ΑΠ 409/2022 Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου – Αποχώρηση εργαζομένου, μετά τη συμπλήρωση προκαθορισμένου χρόνου – Πότε η σύμβαση αυτή μεταπίπτει εξ αρχής σε αορίστου χρόνου – Η συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση από την υπηρεσία του υπαλλήλου
Απόφαση 409/2022 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Κατά το άρθρο 8 του ν. 3198/1955, ισχύον το έτος 2014, εργαζόμενος – υπάλληλος, που συνδέεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εφ’ όσον συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη [άρθρο 6 παρ.1 του ν. 2112/1920 (ΦΕΚ Α. 57)] ή το όριο ηλικίας, κατά τον οικείο ασφαλιστικό Οργανισμό και, σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου ορίου, το 65ο έτος της ηλικίας του, αποχωρήσει δε, από την υπηρεσία, με τη “συγκατάθεση” του εργοδότη, δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως, επί απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη [άρθρο 3 του ν. 2112/1920, άρθρο 5 του ν. 3198/1955].
Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην παροχή κινήτρου για την ανανέωση του προσωπικού επιχειρήσεων, με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων υπαλλήλων.
Η εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου άρθρου 8 εδ. (α) ν. 3198/1955 προϋποθέτει υπάλληλο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου (όχι ορισμένου) χρόνου και ο υπάλληλος να αποχωρεί, ύστερα από τη συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας ή ορίου ηλικίας (κατά τον οικείο ασφαλιστικό Οργανισμό και, ελλείψει τέτοιου ορίου, του 65ου έτους), ακόμη, προϋποθέτει τη “συγκατάθεση” του εργοδότη για την αποχώρηση του υπαλλήλου, ενώ δεν απαιτείται και η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος (ΑΠ 464/2014).
Σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό ή Οργανισμό του εργοδότη για τους εργαζομένους του (προσωπικό), προβλέπει δε, ο Κανονισμός ή Οργανισμός, την αποχώρηση εργαζομένου – υπαλλήλου, μετά τη συμπλήρωση προκαθορισμένου χρόνου (ορίου ηλικίας), είναι ορισμένου χρόνου [άρθρα 361, 648, 649, 669, 670, 672 ΑΚ].
Αν, όμως, με τον Κανονισμό ή Οργανισμό έχουν, παραλλήλως, προβλεφθεί και περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως εργασίας, μονομερώς είτε από μέρους του υπαλλήλου είτε από μέρους του εργοδότη, τότε, ενυπάρχει διαλυτική αίρεση [άρθρο 202 ΑΚ] και, αν η αίρεση πληρωθεί, δηλ. επέλθει η λύση της συμβάσεως, πριν από τη συμπλήρωση του προκαθορισμένου χρόνου, η σύμβαση μεταπίπτει εξ αρχής σε αορίστου χρόνου (ΑΠ ολ. 42/2002, ΑΠ 464/2014). Υπό την έννοια αυτή, ως λόγος λύσεως της εργασιακής συμβάσεως, μπορεί να προβλέπεται και η παραίτηση, με μονομερή δήλωση του υπαλλήλου, που διαφέρει από την καταγγελία για σπουδαίο λόγο (ΑΠ ολ. 6/1989).
Συνεπώς, αν ο υπάλληλος παραιτήθηκε, προώρως, ως άνω, μετά δεκαπενταετή συνεχή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται τη μειωμένη αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. (α) ν. 3198/1055, εφ’ όσον υπάρχει και η “συγκατάθεση” (συναίνεση) του εργοδότη.
Η “συγκατάθεση” του εργοδότη για την αποχώρηση από την υπηρεσία του υπαλλήλου πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου και μπορεί να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί στην τελευταία περίπτωση (σιωπηρή “συγκατάθεση”) να είναι σαφής και αναμφίβολη, συναγομένη εμμέσως από τη συμπεριφορά του δηλούντος, εν όψει και των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως (ΑΠ 1090/2012).
Τέτοια “συγκατάθεση” μπορεί να δοθεί εκ των προτέρων ή να συναχθεί από τον Κανονισμό ή Οργανισμό προσωπικού του εργοδότη. Ειδικότερα, με τον Κανονισμό ή Οργανισμό προσωπικού μπορεί να παραχωρείται στον υπάλληλο δικαίωμα παραιτήσεως σε οποιονδήποτε χρόνο, χωρίς να προβλέπεται ότι ο εργοδότης μπορεί να εναντιωθεί στην παραίτηση ή να αποδεχθεί την παραίτηση του υπαλλήλου μόνο με την τήρηση ορισμένης διαδικασίας (ΑΠ 464/2014). Το ποσό της αποζημιώσεως, που οφείλεται εκάστοτε στον αποχωρούντα ως άνω υπάλληλο, καθορίζεται και υπολογίζεται από το δικαστήριο, ανάλογα με το χρόνο διαρκείας της εργασιακής σχέσεως στον εργοδότη του, κατά τα άρθρα 5 παράγραφοι 1 και 2 του ν.3198/1955 και άρθρο 3 του ν. 2112/1920 (ΑΠ 1090/2012).Αριθμός 409/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρετή Παπαδιά, Πελαγία Ακάσογλου, Δήμητρα Ζώη και Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 3η Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία Α.Ε.”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αναστασίας Σταθοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ν. Π.-Π. του Β., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Δοματά, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 640/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 9928/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-1-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Πελαγία Ακάσογλου. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Ι).- Το άρθρο 560 αριθμός 1 εδάφια (α) και (β) ΚΠολΔ -το οποίο εννοιολογικώς ταυτίζεται με το άρθρο 559 αριθμός 1 εδάφια (α) και (β) ΚΠολΔ- ορίζει ότι: Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (εδ. α). Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς (εδ. β). Έτσι, η ευθεία παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, δηλ. κανόνα, που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις, προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ και η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αριθμός 1 εδ. (β) ΚΠολΔ. Για τη στοιχειοθέτηση του λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται ευθέως, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, δηλ. αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και έτσι κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού [άρθρο 578 ΚΠολΔ]. Δια του λόγου αυτού αναιρέσεως, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων, αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών ήτοι αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε, ο λόγος αυτός, αν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας καθιστούν φανερή την ως άνω παραβίαση (ΑΠ ολ. 3/2020).
Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ είναι δυνατό να έχει, ως περιεχόμενο (και) την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε συγκεκριμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ως άνω, με αποτέλεσμα η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ή να απορριφθεί, ως αβάσιμη στην ουσία (ΑΠ ολ. 28/1998). Διδάγματα της κοινής πείρας είναι οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας στοιχειοθετεί τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. (β) ΚΠολΔ, αν αφορούν τα διδάγματα της κοινής πείρας την ερμηνεία κανόνα του ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτόν των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ενώ δεν στοιχειοθετείται τέτοιος λόγος, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβαίνει τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ ολ. 2/2008). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αριθμός 1 εδάφια (α) και (β) ΚΠολΔ και, συνεπώς, να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος [άρθρα 118 αριθμός 4, 566 παρ.1 ΚΠολΔ], πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου, δηλ. η πλημμέλεια που αποδίδεται και η έννομη συνέπεια που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια, ποια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένως χρησιμοποίησε ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτήν των πραγματικών γεγονότων, επίσης να εκτίθενται πλήρως και σαφώς οι κρίσιμες ουσιαστικές – πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ώστε η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία και όχι μόνο το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα. Ειδικότερα, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών, κατά την επιλογή του αναιρεσείοντος. Αντίθετα, πρέπει να αναφέρεται, έστω και συνοπτικώς, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, που η απόφαση δέχθηκε και κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα. Τούτο διότι μόνο από τις ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί, αν η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικώς, η ευδοκίμηση της αναιρέσεως [άρθρο 578 ΚΠολΔ], δηλ. η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται, ως άνω, από την ορθότητα του διατακτικού, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ ολ. 11/2017, ΑΠ ολ. 1/2016). Εξ άλλου, το άρθρο 560 αριθμός 5 ΚΠολΔ -το οποίο εννοιολογικώς ταυτίζεται με το άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ- ορίζει ότι ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο και εκτιμώντας εσφαλμένως τα διαδικαστικά έγγραφα [άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ] είτε έλαβε υπ’ όψη πράγματα, τα οποία δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση την έκβαση της δίκης [εδ. α] είτε δεν έλαβε υπ’ όψη πράγματα, τα οποία προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης [εδ. β]. Νοούνται δε, ως “πράγματα”, οι νόμιμοι, λυσιτελείς, αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, εάν τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ανταγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση [άρθρα 338, 362 ΚΠολΔ] ήτοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους στο δικαστήριο της ουσίας [άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ], συγκροτούν την ιστορική βάση (και, συνεπώς, θεμελιώνουν, ιστορικώς, το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και, κατά νόμο, διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της αποφάσεως που προσβάλλεται. Αποτελούν “πράγματα” και οι λόγοι (κύριοι και τυχόν πρόσθετοι) εφέσεως, οι οποίοι αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και διατυπώνουν παράπονο κατά της κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, δηλ. οι λόγοι των οποίων η λήψη υπ’ όψη και η παραδοχή θα είχε, ως συνέπεια, την κατά το άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. “Πράγματα”, υπό την ως άνω έννοια, δεν αποτελούν η (απλή ή αιτιολογημένη) άρνηση της αγωγής ή το περιεχόμενο νομικής διατάξεως για την οποία γεννάται ζήτημα ερμηνείας ή εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (ΑΠ ολ. 3/2008, ΑΠ ολ. 25/2003, ΑΠ ολ. 3/1997, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 793/2015, ΑΠ 567/2009). Για το παραδεκτό (ορισμένο) αυτού του λόγου αναιρέσεως [άρθρα 118 αριθμός 4, 566 παρ.1 ΚΠολΔ] πρέπει να γίνεται (και) προσδιορισμός των “πραγμάτων” (ΑΠ 194/1998).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 εδ. (α) ν. 3198/1955 (ΦΕΚ Α. 98 / 23.4.1955), ισχύον το έτος 2014, εργαζόμενος – υπάλληλος, που συνδέεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εφ’ όσον συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη [άρθρο 6 παρ.1 του ν. 2112/1920 (ΦΕΚ Α. 57)] ή το όριο ηλικίας, κατά τον οικείο ασφαλιστικό Οργανισμό και, σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου ορίου, το 65ο έτος της ηλικίας του, αποχωρήσει δε, από την υπηρεσία, με τη “συγκατάθεση” του εργοδότη, δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως, επί απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη [άρθρο 3 του ν. 2112/1920, άρθρο 5 του ν. 3198/1955]. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην παροχή κινήτρου για την ανανέωση του προσωπικού επιχειρήσεων, με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων υπαλλήλων. Η εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου άρθρου 8 εδ. (α) ν. 3198/1955 προϋποθέτει υπάλληλο με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου (όχι ορισμένου) χρόνου και ο υπάλληλος να αποχωρεί, ύστερα από τη συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας ή ορίου ηλικίας (κατά τον οικείο ασφαλιστικό Οργανισμό και, ελλείψει τέτοιου ορίου, του 65ου έτους), ακόμη, προϋποθέτει τη “συγκατάθεση” του εργοδότη για την αποχώρηση του υπαλλήλου, ενώ δεν απαιτείται και η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος (ΑΠ 464/2014). Σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό ή Οργανισμό του εργοδότη για τους εργαζομένους του (προσωπικό), προβλέπει δε, ο Κανονισμός ή Οργανισμός, την αποχώρηση εργαζομένου – υπαλλήλου, μετά τη συμπλήρωση προκαθορισμένου χρόνου (ορίου ηλικίας), είναι ορισμένου χρόνου [άρθρα 361, 648, 649, 669, 670, 672 ΑΚ]. Αν, όμως, με τον Κανονισμό ή Οργανισμό έχουν, παραλλήλως, προβλεφθεί και περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως εργασίας, μονομερώς είτε από μέρους του υπαλλήλου είτε από μέρους του εργοδότη, τότε, ενυπάρχει διαλυτική αίρεση [άρθρο 202 ΑΚ] και, αν η αίρεση πληρωθεί, δηλ. επέλθει η λύση της συμβάσεως, πριν από τη συμπλήρωση του προκαθορισμένου χρόνου, η σύμβαση μεταπίπτει εξ αρχής σε αορίστου χρόνου (ΑΠ ολ. 42/2002, ΑΠ 464/2014). Υπό την έννοια αυτή, ως λόγος λύσεως της εργασιακής συμβάσεως, μπορεί να προβλέπεται και η παραίτηση, με μονομερή δήλωση του υπαλλήλου, που διαφέρει από την καταγγελία για σπουδαίο λόγο (ΑΠ ολ. 6/1989).
Συνεπώς, αν ο υπάλληλος παραιτήθηκε, προώρως, ως άνω, μετά δεκαπενταετή συνεχή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται τη μειωμένη αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. (α) ν. 3198/1055, εφ’ όσον υπάρχει και η “συγκατάθεση” (συναίνεση) του εργοδότη. Η “συγκατάθεση” του εργοδότη για την αποχώρηση από την υπηρεσία του υπαλλήλου πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου και μπορεί να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί στην τελευταία περίπτωση (σιωπηρή “συγκατάθεση”) να είναι σαφής και αναμφίβολη, συναγομένη εμμέσως από τη συμπεριφορά του δηλούντος, εν όψει και των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως (ΑΠ 1090/2012). Τέτοια “συγκατάθεση” μπορεί να δοθεί εκ των προτέρων ή να συναχθεί από τον Κανονισμό ή Οργανισμό προσωπικού του εργοδότη. Ειδικότερα, με τον Κανονισμό ή Οργανισμό προσωπικού μπορεί να παραχωρείται στον υπάλληλο δικαίωμα παραιτήσεως σε οποιονδήποτε χρόνο, χωρίς να προβλέπεται ότι ο εργοδότης μπορεί να εναντιωθεί στην παραίτηση ή να αποδεχθεί την παραίτηση του υπαλλήλου μόνο με την τήρηση ορισμένης διαδικασίας (ΑΠ 464/2014). Το ποσό της αποζημιώσεως, που οφείλεται εκάστοτε στον αποχωρούντα ως άνω υπάλληλο, καθορίζεται και υπολογίζεται από το δικαστήριο, ανάλογα με το χρόνο διαρκείας της εργασιακής σχέσεως στον εργοδότη του, κατά τα άρθρα 5 παράγραφοι 1 και 2 ν.3198/1955 και 3 ν. 2112/1920 (ΑΠ 1090/2012).
(ΙΙ).- Τέλος, το άρθρο 568 παρ.4 εδ. (α) ΚΠολΔ ορίζει ότι: “Αν ο αναιρεσείων επισπεύδει τη συζήτηση, η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται, με επιμέλειά του, στους αντιδίκους τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι, που καλούνται, διαμένουν στην Ελλάδα”. Η προθεσμία των εξήντα ημερών τάσσεται ως ελάχιστη για την κλήτευση, πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, του αντιδίκου, ο οποίος διαμένει στην Ελλάδα και έχει σκοπό ο αντίδικος αυτός να λάβει γνώση της δικασίμου συζητήσεως της αναιρέσεως, σε χρόνο που του επιτρέπει να προπαρασκευάσει την υπεράσπισή του, στο πλαίσιο της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως [άρθρο 110 παρ.2 ΚΠολΔ]. Επομένως, αν τη συζήτηση της αναιρέσεως επισπεύδει ο αναιρεσείων και δεν επιδώσει εμπρόθεσμα, δηλ. πριν από εξήντα ημέρες, την κλήση για τη συζήτησή της (αναιρέσεως), στον αναιρεσίβλητο, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη, εάν ο αναιρεσίβλητος, εμφανιζόμενος κατ’ αυτήν, αντιλέγει στην πρόοδο της δίκης, ισχυριζόμενος ότι εξ αιτίας της μη εμπρόθεσμης κλητεύσεώς του δεν μπόρεσε να προετοιμάσει την υπεράσπισή του διότι τότε η πρόοδος της δίκης πάσχει ακυρότητα, συνεπεία δικονομικής βλάβης του αναιρεσίβλητου, κατά το άρθρο 159 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 666/2006).
Υπόκειται προς κρίση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η από 7.1.2019 [Γ.Α.Κ. 2596 / Ε.Α.Κ. 2 / 11.1.2019 – Πρωτοδικείο Αθηνών] αίτηση αναιρέσεως. Με αυτή, προσβάλλεται η 9928/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 11.9.2018, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 4.6.2015 εφέσεως της εκκαλούσας – ήδη αναιρεσείουσας. Εκκαλούμενη ήταν η 640/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία δημοσιεύθηκε στις 22.5.2015, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 29.12.2014 αγωγής του ενάγοντος – ήδη αναιρεσίβλητου κατά της εναγομένης – ήδη αναιρεσείουσας. Αφορά δε, η αγωγή, απαίτηση του ενάγοντος έναντι της εναγομένης από παροχή εξαρτημένης εργασίας. Με την 640/2015 πρωτόδικη απόφαση, η αγωγή έγινε εν όλω δεκτή στην ουσία. Με την 9928/2018 απόφαση του εφετείου, η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε στην ουσία, έτσι επικυρώθηκε η 640/2015 πρωτόδικη απόφαση. Στους πρώτο και δεύτερο βαθμούς δικαιοδοσίας, η υπόθεση εκδικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών [άρθρα 663 – 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσαν πριν από το άρθρο 1 – άρθρο τέταρτο ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α. 87 / 23.7.2015), ισχύον για την ειδική αυτή διαδικασία από 1.1.2016, κατά το άρθρο 1 – άρθρο ένατο ν. 4335/2015 και ήδη άρθρο 614 παρ.3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 621, 622, 422, 421, 591 ΚΠολΔ]. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε, ως άνω, στις 11.1.2019, νομίμως και εμπροθέσμως, δηλ. στην καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από την 11.9.2018 -ημερομηνία δημοσιεύσεως της 9928/2018 αποφάσεως- δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της αποφάσεως αυτής ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοσή της [άρθρα 552, 553, 556, 558, 566 παρ.1, 564 παρ. 3, 144, 145 παρ.1 ΚΠολΔ]. Ο αναιρεσίβλητος, κάτοικος Αθηνών, εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση (3.11.2020) και αντέλεξε στην πρόοδο της δίκης, ειδικότερα, με τις νόμιμες έγγραφες προτάσεις του (σελίδες 5 – 7), πρόβαλε “ένσταση απαραδέκτου συζητήσεως της αναιρέσεως”, ισχυριζόμενος ότι για την ως άνω νόμιμη δικάσιμο (3.11.2020) κλητεύθηκε από την επισπεύδουσα αναιρεσείουσα στις 2.10.2020, δηλ. “τριάντα μία μόλις ημέρες” και όχι εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, όπως ορίζει το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ. Η “ένσταση” αυτή είναι απαράδεκτη, ως αόριστη και απορριπτέα διότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην (ΙΙ) μείζονα σκέψη, ο αναιρεσίβλητος δεν επικαλείται ότι εξ αιτίας της μη εμπρόθεσμης κλητεύσεώς του υπέστη δικονομική βλάβη. Μετά ταύτα, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και τα βάσιμο των λόγων της [άρθρα 577 παράγραφοι 1 και 3, 591 παρ. 7 ΚΠολΔ].
Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περιέχει, με την επίκληση του άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, την αιτίαση ότι το εφετείο παραβίασε ευθέως το άρθρο 8 εδ. (α) ν. 3198/1955 ειδικότερα, το εφετείο παραβίασε τη συγκεκριμένη ουσιαστικού δικαίου διάταξη με κακή εφαρμογή της, αφού εσφαλμένως υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης υποθέσεως σε αυτή τη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, δέχθηκε ολικώς την αγωγή στην ουσία (σελίδες 3, 13 της αιτήσεως αναιρέσεως). Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως περιέχει, με την επίκληση του άρθρου 560 αριθμός 1 εδ. (β) ΚΠολΔ, την αιτίαση ότι το εφετείο παραβίασε διδάγματα από την κοινή πείρα (σελ. 4 της αιτήσεως αναιρέσεως). Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αποδίδει στο εφετείο την πλημμέλεια από το άρθρο 560 αριθμός 5 εδ. (β) ΚΠολΔ, δηλ. παρά το νόμο, δεν έλαβε υπ’ όψη πράγματα, τα οποία προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ειδικότερα, το εφετείο “αγνόησε λόγους εφέσεως, που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς ή πραγματικά περιστατικά, τα οποία προτείνονται ως άρνηση της βάσεως της αγωγής”, επίσης “δεν εξέτασε τους λόγους εφέσεως, που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου” (σελίδες 5, 14 της αιτήσεως αναιρέσεως). Κατά τα εκτεθέντα στην (Ι) μείζονα σκέψη και οι τρεις λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι και, συγκεκριμένα: Οι πρώτος και δεύτερος λόγοι από το άρθρο 560 αριθμός 1 εδάφια (α) και (β) ΚΠολΔ, αντίστοιχα, είναι απαράδεκτοι, ως αόριστοι διότι στο δικόγραφο της αναιρέσεως δεν εκτίθενται οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της 9928/2018 αποφάσεως, αλλά γίνεται μνεία, μόνο, αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών κατά την επιλογή της αναιρεσείουσας (σελ. 3 της αιτήσεως αναιρέσεως). Επίσης, δεν εκτίθενται ποια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας το εφετείο εσφαλμένως χρησιμοποίησε ή παράλειψε να χρησιμοποιήσει για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας συγκεκριμένου κανόνα δικαίου ή για την υπαγωγή σε αυτόν τον κανόνα δικαίου των πραγματικών γεγονότων. Ο τρίτος λόγος από το άρθρο 560 αριθμός 5 ΚΠολΔ, κατά το μέρος, που προβάλλεται ότι το εφετείο “αγνόησε λόγους εφέσεως, που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς”, είναι απαράδεκτος, ως αόριστος, αφού δεν γίνεται προσδιορισμός των αυτοτελών ισχυρισμών, ενώ, κατά τα λοιπά, είναι και πάλι απαράδεκτος, εφ’ όσον δεν αποτελούν “πράγματα” η (απλή ή αιτιολογημένη) άρνηση της αγωγής ούτε οι λόγοι εφέσεως, που δεν αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς.
Μετά ταύτα, εφ’ όσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η από 7.1.2019 αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου και κατά το βάσιμο αίτημα του τελευταίου, η οποία ορίζεται στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ [άρθρα 106, 176, 183 ΚΠολΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7.1.2019 αίτηση για αναίρεση της 9928/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε, ως εφετείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, η οποία ορίζεται στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6 Απριλίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10 Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ