Αριθμός 1169/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βάρκα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Κωστούλας Φλουρή – Χαλεβίδου), Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αθανάσιο Τσουλό, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Σωκράτη Πλαστήρα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία “…” (….), που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ανδριανή Κατσαρού, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Λ. Λ. του Γ. και 2) Σ. Β. του Γ., συζ. Λάμπρου Λιάπη, κατοίκων Μεσολογγίου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Φραίμη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 19-1-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. 38/2015 και 39/2015) αιτήσεις των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Μεσολογγίου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 130/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 16-3-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 “Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων…”, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι ” φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να δικαιούται ο οφειλέτης να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή από το υπόλοιπο αυτών, πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, που πρέπει να την περιγράψει στην αίτησή του και, ακολούθως, να αποδείξει και που δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου), πάντως, η ύπαρξη προτείνεται από πιστωτή. Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα χρέη του που καθίστανται ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (όταν επέλθει ο χρόνος εκπλήρωσής τους, όπως αυτός καθορίζεται από τη δικαιοπραξία ή από τις περιστάσεις ή από τη φύση της ενοχικής σχέσης, κατ` άρθρ. 323 και 340 ΑΚ), έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Δεν χρειάζεται να είναι όλες οι απαιτήσεις ληξιπρόθεσμες κατά τη στιγμή της αδυναμίας των πληρωμών. Αρκεί να είναι έστω και μία, ως προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας του ν. 3869/2010, με την εξαίρεση που θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, εφόσον, βέβαια, συντρέχει και η άλλη πιο πάνω προϋπόθεση της μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών, αλλιώς, ο οφειλέτης ασκεί πρόωρα το δικαίωμά του και η αίτησή του θα απορριφθεί. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΠ 257/2020, ΑΠ 882/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018). Επισημαίνεται ότι η εν λόγω αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση – εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του (ΑΠ 257/2020, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 1208/2017). Έτσι το όλο πνεύμα του νόμου 3869/2010 κινείται προς την κατεύθυνση να υπαχθούν στην ρύθμιση και μη ληξιπρόθεσμες οφειλές. Απλώς το ληξιπρόθεσμο των οφειλών απαιτείται κατά τον νόμο ως στοιχείο για την συγκρότηση της μόνιμης αδυναμίας και νομιμοποιεί τον αιτούντα για την υποβολή της αιτήσεως προς υπαγωγή στις ρυθμίσεις του νόμου, με συνέπεια η σχετική προϋπόθεση της αδυναμίας πληρωμής των ληξιπροθέσμων οφειλών να δύναται να πληρούται και όταν ο οφειλέτης, με βάση τα εισοδήματά του, δύναται μεν να εξοφλεί ακόμη και το σύνολο των χρεών του (και μη ληξιπροθέσμων), αλλά σε βάρος των βασικών βιοτικών αναγκών του, ερμηνεία που καθίσταται ιδιαίτερα επιβεβλημένη όταν υφίσταται αναγκαστική εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη με παρακράτηση της δόσης του δανείου, εφόσον, η παρακράτηση αυτή που γίνεται παρά τη βούλησή του, στερεί από αυτόν τη δυνατότητα να ανταποκριθεί σε βασικές του ανάγκες. Σημειωτέον ότι η άποψη αυτή ενισχύεται από την διατύπωση της ως άνω διατάξεως μετά την τροποποίησή της με τον ν. 4336/2015, καθ’ όσον η νέα διατύπωση δεν παραπέμπει πλέον μόνον στις ληξιπρόθεσμες οφειλές του αιτούντος, αλλά στις εν γένει οφειλές του, ληξιπρόθεσμες και μη, οι δε τελευταίες κατά την διάταξη του άρθρου 6 π… του ν. 3869/2010. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι στην περίπτωση οφειλών από στεγαστικά δάνεια που το ΤΠΔ χορήγησε σε υπαλλήλους και που οι δανειολήπτες εξοφλούν με εκχώρηση υπέρ του δανειστή ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους, η αδυναμία πληρωμών του οφειλέτη δεν αναιρείται, όταν η εξόφληση του εν λόγω πιστωτή γίνεται σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του (ΑΠ 883/2020). Και τούτο, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επιβάλλει να χαρακτηριστεί ως αδυναμία πληρωμών η περίπτωση του οφειλέτη που ικανοποιεί το σύνολο των οφειλών του, αν διαθέτει για το σκοπό αυτόν ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων του, αλλά χωρίς να εξασφαλίζει το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσής του. Και το πρόσωπο αυτό βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών. Διαφορετική αντιμετώπιση θα προέτασσε την ικανοποίηση των πιστωτών σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του οφειλέτη, ακόμη και της επιβίωσής του, κατάσταση που δεν γίνεται αποδεκτή από το γράμμα και το σκοπό του ν. 3869/2010 (ΑΠ 257/2020, ΑΠ 1379/2019). Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της οφειλής προς το ΤΠΔ από παροχή στεγαστικού δανείου με την παράλληλη, από το νόμο, υποχρέωση του δανειολήπτη να συνάψει με το ΤΠΔ σύμβαση εκχώρησης, ανακύπτει ανάγκη ο τελευταίος, έστω και αν το δάνειό του φέρεται να εξυπηρετείται κανονικά, λόγω της εκχώρησης του μισθού του κλπ, να επιδιώξει και επιτύχει ένταξη και υπαγωγή στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, αν έχει υποστεί σημαντική μείωση του μισθού ή της σύνταξής του, καθόσον η εκχώρηση που έγινε στο παρελθόν παραμένει, αναλογικά, σε υψηλό ποσό, αφού αυτή υπολογίστηκε στο αρχικό αυξημένο ποσό του μισθού ή της σύνταξης του δανειολήπτη – οφειλέτη (ΑΠ 257/2020, ΑΠ 883/2020, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 1031/2015). Κατά την διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3869/2010, οι αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση και σε αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Έτσι, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 εδάφ. α` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 31/2009, ΑΠ 59/2021). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 257/2020, ΑΠ 508/2020, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018). Έτι περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2016, μεταξύ των άλλων, και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού), όπως είναι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός δεν προβλεπόταν μεταξύ των περιοριστικά αναφερόμενων στο παραπάνω άρθρο λόγων, όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το ν. 4335/2015. Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί, όπως και εκείνη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ίδιου Κώδικα, κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 π… του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ` αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1353/2021, ΑΠ 883/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη 130/2019 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β’ του ν. 3869/2010, 739 επ. του ΚΠολΔ), δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ”…… οι εκκαλούντες – αιτούντες είναι σύζυγοι και από το γάμο τους έχουν αποκτήσει ένα θήλυ τέκο, την Ά., γεν. στις 2-5-2005. Τόσο ο α’ εκκαλών – αιτών, που γεννήθηκε στις 27-3-1970, όσο και η β’ εκκαλούσα – αιτούσα που γεννήθηκε στις 29-4-1972, είναι δημόσιοι υπάλληλοι και εργάζονται ως νοσηλευτές στο … ……. Οι εκκαλούντες-αιτούντες κατοικούν στο ……., σε διαμέρισμα, ιδιοκτησίας του α’ εξ αυτών, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της κειμένης επί της οδού … … οικοδομής, εμβαδού 117 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 58.968 ευρώ (βλ. ιδίως τη δήλωση Ε.Ν.Φ.Ι.Α. 2018). Το ετήσιο προσωπικό εισόδημα που δήλωσε ο α’ εκκκαλών – αιτών για το έτος 2009 ήταν 20.650,10 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο εισόδημα που δήλωσε η β’ εκκαλούσα – αιτούσα ήταν 20.033,48 ευρώ, για το έτος 2010 ήταν 18.772,79 ευρώ ο α’ και 18.638,17 ευρώ η β’, για το έτος 2011 17.772,71 ευρώ ο α’ και 17.324,64 ευρώ η β’, για το έτος 2012 15.291,04 ευρώ και 15.410,29 ευρώ αντίστοιχα, για το έτος 2013 15.091,15 ευρώ και 15.936,0 ευρώ αντίστοιχα, για τα έτος 2014 14.965,27 ευρώ και 15.535,24 ευρώ αντίστοιχα, για το έτος 2015 15.231,40 ευρώ και 15.505,76 ευρώ αντίστοιχα, για το έτος 2016 15.468,12 ευρώ και 15.350,92 ευρώ αντίστοιχα και για το έτος 2017 15.300,45 ευρώ ο α’ και 16.157 ευρώ η β’. Άλλα περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα από άλλες πηγές δεν αποδείχθηκε ότι έχουν. Οι οικογενειακές τους δαπάνες σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας ανέρχονται στις συνηθισμένες μίας οικογένειας με 1 τέκνο που, όπως αυτοί ομολογούν με τις ως άνω αιτήσεις τους, αναβιβάζοντας αυτές ως μηνιαίες αναγκαίες δαπάνες της οικογένειάς τους, ήτοι για διατροφή, λογαριασμούς (ηλεκτρισμό, τηλεφωνία, ύδρευση κ.λ.π.), θέρμανση, ένδυση, υπόδηση, μετακίνηση, ατομικά έξοδα τέκνου και φόρους ΕΝ.Φ.Ι.Α., στο ποσό των 1.500 ευρώ, ενώ από τα προσκομισθέντα μετ’ επικλήσεως αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε μεγαλύτερο ποσό. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ως άνω αίτησης είχαν αναλάβει το ακόλουθο χρέος: δυνάμει της από 8-9-2008 σύμβασης, έλαβαν από το καθ’ ου ν.π.δ.δ. ένα τοκοχρεωλυτικό δάνειο, συνολικού ποσού 160.000 ευρώ για την ανέγερση πρώτης κατοικίας και ειδικότερα έλαβε ο καθένας από αυτούς 80.000 ευρώ, με το υπόλοιπο οφειλής τους να ανέρχεται στις 24-10-2018, στο ποσό των 71.752,45 ευρώ για τον α’ και στο ποσό των 71.109,90 ευρώ για τη β’. Η αξίωση του εφεσιβλήτου είναι ασφαλισμένη με υποθήκη στην προαναφερομένη οικογενειακή οικία του α’ των εκκαλούντων. Η συνολική μηνιαία δόση, που υποχρεούνται να καταβάλουν ανέρχεται στο ποσό των 340,63 ευρώ για τον α’ και 343,97 ευρώ για τη β’. Ο α’ εκκαλών-αιτών πάσχει από όγκο όρχεως και υποβλήθηκε σε ορχεοκτομή κριθείς ανάπηρος σε ποσοστό 67% (βλ. ιδίως τη με αριθ. πρωτ. 241/31/2000 Γνωμάτευση της Α’ βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του …). Επίσης, η β’ εκκαλούσα είναι κυρία ενός Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, μάρκας … κ.εκ., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2003, με … (βλ. ιδίως την προσκομιζόμενη άδεια). Το περιουσιακό αυτό στοιχείο κρίνεται ότι δεν πρόκειται να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση του πιστωτή-εφεσιβλήτου μετά την αφαίρεση και των εξόδων της σχετικής διαδικασίας (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λ.π.), καθόσον εκτιμάται ότι έχει πολύ μικρή εμπορική αξία, για αυτό κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ’ άρθρ. 9 παρ.1 Ν. 3869/2010 εκποίησή του, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος. Με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα, συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή των αιτούντων και νυν εκκαλούντων στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων εισοδημάτων τους, των προπεριγραφέντων βιοτικών αναγκών και των περιουσιακών τους στοιχείων, καθώς και του ότι έχουν περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνουν στις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους και του ότι η αδυναμία τους αυτή δεν οφείλεται σε δόλο τους, αφού η αδυναμία τους να αντεπεξέλθουν στις οφειλές τους με βάση τη σχέση ρευστότητάς τους προς αυτές δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στον όγκο των οφειλών τους και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους σύμφωνα με όσα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Άλλα περιουσιακά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι έχουν οι εκκαλούντες απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού ότι αυτοί δεν προέβησαν σε ειλικρινή δήλωση των περιουσιακών τους στοιχείων. Για το λόγο αυτό με τις ως άνω αιτήσεις τους στο Ειρηνοδικείο Μεσολογγίου οι εκκαλούντες ζήτησαν τη ρύθμιση του συνολικού χρέους τους κατά τις διατάξεις του Ν. 3869/2010 σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υπέβαλαν λαμβανομένης υπόψη της περιουσιακής και της οικογενειακής τους κατάστασης και να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση της ορισθησομένης ρύθμισης των χρεών θα απαλλαγούν από αυτά, αίτημα που είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης δυνητικής αίτησης του οφειλέτη (άρθρ. 11 Ν. 3869/2010). Οι ως άνω αιτήσεις είναι ορισμένες, αφού περιέχουν τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρ. 1 και 4 Ν. 3869/2010 στοιχεία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Η περί καταχρηστικότητας των ενδίκων αιτήσεων ένσταση και ο σχετικός ισχυρισμός ότι οι αιτούντες – εκκαλούντες περιήλθαν υπαίτια σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής υπό τα εκτιθέμενα αυτά περιστατικά στερείται βασιμότητας, γιατί η αιτούμενη υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010 με την ως άνω αίτηση, δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθώς η άσκηση του δικαιώματός τους αυτού δεν έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος, αλλά αντιθέτως κρίνεται ότι είναι απολύτως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου και δεν ασκείται άσκοπα, και σύμφωνα με το σκοπό των διατάξεων του Ν. 3869/2010 (βλ. τη σχετική αιτιολογική έκθεση) και με τους ηθικούς κανόνες, που χαρακτηρίζουν την συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου, ενώ δεν αποδείχθηκαν περιστατικά στηρίζοντα την εκ δόλου περιέλευσή τους σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού.
Συνεπώς, συντρέχει μόνιμη και διαρκής αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών των εκκαλούντων αιτούντων προς το εφεσίβλητο-πιστωτή, αφού το εισόδημά τους συγκρινόμενο με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους δεν τους επιτρέπει πλέον να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση των χρεών τους. Επομένως, συντρέχουν στο πρόσωπο τους οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα αυτή του άρθρ. 8 παρ. 2. Ειδικότερα, η ρύθμιση των χρεών τους θα γίνει με μηνιαίες καταβολές απευθείας στον εφεσίβλητο – πιστωτή από τα εισοδήματά τους επί τριετία, που θα καταβάλλονται εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, ενώ δεν προσκομίσθηκε προσωρινή διαταγή ορίζουσα μηνιαίες καταβολές. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, κατ’ άρ. 8 παρ. 2 Ν. 3869/2010, το προς διάθεση στον πιστωτή ποσό για κάθε έναν των εκκαλούντων πρέπει να οριστεί στο ποσό των 80 ευρώ το μήνα και μετά το πέρας της τριετίας το εφεσίβλητο – πιστωτής θα έχει λάβει από τον κάθε ένα των αιτούντων – εκκαλούντων 2.880 ευρώ (=80 Χ 12 Χ 3). Ωστόσο το υπόλοιπο ποσό των απαιτήσεων του εφεσιβλήτου πιστωτή που δεν θα καλυφθεί από την παραπάνω ρύθμιση, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί και απαλλάσσονται οι αιτούντες – εκκαλούντες (άρθρ. 11 παρ. 1 Ν. 3869/2010), εφόσον από το νόμο δεν μπορεί να επιβληθεί άλλη υποχρέωση σε αυτήν υπό τον όρο όμως της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Αναφορικά με τον α’ των εκκαλούντων και με τη ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 για τη διάσωση της προαναφερθείσης κυρίας κατοικίας του η πρώτη ως άνω ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 ρύθμιση, εφόσον ο εκκαλών – αιτών υπέβαλε αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας του από την εκποίηση, μετά το οποίο η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο. Θα πρέπει, λοιπόν, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του ποσού ίσου με το 80% της αντικειμενικής της αξίας αυτής, που ανέρχεται, όπως προαναφέρθηκε, στο συνολικό ποσό των 58.968 ευρώ, δηλαδή το ποσό των (58.968 Χ 80%=) 47.166,40 ευρώ, στο οποίο εξαντλείται η υποχρέωσή του. Όσον αφορά το χρόνο αποπληρωμής του ποσού αυτού, θα πρέπει να οριστεί σε 20 χρόνια, λαμβανομένων υπόψη του ύψους του χρέους που πρέπει να πληρώσει για τη διάσωση της κατοικίας του, της οικονομικής του δυνατότητας και της ηλικίας του. Έτσι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης που πρέπει να καταβάλλει ο α’ εκκαλών-αιτών ανέρχεται στο ποσό των 196,53 ευρώ, δηλ. 47.166,40 ευρώ / 240 μ. (=20 χρόνια Χ 12). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και απέρριψε τις ως άνω αιτήσεις έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου της έφεσης ως βασίμου……… ”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το παραπάνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 15-2-2019 έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της πρωτόδικης 22/2019 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου ……, με την οποία είχαν απορριφθεί ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν οι ένδικες από 19-1-2015 αιτήσεις τους και μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως και την εκδίκαση αυτής κατ’ ουσίαν, δέχθηκε τις αιτήσεις ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες, ρύθμισε τα χρέη των αναιρεσιβλήτων και εξαίρεσε από την εκποίηση την κύρια κατοικία του πρώτου των αιτούντων. Κρίνοντας, έτσι, το, ως Εφετείο, δικάσαν ως άνω Δικαστήριο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής των αναιρεσιβλήτων-αιτούντων στις διατάξεις του ν. 3869/2010, δεν παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, και αυτές των άρθρων 323 και 340 του ΑΚ (τις οποίες επικαλείται το αναιρεσείον), που παρατέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, με το να δεχθεί ότι οι αναιρεσίβλητοι, έστω και αν το δάνειό τους προς το “…” είναι ενήμερο, εξυπηρετούμενο κανονικά, λόγω της εκχώρησης ποσοστού από το μισθό τους, μπορεί να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010 επειδή αδυνατούν να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, καθόσον, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, η εξόφληση των πιστωτών δεν αναιρεί την αδυναμία πληρωμών του οφειλέτη, όταν η εξόφληση γίνεται σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του, όταν δηλαδή αδυνατεί να ικανοποιήσει τις βιοτικές του ανάγκες και να εξασφαλίσει ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης. Το μη ληξιπρόθεσμο της οφειλής των αιτούντων προς το “…”, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον πληρούται η προϋπόθεση του ληξιπροθέσμου της οφειλής τους από την υφιστάμενη και προερχόμενη, εκ της αναγκαστικής εκπληρώσεως της παροχής τους, αδυναμία τους κάλυψης των βιοτικών τους αναγκών. Επομένως, μπορεί να υπαχθεί στο ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ο οποίος έστω και χωρίς ληξιπρόθεσμη οφειλή ούτε έναντι του “…”, ούτε έναντι οποιουδήποτε άλλου οφειλέτη, αδυνατεί να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες. Το γεγονός ότι το “…” παρακρατεί, με βάση την μεταξύ αυτού και των δανειοληπτών-αναιρεσιβλήτων σύμβαση εκχωρήσεως ποσοστού του μισθού των τελευταίων, ποσό από το μισθό τους, δεν σημαίνει ότι για το λόγο αυτόν και μόνο ελλείπει η προϋπόθεση της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής και της υπαγωγής τους στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010, εφόσον, μετά από έρευνα των βιοτικών αναγκών του οφειλέτη, διαπιστωθεί ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών για τις βιοτικές ανάγκες του, παράλληλα με την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Άλλωστε, ούτε η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 3867/2010, που προβλέπει τη δυνατότητα του δανειολήπτη να ζητήσει από το Δ.Σ. του “…” και να επιτύχει εξωδικαστική ρύθμιση του χρέους του, δεν αναιρεί οποιαδήποτε άλλη διαδικασία δικαστική, όπως η προκείμενη του ν. 3869/2010, καθώς με τις διατάξεις του νόμου αυτού προβλέπονται ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους δανειολήπτες από εκείνες του άρθρου 25 του ν. 3867/2010 και, επομένως, δεν μπορεί να στερηθεί τις ευνοϊκές αυτές ρυθμίσεις, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Εξ άλλου, το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση του, δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθ` όσον διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς λογικά κενά αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθότητας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών για να αιτιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η συνδρομή της γενικής και μόνιμης αδυναμίας πληρωμής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων των χρηματικών τους οφειλών. Κατά συνέπεια, είναι αβάσιμοι οι σχετικοί, από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, πρώτος και δεύτερος, αντίστοιχα, λόγοι αναιρέσεως (ο δεύτερος και κατά τα δύο σκέλη του), με τους οποίους το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν μπορούν να υπαχθούν στην ευνοϊκή ρύθμιση του ν. 3869/2010, επειδή δεν είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι αυτού, καθώς και ότι δεν έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών τους, ως προς αυτό. Οι επικαλούμενες, από το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ., αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση α)δεν αξιολόγησε τα εισοδήματα των αναιρεσιβλήτων που απέμειναν μετά την ικανοποίηση των οφειλών τους προς αυτό, το οποίο ήταν ο μοναδικός πιστωτής τους και εάν αυτά επαρκούν ή όχι για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών τους αναγκών τις οποίες ουδόλως εξέτασε ή προσδιόρισε ώστε να κριθεί χωρίς αμφιβολία ότι το απομένον εισόδημα δεν επαρκή για την αξιοπρεπή τους διαβίωση και β) δεν εξέτασε εάν υπήρξε αύξηση των εισοδημάτων τους από το χρόνο κατάθεσης της αίτησής τους έως τη συζήτηση αυτής, ούτε τυχόν αύξηση των οικογενειακών τους υποχρεώσεων, ούτε τη συνδρομή κάποιου άλλου ειδικού ή έκτακτου λόγου που να δικαιολογούσε την υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 3869/2010, ανάγονται σε επιχειρήματα αυτού (αναιρεσείοντος) προς επιστήριξη της προβληθείσας από αυτό εκδοχής περί μη συνδρομής της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών των αιτούντων-αναιρεσιβλήτων, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο της ουσίας, το οποίο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που το αναιρεσείον θεωρεί ορθό. Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω αναφερόμενες αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι με αυτές, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς τους στο άρθρο 560 αριθμ. 6 του ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), καθόσον ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στην σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, σχετικά με το πιο πάνω ουσιώδες ζήτημα. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να περιληφθεί διάταξη για δικαστικά έξοδα κατά το άρθρο 746 του ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 3 εδάφ. β` του ν. 3869/2010), γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ.6 εδάφ. β` του πιο πάνω ν. 3869/2010, κατά το οποίο “….. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται”, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 1400/2019).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 16-3-2020 (αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 1/16-3-2020), αίτηση, για αναίρεση της 130/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, που δίκασε ως Εφετείο, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2022.
H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ