με υπαιτιότητα της εναγομένης. Επομένως, 1.Τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων: α) με τον τρίτο από το άρθρο 559 αριθ. 1 λόγο αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 25 παρ. 4, 5 του ν. 3606/2007, που προβλέπουν την τήρηση εκ μέρους της εναγομένης κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών των αρχών της καταλληλότητας και συμβατότητας, και της εσφαλμένης εφαρμογής της παρ. 6 του άνω άρθρου, που ορίζει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται σωρευτικά από το νόμο για την παράλειψη του ελέγχου συμβατότητας, καθότι δέχθηκε ότι κατά την παροχή εκ μέρους της αναιρεσίβλητης-εναγομένης επενδυτικών υπηρεσιών προς τον αναιρεσείοντα-ενάγοντα, δεν όφειλε η πρώτη να τηρήσει την αρχή της καταλληλότητας (με την κατάρτιση του επενδυτικού του προφίλ, τη σύνταξη ερωτηματολογίου και την κατηγοριοποίησή του), αλλά ούτε και την αρχή της συμβατότητας, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, που επιβάλλουν την τήρηση των αρχών αυτών κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών εκ μέρους της εναγομένης, και β) με το δωδέκατο από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, με τον οποίο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι στερείται νόμιμης βάσης διότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και ειδικότερα, όπως κατά λέξει αναγράφεται στο αναιρετήριο “…σε κάθε περίπτωση δε δεν αιτιολόγησε πειστικά και εμπεριστατωμένα (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ), την απόρριψη του ανωτέρω λόγου ως προς την μη κατάρτιση ”επενδυτικού προφίλ”, μη σύνταξη του συναφούς ερωτηματολογίου και μη ”κατηγοριοποίησή” μου (όπως όφειλε να πράξει και ακολούθως να δεχθεί την αγωγή μου) …”, κρίνονται αβάσιμα καθώς και οι αντίστοιχοι ως άνω λόγοι αναίρεσης, διότι στην προκειμένη περίπτωση με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε ότι η επενδυτική υπηρεσία της αγοράς των ομολόγων παρασχέθηκε εκ μέρους της εναγομένης τράπεζας, στα πλαίσια απλής εκτέλεσης εντολής και όχι στα πλαίσια (έγγραφης ή προφορικής) σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, και για το λόγο αυτό δεν απαιτείτο η διενέργεια εκ μέρους της εναγομένης ελέγχου καταλληλότητας, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 25 του ν.3606/2007, αφού η υποχρέωση αυτή βαρύνει την τράπεζα μόνον κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών και τη διαχείριση χαρτοφυλακίου (άρθρο 25 παρ. 4 Ν. 3606/2007, την οποία ορθώς δεν εφάρμοσε), περαιτέρω δε, δέχθηκε ότι νομίμως η εναγομένη δεν προχώρησε στον προβλεπόμενο στην παρ. 5 του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007 έλεγχο συμβατότητας του ενάγοντος με τη συγκεκριμένη επένδυση, γιατί υφίστατο νόμιμος λόγος απαλλαγής της από την υποχρέωση αυτή, συντρεχόντων των αναλυτικά παρατιθέμενων παραπάνω προϋποθέσεων που απαιτούνται σωρευτικά από την παρ. 6 του άρθρου 25 του ν. 3607/2007, την οποία παρ. 6 ορθώς εφάρμοσε και ορθώς δεν εφάρμοσε την παρ. 5 που ήταν μη εφαρμοστέα, αφού κατά τις ανωτέρω παραδοχές της συνέτρεχε νόμιμος λόγος εξαίρεσης από την εφαρμογή της. Επί πλέον δε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα εάν απαιτείτο η όχι στην προκειμένη περίπτωση η τήρηση της αρχής της καταλληλότητας εκ μέρους της εναγομένης κατά την παροχή εκ μέρους της επενδυτικών υπηρεσιών προς τον αναιρεσείοντα-ενάγοντα, με την κατάρτιση του επενδυτικού του προφίλ, τη σύνταξη ερωτηματολογίου και την κατηγοριοποίησή του, πριν την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα, αναφορικά με την κρίση της ότι δεν απαιτείτο ο έλεγχος καταλληλότητας εκ μέρους της εναγομένης, και δη προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα αφενός το είδος της καταρτισθείσας στις 23-4-2009 μεταξύ των διαδίκων σύμβασης αγοράς των ένδικων ομολόγων αναφέροντας ρητά ότι η αγορά των ένδικων ομολόγων ενεργήθηκε κατόπιν προσωπικής επιλογής, απόφασης και πρωτοβουλίας του ενάγοντος, ο οποίος έδωσε τη σχετική εντολή στους υπαλλήλους της εναγομένης (προστηθέντες), χωρίς οι τελευταίοι να τον παροτρύνουν ή να του δώσουν οποιοσδήποτε σύσταση/συμβουλή για την εν λόγω επένδυση και χωρίς να τον διαβεβαιώσουν ότι η εν λόγω επένδυση είναι ασφαλής και απαλλαγμένη κινδύνου, ότι δεν καταρτίστηκε γραπτώς ή σιωπηρώς σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ των διαδίκων, καθώς η πρωτοβουλία για την αγορά των ένδικων ομολόγων ανήκε στον ενάγοντα, ότι η εναγομένη ήταν απλώς αποδέκτης και εκτελεστής της εντολής του ενάγοντος και περιορίστηκε στην εκτέλεση της προκείμενης εντολής για την αγορά ΟΕΔ, χωρίς να παράσχει επενδυτικές συμβουλές στον ενάγοντα, και ότι, ενόψει του γεγονότος ότι η επενδυτική υπηρεσία της αγοράς των ομολόγων παρασχέθηκε στα πλαίσια απλής εκτέλεσης εντολής κι όχι στα πλαίσια (έγγραφης ή προφορικής) σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, δεν απαιτείτο η διενέργεια εκ μέρους της εναγομένης ελέγχου καταλληλότητας, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 25 του ν.3606/2007, αφού η υποχρέωση αυτή βαρύνει την τράπεζα μόνον κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών και την διαχείριση χαρτοφυλακίου (άρθρο 25 παρ. 4 Ν. 3606/2007). Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (αναφορικά με το ως άνω ουσιώδες ζήτημα) η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. 2. Επίσης, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους τέταρτο και πέμπτο από το άρθρο 559 αριθ. 19 λόγους αναίρεσης με τους οποίους προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι στερείται νόμιμης βάσης διότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και δη αναφορικά με την απόρριψη του αγωγικού ισχυρισμού του ότι συνέτρεχε σύγκρουση συμφερόντων της εναγομένης και του ίδιου, με την επίκληση ότι η εναγόμενη είχε συμφέρον και επεδίωκε “να ξεφορτωθεί” τα ένδικα ομόλογα που είχε στο χαρτοφυλάκιό της και τα είχε αποκτήσει λόγω της συμμετοχής σε κοινο-πρακτικό ομολογιακό δάνειο 5,5 δις ευρώ που είχε χορηγηθεί στο ελληνικό Δημόσιο από κοινοπραξία μαζί με άλλες 4 αλλοδαπές τράπεζες και τα οποία (ομόλογα) ήταν επισφαλή και διότι είχε συμφέρον να συμμετάσχει στο PSI αφού είχε προ-συμφωνήσει να λάβει ανταλλάγματα, κρίνονται αβάσιμα καθώς και οι αντίστοιχοι ως άνω λόγοι αναίρεσης, διότι το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αναφορικά με το ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις σαφείς αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα εάν υφίστατο ή όχι οποιασδήποτε μορφής σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της εναγομένης τράπεζας και του ενάγοντος πελάτη της. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα, αναφορικά με την κρίση της ότι δεν υφίστατο σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των διαδίκων και δη διαλαμβάνοντας μεταξύ άλλων και τις παραδοχές ότι η εναγόμενη με βάση τα κριτήρια ενός μέσου συνετού τραπεζικού ιδρύματος, που παρακολουθεί τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι αξιολογούσαν την ελληνική οικονομία από Α+ έως Α- ούτε όφειλε αλλά ούτε μπορούσε να προβλέψει την μεταγενέστερη νομοθετική παρέμβαση στην αγορά των ΟΕΔ, με την ψήφιση του ν.4050/2012, την αντικατάσταση αυτών και την απομείωση της αξίας τους με την εφαρμογή του PSI και την εν συνεχεία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την συνακόλουθη δυσμενή εξέλιξη της επένδυσης του ενάγοντος, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη τράπεζα διέθετε, την στιγμή της αγοράς των ομολόγων κάποιου είδους προνομιακή πληροφόρηση εν σχέσει με το ενδεχόμενο μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και για το επικείμενο “κούρεμα” των ομολόγων έκδοσης του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο έλαβε χώρα σχεδόν τρία χρόνια μετά την επίδικη συναλλαγή, ότι εκείνη την χρονική περίοδο η πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου αξιολογούνταν από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης γενικώς θετικά, στην κατηγορία μέσης πιστοληπτικής ικανότητας και φερεγγυότητας, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη τράπεζα διέθετε άλλη πρόσθετη ενημέρωση από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, ότι ουδόλως η εναγομένη γνώριζε για την επικείμενη εφαρμογή του PSI, την περικοπή των ομολόγων και τις ενδεχόμενες εξελίξεις στους ιδιώτες ομολογιούχους, ότι οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα με την εφαρμογή του PSI, ήταν αδύνατο να προβλεφθούν από την εναγομένη, αφού δεν ήταν απόρροια κάποιας συμπεριφοράς αυτής, αλλά η απομείωση της απόδοσης της επένδυσης του ενάγοντος ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4050/2012 και των βάσει αυτών κυβερνητικών πράξεων περί ανταλλαγής συγκεκριμένων ομολογιακών τίτλων με σκοπό την ισόποση απομείωση του δημοσιονομικού χρέους του ελληνικού κράτους, ότι η συμμετοχή της εναγομένης τράπεζας στην διαδικασία του P.S.I και η διαδικασία αντικατάστασης των επιλέξιμων τίτλων ήταν αναγκαστική και επέφερε οικονομική ζημία στους φορείς, άρα και στην εναγομένη τράπεζα, πλήττοντας την κεφαλαιακή επάρκεια τους, ενώ η μεταγενέστερη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αφενός δεν ήταν γνωστό εξαρχής ότι θα γίνει και αφετέρου δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε για να αποκαταστήσει τη ζημία που και οι τράπεζες υπέστησαν από το “κούρεμα” των ομολόγων ούτε και ότι αποκατέστησε αυτήν, ότι οι φορολογικές απαλλαγές, οι οποίες θεσπίσθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 5 και 6 του ν. 4046/2012 υπέρ των νομικών προσώπων για τον περιορισμό των ζημιών που επρόκειτο να υποστούν από την αντικατάσταση των τίτλων που κατείχαν και την απομείωση της αξίας τους με την εφαρμογή του PSI και η εν συνεχεία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με την από 1/3/2012 σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης θεσπίστηκαν για την συγκράτηση της καθαρής θέσης και της αξιοπιστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του οποίου η ευπάθεια του οποία συνιστά πολύ σοβαρή απειλή για την εθνική οικονομία στο σύνολό της, η δε λήψη κατά τον κρίσιμο χρόνο (2012) των ανωτέρω σύνθετων μέτρων από την ελληνική δημοκρατία έγινε προκειμένου να υπάρξει σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είναι αναγκαία για την λειτουργία του κράτους. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (αναφορικά με το ως άνω ουσιώδες ζήτημα) η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. 3. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος του), ο αναιρεσείων προσάπτει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αρ. 1α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του ότι τα Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), είναι μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα διότι “δεν περιλαμβάνουν όρους ή προϋποθέσεις κατά την έκδοσή τους που απαιτείται εξειδικευμένη γνώση ή εμπειρία εκ μέρους του πελάτη για την κατανόησή τους”, και εντεύθεν στη δυνάμει αυτής παραδοχή του ότι δεν ήταν αναγκαία η τήρηση εκ μέρους της εναγομένης, κατά την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών προς στο πρόσωπό του, των αρχών της καταλληλότητας και συμβατότητας καθώς και της ενημέρωσής του, πριν την αγορά τους, παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία τις διατάξεις των άρθρων 25 §§ 4-6 του ν. 3606/2007, 8§§ 1 και 2α και 13 της απόφασης 1/452/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, 4 ΚΔΕΠΕΥ, 1§4α’, 8§§1-5 και 9ε’ ν. 2251/1994, την ΠΔ/ΤΕ2501/ 2002 και άρθρα 197, 288 και 535 §§ 2,4 του ΑΚ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι με την επίφαση αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτό, προβάλλονται αιτιάσεις για την κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ως προς τα οποία ο αναιρεσείων έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), το οποίο επί της ουσίας δέχθηκε τα αντίθετα, και ο από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δέκατος τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και των διατάξεων του άρθρου 4 §1 περ. α’ ν. 3606/2007, δέχθηκε εσφαλμένα ότι η παρασχεθείσα υπηρεσία εκ μέρους της εναγομένης έλαβε χώρα στα πλαίσια σύμβασης εντολής, με αποτέλεσμα να δεχθεί κατ’ εφαρμογή της παρ. 6 του ίδιου άρθρου απαλλαγή της εναγομένης από την υποχρέωσή της προς αποζημίωσή του, ενώ αληθώς θα έπρεπε να δεχθεί ότι δεν υφίσταται σύμβαση διαβίβασης εντολής και εντεύθεν να δεχθεί την αγωγή του. Περαιτέρω ο αναιρεσείων με το δεύτερο σκέλος του ως άνω έκτου λόγου αναίρεσης από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι στερείται νόμιμης βάσης, διότι περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και ειδικότερα ότι η ως άνω κρίση της ότι τα Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), είναι μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα διότι “δεν περιλαμβάνουν όρους ή προϋποθέσεις κατά την έκδοσή τους που απαιτείται εξειδικευμένη γνώση ή εμπειρία εκ μέρους του πελάτη για την κατανόησή τους”, έρχεται σε ευθεία αντίθεση, με την κρίση της ότι ο ενάγων “ως δικηγόρος ήταν γνώστης των χαρακτηριστικών των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και ήταν σε θέση να κατανοήσει την εν λόγω επένδυση”, ενώ υφίσταται ανεπαρκής αιτιολογία αναφορικά με την απόρριψη του αγωγικού του ισχυρισμού ότι κατά την αγορά των ομολόγων δεν έλαβε χώρα ενημέρωσή του από την εναγομένη. Ο λόγος αυτός, είναι αβάσιμος διότι το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα εάν τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου είναι ή όχι σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα, αναφορικά με την κρίση της ότι τα εν λόγω ομόλογα δεν είναι σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, και συνακόλουθα, συντρεχόντων και των λοιπών τριών ως άνω προϋποθέσεων του άρθρου 25 παρ. 6 Ν. 3606/2007,κατέληξε στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι η εναγομένη δεν όφειλε να προβεί σε έλεγχο συμβατότητας, κατά την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας στον ενάγοντα. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές αποδεικτικό της πόρισμα, αναφορικά με την κρίση της ότι η εναγόμενη κατά την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας, (αγοράς ομολόγων), παρέσχε σαφή, πλήρη και κατανοητή πληροφόρηση στον ενάγοντα πελάτη της, όπως επιβάλλεται από τη μεταξύ τους σύμβαση και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ, του ν. 2251/1994 (και όχι ν. 2551/1994 όπως από παραδρομή αναγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση) και την καλή πίστη (άρθρ. 281 και 288 ΑΚ), διαλαμβάνοντας μεταξύ άλλων: ότι η εναγομένη (δια των υπαλλήλων της) ενημέρωσε τον ενάγοντα για τον κίνδυνο της εν λόγω επένδυσης καταρχήν στο πλαίσιο της υπογραφής της μεταξύ τους από 12/3/2008 σύμβασης, παραδίδοντας σε αυτόν το προαναφερόμενο “Δελτίο προσυμβατικής πληροφόρησης” στο οποίο … διαλαμβάνεται συνοπτική περιγραφή των χρηματοπιστωτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και των ομολόγων και αναφέρονται αναλυτικά και με σαφήνεια οι βασικοί κίνδυνοι της επένδυσης αυτής, όπως ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος αγοράς, δηλαδή το ενδεχόμενο αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων ενός εκδότη, ότι ανάλογη ενημέρωσή του εχώρησε επίσης, κατά το χρόνο της αγοράς των ένδικων ομολόγων, στο οπισθόφυλλο του αποδεικτικού αγοράς των οποίων (όρος 19), που παρέλαβε ενυπόγραφα ο ενάγων, διαλαμβάνεται ότι οι επενδύσεις επί των συγκεκριμένων ομολογιακών τίτλων εκτίθενται στους συνήθεις επενδυτικούς κινδύνους, όπως πιστωτικούς που προκαλούνται εφόσον ο εκδότης ενδέχεται να μην εκπληρώσει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις, όπως η καταβολή τοκομεριδίων, μερισμάτων κεφαλαίου, ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπήρχε υποχρέωση ειδικής ενημέρωσης για τυχόν αυξημένο κίνδυνο των επίδικων τίτλων, καθόσον κατά τη χρονική στιγμή που διενεργήθηκε η επίδικη αγορά (2009), δηλαδή προ της επίτασης της κρίσης του ημεδαπού δημόσιου χρέους που σήμανε ραγδαία πτώση των τιμών διαπραγμάτευσης των εν λόγω τίτλων στην δευτερογενή αγορά, δεν υπήρχε κάποιος γνωστός στην εναγομένη συγκεκριμένος κίνδυνος ως προς την πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου, για τον οποίο (κίνδυνο) θα μπορούσε να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα και κανένα πιστωτικό ίδρυμα ή διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης δεν μπορούσε να προβλέψει την μετά από τρία σχεδόν έτη εφαρμογή των εξαιρετικών νομοθετικών διατάξεων του ν. 4050/2012, που εισήγαγαν αναδρομικά ρήτρες συλλογικής δράσης, και ότι η εναγόμενη τόσο προσυμβατικά όσο και κατά την διάρκεια της επένδυσης τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς και πλήρους πληροφόρησης-διαφώτισης του ενάγοντος πελάτη της αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των επίδικων ομολόγων, την ασφάλεια και τους κινδύνους αυτών, όπως επιβάλλεται από την επίδικη σύμβαση, και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ, του Ν. 2251/1994 και την καλή πίστη. Εξάλλου, μεταξύ της παραδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης ότι τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν είναι σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα και δεν απαιτείται για την κατανόησή τους εξειδικευμένη γνώση ή εμπειρία, και της παραδοχής ότι ο ενάγων ως δικηγόρος ήταν γνώστης των χαρακτηριστικών των ομολόγων και ήταν σε θέση να κατανοήσει την επένδυσή του, δεν υφίσταται αντίφαση, διότι η παραδοχή ότι ο ενάγων ως δικηγόρος ήταν γνώστης των χαρακτηριστικών των ομολόγων, συμπορεύεται με την κρίση ότι για την κατανόησή τους δεν απαιτείται εξειδικευμένη γνώση ή εμπειρία. Άλλωστε η κρίση αυτή, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης εντάσσεται στην επιχειρηματολογία του Εφετείου, προκειμένου να καταδείξει το χαρακτήρα του ομολόγου ως απλού χρηματοπιστωτικού μέσου, και ουδόλως συνδέεται με την υποχρέωση ενημέρωσης του ενάγοντος, για την οποία το Εφετείο κατά τα προαναφερόμενα δέχθηκε ότι έλαβε χώρα και μάλιστα αναλυτικά κατά τα άνω 4. Ο αναιρεσείων με το δεύτερο σκέλος του ένατου λόγου αναίρεσης, καθώς και με το πρώτο και δεύτερο σκέλος του δέκατου λόγου, επικαλούμενος το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι στερείται νόμιμης βάσης, διότι στερείται αιτιολογιών αναφορικά με την απόρριψη του αγωγικού του ισχυρισμού περί ευθύνης της εναγομένης σε αποζημίωση με βάση τις διατάξεις του ν. 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών, καθώς και αναφορικά με την κρίση της περί ενημέρωσής του από τους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγομένης ως προς τους κινδύνους του επίμαχου επενδυτικού προϊόντος. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι γιατί το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, εξαιτίας έλλειψης αιτιολογίας ή ελαττώματος σε αυτήν, αναφορικά με τα επικαλούμενα από τον αναιρεσείοντα ως άνω ζητήματα, αφού εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, το από τις αποδείξεις σχετικό περί τούτων πόρισμά του, στο οποίο κατέληξε με τα πραγματικά γεγονότα, που δέχτηκε ως αποδειχθέντα και τα οποία, στηρίζουν επαρκώς, μαζί με τις υπόλοιπες παραδοχές του Εφετείου, που προαναφέρθηκαν, το απορριπτικό της ένδικης αγωγής διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, χωρίς να απαιτούνται προς τούτο άλλες επιπλέον αιτιολογίες ή να περιέχονται σε αυτήν αντιφατικές αιτιολογίες, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ο οποίος, υπό το πρόσχημα της παραβίασης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, πλήττει απαραδέκτως την ακυρωτικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τούτο δε διότι το Εφετείο, με επαρκείς, σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, δέχτηκε, όπως προαναφέρθηκε, μετ` εκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, μεταξύ άλλων, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ευθύνης της εναγομένης σε αποζημίωση του ενάγοντος με βάση τις διατάξεις του ως άνω νόμου περί προστασίας καταναλωτών, καθώς και για το γεγονός της ενημέρωσής του, ότι η εναγόμενη κατά την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας, (αγοράς ομολόγων), παρέσχε σαφή, πλήρη και κατανοητή πληροφόρηση στον ενάγοντα πελάτη της, όπως επιβάλλεται από την μεταξύ τους σύμβαση και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ, του ν. 2251/1994 και την καλή πίστη, διαλαμβάνοντας μεταξύ άλλων: ότι η εναγομένη εκτέλεσε επακριβώς και προσηκόντως τη δοθείσα σ` αυτήν εντολή για την επένδυση στα επίδικα προϊόντα και εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της πλήρως έναντι του ενάγοντα, συνιστάμενη στη λήψη και διαβίβαση, για λογαριασμό του, εντολών προς κατάρτιση συναλλαγών, τα δε όργανα αυτής δεν τέλεσαν παράνομη και υπαίτια πράξη, ούτε παραβίασαν υπαίτια τις διατάξεις του ν. 2251/1994, ή κάποια αρχή του Κώδικα Δεοντολογίας των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) κατά την πραγματοποίηση των άνω επενδυτικών εντολών στη διάρκεια της ένδικης επένδυσης, ότι η εναγομένη δεν είχε αναλάβει συμβατικά την παροχή επενδυτικών συμβουλών και συνεπώς δεν όφειλε να παράσχει στον ενάγοντα πέραν των άνω απαιτούμενων και χρήσιμων πληροφοριών περί των κινδύνων, οι οποίες πράγματι του παρασχέθηκαν από τους προστηθέντες υπαλλήλους τους, επιπλέον και επενδυτικές συμβουλές, η συμπεριφορά της δε αυτή δεν κρίνεται αντισυμβατική και παράνομη, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι παρέβη τις υποχρεώσεις επιμέλειας, που είχε έναντι του ενάγοντος σε σχέση με την πληροφόρησή του, αφού τον είχε ενημερώσει για το είδος της επένδυσης και τους αναλαμβανόμενους κινδύνους, ούτε η συμπεριφορά αυτή συνιστά παραβίαση της γενικής δικαιϊκής αρχής της καλόπιστης και σύμφωνα με τα συναλλακτική ήθη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων της και της λήψης μέτρων πρόνοιας και ασφάλειας, ώστε να αποτρέψει την επέλευση ζημίας στον αντισυμβαλλόμενο της, ειδικότερα δε: Ότι η εναγομένη (δια των υπαλλήλων της) ενημέρωσε τον ενάγοντα για τον κίνδυνο της εν λόγω επένδυσης καταρχήν στο πλαίσιο της υπογραφής της μεταξύ τους από 12/3/2008 σύμβασης, παραδίδοντας σε αυτόν το προαναφερόμενο “Δελτίο προσυμβατικής πληροφόρησης” στο οποίο διαλαμβάνεται συνοπτική περιγραφή των χρηματοπιστωτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και των ομολόγων και αναφέρονται αναλυτικά και με σαφήνεια οι βασικοί κίνδυνοι της επένδυσης αυτής, όπως ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος αγοράς. Ότι ανάλογη ενημέρωσή του εχώρησε επίσης, κατά το χρόνο της αγοράς των ένδικων ομολόγων, στο οπισθόφυλλο του αποδεικτικού αγοράς των οποίων (όρος 19) που παρέλαβε ενυπόγραφα ο ενάγων, διαλαμβάνεται ότι οι επενδύσεις επί των συγκεκριμένων ομολογιακών τίτλων εκτίθενται στους συνήθεις επενδυτικούς κινδύνους, όπως πιστωτικούς που προκαλούνται εφόσον ο εκδότης ενδέχεται να μην εκπληρώσει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις, όπως η καταβολή τοκομεριδίων, μερισμάτων κεφαλαίου. Ότι ο ενάγων βρισκόταν εντός του κύκλου όσων προσώπων μπορούσαν να κατανοήσουν και πολύ περισσότερο να συνδυάσουν και αξιολογήσουν τις παρεχόμενες από την ενάγουσα πληροφορίες, ότι δεν υπήρχε υποχρέωση ειδικής ενημέρωσης για τυχόν αυξημένο κίνδυνο των επίδικων τίτλων, καθόσον κατά την χρονική στιγμή που διενεργήθηκε η επίδικη αγορά (2009), δηλαδή προ της επίτασης της κρίσης του ημεδαπού δημόσιου χρέους που σήμανε ραγδαία πτώση των τιμών διαπραγμάτευσης των εν λόγω τίτλων στην δευτερογενή αγορά, δεν υπήρχε κάποιος γνωστός στην εναγομένη συγκεκριμένος κίνδυνος ως προς την πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου, για τον οποίο (κίνδυνο) θα μπορούσε να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα, και κανένα πιστωτικό ίδρυμα ή διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης δεν μπορούσε να προβλέψει την μετά από τρία σχεδόν έτη εφαρμογή των παραπάνω εξαιρετικών νομοθετικών διατάξεων που εισήγαγαν αναδρομικά ρήτρες συλλογικής δράσης, ότι η ψήφιση του Ν.4050/2012 έλαβε χώρα, … προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πιο σοβαρή οικονομική κρίση της Ελλάδας στην πρόσφατη ιστορία της, … Ότι η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αναμενόμενη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, με συνέπεια κανένα πιστωτικό ίδρυμα ή διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης να μπορεί να προβλέψει την μετά από δύο έτη (από την αγορά του επίδικου άυλου κρατικού ομολόγου) ψήφιση και εφαρμογή των παραπάνω εξαιρετικών νομοθετικών διατάξεων που εισήγαγαν αναδρομικά ρήτρες συλλογικής δράσης. Ότι οι προστηθέντες της εναγομένης – εφεσίβλητης τράπεζας, δεν θα μπορούσαν να είχαν ενημερώσει τον ενάγοντα για μια τέτοια εξέλιξη, ήτοι για την, με νομοθετική ρύθμιση, από το Ελληνικό Κράτος, ακύρωση και αντικατάσταση των ομολόγων και την εξ αυτών πιθανή ζημία. Ότι η επίδικη επενδυτική υπηρεσία εκτελέσθηκε από την υπάλληλο της εναγόμενης Α. Κ. (ανήκε στην ομάδα για τα βασικά τραπεζικά και επενδυτικά προϊόντα) η οποία όμως έλαβε τις σχετικές οδηγίες για την διαδικασία εκτέλεσης της εν λόγω υπηρεσίας από τον αρμόδιο (για τις αμιγώς επενδυτικές υπηρεσίες) υπάλληλο Γ. Κ., έγινε δε έλεγχος και συνυπέγραψε για την επίδικη συναλλαγή ο υπάλληλος της εναγόμενης X. Δ., ο οποίος κατείχε το απαιτούμενο πιστοποιητικό “καταλληλότητας” για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Καταλήγοντας, έτσι, στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι η εναγομένη τόσο προσυμβατικά όσο και κατά την διάρκεια της επένδυσης τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς και πλήρους πληροφόρησης – διαφώτισης του ενάγοντος πελάτη της αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των επίδικων ομολόγων, την ασφάλεια και τους κινδύνους αυτών, όπως επιβάλλεται από την επίδικη σύμβαση, και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ, του Ν. 2251/1994 και την καλή πίστη. Επομένως, οι ως άνω λόγοι της αίτησης, με τους οποίους ο αναιρεσείων, αποδίδοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ, υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε, που, υπό την επίκληση της ίδιας αιτίασης, (559 αρ. 19 ΚΠολΔ), πλήττεται η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ οι επικαλούμενες ελλείψεις και αντιφάσεις των αιτιολογιών, που αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ήτοι στην ανάλυση, στάθμιση ή αξιολόγησή τους, καθώς και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές ή στη σχετική με αυτή (εκτίμηση των αποδείξεων) επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου, δεν θεμελιώνουν την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα στην προσβαλλόμενη απόφασή του και επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων με τον δέκατο λόγο αναίρεσης κατά το τρίτο σκέλος αυτού από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια: α) ότι παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 14 §1 του ν. 3606/2007, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (2009), αναφορικά με την κατοχή από την υπάλληλο της εναγομένης που ενήργησε την επίδικη συναλλαγή μαζί του, του απαιτούμενου από τη διάταξη αυτή πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας, με το να δεχθεί, όπως επί λέξει αναφέρεται στο αναιρετήριο “ότι η επίδικη επενδυτική υπηρεσία εκτελέσθηκε από την υπάλληλο της εναγόμενης Α. Κ.”, η οποία όμως, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις δεν διέθετε την απαιτούμενη από την ως άνω διάταξη του άρθρου 14 ν. 3606/2007 πιστοποίηση επαγγελματικής επάρκειας και, β) παραβίασε εκ πλαγίου τις ίδιες ως άνω διατάξεις, αναφορικά με την ύπαρξη πιστοποιητικού επαγγελματικής καταλληλότητας της υπαλλήλου της εναγομένης, με τις παραδοχές του, όπως επί λέξει αναφέρεται στο αναιρετήριο “διότι το Εφετείο δέχεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του, αποσιωπώντας και χωρίς να αναφέρει ότι η ανωτέρω συναλλαγείσα μαζί μου υπάλληλος δεν είχε το εκ του Νόμου απαιτούμενο Πιστοποιητικό Επαγγελματικής Καταλληλότητος” . Ο λόγος αυτός κατά το υπό στοιχ. α’ μέρος του είναι αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, η τελευταία δέχεται, πλην των αμέσως παραπάνω αναλυτικά αναφερόμενων παραδοχών ως προς το ζήτημα της ενημέρωσης του ενάγοντος κατά την παροχή από την εναγομένη της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας εκτέλεσης εντολής για αγορά των επίμαχων ομολόγων, και τα ακόλουθα επί λέξει: “Σημειωτέον ότι η επίδικη επενδυτική υπηρεσία εκτελέσθηκε από την υπάλληλο της εναγόμενης Α. Κ. (ανήκε στην ομάδα για τα βασικά τραπεζικά και επενδυτικά προϊόντα) η οποία όμως έλαβε τις σχετικές οδηγίες για την διαδικασία εκτέλεσης της εν λόγω υπηρεσίας από τον αρμόδιο (για τις αμιγώς επενδυτικές υπηρεσίες) υπάλληλο Γ. Κ., έγινε δε έλεγχος και συνυπέγραψε για την επίδικη συναλλαγή ο υπάλληλος της εναγόμενης X. Δ., ο οποίος κατείχε το απαιτούμενο πιστοποιητικό “καταλληλότητας” για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών” . Οι παραδοχές αυτές του Εφετείου στο αποδεικτικό του πόρισμα, καλύπτουν πλήρως το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 14 §1 του ν. 3606/2007, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (2009), που ορίζει ότι υπάλληλοι πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι αρμόδιοι κατά περίπτωση: (α) …, (β) την εκτέλεση εντολών, (γ) …οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό “επαγγελματικής επάρκειας” (μετέπειτα “καταλληλότητας” όπως ορίστηκε με το άρθρο 13 περ. 1.α Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013), που χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, και τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, κατά το υπό στοιχ. β’ μέρος του ο παραπάνω λόγος είναι προεχόντως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, γιατί ο αναιρεσείων δεν εξειδικεύει το σφάλμα του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, ή πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία και ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποιες είναι αυτές και σε τι συνίσταται η αντίφαση, ενώ σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος και επειδή, με την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής του στις παραπάνω διατάξεις, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρ. 561 παρ. 1 KΠολΔ). 5. Ο αναιρεσείων με τους δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο λόγους αναίρεσης, επικαλούμενος το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι στερείται νόμιμης βάσης. Και συγκεκριμένα: 1) με το δέκατο πέμπτο λόγο, ισχυρίζεται ότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, καθότι με τις παραδοχές της ότι, “αποδείχθηκε ότι στις 28-1-2009 το Ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε ομόλογο πενταετούς διάρκειας… Η έκδοση αυτή είχε λάβει μεγάλη δημοσιότητα … Υπό τις ανωτέρω συνθήκες… ο ενάγων ο οποίος…αναζητούσε νέους τρόπους απόδοσης και εξασφάλισης των κεφαλαίων του… επέλεξε την εν λόγω επένδυση και αποφάσισε την τοποθέτηση κεφαλαίων του σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου… Έτσι, στις 23-4-2009 ο ενάγων προσήλθε στο παραπάνω κατάστημα της εναγομένης και ζήτησε να επενδύσει… σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ)”, και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η εναγομένη απαλλάχθηκε από την τήρηση των έναντι αυτού υποχρεώσεων με βάση το άρθρο 25 ν. 3606/2007 και δεν υποχρεούται σε αποζημίωση, δεν αιτιολογεί με ποιόν τρόπο η προβολή τον Ιανουάριο του 2009 των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, προκάλεσε τρείς μήνες αργότερα, ήτοι τον Απρίλιο του 2009, στον ενάγοντα την απόφασή του να μεταβεί στο κατάστημα της εναγομένης τράπεζας και να ζητήσει την αγορά των ομολόγων. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος διότι με την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτό, προβάλλονται αιτιάσεις για την κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο ως προς τις οποίες ο αναιρεσείων έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση, καθώς και για την σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα που εκτίθεται σαφώς ως προς το παραπάνω ζήτημα. 2) Με το δέκατο έκτο λόγο, ισχυρίζεται ότι περιέχει ανεπαρκείς, εσφαλμένες και αντιφατικές αιτιολογίες, καθότι με τις παραδοχές της ότι, “μετά τον Απρίλιο του 2010 και ιδίως μετά τον Δεκέμβριο του 2011 τα δυσμενή οικονομικά στοιχεία της χώρας ήταν πλέον γνωστά σε όλους (πασίδηλο) (άρθρο 336 παρ. 1 ΚΠολΔ) από την εκτεταμένη πληροφόρηση που παρείχαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης”, υπαινίσσεται ότι ο ενάγων προκειμένου να περιορίσει ή να αποφύγει τη ζημία του, έπρεπε να εκποιήσει τα ομόλογα, παραβλέποντας έτσι γεγονός ότι η τιμή στην οποία θα μπορούσε να τα εκποιήσει δεν υπερέβαινε το 15% της ονομαστικής τους αξίας υφιστάμενος μεγαλύτερη ζημία και από αυτήν του PSI, και επίσης υπαινίσσεται ότι μετά το Δεκέμβριο του 2011 η εναγομένη δεν χρειαζόταν να του παράσχει καμία συναφή ενημέρωση, αφού τα δυσμενή οικονομικά στοιχεία της χώρας ήταν πλέον γνωστά σε όλους. Ο λόγος αυτός είναι πολλαπλώς απορριπτέος και δη προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του γιατί δεν αναφέρεται ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε και ποίοι οι ισχυρισμοί και τα περιστατικά που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα για τη θεμελίωσή τους. Επί πλέον ο λόγος αυτός είναι και αλυσιτελής, διότι η πληττόμενη αιτιολογία, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές του Εφετείου, εκ περισσού διατυπώθηκε, δηλαδή είναι πλεοναστική και δεν επιδρά στο διατακτικό της πληττόμενης απόφασης, ενώ σε κάθε περίπτωση με την επίφαση της επικαλούμενης αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττεται, ανεπίτρεπτα, η ουσιαστική κρίση του Εφετείου, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
6. Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το δ’ σκέλος αυτού, καθώς και με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, ο αναιρεσείων προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι στερείται δηλαδή νόμιμης βάσης, και ειδικότερα αποδίδεται στο Εφετείο ότι, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί των “κινήτρων του” για την αγορά των ομολόγων, υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι διέλαβε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ανεπαρκείς αιτιολογίες, αναφορικά με το ζήτημα αυτό και δη δεν ανέφερε το ύψος των επιτοκίων των προθεσμιακών καταθέσεων, που αποτελεί ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού σε περίπτωση που το τελευταίο ήταν μεγαλύτερο από εκείνο των ομολόγων, καταρρίπτεται το συμπέρασμα της προσβαλλόμενης απόφασης ότι κίνητρό του για την αγορά των ομολόγων υπήρξε το μεγαλύτερο επιτόκιο αυτών. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης (κύριος και πρόσθετος), είναι προεχόντως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, η οποία καθιστά, εν προκειμένω, ανέφικτο τον αναιρετικό του έλεγχο. Τούτο δε διότι, για τη θεμελίωση του λόγου αυτού, και σύμφωνα με τις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις της παρούσας, δεν διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο και τους προσθέτους λόγους, οι συγκεκριμένες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκαν. Σε κάθε περίπτωση δε, ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος και διότι με την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτό, προβάλλονται αιτιάσεις για την κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο ως προς τις οποίες ο αναιρεσείων έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα, που εκτίθεται σαφώς ως προς το παραπάνω ζήτημα.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που δεσμευτικά γι` αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος – λ.χ. στις καταθέσεις των μαρτύρων όχι όμως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελεύθερα, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία. Εξάλλου, τα έγγραφα έχουν αυξημένη αποδεικτική δύναμη, μόνο όταν παράγουν πλήρη απόδειξη και όχι όταν εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, ενώ η αξιοπιστία των μαρτύρων και η εκτίμηση των όσων αυτοί καταθέτουν ανήκει στην κυριαρχικά ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, μπορεί να αποδώσει στις μαρτυρικές αποδείξεις μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα από άλλα ίδιας αποδεικτικής δύναμης, αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1420/2011). Στην προκείμενη περίπτωση με τον δέκατο τέταρτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια αληθώς από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, (και όχι από τον αρ. 19 όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο), γιατί το Εφετείο εκτίμησε εσφαλμένα πιό αξιόπιστη τη μαρτυρία της μάρτυρος της αναιρεσίβλητης, Α. Κ., σε σχέση με τις περιλαμβανόμενες σε σχετική ένορκη βεβαίωση, μαρτυρίες των Α. Τ. και Β. Ζ., η οποία (μάρτυρας) μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι ο ενάγων προσήλθε στο Κατάστημα της εναγομένης και με δική του πρωτοβουλία ζήτησε την αγορά των ένδικων ομολόγων. Ο λόγος όμως αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί η αξιοπιστία των μαρτύρων και η εκτίμηση των όσων αυτοί καταθέτουν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ανήκει στην κυριαρχικά ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμώντας τις αποδείξεις, μπορεί να αποδώσει στις μαρτυρικές αποδείξεις μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα από άλλα ίδιας αποδεικτικής δύναμης, αποδεικτικά μέσα.
IV. Α’. Η διάταξη του άρθρου 5 Ν. 2198/1994 “Άυλοι τίτλοι Δημοσίου” ορίζει ότι “1. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να δανείζεται κατά τις διατάξεις του παρόντος και άνευ εκδόσεως αξιογράφων (ομολόγων, εντόκων γραμματίων κ.λπ.) από φυσικά ή νομικά πρόσωπα και από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν κατά το νόμο την ευχέρεια να ασκούν ανάλογες εργασίες. 2. Εξουσιοδοτείται ο Υπουργός των Οικονομικών να συνάπτει για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δάνεια της παραγράφου 1. Τα δάνεια και οι υποδιαιρέσεις τους (τίτλοι) παρακολουθούνται δια λογιστικών εγγραφών στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το Σύστημα), που συνιστάται με το παρόν άρθρο και του οποίου διαχειριστής είναι η Τράπεζα της Ελλάδος. Επίσης δια λογιστικών εγγραφών στο Σύστημα παρακολουθούνται τα τοκομερίδια των τίτλων, αφ’ ης αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς συναλλαγής εφαρμοζομένων αναλόγως των λοιπών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί τις εγγραφές λήξεως, εξυπηρετήσεως και αποπληρωμής των δανείων για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου. 3. Οι όροι των δανείων αυτών καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών” . Στη διάταξη του άρθρου 6 του αυτού ως άνω Νόμου ορίζεται ότι “1. Στο Σύστημα μετέχουν πλην του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστού, νομικά ή φυσικά πρόσωπα (οι φορείς) οριζόμενα είτε κατά κατηγορίες είτε ονομαστικά με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Με όμοιες πράξεις καθορίζεται η διαδικασία επιλογής των φορέων και ειδικότεροι όροι και περιορισμοί και οι απαιτούμενες υπέρ των επενδυτών ασφάλειες κατά κατηγορίες φορέων. 2. Οι τίτλοι δύνανται να μεταβιβάζονται σε τρίτους (επενδυτές). Η μεταβίβαση ενεργεί μεταξύ των μερών και δεν παράγει αποτελέσματα εις όφελος ή εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Τράπεζας της Ελλάδος. 3. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να αποκτά τίτλους από τους φορείς και να τους διαθέτει εκ νέου προ της λήξεώς τους. 4. Η μεταβίβαση του τίτλου ολοκληρώνεται με μεταφορά (πίστωση) του αντίστοιχου ποσού στο λογαριασμό του δικαιούχου. Περιορισμοί ή λεπτομερέστερες ρυθμίσεις των συναλλαγών επί των τίτλων μπορούν να θεσπίζονται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. 5. Οι λογαριασμοί των φορέων τηρούνται στο Σύστημα. Οι λογαριασμοί των επενδυτών τηρούνται στους φορείς. 6. Οι λογαριασμοί και στο Σύστημα και στους φορείς τηρούνται χωριστά κατά κατηγορία τίτλων με κοινά χαρακτηριστικά. 7. Στο Σύστημα τηρούνται για κάθε φορέα χωριστοί λογαριασμοί αφενός μεν για τους τίτλους ίδιου χαρτοφυλακίου, αφετέρου δε για εκείνους του χαρτοφυλακίου επενδυτών πελατών του. Ο λογαριασμός χαρτοφυλακίου επενδυτών κάθε φορέα τηρείται συγκεντρωτικά για όλους τους επενδυτές του φορέα. 8…. 9….10. Οι τίτλοι μπορούν να αποτελούν αντικείμενο δανεισμού, εφαρμοζομένου αναλόγως του άρθρου 806 του ΑΚ”. Η διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω Νόμου προβλέπει ότι “1. Απαγορεύεται στο φορέα η άνευ της συναινέσεως του δικαιούχου επενδυτή διάθεση του τίτλου. Η έλλειψη συναινέσεως δεν αντιτάσσεται κατά των καλής πίστεως τρίτων. 2. Οι τηρούμενοι στο Σύστημα λογαριασμοί δεν υπόκεινται σε αναγκαστική ή συντηρητική κατάσχεση” . Τέλος, η διάταξη του άρθρου 8 του αυτού ως άνω Νόμου ορίζει ότι “1. Οι φορείς που αναλαμβάνουν να επενδύσουν κεφάλαια σε τίτλους του Δημοσίου, για λογαριασμό πελατών τους, υποχρεούνται να επενδύουν αμέσως τα κεφάλαια αυτά σε τίτλους της επιλογής των επενδυτών. 2. Ο επενδυτής έχει αξίωση επί του τίτλου του, στρεφόμενη μόνο κατά του φορέα, στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του. Εάν το Δημόσιο δεν έχει εκπληρώσει τις κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις του, ο επενδυτής έχει αξίωση εκ του τίτλου μόνο κατά του Δημοσίου. 3. Εάν το χαρτοφυλάκιο επενδυτών του φορέα δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του επενδυτή, ούτος ικανοποιείται προνομιακώς εκ του ίδιου χαρτοφυλακίου του φορέα. Εάν και το ίδιο χαρτοφυλάκιο του φορέα δεν επαρκεί, τότε οι δικαιούχοι ικανοποιούνται συμμέτρως. 4. Ως ίδιο χαρτοφυλάκιο του φορέα για τις ανάγκες της προηγούμενης παραγράφου νοείται και το χαρτοφυλάκιο του φορέα, ως επενδυτή άλλου φορέα. Ως χαρτοφυλάκιο, εκ του οποίου ικανοποιούνται συμμέτρως οι δικαιούχοι, νοείται το χαρτοφυλάκιο μόνο των τίτλων της αυτής κατηγορίας. 5. Για το υπόλοιπο της απαιτήσεώς τους οι επενδυτές ικανοποιούνται προνομιακώς εκ της λοιπής περιουσίας του φορέα, κατατασσόμενοι ως προνομιούχοι πριν από τη σειρά των απαιτήσεων, που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔικ όπως ισχύει μετά το άρθρο 3 του ν. 1545/1985 και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του ΚΠολΔικ. 6. Η καταβολή των ληξιπρόθεσμων τόκων και κεφαλαίων των τίτλων από το Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων του Δημοσίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδίδει στον κάθε φορέα τους τόκους και το κεφάλαιο των οφειλόμενων τίτλων κατά τη λήξη του δανείου. Η κατά τα ανωτέρω καταβολή επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος. 7. Για την ικανοποίηση των εκ των τίτλων απαιτήσεών τους κατά του φορέα κατά κεφάλαιο και τόκους, οι επενδυτές κατατάσσονται ως προνομιούχοι πριν από τη σειρά των απαιτήσεων, που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔικ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 3 του ν. 1545/1985 και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του ΚΠολΔικ”. Με τις προαναφερόμενες διατάξεις ρυθμίζεται ο δανεισμός του κράτους από τους ιδιώτες μέσω της έκδοσης ομολογιών, οι οποίες θεωρούνται έγγραφα με αξιογραφικό χαρακτήρα, στα οποία ενσωματώνονται οι απαιτήσεις του ευρέος κοινού, στο οποίο έχει προσφύγει η κρατική αρχή για δανεισμό. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 επ. Ν. 2198/1994 (όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 15 παρ. 8 Ν. 2469/1997), ουσιώδες περιεχόμενο της σχέσης εκ του ομολόγου (ως τίτλου δανεισμού και ως ανωνύμου χρεογράφου, ακόμη και υπό λογιστική μορφή) και αντικείμενο της σχετικής ενοχής, της υποχρέωσης, δηλαδή, του εκδότη και του αντίστοιχου δικαιώματος του κομιστή, αποτελεί η πληρωμή του κεφαλαίου (της ονομαστικής αξίας) αυτού (εξόφληση) κατά τη λήξη του. Το ως άνω θεμελιώδες εννοιολογικό στοιχείο της σχέσης εκ του ομολόγου, δεν αναιρείται: α) από τη (νομική) δυνατότητα μεταβίβασής του (χρηματιστηριακά ή εκτός χρηματιστηριακής αγοράς) μέχρι τη λήξη του, β) στην περίπτωση των αΰλων τίτλων, από τις διατάξεις του Ν. 2198/1994 περί συστήματος λογιστικής παρακολούθησης συναλλαγών, διότι με αυτές, παρά την παρεμβολή της Τράπεζας της Ελλάδος και του φορέα μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του επενδυτή, ρητά προβλέπεται ότι, εάν το Ελληνικό Δημόσιο δεν καταβάλει κατά τη λήξη τους τόκους και το κεφάλαιο των τίτλων στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 8, ο επενδυτής (προφανώς εάν δεν έχει εισπράξει κατά τη λήξη τους τόκους και το κεφάλαιο των τίτλων) έχει αξίωση “εκ του τίτλου” μόνον κατά του Ελληνικού Δημοσίου, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 8, γ) από τις τυχόν παρεχόμενες στον κομιστή δικονομικές δυνατότητες (αγωγή κατά του φορέα) και δ) από το (πραγματικό) φαινόμενο της, μέχρι τη λήξη του, διακύμανσης της αγοραίας αξίας του. Ενόψει του κατά τα προαναφερόμενα ουσιώδους περιεχομένου του ομολόγου, η σχέση μεταξύ του εκδότη αυτού και του κομιστή είναι (ακόμη και στην περίπτωση των κρατικών ομολόγων) σχέση ενοχική, σε περίπτωση δε παρεμβολής πλειόνων μεταβιβάσεων μέχρι τον εκάστοτε κομιστή, είναι σχέση οιονεί συμβατική. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 5 Ν. 2198/1994 αποτέλεσε προπομπό της ευρύτερης αναθεώρησης του δικαίου των επενδυτικών αξιόγραφων, δυνάμει των άρθρων 39 επ. Ν. 2396/1996 και 1 επ. Ν. 3156/2003 για την αποϋλοποίηση των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μετοχών και για τις άυλες εταιρικές ομολογίες, αντίστοιχα. Αναφορικά με την έννομη θέση των ιδιωτών επενδυτών σε αντίστοιχους αΰλους τίτλους, καθ’ ο μέτρο οι τελευταίοι δεν περιλαμβάνονται στους φορείς (κυρίως πιστωτικά ιδρύματα) του ανωτέρω Συστήματος, το οποίο διατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος, η οικεία ρύθμιση του άρθρου 8 προβλέπει ότι ο επενδυτής έχει αξίωση “επί” του τίτλου, στρεφομένη μόνο κατά του φορέα, στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του (λογαριασμός επενδυτή), εάν, όμως, το Ελληνικό Δημόσιο δεν εκπληρώσει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του, τότε ο επενδυτής έχει αξίωση εκ του τίτλου μόνο κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Στο ανωτέρω Σύστημα, το οποίο τηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 5 και 6 Ν. 2198/1994), τηρούνται μόνο λογαριασμοί των φορέων και όχι των επενδυτών, απλώς δι’ έκαστο φορέα τηρείται στο Σύστημα διακριτός λογαριασμός ως προς τους τίτλους ίδιου χαρτοφυλακίου του φορέα και διακριτός λογαριασμός όπου εμφαίνονται συγκεντρωτικά (όχι ανά επενδυτή) οι τίτλοι των χαρτοφυλακίων επενδυτών του φορέα. Η ως άνω ιδιαιτερότητα της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 Ν. 2198/1994, η οποία υιοθετήθηκε βάσει των τεχνολογικών δυνατοτήτων και αναγκών της εποχής, με γνώμονα την άμεση έκδοση και διάθεση αΰλων ομολογιακών τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς μεταβατικό καθεστώς, ούτε σύσταση κεντρικού ονομαστικού Μητρώου επενδυτών και εντεύθεν διατυπώσεις, δεν αρκεί για την διάγνωση έλλειψης οποιονδήποτε νομικών υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι των επενδυτών, μέχρι το χρόνο λήξης των τίτλων. Θεμελιώδες περιεχόμενο της έννομης σχέσης, η οποία ιδρύεται τόσο με την αρχική διάθεση, όσο και με επιγενόμενες μεταβιβάσεις των ομολογιακών τίτλων, από φορέα προς επενδυτή, αλλά και προς περαιτέρω επενδυτές, αντίστοιχα, αποτελεί η προσδοκία του επενδυτή για προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου έναντι του φορέα κατά το χρόνο λήξης αυτών των ομολογιακών τίτλων, διότι (μόνο) κατά τον τρόπο αυτό θα καταστεί εφικτή η επιστροφή (μέσω του φορέα)του δανεισθέντος κεφαλαίου και τόκων προς τον επενδυτή. Η προσδοκία αυτή κατοχυρώνεται με την αναγνώριση ex lege ειδικού επικουρικού δικαιώματος προσδοκίας του επενδυτή (και μόνο αυτού) ευθέως κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται για προβαθμίδα του πλήρους ενοχικού δικαιώματος (απαίτησης για κεφάλαιο και τόκους) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και για την πεμπτουσία των δικαιωμάτων του επενδυτή μέχρι το χρόνο λήξης του δανείου, διότι στη φερεγγυότητα (πιστοληπτική ικανότητα) του Ελληνικού Δημοσίου και μόνο (όχι του φορέα) εξαρχής απέβλεψε και εξακολουθεί να αποβλέπει ο επενδυτής κατά την επενδυτική απόφαση τόσο απόκτησης, όσο και διακράτησης του ομολόγου. Η ενεργοποίηση του πλήρους δικαιώματος εξαρτάται ταυτοχρόνως από αναβλητική προθεσμία και αναβλητική αίρεση: αφενός την παρέλευση του χρόνου απόδοσης των τόκων ή του κεφαλαίου του δανείου, αφετέρου τη μη εμπρόθεσμη απόδοση αυτών από το Ελληνικό Δημόσιο στο φορέα. Μάλιστα, η ενεργοποίηση του ως άνω πλήρους δικαιώματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 εδ. β` του ως άνω Νόμου, λειτουργεί αποσβεστικά (απαλλακτικά) ως προς οποιαδήποτε (υποτιθεμένη) συναφή αξίωση του επενδυτή έναντι του φορέα. Κατ’ αποτέλεσμα, οι ενοχικές υποχρεώσεις των φορέων, οι οποίες συναρτώνται με και απορρέουν από την διάθεση των αϋλων τίτλων προς τους επενδυτές, περιορίζονται κατ’ ουσίαν στα καθήκοντα προσυμβατικής και τακτικής ενημέρωσης, λογιστικής παρακολούθησης και λογοδοσίας, ως εν γένει επί επενδυτικών υπηρεσιών θεματοφυλακής (άρθρο 4 παρ. 2 εδ. α` Ν. 3606/2007, άρθρα 713 επ. ΑΚ και 822 επ. ΑΚ προκειμένου περί ενσωμάτων τίτλων), αλλά και σε υπηρεσίες “νομιμοποιήσεως” των επενδυτών έναντι του κεντρικού μητρώου και του εκδότη Β’. Το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012 προωθήθηκε η διαδικασία ανταλλαγής των ελληνικών ομολόγων, η οποία είχε ως στόχο την αναχρηματοδότηση και την ουσιώδη μείωση του ανεξοφλήτου κεφαλαίου των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι η προσφυγή στις αγορές για την χρηματοδότηση της χώρας με τρόπο βιώσιμο είχε πλέον καταστεί αδύνατη. Η πολιτική απόφαση για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους ελήφθη στη Σύνοδο Κορυφής του Eurogroup της 26ης Οκτωβρίου 2011 σε συνέχεια της δηλώσεως της 21ης Ιουλίου 2011 από τους επικεφαλής των Κρατών-Μελών της Ευρωζώνης και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, βάσει της οποίας ιδρύθηκε την 7Ι Ιουνίου 2011 το “Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας” (Ε.Τ.Χ.Σ) [“European Financial Stability Facility” – E.F.S.F.], με σκοπό την εξασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας των Κρατών-Μελών της Ευρωζώνης. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με τους ιδιώτες δανειστές, προκειμένου να συναινέσουν σε μία “εθελοντική” αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους (Private Sector Involvement) και εφεξής χάριν συντομίας “P.S.I” . Για την υλοποίηση της διαδικασίας του P.S.I. συμφωνήθηκε η λήψη της αναγκαίας χρηματοδότησης από τους διεθνείς δανειστές συνολικού ποσού εκατόν τριάντα δισεκατομμυρίων ΕΥΡΩ (130.000.000.000 €). Η διαδικασία του P.S.I. υλοποιήθηκε την 23η Φεβρουάριου 2012 με τη δημοσίευση του Ν. 4050/2012 “Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των Ομολογιούχων” (Φ.Ε.Κ. Α` 36/23.2.2012), ο οποίος έθεσε το βασικό πλαίσιο για την τροποποίηση των υφιστάμενων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου με την αναδρομική εισαγωγή της λεγομένης “Ρήτρας Συλλογικής Δράσεως” (Collective Action Clause – C.A.C.), η οποία διασφαλίζει ότι με απόφαση συγκεκριμένης απαρτίας και πλειοψηφίας των ομολογιούχων είναι δυνατή η λήψη απόφασης για την τροποποίηση των τίτλων και την αντικατάστασή τους με νέους, οι οποίοι δεσμεύουν όλους τους ομολογιούχους, ακόμη και τους μη συμμετέχοντες ή και τους μη συναινούντες. Ειδικότερα, στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4050/2012 αναφέρονται τα εξής: “Τα τελευταία τρία χρόνια η Χώρα αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή οικονομική κρίση στην πρόσφατη ιστορία της. Η ραγδαία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών εκτόξευσε το κόστος δανεισμού της σε απαγορευτικά επίπεδα, με αποτέλεσμα η Χώρα να αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές, και διόγκωσε το δημόσιο χρέος σε πολύ υψηλά επίπεδα. Οι ρυθμίσεις που προτείνονται σκοπούν στη διασφάλιση μιας ομοιόμορφης και αποτελεσματικής αναδιάταξης του ελληνικού χρέους σε βιώσιμα επίπεδα με τη συμμετοχή των ιδιωτών, σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου. Ειδικότερα, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, που αντλούν από τη διεθνή πρακτική, θεσμοθετούνται οργανωμένες και αποτελεσματικές διαδικασίες (Κανόνες Συλλογικής Δράσης), με την εφαρμογή των οποίων Ομολογιούχοι μπορούν να αποφασίζουν την αναπροσαρμογή του δημοσίου χρέους, συμφωνώντας στην τροποποίηση τίτλων που κατέχουν. Λόγω της επιτακτικής και άμεσης ανάγκης για την αναδιάταξη του δημοσίου χρέους, οι προτεινόμενες διατάξεις προσφέρουν στους κατόχους τίτλων τη δυνατότητα να αποφασίζουν με συλλογικές διαδικασίες την τροποποίηση των τίτλων αυτών. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις προβλέπουν ότι οι αποφάσεις ενισχυμένης πλειοψηφίας συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων, δεσμεύουν το σύνολο των κατόχων των επιλέξιμων τίτλων και εφαρμόζονται σε όλους τους επιλέξιμους τίτλους. Η καθολική και ομοιόμορφη δέσμευση της απόφασης, ως προς όλους τους κατόχους και ως προς όλους τους επιλέξιμους τίτλους, με έρεισμα την αρχή της πλειοψηφίας, διασφαλίζει ότι τυχόν μειοψηφία Ομολογιούχων δεν θα καρπωθεί δυσανάλογα οφέλη εις βάρος της ενισχυμένης πλειοψηφίας…”. Συγκεκριμένα, στο άρθρο πρώτο παρ. 1-11 του Ν. 4050/2012 ορίσθηκαν τα ακόλουθα: “1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου η έννοια των ακόλουθων όρων έχει ως εξής: α) Ως “τίτλος” νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο ή άλλος τίτλος δανεισμού, σε φυσική ή άυλη μορφή, που διέπετε από το ελληνικό δίκαιο και του οποίου: αα) εκδότης ή εγγυητής είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ββ) η αρχική διάρκεια κατά το χρόνο πρώτης έκδοσης του υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και γγ) η ημερομηνία εκδόσεως είναι προγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 2011. β) Ως “επιλέξιμος τίτλος” νοείται κάθε τίτλος που ορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και σε πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2. γ) Ως “ανεξόφλητο κεφάλαιο” νοείται το κεφάλαιο επιλέξιμου τίτλου που δεν έχει εξοφληθεί προσδιοριζόμενο σύμφωνα με τους όρους του επιλέξιμου τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση και ως “συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο” νοείται το άθροισμα των ανεξόφλητων κεφαλαίων όλων των επιλέξιμων τίτλων, που ορίζονται στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και την αντίστοιχη πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, ανεξάρτητα από τη σειρά, διάρκεια, το επιτόκιο ή άλλα επί μέρους χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων επιλέξιμων τίτλων, δ) Ως “τροποποίηση” τίτλων νοείται η αλλαγή ή η προσθήκη όρων σε έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους ή η ανταλλαγή ενός ή περισσότερων επιλέξιμων τίτλων με έναν ή περισσότερους νέους τίτλους, ε) Ως “νέος τίτλος” νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο, άλλος τίτλος δανεισμού ή εγγύηση, ή χρηματοοικονομικό μέσο, σε φυσική ή άυλη μορφή, ή άλλο ισοδύναμο των ανωτέρω για τις ανάγκες εφαρμογής αλλοδαπών κανονισμών, ο οποίος ανταλλάσσεται με έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους που τροποποιούνται. Αν ο νέος τίτλος είναι χρηματοοικονομικό μέσο επιτρέπεται η απόδοση του να συνδέεται με το ΑΕΠ. στ) Ως “Ομολογιούχος” νοείται ο φορέας του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το “Σύστημα”) της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2198/1994 (Α` 43), στους λογαριασμούς του οποίου, στο Σύστημα, είναι καταχωρημένοι επιλέξιμοι τίτλοι, όπως ειδικότερα καθορίζεται στην πρόσκληση της παραγράφου 2. Για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ως “Ομολογιούχος” νοείται: αα) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ανώνυμες ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, ο κομιστής του τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση, ββ) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ονομαστικές ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, ο δικαιούχος που αναγράφεται στον τίτλο και γγ) για το ομολογιακό δάνειο με άυλες ομολογίες, αυτός υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί ονομαστική βεβαίωση σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του υ. 3156/2003, κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση, ζ) Ως “Διαχειριστής της Διαδικασίας” νοείται η Τράπεζα της Ελλάδος, η) Ως “επενδυτής” νοείται: αα) για τίτλους που παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο επενδυτής που έχει αξίωση επί ή εκ του τίτλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 6 και των άρθρων 7 και 8 του ν. 2198/1994 και ββ) για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο Ομολογιούχος, θ) Ως “συμμετοχή” στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως της παραγράφου 4 νοείται, αποκλειστικά, η θετική ή η αρνητική ψήφος Ομολογιούχου κατά τη διαδικασία αυτή με συγκεκριμένο ποσό ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει. Με την πρόσκληση της παραγράφου 2 προσδιορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις και ο τρόπος συμμετοχής, που μπορεί να γίνεται και με αντιπροσώπευση. 2. Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, αποφασίζει την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων από τους Ομολογιούχους, προσδιορίζει τους επιλέξιμους τίτλους και επί ανταλλαγής ορίζει το κεφάλαιο ή το ονομαστικό ποσό, το επιτόκιο ή την απόδοση, τη διάρκεια, το αγγλικό ή άλλο δίκαιο που θα διέπει τους νέους τίτλους που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο και εξουσιοδοτεί τον ΟΔΔΗΧ να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Με την πρόσκληση καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται σε αυτήν να αποφασίσουν, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, αν δέχονται την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως προτείνεται από το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Στην πρόσκληση μεταξύ άλλων, ορίζονται: α) οι επιλέξιμοι τίτλοι, β) οι όροι των οποίων προτείνεται η τροποποίηση, γ) το νέο περιεχόμενο των όρων, δ) τυχόν νέοι όροι, ε) επί ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, οι όροι των νέων τίτλων, όπως ορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και επιπλέον όροι τους, όπως οι υποδιαιρέσεις του τίτλου, η περίοδος χάριτος, το νόμισμα, οι όροι και τρόποι πληρωμής, αποπληρωμής και επαναγοράς, οι λόγοι καταγγελίας, οι αρνητικές υποχρεώσεις του εκδότη (negative pledges), ο ορισμός, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τυχόν εμπιστευματοδόχου των Ομολογιούχων (trustee), οι ρήτρες συλλογικής δράσης των νέων τίτλων κλπ., στ) η προθεσμία μέσα στην οποία καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων να αποφασίσουν, ζ) οι ειδικότεροι όροι και ο τρόπος συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως. 3. Η πρόσκληση κοινοποιείται στον Διαχειριστή της Διαδικασίας και δημοσιοποιείται στο διαδίκτυο, όπως ειδικότερα ορίζεται σε αυτήν. Η προθεσμία που ορίζεται για τη λήψη αποφάσεως δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσιοποίησης της πρόσκλησης. 4. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία διενεργείται με όλο ή μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει, όπως ορίζεται στην πρόσκληση. Για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων απαιτείται συμμετοχή στη διαδικασία (απαρτία) τουλάχιστον του ενός δευτέρου (Υα) του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται στη σχετική πρόσκληση (“συμμετέχον κεφάλαιο”) και ενισχυμένη πλειοψηφία υπέρ της τροποποίησης τουλάχιστον των δύο τρίτων (2/3) του συμμετέχοντος κεφαλαίου. 5. Το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων του οποίου επενδυτής είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή, προκειμένου για επιλέξιμους τίτλους με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων του οποίου επενδυτής είναι ο εκδότης ή ο εγγυητής του τίτλου, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου, ούτε για τον υπολογισμό της απαρτίας ή της ενισχυμένης πλειοψηφίας που ορίζονται στην παράγραφο 4. 6. Επιλέξιμοι τίτλοι που έχουν εκδοθεί σε νόμισμα διαφορετικό του ευρώ, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση. 7. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία λήψης απόφασης του παρόντος άρθρου θεωρείται, όσον αφορά τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, το Ελληνικό Δημόσιο, τον ΟΔΔΗΧ, τους εντολοδόχους τους, ότι διενεργείται σύμφωνα με τις οδηγίες και με τη συναίνεση του επενδυτή. Οι ανωτέρω δεν ευθύνονται έναντι του επενδυτή, του Ομολογιούχου και οποιουδήποτε τρίτου αν Ομολογιούχος συμμετείχε στη διαδικασία χωρίς τη συναίνεση του επενδυτή ή κατά παράβαση των οδηγιών του. 8. Η απόφαση των Ομολογιούχων βεβαιώνεται με Πράξη του Διαχειριστή της Διαδικασίας, η οποία δημοσιοποιείται όπως η πρόσκληση και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 9. Από τη δημοσίευση της εγκριτικής αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η απόφαση των Ομολογιούχων, όπως βεβαιώθηκε από τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, ισχύει έναντι πάντων, δεσμεύει το σύνολο των Ομολογιούχων και των επενδυτών των επιλέξιμων τίτλων και υπερισχύει οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας. Σε περίπτωση ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, με την καταχώριση στο Σύστημα των νέων τίτλων επέρχεται αυτοδικαίως ακύρωση των επιλέξιμων τίτλων που ανταλλάσσονται με νέους τίτλους και κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση που απορρέει από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που οποιαδήποτε στιγμή αποτελούσαν μέρος αυτών, αποσβέννυται. 10. Η έκδοση των νέων τίτλων διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο τεχνικό θέμα, αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. 11. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αποσκοπούν στην προστασία υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος, αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής, υπερισχύουν οποιοσδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του ν. 3156/2003 (Α`157) και η εφαρμογή τους δεν γεννά, ούτε ενεργοποιεί οποιοδήποτε συμβατικό ή εκ του νόμου δικαίωμα υπέρ Ομολογιούχου ή επενδυτή, ούτε οποιαδήποτε συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση σε βάρος του εκδότη ή του εγγυητή των τίτλων, πλην των όσων ρητά προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου”. Από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, οι οποίες: α) ορίζουν τον Ομολογιούχο βάσει των ως άνω εννοιολογικών στοιχείων προβλέποντας παραλλήλως την κλήση του στην ψηφοφορία και την ισχύ της ψήφου του και β) επιβάλλουν σε όλους τους ενδιαφερόμενους δέσμευση από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, δεν θεσπίσθηκαν αυθαιρέτως από τον νομοθέτη, αλλά κατά τρόπο σύμφωνο με τα διεθνή συναλλακτικά ήθη, όπως αυτά εξελίσσονται. Οι παρατηρήσεις στην από 17.2.2012 γνώμη της ΕΚΤ επί του σχεδίου των διατάξεων προφανώς συνεκτιμήθηκαν και το κείμενο του νόμου διατυπώθηκε, τελικά, με απόλυτη σαφήνεια, διότι ο νομοθέτης προβλέπει ότι Ομολογιούχος θεωρείται, ως προς μεν τους άυλους τίτλους που παρακολουθούνται από το Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών του ν. 2198/1994, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο επ’ ονόματι του οποίου τηρείται λογαριασμός στο Σύστημα, ως προς δε τους τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα: α) οι κομιστές των ενσώματων ανώνυμων τίτλων, β) τα πρόσωπα που αναγράφονται ως δικαιούχοι στους ενσώματους ονομαστικούς τίτλους και γ) οι δικαιούχοι των άυλων τίτλων που δεν παρακολουθούνται από το εν λόγω Σύστημα. Εν συνεχεία, κατ’ εφαρμογή του άρθρου πρώτου παρ. 1 – 11 του Ν. 4050/2012, εκδόθηκαν: η υπ’ αριθ. 5/24.2.2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ), “Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους” (Α` 37/24.2.2012), στο άρθρο 1 της οποίας ορίζονται τα εξής: “1. Ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4050/2012, ορίζεται η 24η Φεβρουάριου 2012. 2. Οι επιλέξιμοι τίτλοι που θα προταθούν προς τροποποίηση είναι αυτοί που περιλαμβάνονται στο συνημμένο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης. 3. Η τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων θα γίνει με ανταλλαγή τους με νέους τίτλους έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου και με νέους τίτλους (ή ισοδύναμά τους για τις ανάγκες εφαρμογής αλλοδαπών κανονισμών) έκδοσης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ). Οι νέοι τίτλοι που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο θα αποτελούνται σωρευτικά από: α) νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και β) τίτλους των οποίων η απόδοση θα συνδέεται με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (τίτλοι ΑΕΠ). 4. Τα νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου: α) θα έχουν ετήσιο επιτόκιο ως ακολούθως: αα) 2% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2013 έως και το έτος 2015, ββ) 3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2016 έως και το έτος 2020, yy) 3,65% για την πληρωμή τοκομεριδίου το έτος 2021, δδ) 4,3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2022 έως και το έτος 2042, β) θα λήγουν από το έτος 2023 έως και το έτος 2042, γ) θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Όσον αφορά το κεφάλαιο των νέων ομολόγων, για κάθε 1.000 ευρώ ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων που θα ανταλλαγούν θα δοθούν νέα ομόλογα ονομαστικού κεφαλαίου 315 ευρώ (31,5% του ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων). 5. Οι τίτλοι ΑΕΠ, οι οποίοι θα χορηγούνται σωρευτικά με τα νέα ομόλογα της προηγούμενης παραγράφου: α) δεν θα έχουν κεφάλαιο, β) θα έχουν απόδοση υπολογιζόμενη επί ονομαστικού ποσού ίσου με το ονομαστικό κεφάλαιο των νέων ομολόγων της προηγούμενης παραγράφου. Το ονομαστικό ποσό θα μειώνεται ετησίως από το έτος 2024 έως τη λήξη των τίτλων, γ) η απόδοση των τίτλων ΑΕΠ θα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από: αα) την εκάστοτε ετήσια ποσοστιαία αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, πέραν των προκαθορισμένων προβλέψεων και ορίων και ββ) το ύψος του ονομαστικού ΑΕΠ. Η απόδοση θα έχει ανώτατο όριο 1 %, δ) θα λήξουν το έτος 2042, ε) θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. 6. Οι ειδικότεροι όροι των νέων τίτλων έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου καθορίζονται με την πρόσκληση ή τις προσκλήσεις της επόμενης παραγράφου και την απόφαση έκδοσης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012. 7. Εξουσιοδοτείται ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου προς τους Ομολογιούχους, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012.8….”. Στο Παράρτημα της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 περιλαμβάνονται οι χαρακτηρισθέντες ως επιλέξιμοι τίτλοι με τα συναφή στοιχεία εκάστου (ISIN, ο οποίος αρχίζει από GR, διότι πρόκειται περί τίτλων διεπομένων από το ελληνικό δίκαιο, ημερομηνία λήξεως, τοκομερίδιο και ύψος ανεξόφλητου κεφαλαίου) και ακολούθως, εκδόθηκε από τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ) και δημοσιεύθηκε η από 24.2.2012 πρόσκληση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τους ομολογιούχους, προκειμένου να προσέλθουν στη διαδικασία της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 και να συναινέσουν στην προταθείσα, με την ίδια Π.Υ.Σ., τροποποίηση τίτλων. Στην πρόσκληση αυτή διευκρινίζεται η πρόταση της Π.Υ.Σ. ως προς το ανεξόφλητο κεφάλαιο ως εξής: Για κάθε χίλια ΕΥΡΩ (1.000 €) ανεξοφλήτου κεφαλαίου προτείνεται να χορηγηθούν: α) ομόλογα εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, ονομαστικής αξίας τριακοσίων δεκαπέντε ΕΥΡΩ (315 €) και λήξεως από το έτος 2023 έως το έτος 2042, β) τίτλοι Α.Ε.Π., εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου χωρίς κεφάλαιο (με λογιζόμενο ποσόν 315 € για απόδοση συνδεομένη με το Α.Ε.Π.) και λήξεως το έτος 2042, γ) τίτλοι εκδόσεως του Ε.Τ.Χ.Σ. ονομαστικής αξίας εκατόν πενήντα ΕΥΡΩ (150 €) και λήξεως από το έτος 2013 έως το έτος 2014. Ακολούθησε η έκδοση της από 9.3.2012 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Διαχειριστή της Διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. ζ` του Ν.4050/2012, με την οποία βεβαιώθηκε ότι οι ομολογιούχοι συναίνεσαν στις προταθείσες τροποποιήσεις, δεδομένου ότι α) το συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο των επιλέξιμων τίτλων ανήλθε σε 177.218.697.615,45 €, β) επετεύχθη η απαιτουμένη στο άρθρο πρώτο παρ. 4 του Ν. 4050/2012 απαρτία, με τη συμμετοχή στη διαδικασία ομολογιούχων με ανεξόφλητο κεφάλαιο 161.350.946.065,54 € (ήτοι ποσοστό 91,05% του συνολικού ανεξοφλήτου κεφαλαίου) και γ) επετεύχθη η απαιτουμένη στο άρθρο πρώτο παρ. 4 του Ν. 4050/2012 πλειοψηφία με την αποδοχή των προταθεισών τροποποιήσεων από ομολογιούχους με ανεξόφλητο κεφάλαιο 152.042.932.772,40 €(ήτοι ποσοστό 94,23 % του συμμετασχόντος στη διαδικασία ανεξοφλήτου κεφαλαίου), και το αποτέλεσμα της διαδικασίας, το οποίο βεβαιώθηκε με την ως άνω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 10/9.3.2012 Π.Υ.Σ. σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 8 του Ν. 4050/2012.Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 10 του ίδιου Νόμου εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2/20964/0023 Α/09.03.2012 Πράξη του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. Β` 682/9.3.2012) με την οποία εκδόθηκαν οι νέοι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου (είκοσι σειρές ομολόγων συνολικής ονομαστικής αξίας 55.834.421.425 € και λήξεως από το έτος 2023 έως και το έτος 2042, καθώς και μια σειρά τίτλων Α.Ε.Π. συνολικού λογιζόμενου ποσού 55.834.421.400 € και λήξης το έτος 2042), οι οποίοι μαζί με τους τίτλους έκδοσης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας χορηγήθηκαν για την αντικατάσταση των χαρακτηρισθέντων ως επιλέξιμων τίτλων. Όλες οι ως άνω πράξεις: ήτοι α) Η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 5/24.2.2012 “Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους” (Α’ 37/24.2.2012, β) η από 24.2.2012 πρόσκληση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) προς τους ομολογιούχους για συμμετοχή στην ορισθείσα με την ως άνω Π.Υ.Σ. διαδικασία, γ) η από 9.3.2012 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή τερματίσθηκε με την επίτευξη της προβλεπόμενης απαρτίας και πλειοψηφίας (ανεξόφλητου κεφαλαίου) για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, δ) η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 “Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Διαχειριστή της Διαδικασίας” (Α’ 50/9.3.2012) και ε) η Πράξη 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών “Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου” (Β’ 682/9.3.2012), εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη κατά τα άνω με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Η αντικατάσταση αυτή, με την οποία μειώθηκε το δημόσιο χρέος της Ελληνικής Δημοκρατίας, εχώρησε βάσει των διατάξεων αυτών κατόπιν της αποδοχής από τους ιδιώτες πιστωτές, ως πλειοψηφούν κεφάλαιο, σχετικής πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου, η αποδοχή δε αυτή δέσμευσε και τους πιστωτές που δεν έλαβαν μέρος στη σχετική διαδικασία ή μειοψήφησαν. Η δυνατότητα αντικατάστασης δεν είχε θεσπισθεί ή συμφωνηθεί κατά την έκδοση των τίτλων, αλλά προβλέφθηκε το πρώτον κυριαρχικά με τις εν λόγω διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ο νομοθέτης δηλαδή υπήγαγε στη σφαίρα της κρατικής παρέμβασης, για τους δηλωθέντες και αξιολογηθέντες από αυτόν ως δημοσίου συμφέροντος λόγους, σχέσεις που προκύπτουν από ορισμένους τίτλους (ανώνυμα χρεόγραφα) έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου και προέβλεψε κυριαρχικά, δηλαδή ανεξαρτήτως της συμφωνίας του δικαιούχου κάθε τίτλου, την τροποποίηση ορισμένων από τους τίτλους αυτούς (των “επιλέξιμων τίτλων” ) με διαδικασία που καθορίστηκε στον εν λόγω νόμο. Υπό τα δεδομένα αυτά και αδιάφορα αν διέπονται ή όχι από το διοικητικό δίκαιο οι σχέσεις που προέκυπταν από την έκδοση (ή εγγύηση) των ανωτέρω τίτλων, οι κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω νόμου και κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας εκδιδόμενες πράξεις της διαδικασίας τροποποίησης των τίτλων αυτών είναι διοικητικές, και η αμφισβήτηση της νομιμότητας των άνω πράξεων δεν γεννά ιδιωτική διαφορά, αλλά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 1 α’ του Συντάγματος και 45 επ. του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) (ΟλΣτΕ 1116/2014, 1117/2014, ΟλΣτΕ 88/2011, ΣτΕ 1047/2019). Εξάλλου, όπως έχει ήδη κριθεί με τις ως άνω αποφάσεις, όλες οι πράξεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη συγκροτούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, η οποία άρχισε με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 περί καθορισμού των συγκεκριμένων τίτλων (επιλέξιμων) που προτάθηκαν για αντικατάσταση, καθώς και του περιεχομένου της σχετικής πρότασης, τελειώθηκε δε με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της πράξης 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Στην τελευταία αυτή πράξη, ενσωματώθηκαν όλες οι προηγηθείσες, με συνέπεια την απώλεια της εκτελεστότητάς τους και την αδυναμία αυτοτελούς προσβολής τους, ενώ με αφορμή την προσβολή της πράξης αυτής του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών εξετάζονται και οι λόγοι ακυρώσεως που αναφέρονται στις λοιπές πράξεις της σύνθετης διοικητικής ενέργειας. Περαιτέρω, με τις ως άνω αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και άλλες που εκδόθηκαν στη συνέχεια, επί αιτήσεων άλλων ομολογιούχων ΟΕΔ, με τις οποίες (αιτήσεις) ζητείτο η ακύρωση όλων των προαναφερόμενων πράξεων που εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη κατά τα άνω με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, κρίθηκε ότι όλες οι ως άνω πράξεις εκδόθηκαν σύννομα. Ειδικά δε για την τελευταία πράξη 2/20964/0023Α/9.3.201 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία τελειώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια, κρίθηκε ότι δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 9.3.2012 (Β`682/9.3.2012), η δε ημερομηνία δημοσιεύσεως συμπίπτει με την πραγματική κυκλοφορία του φύλλου του οικείου τεύχους της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, ότι με την ως άνω δημοσίευση κινήθηκε, για κάθε ενδιαφερόμενο, η κατ` άρθρο 46 του π.δ. 18/1989 εξηκονθήμερη προθεσμία για την προσβολή αυτής της υπουργικής πράξης με αίτηση ακυρώσεως (με την οποία επιτρέπεται να προβληθούν και αιτιάσεις για τη νομιμότητα των λοιπών πράξεων της σύνθετης διοικητικής ενέργειας) και τούτο, διότι η υπόθεση της μείωσης του δημοσίου χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας, μέσω της γενομένης διαπραγμάτευσης για την αντικατάσταση ομολόγων, όπως είναι κοινό γνωστό, προσέλαβε στον εσωτερικό και διεθνή Τύπο ευρύτατη δημοσιότητα ως μείζον θέμα της ειδησεογραφίας και, ως εκ τούτου, κάθε ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα της άμεσης ενημέρωσης για την πορεία της σχετικής διαδικασίας που κινήθηκε βάσει των διατάξεων του ν. 4050/2012 και για το χρόνο της τελικής έκβασής της, δεδομένου ότι από την έναρξη της διαδικασίας και την πρόσκληση του Ο.Δ.ΔΗ.Χ. προς τους ομολογιούχους για συμμετοχή στη διαδικασία αυτή μέχρι την έκδοση της ανωτέρω προσβαλλόμενης πράξης μεσολάβησε δεκαπενθήμερο χρονικό διάστημα (ΟλΣτΕ1509/2014, ΣτΕ 1179/2016, ΣτΕ 211/2017, ΣτΕ 1047/2019). Αναφορικά δε με το σχηματισμό της πλειοψηφίας, κρίθηκε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος απέστειλε στο Δικαστήριο, προς απόδειξη της επίτευξης απαρτίας και πλειοψηφίας για την ανταλλαγή των τίτλων, όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, ήτοι διαβίβασε προς το Δικαστήριο κατάλογο που περιλαμβάνει: i. τους φορείς του Συστήματος που έλαβαν μέρος στη διαδικασία, μετά την από 24.2.2012 πρόσκληση του Ο.Δ.ΔΗ.Χ. προς τους ομολογιούχους, ii. το ποσό κεφαλαίου που εκπροσωπούσε έκαστος φορέας, τη δοθείσα θετική και αρνητική ψήφο και το ποσοστό συμμετοχής εκάστου στην απαρτία και την πλειοψηφία και iii. διάκριση του κεφαλαίου και των θετικών και αρνητικών ψήφων εκάστου φορέως αναλόγως της κατηγορίας βάσει της οποίας αυτός έλαβε μέρος στη διαδικασία (κατηγορίες: ιδίου χαρτοφυλακίου // χαρτοφυλακίου πελατείας, όταν δηλ. ο φορέας συμμετέσχε ως θεματοφύλακας των τίτλων), το δε δικαστήριο αφού προέβη στον απαιτούμενο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 1 περ. α’ και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των Θεμελιωδών Ελευθεριών, έλεγχο των στοιχείων αυτών, απεφάνθη ότι επί συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου ύψους 177.218.697.615,45 ευρώ, ψήφισαν ομολογιούχοι που αντιπροσώπευαν κεφάλαιο 161.350.946.065,54 ευρώ, εκ των οποίων συνήνεσαν ομολογιούχοι με κεφάλαιο 152.042.932.772,40 ευρώ, με αποτέλεσμα να πληρωθεί η προϋπόθεση του νόμου περί απαρτίας τουλάχιστον του 1/2 του συμμετέχοντος κεφαλαίου και ενισχυμένης πλειοψηφίας των 2/3. Η κρίση δε αυτή ως προς την επίτευξη της απαιτούμενης από το ν. 4050/2012 απαρτίας και πλειοψηφίας για τη λήψη της απόφασης των ομολογιούχων, δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επαναξιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίον αυτές (απαρτία και πλειοψηφία) υπολογίσθηκαν. {Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις του Ν. 4050/2012 (αναδρομική εισαγωγή Ρήτρας Συλλογικής Δράσεως, τεκμήριο συναινέσεως όλων των πιστωτών και δέσμευση όλων από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας) δεσμεύθηκαν και οι επενδυτές, οι οποίοι ενδεχομένως να μην ήθελαν να συμφωνήσουν στην τροποποίηση των ομολόγων τους ή οι επενδυτές, οι οποίοι δεν ήθελαν να συμμετέχουν στην διαδικασία, ελπίζοντας ότι θα διεκδικήσουν δικαστικώς αποζημίωση για την μη αποπληρωμή των ομολόγων τους. Διότι, καίτοι οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ως ομολογιούχους τους συμμετέχοντες στο Σύστημα, οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι οι επενδυτές και ο Ν. 4050/2012 δεν καθόρισε με ποιο τρόπο οι φορείς πρόκειται να ψηφίσουν (για λογαριασμό των επενδυτών) για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, ιδίως σε περίπτωση, κατά την οποία δεν ασκούν διαχείριση χαρτοφυλακίου στους τίτλους αυτούς, ή με ποιο τρόπο θα διεξαχθεί η ψηφοφορία, με συνέπεια να μην έχουν ρυθμισθεί διαδικαστικά και ουσιαστικά θέματα της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, οι τελευταίοι ουσιαστικά υποχρεώθηκαν να συμμετέχουν στην τροποποίηση και στην ανταλλαγή των ομολόγων τους και τα ομόλογα, τα οποία έλαβαν, ήσαν ουσιωδώς χαμηλότερης αξίας από τα αρχικά. Τίθεται λοιπόν, το ζήτημα της αστικής ευθύνης τόσο του εκδότη των ανταλλαγέντων ομολόγων όσο και των φορέων (πιστωτικών ιδρυμάτων), οι οποίοι έλαβαν μέρος στη διαδικασία του P.S.I., έναντι των πραγματικών δικαιούχων των ομολόγων, δηλαδή των επενδυτών. Ως αξιολογική βάση πρέπει να ληφθούν υπόψη αφ’ ενός οι έννομες σχέσεις μεταξύ εκδότη (Ελληνικού Δημοσίου), φορέων (πιστωτικών ιδρυμάτων) και δικαιούχων (επενδυτών) των ομολόγων, αφ’ ετέρου δε το αδιαμφισβήτητο πραγματικό γεγονός των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, υπό τις οποίες αποφασίσθηκε και υλοποιήθηκε η όλη διαδικασία του P.S.I., υπό το πρίσμα και την επιρροή των οποίων (συνθηκών) οι διατάξεις του Ν. 4050/2012 και των εκδοθεισών κατ’ εξουσιοδότηση αυτού σχετικών Π.Υ.Σ. και Υ.Α. προσέδωσαν στην όλη διαδικασία ένα υποχρεωτικό και μη εθελοντικό χαρακτήρα, όπως εξ αρχής επεδίωκε η Ελληνική Κυβέρνηση. Ο αναγκαστικός χαρακτήρας της όλης διαδικασίας του P.S.I. προδήλως προκύπτει και από το γεγονός ότι την 9.3.2012 (ημέρα της ανακοίνωσης της επίτευξης των ποσοστών της απαιτούμενης πλειοψηφίας για την τροποποίηση των ομολόγων), η Διεθνής Ένωση Συμφωνιών Ανταλλαγών και Παραγώγων (International Swaps and Derivatives Association – I.S.D.A.), μέλη της οποίας αποτελούν και ελληνικές τράπεζες (ως primary dealers), συνεδρίασε για το ελληνικό P.S.I. και αποφάσισε ομοφώνως ότι το πρόγραμμα της ανταλλαγής των ομολόγων συνιστά “πιστωτικό γεγονός” (credit event). Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την αποπληρωμή των ασφαλίστρων κινδύνου έναντι χρεοκοπίας (τα γνωστά ως C.D.S.) για τα ελληνικά ομόλογα και ορίσθηκε δημοπρασία για τα C.D.S. την 19.3.2012, προκειμένου να καθορισθεί η τιμή ανάκτησης της αρχικής αξίας των ομολόγων, χωρίς, ωστόσο, η ενεργοποίηση των C.D.S. να έχει τελικώς συστημικές συνέπειες. Μία ενδεχόμενη αστική ευθύνη του εκδότη των τίτλων-Ελληνικού Δημοσίου, έναντι των επενδυτών – πραγματικών δικαιούχων προς αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας τους δύναται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 288, 330 επ., 914 επ. ΑΚ και 104 – 105 ΕισΝΑΚ, εφόσον όμως η ζημία συνδέεται αιτιωδώς (κατά πρόσφορη αιτιότητα) και απορρέει από άλλα ειδικότερα (πρόσθετα) περιστατικά, ήτοι πράξεις ή παραλείψεις του εκδότη των εν λόγω τίτλων ή άλλων προσώπων, τα οποία ο επενδυτής πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει. Ειδικότερα δε με την ενδεχόμενη αστική ευθύνη των φορέων, ο όλος προβληματισμός πρέπει να έχει ως αφετηρία το γεγονός ότι οι ρυθμίσεις του P.S.I. αλλοίωσαν όχι μόνο τα δικαιώματα των επενδυτών σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και εκείνα των φορέων, εφόσον κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 επ. Ν. 2198/1994 ο εκδότης (ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο) καταβάλει, μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος, την ονομαστική αξία των ομολόγων κατά τη λήξη τους (λήξη του δανείου) στον φορέα, από τον οποίο και δανειοδοτήθηκε, προκειμένου ο τελευταίος να την καταβάλει στον επενδυτή και πραγματικό δικαιούχο, στον οποίο διέθεσε περαιτέρω το ομόλογο. Στόχος της ανωτέρω διαδικασίας (P.S.I.) ήταν η εύρυθμη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, μόνο, όμως καθ’ ο μέτρο το τελευταίο αποτελείται από επενδυτικούς τίτλους. Περαιτέρω, ενόψει του αναγκαστικού χαρακτήρα των διατάξεων του Ν. 4050/2012 και του ως άνω σκοπού αυτού, εκφάνσεις της θεσμοθετηθείσας διαδικασίας, όπως λ.χ. το ανεύθυνο του Ελληνικού Δημοσίου και η έλλειψη κανόνων πρόληψης ή άμβλυνσης (καταστάσεων) σύγκρουσης συμφερόντων κατά τη λήψη της συλλογικής απόφασης των φορέων (ομολογιούχων), οδηγούν σε αποκλεισμό της ευθύνης των φορέων. Ειδικότερα, το P.S.I. συνιστά παράλληλα και προεχόντως κρατική επέμβαση στη διακριτή ενοχική σχέση, η οποία απορρέει από την διάθεση άυλων τίτλων σε επενδυτές. Η νομιμότητα της κρατικής αυτής επέμβασης στην εξέλιξη ενοχικών σχέσεων (εκδότη – φορέα), οιονεί συμβατικών σχέσεων (εκδότη – επενδυτή κατά το χρόνο πριν από τη λήξη του ομολόγου) και ήδη συνεστημένων-ενεργών συμβατικών σχέσεων (διάθεση των ομολόγων σε επενδυτές), ιδίως δε η, διά αυτής, προσβολή του ex lege ενοχικού δικαιώματος προσδοκίας των επενδυτών έναντι του εκδότη Ελληνικού Δημοσίου ότι το τελευταίο θα εκπληρώσει προσηκόντως τις υποχρεώσεις του έναντι του φορέα, δεν δύναται, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, παρά να αλλοιώσει και τις αξιώσεις των επενδυτών έναντι του φορέα, με την αναγκαία επισήμανση ότι η ως άνω αναγκαστική κρατική παρέμβαση επήλθε μετά την κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 2198/1994 μεταβίβαση των ομολόγων. Δεδομένης, λοιπόν, της σπουδαιότητας του ως άνω αναγνωρισθέντος δικαιώματος προσδοκίας, η έλλειψη μηχανισμού αμφισβήτησης της συλλογικής απόφασης σε περίπτωση παράβασης των οδηγιών (ή έλλειψης συναίνεσης) επενδυτών και η έλλειψη ασυμβιβάστων ή ιδιαίτερης διαδικασίας για την άσκηση δικαιώματος ψήφου, προκειμένου περί φορέων, οι οποίοι συνδέονται με πρόσθετες ιδιαίτερες έννομες σχέσεις με το Δημόσιο (λχ έλεγχος διοίκησης από το Δημόσιο, σύμπτωση ιδιότητας εντολοδόχου Δημοσίου και επιμέρους επενδυτών στο ίδιο πρόσωπο, λήψη σημαντικής κρατικής ενίσχυσης), δημιουργούν επιφυλάξεις ως προς τη συμπόρευση του αποτελέσματος της διαδικασίας με τη γνήσια και αντικειμενική βούληση του συνόλου των προσώπων, για λογαριασμό των οποίων οι φορείς δύνανται να συμμετέχουν στη διαδικασία και επηρεάζονται οικονομικώς από το αποτέλεσμά της. Ωστόσο, ο δημόσιος σκοπός, τον οποίο εξυπηρέτησε η κυριαρχική θέσπιση των ανωτέρω ρυθμίσεων, δεν παύει να συναρτάται και να εξαρτάται ουσιωδώς με και από την πλειοψηφική αποδοχή της ομάδας των “οικονομικών δικαιούχων των τίτλων”, δηλαδή των φορέων μόνο ως προς τους τίτλους ίδιου χαρτοφυλακίου και των επενδυτών, υπό όρους διαφάνειας κατά την έκφρασή της και αποφυγής κάθε υποψίας περί δυνητικού έμμεσου επηρεασμού ή φαλκίδευσης της αληθινής βούλησης μελών της ομάδας (“υφαρπαγής” απόφασης). Με γνώμονα τις ανωτέρω αξιολογήσεις, είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί (με έρεισμα στο συνταγματικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας – άρθρο 20 Σ.) ατομικό δικαίωμα επενδυτή (κατά την έννοια του άρθρου 6 του Ν. 2198/1994) για προσβολή (ακύρωση) του αποτελέσματος της διαδικασίας, ενώπιον της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον προβάλλεται παράτυπη λήψη της συλλογικής απόφασης των ομολογιούχων (δηλαδή των φορέων), για ορισμένους εκ των ανωτέρω υποστηριζόμενων διαδικαστικής φύσεως λόγους, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση επίκλησης ότι η (φερομένη ως παράνομη) συμμετοχή ή η ψήφος ορισμένων συμμετεχόντων στη διαδικασία φορέων ήταν αποφασιστικές τόσο για την επίτευξη της αναγκαίας απαρτίας, όσο και για την επίτευξη της αυξημένης πλειοψηφίας, οι οποίες απαιτούνται για την αποδοχή της πρότασης του Ελληνικού Δημοσίου. Ενόψει δε του γεγονότος ότι ο νομοθέτης υπήγαγε στη σφαίρα της κρατικής παρέμβασης, για τους δηλωθέντες και αξιολογηθέντες από αυτόν ως δημοσίου συμφέροντος λόγους, σχέσεις που προκύπτουν από ορισμένους τίτλους (ανώνυμα χρεόγραφα) έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, και αδιάφορα αν διέπονται ή όχι από το διοικητικό δίκαιο οι σχέσεις που προέκυπταν από την έκδοση (ή εγγύηση) των ανωτέρω τίτλων, οι κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω νόμου και κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας ως άνω εκδοθείσες πράξεις της διαδικασίας τροποποίησης των τίτλων αυτών είναι διοικητικές, και η αμφισβήτηση της νομιμότητας των άνω πράξεων, στα πλαίσια ενάσκησης των ως άνω δικαιωμάτων των επενδυτών, δεν γεννά ιδιωτική διαφορά, αλλά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 1 α’ του Συντάγματος. Εξάλλου, τυχόν ενοχικές υποχρεώσεις των φορέων έναντι των επενδυτών περιορίζονται ουσιαστικά στα καθήκοντα προσυμβατικής και τακτικής ενημέρωσης, λογιστικής παρακολούθησης και λογοδοσίας, ως εν γένει επί επενδυτικών υπηρεσιών θεματοφυλακής (άρθρ. 4 παρ. 2 εδ. α’ ν.3606/2007, 822 επ. ΑΚ), καθώς και σε όσες απορρέουν από την εκάστοτε τυχόν υφισταμένη σχέση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Ενόψει του ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υπέχουν, κατά τη διενέργεια επενδυτικών συναλλαγών τις κανονιστικές υποχρεώσεις που τάσσουν τα άρθρα 25 επ. ν. 3606/2007 και 4 επ., 12 επ. της υπ` αριθ. 1/452/2007 απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο αυτών αναπτύσσουν πράγματι έννομη επιρροή τα χαρακτηριστικά, οι γνώσεις και εμπειρία κάθε υποψήφιου επενδυτή, στοιχεία που έχουν σημασία τόσο προκειμένου για την κατάταξη του τελευταίου στις κατηγορίες των ιδιωτών ή επαγγελματιών επενδυτών, όσο και για την αξιολόγηση συμβατότητας και καταλληλότητας των επίμαχων τίτλων Δημοσίου για το συγκεκριμένο επενδυτή, με την κρίσιμη πάντως επισήμανση ότι τα ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου αποτελούν “μη σύνθετα” χρηματοπιστωτικά μέσα για τους σκοπούς εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων. Μάλιστα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι στον οικονομικό χώρο, διαχρονικά οι επενδύσεις σε κρατικούς ομολογιακούς τίτλους μολονότι πράγματι “δεν είναι απαλλαγμένες κινδύνου περιουσιακής απώλειας” (ΟλΣτΕ 1116/2014, σκ. 24), δεν παύουν να αξιολογούνται καταρχήν ως επενδύσεις με το συγκριτικά μικρότερο (σε σχέση λχ με επενδύσεις σε τραπεζικά ή λοιπά εταιρικά ομόλογα, υβριδικές μορφές τίτλων ή μετοχές ιδιωτικών επιχειρήσεων, που λειτουργούν στο ίδιο κράτος και εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα) επενδυτικό κίνδυνο. Ο τελευταίος υπόκειται στην τακτική αξιολόγηση των διεθνών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι οποίοι, τουλάχιστον μέχρι την έναρξη της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, εξακολουθούσαν να αποδίδουν υψηλότατη αξιολόγηση στους εν λόγω τίτλους ως και εν γένει στους τίτλους δημοσίου χρέους κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι γεγονός ότι η τελευταία (αν όχι καθοδηγεί) επηρεάζει καίρια τη διαμόρφωση των επενδυτικών συμβουλών και αποφάσεων, με αντικείμενο τη σύνθεση και ανακατανομή χαρτοφυλακίων επενδύσεων παγκοσμίως, τόσο εκ μέρους επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού κλάδου, όσο και επαγγελματιών επενδυτών και του κοινού. Ως εκ τούτου πολύ δύσκολα μπορεί να διαπιστωθούν συνθήκες πταίσματος πιστωτικού ιδρύματος κατά τη διαμεσολάβηση προς διάθεση αντίστοιχων τίτλων, λόγω πλημμελούς διαφώτισης του επενδυτή σε σχέση με τον (συγκριτικά χαμηλό) αναλαμβανόμενο επενδυτικό κίνδυνο. Κατ` εξαίρεση, αντίστοιχη ευθύνη μπορεί ενδεχομένως να τεκμηριωθεί σε περιπτώσεις διάθεσης ομολογιών από πιστωτικά ιδρύματα μετά την επίταση της κρίσης του ημεδαπού δημοσίου χρέους (που σήμανε ραγδαία πτώση των τιμών διαπραγμάτευσης των εν λόγω τίτλων στη δευτερογενή αγορά), εάν παραλείφθηκε ειδική ενημέρωση του επενδυτή για τον αυξημένο κίνδυνο των τίτλων, χωρίς να τεκμηριώνεται νόμιμος λόγος παράλειψης της ενημέρωσης αυτής (άρθρο 25 παρ. 6 ν. 3606/2007) ή εάν καταφάσκεται περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Ακόμη, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να συνεκτιμώνται τα προσωπικά χαρακτηριστικά, οι γνώσεις και η επαγγελματική εμπειρία του ζημιωθέντος, σε συνδυασμό με την ευρύτατη τότε δημοσιότητα του ανακύψαντος κινδύνου αφερεγγυότητας του Ελληνικού Δημοσίου, από τα οποία είναι πιθανό να προκύπτει ενσυνείδητη ανάληψη του σχετικού κινδύνου εκ μέρους του επενδυτή, προς επίτευξη των ανάλογων, υψηλών κερδών από τυχόν ολοσχερή εξόφληση του ομολογιακού τίτλου κατά τη λήξη του. Συνέπεια της τυχόν αντίστοιχης μετά λόγου γνώσεως απόφασης του ζημιωθέντος επενδυτή είναι η έλλειψη της προϋπόθεσης του αιτιώδους συνδέσμου για την ίδρυση της αξίωσης αποζημίωσης, άλλως η τεκμηρίωση ισχυρού (κατ’ άρθρο 300 ΑΚ) συντρέχοντος πταίσματος. Εν κατακλείδι, πέραν της ανωτέρω αξίωσης αποζημίωσης λόγω παράβασης τυχόν υποχρεώσεων από την υφιστάμενη σχέση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ως και από τους κανόνες δεοντολογίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι οι ζημιωθέντες από την διαδικασία του PSI επενδυτές έχουν αξιώσεις από την προς αυτούς πώληση των ομολόγων. Τούτο διότι, ενόψει των διαλαμβανόμενων παραπάνω (αναγκαστικός χαρακτήρας της διαδικασίας, αλλοίωση του περιεχομένου των αλληλένδετων σχετικών υποχρεώσεων των εμπλεκομένων μερών: εκδότη, φορέα, επενδυτών, διά κρατικής επέμβασης), δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο φορέας – πιστωτικό ίδρυμα, που διέθεσε το κρατικό ομόλογο περαιτέρω σε επενδυτή, υπέχει ευθύνη για την μεταγενέστερη έλλειψη φερεγγυότητας του εκδότη Ελληνικού Δημοσίου και την συνεπεία αυτής, μείωση της απαίτησης έναντι αυτού}}. Γ’. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια όταν κρίνουν τις υπαγόμενες σε αυτά κατά το άρθρο 1 του ίδιου κώδικα ιδιωτικές διαφορές επιτρέπεται να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων της διοίκησης, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία να δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια, όχι για να τις ακυρώσουν, ούτε για να αποκρούσουν την εκτελεστότητά τους, αλλά προκειμένου να απαγγείλουν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα και δη αποζημιωτικές, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση των παράνομων διοικητικών πράξεων. Δεν επιτρέπεται όμως να ελέγξουν την ουσιαστική κρίση των οργάνων της διοίκησης, που εξέδωσαν τη διοικητική πράξη, ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων έκδοσης αυτής, ενώ περιορίζονται να ερευνήσουν, εάν τα όργανα τα διοίκησης ενήργησαν κατά τους διαγραφόμενους από το νόμο όρους και τύπους μέσα στα πλαίσια της εξουσίας τους, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών κατά τα άνω. Το ζήτημα ποιό είναι το περιεχόμενο και η έννοια της συγκεκριμένης ατομικής διοικητικής πράξης, είναι πραγματικό και επομένως κρίνεται ανελέγκτως κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, από το δικαστήριο της ουσίας. Έλεγχο δε της νομιμότητας συνιστά και η εξέταση της ύπαρξης ή μη αιτιολογίας της διοικητικής πράξης, όταν τούτο επιβάλλεται ειδικά από το νόμο ή από τη φύση της υπόθεσης, καθώς και η εξέταση της παραβίασης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος ακρόασης (ΑΠ 1/2021, ΑΠ 292/2018, ΑΠ 316/2016, ΑΠ 1354/2014). 1. Με τον έβδομο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά τα υπό στοιχ. δ’ και στ’ σκέλη αυτού, ο αναιρεσείων προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι στερείται δηλαδή νόμιμης βάσης, και συγκεκριμένα: 1) Με το δ’ σκέλος αυτού ισχυρίζεται ότι διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες, και ειδικότερα όπως κατά λέξη αναγράφεται στο αναιρετήριο “και σε κάθε περίπτωση δέχθηκε (παρά τα υπ’ εμού υποστηριζόμενα) ότι η αντίδικος ψήφισε ως εκπρόσωπός μου κατά τη διαδικασία του P.S.I σύμφωνα με τις εντολές μου, χωρίς να αιτιολογεί πώς προέκυψε το ανωτέρω συμπέρασμά της, αφού δεν υπήρχαν στοιχεία περί αυτού” . Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, η οποία καθιστά, εν προκειμένω, ανέφικτο τον αναιρετικό του έλεγχο, διότι δεν αναφέρονται οι συγκεκριμένες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, που φέρονται ότι παραβιάστηκαν, σε κάθε δε περίπτωση, ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος και διότι με την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτό, πλήττει την κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την οποία ο αναιρεσείων έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση. 2) Με το στ’ σκέλος αυτού προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι χωρίς ορθή (άλλως επαρκή) αιτιολογία, απέρριψε το αίτημά του περί επίδειξης εγγράφων, προς απόδειξη του ισχυρισμού του, όπως επί λέξη αναγράφεται στο αναιρετήριο “περί του ότι η αντίδικος δεν χρησιμοποίησε υπέρ των δικών της επιθυμιών τις ψήφους που αντιστοιχούσαν στα “δικά μου” ΟΕΔ … αλλά ότι ψήφισε (με τις ψήφους που αντιστοιχούσαν στα “δικά μου” ΟΕΔ) κατά της εφαρμογής του P.S.I” . Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, εξαιτίας έλλειψης αιτιολογίας ή ελαττώματος σε αυτήν, αναφορικά με το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα ως άνω ζήτημα, αφού εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, το από τις αποδείξεις σχετικό περί τούτων πόρισμά του, στο οποίο κατέληξε με τα πραγματικά γεγονότα, που δέχτηκε ως αποδειχθέντα και τα οποία, στηρίζουν επαρκώς, μαζί με τις υπόλοιπες παραδοχές του Εφετείου, που προαναφέρθηκαν, το απορριπτικό του πόρισμα ως προς το ως άνω αίτημα περί επίδειξης εγγράφων, του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, ο οποίος, υπό το πρόσχημα της παραβίασης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, πλήττει απαραδέκτως την ακυρωτικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τούτο δε διότι το Εφετείο, με επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, δέχτηκε, ως προς το άνω αίτημα περί επίδειξης εγγράφων, ότι αυτό προβάλλεται αλυσιτελώς, επειδή ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου ο ενάγων πρόβαλε το σχετικό αίτημα επίδειξης εγγράφων κρίθηκε αβάσιμος, Ειδικότερα, το Εφετείο διαλαμβάνει μεταξύ άλλων: “ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί ευθύνης της εναγομένης λόγω του ότι συμμετείχε κατά την συνέλευση των πιστωτών του ελληνικού Δημοσίου και ψήφισε υπέρ της ανταλλαγής και των δικών του ομολόγων, παρά την εναντίωσή του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και κυρίως αλυσιτελής, διότι αφενός μεν η εναγομένη δεν του αποστέρησε τη δυνατότητα να συμμετάσχει στην προβλεπόμενη από την από 24-2-2012 πρόσκληση της Ελληνικής Δημοκρατίας διαδικασία, κατά τους όρους της οποίας οι ομολογιούχοι μπορούσαν να εκφράσουν τη συναίνεση ή απόρριψη τους σε σχέση με τις προταθείσες τροποποιήσεις των επιλέξιμων τίτλων μέσω των προβλεπόμενων διαδικασιών, όπως και έπραξε ο ενάγων, δηλώνοντας ότι δεν συναινεί σε αυτήν, αφετέρου δε (και κυρίως) διότι η απόφαση για την επίμαχη ανταλλαγή ομολόγων πραγματοποιήθηκε δυνάμει των προαναφερόμενων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου με σκοπό τη διασφάλιση μιας ομοιόμορφης και αποτελεσματικής αναδιάταξης του δημόσιου χρέους σε βιώσιμα επίπεδα με τη συμμετοχή των ιδιωτών, και λήφθηκε κατά ειδική πλειοψηφία, με ρήτρα αναγκαστικής επέκτασης και στους λοιπούς πιστωτές, η δε συμμετοχή ή μη σε αυτή του μικροομολογιούχου ενάγοντος δεν ήταν δυνατό να ασκήσει καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της πλειοψηφίας για τη λήψη της σχετικής απόφασης, που άλλωστε αποτέλεσε κυριαρχική πράξη της ελληνικής Πολιτείας, εκδηλούμενη με την ψήφιση και εφαρμογή του Ν. 4050/2012. Τυχόν δε αντίρρηση του ενάγοντος στο PSI ουδεμία έννομη επιρροή μπορούσε να έχει, διότι κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων ενεργοποιήθηκαν και μάλιστα με αναδρομική ισχύ ρήτρες συλλογικής δράσης. … Ενόψει των ανωτέρω το αίτημα του εκκαλούντος περί επιδείξεως των εγγράφων που πιστοποιούν την δηλωθείσα αντίρρησή στο PSI τυγχάνει απορριπτέο ως αλυσιτελές” . Ο ίδιος ως άνω λόγος αναίρεσης, κατά τα σχετικά υπό στοιχ. β’ και γ’ σκέλη του, με τα οποία ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ.10 και 13 αντίστοιχα KΠολΔ, προσάπτει στο Εφετείο ότι δέχθηκε χωρίς απόδειξη, άλλως δέχθηκε κατά παράβαση των ορισμών του νόμου περί κατανομής του βάρους απόδειξης, ότι “η εναγομένη ψήφισε ως εκπρόσωπός του και για λογαριασμό του στη διαδικασία του P.S.I, σύμφωνα με τις εντολές του και όχι αντίθετα προς αυτές”, με τις παραδοχές του δε αυτές, παραβίασε το άρθρο 559 αρ. 10, γιατί δέχθηκε τα ανωτέρω χωρίς να υφίσταται κάποια απόδειξη περί αυτού, άλλως εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου αναφορικά με το βάρος απόδειξης, αφού έπρεπε, εφόσον έκρινε ότι οι προσκομισθείσες από αυτόν και υπέρ του προβληθέντος περί του αντίθετου αγωγικού ισχυρισμού του ότι δηλαδή η εναγομένη ψήφισε αντίθετα με τις εντολές του, αποδείξεις, δεν ήσαν επαρκείς να επιβάλει το συναφές βάρος απόδειξης στην αναιρεσίβλητη. Ο λόγος αυτός κατά τα σχετικά ως άνω σκέλη του θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο δεν δέχθηκε τα ως άνω προς στοιχειοθέτηση της αποδιδόμενης πλημμέλειας εκ του άρθρου 559 αρ. 10 και 13 ΚΠολΔ, πραγματικά περιστατικά, και ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ευθύνης της εναγομένης λόγω του ότι συμμετείχε κατά την συνέλευση των πιστωτών του Ελληνικού Δημοσίου και ψήφισε υπέρ της ανταλλαγής και των δικών του ομολόγων, παρά την εναντίωσή του, κυρίως ως αλυσιτελή, για τους παραπάνω λόγους, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και τον προταθέντα ισχυρισμό του περί μη συναίνεσής του στη σχετική διαδικασία. 2. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων με τον όγδοο από το άρθρο 559 αριθ. 1 λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 7§1 ν. 2198/1994, και 824 ΑΚ, που απαγορεύουν τη διάθεση του τίτλου χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου, με την επίκληση ότι η αναιρεσίβλητη-εναγομένη ως θεματοφύλακας των ομολόγων είχε υποχρέωση να τα φυλάει, μη έχοντας την εξουσία να τα διαθέτει, και εφόσον για λόγους που την αφορούν, βρίσκεται σε αδυναμία απόδοσης ότι έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του παρακαταθέτη-ενάγοντος που επέρχεται από την αδυναμία, παρέχοντάς του ιδίως χρηματικό ποσό ίσο προς την ονομαστική αξία των χρεογράφων. Με βάση τις προεκτεθείσες στο
ΙΙ μέρος της παρούσας απόφασης παραδοχές του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 6 §§2,5, 7§1 και 8§2 εδ. α’ ν.2198/1994, με τη μη εφαρμογή τους, που δεν ήσαν εφαρμοστέες στην ένδικη υπόθεση, επίσης δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 914, 281, 288, 824 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, παράλληλα δε, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, σχετικά με την έλλειψη υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης τράπεζας προς τον αναιρεσείοντα, με βάση τις επικαλούμενες από τον τελευταίο ως άνω διατάξεις ν. 2198/1994, άρθρ. 914, 288, 824 ΑΚ, καθότι, κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτές εκτίθενται στο
ΙΙ μέρος της παρούσας απόφασης: α) αναφορικά με το ζημιογόνο γεγονός που προκάλεσε τη ζημία στον ενάγοντα (“κούρεμα” ομολόγων), δέχεται ότι αυτό έλαβε χώρα δυνάμει διατάξεων που δεν ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης των ομολόγων (2009), αλλά θεσπίστηκαν εκ των υστέρων με τον Ν. 4050/2012, ο οποίος για λόγους υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος τροποποίησε την μέχρι τότε ισχύουσα νομοθεσία, προβλέποντας για πρώτη φορά την αναγκαστική ανταλλαγή των ομολόγων με άλλα μικρότερης ονομαστικής αξίας και απώτερης ημερομηνίας λήξης, βάσει μάλιστα διαδικασίας όπου η απόφαση της πλειοψηφίας των ομολογιούχων ως προς την ανταλλαγή θα δέσμευε το σύνολο των κατόχων τους, ήτοι η επέμβαση στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του ενάγοντος έγινε κατόπιν νομοθετικής παρέμβασης, και συγκεκριμένα δυνάμει των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του Ν.4050/2012 και όχι με υπαιτιότητα της εναγομένης, διαλαμβάνοντας επί λέξει ότι: “ο ισχυρισμός του ενάγοντος-εκκαλούντος ότι η εναγόμενη υπέχει ευθύνη, ως θεματοφύλακας των ομολόγων, με βάση την ΑΚ 824 και την διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 Ν.2198/1994 (που απαγορεύει την διάθεση του τίτλου χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η επέμβαση στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του ενάγοντος έγινε κατόπιν νομοθετικής παρέμβασης, και συγκεκριμένα δυνάμει των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του Ν.4050/ 2012 και όχι με υπαιτιότητα της εναγομένης” και β) αναφορικά με την ευθύνη της εναγομένης ως φορέα δυνάμει των διατάξεων του ν. 2198/1994, μη ευθυνόμενης επειδή το Ελληνικό Δημόσιο δεν εκπλήρωσε τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του (άρθρ. 8 παρ. 2 εδ. β’ του άνω νόμου), ταυτόχρονα δέχθηκε, όπως αναλυτικά εκτίθεται στο υπ’ αριθμ.
ΙΙ αρ. 4 μέρος της παρούσας απόφασης, ότι η εναγομένη τόσο προσυμβατικά όσο και κατά την διάρκεια της επένδυσης τήρησε τις υποχρεώσεις σαφούς και πλήρους πληροφόρησης – διαφώτισης του ενάγοντος πελάτη της αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των επίδικων ομολόγων, την ασφάλεια και τους κινδύνους αυτών, όπως επιβάλλεται από την επίδικη σύμβαση, και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ, του Ν. 2251/1994 και την καλή πίστη. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, κρίνονται αβάσιμα, καθώς και ο ως άνω λόγος αναίρεσης, διότι στην προκειμένη περίπτωση με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε ότι η επέμβαση στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του ενάγοντος έγινε κατόπιν νομοθετικής παρέμβασης, δυνάμει των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του Ν.4050/2012 και όχι με υπαιτιότητα της εναγομένης, η οποία εκ του λόγου αυτού δεν έχει υποχρέωση απόδοσης, ενώ ταυτόχρονα δέχθηκε ότι η τελευταία ουδόλως παρέβη τα καθήκοντα προσυμβατικής και τακτικής ενημέρωσης του ενάγοντος κατά την παροχή των ένδικων υπηρεσιών (ειδικά δε για την ορθή εφαρμογή του ν. 3606/2007 βλ. τις εκτιθέμενες αναλυτικά στο
ΙΙ 1 μέρος της παρούσας αιτιολογίες), οι ως άνω δε κρίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζουν επαρκώς το σχετικό απορριπτικό σκέλος του διατακτικού της. Δηλαδή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη (IV. Α και Β’ μέρος), ο ιδιώτης επενδυτής (ομολογιούχος) για να επιστηρίξει αξιώσεις κατά του φορέα (πιστωτικού ιδρύματος) στην αρχική μεταξύ τους σύμβαση πώλησης των – υποχρεωτικά ακυρωθέντων – Ο.Ε.Δ, αλλά και στο ν. 2198/1994 και στη σύμβαση παρακαταθήκης (άρθρα 822 επ. ΑΚ), ως εκ της ιδιότητας του πιστωτικού ιδρύματος ως θεματοφύλακα των Ο.Ε.Δ., ενόψει του ότι η επέμβαση στο χαρτοφυλάκιο ενός εκάστου επενδυτή ομολογιούχου (με αναγκαστική ανταλλαγή του αρχικού τίτλου με άλλους τίτλους, ελάσσονος αξίας) δεν πραγματοποιήθηκε παράνομα, αλλά κατ’ εφαρμογή του Ν. 4050/2012 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντων παραπάνω νομοθετημάτων, θα πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι υφίσταται εκ μέρους του φορέα (πιστωτικού ιδρύματος) παραβίαση στα καθήκοντα προσυμβατικής και τακτικής ενημέρωσης, λογιστικής παρακολούθησης και λογοδοσίας.
Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση με τις ως άνω περί του αντιθέτου κρίσεις της ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω διατάξεις, και δεν υπέπεσε στην από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. 3. Η υπέρβαση από τα πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους, ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 4 ΚΠολΔ. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν τα πολιτικά δικαστήρια, δεχόμενα ότι έχουν δικαιοδοσία, επιλαμβάνονται υπόθεσης, η οποία, κατά το νόμο, δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους, αλλά, με βάση τα πλαίσια που ορίζονται στο άρθρο 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1/2018), στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού ή στη δικαιοδοσία διοικητικής αρχής (ΟλΑΠ 5/1995, ΑΠ 4/2018, ΑΠ 59/2017). Ο λόγος αυτός αναίρεσης, προτείνεται για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 περ. γ` ΚΠολΔ, καθόσον η έλλειψη δικαιοδοσίας αφορά τη δημόσια τάξη (ΟλΑΠ 20/08, ΑΠ 319/2018, ΑΠ 397/2018). Όταν όμως το δικαστήριο, αν και έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της υπόθεσης, απορρίπτει την αίτηση δικαστικής προστασίας για έλλειψη δικαιοδοσίας (αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας), υποπίπτει στην πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 1002/2020, ΑΠ 652/2018, ΑΠ 741/2017). Στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού δικαστηρίου δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 KΠολΔ λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται στην πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, διότι οι περί δικαιοδοσιών διατάξεις, όπως του άρθρου 1 KΠολΔ, δεν είναι του ουσιαστικού, αλλά του δικονομικού δικαίου. Τούτο δε, δεν αλλάζει εκ του ότι το δικαστήριο, την περί δικαιοδοσίας κρίση του, έχει τυχόν στηρίξει σε παρεμπίπτουσα κρίση σχετική με ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται στο αναιρετήριο ότι επίσης παραβιάστηκε (ΟλΑΠ 11/2000, ΑΠ 1002/2020, ΑΠ 1529/2017, ΑΠ 1043/2017). Στην προκειμένη περίπτωση με τους από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αληθώς (και όχι από τους αριθμούς 1 και 4 αυτού, όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο), ενδέκατο λόγο και τέταρτο και πέμπτο προσθέτους λόγους αναίρεσης (κατά το σχετικό σκέλος τους), ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), δεν ερεύνησε τους αγωγικούς ισχυρισμούς του, περί παράτυπης έκδοσης των κατωτέρω πράξεων, ήτοι της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 5/24.2.2012 “Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους”, της από 24.2.2012 πρόσκλησης του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) προς τους ομολογιούχους για συμμετοχή στην ορισθείσα με την ως άνω Π.Υ.Σ. διαδικασία, της από 9.3.2012 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή τερματίσθηκε με την επίτευξη της προβλεπόμενης απαρτίας και πλειοψηφίας (ανεξόφλητου κεφαλαίου) για την ανταλλαγή τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 “Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Διαχειριστή της Διαδικασίας” (Α’ 50/9.3.2012) και της Πράξης 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών “Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου” (Β’ 682/9.3.2012), που εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη κατά τα άνω με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, με την αιτιολογία ότι οι πράξεις αυτές αποτελούν “σύνθετη διοικητική ενέργεια” και το κύρος τους έχει κριθεί από το Συμβούλιο Επικρατείας (αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας). Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του, έκρινε αναφορικά με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος περί παράτυπης έκδοσης των ως άνω πράξεων ότι: “Οι εν λόγω όμως πράξεις συνιστούν διοικητικές πράξεις, το σύνολο δε αυτών συνιστά σύνθετη διοικητική ενέργεια (ΟλΣτΕ 1116/2014, σκέψη 7). Οι πράξεις όμως αυτές, ως διοικητικές πράξεις, εξοπλίζονται: α) με το τεκμήριο νομιμότητας το οποίο συνοδεύει την διοικητική πράξη από τη γέννηση της μέχρι την εξαφάνισή της και έχει ως συνέπεια την παραγωγή όλων των έννομων αποτελεσμάτων που ορίζονται από την διοικητική πράξη μέχρι την παύση της (η οποία μπορεί να επέλθει μέσω: α) της ακύρωσής της με δικαστική απόφαση β) της ακύρωσής της με άλλη διοικητική πράξη γ) της ανάκλησής της από το όργανο που την εξέδωσε και δ) της κατάργησής της), ανεξάρτητα από την πιθανή νομική πλημμέλεια που την βαρύνει, ακόμη κι αν παραβιάζεται η αρχή της νομιμότητας. Έτσι, βάσει του τεκμηρίου νομιμότητας μια (ακόμη και άκυρη) διοικητική πράξη δεσμεύει τόσο τη Διοίκηση όσο και τον διοικούμενο μέχρι την απαγγελία της ακύρωσής της και, τελικά, την εξαφάνισή της από την έννομη τάξη και β) με εκτελεστότητα, που σημαίνει ότι επιφέρει άμεση μεταβολή στον εξωτερικό νομικό κόσμο, ήτοι η εφαρμογή της (δηλαδή η παραγωγή εννόμων συνεπειών) είναι υποχρεωτική τόσο για τη Διοίκηση όσο και για τον διοικούμενο από τη στιγμή της έκδοσής της, χωρίς να προϋποτίθεται η διαμεσολάβηση δικαστικής απόφασης ή άλλης διαδικασίας. Ο δε διοικούμενος υποχρεούται να συμμορφώνεται προς την συμπεριφορά που επιβάλλει η διοικητική πράξη. Συνακόλουθα των ανωτέρω, εφόσον οι προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις δεν ακυρώθηκαν, η εναγομένη νομίμως επικαλέσθηκε την εφαρμογή τους και συμμορφώθηκε με αυτές (όπως άλλωστε και υποχρεούτο να πράξει) … Σημειώνεται με την από 23/3/2012 αίτηση άλλων ομολογιούχων ΟΕΔ ζητήθηκε η ακύρωση όλων των πράξεων, που εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. 1-11 του ν.4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Συγκεκριμένα ζητήθηκε να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. 5/24.2.2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, (Π.Υ.Σ.) “Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους” (Α37/24.2.2012), β) η από 24.2.2012 Πρόσκληση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ. ΔΗ.Χ.) προς τους ομολογιούχους για συμμετοχή στην ορισθείσα με την ως άνω Π.Υ.Σ. διαδικασία, γ) η από 9.3. 2012 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή τερματίσθηκε με την επίτευξη της προβλεπόμενης απαρτίας και πλειοψηφίας (ανεξόφλητου κεφαλαίου) για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, δ) ή Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 “Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Διαχειριστή της Διαδικασίας” (Α’ 50/9.3.2012) και ε) η πράξη 2/20964/0023Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών “Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου” (Β’ 682/9.3.2012). Η παραπάνω αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια του ΣΤΕ, λόγω, σπουδαιότητας, και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1116/2014 απόφαση του ΣτΕ, με την οποία κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων γεννά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικράτειας και ότι όλες οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις συγκροτούν σύνθετη διοικητική ενέργεια και ακολούθως εξετάσθηκαν οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως των ως άνω πράξεων, οι οποίοι απορρίφθηκαν όπως και η ένδικη αίτηση ακυρώσεως στο σύνολό της”. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά δεν προέβη στον έλεγχο του κύρους και της νομιμότητας των ως άνω διοικητικών πράξεων, και ο λόγος αυτός πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη (IV. Β’ και Γ’ μέρος), όλες οι παραπάνω πράξεις οι οποίες εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους και κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας στα πλαίσια της διαδικασίας τροποποίησης των τίτλων αυτών, είναι διοικητικές, η αμφισβήτηση δε της νομιμότητας των άνω πράξεων δεν γεννά ιδιωτική διαφορά, αλλά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 1 α’ του Συντάγματος. Συνακόλουθα δε, τα πολιτικά Δικαστήρια όταν κρίνουν τις υπαγόμενες σε αυτά κατά το άρθρο 1 του ΚΠολΔ ιδιωτικές διαφορές, όπως εν προκειμένω, δεν μπορούν να εξετάσουν το κύρος και τη νομιμότητα όλων των παραπάνω πράξεων της διοίκησης, που εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη κατά τα άνω με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, με την οποία (αντικατάσταση) μειώθηκε το δημόσιο χρέος της Ελληνικής Δημοκρατίας, και η οποία εχώρησε βάσει των διατάξεων αυτών κατόπιν της αποδοχής από τους ιδιώτες πιστωτές, ως πλειοψηφούν κεφάλαιο, σχετικής πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου, η αποδοχή δε αυτή δέσμευσε και τους πιστωτές που δεν έλαβαν μέρος στη σχετική διαδικασία ή μειοψήφησαν, γιατί ήδη περί του κύρους αυτών (πράξεων) έχουν εκδοθεί αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκριναν το σύννομο της έκδοσής τους και οι οποίες δεσμεύουν κατά τούτο τα πολιτικά δικαστήρια. Ειδικότερα, αναφορικά με τις προϋποθέσεις του νόμου περί απαρτίας τουλάχιστον του 1/2 του συμμετέχοντος κεφαλαίου και ενισχυμένης πλειοψηφίας των 2/3, με τις ως άνω αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ, (1116/2014, 1117/2014, κλπ) κρίθηκε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος διαβίβασε προς το Δικαστήριο κατάλογο που περιλαμβάνει: i. τους φορείς του Συστήματος που έλαβαν μέρος στη διαδικασία, μετά την από 24.2.2012 πρόσκληση του Ο.Δ.ΔΗ.Χ. προς τους ομολογιούχους, ii. το ποσό κεφαλαίου που εκπροσωπούσε έκαστος φορέας, τη δοθείσα θετική και αρνητική ψήφο και το ποσοστό συμμετοχής εκάστου στην απαρτία και την πλειοψηφία και iii. διάκριση του κεφαλαίου και των θετικών και αρνητικών ψήφων εκάστου φορέως αναλόγως της κατηγορίας βάσει της οποίας αυτός έλαβε μέρος στη διαδικασία (κατηγορίες: ιδίου χαρτοφυλακίου // χαρτοφυλακίου πελατείας, όταν δηλ. ο φορέας συμμετέσχε ως θεματοφύλακας των τίτλων), και ότι, επί συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων ύψους 177.218.697.615,45 ευρώ, ψήφισαν ομολογιούχοι που αντιπροσώπευαν κεφάλαιο 161.350.946.065,54 ευρώ, εκ των οποίων συνήνεσαν ομολογιούχοι με κεφάλαιο 152.042.932.772,40 ευρώ, με αποτέλεσμα να πληρωθεί η προϋπόθεση του νόμου περί απαρτίας τουλάχιστον του 1/2 του συμμετέχοντος κεφαλαίου και ενισχυμένης πλειοψηφίας των 2/3. Η κρίση δε αυτή ως προς την επίτευξη της απαιτούμενης από το ν. 4050/2012 απαρτίας και πλειοψηφίας για τη λήψη της απόφασης των ομολογιούχων, δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επαναξιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίον αυτές (απαρτία και πλειοψηφία) υπολογίσθηκαν. Σε κάθε δε περίπτωση τα πολιτικά Δικαστήρια δεν μπορούν να κρίνουν για τη διαπίστωση ή μη της συνδρομής των προϋποθέσεων έκδοσης όλων των παραπάνω Πράξεων, που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, αναφορικά με τη διαδικασία αντικατάστασης τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, καθόσον η αμφισβήτηση της νομιμότητας των άνω πράξεων δεν γεννά ιδιωτική διαφορά, αλλά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, του οποίου η κρίση ως προς την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων έκδοσης των πράξεων δεν ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια, όταν αυτά απαγγέλουν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα και δη αποζημιωτικές. Περαιτέρω, με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο, κατά το σχετικό σκέλος του, προβάλλεται η πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με την παραδοχή της, όπως επί λέξει αναφέρεται “ότι στην ανταλλαγή των ΟΕΔ συμφώνησαν (και την αποδέχθηκαν) ομολογιούχοι κάτοχοι πλέον των 2/3 (όπως απαιτείτο)”, έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με το ζήτημα της πλειοψηφίας άνω των 2/3 του ανεξόφλητου κεφαλαίου, που δέχθηκε ότι επιτεύχθηκε, γιατί δεν αναφέρει το ύψος του ποσού του ανεξόφλητου κεφαλαίου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του γιατί δεν αναφέρεται ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ενώ σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αλυσιτελής, διότι η ως άνω παραδοχή του Εφετείου, έγινε σε συμμόρφωση της κρίσης αυτού με την κρίση των προαναφερόμενων αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ, από την οποία και δεσμεύεται κατά τα παραπάνω εκτιθέμεθα. V. Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 KΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 87/2013), καθώς και περιστατικά επουσιώδη ή που εκ περισσού εκτίθενται, ούτε η λήψη υπόψη από το δικαστήριο διευκρινιστικών απλώς περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, μολονότι δεν είχαν περιληφθεί στην ιστορική βάση της αγωγής κλπ, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της (ΑΠ 1530/2008). Επίσης, δεν αποτελούν “πράγματα” και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 70/2020, ΑΠ 388/2018). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης, η οποία περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 488/2020, ΑΠ 23/2020, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 1150/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθ. 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ως “αίτηση που αφέθηκε αδίκαστη” νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα της δίκης και ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου. Αίτηση, κατά την ανωτέρω έννοια αποτελεί και η έφεση, όχι όμως και οι επί μέρους λόγοι της τελευταίας, η μη λήψη υπόψη των οποίων ιδρύει τον εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 353/2020, ΑΠ 567/2009, ΑΠ 1586/2008). Για την ευδοκίμηση, όμως, του παρόντος λόγου αναίρεσης απαιτείται παντελής σιωπή του δικαστηρίου της ουσίας, σε αυτοτελή αίτηση των διαδίκων, όχι μόνο στο αιτιολογικό, αλλά και στο διατακτικό. Αντίθετα, ο ανωτέρω εκ του αριθμού 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και απέρριψε για οιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, την αίτηση δικαστικής προστασίας (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1586/2008), έστω και εάν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα, από το ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ’ ουσίαν εκ των πραγμάτων την “αίτηση” αυτή, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που την συγκροτούν ή που αποτελούν προϋπόθεση της έρευνας ή βασιμότητάς της (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 323/2017, ΑΠ 761/2017, ΑΠ 1434/2010), ή όταν από τη μη απάντηση στο αίτημα συνάγεται “σιγή” απόρριψη αυτού (ΑΠ 143/2017).
Συνεπώς, αν από το διατακτικό προκύπτει ότι η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίφθηκε, στο σύνολό της, μολονότι δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία (σιωπηρή απόρριψη), ως προς όλα τα αιτήματα, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 86/2018, ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 156/2012, ΑΠ 528/2009, ΑΠ 1586/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης κατά το σχετικό α’ σκέλος αυτών, καθώς και τους τέταρτο και πέμπτο λόγους (κατά το σχετικό σκέλος τους), προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 8 περ. β` KΠολΔ, ότι δηλαδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα 1) τον προβληθέντα από τον αναιρεσείοντα αγωγικό του ισχυρισμό ότι την 23-4-2009 προσήλθε στο Κατάστημα “ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ”, της αναιρεσίβλητης τράπεζας, όχι με σκοπό να αγοράσει Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά για να αποσύρει τις καταθέσεις του και να τις μεταφέρει στην Τράπεζα Πειραιώς, που του έδινε μεγαλύτερο επιτόκιο, και ότι τελικά αγόρασε τα ως άνω Ομόλογα με πρωτοβουλία και μετά από προτροπή των υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης τράπεζας, η οποία εκ του λόγου αυτού είχε υποχρέωση να προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας, καθώς και υποχρέωση σύνταξης του “επενδυτικού του προφίλ”. Και, 2) τον ισχυρισμό του ότι συνέτρεχε σύγκρουση συμφερόντων της εναγομένης και του ίδιου, διότι η εναγόμενη είχε συμφέρον και επεδίωκε “να ξεφορτωθεί” τα ένδικα ομόλογα που είχε στο χαρτοφυλάκιό της και τα είχε αποκτήσει λόγω της συμμετοχής σε κοινο-πρακτικό ομολογιακό δάνειο 5,5 δις ευρώ που είχε χορηγηθεί στο ελληνικό Δημόσιο από κοινοπραξία μαζί με άλλες 4 αλλοδαπές τράπεζες και τα οποία (ομόλογα) ήταν επισφαλή και διότι είχε συμφέρον να συμμετάσχει στο PSI αφού είχε προσυμφωνήσει να λάβει ανταλλάγματα. Οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το Εφετείο, έλαβε υπόψη τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος και, με το να δεχθεί τα αντίθετα, προς τα όσα αυτός υποστηρίζει, και συγκεκριμένα διαλαμβάνοντας αντίστοιχα επί λέξει ότι: “Η αγορά των ένδικων ομολόγων αποδείχθηκε ότι ενεργήθηκε κατόπιν προσωπικής επιλογής, αποφάσεως και πρωτοβουλίας του ενάγοντος, ο οποίος ήταν εκ των προτέρων αποφασισμένος να προβεί στην αγορά τους, στην οποία και εντέλει προέβη, δίνοντας σχετική εντολή στους υπαλλήλους της εναγομένης (προστηθέντες), χωρίς να ζητήσει ενημέρωση, συμβουλή ή σύσταση από αυτούς και χωρίς οι τελευταίοι να τον παροτρύνουν ή να του δώσουν οποιοσδήποτε σύσταση/συμβουλή για την εν λόγω επένδυση και χωρίς να τον διαβεβαιώσουν ότι η εν λόγω επένδυση είναι ασφαλής και απαλλαγμένη κινδύνου, όπως αβασίμως ο ενάγων επικαλείται. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι δεν καταρτίστηκε γραπτώς ή σιωπηρώς σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ των διαδίκων, καθώς η πρωτοβουλία για την αγορά των επίδικων ομολόγων ανήκε στον ενάγοντα, ο οποίος προσήλθε αυτοβούλως στο κατάστημα της εναγομένης και αιτήθηκε την αγορά των επίδικων ομολόγων, όπως άλλωστε και στο παρελθόν είχε πράξει, χωρίς οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης να τον παροτρύνουν και μάλιστα με ψευδείς διαβεβαιώσεις στην αγορά αυτή και χωρίς να επηρεάσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επενδυτική του βούληση. Η εναγομένη ήταν απλώς αποδέκτης και εκτελεστής της εντολής του ενάγοντος και περιορίστηκε στην εκτέλεση της προκείμενης εντολής για την αγορά ΟΕΔ, χωρίς να παράσχει επενδυτικές συμβουλές στον ενάγοντα, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού του τελευταίου …”, και “αποδείχθηκε ότι κατά τον επίδικο χρόνο της πώλησης – αγοράς του επίδικου ομολόγου (23/4/2009), που και μόνον ενδιαφέρει, καθόσον ο έλεγχος συμβατότητας διενεργείται πριν και κατά την παροχή της εκάστοτε συγκεκριμένης επενδυτικής υπηρεσίας, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε μορφής σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της εναγομένης τράπεζας και του ενάγοντος πελάτη της. Και τούτο διότι κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό σημείο, η εναγόμενη με βάση τα κριτήρια ενός μέσου συνετού τραπεζικού ιδρύματος, που παρακολουθεί τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι αξιολογούσαν την ελληνική οικονομία από Α+ έως Α- ούτε όφειλε αλλά ούτε μπορούσε να προβλέψει την μεταγενέστερη νομοθετική παρέμβαση στην αγορά των ΟΕΔ, με την ψήφιση του ν.4050/2012, την αντικατάσταση αυτών και την απομείωση της αξίας τους με την εφαρμογή του PSI και την εν συνεχεία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την συνακόλουθη δυσμενή εξέλιξη της επένδυσης του ενάγοντος… Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη τράπεζα διέθετε, την στιγμή της αγοράς του ομολόγου κάποιου είδους προνομιακή πληροφόρηση εν σχέσει με το ενδεχόμενο μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και για το επικείμενο “κούρεμα” των ομολόγων εκδόσεως του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο έλαβε χώρα σχεδόν τρία χρόνια μετά την επίδικη συναλλαγή. Αντιθέτως, όπως προδιαλαμβάνεται, εκείνη την χρονική περίοδο η πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου αξιολογούνταν από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης γενικώς θετικό, στην κατηγορία μέσης πιστοληπτικής ικανότητας και φερεγγυότητας, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη – εφεσίβλητη τράπεζα διέθετε άλλη πρόσθετη ενημέρωση τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. … Εξάλλου η συμμετοχή της εναγομένης τράπεζας στην διαδικασία του P.S.I και η διαδικασία αντικατάστασης των επιλέξιμων τίτλων ήταν αναγκαστική και επέφερε οικονομική ζημία στους φορείς, άρα και στην εναγομένη τράπεζα, πλήττοντας την κεφαλαιακή επάρκεια τους, … Οι δε φορολογικές απαλλαγές, οι οποίες θεσπίσθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 5 και 6 του ν. 4046/2012 υπέρ των νομικών προσώπων για τον περιορισμό των ζημιών που επρόκειτο να υποστούν από την αντικατάσταση των τίτλων που κατείχαν και την απομείωση της αξίας τους με την εφαρμογή του PSI και η εν συνεχεία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με την από 1/3/2012 σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης θεσπίστηκαν για την συγκράτηση της καθαρής θέσης και της αξιοπιστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του οποίου η ευπάθεια του οποία συνιστά πολύ σοβαρή απειλή για την εθνική οικονομία στο σύνολό της, η δε λήψη κατά τον κρίσιμο χρόνο (2012) των ανωτέρω σύνθετων μέτρων από την ελληνική δημοκρατία έγινε προκειμένου να υπάρξει σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είναι αναγκαία για την λειτουργία του κράτους”, τους απέρριψε “εκ του πράγματος”, μη υποπίπτοντας, συνακόλουθα, στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με το σχετικό β’ σκέλος του πρώτου λόγου, προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 9 KΠολΔ, ότι δηλαδή το Εφετείο με την παράλειψή του ν` απαντήσει στον ίδιο, ως άνω αγωγικό ισχυρισμό, που διαλαμβανόταν στην ένδικη έφεσή του (7ο λόγο), άφησε αδίκαστο το σχετικό λόγο έφεσης και, έτσι, υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 9 του ίδιου, ως άνω, άρθρου. Επίσης, με τους: 5ο (κατά το σχετικό σκέλος του), 7ο (κατά το α’ σκέλος του), 9ο (κατά το σχετικό σκέλος του), 11ο (κατά το β’ σκέλος του), 12ο (κατά το πρώτο σκέλος αυτού), 17ο, 18ο, και 19ο λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων, προσάπτει στο Εφετείο την ίδια ως άνω πλημμέλεια, ήτοι ότι με την παράλειψή του ν` απαντήσει: α) στον 9ο λόγο έφεσης, που αναφερόταν στην ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων της εναγομένης και του ιδίου, β) στον 15ο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι η αναιρεσίβλητη κατά τη διαδικασία του PSI ψήφισε όχι μόνο και για τα δικά του ομόλογα αλλά και με τις ψήφους που αντιστοιχούσαν σ’ αυτά, γ) στον 17ο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση δεν απάντησε στον αγωγικό ισχυρισμό του περί ευθύνης της εναγομένης με βάση τις διατάξεις του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών, δ) στους 19ο και 20ο λόγους έφεσης, ότι η εναγομένη προκειμένου να μην εκπληρώσεις τις προς αυτόν υποχρεώσεις της, επικαλέστηκε αποφάσεις και πράξεις που είχαν όμως εκδοθεί παράτυπα κατά τη διαδικασία του PSI, ε) στον 11ο λόγο έφεσης, που αναφερόταν στις απορρέουσες από τα άρθρα 197, 198, 281, 288, 535 και 914 ΑΚ υποχρεώσεις της αναιρεσίβλητης, στ) στον 16ο λόγο έφεσης, που αναφερόταν σε παραβίαση εκ μέρους της αναιρεσίβλητης των έναντι αυτού υποχρεώσεων με την παραδοχή της, αναφορικά με την ψηφοφορία για την εφαρμογή του PSI, ότι “η συμμετοχή ή μη σε αυτή του μικροομολογιούχου ενάγοντος δεν ήταν δυνατόν να ασκήσει καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της πλειοψηφίας για τη λήψη της σχετικής απόφασης”, ζ) στον 22ο λόγο έφεσης, που αναφερόταν στην ευθύνη της αναιρεσίβλητης ως φορέα στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του ως επενδυτή, να του αποδώσει το ονομαστικό κεφάλαιο των ομολόγων που του μεταπώλησε, αφού η οικειοθελής ανταλλαγή των Ομολόγων λειτούργησε ως αποσβεστικός λόγος της υποχρέωσης του Δημοσίου προς την τράπεζα να εξοφλήσει τα ανταλλαγέντα ομόλογα, όχι όμως και ως προς τη συμβατική προς αυτόν υποχρέωση της τελευταίας να του αποδώσει το ονομαστικό κεφάλαιο των ομολόγων που αγόρασε, και η) στον 23ο λόγο έφεσης, που αναφερόταν στην μη κατάρτιση μεταξύ τους σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στη μη κατάρτιση εκ μέρους της αναιρεσίβλητης του επενδυτικού του προφίλ πριν την αγορά των επίμαχων ομολόγων, και στην υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς τήρηση των αρχών της καταλληλότητας και συμβατότητας (με βάση τους οποίους λόγους θεμελίωνε ευθύνη της αναιρεσίβλητης προς απόδοση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων), δεν έλαβε υπόψη τους πιο πάνω λόγους έφεσης και υπέπεσε στην από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, επειδή, ειδικότερα, κατά τους αντίστοιχους λόγους αναίρεσης, άφησε αδίκαστους τους λόγους αυτούς έφεσης. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης πρέπει, σύμφωνα με τα παραπάνω, να απορριφθούν, προεχόντως, ως απαράδεκτοι, γιατί, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι οι λόγοι έφεσης κατά το αμέσως πιο πάνω μέρος τους δεν ερευνήθηκαν, δεν ιδρύει τον από την προαναφερόμενη διάταξη (του άρθρου 559 αριθ. 9 περ. γ’ ΚΠολΔ) προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης. Και τούτο, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής αβασιμότητας, των υπόψη λόγων, στο σύνολό τους, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το Εφετείο, με το να απορρίψει όλους τους λόγους της ένδικης έφεσης, όπως και αυτήν (έφεση) στο σύνολό της δεν άφησε αίτηση αδίκαστη και, επομένως, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια.
VΙ. Α’. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ γ’ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 424/2021, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 70/2008, ΑΠ 222/2008), προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, ΑΠ 798/2010). Έτσι, δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι` αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1573/2006, ΑΠ 455/2014, ΑΠ 1072/2005). Πάντως η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων, που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 40/2020, ΑΠ 249/2019, ΑΠ 306/2018).
Β’. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 KΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο, συνάγεται ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνον, όταν το δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 432 επ. KΠολΔ, εγγράφου, αποδίδοντας σ` αυτό περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό, και κατά προφανή παρανόηση δέχθηκε ως μνημονευόμενα σε αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία όμως είναι καταδήλως διάφορα των πράγματι διαλαμβανομένων στο έγγραφο, ακολούθως δε στηριζόμενο αποκλειστικά στο ίδιο έγγραφο ή κυρίως σε αυτό, οδηγείται σε ουσιαστική κρίση βλαπτική για τον αναιρεσείοντα. Ως έγγραφα η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ του ίδιου κώδικα ως αποδεικτικά μέσα και επομένως δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης, όπως είναι η αγωγή, οι προτάσεις, τα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου, που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων ή η εισηγητική έκθεση εξέτασης μαρτύρων (ΑΠ 42/2014). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αλλά αναγιγνώσκοντας το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού όπως αυτό πραγματικά έχει, άγεται εξ αυτού, συνεκτιμώντας και το περιεχόμενο των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σε κρίση διαφορετική από εκείνη την οποία εκλαμβάνει ως ορθή ο αναιρεσείων. Τούτο δε, διότι η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας εξαχθείσα από το αληθές περιεχόμενο του εγγράφου, είναι, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 KΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη, γιατί αφορά στην εκτίμηση πραγμάτων (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1034/2019, ΑΠ 825/2014, ΑΠ 1099/2014). Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, και επομένως ως άνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την κρίση του για την βασιμότητα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης κλπ., στηριζόμενο σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, το δε φερόμενο ως παραμορφωθέν έγγραφο το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, χωρίς να στηριχθεί κυρίως ή αποκλειστικά σε αυτό. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του (ΑΠ 1034/2019, ΑΠ 365/2017, ΑΠ 25/2017, ΑΠ 99/2016). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1034/2019, ΑΠ 516/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το σχετικό γ’ σκέλος του, καθώς και με τον τέταρτο λόγο κατά το σχετικό σκέλος του, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση από τον αριθ. 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη: 1) το υπό στοιχ. AF 1108001713 από Δεκ. 2008, έγγραφο της Τράπεζας Πειραιώς, που αυτός επικαλέστηκε και προσκόμισε, από το οποίο προέκυπτε ότι η εν λόγω τράπεζα για 14μηνη κατάθεση ποσού κατ’ ελάχιστο 5.000 ευρώ, του προσέφερε επιτόκιο καθαρό 5,66%, ήτοι επιτόκιο που ήταν μεγαλύτερο αυτού των ομολόγων του Δημοσίου, που τελικώς αγόρασε από την αναιρεσίβλητη, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα σε σχέση με τα κίνητρά του προς αγορά των ομολόγων, δεχόμενο εσφαλμένο ότι αυτά (κίνητρα) ήσαν το υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με την προθεσμιακή κατάθεση και, 2) τα αναφερόμενα έγγραφα που προσκόμιση προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ της εναγομένης τράπεζας και του ιδίου. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου αναφέρεται κατά λέξη ότι: “Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, .. τις υπ’ αριθμ. … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν προς απόδειξη και ανταπόδειξη των ίδιων ισχυρισμών τους και εκείνων του αντιδίκου …, χωρίς να έχει παραλειφθεί κανένα για τη διάγνωση της ουσίας της διαφοράς, … αποδείχθηκαν τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά: …”, σε συνδυασμό και με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο αυτής (απόφασης), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, αλλά καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος: 1) σε σχέση με την κατάρτιση στις 23-4-2009 της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης αγοράς των ομολόγων, ότι η αγορά αυτή έγινε με προσωπική επιλογή, απόφαση και πρωτοβουλία του αναιρεσείοντος-ενάγοντος, και μετά από εντολή του στους υπαλλήλους της αναιρεσίβλητης-εναγομένης τράπεζας, στα πλαίσια της από 12-3-2008 έγγραφης σύμβασης εκτέλεσης εντολών που καταρτίστηκε μεταξύ τους, κρίνοντας έτσι μεταξύ άλλων ότι δεν χρειαζόταν εκ μέρους της τράπεζας η τήρηση της αρχής της καταλληλότητας και συμβατότητας κατά την κατάρτιση της μεταξύ τους σύμβασης αγοράς χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και της υποχρέωσης σύνταξης επενδυτικού προφίλ του ενάγοντος και, 2) σε σχέση με τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτού και της εναγομένης, ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, κρίνοντας ότι υφίσταται νόμιμος λόγος απαλλαγής της εναγομένης από την τήρηση της αρχής της συμβατότητας, και τα άνω στο αναιρετήριο φερόμενα ως αγνοηθέντα έγγραφα. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι πιο πάνω από τον αριθμό 11 περ. γ` του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος (κατά το υπό στοιχ. γ’ σκέλος αυτού)και τέταρτος (κατά το σχετικό σκέλος του) λόγοι αναίρεσης. Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση επικουρικά την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 20 KΠολΔ. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο, ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι έλαβε υπόψη το εν λόγω έγγραφο της Τράπεζας Πειραιώς, σε κάθε περίπτωση, παραμόρφωσε το περιεχόμενό του, με την παραδοχή του ότι το επιτόκιο των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που αγόρασε, ανερχόμενο σε 4,95%, ήταν ανώτερο του επιτοκίου των προθεσμιακών καταθέσεων της ως άνω τράπεζας, το οποίο προσδιορίζεται στο έγγραφο αυτό σε 5,66%. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί δεν ιδρύεται, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) το Εφετείο δεν έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα μόνο σ` αυτό το έγγραφο ή κατά κύριο λόγο σ` αυτό, αλλά απλώς το έχει συνεκτιμήσει μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, πέραν του ότι οι προβαλλόμενες, με αυτόν, αιτιάσεις αφορούν παράπονα αναφερόμενα στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγουν από τον αναιρετικό έλεγχο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη (ΟΛΑΠ 2/2008). Επίσης με τους εικοστό (κατά το β’ σκέλος του), τρίτο πρόσθετο και έβδομο (κατά το ε’ σκέλος του), λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την ίδια ως άνω πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 20 KΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της αγωγής του διαλαμβάνοντας αντίστοιχα ότι ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη του οφείλει το ποσό των 11.825 ευρώ για απώλεια τοκομεριδίων έτους 2014, ενώ το αληθές ποσό είναι 18.480 ευρώ, και ότι ο ενάγων συνομολόγησε με την αγωγή του ότι είχε προηγουμένως επενδύσει μεταξύ άλλων και σε “αμοιβαία”, καθώς και το περιεχόμενο του 15ου λόγου του εφετηρίου αναφορικά με το αίτημά του για επίδειξη εγγράφων, διαλαμβάνοντας ότι ο ενάγων ζήτησε έγγραφες αποδείξεις που να πιστοποιούν την αντίρρηση του ενάγοντος στο PSI, ενώ αληθώς αυτός ζήτησε αποδείξεις αναφορικά με το γεγονός ότι η εναγομένη δεν χρησιμοποίησε υπέρ της τις ψήφους που αντιστοιχούσα στα δικά του ομόλογα. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι γιατί δεν συνιστούν “έγγραφο” κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη έννοια, μεταξύ άλλων και το δικόγραφο της αγωγής και το εφετήριο της ενεστώσας δίκης. Ο ίδιος ως άνω τρίτος πρόσθετος λόγος, προβαλλόμενος ως πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι ότι έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, δεν ιδρύεται, γιατί η ως άνω παραδοχή δεν συνιστά “πράγμα”, όπως η έννοια αυτή αναλύεται στο V μέρος της μείζονος σκέψης. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, καθώς και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής, και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας του αναιρεσείοντος (άρθρ. 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ ως ισχύει). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 εδ. α’, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16-1-2020 αίτηση του Κ. Ζ. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5844/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων. Και ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ