Αριθμός 170/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Μαρία Τζανακάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος – καλούντος: I. Π. του K., κατοίκου … ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σταθόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων – καθ’ ων η κλήση: 1) Π. Μ. του Ν., κατοίκου … 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ”, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “… (πρώην “… ΑΑΕΖ”), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων οι 1ος και 2η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Γκέλη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και η 3η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κρεμεζή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-7-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2911/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4572/2013 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 8-7-2016 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 1948/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση της κρινόμενης, από 8-7-2016 με αριθμ. καταθ. 645/2016, αίτησης αναίρεσης. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με την από 16-7-2018 κλήση του αναιρεσείοντος.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Γεώργιο Χοϊμέ, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της 3ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση, με την από 16-7-2018 κλήση του αναιρεσείοντος, η υπό κρίση, από 8-7-2016, αίτηση αναίρεσής του, μετά την έκδοση της 1948/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναβλήθηκε, κατ’ άρθρ. 249 ΚΠολΔ, η συζήτηση της αίτησης αυτής μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το ζήτημα αν για τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από την 1η-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί να ισχύει (και μετά την 1η-1-2016) η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (που προβλέπει πλέον διετή προθεσμία). Επομένως, μετά την έκδοση της 10/2018 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που αποφάνθηκε θετικά για το επίμαχο αυτό ζήτημα, η ένδικη αναίρεση είναι παραδεκτή, αφού ασκήθηκε εμπρόθεσμα στις 15-7-2016 (σχετ. η 645/2016 πράξη κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών), δηλαδή μέσα στην τριετία από τότε που δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη 4572/23-7-2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία και δεν έχει επιδοθεί (άρθρ. 495 παρ. 1-2, 564 παρ.3, όπως ίσχυε πριν από την προαναφερόμενη αντικατάσταση, 577 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ, “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, πλην της περιουσιακής κατάστασης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 405/2015), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 1361/2013). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΑΠ Ολομ., 10/2017, 9/2015). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 604/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667, 670 έως 676 (681Α) ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν τότε, αφού έκρινε, κατά τις σχετικές παραδοχές του που δεν πλήττονται με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, ότι αποκλειστικά υπαίτιος του επίδικου τροχαίου ατυχήματος και του θανάσιμου τραυματισμού των πεζών, βουλγαρικής ιθαγένειας, Π. Μ. Π. και Α. – Σ. Π. (γιαγιάς και εγγονής, αντίστοιχα – ηλικίας, τότε, 56 και 6 ετών, αντίστοιχα), που προκλήθηκε από αυτό, ήταν ο οδηγός του … ΙΧΦ αυτοκινήτου Π. Ν. Μ. (πρώτος αναιρεσίβλητος), ιδιοκτησίας της δεύτερης αναιρεσίβλητης “… ΑΕ”), που ήταν ασφαλισμένο, για τις ζημίες έναντι των τρίτων, στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “… ΑΑΕΖ”, ήδη “… (τρίτη αναιρεσίβλητη), αναφορικά με το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης του αναιρεσείοντος (που έχει γεννηθεί κατά το έτος 1949), βουλγαρικής ιθαγένειας και κατοίκου … ο οποίος περιλαμβάνεται στα πρόσωπα που αποτελούν την “οικογένεια” των θυμάτων, ως σύζυγος και παππούς τους, αντίστοιχα, κατά το ελληνικό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται άμεσα στην ερευνώμενη υπόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ.1 και 2 του 864/2007 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2009 που άρχισε να εφαρμόζεται από τις 11-1-2009 (άρθρ. 31 και 32 αυτού), αν ληφθεί υπόψη ότι το ζημιογόνο γεγονός έλαβε χώρα (στην Αθήνα) στις 23-1-2009 (μετά την ισχύ του εν λόγω Κανονισμού), και 932 ΑΚ , δέχθηκε τα εξής που ενδιαφέρουν στην παρούσα αναιρετική δίκη: […Ο ενάγων συνδεόταν με τις θανατωθείσες με αμοιβαίους και άρρηκτους δεσμούς βαθιάς στοργής και αγάπης, αφοσίωσης και στενό ψυχικό δεσμό. Ο βίαιος, απρόσμενος και αιφνίδιος θάνατός τους, ο οποίος επήλθε εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος, προκάλεσε σε αυτόν βαθύτατο πόνο και θλίψη και προξένησε και μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά του, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται, για την αιτία αυτή, εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως… προς απάμβλυνση της έντονης ψυχικής οδύνης που υπέστη και για ηθική παρηγοριά και ψυχική του ανακούφιση. Η έκταση αυτής, ενόψει όλων των προαναφερθεισών περιστάσεων και αφού ληφθούν υπόψιν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αιφνίδια θανάτωση των συγγενών του, η αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου στην επέλευση του ατυχήματος, η ηλικία των θανατωθέντων κατά το χρόνο του θανάτου τους, η ηλικία και η ευαισθησία του παραπάνω δικαιούχου, σε συνδυασμό με το βαθμό του συναισθηματικού συνδέσμου του με καθεμία από τις θανατωθείσες που ήταν ανάλογος και με τη συγγένειά τους, η μέχρι το ατύχημα κατάσταση της υγείας τους, ο πόνος και η οδύνη που δοκίμασε και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων (για τους οποίους, ωστόσο, δεν προκύπτουν ιδιαίτερα εισοδήματα ή περιουσία, αφού δεν γίνεται σχετική επίκληση από τους διαδίκους), ενώ η ευθύνη της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας είναι μόνον εγγυητική…, πρέπει να καθορισθεί (α) στο ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ για τη σύζυγό του, πέραν του ποσού των 44 ευρώ για το οποίο ο ίδιος επιφυλάχθηκε να ασκήσει την αξίωσή του, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων και (β) στο ποσό των 8.000 ευρώ για την εγγονή του, το ύψος των οποίων κρίνεται εύλογο, κατ’ άρθρο 932 του Α.Κ., σταθμίζοντας το είδος της προσβολής και εκτιμώντας τα ως άνω στοιχεία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ορθό λόγο και τους κανόνες της λογικής…]. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, κατά το προαναφερόμενο κεφάλαιο, αφενός μεν, δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμες, τις εφέσεις των αναιρεσιβλήτων, ήτοι την από 4-10-2012 έφεση των πρώτου και δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, ως προς τον αναιρεσείοντα, και την από 5-9-2012 έφεση της τρίτης αναιρεσίβλητης, αφετέρου δε, απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την (αντίθετη) από 12-11-2012 έφεση του αναιρεσείοντος (που συνεκδίκασε), κατά της πρωτόδικης 2911/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε επιδικάσει, για την πιο πάνω αιτία, διαφορετικά – μεγαλύτερα ποσά (70.000 ευρώ και 10.000 ευρώ, αντίστοιχα), εξαφανίζοντάς την κατά τούτο και, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε κατ’ ουσίαν, δέχθηκε την αγωγή για τα ποσά αυτά των 40.000 ευρώ και 8.000 ευρώ, αντίστοιχα. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, δηλαδή με το να καθορίσει τη χρηματική ικανοποίηση του αναιρεσείοντος, λόγω ψυχικής οδύνης, στο ποσό των 8.000 ευρώ, ως προς την εγγονή του, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υπολείπεται, και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, είναι βάσιμοι, κατά το μέρος τους αυτό, οι σχετικοί πρώτος (κατά το πρώτο, νοηματικά, σκέλος) και δεύτερος, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων αποδίδει στην πληττόμενη απόφαση τις αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Εφετείο, κατά την εφαρμογή της, ουσιαστικού δικαίου, διάταξης του 932 του ΑΚ, καθώς και εκείνης του άρθρου 25 παρ. 1δ’ του Συντάγματος, επιδίκασε σ’ αυτόν, ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, από τον θανάσιμο τραυματισμό της εγγονής του, το ποσό αυτό, το οποίο, όμως, είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας (του τροχαίου ατυχήματος), με βάση τα αναφερόμενα στην απόφαση προσδιοριστικά κριτήρια για τον καθορισμό αυτής. Κατόπιν τούτου, παρέλκει η έρευνα των πρώτου, κατά το δεύτερο, νοηματικά, σκέλος, τρίτου και τέταρτου λόγων αναίρεσης, από τους αριθμούς 1, 8β’ και 11γ’, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά το μέρος που αφορούν το ίδιο κεφάλαιο της πληττόμενης απόφασης (ψυχική οδύνη του αναιρεσείοντος από τον θανάσιμο τραυματισμό της εγγονής του), καθόσον η αναιρετική εμβέλεια των πιο πάνω λόγων που έγιναν δεκτοί στο σύνολο του κεφαλαίου τούτου της προσβαλλόμενης με την αναίρεση απόφασης (ΑΠ 1637/2018, ΑΠ 1999/2017, ΑΠ 204/2017), ως προς τους διαδίκους της παρούσας δίκης, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λόγων αυτών, η παραδοχή των οποίων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Σε σχέση, όμως, με την επιδίκαση του ποσού των 40.000 ευρώ στον αναιρεσείοντα, ως χρηματική του ικανοποίηση, λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον θανάσιμο τραυματισμό της συζύγου του κατά το ίδιο τροχαίο ατύχημα, το Εφετείο, με την κρίση του αυτή, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το εν λόγω ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπολείπεται καταφανώς εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τα αναφερόμενα στην απόφαση προσδιοριστικά κριτήρια για τον καθορισμό αυτής και, ως εκ τούτου, οι ίδιοι λόγοι, κατά το σκέλος τους αυτό, είναι αβάσιμοι. Από τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 15 του νόμου 1329/1983, με τα οποία ορίζεται ότι α) οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας με την προσφορά της προσωπικής τους εργασίας, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους και β) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου, ενώ το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση, προκύπτει ότι θεσμοθετήθηκε, με βάση την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να συνεισφέρουν για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Η συνεισφορά αυτή καλύπτεται και με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών, ως ένα μέσο για την αντιμετώπιση των αναγκών του κοινού οίκου, στο μέτρο των δυνατοτήτων του κάθε συζύγου, υποχρέωση που γεννά εκ του νόμου δικαίωμα του άλλου να αξιώνει τη συνεισφορά των υπηρεσιών αυτών. Έτσι, στην περίπτωση θανάτου του ενός συζύγου και της συνακόλουθης απώλειας της δυνατότητας προσφοράς των προσωπικών του υπηρεσιών, ο επιζών σύζυγος δικαιούται να απαιτήσει, από τον υπαίτιο του θανάσιμου τραυματισμού, αποζημίωση για τη στέρηση των υπηρεσιών, που συνιστούσαν την από το νόμο οφειλόμενη συμβολή του θύματος στις οικογενειακές ανάγκες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 εδάφ. β’ του ΑΚ. Πρόκειται για γνήσια αξίωση αποζημίωσης, όπως και η προβλεπόμενη στην ίδια διάταξη αποζημίωση για στέρηση διατροφής (ΑΠ 1308/2015, ΑΠ 1136/2014, ΑΠ 873/2012, ΑΠ 788/2010, ΑΠ 2331/2009), που καταβάλλεται συνήθως με τη μορφή μηνιαίας χρηματικής προσόδου (άρθρ. 930 παρ. 1 εδάφ.α’ ΑΚ) και δικαιολογείται από το ότι με το θάνατο του υπόχρεου σε παροχή υπηρεσιών επέρχεται απόσβεση της σχετικής αξίωσης. Η ύπαρξη και το μέγεθος της ζημίας που μπορεί να ζητηθεί ως αποζημίωση θα εξαρτάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το συσχετισμό των δυνάμεων των συζύγων, από τον οποίο θα προκύπτει η υποχρέωση, το είδος και το μέγεθος συνεισφοράς του παθόντος συζύγου με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, βάσει των στοιχείων που θα εκτίθενται από τους διαδίκους (ΑΠ Ολομ. 39/1997, ΑΠ 1637/2018). Ο συσχετισμός των προσφερόμενων, κατά περίπτωση, υπηρεσιών είναι αναγκαίος όχι για να υπολογιστούν, αποτιμώμενα χρηματικώς, τα συνολικά εισοδήματα των δύο συζύγων και να επιμεριστούν στη συνέχεια για τον καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες και τη συμβολή του στη δημιουργία του οικογενειακού προϋπολογισμού, αλλά για να προσδιοριστεί το ύψος της απώλειας που υπέστη ο επιζών σύζυγος από τη μη προσφορά υπηρεσιών, τις οποίες θα είναι υποχρεωμένος να αναπληρώσει με την απασχόληση οικιακής βοηθού, την οποία όμως δεν είναι αναγκαίο και να προσλάβει (ΑΠ 1637/2018, ΑΠ 84/2005). Επισημαίνεται ότι η έννοια της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ εμπεριέχει εννοιολογικά και τη “διατροφή” και την “παροχή υπηρεσιών” και, έτσι, η σχετική αξίωση του επιζώντος συζύγου να ζητήσει αποζημίωση για στέρηση συνεισφοράς καλύπτεται, σε κάθε περίπτωση, από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 928 εδάφ. β’ ΑΚ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Στην ερευνώμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την πληττόμενη απόφασή του, ως προς το κεφάλαιο αποζημίωσης για στέρηση διατροφής και παροχής υπηρεσιών, κατ’ άρθρ. 928 εδάφ. β’ ΑΚ, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά γεγονότα (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: […αποδείχθηκε ότι η θανατωθείσα Π. Π. γεννήθηκε κατά το έτος 1953 και συνεπώς κατά το χρόνο του θανάτου της ήταν 56 ετών, ήταν δε σύζυγος του ενάγοντος… Είχε μεταναστεύσει μαζί με το σύζυγό της στην Ελλάδα, όπου ζούσαν μόνιμα και εργαζόταν απασχολούμενη ως καθαρίστρια και οικιακή βοηθός και από την εργασία της αυτή, όπως προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα της τελευταίας κοινής φορολογικής δηλώσεως αυτής και του ενάγοντος συζύγου της (έτους 2009), αποκόμιζε εισόδημα ανερχόμενο στο ποσό των 5.626,25 ευρώ ετησίως, ήτοι, 469 ευρώ μηνιαίως. Ήταν δε υγιής και αρτιμελής και προβλέπεται μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ότι από τις 23-01-2009, οπότε ζητείται, κατ’ αρχήν, από τον ενάγοντα αποζημίωση και μέχρι την ηλικία των 65 ετών τουλάχιστον, οπότε θα είχε συνταξιοδοτηθεί, θα ζούσε και θα μετερχόταν το ίδιο επάγγελμα, εσοδεύοντας, αν δεν μεσολαβούσε ο θάνατος της, το ίδιο χρηματικό ποσό μηνιαίως. Παραλλήλως με την εργασία της συνεισέφερε στη συζυγική οικία την προσωπική της εργασία προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και τις φροντίδες προς το σύζυγο της και συγκεκριμένα με την παρασκευή του φαγητού, την καθαριότητα της οικίας, το πλύσιμο και σιδέρωμα των ρούχων της οικογένειας, οι οποίες αποτιμώνται, κατά τα διδάγματα της κοινής ανθρώπινης πείρας, στο ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως. Ο ενάγων, ο οποίος γεννήθηκε κατά το έτος 1949 και συνεπώς κατά το χρόνο του θανάτου της ήταν 60 ετών, δεν εργαζόταν τότε, ελάμβανε δε σύνταξη αναπηρίας από το Ι.Κ.Α., το ύψος της οποίας, κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ανερχόταν, κατά δήλωσή του, στο ποσό των 340 ευρώ μηνιαίως. Ωστόσο, δεν προσκομίζονται πρόσφατα παραστατικά έγγραφα από τα οποία να αποδεικνύεται η απονομή και λήψη συντάξεως, καθώς και το ποσό αυτής, ενώ την 01η-02-2007 του απονεμήθηκε σύνταξη αναπηρίας έως τις 31.03.2008, το ύψος της οποίας ορίσθηκε σε 226,86 ευρώ μηνιαίως. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το παραπάνω εκκαθαριστικό σημείωμα της κοινής φορολογικής δηλώσεως του ίδιου και της θανατωθείσας για το έτος 2009, δήλωσε εισόδημα, ανερχόμενο στο ποσό των 5.456,18 ευρώ ετησίως, ήτοι 455 ευρώ μηνιαίως. Επιπλέον, όσο ζούσε η θανατωθείσα σύζυγος του, συνεισέφερε, κατά τα διδάγματα της κοινής ανθρώπινης πείρας, στη συζυγική οικία και τις προσωπικές του υπηρεσίες και ειδικότερα εκτελούσε εξωτερικές εργασίες (όπως πληρωμή λογαριασμών κοινής ωφέλειας, εκκρεμότητες σε δημόσιες υπηρεσίες, κ.λπ.), μικροεπισκευές στην οικία τους, ενώ απασχολούνταν και με την προμήθεια τροφίμων και αναγκαίων αγαθών για τη συντήρησή τους, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η αναπηρία του τον εμπόδιζε να ασχολείται με τις παραπάνω εργασίες και δραστηριότητες, λαμβανομένου μάλιστα υπόψιν, όπως και ο ίδιος ομολογεί, ότι είχε αντίστοιχη ικανότητα να ασχολείται και να φροντίζει επί καθημερινής βάσεως την εγγονή του και να την συνοδεύει στο σχολείο και την ψυχαγωγία της. Έτσι, το σύνολο των οικονομικών δυνάμεων αμφότερων των συζύγων ανερχόταν στο ποσό των 1.324 ευρώ (ήτοι, 469 + 200 =669 ευρώ η συνεισφορά της θανατωθείσας +455 + 200 = 655 η αντίστοιχη συνεισφορά του ενάγοντος). Οι ανάγκες διαβιώσεως αυτών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί ανάλογα με τις συνθήκες της ζωής τους, ανέρχονταν, όπως και ο ενάγων συνομολογεί στην αγωγή, στο ποσό των 1.250 ευρώ μηνιαίως με ίσο ποσό συμμετοχής (1/2) για καθέναν από τους συζύγους. Από το συσχετισμό και τη σύγκριση των άνω παροχών, ιδίως δε από τα ίδια εισοδήματα κάθε συζύγου και τις μηνιαίες εν ζωή ίσες ανάγκες διαβιώσεως καθενός από αυτούς, δεν προκύπτει υπέρ του ενάγοντος διαφορά, αφού η συνεισφορά του κάθε συζύγου ήταν ίση με την αντίστοιχη του άλλου, και έτσι αυτός δεν είχε αποκτήσει έναντι της θανατωθείσας κατά το χρόνο του θανάτου της δικαίωμα διατροφής και υπηρεσιών και συνακόλουθα δεν δικαιούται να ζητήσει από τους εναγόμενους οποιοδήποτε ποσό λόγω αποστερήσεως αυτών. Επομένως, το σχετικό κονδύλιο της αγωγής κρίνεται απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο…]. Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο [που εφάρμοσε, ως προς την επίδικη αξίωση αποζημίωσης (για στέρηση παροχής υπηρεσιών), το ελληνικό δίκαιο, αφού ο θάνατος της αλλοδαπής συζύγου του αναιρεσείοντος επήλθε από αδίκημα που συνέβη στην Ελλάδα (ΑΠ 1308/2015)], δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμες, κατά το κεφάλαιο τούτο, τις πιο πάνω δύο εφέσεις των αναιρεσιβλήτων κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή, κατά ένα μέρος, αξίωση του αναιρεσείοντος (συζύγου του πρώτου θύματος) για επιδίκαση αποζημίωσης για την πιο πάνω αιτία (με την επισήμανση ότι αξίωση του αναιρεσείοντος για επιδίκαση αποζημίωσης, εξαιτίας στέρησης διατροφής, είχε απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, χωρίς να προσβληθεί από τον αναιρεσείοντα, κατά το εν λόγω μέρος, η πρωτοβάθμια απόφαση), εξαφάνισε αυτήν, κατά το μέρος που είχε γίνει εν μέρει δεκτή η σχετική αξίωση του αναιρεσείοντος, και, τελικά, απέρριψε, καθ’ ολοκληρίαν, το αίτημα αυτό της αγωγής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που παρατέθηκαν στην αρχή της παρούσας σκέψης, αφού καθόρισε τις δυνάμεις των δύο συζύγων στον οικογενειακό προϋπολογισμό, αποτίμησε και τη συνεισφορά καθενός και από το συσχετισμό αυτόν κατέληξε στο πόρισμα ότι ο αναιρεσείων δεν υφίσταται απώλεια (χρηματική) από το θάνατο της συζύγου της. Κατά συνέπεια, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ούτε και στην πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, αφού περιέχονται στην απόφαση σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με τις ανάγκες του συζυγικού οίκου και τις δυνάμεις και των δύο συζύγων, από το συσχετισμό των οποίων δεν προκύπτει η ύπαρξη ζημίας. Ως εκ τούτου, ο έβδομος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΑΠ Ολομ. 14/2004, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008). Επίσης, δεν αποτελούν “πράγματα” και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων αλλά ούτε και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα που διατυπώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 388/2018, ΑΠ 358/2017). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΑΠ Ολομ. 11/1996, ΑΠ 1150/2011, ΑΠ 421 – 425/2009). Περαιτέρω, η εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται για πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 8 (ή 1) του ίδιου Κώδικα, αν για τον καθορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 ΑΚ έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε στοιχεία που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμήσει ή, αντίστροφα, αρνήθηκε ή παρέλειψε να λάβει υπόψη στοιχεία που έπρεπε να συνεκτιμήσει για την κρίση του αυτή και που επηρεάζουν το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 213/2017, ΑΠ 160/2017). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί που αφορούν τα κριτήρια καθορισμού προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 1719/2008). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με τους πρώτο (κατά το δεύτερο, νοηματικά, σκέλος του), τρίτο και πέμπτο λόγους της αναίρεσης, κατά το μέρος που οι δύο πρώτοι αυτοί λόγοι ερευνώνται πλέον μόνο ως προς τη θανατωθείσα σύζυγό του, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τον αριθμό 8 εδάφ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου με τον πρώτο λόγο (κατά το ίδιο δεύτερο σκέλος του), που συνίστανται, κατ’ εκτίμηση όσων εκτίθενται στο αναιρετήριο, στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους συναφείς ισχυρισμούς που παραδεκτά είχε προβάλει στα δικαστήρια της ουσίας, 1) αναφορικά με τα προσδιοριστικά στοιχεία για τον καθορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησής του, λόγω ψυχικής οδύνης, και ειδικότερα την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, τη “νεαρή ηλικία” του πιο πάνω θύματος που δεν βαρύνεται με οικείο πταίσμα, κατ’ άρθρ. 300 ΑΚ (πρώτος λόγος από τους αριθμ. 1 και 8 εδάφ. β’ και τρίτος λόγος από τον αριθμ. 8 εδάφ. β’), την οικονομική ευρωστία των αντιδίκων του, κυρίως της ασφαλιστικής εταιρείας και το γεγονός ότι θα στερείται πλέον τη συνεισφορά της συζύγου του στις οικογενειακές δαπάνες κ.λπ. (τρίτος λόγος από τον αριθμό 8 εδάφ.β’) και 2) αναφορικά με το κεφάλαιο επιδίκασης αποζημιώσεως (εξαιτίας της στέρησης διατροφής και παροχής υπηρεσιών) που απορρίφθηκε, δεν έλαβε υπόψη τους αγωγικούς ισχυρισμούς του (που προέβαλε και στο Εφετείο) για το ότι, όπως, κατά λέξη αναγράφεται στο αναιρετήριο, “…μόνο η σύζυγός του εργαζόταν και εισέφερε στον οικογενειακό προϋπολογισμό, ενώ, παράλληλα, είχε αναλάβει αποκλειστικά όλες τις αγορές που ήταν απαραίτητες για τις καθημερινές οικογενειακές ανάγκες, τις μετακινήσεις όλης της οικογένειας…καθώς και όλες τις εργασίες του σπιτιού και την εξυπηρέτησή μου, ενώ εγώ ένεκα της αναπηρίας μου σε ποσοστό 67% που προκλήθηκε από εργατικό ατύχημα, δεν εργαζόμουν ούτε ασχολούμουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα του οίκου και δεν συνεισέφερα ούτε στο ελάχιστο στη συζυγική οικία, τη φροντίδα της οποίας είχε αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα η σύζυγός μου…” (πέμπτος λόγος από τον αριθμό 8 εδάφ.β’). Οι λόγοι αυτοί είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμοι, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι παραπάνω, θεμελιωτικοί των λόγων αυτών, ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, τόσο οι υπό στοιχ.1 όσο και οι υπό στοιχ.2, λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο, με εξαίρεση την “οικονομική ευρωστία” της ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι, όπως έχει προεκτεθεί, εγγυητική, και ειδικά οι υπό στοιχ. 2 ισχυρισμοί απορρίφθηκαν, έστω εκ του πράγματος, αφού στην απόφασή του περιέχονται οι προπαρατιθέμενες παραδοχές που είναι αντίθετες με τους ισχυρισμούς αυτούς. Ήτοι, στην παρούσα περίπτωση, με την επίφαση αναιρετικής πλημμέλειας από τους λόγους αυτούς, προβάλλονται αιτιάσεις για την, κατ’ άρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, ως προς τις οποίες ο αναιρεσείων έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα που εκτίθεται σαφώς, ως προς το παραπάνω ζήτημα. Κατά το άρθρο 559 αριθμ.11 εδάφ. γ’ του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των κρίσιμων γεγονότων ή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή λυσιτελών, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΑΠ Ολομ. 42/2002, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 343/2017), οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Δεν συνάγεται ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη έγγραφο από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην πληττόμενη απόφαση όλα τα έγγραφα, εκτός από εκείνο στο οποίο αναφέρεται η αναιρετική αιτίαση. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (ΑΠ Ολομ., 8/2016, 2/2008). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, θα πρέπει στην αίτηση αναίρεσης να αναφέρεται: α) ποίες είναι οι αποδείξεις που με επίκληση προσκομίστηκαν και τις οποίες δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κρίσιμος ισχυρισμός για τον οποίο το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και γ) η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο και θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1221/2018, ΑΠ 845/2018). Στην ερευνώμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τους τέταρτο και έκτο λόγους της αναίρεσης, επίσης κατά το μέρος που ο τέταρτος λόγος εξετάζεται πλέον μόνο ως προς τη θανατωθείσα σύζυγό του, προβάλλει την, κατ’ άρθρ. 559 αριθμ.11γ’ ΚΠολΔ, αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της κρίσης του, ως προς τον καθορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης και το κεφάλαιο της επιδίκασης αποζημίωσης του άρθρου 928 εδάφ. β’ ΑΚ, τα αναφερόμενα στις σελίδες 48 – 49 και 59 – 60 του αναιρετηρίου έγγραφα για τη βασιμότητα των σχετικών κρίσιμων πραγματικών ισχυρισμών του. Οι λόγοι αυτοί είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμοι, διότι, από τη ρητή βεβαίωση που υπάρχει στην πληττόμενη απόφαση (6ο φύλλο, β’ όψη αυτής) ότι λήφθηκαν υπόψη και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν (“…το σύνολο των εγγράφων, τα οποία νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι…μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υποθέσεως…”), σε συνδυασμό και με όλο το περιεχόμενό της, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα αυτά, ορισμένα από τα οποία μάλιστα και ρητά αναφέρονται. Ειδικά, για την 976/2011 (από προφανή παραδρομή στην εφετειακή απόφαση αναγράφεται 926/2011) ένορκη βεβαίωση του Ν. Κ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών γίνεται ρητή μνεία ότι δεν λαμβάνεται υπόψη με την αιτιολογία (που δεν προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης) ότι δεν αποδεικνύεται με την προσκόμιση και επίκληση αντίστοιχων εκθέσεων επίδοσης προς όλους τους εναγομένους ότι αυτοί κλητεύθηκαν να παραστούν κατά τη λήψη της ένορκης αυτής βεβαίωσης (ΑΠ 1953/2017, ΑΠ 580/2016, ΑΠ 1201/2012, ΑΠ 381/2010, ΑΠ 1093/2008). Στην πραγματικότητα, οι προβαλλόμενες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για εσφαλμένη αξιολόγηση και παραγνώριση της αποδεικτικής αξίας των εγγράφων αυτών, αποτελούν ουσιαστικές, εκ μέρους του, προσεγγίσεις, που εκτιμά διαφορετικά τα αποδεικτικά αυτά μέσα, οι οποίες και απαραδέκτως προβάλλονται, κατ’ άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ.
Μετά από αυτά, αφού η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης γίνει δεκτή, κατά παραδοχή, ως βάσιμων, των πρώτου (κατά το πρώτο, νοηματικά, σκέλος του) και δεύτερου λόγων της, κατά το μέρος που αφορούν τη θανατωθείσα ανήλικη εγγονή του αναιρεσείοντος, πρέπει να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση, ως προς τους διαδίκους της προκείμενης δίκης και το προαναφερόμενο κεφάλαιο, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, σ’ αυτόν (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της παρούσας αναιρετικής δίκης πρέπει να συμψηφιστούν, μετά την εκατέρωθεν κατανομή τους, λόγω της μερικής νίκης και ήττας του καθενός των διαδίκων (άρθρ. 178 παρ.1, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 4572/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς το κεφάλαιο και τους διαδίκους που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο κεφάλαιό της, για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Διατάζει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που έχει καταθέσει. Και Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ