ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Παναγιώτη Βενιζελέα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Κ. του Ι. και 2) Δ. Κ. συζύγου Π. Κ., κατοίκων Αθηνών. Παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Τσόβολο, ο οποίος, αφού έλαβε τον λόγο από το Δικαστήριο, δήλωσε ότι διορθώνει το όνομα της δεύτερης αναιρεσείουσας από Δ. Κ. στο ορθό Δ. Κ..
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Μ. του Λ., κατοίκου Αθηνών. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σφυρή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με από 20-04-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 907/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 4354/2019 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14-10-2019 αίτησή τους και τους από 10-02-2021 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική του δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 4354/2019 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προέβαλε ότι οι αναιρεσείοντες προσβάλλουν παράνομα και υπαίτια το δικαίωμα στην προσωπικότητά του α) με την ανέγερση δευτέρου ορόφου οικοδομής, που παραμένει ημιτελής, σε ακίνητο, που συνορεύει με οικία ιδιοκτησίας του στον Γερακα Αττικής,ο οποίος όροφος υπερβαίνει το νόμιμο ύψος των ακινήτων της περιοχής και μειώνει έτσι τον φωτισμό, τον ηλιασμό, τον αερισμό και την θέα του δικού του ακινήτου, β) με την διατήρηση στην ημιτελή οικία τους μαδεριών και ικριωμάτων, τα οποία δεν είναι στερεά τοποθετημένα και υπάρχει κίνδυνος να πέσουν στο δικό του μπαλκόνι και να τον τραυματίσουν, ενώ του στερούν και την δυνατότητα να απολαύσει το μπαλκόνι του και γ) με την μη τήρηση των αναγκαίων όρων υγιεινής και καθαριότητας στην ημιτελή οικία τους, με αποτέλεσμα να έχουν σωρευθεί ακαθαρσίες και απορρίμματα, να υπάρχουν αρουραίοι και ζωύφια και να αναδύεται έντονη δυσοσμία, με κίνδυνο και για την υγεία του, εάν εισέλθουν λύματα στο φρεάτιο ομβρίων υδάτων και ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν νομιμοτόκως ως αποζημίωση για την μείωση της αξίας του ακινήτου του από την υπέρβαση του νομίμου ύψους της οικοδομής των αναιρεσειόντων το ποσό των 125.820 ευρώ και ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, για όλα τα ανωτέρω περιστατικά προσβολής της προσωπικότητάς του, το ποσό των 80.000 ευρώ. Το ανωτέρω δικαστήριο, με την 907/2017 οριστική απόφασή του, υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες, εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν νομιμοτόκως στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 2.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του από την ανάδυση έντονης δυσοσμίας από το ακίνητό τους και κατά τα λοιπά απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που την έκανε δεκτή, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, και υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες, εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν νομιμοτόκως στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση το ποσό των 33.552 ευρώ και ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000 ευρώ.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Παραδεκτά επίσης ασκήθηκαν και οι από 10/2/2021 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 10/2/2021 και επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο στις 12/2/2021 (βλ. την 5004/12-2-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Κων/νου Κοττικιά), δηλαδή 30 πλήρεις ημέρες πριν την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της αίτησης αναίρεσης στις 22-3-2021, αφού αφορούν στα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, που πλήττονται και με την αναίρεση (άρθρο 569 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να εξετασθούν για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Από τη διάταξη του άρθρου 1000 Α.Κ., που επιγράφεται “περιεχόμενο κυριότητας” και ορίζει ότι ο κύριος πράγματος μπορεί, εφ’ όσον δεν προσκρούει στο νόμο ή σε δικαιώματα τρίτων, να το διαθέτει κατ’ αρέσκειαν και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ’ αυτό, συνδυαζόμενη προς το άρθρο 973 Α.Κ., που περιλαμβάνει και την κυριότητα στα περιοριστικά αναφερόμενα εκεί εμπράγματα δικαιώματα, που παρέχουν εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω στο πράγμα, συνάγεται ότι η κυριότητα είναι η αναγνωριζόμενη από το νόμο άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο πράγμα (σε αντίθεση με τα λοιπά εμπράγματα δικαιώματα, που παρέχουν τις εξουσίες πάνω στο πράγμα, που ειδικά προσδιορίζονται στο νόμο) και ότι το περιεχόμενο αυτής προσδιορίζεται κατά θετικό τρόπο με την εξουσία του κυρίου να ενεργεί κάθε υλική ενέργεια επί του πράγματος και κάθε πράξη διάθεσης του δικαιώματός του επ’ αυτού, αλλά και κατά αρνητικό τρόπο, με την εξουσία του κυρίου να αποκρούσει κάθε τρίτον, που επεμβαίνει στο πράγμα. Περαιτέρω όμως, από την ίδια διάταξη του άρθρου 1000 ΑΚ, τόσο κατά το θετικό στοιχείο του περιεχομένου της κυριότητας (η άμεση και καθολική εξουσία), όσο και κατά το αρνητικό (η απόλυτη εξουσία), τίθενται περιορισμοί της κυριότητας, αφού η άσκησή της απαγορεύεται, εφ’ όσον προσκρούει στον νόμο ή στα δικαιώματα τρίτων προσώπων. Από το νόμο περιορισμοί της κυριότητας μπορούν να προκύπτουν, όπως για κάθε δικαίωμα, από γενικές διατάξεις, όπως η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, από διατάξεις ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι οι περιορισμοί που καθιερώνονται από τις διατάξεις των άρθρων 1003-1031 ΑΚ και ρυθμίζουν τη σχέση γειτονίας μεταξύ των ιδιοκτητών γειτονικών ακινήτων (γειτονικό δίκαιο), και από διατάξεις δημοσίου δικαίου, όπως είναι και οι περιορισμοί, που θέτει ο νομοθέτης, κατά την οικοδόμηση των ακινήτων για λόγους ρυμοτομίας και οικοδομικής τάξης. Ειδικότερα κατά το άρθρο 1003 Α.Κ. ο κύριος ακινήτου έχει υποχρέωση να ανέχεται την εκπομπή καπνού, αιθάλης, αναθυμιάσεων, θερμότητας, θορύβου, δονήσεων ή άλλες παρόμοιες επενέργειες, που προέρχονται από άλλο ακίνητο, εφ’ όσον αυτές δεν παραβλάπτουν σημαντικά την χρήση του ακινήτου του ή προέρχονται από χρήση συνήθη για ακίνητα της περιοχής του κτήματος, από το οποίο προκαλείται η βλάβη. Με την διάταξη αυτή του γειτονικού δικαίου εισάγεται νόμιμος περιορισμός της κυριότητας, αφού ορίζεται υποχρέωση ανοχής του κυρίου των ενδεικτικά αναφερομένων “εκπομπών”, που προέρχονται από το γειτονικό ακίνητο και επενεργούν στο δικό του, όταν δεν βλάπτουν κατά σημαντικό τρόπο το ακίνητο του ή όταν το βλάπτουν κατά σημαντικό τρόπο, αλλά η βλάβη αυτή προέρχεται από χρήση συνηθισμένη για ακίνητα της περιοχής του ακινήτου, που προκαλεί την βλάβη. Ο κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου αυτού πληττόμενος ιδιοκτήτης, εκτός από την αρνητική αγωγή (άρθρο 1108 Α.Κ.) και την αγωγή διατάραξης της νομής (άρθρο 989 ΑΚ), μπορεί να ασκήσει και αγωγή αποζημίωσης καθώς και καταβολής εύλογης χρηματική ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά του προσβάλλοντος το δικαίωμά του, εάν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 914 Α.Κ. (παράνομη και υπαίτια προσβολή, ζημία και πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ προσβολής και ζημίας). Επίσης κατά τα άρθρα 1004, 1005 Α.Κ. ο κύριος ακινήτου έχει δικαίωμα να απαγορεύσει την κατασκευή ή τη διατήρηση εγκαταστάσεων στο γειτονικό ακίνητο, εφ’ όσον από την ύπαρξη ή τη χρήση του προβλέπονται με βεβαιότητα παράνομες επενέργειες στο ακίνητό του (άρθρο 1004) και αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου η εγκατάσταση επιχειρείται ύστερα από άδεια την αρχής, που απαιτεί ο νόμος, ή ύστερα από την τήρηση ειδικών όρων που τάσσει ο νόμος, άρση της εγκατάστασης μπορεί να απαιτηθεί μόνο αφ’ ότου επήλθαν πράγματι οι βλαπτικές επενέργειες απ’ αυτήν πάνω στο ακίνητο (άρθρο 1005). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την προληπτική προστασία του κυρίου από την κατασκευή ή την διατήρηση εγκαταστάσεων σε γειτονικό ακίνητο πρέπει οι εγκαταστάσεις αυτές να έχουν διαρκή χαρακτήρα και να προβλέπεται με βεβαιότητα ότι αυτές θα επιφέρουν παράνομη επενέργεια στο γειτονικό ακίνητο, τέτοια δε είναι και η κατά το ανωτέρω άρθρο 1003 ΑΚ επενέργεια (άρθρο 1004), ενώ ο ΑΚ στο άρθρο 1005, που εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 1004 ΑΚ, απαγορεύει την προληπτική προστασία και απαιτεί να έχουν επέλθει οι βλαπτικές συνέπειες για να ασκήσει ο πληττόμενος τα από το άρθρο 1004 ΑΚ δικαιώματά του, όταν η εγκατάσταση επιχειρείται ύστερα από άδεια της αρχής ή ύστερα από την τήρηση των ειδικών όρων, που τάσσει ο νόμος. (ΑΠ 1613/2010). Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 εδ. α’, β’ και 2 εδ. α’ του Συντάγματος “η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για την διαφύλαξή του το κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας….. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στην ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης”. Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλεται να οργανώνεται η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας και η ανάπτυξη και πολεοδόμηση των οικιστικών εν γένει περιοχών, με κριτήρια την εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της ανάπτυξης των οικισμών προς τον σκοπό της αναβάθμισης του οικιστικού περιβάλλοντος. Σε εκτέλεση των Συνταγματικών αυτών επιταγών εκδόθηκε και ο εφαρμοζόμενος στην ένδικη υπόθεση, λόγω του χρόνου των φερόμενων προσβολών της κυριότητας του αναιρεσίβλητου, Ν. 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΓΟΚ) (ήδη αντικατασταθείς από τον Ν. 4067/2012), ο οποίος κατά ρητή διάταξη του στο άρθρο 1, έχει ως σκοπό τον καθορισμό όρων, περιορισμών και προϋποθέσεων για την εκτέλεση οποιασδήποτε κατασκευής εντός ή εκτός των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών, ώστε να προστατεύεται το φυσικό, οικιστικό και πολιτιστικό περιβάλλον, καθώς και να εξυπηρετείται το κοινωνικό συμφέρον. Με το άρθρο 9 του νόμου αυτού έχουν θεσπισθεί νόμιμοι περιορισμοί του δικαιώματος κυριότητας του κυρίου του ακινήτου ως προς την τοποθέτηση του υπό ανέγερση κτιρίου στο ακίνητο, την απόσταση του από το όριο του ακινήτου και το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος του, το οποίο ορίζεται σε συνάρτηση με τον επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης της περιοχής. Επίσης στο άρθρο 22 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας (παρ. 1 εδ. α’), ότι κάθε κατασκευή, που εκτελείται χωρίς άδεια ή καθ’ υπέρβαση της άδειας, ή με βάση άδεια που ανακλήθηκε, ή κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του Ν. 1337/1983, όπως ισχύουν (παρ. 3 εδ. α’) και ότι αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά τον χρόνο κατασκευής της, είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας (παρ. 3 εδ, β’), ενώ στο άρθρο 23 παρ. 1 α’ ορίζεται (μεταξύ άλλων) ότι κτίριο ή τμήμα αυτού θεωρείται νομίμως υφιστάμενο και εάν έχει χορηγηθεί γι’ αυτό νόμιμη άδεια ή νόμιμη αναθεώρηση άδειας κατά την ανωτέρω παρ. 3 του άρθρου 22. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι οι παραβιάσεις του ΓΟΚ σε σχέση με την τοποθέτηση του κτιρίου στο ακίνητο ή το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος αυτού δεν έχουν θεσπισθεί μόνο για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, αλλά και για την προστασία του ατομικού συμφέροντος των ιδιοκτητών των παρακείμενων ακινήτων, αφού με τους περιορισμούς, που τίθενται με τις διατάξεις αυτές, προστατεύεται εκτός από το γενικό συμφέρον και το ατομικό συμφέρον των ιδιοκτητών αυτών, με την έννοια ότι το γειτονικό κτίριο επιβάλλεται να κατασκευασθεί με τους προβλεπόμενους νόμιμους κανόνες και περιορισμούς, ώστε να εξασφαλισθεί επαρκής αερισμός, φωτισμός και έκθεση στον ήλιο καθώς και θέα του ακινήτου τους και να μην επιδεινωθούν έτσι οι συνθήκες διαβίωσής τους (ΑΠ 698/2017, ΑΠ 900/2003).
Συνεπώς, ο ιδιοκτήτης του πληττόμενου γειτονικού ακινήτου, με την συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 914 ΑΚ (υπαιτιότητα, πρόκληση ζημίας και πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας πράξης και της ζημίας) έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την μείωση της αξίας του ακινήτου του. Τέλος από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι όποιος προσβάλλεται παράνομα και υπαίτια στο δικαίωμα της προσωπικότητάς του δικαιούται να ζητήσει, εκτός από την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον και αποζημίωση, εφ’ όσον υπέστη ζημία, που βρίσκεται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη και υπαίτια πράξη καθώς επίσης και εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Το εν λόγω ιδιωτικό δικαίωμα στην προσωπικότητα έχει διαπλαστεί από το νόμο ως ένα δικαίωμα -πλαίσιο με επί μέρους αυτοτελείς εκφάνσεις, που αποτελούν ειδικότερα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην τιμή κ.ο.κ., Η προσωπικότητα του ανθρώπου γεννάται και αναπτύσσεται ακώλυτα μέσα σε ένα “ζωτικό χώρο”, που αποτελείται κατ’ αρχήν από τα εκτός συναλλαγής πράγματα, δηλαδή κατά το άρθρο 966 ΑΚ, α) τα κοινά σε όλους (όπως π.χ. ο ατμοσφαιρικός αέρας, ο ήλιος και η θάλασσα), β) τα κοινόχρηστα και γ) τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών. Στην έννοια του αναγκαίου στην ανθρώπινη προσωπικότητα ζωτικού χώρου εντάσσονται και άλλα περιβαλλοντικά αγαθά μη υπαγόμενα εκ πρώτης όψεως στις ανωτέρω κατηγορίες, όπως είναι η αισθητική του τοπίου και η προσήκουσα πολεοδομική ανάπτυξη με σεβασμό στο φωτισμό και τον αερισμό. Η ακώλυτη απόλαυση της χρήσης και της ωφέλειας των αγαθών, που συναποτελούν το ζωτικό περιβαλλοντικό χώρο για την ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας, συνιστά αυτοτελή έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας, που προστατεύεται από τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ. Προσβολή της ειδικότερης αυτής πλευράς του δικαιώματος επί της προσωπικότητας επέρχεται, όταν διαταράσσεται στοιχείο του ζωτικού χώρου από τα ανωτέρω αναφερόμενα, ώστε είτε να καταργείται εξ ολοκλήρου, είτε να αλλοιώνεται δυσμενώς η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από την χρήση του (βλ ΑΠ 463/2021, ΑΠ 43/2016). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ.ΑΠ 20/2005, Ολ.ΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι’ αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση, ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου… συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών… κατέστη κύριος της υπό στοιχεία Μ2 (κατοικία 2) διώροφης οικοδομής (μεζονέτας…), που αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, συνολικής επιφάνειας 209,78 τ.μ. Η εν λόγω μεζονέτα είναι κτισμένη σε τμήμα οικοπέδου, επιφανείας 157,67 τ.μ., κειμένου στη θέση…. της κοινότητας Γέρακα Αττικής, το οποίο,… συνορεύει… βόρεια,… με… οικόπεδο, επί του οποίου υφίσταται διώροφη οικοδομή. Αυτό το όμορο, σε απόσταση μόλις 10 εκατοστών προς την προαναφερόμενη κάθετη ιδιοκτησία του ενάγοντος ακίνητο, μετά της επ’ αυτού διώροφης οικοδομής ανήκει κατά ποσοστό κυριότητας 1/2 εξ αδιαιρέτου εις έκαστον των εναγομένων (ήδη αναιρεσειόντων). Η ανοικοδόμηση του ακινήτου των εναγομένων ξεκίνησε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1140/2003 οικοδομικής αδείας, αλλά λόγω πολεοδομικών παραβάσεων οι εργασίες διακόπηκαν για να συνεχισθούν με την υπ’ αριθμ. 106/2005 άδεια αναθεώρησης, την οποία όμως παραβίασαν εκ νέου, δεδομένου ότι δυνάμει της από 1-3-2006 έκθεσης αυτοψίας της Διεύθυνσης Χωροταξίας Πολεοδομίας Νοτίου Τομέα Αθηνών, και ενώ η οικοδομή βρισκόταν στο στάδιο των επιχρισμάτων, διεπιστώθησαν διάφορες πολεοδομικές παραβάσεις και συγκριμένα “κατασκευή επέκτασης υπογείου, κλείσιμο ΗΧ σε ισόγειο και Α όροφο και κατασκευή Β ορόφου καθ’ υπέρβαση της με αρ. 206/2005 αδείας αναθεώρησης…., κατά παράβαση του Ν. 1337/83 και του ισχύοντος Γ.Ο.Κ.”, εξαιτίας των οποίων η οικοδομή κρίθηκε εκ του νόμου κατεδαφιστέα. Έκτοτε η οικοδομή παρέμενε ημιτελής στο στάδιο αποπεράτωσης των επιχρισμάτων. Περί τα τέλη του έτους 2010, (όταν) ο ενάγων διαπίστωσε ότι οι ενάγομενοι προέβαιναν στην εκτέλεση αυθαίρετων οικοδομικών εργασιών, αφ’ ενός μεν τους κοινοποίησε στις 18-1-2011 την από 30-12-2010 εξώδικη δήλωση -διαμαρτυρία-πρόσκληση, διαμαρτυρόμενος για την εκτέλεση των άνω εργασιών, αφ’ ετέρου δε προέβη δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου (σ)την κατάθεση της υπ’ αριθμ. 17.292/30-12-2010 αίτησης – καταγγελίας ενώπιον της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αττικής, με την οποία κατήγγειλε τα ανωτέρω. Κατόπιν νέας αυτοψίας, που διενεργήθηκε εξ αφορμής της καταγγελίας αυτής στο ακίνητο των εναγομένων, συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. 1/24-1-2011 έκθεση αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Παλλήνης, σύμφωνα με την οποία διαπιστώθηκαν εκ νέου πολεοδομικές παραβάσεις και συγκεκριμένα “επέκταση του υπογείου εκτός περιγράμματος κτιρίου…3) κατασκευή β’ ορόφου μέγιστου ύψους 2,7 μ. με στέγη από beton εδραζόμενη σε υποστηλώματα όπου σ’ αυτήν έχουν αφεθεί ανοίγματα για φωτισμό…. 5) κατάργηση του αιθρίου σ’ όλους τους ορόφους ….”, με συνέπεια η οικοδομή να κριθεί και πάλι κατεδαφιστέα. Λόγω της διατήρησης των αυθαιρέτων κατασκευών στην οικοδομή των εναγομένων ο ενάγων κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων λόγω διατάραξης της νομής του επί του προαναφερομένου ακινήτου του. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 706/3-11-2011 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την αίτησή του και διέταξε τους εναγομένους να απομακρύνουν από το ακίνητο τους τα ξύλινα μαδέρια τα ικριώματα και άλλα υλικά, που ξεκινούν από τη στέγη της οικοδομής τους και καταλαμβάνουν και τους δύο ορόφους και να καθαρίσουν το δάπεδο και των δύο ορόφων από ακαθαρσίες ζώων, μπετόν, χώματα, καρφιά κ.λ.π. οικοδομικά υλικά, καθώς και τον περιβάλλοντα ακάλυπτο χώρο της οικοδομής τους από αγριόχορτα και σκουπίδια. Η απόφαση επικυρώθηκε με την με την υπ’ αριθμ. 11055/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσα επί εφέσεως των εφεσιβλήτων (ήδη αναιρεσειόντων) ….. Κατά τα προεκτιθέμενα η οικοδομή των εναγομένων βρίσκεται στο στάδιο σκελετού οπλισμένου σκυροδέματος από το έτος 2005 μέχρι την άσκηση της αγωγής, ήτοι επί 11 έτη, χωρίς να προβούν οι εναγόμενοι σε θεραπεία των προαναφερόμενων πολεοδομικών παραβάσεων, καθιστάμενη εστία υγειονομικών μολύνσεων. Συγκεκριμένα, η έλλειψη καθαριότητας, και τήρησης συνθηκών υγιεινής, ευνοούν την συγκέντρωση εντόμων και τρωκτικών, με συνέπεια την συσσώρευση περιττωμάτων αρουραίων, τα οποία σε συνδυασμό με τα άχρηστα οικοδομικά υλικά και λοιπά απορρίμματα (ξυλεία, υπολείμματα από σίδερα ξυλοτύπων, υλικά μόνωσης, μπάζα και σκουπίδια), εντός του προαναφερομένου ακινήτου των εναγομένων (και δη στο υπόγειο και στον περιβάλλοντα χώρο), προκαλούν ιδίως σε περιόδους έντονης βροχόπτωσης, έντονη δυσοσμία στον περιβάλλοντα χώρο, έτσι ώστε ο ενάγων, να αδυνατεί εξ αυτού του λόγου, να χρησιμοποιήσει τον επί της οδού Ύδρας εξώστη του δευτέρου ορόφου του δικού του ακινήτου. Η παράνομη αυτή ουσιώδης διατάραξη του δικαιώματος της κυριότητας του ενάγοντα, η οποία δεν είναι συνήθης για τα ακίνητα της περιοχής, που αποτελούν, κατά κύριο λόγο, αποπερατωθείσες κατοικίες, οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια των εναγομένων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσφορα μέτρα και συγκεκριμένα δεν προβαίνουν σε επιμελή καθαρισμό και περίφραξη του ακινήτου τους, προκειμένου να μην συσσωρεύονται εντός αυτού απορρίμματα και ακαθαρσίες, που προκαλούν κατά τα ανωτέρω έντονη δυσοσμία ….Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι οι εναγόμενοι απομάκρυναν τα ικριώματα και τους ξυλότυπους, πλην όμως παρέμειναν προεξέχοντα οξειδωμένα σίδερα από τους ξυλότυπους, ορισμένα από τα οποία (σίδερα) υπερβαίνουν το τοιχίο της ταράτσας της κατοικίας του ενάγοντος το υπάρχον προς την πλευρά της όμορης οικοδομής των εναγομένων, που είχαν κατασκευασθεί για την ανέγερση του δεύτερου ορόφου, συμμορφούμενοι μερικώς στην προαναφερομένη απόφαση του Ειρηνοδικείου Κρωπίου. Συνεπεία των προπεριγραφομένων πολεοδομικών παραβάσεων και δη με την κατασκευή Β’ ορόφου μετά επικλινούς στέγης μεγίστου ύψους 2,7 μ. καθ’ υπέρβαση της με αρ. 206/2005 αδείας αναθεώρησης, αφ’ ενός μεν παρεμποδίζεται η θέα και δη από το μπαλκόνι, από το ακίνητο του ενάγοντα προς το όρος Πεντέλη, αφ’ ετέρου δε, δεν υπάρχει επαρκής φωτισμός, και αερισμός αυτού, με περαιτέρω συνέπεια την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του ενάγοντα και την αισθητική υποβάθμιση της ιδιοκτησίας του. Περαιτέρω, οι εν λόγω πολεοδομικές παραβάσεις στην οικοδομή των εναγομένων, έχουν επιφέρει απομείωση της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου του ενάγοντα, το οποίο σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, σε συνδυασμό και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία ανέρχεται σε ποσοστό 20%. Με δεδομένο δε, ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου ιδιοκτησίας του ενάγοντα επιφανείας 209,70 τ.μ. κατά το χρόνο αγοράς (έτος 2007) ανερχόταν σε ποσό 205.983,32 ευρώ, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανερχόταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου σε συνδυασμό και προς τα συνομολογούμενα από τους εφεσίβλητους σε ποσό 167.760 ευρώ, ήτοι 800 ευρώ ανά τ.μ., η απομείωση της αξίας του ανέρχεται στο ποσό των (167.760 ευρώ Χ 20% =) 33.552 ευρώ, που συνιστά ζημία προκληθείσα στον ενάγοντα λόγω της συγκεκριμένης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, στο πρόσωπο των οποίων γεννάται ευθύνη, εις ολόκληρον έκαστος, προς αποζημίωση του….”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο διέταξε τα ανωτέρω αναφερόμενα.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή η υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου ύψους της οικοδομής των αναιρεσειόντων πλήττει, εκτός από το γενικό και το ιδιωτικό συμφέρον του αναιρεσιβλήτου, ως κυρίου του γειτονικού ακινήτου, γιατί μειώνει τον αερισμό τον φωτισμό, τον ηλιασμό και την θέα του δικού του ακινήτου και συνεπώς μειώνει την αξία του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 9 και 22 του Ν. 1577/1985 (ΓΟΚ) και 914 ΑΚ, καθόσον, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, οι διατάξεις του ΓΟΚ που ορίζουν το ανώτατο νόμιμο ύψος ενός κτιρίου έχουν τεθεί και προς προστασία του συμφέροντος των πληττόμενων από την παραβίαση των διατάξεων αυτών ιδιοκτητών των γειτονικών ακινήτων. Επομένως, ο πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος, από τον αρ 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ωστόσο, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα αφενός μεν του παρανόμου της ανέγερσης του δεύτερου ορόφου της οικίας των αναιρεσειόντων λόγω υπέρβασης του ανωτάτου επιτρεπομένου ύψους της οικοδομής, αφετέρου δε της ζημίας που υπέστη από την πράξη αυτή ο αναιρεσίβλητος, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 9 και 22 του Ν. 1577/1985 (ΓΟΚ), 1000, 1003, 914, 932 και 57 ΑΚ, τις οποίες έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, α) δέχεται ότι η παράνομη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων συνίσταται στην κατασκευή, στην υπό ανέγερση οικία τους, δευτέρου ορόφου με επικλινή στέγη μεγίστου ύψους 2,70 μέτρων, καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας, που παρεμποδίζει τη θέα και περιορίζει τον φωτισμό, τον ηλιασμό και τον αερισμό του ακινήτου του αναιρεσιβλήτου, χωρίς όμως να αναφέρει, αν η κατασκευή αυτή έχει ως αποτέλεσμα να υπερβεί η οικία το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος για τα ακίνητα της συγκεκριμένης περιοχής, κατά το άρθρο 9 του ΓΟΚ, αφού, κατά τη μείζονα σκέψη, μόνο τότε η προσβολή της κυριότητας του αναιρεσιβλήτου αποτελεί παράνομη πράξη, που πλήττει εκτός από το γενικό και το δικό του συμφέρον και του χορηγεί αξιώσεις από τα άρθρα 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, ενώ στην αντίθετη περίπτωση υπάρχει μόνο η τυπική παράβαση της έλλειψης αδείας, η οποία μπορεί να θεραπευθεί με αναθεώρηση της άδειας κατά τα άρθρα, 22 και 23 ΓΟΚ, οπότε οι παραβιάσεις καθίστανται νόμιμες και συνεπώς μόνη η έλλειψη αδείας για την ανέγερση στην συγκεκριμένη περίπτωση του δεύτερου ορόφου, εάν ο όροφος αυτός δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο ύψους των ακινήτων της περιοχής δεν αποτελεί παράνομη πράξη κατά την ανωτέρω έννοια, αλλά παράβαση διάταξης, η οποία έχει τεθεί για την προστασία μόνο του γενικού συμφέροντος, που επιτάσσει τον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας των οικοδομών, που πρόκειται να κατασκευασθούν, και για την οποία προβλέπονται μόνο διοικητικές (κατεδάφιση του αυθαιρέτου κτίσματος ή πρόστιμο) και ποινικές κυρώσεις, β) υπολογίζει τη μείωση της αξίας του ακινήτου του αναιρεσιβλήτου, εξ αιτίας της ανέγερσης του δεύτερου ορόφου στην οικοδομή των αναιρεσειόντων, με βάση την αντικειμενική αξία του ακινήτου του, χωρίς να προσδιορίζει την εμπορική αξία αυτού, προκειμένου να μπορεί να κριθεί, αν η εμπορική αξία ήταν μεγαλύτερη, μικρότερη ή και ίση με την αντικειμενική, και χωρίς να αιτιολογεί επαρκώς ούτε την επιλογή της αντικειμενικής αξίας, ούτε και πως αυτή επηρεάζεται, ώστε να υφίσταται μείωση λόγω της ανέγερσης του επίδικου δευτέρου ορόφου στην οικοδομή των αναιρεσειόντων, ενόψει μάλιστα του ότι η αντικειμενική αξία αποτελεί αμάχητο φορολογικό τεκμήριο της αξίας ενός ακινήτου σε μία περιοχή, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που καθορίζονται δεσμευτικά από το Υπουργείο Οικονομικών προς αποφυγή της φοροδιαφυγής κατά τις συναλλαγές που αφορούν σε ακίνητα, και γ) δέχεται ότι υπήρξε μείωση της αξίας του ακινήτου του αναιρεσίβλητου κατά ποσοστό 20% κατά τρόπο γενικό και αόριστο, χωρίς να αναφέρει οποιοδήποτε προσδιοριστικό στοιχείο της μείωσης αυτής, π.χ. με μνεία αφενός της αξίας του ως άνω ακινήτου με υφιστάμενη την υπέρβαση του ύψους της οικοδομής των αναιρεσειόντων και αφετέρου της αξίας αυτού χωρίς την εν λόγω υπέρβαση, ή, ακόμη, με την παράθεση της αξίας άλλων γειτονικών ακινήτων, των οποίων δεν παρεμποδίζεται η θέα και δεν περιορίζεται ο φωτισμός, ο ηλιασμός και ο αερισμός τους, κλπ. Επομένως, ο ίδιος ως άνω πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, κατά τη νοηματική του εκτίμηση, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, κατά την νοηματική του εκτίμηση, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του και ο τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται, στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τον αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβιάσεως με ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες των προαναφερομένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, είναι βάσιμοι. Η αναιρετική δε εμβέλεια των λόγων αυτών καλύπτει και τον έκτο λόγο του κυρίως δικογράφου καθώς και τον πρώτο πρόσθετο λόγο και, ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση αυτών, αφού η τυχόν παραδοχή της βασιμότητάς τους, οδηγεί στο ίδιο, με αυτούς, αποτέλεσμα, δηλαδή στην αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το ίδιο μέρος της. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 εδ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτώς και νομίμως, επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, περί πραγματικών γεγονότων, με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 1190/1981, ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1181/2010, ΑΠ 694/2009). Για την πληρότητα αυτού του αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο, που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αποδεικτικό αυτό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας, γ) ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, του οποίου αυτό προσκομίσθηκε και το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί, αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού, δ) Το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου, και ε) ο νόμιμος τρόπος, που αυτό προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 1990/1982, ΑΠ 1277/2019, AΠ 1091/2019, ΑΠ 1185/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δεύτερο και τρίτο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγους της αίτησης αναίρεσης, κατ’ επίκληση πλημμέλειας από τους αρ. 20 και 8, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη νοηματική εκτίμηση των δύο πρώτων, την από τον αρ. 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο “παραμόρφωσε και αγνόησε προκλητικά” τα ακόλουθα δημόσια έγγραφα, που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και ειδικότερα βεβαίωση της Πολεοδομίας Παλλήνης (μη προσδιοριζόμενη περαιτέρω) ότι έχουν τακτοποιήσει όλες τις πολεοδομικές παραβάσεις, την 35330/2017 βεβαίωση του Δήμου Παλλήνης ότι ο προαύλιος χώρος της οικίας τους έχει καθαρισθεί, την 4067/2017 βεβαίωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας ότι δεν υπάρχουν ακαθαρσίες ποντίκια και νερά στην οικοδομή και την 1764 Φ 701.14/2017 βεβαίωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος πυρκαγιάς και έτσι έκανε δεκτή την αγωγή. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, γιατί από την αδιάστικτη διατύπωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι έλαβε υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και όλα τα φερόμενα ως αγνοηθέντα, ως άνω, αποδεικτικά μέσα, ενώ δεν υπήρχε ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους γιατί αυτά αφορούσαν μεταγενέστερο χρόνο και όχι τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής. Επομένως, ο ανωτέρω, από την άνω διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ’ ΚΠολΔ, λόγος της αναιρέσεως, κατά το μέρος που μέμφεται την απόφαση για την μη λήψη υπόψη των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο (ΟλΑΠ 19/2005, ΑΠ 269/2018 ). Με τον λόγο αυτό ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο η παράβαση του νόμου, δηλαδή η ψευδής ερμηνεία ή η εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων. Δεν ιδρύεται όμως αυτός ο λόγος αναίρεσης, αν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει την ύπαρξη δεδικασμένου, δηλαδή αν προκύπτει από το περιεχόμενό της ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν απασχολήθηκε, με την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη δεδικασμένου (ΟλΑΠ 1339/1985, ΑΠ 701/2008). Άρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου (ΑΠ 591/2017). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 321 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 93-96 του Συντάγματος και 57 ΚΠΔ συνάγεται ότι από τις διακριτές δικαιοδοσίες που προβλέπει το Σύνταγμα για την εκδίκαση διοικητικών, πολιτικών και ποινικών διαφορών προκύπτει και το διακριτό δεδικασμένο κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας και συνεπώς οι αμετάκλητες αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων εμποδίζουν μεν κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ την άσκηση κατά του κατηγορουμένου νέας δίωξης για την αυτή πράξη και κατ’ αυτή την έννοια αποτελούν δεδικασμένο, όμως το δεδικασμένο αυτό δεν εκτείνεται και στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία, συνεπώς, δεν δεσμεύονται, σε αστικής φύσεως θέματα, από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εκτός αν αυτά κρίθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής αγωγής που άσκησε κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ ο παθών από το έγκλημα (ΟλΑΠ 4/2020, ΑΠ 535/2016, ΑΠ 1735/2013). Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 16 του Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι εσφαλμένα δεν δέχθηκε το δεδικασμένο που προκύπτει από τις 93974/2017 και 1577/2018 τελεσίδικες αποφάσεις αντιστοίχως Μονομελούς και Τριμελούς Ποινικού Δικαστηρίου (μη περαιτέρω προσδιοριζομένου), με τις οποίες κηρύχθηκαν αθώοι των αποδιδομένων με την αγωγή κατηγοριών για ύπαρξη δυσοσμίας από περιττώματα αρουραίων και από άχρηστα οικοδομικά υλικά στο ακίνητό τους. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως αόριστος και γι’ αυτό απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρεται ότι το Εφετείο διέλαβε σκέψη και αποφάνθηκε περί μη ύπαρξης δεδικασμένου ούτε και προσδιορίζονται επακριβώς οι αποφάσεις από τις οποίες προκύπτει αυτό και επίσης δεν γίνεται μνεία ότι η ύπαρξη δεδικασμένου είχε προβληθεί ενώπιον του Εφετείου, σε κάθε δε περίπτωση, ο ανωτέρω λόγος είναι και αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν ιδρύεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου σε συναφή πολιτική δίκη.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην απόφαση την από το άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε το άρθρο 1004 ΑΚ και έτσι δέχθηκε ότι προσβάλλουν το δικαίωμα της προσωπικότητας του αναιρεσίβλητου τα ικριώματα και μαδέρια που βρίσκονται στον δεύτερο όροφο και την στέγη της οικοδομής τους, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο αυτό γιατί αυτά δεν αποτελούν κατασκευάσματα με διαρκή χαρακτήρα. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και ουσιαστικά πλήττει πλεοναστικές αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι κατά τις παραδοχές του Εφετείου, η ύπαρξη των ικριωμάτων και των μαδεριών αυτών, τα οποία νομίμως τοποθετήθηκαν το έτος 2005 προκειμένου να αναγερθεί η οικοδομή των αναιρεσειόντων σύμφωνα με την 1140/2003 οικοδομική άδεια και παρέμειναν μέχρι τουλάχιστον την άσκηση της αγωγής το έτος 2011 και έτσι εν τοις πράγμασι απέκτησαν διαρκή χαρακτήρα, αλλά απομακρύνθηκαν στην συνέχεια, δεν συνδέεται με γενόμενο δεκτό αίτημα της αγωγής και η αναφορά τους δεν ήταν αναγκαία για την στήριξη του διατακτικού της απόφασης (ΑΠ 758/2017), αφού ούτε αίτημα άρσης των εγκαταστάσεων αυτών υπήρχε, ούτε συνδέθηκε από το Εφετείο η ύπαρξη των εγκαταστάσεων αυτών με την προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου και την συνακόλουθη επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Με το ίδιο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προβάλλουν επίσης την από το άρθρο 559 αρ. 1 πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι στο ακίνητό τους υπάρχουν περιττώματα αρουραίων, άχρηστα οικοδομικά υλικά και λοιπά απορρίμματα, που προκαλούν δυσοσμία. Και κατά το σκέλος του αυτό ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, γιατί υπό την επίκλησή του λόγου αυτού πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Εφετείου (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) .
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που δέχθηκε παράνομη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων από την κατασκευή του αυθαίρετου δεύτερου ορόφου της οικίας τους και κατά το μέρος που προσδιόρισε την εξ αυτής ζημία του αναιρεσίβλητου λόγω μείωσης της αξίας του ακινήτου του, αναγκαίως δε θα πρέπει να αναιρεθεί αυτή και κατά την διάταξή της περί χρηματικής ικανοποίησης του αναιρεσίβλητου λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη αυτός, εφ’ όσον η ικανοποίηση αυτή καθορίστηκε ενιαίως τόσο για την ανωτέρω παράνομη πράξη των αναιρεσειόντων, όσο και για άλλες παράνομες πράξεις τους, για τις οποίες δεν έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ποιο μέρος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης αφορά στην παράνομη πράξη για την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 762/2016). Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που δίκασε, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.), να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της αναίρεσης στους αναιρεσείοντες (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσείοντων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχήν σχετικού αιτήματος τους (άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ –
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 4354/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται το σκεπτικό.
–
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος που αναιρέθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την απόφαση.
-Διαττάσει την επιστροφή του παραβόλου της αναίρεσης στους αναιρεσείοντες και –
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ