Αριθμός 1094/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια , Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Γ. του Δ. , κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κρίτσανο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Β. του Α., 2) Ά. Τ. του Δ., κατοίκων …, με την ιδιότητα των ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου υιού τους Α. Β. του Μ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Δημηνίκο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/5/2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 281/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 203/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2/4/2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 2-4-2019 (αριθμ. καταθ. 104/5-4-2019) αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 203/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, το οποίο δικάζοντας ως Εφετείο, δέχθηκε την έφεση του αναιρεσείοντος – εναγομένου κατά της με αριθμό 281/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λάρισας, ακολούθως δε εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή των αναιρεσίβλητων, με την ιδιότητα των ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους, Α. κατά του αναιρεσείοντος και υποχρέωσε τον τελευταίο να καταβάλει σ’ αυτούς με την προαναφερθείσα ιδιότητά τους, το ποσό των 8.250 ευρώ, για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, από αδικοπραξία, τελεσθείσα σε βάρος του ανηλίκου τέκνου τους, κατά την επίθεση που αυτό δέχθηκε από το σκύλο του αναιρεσείοντος. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 560 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ”κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών ……, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης”. Η απαρίθμηση των παραπάνω λόγων αναίρεσης είναι περιοριστική, όπως συνάγεται από την αναφερόμενη στην άνω διάταξη λέξη, ”μόνο”, και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να προβληθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος αναίρεσης κατά των άνω αποφάσεων, αντιστοιχούν δε οι άνω λόγοι προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς, 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίους, όμως, δεν ταυτίζονται απολύτως (ΑΠ 935/2020, ΑΠ 60/2019, ΑΠ 894/2018). Έτσι, στους άνω λόγους δεν περιλαμβάνονται και εκείνοι από τους αριθμούς 11 α και γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που ιδρύονται, ο πρώτος, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει και ο δεύτερος, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και από τον αριθμό 12 του ίδιου άρθρου, που ιδρύεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1702/2018, ΑΠ 196/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά τα οικεία μέρη του, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που δίκασε ως Εφετείο, τις πλημμέλειες από τον αριθμό 11α και γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι, έλαβε υπόψη μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα τη με αριθμό 4907/19-9-2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Λάρισας, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών για παραμέληση της φύλαξης του σκύλου, η οποία, όμως, μετά από άσκηση έφεσης εκ μέρους του, τέθηκε στο αρχείο και δεν έλαβε υπόψη, α) τις αναφερόμενες βεβαιώσεις της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας Λάρισας και του Α. Κ., κτηνιάτρου, που εκδόθηκαν μετά από παρακολούθηση της συμπεριφοράς του σκύλου του και περιέχουν διαπιστώσεις για τη συμπεριφορά του, β) τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισής του, στα πλαίσια της ποινικής δίκης, μετά την οποία εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση και γ) τέσσερις φωτογραφίες που απεικονίζουν την ατσάλινη αλυσίδα και τους ατσάλινους κρίκους περασμένους στο δερμάτινο λουρί με το οποίο ήταν δεμένος ο σκύλος, που ο ίδιος επικαλέστηκε και προσκόμισε και την πλημμέλεια από τον αριθμό 12 του ίδιου άρθρου (559), συνιστάμενη στην παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, με τις αιτιάσεις ότι, αγνόησε τις καταθέσεις των μαρτύρων του και έδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη στις καταθέσεις των γονέων του ανηλίκου. Οι λόγοι, όμως, αυτοί, δεν ιδρύονται και συνεπώς είναι απαράδεκτοι, διότι βρίσκονται εκτός του πεδίου του άρθρου 560 ΚΠολΔ, στο οποίο, όπως αναφέρθηκε, καθορίζονται περιοριστικά οι λόγοι, για τους οποίους επιτρέπεται αναίρεση κατά αποφάσεων που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων και σ’ αυτούς δεν περιλαμβάνονται οι άνω λόγοι. Κατά το άρθρο 924 ΑΚ, ”ο κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε από αυτό σε τρίτον (παρ. 1). Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της κατοικίας ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου (παρ. 2)”. Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθιερώνεται η αντικειμενική ευθύνη του κατόχου του ζώου για τη ζημία που έγινε από αυτό σε τρίτο, δηλαδή από μόνο το γεγονός της κατοχής του ζώου και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υπαιτιότητά του. Και τούτο διότι ο κάτοχος που έχει τα ωφελήματα από το ζώο πρέπει να φέρει και τον κίνδυνο κάθε ζημίας που προξενείται από αυτό. Αντίθετα, προκειμένου για κατοικίδιο ζώο, θεσπίζεται με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου η νόθος αντικειμενική ευθύνη του κατόχου ζώου, στηριζομένη σε εικαζόμενο πταίσμα αυτού για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή ο κάτοχος μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του, αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ, συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υποχρέου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη, είτε από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Έτσι, στην περίπτωση του άνω άρθρου 924 παρ. 2 ΑΚ, ο κάτοχος του ζώου που προκάλεσε τη ζημία σε τρίτο, για να απαλλαγεί της ευθύνης του προς αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει: α) ότι δεν παραμέλησε υπαίτια την υποχρέωση για φύλαξη και εποπτεία του ζώου και β) ότι ανάμεσα στην υποχρέωση για εποπτεία και την πρόκληση ζημίας δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η ζημία θα προκαλούνταν και αν ο κάτοχος δεν είχε παραμελήσει την εποπτεία του ζώου. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, ως αποδεχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί ορισμένο γεγονός, ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, διότι είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το Δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 669/2017). Ως κατοικίδια ζώα νοούνται εκείνα που ζουν, αναπτύσσονται, τρέφονται, αναπαράγονται υπό τη στέγη του ανθρώπου και με τις φροντίδες αυτού και είναι προορισμένα να χρησιμοποιούνται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της οικίας ή τη διατροφή του κατόχου τους, ενώ, ως κάτοχος του ζώου κατά την έννοια του άρθρου 924 ΑΚ και στις δύο παραγράφους θεωρείται εκείνος που έχει φυσική εξουσία πάνω στο ζώο και που έχει αναλάβει να του παρέχει τροφή, να το στεγάζει και να το φροντίζει για χρόνο όχι πρόσκαιρο και ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιεί και να αποκομίζει τις οποιεσδήποτε ωφέλειές του (ΑΠ 935/2020, ΑΠ 1263/2015, ΑΠ 1979/2014, ΑΠ 1445/2007). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 916 ΑΚ, ο ανήλικος που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο (10ο) έτος της ηλικίας του, δεν ευθύνεται για τη ζημιά που προξένησε. Έτσι, αφού κατά τη διάταξη αυτή, ο μη συμπληρώσας το δέκατο έτος ανήλικος δεν ευθύνεται για τη ζημία που προκάλεσε ο ίδιος σε τρίτον, ομοίως δεν ευθύνεται και στην περίπτωση που ο ίδιος συνέβαλε, με δική του ενέργεια ή παράλειψη, στην επέλευση της δικής του ζημίας και κατά συνέπεια δεν μπορεί, κατά νόμο, να αντιταχθεί από τον εναγόμενο η από το άρθρο 300 ΑΚ ένσταση, περί συντρέχοντος πταίσματος του ηλικίας κάτω των 10 ετών ανηλίκου (ΑΠ 1024/2021, ΑΠ 1611/2017, ΑΠ 495/2012, ΑΠ 1743/2007). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 923 ΑΚ, ”όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου, ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, ευθύνεται για τη ζημία που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτο, εκτός αν αποδείξει ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί. Την ίδια ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία με σύμβαση”. Εποπτεία είναι η επίβλεψη, επιτήρηση και προφύλαξη του εποπτευομένου, αναλόγως των περιστάσεων, προκειμένου δε περί ανηλίκου ασκείται από τους έχοντες τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1510 ΑΚ και περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και δικαιώματα αυτών, αλλά και τις υποχρεώσεις τους. Η ανωτέρω διάταξη έχει ως σκοπό την προστασία των τρίτων από παράνομη πράξη του εποπτευομένου, ενώ η ευθύνη του εποπτεύοντος απέναντι στον εποπτευόμενο για ζημία την οποία ο δεύτερος υφίσταται από αδικοπραξία τρίτου, στην πραγμάτωση της οποίας συνέβαλε και παραμέληση της εποπτείας, δεν καλύπτεται από τη διάταξη αυτή (άρθρο 923 ΑΚ), αλλά κρίνεται με βάση την εκ του νόμου ή τη συμβατική σχέση, από την οποία πηγάζει η υποχρέωση της εποπτείας. Όμως, το συντρέχον πταίσμα του εποπτεύοντος στην πρόκληση της ζημίας του εποπτευομένου, δεν μπορεί να αντιταχθεί από τον εναγόμενο τρίτο, κατά της αγωγής αποζημίωσης του εποπτευομένου, εφόσον δεν πρόκειται για πταίσμα του ίδιου του εποπτευομένου. Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου τρίτου, περί συνυπαιτιότητας των γονέων του παθόντος ανηλίκου (ενάγοντος), κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, δεν είναι νόμιμος. Είναι, όμως, νόμιμος, όταν ο εποπτεύων γονέας ζητάει αποζημίωση από τον τρίτο για ίδια ζημία (ΑΠ 1879/2017, ΑΠ 48/2016, ΑΠ 532/2012) ή χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του ανηλίκου τέκνου του (ΑΠ 276/2019, ΑΠ 1261/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, ταυτόσημη προς εκείνη του άρθρου 559 αριθμ. 1 περ. α του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παραβίαση (ΑΠ 467/2021, ΑΠ 935/2020, ΑΠ 50/2020, AΠ 598/2019, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, ταυτόσημη προς εκείνη του άρθρου 559 αρ. 19 του ίδιου Κώδικα, επιτρέπεται αναίρεση και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της εννόμου συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 935/2020, ΑΠ 540/2016, ΑΠ 511/2016). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 37/2021, ΑΠ 1551/2018). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν ”αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της άνω διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ή του αριθμού 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξάλλου, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1551/2018, ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009). Από τη διάταξη δε του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τέλος, κατά το άρθρο 560 αρ. 5 του ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπ’ όψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία ταυτίζεται με αυτή από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, ως ”πράγματα”, θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996) και οι λόγοι έφεσης, εφόσον περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, τα οποία αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (ΑΠ 368/2021, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 29/2012, ΑΠ 2024/2009, ΑΠ 1640/2009), όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 1148/2020, ΑΠ 102/2020, ΑΠ 18/2018, ΑΠ 1548/2018, ΑΠ 1951/2017, ΑΠ 563/2016). Επίσης, δεν θεωρούνται ”πράγματα”, κατά την προαναφερθείσα έννοια της άνω διάταξης, τα επικληθέντα αποδεικτικά μέσα και το περιεχόμενο αυτών, η μη λήψη υπόψη των οποίων δεν ιδρύει συνεπώς τον από τον αριθμό 8 περ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 720/2019, ΑΠ 261/2016, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 10/2008). Ο παραπάνω δε λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του τον προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 1079/2020, ΑΠ 559/2020, ΑΠ 720/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την προκειμένη αναιρετική δίκη μέρος, τα ακόλουθα: Την 14η Σεπτεμβρίου 2013 και περί ώρα 18:00 ο ανήλικος υιός των εναγόντων, Α. Β., ο οποίος γεννήθηκε την 6η Νοεμβρίου 2005 (βλ. ….), ηλικίας τότε 8 ετών περίπου, εκινείτο µε το ποδήλατό του επί της οδού Θράκης, στο ύψος του αριθμού 2Α, στη Γιάννουλη Λάρισας, κατευθυνόμενος προς την οικία του επί της οδού Αϊβαλή αριθ. 3, όταν δέχθηκε ξαφνικά επίθεση από τον εύσωμο σκύλο, ράτσας ελληνικός ποιµενικός, ο οποίος ήταν στην κυριότητα και κατοχή του εναγοµένου. Ο εν λόγω σκύλος εξήλθε από το χώρο της παρακείμενης κατοικίας του εναγοµένου και επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον ανήλικο και τον δάγκωσε σε διάφορα σηµεία του σώματος του, παρά την προσπάθεια του τελευταίου να διαφύγει. Ο ανήλικος στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ορθοπεδική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, όπου νοσηλεύθηκε το χρονικό διάστηµα από 14.9.2013 έως 17.9.2013 και διαπιστώθηκε ότι, εξαιτίας των δηγµάτων του σκύλου του εναγοµένου, έφερε: 1) πολλαπλά θλαστικά τραύματα μικρών διαστάσεων στο ΔΕ μηρό, 2) δύο (2) βαθιά θλαστικά τραύματα στην πρόσθια και οπίσθια έσω επιφάνεια του περιφερειακού τριτηµορίου του ΔΕ μηρού, 3) θλαστικό τραύμα επί της ΔΕ λαγονίου ακρολοφίας 4) θλαστικό τραύμα στην κερκιδική επιφάνεια της ΔΕ ΠΧΚ και 5) θλαστικά μικρών διαστάσεων στο ΑΡ άνω άκρο, εκ των οποίων στα δύο (2) βαθιά θλαστικά τραύµατα του μηρού, τοποθετήθηκαν συµπληστιαστικά ράµµατα, ενώ έγινε περιποίηση των λοιπών τραυμάτων και χορήγηση ενδοβλέφιας αντιβιωτικής αγωγής (βλ. την ιατρική έκθεση του ορθοπεδικού ιατρού του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, Κ. Α., την ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ορθοπεδικού ιατρού του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας Κ. Α., την ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση της Ορθοπεδικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας του ορθοπεδικού ιατρού Θ. Κ., µε ημερομηνία 14.9.2013, την ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση της ΩΡΛ Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας ιατρού Μ. Ι. µε ημερομηνία 14.9.2013). Για την προαναφερόμενη επίθεση και τον, συνεπεία αυτής, τραυματισµό του ανηλίκου αποδείχθηκε ότι ευθύνεται ο εναγόμενος, ο οποίος δεν είχε λάβει τα απαραίτητα µέτρα για τη φύλαξη και εποπτεία του σκύλου του, παρά τα αντιθέτως από αυτόν υποστηριζόμενα, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι είχε συμβεί αυτό, και εν πάση περιπτώσει ο σκύλος δεν ήταν κατ’ ασφαλή τρόπο περιορισμένος σε περιφραγµένο χώρο της οικίας του εναγοµένου, µε αποτέλεσµα αυτός να εξέλθει από την πόρτα του χώρου αυτού, η οποία δεν ήταν κλειδωμένη ή κατ’ άλλο τρόπο ασφαλισμένη και να επιτεθεί στον ανήλικο. Ο ισχυρισμός του εναγοµένου ότι για την επίθεση ευθύνεται ο ανήλικος, ο οποίος εξαγρίωσε το σκυλί, που ήταν δεμένο εντός του χώρου της οικίας του, µε την συμπεριφορά του, κάνοντας μανούβρες µπροστά στο σπίτι του, πετώντας χαλίκια εναντίον του και ανοίγοντας την αυλόπορτα, µε αποτέλεσµα ο σκύλος να σπάσει την αλυσίδα, να εξέλθει της αυλής και να επιτεθεί εναντίον του δεν αποδείχθηκαν. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο καταλήγει λαμβάνοντας υπόψη ότι: 1) Δεν υπάρχει κανένας αυτόπτης μάρτυρας του επίδικου περιστατικού, 2) Την υπαιτιότητα του εναγοµένου ως προς τη φύλαξη του ζώου (ως έχοντος ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση σύμφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3β του ν. 4039/2012) δέχθηκε και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας µε την απόφασή του με αριθμό 4907/19-9-2013, εκτιμώμενη εν προκειμένω ως δικαστικό τεκμήριο, η οποία τον έκρινε ένοχο και του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών. Είναι µάλιστα χαρακτηριστικό ότι στην απολογία του ο εναγόμενος κατέθεσε ότι την συγκεκριμένη ηµέρα έκανε εργασίες κάποιος µάστορας, γεγονός το οποίο, άλλωστε, επιβεβαιώνει µε την κατάθεσή του και ο μάρτυρας υπεράσπισης Δ. Γ., ο οποίος (µάστορας) κατά τα φαινόμενα άφησε ανοιχτή την αυλόπορτα. 3) Η σύζυγος του εναγοµένου από το μπαλκόνι του σπιτιού τους προσπάθησε µε φωνές να κατευνάσει και να αποτρέψει την επίθεση του σκύλου, χωρίς να το κατορθώσει, όµως, δεν προέβη σε καμία ενέργεια για να εξασφαλίσει ότι ο σκύλος δεν θα εξερχόταν ελεύθερα από τον χώρο της οικίας, αφού ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο σκύλος έσπασε την αλυσίδα που ήταν δεμένος, επομένως ήταν εξαγριωμένος και εν δυνάμει επικίνδυνος για τους περίοικους. 4) Δεν αντέχει στη λογική ένα οκτάχρονο παιδί να διαθέτει τις φυσικές δυνάμεις για να ανοίξει µία αυλόπορτα, η οποία, σύµφωνα µε τη σύζυγο του εναγομένου, “… πρέπει κάποιος να την σπρώξει µε δύναμη από τα έξω προς τα μέσα …” για να ανοίξει. 5) Ο εναγόμενος ποτέ δεν έκανε σχετική σύσταση στους γονείς του ανηλίκου, αν υποτεθεί ότι ο τελευταίος ενοχλούσε επανειλημμένως το σκυλί του. Επομένως, σε κάθε περίπτωση ο εναγόµενος, έχοντας το σχετικό βάρος απόδειξης, ουδόλως απέδειξε ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσµα ως προς την φύλαξη και εποπτεία του ζώου….”. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές του, το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αντίθετα διέλαβε σ’ αυτή την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330, 914, 924 παρ. 2 ΑΚ, και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Τούτο δε, διότι εκτίθενται στην απόφασή του, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενό της, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις, όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, σχετικά με την τελεσθείσα σε βάρος του άνω ανηλίκου αδικοπραξία, κατά την επίθεση που δέχθηκε από το σκύλο του αναιρεσείοντος και την από αυτή ευθύνη του τελευταίου, για αποζημίωση του ανηλίκου και καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Ειδικότερα δε, όσον αφορά την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος, δέχθηκε ότι αυτή συνίσταται, στη μη λήψη εκ μέρους του, ως κατόχου του σκύλου, των απαραίτητων μέτρων για τη φύλαξη και εποπτεία αυτού και ότι ο σκύλος δεν ήταν κατ’ ασφαλή τρόπο περιορισμένος στον περιφραγμένο χώρο της οικίας του (αναιρεσείοντος), με αποτέλεσμα να εξέλθει από την πόρτα του χώρου αυτού, που δεν ήταν κλειδωμένη ή κατ’ άλλο τρόπο ασφαλισμένη, να επιτεθεί στον ανήλικο και να του προκαλέσει τα αναφερόμενα τραύματα, ενώ όσον αφορά τον ανήλικο δέχθηκε ότι ουδεμία ευθύνη φέρει για τη σε βάρος του επίθεση του σκύλου. Κατέληξε δε στο πόρισμά του περί της ευθύνης του αναιρεσείοντος, αξιολογώντας το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να είναι αναγκαίο να περιλάβει σ’ αυτήν άλλες αιτιολογίες. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (ταυτόσημο με τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα), με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος. Οι διαλαμβανόμενες στο ίδιο λόγο αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί ανεπαρκών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι: α) δεν αιτιολογεί επαρκώς, πως ο ίδιος θα μπορούσε να αποτρέψει τη σωματική βλάβη του ανηλίκου, αφού έλειπε από την οικία του, έχοντας αφήσει το σκύλο δεμένο με αλυσίδα, β) δεν διευκρινίζει γιατί ο σκύλος δεν επιτέθηκε στο μάστορα ή δεν διέφυγε από την ανοικτή πόρτα, όταν ο τελευταίος άφησε ανοικτή την πόρτα, γ) δεν αναφέρει σε ποιες επιπλέον ενέργειες, πέραν αυτών τις οποίες είχε επιχειρήσει, διατηρώντας το σκύλο στην αυλή του δεμένο με αλυσίδα, έπρεπε να προβεί, ώστε να εξασφαλίσει ότι ο σκύλος δεν θα εξερχόταν στο δρόμο και δ) δεν εξηγεί για ποιο λόγο ένα ανήλικο παιδί δεν μπορεί να ανοίξει μια αυλόπορτα, δεν μπορούν να ιδρύσουν την αποδιδόμενη με τον άνω λόγο πλημμέλεια και συνεπώς είναι απαράδεκτες, καθώς αναφέρονται, είτε στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο, που δεν ελέγχεται αναιρετικά, είτε σε ελλείψεις αναγόμενες στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων ή στα επιχειρήματα του δικαστηρίου γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογίας, όπως δεν συνιστά ανεπάρκεια αιτιολογίας και η μη αναφορά του λόγου για τον οποίο το δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκαν τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά και δεν αποδείχθηκαν εκείνα που θεωρεί αληθή ο αναιρεσείων. Επίσης, οι διαλαμβανόμενες στον ίδιο λόγο αιτιάσεις περί αντιφατικών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης, για το λόγο ότι το Εφετείο, αν και δέχεται ότι το σκυλί επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον ανήλικο, δέχεται και ότι η σύζυγός του (αναιρεσείοντος) από το μπαλκόνι του σπιτιού του, προσπαθούσε να κατευνάσει και να αποτρέψει την επίθεση του σκύλου, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρξε αιφνιδιαστική επίθεση του σκύλου, κρίνονται απορριπτέες ως απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της άνω αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Εφετείο. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια κατ’ ορθή εκτίμηση από το άρθρο 560 αρ. 5 β του ΚΠολΔ (και όχι από τον αρ. 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο), συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη του, τις αναφερόμενες βεβαιώσεις της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας Λάρισας, από τις οποίες προκύπτει ότι έγινε παρακολούθηση του σκύλου από τον κτηνίατρο, Α. Κ., που απέστειλε η αρμόδια διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής και διαπιστώθηκε ότι δεν έπασχε από λύσσα και ότι κατά την παρακολούθησή του στην άνω Υπηρεσία, δεν έδειξε επιθετική συμπεριφορά και ήταν ήρεμος κατά τη διάρκεια της κλινικής εξέτασης. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, ο οποίος αναφέρεται στη μη λήψη υπόψη από το Δικαστήριο αποδεικτικών εγγράφων, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν αποτελεί πράγμα κατά την έννοια του αρ. 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ και συνεπώς και ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια πιο πάνω πλημμέλεια από τον αριθμό 5β του άρθρου 560 ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως υποστηρίζει), συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του, τον προβληθέντα πρωτοδίκως και επαναφερθέντα ενώπιόν του, με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, ισχυρισμό του (ένσταση) περί συντρέχοντος πταίσματος στην πρόκληση του ατυχήματος, του ανηλίκου και των γονέων του, κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, με συνέπεια το πταίσμα αυτό να μην ληφθεί υπόψη ως προσδιοριστικός παράγων, για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης του ανηλίκου, λόγω ηθικής βλάβης. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και δεν ιδρύεται, καθόσον ο ανωτέρω ισχυρισμός, που κατά τον αναιρεσείοντα, παρέλειψε ν’ απαντήσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν ήταν νόμιμος και δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 291/2010, ΑΠ 1886/2006, ΑΠ 1760/2005). Και τούτο διότι, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ο ανήλικος, ηλικίας κάτω των δέκα ετών (οκτώ ετών), ως μη ευθυνόμενος για τη ζημία που προκάλεσε ο ίδιος σε τρίτον (ΑΚ 916), δεν ευθύνεται και στην περίπτωση που ο ίδιος συνέβαλε, με δική του ενέργεια ή παράλειψη, στην επέλευση της δικής του ζημίας και κατά συνέπεια δεν μπορεί, κατά νόμο, να αντιταχθεί από τον εναγόμενο η από το άρθρο 300 ΑΚ ένσταση, περί συντρέχοντος πταίσματος, ενώ όσον αφορά τους εποπτεύοντες αυτόν γονείς του, το συντρέχον πταίσμα αυτών στην πρόκληση της ζημίας του εποπτευομένου ανηλίκου, δεν μπορεί να αντιταχθεί από τον εναγόμενο τρίτο, κατά της αγωγής αποζημίωσης του εποπτευομένου, εφόσον δεν πρόκειται για πταίσμα του ίδιου του εποπτευομένου, περαιτέρω, με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι, ”1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως……… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο, ”Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο, ”κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι ”Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο, ”οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016, ”για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας”, με το νόμο 4596/2019. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ’ αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 ΠΚ). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχείρισης που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγύησης που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής απόφασης, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος, που του αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υπόθεσης και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, πχ λόγω έλλειψης στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο, ”λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση ”μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες, αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον ”ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. ΑΚ), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδίκασης αποζημίωσης είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Επομένως, η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής απόφασης, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Έτσι, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής απόφασης, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. Το πολιτικό δικαστήριο, δηλαδή, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της απόφασής του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη.
Συνεπώς, το πολιτικό δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μη δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι’ αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο. Τελικά, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου διατύπωσης των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 4/2020, ΑΠ 361/2021, ΑΠ 1332/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τους διαλαμβανόμενους στον πρώτο λόγο αναίρεσης ισχυρισμούς, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, επικαλούμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λαμβάνοντας υπόψη για τη θεμελίωση της υπαιτιότητάς του, τη με αριθμό 4907/2013 απόφαση του Μονομελούς του Μονομελούς Πλημ/κείου Λάρισας, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών, για το ποινικό αδίκημα της παραμέλησης της εποπτείας του σκύλου του, πλην όμως, στη συνέχεια, κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους του, κατά της απόφασης αυτής, η σχετική δικογραφία τέθηκε στο αρχείο, με συνέπεια να θεωρείται ότι έχει αθωωθεί για την πράξη αυτή, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, παραβιάζοντας το υπέρ αυτού τεκμήριο αθωότητας. Ο λόγος αυτός, που αφορά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας στηριζόμενου στην άνω αθωωτική εν τέλει ποινική απόφαση είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι με τις αιτιολογίες της η προσβαλλόμενη απόφαση έθεσε άμεσα ή έμμεσα υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της ποινικής απόφασης. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός της ένδικης αναίρεσης είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο την άνω απόφαση, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν, κωλύεται να καταλήξει, μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του. Και ναι μεν το πολιτικό δικαστήριο έχει υποχρέωση συνεκτίμησης των αθωωτικών αποφάσεων χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως, η υποχρέωση συνεκτίμησης δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε την ποινική απόφαση, ως δικαστικό τεκμήριο, χωρίς να αποφανθεί άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή του αναιρεσείοντος, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του από την άνω ποινική απόφαση, μετά τη θέση της στο αρχείο, παραγομένου τεκμηρίου αθωότητάς του, για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε, ενώ οι αιτιολογίες της δεν αποτελούν εκτίμηση ή καταλογισμό ποινικής ευθύνης του εν τέλει αμετακλήτως αθωωθέντος αναιρεσείοντος, ώστε να στοιχειοθετείται παράβαση των περί του τεκμηρίου αθωότητας διατάξεων. Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι, ”οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται, είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητώς, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου και από την αρχή της ισότητας, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Η αρχή αυτή επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων. Ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας οφείλει να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσεως του δικαστηρίου. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Το αντικειμενικό αυτό μέτρο συνάγεται από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχάς αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή, και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπερμέτρως μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα) τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στην δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο) το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προανεφέρθη, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του ”ευλόγου” και συνακόλουθα το ”εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο ”ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται αναιρετικά, ως προς το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ, αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 1170/ 2019, ΑΠ 1399/2018, ΑΠ 15/2018, ΑΠ 1623/2017, ΑΠ 327/2017). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, ως προς το προαναφερθέν θέμα της χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, πέραν των όσων ανωτέρω αναφέρονται, σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, την υπαιτιότητα του εναγομένου και τον τραυματισμό του ανηλίκου, δέχθηκε και τα εξής: Περαιτέρω οι ενάγοντες προκειμένου να διαπιστωθεί η ψυχική – συναισθηματική κατάσταση του ανηλίκου υιού τους, χρειάσθηκε να επισκεφθούν την ψυχίατρο παιδιών και εφήβων Μ. Λ., η οποία, µετά τις σχετικές συνεδρίες και την εξέταση του ανηλίκου, στην από 13.2.2014 ιατρική γνωμµάτευσή της, αναφέρει ότι “….. παρουσιάζει έντονη συμπτωματολογία χρόνιας διαταραχής µετά από τραυματικό στρες, όπως: αναβίωση του γεγονότος µε ?νειρα ή σκέψεις υπερδιέγερση στην παρουσία σχετικών ερεθισμάτων (άγρια και µμεγαλόσωμα σκυλιά) και ενοχλήσεις απ? νύξεις οι οποίες µπορεί να του θυμίζουν το τραυματικό γεγονός. Επίσης, κάποιες φορές αποφεύγει συζητήσεις, συναισθήματα ή τόπους που σχετίζονται µ’ αυτό. Ακόµη, αναφέρονται από τους γονείς συμπτώματα αυξημένης διεγερσιµότητας, όπως δυσκολίες ύπνου και ευερεθιστότητα του παιδιού. Επιπλέον, θα πρέπει να σταθµισθεί ότι η συναισθηματική κατάσταση του παιδιού έχει επηρεασθεί σηµαντικά από τους παρακάτω τρεις (3) επιβαρυντικούς παράγοντες: α) την υποχρεωτική και ξαφνική αλλαγή της οικογενειακής κατοικίας, β) την αλλαγή του σχολικού περιβάλλοντος (απομάκρυνση από τους φίλους του) και γ) τη νοσηλεία του στο Νοσοκομείο για το συγκεκριμένο συμβάν”. Για τη σχετική εξέταση και γνωμάτευση άλλου δαπανήθηκε το συνολικό ποσό των 250 ευρώ (βλ. τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ………. Πέραν των προαναφερόμενων σωματικών βλαβών, ο ανήλικος υπέστη και έντονο ψυχολογικό σοκ, λόγω της σφοδρότητας και της βαναυσότητας της ως άνω επίθεσης, φέρει δε ψυχολογικά τραύματα εξαιτίας της εν λόγω τραυματικής εμπειρίας του, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ανήλικος κατά το επίδικο συμβάν διάνυε την τρυφερή ηλικία των οκτώ ετών και έκτοτε έχει αναπτύξει γενικευμένη φοβία αναφορικά µε τα σκυλιά, ενώ οι εναγόμενοι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε άλλη περιοχή στην πόλη της Λάρισας, με συνεπακόλουθη αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος για τον ανήλικο.
Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, των συνθηκών που έγινε το ατύχημα, της υπαιτιότητας του εναγομένου, του είδους και της έκτασης του τραυματισμού του ανηλίκου και της ψυχικής βλάβης της υγείας του, ενόψει της ηλικίας του κατά το χρόνο του τραυματισμού και της απότοκης αυτού χρόνιας διαταραχής, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, ο ανήλικος υπέστη ηθική βλάβη και πρέπει να του επιδικασθεί για τη χρηματική του ικανοποίηση το ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο µετά τη στάθμιση των κατά νόµο στοιχείων (άρθρο 932 ΑΚ), χωρίς στο ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνεται το ποσ? το οποίο οι ενάγοντες επιφυλάχθηκαν να το ζητήσουν απ? το ποινικό δικαστήριο ….. “. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, αφού δέχθηκε το σχετικό λόγο της έφεσης κατά το μέρος που αφορούσε το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση που είχε επιδικάσει για την αιτία αυτή το μεγαλύτερο ποσό των 10.000 ευρώ και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, επιδίκασε στους ενάγοντες, γονείς του ανηλίκου για λογαριασμό του, το ποσό των 8.000 ευρώ. Καθορίζοντας έτσι το Εφετείο, με βάση τις άνω παραδοχές, τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ανήλικος στο παραπάνω ποσό των 8.000 ευρώ, δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, την αρχή της αναλογικότητας, ούτε τις καθιερούσες αυτήν ως άνω συνταγματικές διατάξεις (ούτε, εξάλλου, υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας), αφού το επιδικασθέν αυτό ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπερβαίνει και μάλιστα καταφανώς τα συνήθως επιδικαζόμενα ποσά σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ακόμη, το Εφετείο καθόρισε το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του ανηλίκου, αφού συνεκτίμησε τα πλέον πρόσφορα, για το σχηματισμό της κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογης, κρίσης του, σχετικά με το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης στοιχεία, όπως αυτά δέχτηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις, μεταξύ των οποίων, οι λεπτομερώς περιγραφόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση συνθήκες και περιστάσεις, υπό τις οποίες προκλήθηκε ο τραυματισμός του ανηλίκου, το είδος και την έκταση των σωματικών βλαβών και η ψυχική βλάβη της υγείας του, η υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, χωρίς για το σχηματισμό της κρίσης του, να λάβει υπόψη συντρέχον πταίσμα του ανηλίκου και των εποπτευόντων αυτό γονέων του, αφού πράγματι δεν δέχθηκε τέτοιο πταίσμα. Ενόψει αυτών, ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυριζόμενος ότι κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, κατά την εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 25 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος και 932 ΑΚ, καθόρισε ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του ανηλίκου το ποσό των 8.000 ευρώ, που είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης, να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-4-2019 (αριθμ. καταθ. 104/5-4-2019) αίτηση αναίρεσης της 203/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1094 / 2022 Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από επίθεση σκύλου σε ανήλικο
Προηγούμενο άρθροΟι τυχεροί που βγαίνουν στη σύνταξη πριν τα 62 έτη