Αριθμός 152/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γ. Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου και Μ. Ανδρικοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Σ. του Ι., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Περσεφόνη Ταρναρά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: Κ. Π. του Σ., κατοίκου …, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-6-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 86/2015 μη οριστική, 66/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 148/2018 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29-8-2018 αίτησή του και τους από 10-6-2019 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 576 παρ. 1, 2 και 3, 568 παρ. 1 και 498 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση δεν εμφανισθεί κάποιος διάδικος ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει εάν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση ή, όταν την επισπεύδει άλλος, εάν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β` και γ` ΚΠολΔ, που έχουν γενική εφαρμογή, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, υπό την προϋπόθεση ότι ο απολειπόμενος κατά την μετ` αναβολή δικάσιμο διάδικος, είχε νόμιμα κλητευθεί να παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο ή είχε νόμιμα παραστεί κατά την ίδια δικάσιμο, οπότε με τη νόμιμη παράστασή του χωρίς εναντίωσή του, καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο (ΚΠολΔ 573, ΑΠ 61/2020). Περαιτέρω, με το άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 ορίστηκαν τα εξής: “2. Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα”. Με την προαναφερόμενη διάταξη προβλέπεται μεν ο αυτεπάγγελτος επαναπροσδιορισμός της συζήτησης των υποθέσεων που ματαιώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, πλην, όμως, σε περίπτωση ερημοδικίας κατά την ορισθείσα νέα δικάσιμο κάποιου διαδίκου, προκειμένου να ισχύσει η με πρωτοβουλία του γραμματέα εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, ως κλήτευση κατ’ αυτή του απολειπόμενου διαδίκου, απαιτείται ως προϋπόθεση ο εν λόγω διάδικος είτε να είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή να είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της αναστολής. Σε αντίθετη περίπτωση, η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο για τη νέα δικάσιμο, δεν ισχύει ως κλήτευσή του κατ’ αυτή και απαιτείται η νόμιμη κλήτευσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την 631Ε/3-7-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Καβάλας Β. Μ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης κατά της 148/2018 απόφασης του Εφετείου Θράκης, με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 27/4/2020, οπότε η υπόθεση ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, επαναπροσδιορίστηκε δε αυτή αυτεπαγγέλτως κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με πράξη του προέδρου του Α2 τμήματος και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020. επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση προς την αναιρεσίβλητη. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο, ούτε κατέθεσε κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δήλωση μη παράστασης κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία της, σαν να ήταν αυτή παρούσα (ΚΠολΔ 568 παρ. 4, 576 παρ.2).
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 148/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία έγινε δεκτή η από 12/6/2017 έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της 66/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας που είχε απορρίψει την από 10/6/2014 αγωγή της και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο – εφεσίβλητο και ήδη αναιρεσείοντα να καταβάλει στην ενάγουσα- εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη, ως μηνιαία διατροφή, το ποσό των 200 ευρώ, για χρονικό διάστημα τριών ετών αρχής γενομένης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης. Κατά το άρθρο 1442 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 του Ν. 1329/1983, “εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο: 1. αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας, που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή του, 2. αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, 3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα, που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου, 4. σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής, κατά την έκδοση του διαζυγίου, επιβάλλεται από λόγους επιείκειας”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η μεν βασική προϋπόθεση της αξίωσης διατροφής, ήτοι “η αδυναμία εξασφάλισης της διατροφής του πρώην συζύγου από τα εισοδήματα ή την περιουσία του”, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής διατροφής, η δε πρόσθετη προϋπόθεση της αδυναμίας έναρξης ή συνέχισης της άσκησης επαγγέλματος (1442 παρ. 1) ή της ύπαρξης λόγων επιείκειας για την παροχή διατροφής (1442 παρ. 4), πρέπει να υπάρχει, κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου (ΑΠ. 1567/2012, ΑΠ 1921/2009). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1487 και 1493 του ΑΚ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1443 του ίδιου κώδικα, όπως και αυτό ισχύει μετά το Ν.1329/1983, εφαρμόζονται αναλόγως και για το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο, συνάγεται ότι η αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνο όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο πρώην σύζυγος να μην μένει αβοήθητος, όταν δεν μπορεί με τα εισοδήματα, την περιουσία του ή το δυνάμενο να ασκηθεί από αυτόν επάγγελμα, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις μετά το διαζύγιο συνθήκες ζωής του.
Συνεπώς, γενική προϋπόθεση για την γένεση αξίωσης διατροφής πρώην συζύγου, όταν ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο, μετά την ισχύ του Ν. 1329/1983, είναι η απορία του δικαιούχου πρώην συζύγου και η ευπορία του υπόχρεου, επιπλέον δε, από την πλευρά του δικαιούχου πρέπει να συντρέχει και μια από τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1442 ΑΚ. Ως απορία του δικαιούχου θεωρείται η αδυναμία του πρώην συζύγου να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα και την περιουσία του, ευπορία δε του υπόχρεου, (που δεν σημαίνει οπωσδήποτε και κάποιο ιδιαίτερο πλούτο), η οποία, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1487 και 1443 εδ. α’ ΑΚ, πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται διατροφή, είναι η δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Έτσι, είναι δυνατόν, ενόψει όλων των συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υπόχρεου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής, όταν ο πρώτος, που στο πρόσωπό του συντρέχει μια των προαναφερόμενων πρόσθετων προϋποθέσεων (κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου αδυναμία άσκησης ή συνέχισης επαγγέλματος ή ύπαρξη λόγων επιείκειας), έχει μικρής έκτασης απρόσοδα περιουσιακά στοιχεία, των οποίων είτε είναι δυσχερής η εκποίηση, είτε επιβάλλεται η διατήρησή τους για λόγους προνοίας, προς εξασφάλισή του στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (ΑΠ 1567/2012, ΑΠ 1427/2012). Η υποχρέωση για την κατά τα άρθρα 1442 επ. ΑΚ οφειλόμενη μετά το διαζύγιο διατροφή, υπάρχει ακόμα κι αν ο δικαιούχος είναι υπαίτιος του διαζυγίου. Στην περίπτωση αυτή όμως η οφειλόμενη διατροφή ,μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή) μετά από ένσταση του υπόχρεου, για την πληρότητα όμως της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα, όπως επίσης και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής (ΑΠ 873/2017, ΑΠ 551/2011). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Υπάρχει δε θεμελίωση του λόγου αυτού όταν το δικαστήριο δέχτηκε, παρά το νόμο, την αγωγή ως ορισμένη ενώ αυτή ήταν αόριστη (ΑΠ 119/2014, ΑΠ 883/2011, ΑΠ 1452/2007). Ο προβλεπόμενος με την διάταξη αυτή αναιρετικός λόγος αναφέρεται μόνο στις δικονομικές ακυρότητες, δηλαδή εκείνες οι οποίες ανάγονται στη διαδικασία και είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικών διατάξεων, όχι δε σε ακυρότητες του ουσιαστικού δικαίου, η παράβαση των οποίων ελέγχεται αναιρετικώς με τον από το άρθρο 559 αριθ. 1 προβλεπόμενο λόγο. (ΑΠ 99/2020, ΑΠ 116/2020).
Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται από τον αναιρεσείοντα στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, κατά την περί τούτου ένστασή του διότι δεν αναφέρονταν σ’ αυτήν ούτε το ύψος των εισοδημάτων του ώστε να κριθεί η ευπορία του ούτε το ύψος των συνολικών αναγκών της ενάγουσας ώστε, εξαντλούμενων όλων των οικονομικών της δυνατοτήτων από τα εισοδήματα και την περιουσία της, να προκύψει η απορία της. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της από 10/6/2014 αγωγής, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη επικαλείται όλα τα απαιτούμενα για την θεμελίωση της αξίωσής της στοιχεία αφού αναφέρει τόσο τα εισοδήματα του εναγόμενου (συνολικό καθαρό εισόδημα κατά τα έτη 2008, 2009, 2010 το ποσό των 49.866, 48.397 και 49.529 ευρώ, αντίστοιχα) όσο και τις δικές της ανάγκες, ήτοι μηνιαίο ποσό διατροφής 900 ευρώ (450 ευρώ για έξοδα κοινόχρηστων δαπανών, κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος για το διαμέρισμα που διαμένει με τον ενήλικο γιο της Σ. και 450 ευρώ για κάλυψη στοιχειωδών αναγκών συντήρησης, διατροφής, ένδυσης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αφού στερείται ασφάλειας και αντιμετωπίζει καρδιολογικά και οφθαλμολογικά προβλήματα), ποσό το οποίο ο εναγόμενος μπορεί να καταβάλει χωρίς να κινδυνεύσει η δική του διατροφή. Με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1442 ΑΚ, που είναι η απορία του δικαιούχου και η ευπορία του υπόχρεου, ο οποίος δύναται να καταβάλει το αιτούμενο ποσό χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή. Κατά συνέπεια ο ως άνω λόγος είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία• αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνον όσοι τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή της ενστάσεως ή όσοι αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με τη διάταξη του ίδιου άρθρου αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το ως απαράδεκτο, του οποίου η από το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ιδρύει λόγο αναιρέσεως, νοείται όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά εκείνο που είναι συνέπεια παραβιάσεως δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη (ΑΠ 1554/2010).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της εκκαλούσας (ενάγουσας) και ήδη αναιρεσίβλητης περί αδυναμίας ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων, τον οποίο η τελευταία, ως εκκαλούσα, το πρώτον διατύπωσε με την έφεσή της. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, ο ισχυρισμός ότι η ενάγουσα είχε αδυναμία να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά της στοιχεία δεν αποτελεί νέο ισχυρισμό κατά την έννοια του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ώστε να υπόκειται στην καθιερούμενη με το εν λόγω άρθρο απαγόρευση, αφού δεν τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, αλλά αποτελεί αρνητικό ισχυρισμό και πραγματικό επιχείρημα κατά της ένστασης του εναγόμενου αναιρεσείοντος περί ύπαρξης και άλλων, πλην των αναφερόμενων στην αγωγή, περιουσιακών της στοιχείων, που μπορούσαν να εκμισθωθούν ή εκποιηθούν, κατά παραδοχή του οποίου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 1532/2017, ΑΠ 2267/2013, ΑΠ 1389/2012, ΑΠ 2142/ 2007). Δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, μόνον, όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για. την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011). Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι ορισμένος, εφόσον στο αναιρετήριο αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών της απόφασης, δηλαδή εφόσον προσδιορίζεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια (ΑΠ 1414/2017, ΟλΑΠ 20/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: “Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 16-8-1970 στην Καβάλα, από τον οποίο απέκτησαν τέσσερα τέκνα, τον ήδη αποβιώσαντα Ι., τον Γ., ηλικίας σήμερα 43 ετών, την Μ. ηλικίας σήμερα 35 ετών και τον Σ. ηλικίας σήμερα 26 ετών. Με την αριθ. 328/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας που κατέστη αμετάκλητη με την με αριθ..42/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, λύθηκε ο γάμος των διαδίκων, κατά τη διάρκεια του οποίου η ενάγουσα δεν εργαζόταν και ασχολούνταν αποκλειστικά με την ανατροφή και επιμέλεια των κοινών τους τέκνων, ενόψει και της μακροχρόνιας απουσίας του εναγομένου από την οικογενειακή στέγη, εξαιτίας της εργασίας του ως μηχανικός του εμπορικού ναυτικού. Ο εναγόμενος είναι συνταξιούχος του Ν.Α.Τ. και λαμβάνει μηνιαία σύνταξη που ανερχόταν από 1.533,15 ευρώ κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2014, σε 1.510,07 ευρώ κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2015, στο ποσό των 1.447,94 ευρώ κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2016 και στο ποσό των 1.333,41 ευρώ κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2017 (βλ. σχετικά ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων από το “Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο”). Κατά τα έτη 2012, 2013 και 2014 το συνολικό δηλωθέν εισόδημα από τον εναγόμενο ανερχόταν σε 28.882,84 ευρώ, 25.588,68 ευρώ και 20.703,64 ευρώ αντίστοιχα (βλ. την αριθ. πρωτ. 7268/20-2-2015 βεβαίωση της ΙΓ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών που η ενάγουσα έλαβε κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1445 εδ. β’ Α.Κ. και 51 § 7α Ν.3842/2010). Ο εναγόμενος μετά τη λύση του γάμου του με την ενάγουσα τέλεσε νέο γάμο το έτος 2007 με την L. P., με την οποία διαμένουν σε διαμέρισμα της πλήρους κυριότητάς του, εμβαδού 95,60 τ.μ., κείμενο επί της οδού … αριθ. … στην …. Ο εναγόμενος είναι επίσης κύριος ενός παλαιού αυτοκινήτου έτους κυκλοφορίας 1999 και ενός οικοπέδου, εμβαδού 911,70 τ.μ., επί του οποίου ανήγειρε εξοχική κατοικία, εμβαδού κυρίων χώρων 70,68 τ.μ. και βοηθητικών χώρων 36,80 τ.μ. κατά το έτος 2011 στα …. Εξάλλου, ο εναγόμενος παρουσιάζει έντονη ιδιοπαθή οστεοπόρωση των ισχίων και λαμβάνει ειδική φαρμακευτική αγωγή (βλ. το από 3-11-2014 ιατρικό σημείωμα του ενδοκρινολόγου-διαβητολόγου Γ. Κ.) και η νυν σύζυγός του L. P. πάσχει από πολυεστιακό θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδή και έχει υποβληθεί σε ολική θυρεοειδεκτομή το έτος 1997, έκτοτε δε βρίσκεται υπό θεραπευτική αγωγή και τακτική παρακολούθηση, τα έξοδα των οποίων καταβάλλει ο εναγόμενος σύζυγός της, ο οποίος διαθέτει επίσης το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως για τα έξοδα παροχής νερού, ηλεκτρικού ρεύματος και κοινοχρήστων. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος καταβάλλει το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ μηνιαίως στην άνεργη θυγατέρα του Μ. για συμπλήρωση της διατροφής της και το ποσό των (229,83 +170,79=) 400,62 ευρώ μηνιαίως σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία ως ασφάλιστρα για ασφαλίσεις ζωής του ιδίου και της συζύγου του. Η ενάγουσα που γεννήθηκε το έτος 1948 κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου της ήταν ηλικίας 56 ετών, το τελευταίο τέκνο της ήταν ηλικίας 12 ετών και καθόσον δεν είχε καμία εργασιακή εξειδίκευση και προηγούμενη εμπειρία ήταν αδύνατο να εργασθεί. Κατά το έτος 1996 η ενάγουσα αγόρασε ένα διαμέρισμα στον πρώτο όροφο οικοδομής κειμένης επί της οδού … στην …, εμβαδού 49,26 τ.μ., στο οποίο κατοικεί μαζί με τον ενήλικο άνεργο υιό της Σ., στον οποίο μεταβίβασε με το με αριθ. …/…-12-2010 συμβόλαιο γονικής παροχής την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας την επικαρπία, ώστε το ακίνητο αυτό δεν είναι πρόσφορο προς εκποίηση. Περαιτέρω, η ενάγουσα είναι επικαρπώτρια ποσοστού 67,858% εξ αδιαιρέτου ενός διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου, εμβαδού 75 τ.μ., κειμένου επί της οδού … στην …, στο οποίο ανήκει και υπόγειος αποθηκευτικός χώρος, εμβαδού 43,20 τ.μ., που χρησιμοποιείται και από άλλη οριζόντια ιδιοκτησία. Ποσοστό 10,714% εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας ανήκει σε έκαστο των αδελφών της ενάγουσας Ε. και Σ. Π., ενώ δυνάμει του αριθ. …/…-8-2012 συμβολαίου γονικής παροχής η ενάγουσα μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα που είχε επί του ως άνω ακινήτου δυνάμει αποδοχής κληρονομιάς στον υιό της Γ. Σ.. Η αντικειμενική αξία του ως άνω ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 66.150,00 ευρώ, πλην όμως η εμπορική του αξία δεν είναι μεγαλύτερη από 15.000,00 ευρώ και δεν αποφέρει κανένα εισόδημα στην επικαρπώτρια ενάγουσα, καθόσον δεν εκμισθώνεται εξαιτίας της κακής του κατάστασης, αφού χρήζει εκτεταμένης ανακαίνισης και βρίσκεται στην εμπορικά υποβαθμισμένη περιοχή του συνοικισμού των … (βλ. την από το μήνα Μάιο του έτους 2016 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Χ. Σ.), ενώ η μεταβίβαση του προαναφερόμενου ποσοστού ψιλής κυριότητας στο τέκνο της επ’ ουδενί αποδείχθηκε ότι αποτελεί πρόκληση απορίας της, αφού η μεταβίβαση έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον της ενάγουσας προς το τέκνο της. Περαιτέρω, πρόκληση απορίας από την ενάγουσα εξαιτίας του μικρού ποσοστού συγκυριότητας, της μικρής έκτασης του ακινήτου, της θέσης και της μικρής αξίας του δεν συνιστά ούτε και η μεταβίβαση δυνάμει του αριθ. …/2008 συμβολαίου δωρεάς προς τον ανιψιό της Σ. Π. του Ι. ποσοστού 35,716% εξ αδιαιρέτου πλήρους κυριότητας ενός γεωτεμαχίου, έκτασης 2.375 τ.μ. στη θέση Υψώματα … στην ….
Συνεπώς, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση που προβάλλει ο εναγόμενος περί εκούσιας πρόκλησης απορίας της ενάγουσας. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει στην κυριότητά της ένα αγροτεμάχιο άρτιο και οικοδομήσιμο, έκτασης 5.003,50 τ.μ. στη θέση “…” στην περιοχή … του …, το οποίο απέκτησε από δωρεά από τον εναγόμενο κατά το έτος 1992 και η εμπορική του αξία ανερχόταν τότε στο ποσό των 2.000.000 δρχ.. Το ως άνω ακίνητο προσπαθεί να εκποιήσει η ενάγουσα, χωρίς να αξιώνει υψηλό τίμημα (βλ. την από 18-6-2013 αγγελία της στην εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΑΓΓΕΛΙΕΣ”), πλην όμως αυτό δεν κατέστη δυνατόν. Τέλος, δια της αριθ. 61/30-4-2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, που κατέστη τελεσίδικη στις 22-5-2015 επιδικάσθηκε υπέρ της ενάγουσας το ποσό των 11.546,35 ευρώ για την αποκατάσταση της σωματικής βλάβης και για ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης που υπέστη συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. Εξαιτίας του ως άνω τραυματισμού της (συνδεσμική κάκωση δεξιού γόνατος με ρήξη οπισθίου χιαστού) η ενάγουσα παρουσιάζει οπίσθια αστάθεια δεξιού γόνατος και αρχόμενη οστεοαρθρίτιδα δεξιού γόνατος (βλ. την από 15-3-2016 ιατρική γνωμάτευση Διευθυντή της Ορθοπαιδικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας Σ. Σ.). Παράλληλα, η ενάγουσα πάσχει από νόσο του θυρεοειδούς και παρουσιάζει αγχώδεις και καταθλιπτικές εκδηλώσεις από δεκαετίας με αφορμή τη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο και παρακολουθείται στο Κ.Ψ.Χ. από το έτος 2007, ενώ λαμβάνει βοηθητική ψυχιατρική αγωγή (βλ. την από 16-10-2014 ιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας Ε. Π.). Επίσης πάσχει από αρτηριακή υπέρταση με συχνές αιχμές υπερτασικής κρίσης και θυρεοειδοπάθεια (βλ. τις από 24-2-2016 και 24-12-2016 ιατρικές γνωματεύσεις της παθολόγου-Διευθύντριας του Β’ Παθολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας Φ. Λ.), από παροξυντική ταχυαρρυθμία σε έδαφος βαλβιδοπάθειας με συνοδό λιποθυμική τάση και χρήζει τακτικού καρδιολογικού ελέγχου (βλ. την από 25-2-2016 ιατρική γνωμάτευση του καρδιολόγου Σ. Α.). Ακόμη, η ενάγουσα εμφανίζει από του έτος 1990 πολυοζώδη βρογχοκήλη (βλ. την από 30-3-2016 ιατρική γνωμάτευση της ενδοκρινολόγου Μ. Σ.), πυρηνικό καταρράκτη άμφω σε εξέλιξη (βλ. την από 16-3-2016 ιατρική γνωμάτευση του χειρουργού οφθαλμιάτρου Α. Π.), γαστρο/οισοφαγική παλλινδρόμηση και εκκολπωματώδη νόσο του παχέος εντέρου (βλ. την από 16-3-2016 ιατρική γνωμάτευση του ειδικού γαστρεντελόγου Μ. Μ.). Επίσης, η ενάγουσα έχει προβεί σε ρύθμιση βεβαιωμένης οφειλής της προς την Δ.Ο.Υ. Καβάλας, ποσού 294,83 ευρώ και καταβάλλει από την 12-2-2015 σε δέκα μηνιαίες δόσεις ποσού 29,48 ευρώ. Λόγω της ιδιόκτητης κατοικίας της δεν καταβάλλει έξοδα μισθώματος, πλην όμως βαρύνεται με έξοδα παροχών ύδρευσης, ηλεκτρικού ρεύματος, κινητής τηλεφωνίας και κοινοχρήστων εξόδων, ανερχόμενα κατά μέσο όρο στο ποσό των 150,00 μηνιαίως. Κατά τα κρίσιμα φορολογικά έτη 2013, 2014, 2015 και 2016 η ενάγουσα δήλωσε εισοδήματα ποσού αντίστοιχα 4.578,14 ευρώ, 4.578,14 ευρώ, 0,10 ευρώ, 0,08 ευρώ, άντίστοιχα (βλ. εκκαθαριστικά σημειώματα της ενάγουσας των αντιστοίχων ετών). Περαιτέρω, αποδεικνύεται η ενάγουσα λαμβάνει από τον Ιούνιο του έτους 2016 μηνιαίο επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα καθαρού ποσού 347,04 ευρώ (βλ. την από 10-11-2017 βεβαίωση του Ο.Γ.Α.), ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει σταθερό εισόδημα από άλλη πηγή, καθώς δεν αποτελούν τέτοια τα βοηθήματα-δάνεια που αναγκάζεται η ενάγουσα να ζητήσει από τους οικείους της (αδέλφια της). Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε η μεγάλη εμπορική αξία και το ρευστοποιήσιμο των ακινήτων της ενάγουσας ούτε προέκυψε ότι η ενάγουσα αποκομίζει εξ αυτών οιονδήποτε εισόδημα. Ειδικώς, η εκποίηση, αιτία πωλήσεως, του επικοίνου ακινήτου στην Καβάλα μόνον κατά το ιδανικό μερίδιο συγκυριότητος αναμένεται ότι δεν θα προσελκύσει το ενδιαφέρον υποψηφίων αγοραστών ώστε να αποβαίνει ανέφικτη ή πάντως, ιδιαιτέρως δυσχερής η, εκ μέρους της συγκυρίας ενάγουσας πώληση και μεταβίβαση του επ’ αυτού (επικοίνου) ιδανικού μεριδίου της. Εν πάσει περιπτώσει, η ενάγουσα ουδόλως υποχρεούται να εκποιήσει τα ως άνω ακίνητα καθόσον είναι ενδεχόμενο στο μέλλον να ανακύψει έκτακτη οικονομική ανάγκη η οποία να επιβάλλει την εκποίηση. Άλλη περιουσία δεν διαθέτει η ενάγουσα ούτε εισοδήματα από οιανδήποτε άλλη πηγή και δεν έχει υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων. Περαιτέρω, η ενάγουσα από της λύσεως του γάμου δεν μετέρχεται ούτε έχει, την δυνατότητα να μετέλθει οιονδήποτε βιοποριστικό επάγγελμα λόγω της προϊούσας ηλικίας της, της επισφαλούς καταστάσεως της υγείας της και της ελλείψεως εργασιακών προσόντων σχετικώς. Εν όψει των ανωτέρω, η ενάγουσα, πράγματι, δεν δύναται να εξασφαλίσει τα προς το ζην καθ’ ολοκληρίαν εξ ιδίων και τελεί σε μερική απορία υπό την συνδρομή της οποίας έχει αξίωση συμπληρωματικής διατροφής έναντι του (εναγομένου) πρώην συζύγου της. Υπό τα αποδειχθέντα, η διατροφή της ενάγουσας ανέρχεται κατά το κρίσιμο από την (επομένη) της επιδόσεως της αγωγής και επί τρία έτη χρόνο στο ποσόν των 500,00 ευρώ μηνιαίως, το οποίο είναι ανάλογο προς τις ανάγκες της όπως αυτές προέκυψαν από τις συνθήκες της ζωής της μετά το διαζύγιο και το οποίο (το ποσόν) ανταποκρίνεται σε όλα τα απαραίτητα έξοδα της αυτοτελούς διαβίωσής της. Ως εκ των δεδομένων τούτων, η ενάγουσα, εφόσον στερείται, όπως προελέχθη, οιουδήποτε άλλου εισοδήματος πλην του παρεχομένου από τον Ο.Γ.Α. μηνιαίου επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα, ποσού 347,04 ευρώ από το έτος 2016 και του ποσού της αποζημίωσης για τα προηγούμενα έτη, η ανάλογη διατροφή την οποία υποχρεούται ο εκκαλών να της καταβάλλει, χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της σχετικής ένστασης, ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα τριών ετών, αρχής γενομένης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής”. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, διότι διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες. Και τούτο διότι παραλείπει και δεν προσδιορίζει το ποσό με το οποίο βαρύνεται ο εναγόμενος για τη θεραπευτική αγωγή της νυν συζύγου του, τη δαπάνη της οποίας έχει αναλάβει ο ίδιος. Ειδικότερα, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο εναγόμενος καταβάλλει το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως για έξοδα παροχής νερού, ηλεκτρικού ρεύματος και κοινοχρήστων. το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ μηνιαίως στην άνεργη θυγατέρα του Μ. για συμπλήρωση της διατροφής της και το ποσό των (229,83 +170,79=) 400,62 ευρώ μηνιαίως σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία ως ασφάλιστρα για ασφαλίσεις ζωής του ιδίου και της συζύγου του, ήτοι συνολικά καταβάλει το ποσό των 850 ευρώ μηνιαίως. Περαιτέρω, ενώ δέχεται ότι η νυν σύζυγός του L. P. πάσχει από πολυεστιακό θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδή και έχει υποβληθεί σε ολική θυρεοειδεκτομή το έτος 1997, έκτοτε δε βρίσκεται υπό θεραπευτική αγωγή και τακτική παρακολούθηση, τα έξοδα των οποίων καταβάλλει ο εναγόμενος σύζυγός της, δεν αναφέρει σε ποιο ποσό ανέρχονται τα έξοδα αυτά. Η αναφορά του ποσού αυτού είναι αναγκαία καθώς αφορά ζήτημα το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού συνεπεία της έλλειψης αυτής δεν προκύπτει το σύνολο των αναγκών του εναγόμενου ώστε να κριθεί αν, καταβάλλοντας το ποσό των 200 ευρώ στην ενάγουσα, τίθεται ή όχι σε διακινδύνευση η δική του διατροφή, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχαν πράγματι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1487 ΑΚ. Κατά συνέπεια πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 (και όχι από τον αριθμό 1) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκουσας της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, αφού η αναιρετική εμβέλεια του λόγου που έγινε δεκτός καθιστά αλυσιτελή την έρευνα των λοιπών λόγων, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, κατ` άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 148/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί όμως από άλλο δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ