ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αναστασία Περιστεράκη, Λάμπρο Καρέλο, Ανθή Γκάμαρη-Εισηγήτρια και Ζαμπέτα Στράτα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 16η Οκτωβρίου 2019 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Φ. Ν. του Ν., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ροδάνθη Πετραδέλλη. Των αναιρεσίβλητων: 1. Μ. χήρας Χ. Χ., το γένος Α. Κ., 2. Α. Χ. Χ., κατοίκων …, 3. Ν. Χ. Χ., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Ασημακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-5-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5043/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 576/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-5-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος, ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη του
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 15-5-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 576/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Με αυτήν έγινε δεκτή, κατά το μέρος που ενδιαφέρει, αγωγή των αναιρεσιβλήτων, στρεφόμενη, μεταξύ άλλων, και κατά του αναιρεσείοντος, αναγνωριστική κυριότητας εδαφικής λωρίδας, πλάτους 0,25 μ. και μήκους 10 μ., μετά του υπερκείμενου αυτής αντίστοιχου τμήματος του μεσότοιχου (συνολικού πλάτους 0,50 μ. και μήκους 10 μ.) ως ανεγερθέντος (του μεσότοιχου) επί του κοινού ορίου του ακινήτου τους που απέκτησαν με παράγωγο τρόπο, και του ακινήτου των εναγομένων, καταλαμβάνοντας από καθένα αντίστοιχη εδαφική λωρίδα πλάτους 0,25 μ. και μήκους 10 μ., αφού απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας απόφασης που είχε δεχθεί τα ίδια.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1021 και 1022 ΑΚ προκύπτει ότι με αυτές δεν ρυθμίζεται ζήτημα κυριότητας επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων, όπως είναι και ο μεσότοιχος, αλλά η κυριότητα επ’ αυτών ρυθμίζεται από τις γενικές περί κτήσεως της κυριότητας διατάξεις. Επομένως, η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους κατά τη γενική αρχή superficies cedit solo, έτσι ώστε, αν μεν το διαχώρισμα έγινε επί εδάφους αποκλειστικώς του ενός ιδιοκτήτη ανήκει σ’ αυτόν, εάν όμως έγινε επί εδάφους αμφοτέρων των ιδιοκτητών των συνεχόμενων ακινήτων, η γεωμετρική γραμμή του ορίου μεταξύ των συνεχόμενων ακινήτων κρίνει και για την κυριότητα επί του αντιστοιχούντος σ’ αυτήν διαχωρίσματος και συνεπώς καθένας από τους ιδιοκτήτες των συνεχόμενων ακινήτων είναι αποκλειστικώς κύριος του αντιστοιχούντος στο έδαφος του τμήματος του διαχωρίσματος. Τα ανωτέρω ισχύουν και επί των μεσοτοίχων, επί των οποίων, εάν αποδεικνύεται ότι έγιναν αποκλειστικώς και εξ ολοκλήρου εντός του εδάφους του ενός από τα συνεχόμενα ακίνητα, δεν εφαρμόζονται οι περί αυτών ειδικές διατάξεις του άρθρου 3 του ΠΔ/τος της 14/27.7.1999 “Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας” ή οι συναφείς προϊσχύσασες διατάξεις, όπως του άρθρου 8 του ΝΔ της 9/12.4.1836 “Περί εκτελέσεως του σχεδίου Πόλεως Αθηνών”, η ισχύς του οποίου επεκτάθηκε και επί των υπόλοιπων πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών του κράτους με το ΒΔ της 5/25.6.1842 και το Ν.ΣΚΒ/1867, του άρθρου 11 παρ.6 του ΠΔ της 3/25.4.1929 “Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους” κ.λπ., αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί “μεσοτοιχίας” κατά την έννοια των άνω διατάξεων, ήτοι για “εξωτερικό τοίχο κτιρίου ή τοίχο περιφράγματος, που βρίσκεται κατά μήκος και πάνω στο κοινό όριο όμορων οικοπέδων και καταλαμβάνει χώρο και από τα δύο οικόπεδα”, αλλά – ενόψει και του άρθρου 55 του ΕισΝΑΚ – ισχύουν οι γενικές περί κυριότητας διατάξεις του ΑΚ (βλ. ΑΠ 1350/2005, ΑΠ 623/2013).
Εξάλλου κατά το άρθρο 8 του β.δ. της 9/21.4.1836 “περί εκτελέσεως του σχεδίου της πόλεως Αθηνών”, η ισχύς του οποίου επεκτάθηκε και στις λοιπές πόλεις, κώμες και χωριά με το β.δ. της 8.5/25.6.1842 και του ν. ΣΚΒ/1867, “το μεταξύ των δύο οικιών μεσότοιχον θέλει οικοδομείσθαι καθ’ημίσειαν επί αμφοτέρων των οικοπέδων, της δι’ αυτό δαπάνης βαρυνούσης εξ ημισείας τους ομόρους ιδιοκτήτας, απαγορευομένης της επ’ αυτού ανοίξεως θύρας ή άλλου ανοίγματος”. Κατά δε το άρθρο 11 παρ. 6 του π.δ. της 3/25.4.1929 “περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους” εκδοθέντος κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 9 και 28 του ν.δ. της 17.6./16.8.1923 “περί σχεδίων πόλεων, κωμών κλπ.” “μεσότοιχος ή κοινός τοίχος καλείται ο τοίχος ο ανεγειρόμενος επί του κοινού ορίου των δύο ομόρων ιδιοκτησιών και καταλαμβάνων μέρος εξ εκατέρας τούτων”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο τοίχος μεταξύ δύο οικιών που ανεγέρθηκε υπό το καθεστώς της ισχύος των προσλαμβάνει το χαρακτήρα του μεσότοιχου υπό την άνω έννοια και από μόνο το γεγονός της ανεγέρσεώς του επί κοινού εδάφους των όμορων ιδιοκτησιών, τις οποίες διαχωρίζει. Και ναι μεν με επακολουθήσασες διατάξεις (άρθρ. 50 παρ. 1 εδάφ. Β του β.δ. 9.8/30-9-1955 περί Γεν. Οικοδ. Κανονισμού του κράτους, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 4 παρ. 1 του β.δ. της 26.7/19.8.1959), θεσπίστηκαν διαφορετικές διατυπώσεις για τη σύσταση μεσοτοίχου (συμφωνία των ιδιοκτητών συναπτόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή), πλην οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται επί τοίχων που απέκτησαν την ιδιότητα του μεσότοιχου πριν από την ισχύ των (ΑΠ 36/1994, ΑΠ 223/2012).
Όταν ο τοίχος που διαχωρίζει τα δύο όμορα ακίνητα έχει κτισθεί σε επαφή με το κοινό όριο των ιδιοκτησιών επί εδάφους όμως εξ ολοκλήρου της μιας ή της άλλης απ’ αυτές, τότε δεν πρόκειται περί μεσοτοίχου αλλά τοίχου που ανήκει αποκλειστικά στον κύριο του εδάφους ο οποίος έχει και το δικαίωμα της αποκλειστικής του χρήσης, αφού το δικαίωμα της σύγχρησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κυριότητα και δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο χωριστής διάθεσης, εκτός αν με εμπράγματη σύμβαση σύστασης πραγματικής δουλείας ο κύριος παραχωρήσει δικαίωμα χρήσης και στο γείτονα (ΑΠ 1299/2000, 1029/2002, 1350/2005).
Και ο τελευταίος όμως αυτός τοίχος αποκτά το χαρακτήρα του μεσότοιχου, κατόπιν σχετικής συμφωνίας μεταξύ των κυρίων των ομόρων ιδιοκτησιών, η οποία από το έτος 1955, κατά το οποίο περιορίστηκαν οι τρόποι συστάσεως μεσοτοιχίας (άρθρ. 50 παρ. 7 εδ. 1 του β.δ. της 98/30.9.1955) και μετά, πρέπει να περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, ενώ μέχρι το ίδιο έτος 1955 δικαίωμα μεσοτοιχίας επί του ίδιου τοίχου μπορούσε να αποκτηθεί και με τη χρησικτησία, εάν γινόταν χρησιμοποίηση του τοίχου ως μεσότοιχου με διάνοια κυρίου και εφόσον συνέτρεχαν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της χρησικτησίας; αποκτώμενης έτσι και της κυριότητας του αναλογούντος μέρους του εδάφους επί του οποίου ο τοίχος αυτός (ΑΠ 625/1973, ΑΠ 223/2012).
Περαιτέρω, από το άρθρο 68 και 556 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της αναίρεσης και των κατ’ ιδίαν αυτήν λόγων, θεμελιώνεται δε στη βλάβη που υφίσταται ο αναιρεσείων από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και με την άσκηση της αναίρεσης επιδιώκεται η ανατροπή της επιβλαβούς αυτής για τον αναιρεσείοντα συνέπειας. Έτσι, αν οι προβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (ΑΠ 394/2012). Όπως, απορριπτέος ως αλυσιτελής είναι ο λόγος αναίρεσης που πλήττει αιτιολογία της απόφασης που δεν στηρίζει το διατακτικό της, ή προσάπτεται πλημμέλεια για παραδοχή της απόφασης, η οποία δεν επιδρά στο διατακτικό που στηρίζεται αυτοτελώς και σε άλλες παραδοχές, αφού υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1660/2012, ΑΠ 144/2015). Αλυσιτελείς, επίσης, είναι οι λόγοι αναίρεσης που πλήττουν πλεοναστικές αιτιολογίες (ΑΠ 755/2018, ΑΠ 1207/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: “Mε τον τίτλο κυριότητας …/1943 και αριθμό κτηματολογίου … του Διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που μεταγράφηκε έκτοτε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων (τ. … και α.μ. …), παραχωρήθηκε στην απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων Σ. σύζυγο Ν. Χ. το γένος Α. Σ., κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την αποκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, το υπ’ αριθμόν … οικόπεδο του … οικοδομικού τετραγώνου (ο.τ.) του αστικού συνεταιρισμού “…”, το οποίο εμφαίνεται στο από Δεκεμβρίου 1930 κτηματογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Π. Σ., έχει εμβαδόν 168 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν: βορειοανατολικώς επί πλευράς μέτρων 16,80 με το υπ’ αριθμόν … του ίδιου ο.τ. οικόπεδο, βορειοδυτικώς με οδό (μετέπειτα …’) επί προσώπου μέτρων 10, νοτιοανατολικώς με κοινόχρηστο διάδρομο, φέροντα εκ της οδού …, επί μέτρων 10, και νοτιοδυτικώς με το υπ’ αριθμόν … του ίδιου ο.τ. οικόπεδο (ιδιοκτησίας των εναγομένων) επί μέτρων 16,80. Στην απώτερη αυτή δικαιοπάροχο των εναγόντων το πιο πάνω οικόπεδο είχε παραχωρηθεί προσωρινά από τις 2.9.1928, χρονολογία η οποία στο “Δελτίο Χρεών Ν.5151 Αστών” της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος αναγράφεται ως χρονολογία εκδόσεως της αποφάσεως για την παραχώρησή του, και η προσωρινή αυτή παραχώρησή του έγινε οριστική με την εξόφληση της εκ 1.254 δραχμών αξίας του και την έκδοση και μεταγραφή του πιο πάνω οριστικού τίτλου κυριότητας. Την 21.10.1985 η Σ. σύζυγος Ν. Χ. το γένος Α. Σ., με τα συμβόλαια συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής …/1985 της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Π., νομίμως έκτοτε μεταγραφέντα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής (τ. …και α.μ. …), υπήγαγε το πιο πάνω οικόπεδο της μετά της επ’ αυτού ανεγερθείσης οικοδομής, αποτελουμένης από υπόγειο και ισόγειο, στο καθεστώς της αυτοτελούς κατ’ όροφον ιδιοκτησίας και εκ των αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών που συνέστησε μεταβίβασε με γονική παροχή στον μεν υιό της Χ. Χ. του Ν. την ψιλή κυριότητα του υπό στοιχεία … διαμερίσματος του ισογείου επιφανείας 88,55 τ.μ., παρακρατήσασα την επικαρπία του εφ’ όρου ζωής της, και την πλήρη κυριότητα των προβλεπομένων να ανεγερθούν στο μέλλον Α’ και Γ’ υπέρ το ισόγειο ορόφων μετά των αντιστοιχούντων σε αυτούς ποσοστών συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο (500/1000) στον δε έτερο υιό της Α. Χ. του Ν. την ψιλή κυριότητα του υπό στοιχεία ΥΠ διαμερίσματος του υπογείου, επιφανείας 48,40 τ.μ., την ψιλή κυριότητα του υπό στοιχεία … διαμερίσματος του ισογείου, επιφανείας 64 τ.μ., παρακρατήσασα την επικαρπία τους εφ’ όρου ζωής της, και την πλήρη κυριότητα των προβλεπομένων να ανεγερθούν στο μέλλον Β’ και Δ’ υπέρ το ισόγειο ορόφων μετά των αντιστοιχούντων σε αυτούς ποσοστών συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο (500/1000). Στα πιο πάνω συμβόλαια το οικόπεδο … περιγράφεται δια παραπομπής στο από Ιουλίου 1984 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Ο., που έχει επισυναφθεί σε αυτά, υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α, έχει εμβαδόν 188,66 τ.μ. και συνορεύει βορειοανατολικώς επί πλευράς Β-Γ μήκους 16,80 μ. με το υπ’ αριθμόν …. οικόπεδο, βορειοδυτικώς επί προσώπου Α-Β μήκους 10 μ. με την οδό …’, νοτιοανατολικώς επί πλευράς Δ – Γ μήκους 11,40 μ. με ιδιωτική οδό και νοτιοδυτικώς επί πλευράς Α – Δ μήκους 18,65 μ. με το υπ’ αριθμόν … οικόπεδο. Έτσι, σε σχέση με τον αρχικό τίτλο (παραχωρητήριο), το οικόπεδο 4, όπως περιγράφεται στα συμβόλαια αυτά, διατηρεί το αρχικό μήκος της πρόσοψής του στην αρχικά ανώνυμη και μετέπειτα ονομασθείσα οδό …’, επί της οποίας φέρει τον οικοδομικό αριθμό …, ήτοι τα 10 μέτρα, καθώς και το μήκος της βορειοανατολικής πλευράς του προς το οικόπεδο 3, ήτοι τα 16,80 μ. και αυξάνεται ως προς τα μήκη της νοτιοανατολικής του πλευράς, προς την ιδιωτική οδό, από 10 μ. σε 11,40 μ, και της νοτιοδυτικής του πλευράς, προς το οικόπεδο 5 (των εναγομένων), από 16,80 μ. σε 18,65 μ. και συνακόλουθα ως προς το εμβαδόν του από το αρχικό των 168 τ.μ. σε εκείνο των 188,66 τ.μ. Την 13.2.1995 απεβίωσε η συστήσασα τις γονικές παροχές Σ. χήρα Ν. Χ. το γένος Α. Σ. και έτσι η επικαρπία που είχε παρακρατήσει πάνω στις οριζόντιες ιδιοκτησίες που μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα στους δύο υιούς της Χ. και Α. Χ. του Ν. εφ’ όρου ζωής της αποσβήστηκε με συνέπεια οι τελευταίοι να αποκτήσουν το πλήρες δικαίωμα κυριότητας πάνω σε αυτές. Την 20.8.2001 απεβίωσε ο Χ. Χ. του Ν. και κληρονομήθηκε κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή από την αρχικά πρώτη ενάγουσα σύζυγο του Μ. χήρα Χ. Χ. το γένος Α. Κ. και από τους δεύτερο και τρίτο ενάγοντες, υιούς του, Α. και Ν. Χ. του Χ., στους οποίους και περιήλθαν οι προαναφερόμενες αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες του οικοπέδου … (διαμέρισμα του ισογείου υπό στοιχεία … και δικαίωμα ανεγέρσεως των μελλοντικών Α και Γ ορόφων μετά του αντιστοιχούντος σε αυτές ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 500/1000), κατά ποσοστά 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου αντιστοίχως, με την εκ μέρους των αποδοχή της κληρονομιάς του δυνάμει της …18.7.2002 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Π. – Φ. και τη μεταγραφή της στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής (τ… α.μ. …). Στην πράξη αυτή αποδοχής κληρονομιάς το οικόπεδο…. συνιδιοκτησίας των εναγόντων περιγράφεται όπως ακριβώς και στα προηγούμενα συμβόλαια γονικής παροχής, διατηρώντας το αυτό μήκος των 10 μ της προσόψεώς του στην οδό …’. Περαιτέρω με τον τίτλο κυριότητας …/1933 και αριθμό κτηματολογίου … του Διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που μεταγράφηκε έκτοτε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων (τ. …και α.μ. …) παραχωρήθηκε στην απώτερη δικαιοπάροχο του εναγομένου Σ. χήρα Ι. Ι. το γένος Λ. Χ., κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την αποκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, το υπ’ αριθμόν … οικόπεδο του … οικοδομικού τετραγώνου (ο.τ.) του αστικού συνεταιρισμού “…”, το οποίο εμφαίνεται στο από Δεκεμβρίου 1930 κτηματογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Π. Σ., έχει εμβαδόν 210,50 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν: βορείως μετά της υπ’ αριθμόν … ιδιοκτησίας του αυτού τετραγώνου (εναγόντων) και εσωτερικόν διάδρομον επί συνολικής πλευράς μήκους μέτρων 21, νοτίως μετά της υπ’ αριθμόν … ιδιοκτησίας του αυτού τετραγώνου επί πλευράς μήκους 21,10 μ., ανατολικώς μετά των υπ’ αριθμούς … ιδιοκτησιών και εσωτερικού διαδρόμου επί συνολικής πλευράς μήκους μέτρων 10 και δυτικώς με οδόν ανώνυμον (μετέπειτα …’) επί προσώπου μέτρων 10. Το οικόπεδο αυτό το κατείχε αρχικά, προ του έτους 1928, με προσωρινό παραχωρητήριο της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων ο Ε. Β. του Ν., ο οποίος είχε ανεγείρει επ’ αυτού, με δικές του δαπάνες, λιθόκτιστη ισόγεια οικία εκ δύο δωματίων, έχουσα πρόσοψη στην ανώνυμη τότε οδό 10 μέτρων και βάθος 4,5 μ., την οποίαν στη συνέχεια με το ….6.1928 συμβόλαιο αγοραπωλησίας κτισμάτων του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Β. του Ε. πούλησε στην Σ. χήρα Ι. Ι. αντί τιμήματος 20.000 δραχμών υπό τον όρο της εξωνήσεως εντός προθεσμίας ενός έτους από της καταρτίσεως του. Πλην όμως αυτός δεν άσκησε το δικαίωμα εξωνήσεως και η επί εξωνήσει αγοράστρια Σ. χήρα Ι. Ι., εξοφλήσασα. ολοσχερώς την εκ 4,491 λιρών Αγγλίας αξία του οικοπέδου 5, έγινε με το προαναφερόμενο οριστικό παραχωρητήριο, που εκδόθηκε στο όνομά της, πλήρης κυρία αυτού. Την 30.5.1936 η Σ. χήρα Ι. Ι., με το πωλητήριο συμβόλαιο …/30.5.1936 του συμβολαιογράφου Αθηνών Π. Σ., νομίμως μεταγραφέν στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων (τ. … α.μ. …), πούλησε και μεταβίβασε στην εταιρεία υπό την επωνυμία “ΑΦΟΙ … Ο.Ε.” το πιο πάνω οικόπεδο … μετά της επ’ αυτού ήδη υπάρχουσας λιθόκτιστης οικίας που είχε ανεγείρει ο Ε. Β., αυτή δε στη συνέχεια, την 19.12.1938, με το πωλητήριο συμβόλαιο …19.12.1938 του συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Χ. του Η., νομίμως μεταγραφέν στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων (τ…. α.μ. …), το πούλησε και το μεταβίβασε περαιτέρω στον Β. Δ. του Ε.. Σε αμφότερα τα συμβόλαια αυτά των ετών 1936 και 1938 το οικόπεδο … περιγράφεται όπως στον αρχικό τίτλο – οριστικό παραχωρητήριο, διατηρεί το μήκος των 10 μέτρων της προσόψεώς του στην ανώνυμη οδό (μετέπειτα …’) αλλά το πρώτον φέρεται να συνορεύει βορείως με το οικόπεδο … του ιδίου τετραγώνου ήδη οικία της Σ. χήρας Ν. Χ. το γένος Α. Σ., γεγονός που σημαίνει ότι μέχρι το έτος 1936 αμφότερα τα όμορα οικόπεδα … είχαν ήδη τουλάχιστον εν μέρει ανοικοδομηθεί. Την 15.5.1958 ο Β. Δ. του Ε. με το συμβόλαιο …/15.5.1958 του συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Β., νομίμως έκτοτε μεταγραφέν, μεταβίβασε στον υιόν του Ε. Δ. του Β. και στην μέλλουσα σύζυγο αυτού Μ. Λ. του Κ., δεύτερο και τρίτη εναγομένους, κατ’ ισομοιρίαν, εκ του πιο πάνω οικοπέδου 5 ποσοστό 34,2 %, παρακράτησε δε για τον εαυτό του το υπόλοιπο ποσοστό 65,80% πάνω σε αυτό, με το επόμενο δε …/15.5.1958 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, νομίμως έκτοτε μεταγραφέν στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων (τ…., α.μ. …), και οι τρεις πιο πάνω συμβαλλόμενοι, ως μοναδικοί πλέον συγκύριοι του οικοπέδου 5, υπήγαγαν αυτό στο καθεστώς της διηρημένης κάθετης ιδιοκτησίας, συστήνοντας δύο αυτοτελείς κάθετες ιδιοκτησίες, εμφαινόμενες στο συνημμένο από Απριλίου 1958 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού I. Χ., εκ των οποίων η υπό στοιχεία …, εμβαδού 138,50 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 65,80%, περιλαμβάνουσα την παλαιά λιθόκτιστη οικοδομή μετά του δικαιώματος της καθ’ ύψος επεκτάσεώς της περιήλθε στον Β. Δ. η δε υπό στοιχεία … εμβαδού 72 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 34,2 % μετά του δικαιώματος της ανεγέρσεως οικοδομής περιήλθε κατ’ ισομοιρίαν στους Ε. Δ. και Μ. Λ.. Σε αμφότερα τα πιο πάνω συμβόλαια το οικόπεδο 5 διατηρεί τις πλευρικές διαστάσεις και το εμβαδόν του αρχικού τίτλου – παραχωρητηρίου, ενώ στα 10 μέτρα παραμένει το μήκος της πρόσοψής του στην οδό …’, επί της οποίας φέρει τον οικοδομικό αριθμό …. Την 21.11.1960 ο Β. Δ. με το ….11.1960 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής Λ. Γ., νομίμως μεταγραφέν στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής (τ…. α.μ. …, έδωσε προίκα στη θυγατέρα του Χ. σύζυγο Χ. Τ. το γένος Β. Δ. την ψιλή κυριότητα διαιρετού τμήματος εμβαδού 62,83 τ.μ. της κάθετης ιδιοκτησίας που είχε, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, αποκτήσει επί του οικοπέδου 5, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο (65,80 % Χ Vz =) 32,9%, το οποίο εμφαίνεται υπό τα αλφαβητικά στοιχεία … στο συνημμένο από Νοεμβρίου 1960 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Π. Γ., παρακρατώντας ο ίδιος την επικαρπία του προικώου εφ’ όρου ζωής του αλλά και το υπόλοιπο τμήμα της αρχικής κάθετης ιδιοκτησίας του εμβαδού 62,83 τ.μ. μετά της παλαιάς λιθόκτιστης ισόγειας οικίας, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο (65,80 % Χ 1/2 =) 32,9%, εμφαινόμενο στο ίδιο σχεδιάγραμμα υπό τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α, και συστήνοντας έτσι μερικότερη κάθετη ιδιοκτησία μεταξύ αυτού και της προικολήπτριας θυγατέρας του. Στο συμβόλαιο αυτό το μήκος της επί της οδού …’ πρόσοψης του οικοπέδου 5 αυξάνεται, το πρώτον, από 10 μ. σε 10,30 μ. και κατανέμεται, ανά 5,15 μ. σε καθεμία από τις κάθετες ιδιοκτησίες που συστήθηκαν με αυτό. Την 10.11.1995 η προικολήπτρια Χ. σύζυγος Χ. Τ. το γένος Β. Δ. με το πωλητήριο συμβόλαιο …/10.11.1995 της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής Ζ. Π. – Π., νομίμως μεταγραφέν, πούλησε και μεταβίβασε στον εναγόμενο Φ. Ν., εκ του οικοπέδου …, την κάθετη ιδιοκτησία εμβαδού 62,83 τ.μ. που ο πατέρας της Β. Δ. της είχε δώσει προίκα με το προαναφερόμενο ….11.1960 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής Λ. Γ.. Την 6.10.1966 απεβίωσε ο Β. Δ. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του Σ. χήρα Β. Δ. το γένος Ν. Μ. και από τους υιούς του Ν. και Ε. Δ. του Β. κατά ποσοστά 2/8, 3/8 και 3/8 αντιστοίχως, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του, οι μεν πρώτη και δεύτερος με την …/23.9.1981 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής Λ. Γ., νομίμως έκτοτε μεταγραφείσα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής (τ. …, α.μ. …), ο δε τρίτος με την …/7.4.1994 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι. Κ., νομίμως επίσης έκτοτε μεταγραφείσα στα ίδια πιο πάνω βιβλία (τ. …, α.μ. …), με συνέπεια η εναπομείνασα σε εκείνον, εκ του όλου αρχικού οικοπέδου …, μετά τη σύσταση της προίκας, κάθετη ιδιοκτησία του εμβαδού 62,83 τ.μ. μετά της παλαιάς λιθόκτιστης προσφυγικής οικίας να περιέλθει σε αυτούς κατά τα πιο πάνω εξ αδιαιρέτου μερίδια. Ακολούθως, εκ των συγκληρονόμων του Β. Δ. η σύζυγος του Σ. χήρα Β. Δ. το γένος Ν. Μ. και ο υιός του Ε. Δ. του Β. με τα πωλητήρια συμβόλαια …/23.9.1981 και …7.4.1994 των συμβολαιογράφων Λ. Γ. και Ι. Κ., νομίμως μεταγραφέντα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής (τ. … α.μ. … και τ. … α.μ. …), πούλησαν και μεταβίβασαν στον έτερον υιόν του Ν. Δ. του Β. τα επί της πιο πάνω κάθετης ιδιοκτησίας μερίδιά τους, 2/8 και 3/8 αντιστοίχως, που εκείνος τους είχε καταλείψει. Τέλος, την 6.10.1997 ο προσεπικληθείς από τον πρώτο εναγόμενο Ν. Δ. του Β., καθολικός πλέον κύριος της πιο πάνω κάθετης ιδιοκτησίας του οικοπέδου …, με το πωλητήριο συμβόλαιο …6.10.1997 της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής Μ. Χ., νομίμως μεταγραφέν στα ίδια πιο πάνω βιβλία (τ.243 α.μ. 278), την πούλησε και τη μεταβίβασε στον πρώτο εναγόμενο Φ. Ν., ο οποίος, κατ’ αυτόν τον τρόπο έγινε κύριος αμφοτέρων των κάθετων ιδιοκτησιών που ο απώτερος δικαιοπάροχος του Β. Δ. είχε συστήσει με το προικοσύμφωνο συμβόλαιο ….11.1960 του συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής Λ. Γ.. Σε όλα τα μεταγενέστερα του προικοσυμφώνου πιο πάνω συμβόλαια το μήκος της προσόψεως του οικοπέδου … στην οδό …’ καθορίζεται σε 10,30 μ., ήτοι προσαυξημένο κατά 0,30 μ. σε σχέση με εκείνο των 10 μ. του αρχικού παραχωρητηρίου και το συνολικό εμβαδόν του σε 213 τ.μ., ήτοι προσαυξημένο κατά 2,50 τ.μ. σε σχέση με εκείνο των 210,50 του αρχικού παραχωρητηρίου. Εκ των δύο κάθετων ιδιοκτησιών του οικοπέδου 5 που περιήλθαν στον πρώτο εναγόμενο Φ. Ν. η υπ’ αριθμόν …, εμβαδού 62,83 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 32,9%, που περιλαμβάνει την παλαιά λιθόκτιστη προσφυγική οικία, εφάπτεται προς βορράν με την υπό στοιχεία … οριζόντια ιδιοκτησία – ισόγεια κατοικία του οικοπέδου … των εναγόντων, διαχωριζόμενη από αυτήν με λιθόκτιστο τοίχο πάχους 0,50 μ. και μήκους 5,20 μ. Ο τοίχος αυτός δεν είναι άλλος από τον τοίχο της παλαιάς λιθόκτιστης προσφυγικής κατοικίας, την οποίαν ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγομένων Ε. Β. έκτισε πρώτος στο οικόπεδο 5 πριν από το έτος 1928 και η οποία μνημονεύεται ήδη στο ….6.1928 συμβόλαιο αγοραπωλησίας κτισμάτων του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Β.. Δεύτερη, αλλά πάντως έως το έτος 1936 έκτισε στο οικόπεδο … τη δική της προσφυγική κατοικία η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων Σ. σύζυγος Ν. Χ. το γένος Α. Σ., αφού η κατοικία αυτή μνημονεύεται στο πωλητήριο συμβόλαιο …/30.5.1936 του συμβολαιογράφου Αθηνών Π. Σ. ως το βορεινό όριο του οικοπέδου 5 που η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγομένων Σ. χήρα Ι. Ι. το γένος Λ. Χ. πούλησε και μεταβίβασε με αυτό στην εταιρεία υπό την επωνυμία “ΑΦΟΙ … Ο.Ε.”, επιπλέον δε από τη στερεοσκοπική, εκ μέρους του πραγματογνώμονα Β. Τ., εξέταση των αεροφωτογραφιών … της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, έτους λήψεως 1938, προέκυψε ότι εκατέρωθεν του κοινού ορίου των οικοπέδων … είχαν κτιστεί, εφαπτομένως η μία της άλλης, οι προσφυγικές κατοικίες των απώτερων δικαιοπαρόχων των διαδίκων. Ο επίδικος τοίχος έως το έτος 2003 συνιστούσε δομικό στοιχείο αμφοτέρων των εκατέρωθεν αυτού κατοικιών, ανεξαρτήτως του ότι η προσφυγική κατοικία των εναγόντων κτίστηκε μετά από εκείνη των εναγομένων, διότι, μετά από διάτρηση του εκ μέρους του πραγματογνώμονα πολιτικού μηχανικού Β. Τ. και επί τόπου αυτοψία, διαπιστώθηκε ότι συνιστά κοινό τοίχο και της κατοικίας των εναγόντων, αφού πέραν αυτού δεν υπάρχει ξεχωριστός τοίχος που να την στηρίζει αλλά επικάλυψη με σοβά, αλλά και διότι πάνω στον ίδιον αυτόν τοίχο στηρίζονται, εκτός από την κεραμοσκεπή της παλαιάς λιθόκτιστης κατοικίας των εναγομένων, και: α) η παλαιά υπερυψωμένη κεραμοσκεπή της οικίας των εναγόντων επί μήκους 1,60 μ. και β) εν συνεχεία αυτής, επί μήκους 3,60 μ., η από φύλλα επικαλύψεως αμιαντοτσιμέντου (ελενίτ) στέγη της, όπως δε ο πιο πάνω πραγματογνώμονας αποφαίνεται τυχόν κατεδάφιση του τοίχου αυτού θα συνεπιφέρει και την ολοσχερή κατάρρευση της κατοικίας των εναγόντων. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο κατ’ αίτηση του πρώτου εναγομένου διορισθείς από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος πολιτικός μηχανικός Μ. Μ. στην από 20.9.2006 τεχνική έκθεσή του. Ο λιθόκτιστος αυτός τοίχος πλάτους 0,50 μ. και μήκους 5,20 μ., ανεξαρτήτως στο έδαφος τίνος εκ των δύο όμορων … οικοπέδων έχει ανεγερθεί, είναι μεσότοιχος, διότι, σύμφωνα και με την προηγούμενη υπό στοιχεία VI σκέψη, εφόσον οι εκατέρωθεν προσφυγικές κατοικίες, των οποίων κοινό δομικό στοιχείο κατά τα άνω αυτός συνιστά, κτίστηκαν πριν από το έτος 1955, αφότου τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 50 παρ. 1 εδάφ. Β του β.δ. 9.8/30-9-1955 περί Γεν. Οικοδ. Κανονισμού του κράτους, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 4 παρ. 1 του β.δ. της 26.7/19.8.1959, που περιόρισε τους τρόπους συστάσεως της σχέσεως μεσοτοιχίας, αρκούσε προς τούτο και άτυπη μεταξύ των κυρίων των όμορων ιδιοκτησιών συμφωνία, η σύναψη της οποίας στην προκειμένη περίπτωση πλήρως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η απώτερη δικαιοπάροχος του πρώτου εναγομένου Σ. χήρα Ι. Ι. το γένος Λ. Χ. επέτρεψε στην απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων Σ. σύζυγο Ν. Χ. Ι. το γένος Α. Σ. κατά την ανοικοδόμηση του οικοπέδου της να χρησιμοποιήσει τον προϋπάρχοντα λίθινο τοίχο της οικίας της ως δομικό στοιχείο και της ανεγειρόμενης δικής της, χωρίς έκτοτε και μέχρι το έτος 2003 η ίδια και οι διάδοχοι της να εγείρουν την παραμικρή αμφισβήτηση. Μόνη, όμως, η ιδιότητα του επίδικου τοίχου ως μεσοτοίχου δεν αρκεί για να κριθεί και το ζήτημα της κυριότητάς του, διότι, σύμφωνα και με τις προηγούμενες υπό στοιχεία V και VI σκέψεις, η επίλυσή του εξαρτάται από την κυριότητα της εδαφικής λωρίδας πάνω στην οποίαν αυτός έχει κτιστεί. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό αποδεικνύονται τα εξής: Στη συνέχεια του λίθινου μεσοτοίχου, δηλαδή μετά τα 5,20 μ. του μήκους του και σε ευθεία γραμμή, οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων έκτισαν, ο καθένας ξεχωριστά και σε διαφορετικούς χρόνους, δύο εφαπτόμενους μεταξύ τους ανισοϋψείς πλίνθινους τοίχους, πάχους εκάστου 0,25 μ., του ημίσεως δηλαδή του πάχους του λίθινου μεσοτοίχου, και μήκους του μεν ανεγερθέντος από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων 4,90 μ. του δε ανεγερθέντος από τους δικαιοπαρόχους των εναγομένων 4,20 μ., και επί ενός εκάστου εξ αυτών στήριξαν οι μεν πρώτοι το αντίστοιχο τμήμα της κεραμοσκεπής της οικίας τους οι δε δεύτεροι την κεραμοσκεπή πρόσθετου βοηθητικού κτίσματος – κουζίνας που ανήγειραν στο οικόπεδο τους μεταγενέστερα. Στη συνέχεια τον πλίνθινου τοίχου τους, πάχους 0,25 μ. και μήκους 4,20 μ., και σε ευθεία γραμμή οι δικαιοπάροχοι των εναγομένων κατασκεύασαν τοίχο από οπτοπλινθοδομή (τούβλα) του αυτού με εκείνον πάχους, 0,25 μ., και μήκους 11,7 μ., όσο υπολείπεται από τη βορεινή πλευρά του οικοπέδου τους, συνολικού μήκους 21,10 μ., μέχρι το βορειοανατολικό άκρο αυτής, που καταλήγει στον κοινόχρηστο διάδρομο, τμήμα του οποίου μήκους 0,70 μ. εφάπτεται με τον πλίνθινο τοίχο της οικίας των εναγόντων. Οι εφαπτόμενοι αυτοί πλίνθινοι τοίχοι και μέρος του οπτοπλινθοκτίστου κατασκευάστηκαν κατ’ επέκταση του λίθινου μεσοτοίχου και αθροιστικά έχουν το ίδιο με αυτόν πάχος (0,25 + 0,25 = 0,50 μ.), δεν αποτελούν όμως ενιαίο μεσότοιχο, όπως εκείνος, αφού καθένας τους στηρίζει αποκλειστικά κτίσματα εκατέρου των όμορων οικοπέδων …. Με την κατασκευή τους, όμως, οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων καθόρισαν και τη γεωμετρική γραμμή που συνιστά το όριο των ακινήτων τους, δηλαδή την ευθεία η οποία με κατεύθυνση από ανατολάς προς δυσμάς διέρχεται από τα σημεία επαφής των εκατέρωθεν αυτής πλίνθινων τοίχων, τέμνει στο μέσον του πάχους του τον λίθινο μεσότοιχο και καταλήγει δυτικά στην οδό …’. Οι επί της οδού …’ προσόψεις των ακινήτων των διαδίκων, καταμετρηθείσες από τον πραγματογνώμονα Β. Τ. χωρίς συνυπολογισμό του πάχους του λίθινου μεσοτοίχου, βρέθηκαν να έχουν μήκος του μεν οικοπέδου 4 των εναγόντων 9,92 μ. του δε οικοπέδου 5 των εναγομένων 9,98 μ. Αν στα μήκη αυτά των προσόψεών τους προστεθεί και το υπολειπόμενο από αυτές πάχος του λίθινου μεσότοιχου 0,50 μ., ανά 0,25 μ. στην καθεμία, όπως καθορίζεται από τη γεωμετρική γραμμή του ορίου των οικοπέδων, τότε τα μήκη των προσόψεών τους αυξάνονται του μεν οικοπέδου 4 των εναγόντων σε (9,92 + 0,25 =) 10,17 μ. του δε οικοπέδου 5 των εναγομένων σε (9,98 + 0,25 =) 10,23 μ. Επομένως η εδαφική λωρίδα πλάτους 0,50 μ. και μήκους 5,20 μ. επί της οποίας έχει ανεγερθεί ο λίθινος μεσότοιχος, κατά το ήμισυ του πλάτους της προς βορράν, ήτοι κατά τα 0,25 μ. μετά του υπερκείμενου αυτής τμήματος του μεσοτοίχου ανήκει στο οικόπεδο 4 των εναγόντων και στην κυριότητα αυτών, και κατά το έτερο ήμισυ του πλάτους της προς νότο, ήτοι κατά τα υπόλοιπα 0,25 μ. μετά του υπερκείμενου αυτής τμήματος του μεσοτοίχου ανήκει στο οικόπεδο 5 των εναγομένων και στην κυριότητα αυτών, οι δε συνεχόμενες αυτής εδαφικές λωρίδες πλάτους 0,25 μ. και μήκους 4,90 μ. σε κάθε μία από τις οποίες οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων έχουν κτίσει τους υπερκείμενους αυτών και εφαπτόμενους μεταξύ τους πλίνθινους τοίχους, που δεν έχουν την ιδιότητα του μεσοτοίχου, ανήκουν μετά του υπερκείμενου τοίχου η μεν προς βορράν κειμένη στο οικόπεδο και στην κυριότητα των εναγόντων η δε προς νότον στο οικόπεδο και στην κυριότητα των εναγομένων. Το έτος 2003 ο πρώτος εναγόμενος, προτιθέμενος να ανεγείρει τετραώροφη οικοδομή στην υπ’ αριθμόν … κάθετη ιδιοκτησία του οικοπέδου 5, με βάση την οικοδομική άδεια …/2004 της Πολεοδομίας Αθηνών, κατεδάφισε την επ’ αυτής υπάρχουσα παλαιά και ήδη ετοιμόρροπη λιθόκτιστη προσφυγική κατοικία, αλλά κατά την εκτέλεση των συναφών εργασιών προκάλεσε ρηγματώσεις τόσο στον λίθινο μεσότοιχο όσο και στον εν συνεχεία αυτού πλίνθινο τοίχο της κατοικίας των εναγόντων, με αποτέλεσμα αυτή να κριθεί από την πολεοδομία στατικώς και δομικώς επικίνδυνη και να υποδειχθούν εργασίες ενίσχυσης της τοιχοποιίας (σχετ. οι …/2003 και … /2003, αρχική και αναθεωρητική – συμφωνούσα, εκθέσεις επικινδύνου οικοδομής των πολιτικών μηχανικών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Αθηνών Κ. Μ. και Σ. Δ.). Τις εργασίες αυτές εκτέλεσαν οι ενάγοντες, μετά από μελέτη πολιτικού μηχανικού και έγκριση της πολεοδομίας, επενδύοντας εξωτερικά τον μεσότοιχο με μανδύα από σιδερένιο οπλισμό και εκτοξευόμενο σκυρόδεμα τύπου gunite. Τότε ανέκυψε και η διαφορά μεταξύ των διαδίκων ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς και την ιδιότητα του επίδικου τοίχου ως μεσοτοίχου, του πρώτου εναγομένου – ενδιαφερομένου να αυξήσει την οικοδομησιμότητα του οικοπέδου του – αμφισβητούντος έκτοτε τη σχέση μεσοτοιχίας και ισχυριζομένου ότι ο επίδικος τοίχος ανήκει εξ ολοκλήρου στο δικό του οικόπεδο, ενώ οι εργασίες ανοικοδόμησής του έχουν σταματήσει στο στάδιο της κατασκευής των ξυλοτύπων (καλουπώματος) των κολωνών του ισογείου. Στο πλαίσιο των επιδιώξεών του αυτών ο πρώτος εναγόμενος, ως κύριος των υπ’ αριθμούς … κάθετων ιδιοκτησιών του οικοπέδου …, που βρίσκονται στην επί της οδού …’ πρόσοψη αυτού, και οι δεύτερος και τρίτη εναγόμενοι, ως συγκύριοι της ετέρας κάθετης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στο βάθος αυτού, κατάρτισαν την υπ’ αριθμόν …/11.1.2006 πράξη της συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής Α. Α.-Φ., νομίμως έκτοτε μεταγραφείσα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής (τ. …, α.μ. …), με την οποίαν τροποποίησαν τις προγενέστερες …/1958 και …/1960 πράξεις συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας των συμβολαιογράφων Αθηνών Β. Β. και Λ. Γ., με τις οποίες οι δικαιοπάροχοι τους είχαν υπαγάγει το οικόπεδο … στο καθεστώς της διηρημένης κάθετης ιδιοκτησίες, και ειδικότερα συνένωσαν σε μία τις υπ’ αριθμούς … κάθετες ιδιοκτησίες του πρώτου εναγομένου, αλλά παράλληλα αύξησαν το μήκος της επί της οδού …’ προσόψεώς του από 10,23 μ., που είναι το πραγματικό, σε 10,50 μ. εις βάρος του όμορου οικοπέδου 4 των εναγόντων, μεταθέτοντας κατά 0,27 μ. βορειότερα την οριοθετική γεωμετρική γραμμή που τα διαχωρίζει, η οποία, σύμφωνα με τα παραπάνω, διέρχεται από το μέσον του πάχους (0,50 μ.) του λίθινου μεσότοιχου επί μήκους 5,20 μ., συνεχίζει επί μήκους 4,90 μ. εν επαφή με τους εκατέρωθεν πλίνθινους τοίχους, εκάστου πάχους 0,25 μ., και καταλήγει στο νοτιοανατολικό άκρο της υπό στοιχεία … οριζόντιας ιδιοκτησίας – οικίας των εναγόντων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο m εναγόμενοι ενσωμάτωσαν στο οικόπεδο τους εδαφική λωρίδα από το όμορο οικόπεδο των εναγόντων, και δη από την υπό στοιχεία … οριζόντια ιδιοκτησία – ισόγεια κατοικία αυτών, πλάτους 0,27 μ. και μήκους 10,10 μ., όσο είναι το μήκος της νότιας προς το οικόπεδο 5 πλευράς της, μετά των υπερκειμένων αυτής τμήματος του λίθινου μεσότοιχου επί μήκους 5,20 μ. και του εν συνεχεία αυτού πλίνθινου τοίχου της οικίας των εναγόντων επί μήκους 4,90 μ., αμφισβητώντας το επί της λωρίδας αυτής και των υπερκειμένων της δικαίωμα κυριότητας των εναγόντων και προβάλλοντας ίδιον δικαίωμα κυριότητας πάνω σε αυτά.
Συνεπώς η υπό κρίση αναγνωριστική αγωγή, με την οποίαν οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητάς τους επί εδαφικής λωρίδας πλάτους 0,25 μ. και μήκους 10 μ. μετά του υπερκείμενου αυτής τμήματος του μεσοτοίχου, ήτοι κατ’ ελάχιστον μικρότερης από αυτήν που περιγράφεται πιο πάνω, είναι βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, κρίνοντας ομοίως, αν και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας, δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε το δικαίωμα κυριότητας των εναγόντων επί της πιο πάνω εδαφικής λωρίδας πλάτους 0,25 μ. και μήκους 10 μ. μετά του υπερκείμενου αυτής τμήματος του μεσοτοίχου, δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς οι υπ’ αριθμούς 1 έως 7 λόγοι της έφεσης με τους οποίους ο πρώτος εναγόμενος – εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμοι κατ’ ουσίαν και απορριπτέοι”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές δέχθηκε, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, αναγνωριστική κυριότητας εδαφικής λωρίδας πλάτους 0,25 μ. και μήκους 10 μ. μετά του υπερκείμενου αυτής αντίστοιχου τμήματος του μεσότοιχου, όπως προεκτέθηκε στην αρχή της παρούσας. Ειδικότερα, με τις παραδοχές αυτές και κατά τις εκεί διακρίσεις δέχθηκε ότι η εδαφική λωρίδα πλάτους 0,50 μ. και μήκους 5,20 μ. επί της οποίας έχει ανεγερθεί ο λίθινος μεσότοιχος, κατά το ήμισυ του πλάτους της προς βορράν, ήτοι κατά τα 0,25 μ. μετά του υπερκείμενου αυτής τμήματος του μεσότοιχου ανήκει στο οικόπεδο 4 των εναγόντων και στην κυριότητα αυτών και κατά το άλλο ήμισυ του πλάτους της προς νότο, ήτοι κατά τα υπόλοιπα 0,25 μ. μετά του υπερκείμενου αυτής τμήματος του μεσότοιχου ανήκει στο οικόπεδο 5 των εναγομένων και στην κυριότητα αυτών, οι δε συνεχόμενες αυτής εδαφικές λωρίδες πλάτους 0,25 μ. και μήκους 4,90 μ., σε καθεμία από τις οποίες οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων έχουν κτίσει τους υπερκείμενους αυτών και εφαπτόμενους μεταξύ τους πλίνθινους τοίχους (που δεν έχουν την ιδιότητα του μεσότοιχου), ανήκουν μετά του υπερκείμενου τοίχου η μεν προς βορράν στο οικόπεδο και στην κυριότητα των εναγόντων η δε προς νότον στο οικόπεδο και στην κυριότητα των εναγομένων.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το δικαστήριο δέχθηκε “την ύπαρξη άτυπης συμφωνίας για σύσταση σχέσης μεσοτοιχίας επί του αναφερόμενου λιθόκτιστου τοίχου, συναφθείσας μεταξύ των απώτερων δικαιοπαρόχων των διαδίκων, χωρίς οι ενάγοντες να έχουν επικαλεσθεί τέτοια συμφωνία στην αγωγή τους”. Ο λόγος αυτός με τον οποίο πλήττεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, μόνο κατά το μέρος που αφορά το λιθόκτιστο τοίχο, ήτοι για συνολικό πλάτος 0,50 μ. και μήκους 5,20, που χαρακτηρίστηκε “ως μεσότοιχος” και μάλιστα με την αιτιολογία “ανεξάρτητα στο έδαφος τίνος εκ των δύο όμορων … οικοπέδων έχει ανεγερθεί, είναι μεσότοιχος …, για τη δημιουργία της οποίας αρκούσε η μεταξύ των όμορων ιδιοκτησιών συμφωνία, … που αποδείχθηκε”, είναι αλυσιτελής. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πλεοναστική και δεν επιδρά στο διατακτικό της, ούτε στηρίζει αυτό, αφού δέχθηκε, όπως προκύπτει από τις λοιπές παραδοχές της, ότι “μόνη η ιδιότητα του τοίχου ως μεσότοιχου δεν αρκεί για το ζήτημα της κυριότητας, που εξαρτάται από την κυριότητα της εδαφικής λωρίδας στην οποία έχει κτιστεί αυτός”, και ότι αυτός έχει κτιστεί τουλάχιστον πριν από το έτος 1936 στο όριο των όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων επί κοινού εδάφους αυτών καθόλο το πλάτος του (των 0,50 μ.) και το μήκος (των 5,20 μ.), καταλαμβάνοντας από καθένα εδαφική λωρίδα κατά το ήμισυ του πλάτους (0,25 μ.), όπως οι αντίστοιχες συνεχόμενες εδαφικές λωρίδες ιδιοκτησίας τους, πλάτους 0,25 και 4,90 μ., στις οποίες οι διάδικοι έχτισαν τους πλίνθινους εκατέρωθεν τοίχους, καθορίζοντες έτσι και τη γεωμετρική γραμμή που συνιστά το κοινό όριο των ιδιοκτησιών τους, η οποία διέρχεται από τα σημεία επαφής των πλίνθινων τοίχων και τέμνει, στο μέσον του πάχους του, κατά μήκος, το συνεχόμενο λίθινο μεσότοιχο. Επιπρόσθετα, με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ότι εκατέρωθεν του κοινού ορίου των οικοπέδων … είχαν κτισθεί πριν από το έτος 1936 εφαπτόμενες η μια στην άλλη οι προσφυγικές κατοικίες των απώτερων δικαιοπαρόχων των διαδίκων και ο επίδικος τοίχος αποτελούσε μέχρι το έτος 2003 δομικό στοιχείο και των δύο εκατέρωθεν αυτού κατοικιών και κοινό τοίχο, δέχεται ότι ο επίδικος λιθόκτιστος τοίχος έχει ανεγερθεί επί κοινού αντίστοιχου εδάφους των διαδίκων. Οι παραπάνω δε αιτιολογίες δεν πλήττονται με λόγο αναίρεσης και στηρίζουν αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αν ασκηθεί προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, κατά τη διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ, χωρίς να σωρευθεί σ’ αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, τότε, μετά την παραδοχή της κυρίας αγωγής, η απόφαση δεν θα ασχοληθεί καθόλου με την προσεπίκληση. Και τούτο, διότι η προσεπίκληση δεν είναι επιτευκτική αλλά διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, δηλαδή, διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εννόμου σχέσεως της δίκης. Το δικονομικό δε αυτό αποτέλεσμα επέρχεται αμέσως, μετά την άσκηση της προσεπίκλησης, ενώ αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα το οποίο να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει ούτε καν σιγή το δικαστήριο. Έτσι, αν το δικαστήριο δεν περιλάβει διάταξη σχετικά με την προσεπίκληση δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ,αλλά ούτε από τους αρ. 8 και 19 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1783/2009). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο “άφησε αδίκαστη” την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από τον αναιρεσείοντα προσεπίκληση του Ν. Δ. του Β., ως δικονομικού του εγγυητή, αφού ενώ τη συνεκδίκασε με την έφεσή του, ουδέν διέλαβε στο σκεπτικό, αλλά ούτε στο διατακτικό διάταξη περί παραδοχής ή απόρριψης της προσεπίκλησης, αφήνοντας αδίκαστη. Ανεξάρτητα του ότι η προσεπίκληση δεν ήχθη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ούτε συνεκδικάστηκε με την έφεση, ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα παραπάνω, απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με ν. 3994/2011, αλλά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όπως προκύπτει από τις άνω διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ.γ, ΚΠολΔ , όπως οι διατάξεις ίσχυαν πριν την αντικατάστασή του με ν.3994/2011 και ακολούθως την κατάργησή του με ν.4335/2015, γι’ αυτό και πρέπει να γίνεται ρητή μνεία αυτών στην απόφαση, η δε αναφορά σ’ αυτή ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και όλα τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, δεν αποδεικνύει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και αυτές (ΑΠ 1551/2008). Για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη ένορκη βεβαίωση που ο αναιρεσείων προσκόμισε και επικαλέστηκε, πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό μέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητα του και η νόμιμη λήψη αυτού (αριθμός, όνομα εξετασθέντος μάρτυρα, νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου και ότι προσκομίστηκε στο δικαστήριο της ουσίας η έκθεση επίδοσης ή ότι παρέστη ο αντίδικος κατά την εξέταση του μάρτυρα), να προσδιορίζεται το περιεχόμενο της και το παραδεκτό της προσαγωγής της στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου το αποδεικτικό αυτό μέσο προσκομίστηκε (ΑΠ 1551/2008, ΑΠ 970/2010). Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στο Εφετείο την αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, διότι αυτό παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη την …/15-4-2008 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμ/φου Νέας Ιωνίας Ε. Κ. Α.-Α., η οποία λήφθηκε μετά νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων και την οποία ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου, κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο επί της αγωγής αλλά και της εφέσεώς του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι ο αναιρεσείων δεν αναφέρει στο αναιρετήριο ούτε την έκθεση επίδοσης του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή, από την οποία να αποδεικνύεται η νόμιμη κλήτευση των αναιρεσιβλήτων για να παραστούν κατά τη λήψη της ένορκης αυτής βεβαίωσης, ούτε ότι προσκομίστηκε στο δικαστήριο της ουσίας η έκθεση επίδοσης, ούτε επίσης αναφέρει το περιεχόμενο της βεβαίωσης αυτής, ούτε επίσης τον ισχυρισμό για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου λήφθηκε, ώστε να κριθεί αν το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι κρίσιμο. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι όπως προκύπτει από τις με ημεροχρονολογία 16-2-2017 προτάσεις τις οποίες ο αναιρεσείων κατέθεσε στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης , αυτός δεν επικαλέστηκε ότι η πιο πάνω ένορκη βεβαίωση δόθηκε ύστερα από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων, ούτε γίνεται επίκληση της σχετικής έκθεσης επίδοσης (ΑΠ 970/2010).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων που ηττήθηκε, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-5-2018 αίτηση του Φ. Ν. για αναίρεση της 576/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροΠρο των πυλών αποφάσεις για τα χρέη στην Εφορία