ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου και Μαρία Ανδρικοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Κ. του Μ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κατσαβριά.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Λ. του Β., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η απόφαση 2649/2018 του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-2-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 576 παρ. 1, 2 και 3, 568 παρ. 1 και 498 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση δεν εμφανισθεί κάποιος διάδικος ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει εάν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση ή, όταν την επισπεύδει άλλος, εάν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β` και γ` ΚΠολΔ, που έχουν γενική εφαρμογή, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, υπό την προϋπόθεση ότι ο απολειπόμενος κατά την μετ` αναβολή δικάσιμο διάδικος, είχε νόμιμα κλητευθεί να παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο ή είχε νόμιμα παραστεί κατά την ίδια δικάσιμο, οπότε με τη νόμιμη παράστασή του χωρίς εναντίωσή του, καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο (ΚΠολΔ 573, ΑΠ 61/2020, ΑΠ 110/2020, ΑΠ 251/2020, ΑΠ 801/2017, ΑΠ 593/2016). Περαιτέρω, με το άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 ορίστηκαν τα εξής: “2. Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα”. Με την προαναφερόμενη διάταξη προβλέπεται μεν ο αυτεπάγγελτος επαναπροσδιορισμός της συζήτησης των υποθέσεων που ματαιώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, πλην, όμως, σε περίπτωση ερημοδικίας κατά την ορισθείσα νέα δικάσιμο κάποιου διαδίκου, προκειμένου να ισχύσει η με πρωτοβουλία του γραμματέα εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, ως κλήτευση κατ’ αυτή του απολειπόμενου διαδίκου, απαιτείται ως προϋπόθεση ο εν λόγω διάδικος είτε να είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή να είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της αναστολής. Σε αντίθετη περίπτωση, η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο για τη νέα δικάσιμο, δεν ισχύει ως κλήτευσή του κατ’ αυτή και απαιτείται η νόμιμη κλήτευσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την 274Γ/11-10-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών Γ. Μ. Κ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης κατά της 2649/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 30/3/2020, οπότε η υπόθεση ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, επαναπροσδιορίστηκε δε αυτή αυτεπαγγέλτως κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με πράξη του προέδρου του Α2 τμήματος και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020. επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση προς τον παραστάντα κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσίβλητου, ως αντίκλητο αυτού (ΚΠολΔ 143 παρ.1, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του Ν..4335/2015 – ΑΠ 1/2020, ΑΠ 247/2020). Ο αναιρεσίβλητος, όμως, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο, ούτε κατέθεσε κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δήλωση μη παράστασης κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία του, σαν να ήταν αυτός παρών (ΚΠολΔ 568 παρ. 4, 576 παρ.2).
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 2649/2018, απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις των μικροδιαφορών, με την οποία έγινε δεκτή η από 10/1/2011 αγωγή του αναιρεσίβλητου και υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά το άρθρο 847 ΑΚ με τη σύμβαση εγγύησης, που καταρτίζεται εγγράφως (άρθρο 849 ΑΚ), ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Η εν λόγω σύμβαση, που έχει παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, διαφέρει από την εγγυοδοτική (ή εγγυητική) σύμβαση. Ως τέτοια ορίζεται η αυτόνομη υπόσχεση, που δίνεται από ένα πρόσωπο (εγγυοδότη) προς έναν τρίτο (εγγυολήπτη), ότι θα ευθύνεται απέναντί του για την περίπτωση που πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος ο οποίος αφορά τον εγγυολήπτη. Η υπόσχεση του εγγυοδότη έχει, ειδικότερα, το περιεχόμενο ότι ο εγγυοδότης θα ανορθώσει τη ζημία που θα υποστεί ο εγγυολήπτης από την πραγμάτωση του κινδύνου. Από τον παραπάνω ορισμό της εγγυοδοτικής σύμβασης συνάγεται ότι βασικό της στοιχείο είναι η έννοια του κινδύνου. Ο κίνδυνος, για την πραγμάτωση του οποίου αναλαμβάνει ο εγγυοδότης την ευθύνη, αφορά την επέλευση ή μη ενός νομικού ή πραγματικού αποτελέσματος. Για το αποτέλεσμα αυτό πρέπει ο εγγυοδότης να μην ευθύνεται από άλλη αιτία (π.χ. από το νόμο), δηλαδή πρέπει αυτό να αφορά και να βρίσκεται στη σφαίρα του εγγυολήπτη. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ευθύνη του εγγυοδότη έχει κατ` εξοχήν αποζημιωτικό χαρακτήρα. Ο εγγυοδότης δεν αναλαμβάνει καμία υποχρέωση να αποτρέψει ο ίδιος την επέλευση του κινδύνου. Η ευθύνη του συνίσταται στο να φέρει τον εγγυολήπτη στην κατάσταση που θα βρισκόταν, αν δεν είχε πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, αλλά είχε επέλθει το εξασφαλιζόμενο πραγματικό ή νομικό αποτέλεσμα. Τέλος, στη συμβατική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εγγύησης, αλλά οι γενικές διατάξεις (άρθρο 361 ΑΚ) περί συμβάσεων, καθόσον αυτή είναι αρρύθμιστη στο νόμο και αποτελεί δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής, η δε κατάρτισή της γίνεται άτυπα (ΑΠ 1370/2018, ΑΠ 353/2015, ΑΠ 1384/2013, ΑΠ 880/2013, ΑΠ 1261/2004). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 ΑΚ. όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, η υποχρέωση δε αυτή γεννιέται ιδίως σε περιπτώσεις παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε. Παροχή για αιτία που δεν επακολούθησε είναι και η καταβολή ποσού ως εγγυοδοσία για την εκτέλεση ορισμένου έργου το οποίο όμως δεν εκτελέστηκε (πρβλ. ΑΠ 334/2019, ΑΠ 735/2011). Ειδικότερα, σε περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 380 ΑΚ που, κατά ρητή πρόβλεψη, τεθείσα προς άρση πάσης αμφιβολίας ότι πράγματι στην περίπτωση αυτή ελλείπει η κατά το άρθρο 904 ΑΚ νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού και ότι αυτός πρέπει να επιστραφεί, ορίζει ότι ο αντισυμβαλλόμενος αναζητεί την τυχόν καταβληθείσα αντιπαροχή του κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 900/2008). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 578 ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει ότι το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης είναι ορθό, απορρίπτει την αναίρεση, χωρίς να αντικαταστήσει την αιτιολογία, δηλ. την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού [τις ουσιαστικές παραδοχές], εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος, οπότε η απόφαση αναιρείται, μόνο, ως προς την αιτιολογία της. Ως αιτιολογικό νοείται η νομική αιτία, δηλ. η διάταξη νόμου, που αποτελεί τη μείζονα πρόταση του δικανικού [νομικού] συλλογισμού. Σε περίπτωση εσφαλμένου αιτιολογικού, δηλ. όταν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ανελέγκτως, δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, υπάγονται σε άλλο κανόνα δικαίου, εφ` όσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης, το διατακτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου περιέχει απορριπτική της αναίρεσης διάταξη, χωρίς αντικατάσταση των αιτιολογιών (ΑΠολ. 8/1993, ΑΠ 1624/2008) και στο σκεπτικό παρατίθενται οι ορθές νομικές διατάξεις (ΑΠ ολ. 30/1998). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ή 560 αρ. 6 ΚΠολΔ), είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται, ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 255/2018, ΑΠ 86/2018, ΑΠ 432/2016, ΑΠ 151/2015, ΑΠ 17/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση το Ειρηνοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις των μικροδιαφορών, αφού έκρινε την ένδικη αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904, 847, 849, 341, 345, 346 ΑΚ, δέχτηκε τα ακόλουθα: ” Ο ενάγων από το έτος 1997 είχε μισθώσει από τον εναγόμενο ένα ισόγειο κατάστημα με το δ.τ. “TROPICAL” επί της οδού … στην …, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει σαν επαγγελματική στέγη και ειδικώτερα σαν κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος – πισταρία, με σκοπό την Παρασκευή και πώληση πίτσας, ζυμαρικών, μπιφτεκιών και άλλων συναφών προϊόντων. Τον Ιούλιο του 2007 η μεταξύ τους συμβατική μισθωτική σχέση έληξε και αμέσως μετά ο ενάγων πώλησε τον εξοπλισμό του παραπάνω καταστήματος στην νέα μισθώτρια εταιρεία ” Α. Π. και ΣΙΑ Ε.Ε. “. Την ίδια εκείνη ημέρα (της μεταβίβασης – πώλησης του εξοπλισμού του) δηλ. στις 12 Ιουλίου 2007, υπεγράφη στη … μεταξύ αυτού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεράσιμο Φιλόπουλο, και του εναγόμενου ένα συμφωνητικό – απόδειξη είσπραξης 5.000 ευρώ, σύμφωνα με το οποίο ο εναγόμενος δηλώνει ότι έλαβε το παραπάνω ποσό από τον ενάγοντα ως εγγύηση για τον εκ μέρους του ελαιοχρωματισμό των τοίχων του ακαλύπτου χώρου της οικοδομής του, η οποία ευρίσκεται πάνω από την πιτσαρία που του είχε εκμισθώσει, επειδή είχαν λερωθεί από τις – κατά τη διάρκεια δέκα ετών – εκπομπές καπνού της καμινάδας της επιχείρησής του. Επίσης δηλώνει ότι το παραπάνω ποσό, μετά το πέρας του ελαιοχρωματισμού, θα επιστραφεί αμέσως στον πληρεξούσιο δικηγόρο, αφαιρουμένων, 1000 ευρώ, που θα παραμείνουν εις χείρας του. Σε εκτέλεση των παραπάνω συμφωνηθέντων ο ενάγων ξεκίνησε τις επόμενες ημέρες την προετοιμασία για την αποκατάσταση της βαφής του εσωτερικού τοίχου της οικοδομής, ο οποίος γειτνίαζε με την καμινάδα, ειδοποιώντας τον εναγόμενο ότι επρόκειτο να τοποθετήσει σκαλωσιά στον εσωτερικό ακάλυπτο χώρο. Ο εναγόμενος όμως αλλάζοντας ξαφνικά και αντισυμβατικά την γνώμη του, για λόγους που ποτέ δεν διευκρίνησε στον ενάγοντα του απαγόρευσε να προβεί στην αποκατάσταση της βαφής του εσωτερικού τοίχου. Έκτοτε δε ο ενάγων τον έχει οχλήσει επανειλλημένως προφορικά να του αποδώσει το ποσό που του κατέβαλε ως εγγύηση δυνάμει του ανωτέρω αναφερόμενου από 12-7-2007 συμφωνητικού, εκείνος όμως αρνείται. Επειδή ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιώτερος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος κατά το ποσό των 5.000 ευρώ, εφ’ όσον δεν επηκολούθησε η αιτία για την οποία αυτό του καταβλήθηκε. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη, απορριπτόμένης της προβαλλόμενης ενστάσεως συμψηφισμού ως ουσιαστικά αβασίμου και του ισχυρισμού του εναγομένου ότι ο ενάγων προκάλεσε πληθώρα ζημιών στο ακίνητό του ως αορίστου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως”.
Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι εσφαλμένα χαρακτήρισε την ένδικη συμφωνία που σύναψαν οι διάδικοι ως εγγύηση, ενώ νομικά είχε την μορφή της εγγυοδοσίας, και στη συνέχεια εφάρμοσε την βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού χωρίς ο ενάγων να επικαλείται ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης, υποπίπτοντας έτσι στην πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθμός 6 ΚΠολΔ “καθότι με όσα διέλαβε στο αιτιολογικό της, που συνιστά και την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. δεν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία προκειμένου να εφαρμοστεί η διάταξη του αδικαιολόγητου πλουτισμού η οποία όπως έχει ειπωθεί απαιτεί εν προκειμένω ναι την πληρότητα του “πραγματικού” της την ακυρότητα της αιτίας, ήτοι εν προκειμένω την ακυρότητα της σύμβασης, και δεν μπορεί να στηριχθεί νομικά σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση”. Με την ως άνω κρίση του το Δικαστήριο εσφαλμένως σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 847, 849 ΑΚ, αντί για τις ορθές των άρθρων 361, 349, 380 ΑΚ,, πλην, όμως, ορθώς εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, αφού η επιστροφή ποσού που καταβλήθηκε για αιτία που δεν επακολούθησε γίνεται με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ωστόσο, η εσφαλμένη κρίση του Δικαστηρίου ως προς τις διατάξεις της εγγυοδοσίας, δεν οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, διότι όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της εφαρμογής των διατάξεων περί εγγύησης αντί εκείνων περί εγγυοδοσίας, δέχθηκε ανελέγκτως ότι η μη εκτέλεση του συμφωνηθέντος έργου βαφής δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσίβλητου-οφειλέτη αλλά σε αντισυμβατική συμπεριφορά του αναιρεσείοντα-δανειστή, ο οποίος απαγόρευσε στον οφειλέτη να εκτελέσει το έργο καθιστάμενος έτσι υπερήμερος δανειστής. Στη συνέχεια δε και εφόσον, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το έργο δεν εκτελέστηκε ο υπερήμερος δανειστής όφειλε να επιστρέψει το ληφθέν ποσό της εγγυοδοσίας κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, ως προς το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της υποχρέωσης επιστροφής από τον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος ποσού της εγγυοδοσίας δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών αιτιολογιών, αφού εξέθεσε σ’ αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, με βάση τα οποία κατέληξε στην παραπάνω κρίση του. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ διότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, προϋπόθεση αναγκαία για να αναιρεθεί η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της (ΑΠ 19/2018). Καθ` όσο μέρος εξάλλου, υπό το πρόσχημα της επίκλησης της πλημμέλειας του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, ήτοι ανεπαρκούς αιτιολογίας, πλήττεται η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί την αξιολόγηση των πραγματικών γεγονότων, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος (ΑΠ 270/2018).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής “πράγματα”, των οποίων η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων κλπ., ιδρύει τον προβλεπόμενο ως άνω αναιρετικό λόγο, αποτελούν οι αυτοτελείς, νόμιμοι και παραδεκτά προταθέντες στο δικαστήριο της ουσίας πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 3/1997), και όχι και οι μη νόμιμοι, επουσιώδεις και αλυσιτελείς ισχυρισμοί που δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και επί των οποίων το δικαστήριο δεν υποχρεούται ν` απαντήσει, ούτε η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν στοιχειοθετείται, όμως, σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), τούτο δε συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον φερόμενο ως μη ληφθέντα υπόψη ισχυρισμό, απορρίπτει δηλ. αυτόν “εκ των πραγμάτων” κατ` ουσίαν. (ΑΠ 23/2020, ΑΠ 116/2020, ΑΠ 123/2020 ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013, ΑΠ 1721/2012).
Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ. 5 ΚΠολΔ, ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και συγκεκριμένα τον παραδεκτώς προταθέντα ισχυρισμό περί μερικού συμψηφισμού της ένδικης απαίτησης. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τον ανωτέρω ισχυρισμό και τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σε βάρος του ηττηθέντος αναιρεσείοντος, εφόσον ο αναιρεσίβλητος ερημοδικεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-2-2019 αίτηση του Σ. Κ. του Μ., για αναίρεση της με αριθμό 2649/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις των μικροδιαφορών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ