Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κ.Ο.Κ..
Περίληψη:
Παράβαση άρθρου 42 Ν. 2696/1999 – οδήγηση υπό την επήρεια μέθης. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ’αριθμ. 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου …, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μάρκου, για αναίρεση της 343/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σερρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1119/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η έλλειψη της, κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 περ. Δ’ ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σερρών, που δίκασε, ως εφετείο, δέχθηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, και ειδικότερα, από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, και από την υπόλοιπη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε, ότι “ο κατηγορούμενος, στις …, την 25-6-2005, τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται, όπως τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως αυτής, αναφέρονται στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, σε νομότυπο αστυνομικό έλεγχο, που έλαβε χώρα την 06.00 ώρα, κατελήφθη να οδηγεί το υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … Ε.Ι.Χ αυτοκίνητο, ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, καθόσον στο αίμα του βρέθηκε ποσότητα αλκοόλης σε ποσοστό γραμ. 0,59 χιλιοστών του γραμμαρίου, ανά λίτρο, που έγινε στον εκπνεόμενο αέρα, με αντίστοιχη συσκευή διερεύνησης μέθης (αλκοολόμετρο), η οποία πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου, διότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε, το αντίθετο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος.
Συνεπώς, πρέπει ο κατηγορούμενος, να κηρυχθεί ένοχος για την ανωτέρω πράξη”. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, για την πράξη του άρθρου 42 παρ.1, 7 εδ. β του Ν. 2696/1999, όπως αντικ. με άρθρο 43 Ν. 2963/2001, και τον καταδίκασε σε πρόστιμο τριακοσίων (300)ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ. α και 2 του Π.Κ, και άρθρο 42 παρ. 1, 7 εδ. β του ν. 2696/1999, όπως αντικ. με άρθρο 43 ν. 2963/2001. Ειδικότερα, αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων καταλήφθηκε να οδηγεί την 06.00 πρωϊνή της 25-6-2005 στις …, το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητό του, υπό την επίδραση αλκοόλης, αφού διαπιστώθηκε η ύπαρξη οινοπνεύματος σε ποσοστό 0, 59 χιλιοστών του γραμμαρίου, ανά λίτρο αίματος, που έγινε με τη συσκευή διερεύνησης της μέθης. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εκτίμησε προσηκόντως τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και συγκεκριμένα, ότι η συσκευή διερεύνησης μέθης (αλκοολόμετρο), δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που τάσσει η σχετική υπουργική απόφαση με αριθμό 43.500/5691(ΦΕΚ Β’1055/12-8-2002), πέραν του ότι ανάγεται στην ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του, έλαβε υπόψη του, το σύνολο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, μεταξύ των οποίων και εκείνα που προσκόμισε ο αναιρεσείων και συγκεκριμένα τα με αριθμούς 3, 5, 6 και 7 του καταλόγου των αναγνωστέων εγγράφων, ήτοι α) δυο εκτυπώσεις αλκοολόμετρου, β) την υπ’ αριθμό 224/2006 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών, γ)το με στοιχεία Lion SD-400 και δ) το με αριθμό πρωτ. 157/2007 έγγραφο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Σερρών. Επομένως, ο σχετικός μοναδικός λόγος αναιρέσεως(άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, και υποστηρίζονται με αυτόν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος και καθό μέρος με αυτόν πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 4 από 8 Ιουνίου 2007 αίτηση του Χ, κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 343/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ