Αριθμός 221/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ε., Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου και Βασίλειο Πέππα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Του αναιρεσείοντος: Ε. Κ. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ράλλη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε .” που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Χ. Γ., κατοίκου …. Η 1η εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Βλάσιο Λεονάρδο και Χριστίνα Τσαγκλή και ο 2ος από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Κασκανάκου. Β) Του αναιρεσείοντος: Χ. Γ. του Ε., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Κασκανάκου.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Κ. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ράλλη.
Γ) Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ” ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε.” που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Βλάσιο Λεονάρδο και Χριστίνα Τσαγκλή.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Κ. του Α., κατοίκου …, 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” (πρώην “…”) που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Χ. Γ. του Ε., κατοίκου …. Ο 1ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ράλλη, η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Καλαμίτση και ο 3ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Κασκανάκου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-5-1998 αγωγή του Ε. Κ. και την από 27-5-1998 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία ” ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε.”, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8953/1999 του ίδιου Δικαστηρίου και 746/2001 του Εφετείου Αθηνών, η οποία ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Μετά την αναπομπή, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ” ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε.” κατέθεσε την από 25-11-2003 αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η οποία συνεκδικάσθηκε με την ανωτέρω αγωγή και προσεπίκληση με τη σωρευομένη σε αυτή αγωγή αποζημιώσεως και εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1549/2007 μη οριστική, 772/2012 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2421/2014 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητάνε οι αναιρεσείοντες με τις από 21-11-2014, 21-7-2014 και 7-7-2014 αιτήσεις τους.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Πέππας ανέγνωσε τις από 30-9-2015 εκθέσεις του, με τις οποίες εισηγήθηκε: α) να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος του και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η από 21-11-2014 αίτηση αναιρέσεως και β) να απορριφθούν οι από 21-7-2014 και 7-7-2014 αιτήσεις αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή των αιτήσεων, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση: α) από 21/11/2014 αίτηση του αναιρεσείοντος Ε. Κ., β) από 21/7/2014 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ. Γ. και γ) από 7/7/2014 αίτηση της αναιρεσείουσας εταιρείας με την επωνυμία ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε, με τις οποίες ζητείται η αναίρεση της 2421/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, διευκόλυνσης της διεξαγωγής της δίκης και μείωσης των δικαστικών εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Α. Επί της αιτήσεως του Χ. Γ..
Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006). Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 20/2005). Επίσης, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. β’ΚΠολΔ η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνον αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σ’ αυτούς. Αντιθέτως, αν η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας γίνεται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός, ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στο έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι έννοια αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος εφαρμόστηκε (υπαγωγικός συλλογισμός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.
Στην ένδικη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δικάζοντας επί της από 8/5/1998 αγωγής του Ε. Κ. (ήδη αναιρεσιβλήτου και αναιρεσείοντος) κατά των “ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε” και Χ. Γ. (ήδη αναιρεσειόντων και αναιρεσιβλήτων), για αξιώσεις του αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, από αδικοπρακτική συμπεριφορά του ήδη αναιρεσείοντος ιατρού Χ. Γ., προστηθέντος από την ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία “ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε”, δέχτηκε τα ακόλουθα: “Στις 11-3-1990 και ενώ ήταν ηλικίας 25 ετών, ο εκκαλών-εφεσίβλητος ενάγων Ε. Κ. (ήδη αναιρεσίβλητος και αναιρεσείων) εισήχθη στη Νευροχειρουργική Κλινική του Ιπποκρατείου Γενικού-Νοσοκομείου Θεσ/νίκης, λόγω αιφνίδιας εγκατάστασης ινιοαυχενικής κεφαλαλγίας, ζάλης, εμέτου, με δυσκαμψία αυχένος, βυθιότητας, δεξιάς παρεγκεφαλιδικής συνδρομής Babinski άμφω. Νοσηλεύτηκε μέχρι τις 6-4-1990, υποβληθείς σε σωρεία ιατρικών εξετάσεων και διεγνώσθη όγκος του οπισθίου εγκεφαλικού βόθρου-4ης κοιλίας που αιμορράγησε (επενδύμωμα 4ης κοιλίας ή αιμαγγειοβλάστημα ΔΔ), ενώ παρότι του προτάθηκε χειρουργική αντιμετώπιση, αρνήθηκε και εξήλθε οικειοθελώς. Τον Απρίλιο του ιδίου έτους υποβλήθηκε σε εξονυχιστικές εξετάσεις στο Λονδίνο όπου μετέβη (Εθνικό Νοσοκομείο Νευρολογικών Παθήσεων) και ο Σύμβουλος Νευροχειρούργος Norman Grant διέγνωσε ότι έχει παρεγκεφαλιδική αιμορραγία, ότι παρουσίαζε βελτίωση και ότι επί του παρόντος δεν χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης, αλλά του συνέστησε να υποβάλλεται σε εξετάσεις ανά εξάμηνο και να του τις αποστέλλει, ώστε να έχει πλήρη εικόνα της κατάστασής του, όπως και έγινε στη συνέχεια. Περί τα τέλη του έτους 1992, μετά τον θάνατο του ως άνω Βρετανού ιατρού που τον παρακολουθούσε, αιτιώμενος ζάλη, κεφαλαλγία και αστάθεια βαδίσεως, προσήλθε στο ιδιωτικό θεραπευτήριο της πρώτης εναγομένης…και ζήτησε την ιατρική συνδρομή του προστηθέντος αυτής δευτέρου εναγομένου, ιατρού Χ. Γ., που παρείχε τις υπηρεσίες του στις εγκαταστάσεις της. Αυτός, αφού τον υπέβαλε σε ιατρικές και διαγνωστικές εξετάσεις, του συνέστησε χειρουργική αφαίρεση του όγκου, χωρίς όμως να του εξηγήσει επαρκώς τη σοβαρότητα μιας τέτοιας επέμβασης, τις πιθανές επιπλοκές, το επίπονο και χρονοβόρο της διαδικασίας και χωρίς να λάβει την έγγραφη συγκατάθεση του ασθενούς ή οιουδήποτε συγγενικού του προσώπου. Όντως, στις 11-5-1993, ο ενάγων εισήχθη στο Θεραπευτήριο της πρώτης εναγομένης και στις 12-5-1993 υπεβλήθη στην επέμβαση εξαίρεσης του διηθητικού όγκου οπισθίου κρανιακού βόθρου-παρεγκεφαλίδας, κατά τη διάρκεια της οποίας και για την αποτροπή ενδεχόμενης επιπλοκής του οξέως μετεγχειρητικού αποφρακτικού υδροκεφάλου (που είναι μια από τις πιθανότερες επιπλοκές μιας τέτοιας επέμβασης) του τοποθετήθηκε και προσωρινή εξωτερική κοιλιακή παροχέτευση. Η επέμβαση αυτή ήταν αναγκαία, καθόσον υπήρχε πιθανότητα επαναιμορραγίας, η εξεργασία ασκούσε πίεση στον περιβάλλοντα γειτνιάζοντα εγκεφαλικό ιστό προκαλώντας και οίδημα παρεγκεφαλίδας, ενώ ήταν ενδεχόμενο ότι η εξεργασία θα μπορούσε να αυξηθεί σε μέγεθος, επιδεινώνοντας τη μέχρι τότε νευρολογική συμπτωματολογία και καθιστώντας την εξαίρεσή της περισσότερο εργώδη και επικίνδυνη για την αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς. Μετά την αφαίρεση του όγκου, η ιστολογική του εξέταση επιβεβαίωσε την ύπαρξη επενδυμώματος GRANDE Ι, ενώ στις επόμενες ημέρες ήταν σαφές ότι ο ενάγων χρειαζόταν την εξωτερική κοιλιακή παροχέτευση, μετά την αφαίρεση της οποίας, που ήταν επιβεβλημένη για την αποφυγή του κινδύνου επιμόλυνσης, ο ενάγων εμφάνισε κλινικά και απεικονιστικά ευρήματα αποφρακτικού υδροκεφάλου. Έτσι, στις 28-5-1993 υπεβλήθη σε δεύτερη επέμβαση, για τοποθέτηση βαλβίδας υδροκεφάλου, η οποία ήταν επίσης αναγκαία ενόψει των προαναφερθέντων. Όμως, κατά τη διενέργειά της, έγινε εσφαλμένη τοποθέτηση της βαλβίδας, το κεντρικό σκέλος της οποίας διανύει ασυνήθιστα μεγάλη πορεία διαμέσου σωματικών εγκεφαλικών δομών, όπως ο οπτικός θάλαμος και τα βασικά γάγγλια δεξιά, πορεία που θα ήταν ικανή να προκαλέσει μετεγχειρητικά νευρολογικά, κινητικά και αισθητικά συμπτώματα στον ασθενή ιδιαίτερα στο αριστερό ημιμόριο του σώματος. Όντως, στις 17-6-1993 ο ενάγων εξήλθε από τις εγκαταστάσεις της δεύτερης εναγομένης με παρεγκεφαλιδική σημειολογία (κολλώδη ομιλία, τρόμο, κορμική αταξία) και αριστερή ημιπάρεση, προκειμένου να διακομιστεί σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης για περαιτέρω νοσηλεία και υποβολή σε συμπληρωματική ακτινοθεραπεία. Έτσι, υπεβλήθη σε ακτινοθεραπεία στο Θεαγένειο Ιατρικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, όπου εμφάνισε επιληπτική κρίση με αφασικές διαταραχές και διεκομίσθη στη Νευροχειρουργική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Θεσ/νίκης ΑΧΕΠΑ, ενώ υπεβλήθη σε συστηματική φυσιοθεραπεία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό (Ουτρέχτη). Παρά ταύτα όμως, φέρει σοβαρή αναπηρία, είναι αδύνατον να αυτοεξυπηρετηθεί λόγω κορμικής αταξίας και αριστερής ημιπάρεσης, ενώ χρειάζεται συστηματική βοήθεια από το οικογενειακό του περιβάλλον ή άλλα άτομα, προκειμένου να εκτελέσει βασικές καθημερινές δραστηριότητες (χρήση τουαλέτας, μετακίνηση, ένδυση, διατροφή κλπ). Η κατάσταση αυτή του ενάγοντος οφείλεται στην αμελή ως άνω συμπεριφορά του β’ εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος και αναιρεσιβλήτου) ιατρού, προστηθέντος και τελούντος υπό τις γενικές οδηγίες της α’ εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας και αναιρεσίβλητης), ο οποίος δεν επέδειξε εν προκειμένω την απαιτούμενη στις συναλλαγές από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του επιμέλεια, δηλαδή δεν τήρησε τη συμπεριφορά που θα τηρούσε υπό τις ίδιες συνθήκες, ο μέσος συνετός ιατρός της ίδιας ειδικότητας, καθόσον, πέραν της πλημμελούς ενημέρωσης του ασθενούς, τοποθέτησε εσφαλμένα τη βαλβίδα υδροκεφάλου, κατά τα προαναφερθέντα, η άτυπη πορεία του κεντρικού σκέλους της οποίας είναι υπεύθυνη για τα μετεγχειρητικά νευρολογικά, κινητικά και αισθητικά συμπτώματα του (ασχολούμενου με τον αθλητισμό) ενάγοντος, ιδιαίτερα στο αριστερό ημιμόριο του σώματός του, το οποίο παρουσιάζει σοβαρή μυϊκή αδυναμία. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται στη με αρ. 7/2011 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του καθηγητή Νευροχειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δ. Σ., ο οποίος κατέληξε στο πόρισμά του λαμβάνοντας υπόψη τόσο το ιατρικό ιστορικό του ενάγοντος από τα έγγραφα της δικογραφίας, όσο και πρόσφατες τομογραφίες εγκεφάλου, αξονική από 18-3-2010 και μαγνητική από 15-6-2010. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται τόσο από την από 23-1-2000 ιατρική γνωμάτευση του Δ/ντή της Νευροχειρουργικής Κλινικής του Γ.Π.Ν. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Η. Κ., αναφέρουσα “άτυπη θέση εισόδου της παροχέτευσης ενδοκρανιακά”, όσο και από την με αρ. πρωτ. …/10-3-2006 ιατρική γνωμάτευση του Δ/ντή της ίδιας Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γ.Ν. Θεσ/νίκης ΑΧΕΠΑ Π. Σ., αναφέρουσα “μετά την τοποθέτηση της βαλβίδας ο ασθενής παρουσίασε αριστερή ημιπληγία”, λαμβανομένης υπόψη της φειδούς και προσοχής των ιατρικών γνωματεύσεων επί ιατρικών θεμάτων ιδιαίτερα αν θιγεί ενδεχομένως συνάδελφός τους. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου σχηματίστηκε με πλήρη δικανική πεποίθηση, στηριζόμενη και στις μαρτυρικές καταθέσεις, χωρίς να παρίσταται ανάγκη είτε συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης, είτε παροχής διευκρινήσεων από τον ως άνω πραγματογνώμονα…. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι εξαιτίας της βλάβης του μη δυναμένου να αυτοεξυπηρετηθεί και χρήζοντος συστηματικής βοήθειας από το οικογενειακό του περιβάλλον ή άλλα πρόσωπα ενάγοντος αναιρείται η ικανότητά του προς εργασία….Αποδείχθηκε, όμως, ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της θεραπείας για την αποκατάστασή του και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα των τριών ετών κατέβαλε μηνιαίως το ποσό των 293,47 ευρώ και συνολικά το ποσό των (293,47 Χ 36 μήνες) 10.564,92 ευρώ, ενώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, λόγω της κατάστασής του που προπεριγράφεται, είχε την ανάγκη αφενός διαρκούς φροντίδας τρίτου προσώπου με σχετικές γνώσεις (νοσοκόμας) και αφετέρου λήψης βελτιωμένης, πέραν της συνήθους διατροφής, για καθεμία από τις οποίες αναγκάστηκε να καταβάλει μηνιαίως το ίδιο ως άνω ποσό, ήτοι το ποσό των (293,47 Χ 36 μήνες) 10.564,92 ευρώ και συνολικά το ποσό των (10.564,92 Χ 2) 21.129,84 ευρώ.
Συνεπώς, όπως ορθά έκρινε επ’ αυτών και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών περί του αντιθέτου λόγων των εφέσεων των (κυρίως) διαδίκων, τα ως άνω κονδύλια των δαπανών και της διατροφής πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτά ως ουσιαστικά βάσιμα, κατά το συνολικό ποσό των (10.564,92 + 21.129,84) 31.694,76 ευρώ. …Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων κατά τον χρόνο διενέργειας της κρίσιμης δεύτερης επέμβασης ήταν ηλικίας 27 ετών. Η σοβαρή αναπηρία που του κατέλειπε και κυρίως η αδυναμία του για αυτοεξυπηρέτηση, λόγω της κορμικής αταξίας και της αριστερής ημιπάρεσης έχουν έντονες επιπτώσεις στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του. Κατά συνέπεια, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη και δικαιούται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τις προαναφερθείσες συνθήκες της επέμβασης, την ηλικία του ενάγοντος, το είδος και την έκταση της μη αναστρέψιμης πλέον σωματικής βλάβης του, τις συνέπειες αυτής στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή, το βαθμό του πταίσματος του (προστηθέντα από την α’ εναγόμενη εταιρεία) β’ εναγόμενου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων, την οικονομική κατάσταση της α’ εναγομένης εταιρείας, καθώς και τις εν γένει συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το ποσό των 120.000 ευρώ, το οποίο κρίνει εύλογο και δίκαιο. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα είναι καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, καθόσον ασκήθηκε μία ημέρα πριν τη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής της ένδικης αξίωσης του, ενώ στο μεσολαβήσαν αυτό διάστημα ο ενάγων ουδέποτε τους ενόχλησε εκφράζοντας οιοδήποτε παράπονο κατ’αυτών, καθώς και οι συναφείς λόγοι των εφέσεων τους, πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος. Πρέπει όμως να σημειωθεί επίσης ότι ο ενάγων, μετά τη διενέργεια των δύο επεμβάσεων αρνήθηκε να καταβάλει στην α’ εναγομένη εταιρεία το οφειλόμενο ποσό των 5.941,785 δραχμών για τη νοσηλεία του στην κλινική της, αλλά κατέβαλε μέρος μόνο αυτής ύψους 3.825.000 δραχμών. Κατόπιν αυτού η α’ εναγομένη άσκησε κατ’ αυτού τη σχετική από 9-12-1994 αγωγή της, διεκδικώντας το υπόλοιπο ποσό των 2.166.785 δραχμών (6.358,87 ευρώ). Επ’ αυτής εκδόθηκε ερήμην του εδώ ενάγοντος η τελεσίδικη ήδη καταστάσα… 6111/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που τον υποχρέωσε να της καταβάλει το ως άνω ποσό, νομιμοτόκως από 27-6-1993 και επέβαλε σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα ποσού 92.000 δρχ. (270 ευρώ). Εξ ουδενός δε αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε άφεση του ως άνω χρέους του ενάγοντος από την α’ εναγομένη, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίστηκε, με αποτέλεσμα η προταθείσα επικουρικά απ’ αυτήν ένσταση συμψηφισμού λόγω της παραπάνω απαίτησής της, ανερχόμενης πλέον στο ποσό των 25.934,98 ευρώ, μη αμφισβητούμενο βασίμως, να πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, σημειουμένου μάλιστα και του ότι ο συμψηφισμός ενεργεί αντικειμενικά κατ’ άρθρο 483 παρ.1 εδ. β’ ΑΚ και για τους λοιπούς συνοφειλέτες……”. Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την 772/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά παραδοχή των από 14/11/2012 και 17/12/2012 εφέσεων του ενάγοντος Ε. Κ. (ήδη αναιρεσιβλήτου και αναιρεσείοντος) και της εναγομένης ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε (ήδη αναιρεσίβλητης και αναιρεσείουσας), αντιστοίχως, κράτησε την υπόθεση και δικάζοντας κατ’ ουσίαν, κατά μερική παραδοχή της αγωγής, αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 125.759,78 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, δέχτηκε εν μέρει την από 25-11-2003 παρεμπίπτουσα αγωγή της πρώτης εναγομένης στην κύρια αγωγή εταιρείας “…” κατά του δεύτερου εναγομένου στην κύρια αγωγή προστηθέντος ιατρού Χ. Γ., για το ίδιο ως άνω ποσό, καθώς και μερικώς για ποσό 29.347,03 ευρώ την ενωμένη στην από 27-5-1998 προσεπίκληση παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως της εταιρείας “…” κατά της ασφαλιστικής εταιρείας “…”.
Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του με επάρκεια, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις το αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του ζημιογόνου αποτελέσματος (σοβαρή αναπηρία του αναιρεσιβλήτου). Ειδικότερα, τα περιστατικά που δέχτηκε προς τούτο και δη ότι ο αναιρεσείων μη επιδεικνύοντας τη συμπεριφορά που θα τηρούσε υπό τις ίδιες συνθήκες, ο μέσος συνετός ιατρός της ίδιας ειδικότητας, τοποθέτησε εσφαλμένα τη βαλβίδα υδροκεφάλου, η άτυπη πορεία του κεντρικού σκέλους της οποίας είναι υπεύθυνη για τα μετεγχειρητικά νευρολογικά, κινητικά και αισθητικά συμπτώματα του ενάγοντος, ιδιαίτερα στο αριστερό ημιμόριο του σώματός του, που παρουσιάζει σοβαρή μυϊκή αδυναμία, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η επίμαχη συμπεριφορά πρόσφορη αιτία της προκληθείσας αναπηρίας του αναιρεσιβλήτου και καλύπτουν με επάρκεια το πραγματικό των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 298,914,932 ΑΚ, καθιστώντας εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ορθής εφαρμογής τους. Ωσαύτως, οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, ότι στις 11-3-1990 ο αναιρεσίβλητος εισήχθη στη Νευροχειρουργική Κλινική του Ιπποκρατείου Γενικού-Νοσοκομείου Θεσ/νίκης, λόγω αιφνίδιας εγκατάστασης ινιοαυχενικής κεφαλαλγίας, ζάλης, εμέτου, με δυσκαμψία αυχένος, βυθιότητας, δεξιάς παρεγκεφαλιδικής συνδρομής Babinski άμφω, ότι περί τα τέλη του έτους 1992, αιτιώμενος ζάλη, κεφαλαλγία και αστάθεια βαδίσεως, προσήλθε στο ιδιωτικό θεραπευτήριο της πρώτης εναγομένης και ζήτησε την ιατρική συνδρομή του προστηθέντος αυτής δευτέρου εναγομένου, ιατρού Χ. Γ. και ότι στις 17-6-1993 ο αναιρεσίβλητος εξήλθε από τις εγκαταστάσεις της δεύτερης εναγομένης με παρεγκεφαλιδική σημειολογία (κολλώδη ομιλία, τρόμο, κορμική αταξία) και αριστερή ημιπάρεση, δεν αντιφάσκουν προς το ανωτέρω καταληκτικό αποδεικτικό πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης. Τούτο, διότι η γενόμενη δεκτή από την αναιρεσιβαλλομένη σημειολογία της κατάστασης της υγείας του αναιρεσιβλήτου κατά τα έτη 1990 και 1992 δεν ταυτίζεται με εκείνη κατά την έξοδό του από το θεραπευτήριο της δεύτερης εναγομένης το έτος 1993 (κολλώδης ομιλία, τρόμος, κορμική αταξία, αριστερή ημιπάρεση) και η οποία κατά τις αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, αποδίδεται αιτιωδώς στην εσφαλμένη τοποθέτηση από τον αναιρεσείοντα ιατρό της βαλβίδας υδροκεφάλου, το κεντρικό σκέλος της οποίας διανύει ασυνήθιστα μεγάλη πορεία διαμέσου σωματικών εγκεφαλικών δομών, όπως ο οπτικός θάλαμος και τα βασικά γάγγλια δεξιά, πορεία που θα ήταν ικανή να προκαλέσει μετεγχειρητικά νευρολογικά, κινητικά και αισθητικά συμπτώματα στον ασθενή ιδιαίτερα στο αριστερό ημιμόριο του σώματος και τα οποία πραγματικά προκάλεσε, σύμφωνα με τις συνεχόμενες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλομένη οι πλημμέλειες: 1) από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις περί εσφαλμένης εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, οι προϋποθέσεις των οποίων δεν συνέτρεχαν κατά τους αναιρετικούς ισχυρισμούς και 2) από τον 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις για ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, αναφορικά με το ζήτημα του επίμαχου αιτιώδους συνδέσμου. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος του με το οποίο, ο αναιρεσείων, κατά τα λοιπά, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται, ότι ουδόλως προέβη σε εσφαλμένη διάγνωση, ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του (χειρουργικής επέμβασης για τοποθέτηση κοιλιοπεριτοναϊκής παροχέτευσης) και αποτελέσματος (κλινικής εικόνας ασθενούς μετά το δεύτερο χειρουργείο), αλλά αυτό είναι απότοκο άλλου αιτιώδους συνδέσμου που αφορά την μη σχετιζόμενη με αυτόν ολική ακτινοθεραπεία εγκεφάλου, στην οποία υποβλήθηκε ακολούθως ο αναιρεσίβλητος, γεγονός διαπιστούμενο με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι απαράδεκτος. Τούτο, διότι με τον τρόπο αυτό πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της διαφοράς.
Η καθιερώνουσα την αρχή της αναλογικότητας διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντάς την ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή. Αποτελεί η αρχή της αναλογικότητας την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται οι σχετικές κρίσεις, ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 9/2015). Στην ένδικη περίπτωση ο αναιρεσείων, κατά το υπόλοιπο μέρος του πρώτου λόγου της αιτήσεώς του, επικουρικώς, ισχυρίζεται ότι δεν τηρήθηκε η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, αφού επιδικάστηκε σε βάρος του ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, ωσάν να είναι εκατομμυριούχος, που καθιστά εν τοις πράγμασι αδικαιολόγητα πλουσιότερο τον αναιρεσίβλητο και εκείνον τον εξουθενώνει οικονομικά. Ο λόγος αυτός, κατά το παραπάνω μέρος του, είναι αβάσιμος. Τούτο, διότι ο προσδιορισμός της αξιούμενης από τον αναιρεσίβλητο Ε. Κ. χρηματικής ικανοποίησης από το Εφετείο στο ποσό των 120.000 ευρώ τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης από την ένδικη αιτία. Εντεύθεν, με την επίμαχη κρίση του το Εφετείο δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη ότι έκρινε μη νόμιμη την προβληθείσα ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος από τον αναιρεσίβλητο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς τούτο έλαβε υπόψη μόνο την επικληθείσα μακροχρόνια αδράνεια του αναιρεσιβλήτου, ενώ αυτός είχε επικαλεστεί και την προηγηθείσα της ασκήσεως της αγωγής συμπεριφορά του, καθόσον καθόλο το διαρεύσαν διάστημα ουδέποτε έδειξε (ο αναιρεσίβλητος) ότι είχε κάποιο παράπονο από αυτόν, ώστε δεν δικαιολογείται η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος. Ο λόγος, κατά το παραπάνω μέρος του, είναι αβάσιμος, διότι σύμφωνα με το ως άνω περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, το Εφετείο έλαβε υπόψη, κατά το ουσιώδες μέρος του και τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Με τον ίδιο λόγο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες για την απόρριψη της ένστασης καταχρήσεως, ως μη νόμιμης. Κατά το μέρος, όμως, αυτό, ο προκείμενος λόγος είναι απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν ιδρύεται σε περίπτωση απόρριψης αγωγής ή ένστασης, ως μη νόμιμης ή απαράδεκτης.
Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, καταλογίζοντας στην αποδοθείσα στον αναιρεσείοντα αδικοπρακτική συμπεριφορά το γεγονός ότι δεν ζήτησε, πριν τις επίμαχες χειρουργικές επεμβάσεις, την έγγραφη συναίνεση του αναιρεσιβλήτου ή των συγγενών του, εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2619/1998, που δεν ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, εφόσον θεσπίστηκε μετά παρέλευση πενταετίας. Ο λόγος είναι αλυσιτελής, διότι συνάπτεται με επάλληλη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης, το διατακτικό της οποίας επαρκώς στηρίζεται στις λοιπές κύριες αιτιολογίες της.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ. Γ. και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ε. Κ. σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Β. Επί των αιτήσεων του Ε. Κ. και της εταιρείας ….
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441ΑΚ συνάγεται, ότι ο συμψηφισμός, ο οποίος συνίσταται στην δια συνυπολογισμού αυτοδικαίως επερχόμενη απόσβεση, από τότε που συνυπήρξαν, των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο και ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή, απευθυντέα προς τον άλλο, η οποία περιέχει εκποίηση, δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως. Εάν συντελέστηκε ο συμψηφισμός, επέρχονται αυτομάτως τα αποσβεστικά αποτελέσματά του και η επίκλησή του σε δίκη αποτελεί καταχρηστική ένσταση, δηλαδή απλή άρνηση της αγωγής. Κατά το χρόνο επικλήσεως του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε. Στην ένδικη περίπτωση, το Εφετείο κρίνοντας επί προτάσεως σε συμψηφισμό κατά των επίδικων απαιτήσεων του αναιρεσείοντος Ε. Κ., ανταπαίτησης της αναιρεσίβλητης εταιρείας από νοσήλια, ποσού 2.166.785 δρχ. (6.358,87 ευρώ), που της επιδικάστηκαν με την 6111/1995 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, νομιμοτόκως από 27/6/1993 και από δικαστικά έξοδα ποσού 92.000 δρχ. (270 ευρώ), δέχτηκε ότι ήταν συμψηφιστέο ποσό 25.934,98 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν πλέον η απαίτηση της αναιρεσίβλητης (δηλαδή με συνυπολογισμό τόκων διαρρεύσαντος διαστήματος), χωρίς να διαλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλομένη, πότε προτάθηκε σε συμψηφισμό η ανταπαίτηση αυτής και περιήλθε σε γνώση του αναιρεσείοντος, σε ποιο ποσό ανερχόταν κατά το χρόνο της προτάσεως η επίμαχη ανταπαίτηση, από πότε συνυπήρξαν οι αμοιβαίες απαιτήσεις, οπότε και επήλθε αυτοδικαίως ισόποση απόσβεση τούτων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή έκτοτε τοκογονία της ανταπαίτησης της αναιρεσίβλητης. Οι ελλείψεις αυτές καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ορθής εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 440, 441, 167 ΑΚ, τις οποίες ως εκ τούτου το Εφετείο εκ πλαγίου παραβίασε.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Ε. Κ. κατά το μέρος του, με το οποίο κατ’ ορθή εκτίμηση των προβαλλόμενων αιτιάσεων, αποδίδεται στη αναιρεσιβαλλομένη αληθώς η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη και η πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος που διαλάμβανε τα σχετικά με τα παραπάνω ζητήματα παράπονα του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, είναι αβάσιμος. Τούτο, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τις σχετικές αμφισβητήσεις του αναιρεσείοντος και τις έκρινε αβάσιμες, όπως προκύπτει από το επισκοπούμενο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης.
Κατά το άρθρο 22 του Ν. 2915/2001: “1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, των οποίων η πρώτη συζήτηση έχει προσδιοριστεί να γίνει μετά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου. Η προθεσμία επίδοσης της αγωγής κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 229, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 αρχίζει ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού. 2. Στις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση έχει προσδιορισθεί να γίνει στο χρονικό διάστημα μεταξύ δημοσίευσης και έναρξης ισχύος του κεφαλαίου τούτου, καθώς και στις λοιπές εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του ιδίου κεφαλαίου δίκες, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν ως τώρα”. Κατά τη σαφή έννοια των εν λόγω διατάξεων, στη νέα ρύθμιση υπάγονται οι υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση έχει προσδιορισθεί να γίνει, σε πρώτο βαθμό, μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του Α’ Κεφαλαίου, η οποία, με το ακροτελεύτιο άρθρο 38 του ν. 2915/2001, τοποθετείται στις 16-9-2001. Επιπρόσθετα, γίνεται παράλληλα ιδιαίτερη αναφορά στις “λοιπές εκκρεμείς υποθέσεις”, οι οποίες, κατά την εισηγητική έκθεση, είναι εκείνες των οποίων συζήτηση έγινε ή θα γίνει πριν από τη δημοσίευση του νόμου (29-5-2001), διατύπωση η οποία θα αρκούσε αν ο νομοθέτης απέβλεπε στον χρόνο πραγματοποιήσεως της συζητήσεως της υποθέσεως αντί εκείνου του προσδιορισμού της. Σε συνέπεια με την ρύθμιση αυτή ορίζεται, κατά πλεοναστικό τρόπο με την επόμενη παράγραφο του αυτού άρθρου 22 του ν. 2915/2001, ότι στις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση έχει προσδιορισθεί να γίνει στο χρονικό διάστημα μεταξύ της δημοσιεύσεως (29-5-2001) και ενάρξεως της ισχύος του Κεφαλαίου Α’ αυτού (16-9-2001), ανεξάρτητα αν αναβλήθηκε σε δικάσιμο που εμπίπτει στον χρόνο ενάρξεως ισχύος του ν. 2915/2001, εφαρμόζονται αδιακρίτως οι προϊσχύσασες διατάξεις, καθώς και στις λοιπές εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του ιδίου κεφαλαίου (16-9-2001) δίκες. Επακολούθησε ο ν. 2943/2001, με το άρθρο 15 του οποίου ο χρόνος ενάρξεως ισχύος του Κεφαλαίου Α’ του ν. 2915/2001 μετατίθεται από 16-9-2001 την 1-1-2002, χωρίς μεταβολή στο κριτήριο επιλογής διαχρονικού δικαίου του προσδιορισμού της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως.
Συνεπώς, κρίσιμο γεγονός για την εφαρμογή του προϊσχύσαντος δικονομικού δικαίου δεν είναι η δικάσιμος κατά την οποία πράγματι συζητήθηκε η υπόθεση, αλλά η αρχικώς προσδιορισθείσα (ΑΠ 290/2008). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 10 του ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 2915/2001 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή κατά το άρθρο 22 του νόμου αυτού, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκη, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι’ αυτά. Κατά την δεύτερη περίπτωση της διατάξεως αυτής, ιδρύεται λόγος αναίρεσης στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες, αν και δεν υπάρχει υποχρέωση προαποδείξεως και πρέπει να διαταχθούν αποδείξεις με έκδοση προδικαστικής αποφάσεως περί αποδείξεως, το δικαστήριο έκρινε την ουσία της διαφοράς βάσει προαποδείξεως ή έμμεσης αποδείξεως. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν, σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ (όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 6 του Ν. 2207/1994 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή) επί αγωγής που απευθύνεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, αμέσως μετά την κατάθεση της ο Πρόεδρος, εφόσον κατά την κρίση του απαιτείται έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, ορίζει με πράξη του, που καταχωρίζεται στο πρωτότυπο και τα αντίγραφα της αγωγής ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο όμως, παρά την πράξη του Προέδρου, παραλείποντας να διατάξει αποδείξεις επί των αμφισβητουμένων πραγματικών περιστατικών προβαίνει σε εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1914/2011). Περαιτέρω επί των αμιγώς διαδικαστικών πράξεων που ενεργούνται στον χώρο του δικονομικού δικαίου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 281 AK, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων του ουσιαστικού δικαίου. Στις διαδικαστικές αυτές πράξεις προσήκει η ρύθμιση του άρθρου 116 ΚΠολΔ, από το οποίο όμως δεν προβλέπεται ρητώς ότι η κατά παράβασή του επιχειρηθείσα διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη.
Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η ένδικη αγωγή του Ε. Κ., για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, προσδιορίστηκε, αρχικώς, να συζητηθεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, την 1/4/1999 και εκδόθηκε επ’ αυτής η απορριπτική 8953/1999 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εξαφανίστηκε μερικώς με την 746/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αναπέμφθηκε η υπόθεση (κατά την έκταση που εξαφανίστηκε) στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Νέα δικάσιμος προς συζήτηση αυτής προσδιορίστηκε για τις 15/11/2001, μετά δε από αναβολή και ματαίωσή της, συζητήθηκε τελικώς, στις 6/4/2006 και εκδόθηκε, αρχικώς, η 1549/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που διέταξε επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο για να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη και ακολούθως, η 772/2012 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή η αγωγή για το συνολικό ποσό των 105.759,78 ευρώ, κατόπιν δε των εφέσεων που άσκησαν κατ’ αυτής οι διάδικοι εκδόθηκε η ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, εφόσον το κρίσιμο γεγονός, ήτοι η αρχικώς προσδιορισθείσα δικάσιμος, έλαβε χώρα πριν από την 1-1-2002, η προκείμενη υπόθεση διέπεται από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος δικονομικού δικαίου, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 226 παρ. 2 και 341 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ανωτέρω αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος-αναιρεσιβλήτου και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων, αυτός ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημά της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων και ήδη στην αίτησή του αναιρεσιβλήτων, να του καταβάλουν το ποσό των 185.318.000 δραχμών, ως αποζημίωση και χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της βλάβης της υγείας του που προκάλεσε παρανόμως και υπαιτίως ο προστηθείς από την πρώτη αναιρεσίβλητη δεύτερος αναιρεσίβλητος ιατρός, με ιατρικό του σφάλμα, κατά τη διενέργεια χειρουργικής επεμβάσεως. Όπως δε προκύπτει από το επισκοπούμενο περιεχόμενο της 1549/2007 απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η ήδη αναιρεσείουσα και αναιρεσίβλητη εταιρεία … αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή, γεγονός που καθιστούσε υποχρεωτική την έκδοση προδικαστικής απόφασης, για το θέμα που έπρεπε να αποδειχθεί, τον βαρυνόμενο με την απόδειξη διάδικο, τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, την αρχή ενώπιον της οποίας θα διεξαχθεί η απόδειξη και το χρόνο της διεξαγωγής, κατά τους ειδικότερους ορισμούς του άρθρου 341 ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι στο πρωτότυπο και τα αντίγραφα της ένδικης αγωγής είχε τεθεί πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών, ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341 ΚΠολΔ. Όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε την κατά τα ανωτέρω έκδοση προδικαστικής απόφασης, προχώρησε στην εξέταση μαρτύρων και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, ενώ κατά την επαναληφθείσα συζήτηση, αφού προέβη στην εκτίμηση των αποδείξεων, με την οριστική 772/2012 απόφασή του δέχθηκε μερικώς την αγωγή. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε το λόγο έφεσης της ήδη αναιρεσείουσας-αναιρεσίβλητης εταιρείας, με τον οποίο αυτή παραπονέθηκε για την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ενστάσεώς της, περί απαράδεκτης εισαγωγής και συζήτησης της αγωγής με τη διαδικασία του ν. 2915/2001, δεχόμενο τα ακόλουθα: “…η παλαιά διαδικασία ισχύει για την ένδικη αγωγή, της οποίας μετά την αναπομπή ορίστηκε δικάσιμος η 15-11-2001 (βλ. την από 8-3-2001 και με αρ. καταθ. 47015/1026/6-4-2001 σχετική κλήση του ενάγοντος). Όμως ορθώς, παρά ταύτα, η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι ο ως άνω ισχυρισμός της εναγομένης συνιστά κατάχρηση δικονομικών δικαιωμάτων, αποτελούσα παραβίαση της γενικότερης αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, που καθιερώνει το άρθρο 116 ΚΠολΔ και (ενόψει και της διαδικαστικής διαδρομής της υπόθεσης) ειδικότερα παρέλκυση της δίκης και άσκοπη διαιώνιση της δικαστικής εκκρεμότητας….Και τούτο διότι: α) Η α’ εναγομένη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μετά την αναπομπή εφάρμοσε και ακολούθησε τις τροποποιημένες από τον Ν. 2915/2001 διατάξεις του ΚΠολΔ (που επέβαλε την επιτάχυνση της τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, παρά την ως άνω αντίθεσή της, ήτοι κατέθεσε προτάσεις, προσθήκη και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων μέσα στις νόμιμες προθεσμίες του άρθρου 237 ΚΠολΔ, επικαλέστηκε δε και προσεκόμισε ένορκες βεβαιώσεις, β) Στο προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα από 15-3-2004 και με αρ. καταθ. 35702/825/15-3-2004 δικόγραφο κλήσεως για την τελευταία δικάσιμο, δηλαδή αυτήν της 6-4-2006 (μετά από αναβολή από την αρχική δικάσιμο της 15-11-2001 για αυτή της 13-2-2003 και εκ νέου προσδιορισμό για τις δικασίμους της 11-3-2004 και 6-4-2004 μετά από συνεχείς ματαιώσεις) δεν υπάρχει σημείωση του αρμοδίου Προέδρου για τη διεξαγωγή της απόδειξης κατ’ άρθρο 341 ΚΠολΔ (όπως στην παραπάνω αρχική κλήση του) με την οποία θα έπρεπε να συμμορφωθεί, γ) Η τήρηση της προδικασίας κατ’ άρθρα 214 A επ. ΚΠολΔ αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ίδιων διαδίκων, δ) Σε κάθε περίπτωση διενεργήθηκε η αποδεικτική διαδικασία χωρίς να υπολείπεται αυτής κατά το καταργηθέν άρθρο 341 ΚΠολΔ, αφού και η εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μετά την αναπομπή ήταν διεξοδική, αλλά και διετάχθη η επανάληψη της συζήτησης για τη διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Να σημειωθεί άλλωστε ότι η παράβαση των διατάξεων περί την αποδεικτική διαδικασία των άρθρων 341 παρ.1 και 2, 342 κλπ. ΚΠολΔ επιφέρει ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης κατ’ άρθρο 159 αρ.3 ΚΠολΔ… την οποία οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα ο προβάλλων την ακυρότητα…, πράγμα που δεν έκανε η α’ εναγομένη, θεωρείται μάλιστα ότι δεν υπάρχει τέτοια δικονομική βλάβη όταν από την παράβαση που σημειώθηκε δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατόν να επηρεασθεί η δυνατότητα άμυνας του διαδίκου, ιδία δε αν ο καλούμενος παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και αντιτάσσει πλήρη υπεράσπιση γι’ αυτή…, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, ο σχετικός λόγος εφέσεως της α’ εναγόμενης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος”. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας, υπό την επίκληση του άρθρου 116 ΚΠολΔ, εφάρμοσε αληθώς την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 281AK, που σχετιζόμενη με αμιγώς διαδικαστικές πράξεις, ενεργούμενες στον χώρο του δικονομικού δικαίου, δεν ήταν εφαρμοστέα. Κατά συνέπεια υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η οποία βασίμως αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη, σύμφωνα με το νοηματικό περιεχόμενο του πρώτου λόγου της αιτήσεως της αναιρεσείουσας εταιρείας. Ωσαύτως, εφόσον κατά παραδοχή των αντίθετων εφέσεων του ενάγοντος Ε. Κ. και της εναγόμενης εταιρείας …, το Εφετείο εξαφάνισε την οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και κράτησε προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση την κύρια από 8 Μαΐου 1998 αγωγή του Ε. Κ., καθώς και τις συνεκδικασθείσες παρεμπίπτουσες από αναγωγή αγωγές της εναγομένης κατά του ιατρού Χ. Γ. και της ασφαλιστικής εταιρείας …Z, όφειλε, σύμφωνα με την αναφερθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 22 ν. 2915/2001 και εκείνη του άρθρου 341 ΚΠολΔ και λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ), να διατάξει αποδείξεις για τα αμφισβητούμενα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα, που στοιχειοθετούσαν την ιστορική βάση της αγωγής, την οποία αιτιολογημένα είχε αρνηθεί η αναιρεσείουσα. Παραλείποντας, όμως, τούτο και δεχόμενο στη συνέχεια εν μέρει την αγωγή και τις παρεμπίπτουσες, υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από το ν. 2915/2001 και ισχύει για την προκείμενη υπόθεση. Τούτο, διότι δέχτηκε πράγματα, ήτοι τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους θεμελιωτικούς του με την κύρια αγωγή ασκούμενου δικαιώματος, αναφορικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αποδιδόμενης στον προστηθέντα από την αναιρεσείουσα ιατρό συμπεριφοράς και της προκληθείσας στον αναιρεσίβλητο βλάβης της υγείας του, καθώς και της προκληθείσας σ’ αυτόν ζημίας, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς να διατάξει απόδειξη γιαυτά σε βάρος του υπόχρεου προς τούτο αναιρεσιβλήτου.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της αιτήσεως της αναιρεσείουσας και κατά το μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη η πλημμέλεια από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως κατά τα ανωτέρω ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 2915/2001. Εξάλλου, η απλή επισήμανση της αναιρεσιβαλλομένης ότι η παράβαση των διατάξεων περί την αποδεικτική διαδικασία των άρθρων 341 παρ.1 και 2, 342 κλπ. ΚΠολΔ επιφέρει ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης κατ’ άρθρο 159 αρ.3 ΚΠολΔ, την οποία οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα ο προβάλλων την ακυρότητα, δεν επιδρά θετικώς στη στήριξη του διατακτικού της, διότι τέτοιο έννομο συμφέρον δεν αξιώνεται σε περίπτωση κατά την οποία για την παράβαση επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση (άρθρο 159 αρ. 2 ΚΠολΔ), όπως συμβαίνει στην ένδικη περίπτωση.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Ε. Κ. και του πρώτου λόγου της αιτήσεως της αναιρεσείουσας εταιρείας …, (ενώ εξαιτίας της πλήρους αναιρετικής εμβέλειας παρέλκει η έρευνα του πρώτου και δεύτερου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως του Ε. Κ. και η έρευνα των δεύτερου και τρίτου λόγου της αιτήσεως της εταιρείας …), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς μεν τον αναιρεσείοντα Ε. Κ. και την αναιρεσείουσα εταιρεία …, στο σύνολό της (συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων που αφορούν την παραδοχή των παρεμπιπτουσών αγωγών, καθόσον η ευδοκίμησή τους εξαρτάται από την ευδοκίμηση της κύριας αγωγής), ως προς δε τον αναιρεσίβλητο Χ. Γ., κατά το μέρος που έκανε δεκτή την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα-αναιρεσίβλητη εταιρεία … ένσταση συμψηφισμού. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, εφ’ όσον είναι δυνατή η συγκρότηση αυτού, από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν (δυναμένου του δικαστηρίου να προβεί στη διεξαγωγή της αποδείξεως και ενώπιόν του κατά τους ορισμούς του άρθρου 341 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με άρθρο 14 ν. 2915/2001). Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ του αναιρεσείοντος-αναιρεσιβλήτου Ε. Κ. και της αναιρεσείουσας-αναιρεσίβλητης εταιρείας …, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 178,183 ΚΠολΔ). Δεν θα επιβληθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος των δεύτερης και τρίτου αναιρεσιβλήτων (εταιρείας … και Χ. Γ.) στην από 7/7/2014 αίτηση αναιρέσεως της εταιρείας …, διότι οι ανωτέρω διάδικοι δεν θεωρούνται ηττηθέντες, εφόσον η εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης και ως προς αυτούς οφείλεται στην αναιρετική εμβέλεια των γενόμενων δεκτών λόγων, που δεν τους αφορούν. Εξάλλου, σε βάρος του ηττηθέντος δεύτερου αναιρεσιβλήτου (Χ. Γ.) στην από 21/11/2014 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Κ. θα επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που θα προσδιοριστούν ενιαίως με εκείνα που αφορούν την απόρριψη της αιτήσεως του Χ. Γ., εφόσον η δίκη επί των δύο αιτήσεων διεξήχθη ενιαίως. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων που κατατέθηκαν για την άσκηση των από 21/11/2014 και 7/7/2014 αιτήσεων αναιρέσεως του Ε. Κ. και της εταιρείας …, αντίστοιχα, στους καταθέσαντες αυτά (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21 Ιουλίου 2014 αίτηση του Χ. Γ. για αναίρεση της 2421/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος-αναιρεσιβλήτου Χ. Γ. τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου-αναιρεσείοντος Ε. Κ., τα οποία ορίζει για την ενιαίως διεξαχθείσα δίκη επί των στο σκεπτικό αναφερόμενων αντίθετων αναιρέσεών τους, στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο, Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, για την άσκηση της από 21 Ιουλίου 2014 αίτησης αναιρέσεως του Χ. Γ..
Αναιρεί την 2421/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς μεν τον αναιρεσείοντα Ε. Κ. και την αναιρεσείουσα …, στο σύνολό της, ως προς δε τον αναιρεσίβλητο Χ. Γ., κατά το μέρος που έκανε δεκτή την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα-αναιρεσίβλητη εταιρεία … ένσταση συμψηφισμού.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ίδιο μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του αναιρεσείοντος-αναιρεσιβλήτου Ε. Κ. και της αναιρεσείουσας-αναιρεσίβλητης εταιρείας ….
Διατάσσει την επιστροφή των παραβόλων που κατατέθηκαν για την άσκηση των από 21/11/2014 και 7/7/2014 αιτήσεων αναιρέσεως του Ε. Κ. και της εταιρείας …, αντίστοιχα, στους καταθέσαντες αυτά.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Μαρτίου 2016.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 221/2016(ΠΟΛΙΤ.)Αγωγή αποζημίωσης κατά νοσηλευτικού ιδρύματος
Προηγούμενο άρθροΈνοχος και στο Εφετείο για το βιασμό ανήλικου αγοριού