Απόφαση 284/2022 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Κατά τη διάταξη του άρθρου 440 Α.Κ., “Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 664 Α.Κ., “Ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό σε απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του.
Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το συμψηφισμό με απαίτηση ,που έχει ο εργοδότης, λόγω ζημίας που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο, κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας”.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι είναι δυνατή η απόσβεση ομοειδών, ληξιπροθέσμων απαιτήσεων δύο προσώπων, στην έκταση που καλύπτονται η μία με την άλλη, εφόσον το ένα πρόσωπο δηλώσει στο έτερο τη βούλησή του για το σκοπό αυτό.
Ο κανόνας κάμπτεται, κατ’ εξαίρεση, όταν πρόκειται για απαιτήσεις μισθολογικών παροχών.
Έτσι, δεν υπόκεινται σε συμψηφισμό προς απαίτηση του εργοδότη, μεταξύ άλλων, οι αποδοχές και τα επιδόματα άδειας, καθώς και τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβανόμενα στην έννοια των, τεκμαιρόμενων ως αναγκαίων για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του, μισθολογικών παροχών, εκτός αν συντρέχει η εκτεθείσα εξαιρετική περίπτωση της προέλευσης της απαίτησης του εργοδότη από ζημία προκληθείσα εκ δόλου του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας του (ΑΠ 862/2019, ΑΠ 1269/2005).
Επομένως, αφού τεκμαίρεται ότι ο μισθός είναι αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζόμενου και της οικογένειάς του, δεν είναι αναγκαίο ο εργαζόμενος να προβάλει το γεγονός αυτό με αντένσταση στην ένσταση συμψηφισμού του εργοδότη, η οποία στρέφεται κατά της απαίτησης του για καταβολή του μισθού του και των αποδοχών του, που θεωρούνται ως μισθός, αντίθετα δε, ο προβάλλων την ένσταση συμψηφισμού εργοδότης, πρέπει να επικαλεστεί με την ένστασή του ότι η απαίτησή του προέρχεται από ζημία, που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο, κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας.
Αριθμός 284/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου και Παναγιώτη Βενιζελέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Φ. του Ι., κατοίκου … Ηλείας, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ευστάθιου Γραμμένου, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αμαλιάδα Ηλείας και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Απόστολου-Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-7-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδος. Εκδόθηκαν η 28/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 250/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-9-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Βενιζελέας.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 10/9/2020 αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 250/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία ,αφού συνεκδικάστηκαν οι από 3-4-2017 και 18-4-2017 εφέσεις της αναιρεσίβλητης και του αναιρεσείοντος αντιστοίχως κατά της υπ’αριθμ. 28/2017 απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, έγινε δεκτή η έφεση της αναιρεσίβλητης και απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος και περαιτέρω μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως απορρίφθηκε η από 2-7-2015 αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσίβλητης. Η εν λόγω αίτηση, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, περιέχει εμμέσως πλην σαφώς και αίτημα να απορριφθεί η έφεση της αναιρεσίβλητης και να γίνει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος, αφού το περιεχόμενο σε αυτήν αίτημα να γίνει δεκτή η αγωγή κατά τα μη καταστάντα αμετάκλητα κεφάλαια αυτής, προϋποθέτει και την προηγούμενη απόρριψη της έφεσης της αναιρεσίβλητης και την παραδοχή της έφεσης του αναιρεσείοντος, καθ’όσον, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 566 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν είναι ανάγκη να διατυπώνεται πανηγυρικώς η να περιέχεται στο αιτητικό της αναιρέσεως και αίτηση ως προς την ουσία της υποθέσεως (κατά περίπτωση της εφέσεως ή της αγωγής) αλλά αρκεί να συνάγεται τούτο από το όλο περιεχόμενο του ιστορικού και του αιτητικού αυτής (ΟλΑΠ 849/1981, ΑΠ 1037/2019, 827/2003).
Συνεπώς η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί παραδεκτά (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης, είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, η οριζόμενη από αυτήν τριακονθήμερη προθεσμία αρχίζει από την επομένη ημέρα της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον με τη διάταξη αυτή καθορίζεται απλώς η διάρκεια της προθεσμίας και το γεγονός που την κινεί, ενώ ο τρόπος υπολογισμού της προθεσμίας ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι προθεσμίες ,που ορίζονται από το νόμο, αρχίζουν από την επομένη ημέρα μετά την επίδοση του σχετικού εγγράφου και λήγουν στις επτά το βράδυ της τελευταίας (δηλαδή εν προκειμένω της τριακοστής) ημέρας και αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας. Από την αδιάστικτη διατύπωση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αυτή, ως προς τη λήξη της προθεσμίας που καθιερώνει, εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενεργείας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, έτσι ώστε αν η τελευταία ημέρα των προθεσμιών αυτών συμπίπτει προς εξαιρετέα ή Σάββατο αυτή δεν υπολογίζεται και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα, 7 μ.μ., της επόμενης εργάσιμης ημέρας (ΟλΑΠ 33/1996, ΑΠ 532/2020). Επίσης στο άρθρο 1 παρ. 11 Ν. 1157/1981 αναφέρεται ότι: “ημέρες αργίας και ημιαργίας των δημοσίων υπηρεσιών, οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και λοιπών νομικών προσώπων ορίζονται ως εξής: α) ημέρες αργίας … η Δευτέρα του Πάσχα …”. Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ “αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο”. Υπό τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, αυτό, δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διατάξεως με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της. Μέσω του ανωτέρω αναιρετικού λόγου ελέγχονται πλην άλλων, το παραδεκτό ασκήσεως ενδίκων μέσων, των προσθέτων λόγων εφέσεως, καθώς και το παραδεκτό των ανακοπών και των προσθέτων λόγων αυτών (ΑΠ 532/2020). Στην κρινόμενη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι , όπως δέχθηκε και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η πρωτόδικη 28/2017 απόφαση επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, στις 17/3/2017, σύμφωνα με την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αμαλιάδας Β. Σ. στο προσκομιζόμενο από τον τότε εκκαλούντα, νυν αναιρεσείοντα, επιδοθέν αντίγραφο της απόφασης αυτής και η 12/18-4-2017 έφεση του αναιρεσείοντος κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου ,που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση, στις 18-4-2017 ημέρα Τρίτη. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα μείζονα σκέψη η προθεσμία των 30 ημερών για την άσκηση της έφεσης άρχισε την επόμενη ημέρα της επίδοσης, δηλαδή στις 18/3/2017 και συμπληρώθηκε στις 16/4/2017 ημέρα Κυριακή. Επειδή όμως, τόσον η ημέρα αυτή, που εκτός από Κυριακή ήταν και Πάσχα, όσο και η επομένη ημέρα δηλαδή η Δευτέρα του Πάσχα 17/3/2017 ήταν αργίες και συνεπώς εξαιρετέες ημέρες, η προθεσμία έληγε την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα, δηλαδή την Τρίτη 18/4/2017 ,όταν και άσκησε ο αναιρεσείων την έφεσή του, η οποία συνεπώς είναι εμπρόθεσμη. Επομένως το Μονομελές Εφετείο Πατρών, το οποίο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η προθεσμία έληγε τη Δευτέρα 17/3/2017, γιατί αυτή είναι μη εξαιρετέα ημέρα και έτσι απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως εκπρόθεσμη και γι’ αυτό απαράδεκτη, εσφαλμένα δεν εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 11 Ν. 1157/1981, που ορίζει ότι και η Δευτέρα του Πάσχα είναι αργία και συνεπώς ο εκ του άρθρου 559 παρ. 14 ΚΠολΔ σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος, που το υποστηρίζει, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ,παρέλκει δε η εξέταση του ιδίου λόγου κατά το επικουρικό σκέλος του, με το οποίο γίνεται επίκληση λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ. 8 ΚΠολΔ. Για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, που έχει ως αίτημα την καταβολή αποδοχών για εργασία που παρασχέθηκε κατά τις Κυριακές και κατά την έκτη ημέρα αναπαύσεως στην πενθήμερη εβδομάδα εργασίας (δηλαδή κατά τα Σάββατα), αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες, αφού οι ημέρες αυτές (δηλαδή τα Σάββατα και οι Κυριακές) προκύπτουν από το ημερολόγιο. Εξ άλλου για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από υπερεργασία και από υπερωριακή απασχόληση, πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτήν η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης, αν πρόκειται για υπέρβαση του ημερησίου ωραρίου, άλλως κατά εβδομάδα, από την οποία θα προκύπτουν οι ώρες εργασίας και συνεπώς οι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας. Είναι όμως επιτρεπτό να προσδιορίζονται οι ώρες αυτές και κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα. Περαιτέρω για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής με την οποία ζητείται αμοιβή για εργασία κατά τη νύκτα αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, ο αριθμός των ημερών που ο ενάγων εργάσθηκε κατά τη νύκτα και ο αριθμός των ωρών που εργάσθηκε κάθε φορά, καθώς και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται οι ημέρες και οι ώρες εργασίας, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός των ημερών που εργάσθηκε κατά τη νύκτα με ακριβείς χρονολογίες (ΑΠ 505/2018). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων στην αγωγή του, ως προς το πραγματικό και όχι το συμφωνηθέν ωράριο εργασίας του, αναφέρει τα ακόλουθα κατά λέξη παρατιθέμενα: “Παρά το ανωτέρω συμφωνηθέν ωράριο εργασίας μου, στην πραγματικότητα καθ’ όλη την διάρκεια της σύμβασης παρείχα τις υπηρεσίες μου συνεχώς και αδιαλείπτως έξι ημέρες την εβδομάδα, ήτοι από Σάββατο 12 μ.μ. (10 μ.μ. κατά τη θερινή περίοδο) έως και Πέμπτη 20.00 μ.μ. (18.00 μ.μ. κατά τη θερινή περίοδο), συμπεριλαμβανομένου και του Σαββάτου και της Κυριακής, δεδομένου ότι αναχωρούσα ανελλιπώς κάθε Σάββατο από το υποκατάστημα της εναγομένης στο … της ΕΟ Πατρών – Πύργου με το φορτηγό άλλοτε άδειο και άλλοτε φορτωμένο με νωπά κρέατα, μετέβαινα στο λιμένα Πατρών, όπου επιβιβαζόμουν στο πλοίο που εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Ανκόνα, αποβιβαζόμουν στην Ανκόνα και κατόπιν οδηγούσα το φορτηγό μέχρι το Λελιόν ντε Ανζέρς της Γαλλίας, όπου πραγματοποιείτο η φόρτωση νωπών κρεάτων και στη συνέχεια επέστρεφα μέσω της ίδιας διαδρομής κάθε Πέμπτη. Υπήρχαν μάλιστα φορές που, ανάλογα την εποχή και τις ανάγκες της εταιρείας, ακολουθούσα το άνω δρομολόγιο φεύγοντας Κυριακή, επέστρεφα Παρασκευή και αναχωρούσα πάλι το Σάββατο της επόμενης ημέρας. Κατ’ εξαίρεση τις ημέρες των εορτών ,όπου η ζήτηση ήταν μεγάλη, κατά την επιστροφή μου στο λιμάνι Πατρών, αναχωρούσα κατ’ ευθείαν για Αθήνα, προκειμένου να διανείμω στην Κρεαταγορά Αθηνών και σε συνεργαζόμενα με την εναγόμενη super-market το εμπόρευμα ,που είχα προμηθευτεί, αλλά και για συντήρηση του φορτηγού, πάντα καθ’ υπόδειξιν του προϊσταμένου μου και καθ’ υπέρβασιν του νομίμου ωραρίου μου και άνευ καταβολής των αντίστοιχων και νόμιμων ασφαλιστικών και εργατικών εισφορών”. Στη συνέχεια αυτός προβαίνει στον υπολογισμό των αξιώσεων όλου του επίδικου χρονικού διαστήματος με πανομοιότυπο για κάθε μήνα τρόπο, όπως ακολούθως κατά λέξη αναφέρεται ενδεικτικά για τον μήνα Μάιο του 2010: “Για τον Μάιο του έτους 2010, έδει να μου καταβάλει η εναγομένη για μισθό Μαΐου 2010 ποσό 1.222,67 €, για αποζημίωση εκτός έδρας ποσό 720 €, για προσαύξηση νυκτερινής απασχόλησης 115,54 €, για προσαύξηση Κυριακής / αργίας 101,79 €, για υπερωρίες ημέρας υπερεργασίας 958,27 € και για υπερωρίες 6ης ημέρας 28,61 €, ήτοι εν συνόλω 3.146,88 €”. Όμως με τις αναφορές αυτές ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει πόσες Κυριακές και πόσα Σάββατα εργάστηκε, ούτε αυτό μπορεί να συναχθεί από το ημερολόγιο, γιατί, όπως αναφέρεται στην αγωγή ο κανόνας ήταν ότι αναχωρούσε στις 12.00 μ.μ., δηλαδή τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχε εργασία το Σάββατο και επέστρεφε την Πέμπτη στις 20.00 μ.μ. κατά δε τη θερινή περίοδο αναχωρούσε το Σάββατο στις 10.00μ.μ. (δηλαδή εργαζόταν 2 ώρες το Σάββατο) χωρίς να προσδιορίζει τη θερινή περίοδο, ενώ αναφέρει ότι κάποιες φορές αναχωρούσε Κυριακή στις 12.00 μ.μ. και συνεπώς δεν εργαζόταν την Κυριακή και επέστρεφε την Παρασκευή επίσης χωρίς να αναφέρει ώρα. Επίσης ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει τη διάρκεια της εβδομαδιαίας και της καθ’ εκάστη ημέρα απασχόλησής του και τη διάρκεια της νυκτερινής απασχόλησής του τόσο τις Κυριακές και αργίες, όσο και τις άλλες ημέρες, ούτε και κατά μέσο όρο. Επομένως σύμφωνα με τα προαναφερθέντα η αγωγή ως προς τα αιτήματα καταβολής ποσών για προσαύξηση νυκτερινής απασχόλησης, προσαύξηση Κυριακής/αργίας, προσαύξηση νυκτερινό/Κυριακή, υπερωρίες ημέρας υπερεργασίας, υπερωρίες 6ης ημέρας και υπερωρίες Κυριακή / αργία Υπερεργασία (όπως ο ίδιος στην αγωγή κατονομάζει τις απαιτήσεις του) ήταν αόριστη και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη και συνεπώς το Μονομελές Εφετείο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης της αναιρεσίβλητης, έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο και απέρριψε τα αιτήματα αυτά ως αόριστα και γι’ αυτό απαράδεκτα, γιατί δεν εξειδικεύονται επαρκώς τα απαιτούμενα πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 362/2011) σύμφωνα με τον νόμο ενήργησε και γι’ αυτό ο σχετικός εκ του άρθρου 559 παρ. 14 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το κύριο σκέλος του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Με το επικουρικό σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ. 1 ΚΠολΔ ισχυριζόμενος ότι το Μονομελές Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις που προβλέπουν αμοιβή για υπερεργασία, παράνομες υπερωρίες, απασχόληση κατά τη νύκτα και απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος και έτσι δεν διέγνωσε ότι στην αγωγή αναφερόταν αναλυτικά το ωράριο και οι ημέρες εργασίας του. Ο λόγος αναίρεσης αυτός είναι προεχόντως αόριστος αφού δεν αναφέρει τον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε με παράθεση του αριθμού του νόμου και του άρθρου του (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 52/2019) και το συγκεκριμένο ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα στο οποίο κατά την άποψή του υπέπεσε η προσβαλλόμενη απόφαση (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 316/2017) και γι’ αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Με τον ίδιο δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων υποστηρίζει και ότι παρά τον νόμο απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το αίτημά του για αποζημίωση εκτός έδρας απασχόλησης ως αόριστο και γι’ αυτό απαράδεκτο. Κατά το τμήμα του αυτό ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, γιατί στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, αφού με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάστηκε καθόλου το αίτημά του για αποζημίωση εκτός έδρας απασχόλησης, το οποίο είχε απορριφθεί με την πρωτόδικη απόφαση, γιατί το Μονομελές Εφετείο δεν εξέτασε τον σχετικό λόγο έφεσης του, με τον οποίο παραπονείτο για την απόρριψη, δεδομένου ότι απέρριψε την έφεσή του ως απαράδεκτη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 440 Α.Κ., “Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 664 Α.Κ., “Ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό σε απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το συμψηφισμό με απαίτηση ,που έχει ο εργοδότης, λόγω ζημίας που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο, κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας”.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι είναι δυνατή η απόσβεση ομοειδών, ληξιπροθέσμων απαιτήσεων δύο προσώπων, στην έκταση που καλύπτονται η μία με την άλλη, εφόσον το ένα πρόσωπο δηλώσει στο έτερο τη βούλησή του για το σκοπό αυτό. Ο κανόνας κάμπτεται, κατ’ εξαίρεση, όταν πρόκειται για απαιτήσεις μισθολογικών παροχών. Έτσι, δεν υπόκεινται σε συμψηφισμό προς απαίτηση του εργοδότη, μεταξύ άλλων, οι αποδοχές και τα επιδόματα άδειας, καθώς και τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβανόμενα στην έννοια των, τεκμαιρόμενων ως αναγκαίων για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του, μισθολογικών παροχών, εκτός αν συντρέχει η εκτεθείσα εξαιρετική περίπτωση της προέλευσης της απαίτησης του εργοδότη από ζημία προκληθείσα εκ δόλου του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας του (ΑΠ 862/2019, 1269/2005).
Επομένως, αφού τεκμαίρεται ότι ο μισθός είναι αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζόμενου και της οικογένειάς του, δεν είναι αναγκαίο ο εργαζόμενος να προβάλει το γεγονός αυτό με αντένσταση στην ένσταση συμψηφισμού του εργοδότη, η οποία στρέφεται κατά της απαίτησης του για καταβολή του μισθού του και των αποδοχών του, που θεωρούνται ως μισθός, αντίθετα δε, ο προβάλλων την ένσταση συμψηφισμού εργοδότης, πρέπει να επικαλεστεί με την ένστασή του ότι η απαίτησή του προέρχεται από ζημία, που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο, κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας.
Εξάλλου κατά το άρθρο 559 παρ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Πατρών με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι ο αναιρεσείων δικαιούται για διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας το συνολικό ποσό των 3.548,38 ευρώ, εξέτασε την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση συμψηφισμού της αναιρεσίβλητης από απαίτησή της κατά του αναιρεσείοντος ποσού 102.022,87 ευρώ, το οποίο, κατά την ένσταση, είναι το υπόλοιπο ποσό, που χορήγησε στον αναιρεσείοντα για έξοδα δρομολογίων και δεν αναλώθηκε με την πραγματοποίηση δαπανών, αλλά ο αναιρεσείων από πρόθεση, αν και είχε τη σχετική υποχρέωση, δεν της το απέδωσε αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα με αντίστοιχη ζημία της, διαπράττοντας έτσι το ποινικό αδίκημα της υπεξαίρεσης.
Στη συνέχεια, αφού έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την ένσταση, την έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη με τις ακόλουθες παραδοχές κατά λέξη παρατιθέμενες: “… Περαιτέρω αναφορικά με την παραδεκτώς προταθείσα πρωτοδίκως ένσταση συμψηφισμού αποδεικνύεται ότι συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση, συμπλεκτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Οι απαιτήσεις είναι “αμοιβαίες”, δηλ. ο δανειστής της μιας είναι συγχρόνως και οφειλέτης της άλλης και αντιστρόφως, β) Οι απαιτήσεις, κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο πρότασης του συμψηφισμού είναι “ομοειδείς” κατά αντικείμενο, αφού ομοειδείς είναι οι απαιτήσεις των οποίων τα αντικείμενα έχουν τα ίδια γνωρίσματα, και εν προκειμένω είναι χρηματικές και από τα δύο μέρη, γ) Οι απαιτήσεις είναι “υποστατές και έγκυρες” και δ) Οι απαιτήσεις είναι “αγώγιμες” και “ληξιπρόθεσμες” με την επισήμανση ότι κατά το χρόνο πρότασης του συμψηφισμού αρκεί το γεγονός ότι ληξιπρόθεσμη είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση, ενώ η ανταπαίτηση δεν απαιτείται να είναι εκκαθαρισμένη. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 440 Α.Κ., ένσταση συμψηφισμού και κατά τον τρόπο αυτό να επέλθει απόσβεση της απαίτησης του ενάγοντος ποσού των 3.548,38 ευρώ, για διαφορές δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας του επίδικου χρονικού διαστήματος, ήτοι των ετών 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014″.
Με τις παραδοχές της αυτές η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας ως προς την ένσταση συμψηφισμού της αναιρεσίβλητης, αφού έγινε δεκτή η ένσταση χωρίς να παρατίθενται πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά της ουσιαστικής βασιμότητάς της και γι’ αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός, αληθινώς, μόνο εκ του άρθρου 559 παρ. 19 τρίτος λόγος αναίρεσης.
Επομένως των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της, που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεση του αναιρεσείοντος και κατά το μέρος της, που έγινε δεκτή η ένσταση συμψηφισμού της αναιρεσίβλητης καθώς και κατά το κεφάλαιο αυτής των δικαστικών εξόδων και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός εκείνου, που εξέδωσε αυτήν. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσειόντος, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά παραδοχήν σχετικού αιτήματος του, να επιβληθούν στην αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 250/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
– Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρεθέν μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση και
– Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 22 Φεβρουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ