Αριθμός 251/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 24 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Κ. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Μαρκέτο, που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “…” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αντώνιο Βάγια και Χρήστο Θεοδώρου, που δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/7/2003 αγωγή και την από 20/11/2003 συμπληρωματική αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1043/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 5280/2012 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/11/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 9/11/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 18 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όπως προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, που τον προβλέπει, αφορά κάθε παράλειψη του δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση σχετικά με το νομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση αυτήν, ανεξάρτητα από το αν το νομικό αυτό ζήτημα ανάγεται στο ουσιαστικό ή στο δικονομικό δίκαιο. Και αυτό για να αποφευχθεί, για την ασφάλεια του δικαίου, να δοθεί από το δικαστήριο της παραπομπής λύση που δεν έδωσε ο Άρειος Πάγος ως Ακυρωτικό Δικαστήριο (ΑΠ 1476/2012). Νομικό, όμως, ζήτημα δεν επιλύεται, αν η απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης (άρθρο 559 ΚΠολΔ αρ. 19) και ειδικότερα για το λόγο, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά απ’ αυτήν, δεν καθιστούν δυνατή, λόγω της ανεπάρκειας και αντιφατικότητας των αιτιολογιών της την υπαγωγή στον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου, χωρίς να αμφισβητείται το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού (ΑΠ 128/2013, ΑΠ 1054/2010). Εξάλλου, ο ΚΠολΔ ορίζει: α) Στο άρθρο του 579 παρ. 1 ότι “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν”, β) Στο άρθρο του 580 παρ. 3, ότι “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές” και γ) Στο άρθρο του 581 παρ. 2 ότι ” η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι μετά την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαιά της που προσβλήθηκαν με την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαιά της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα κεφάλαια ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται. Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτήν, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι (ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 738/2012). Περαιτέρω από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει και ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 975/2000). Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1308/2004). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, που, εφόσον πρόκειται περί διαφοράς υπαγόμενης στις ειδικές διαδικασίες, δικάζει κατ” εφαρμογή των αναλόγων διατάξεων, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους εφέσεως που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναιρέσεως που έκανε δεκτό (ΑΠ 738/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας δίκης, παραδεκτώς επισκοπούμενα από τον Άρειο Πάγο κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων : α) Με την από 30-7-2003 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενος σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου που τον συνέδεε με την εναγομένη εταιρεία και απασχόλησή του στην επιχείρηση που διατηρεί η τελευταία με το αναφερόμενο αντικείμενο εργασίας, καθώς και μονομερή, εκ μέρους της, βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, ζήτησε, μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγομένη, κυρίως από τη μεταξύ τους σύμβαση και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να του καταβάλει 54.324,20 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλει 232.372,94 ευρώ, για οφειλόμενες αμοιβές και αποζημιώσεις του για παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία κατά τα Σάββατα και Κυριακές, από το μη συνυπολογισμό της αμοιβής για υπερεργασιακή απασχόληση στα επιδόματα εορτών και αδείας και για χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασής του, με το νόμιμο τόκο και να αναγνωρισθεί ότι η ανάθεση σ’ αυτόν από 28-2-2003 της εργασίας του υποδιευθυντή στο αναφερόμενο τμήμα συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασής του. Και β) Με την από 20-11-2003 συμπληρωματική αγωγή του κατά της εναγομένης ενώπιον του ίδιου παραπάνω δικαστηρίου, αφού ισχυρίστηκε ότι η τελευταία 20 ημέρες μετά την προς αυτήν κοινοποίηση της ανωτέρω (κύριας) αγωγής του, κατάγγειλε, στις 8-9-2003, την εργασιακή του σύμβαση, ζήτησε επικαλούμενος ακυρότητα της εν λόγω καταγγελίας της σύμβασης ως καταχρηστικής (ισχυριζόμενος ότι αυτή έγινε από λόγους εκδίκησης εξαιτίας της προβολής με την πρώτη -κύρια-αγωγή του των περιεχόμενων σ’ αυτήν αξιώσεων), ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 19.266 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και, επικουρικά, σε περίπτωση που η απόλυσή του κριθεί έγκυρη, το ποσό των 3.430 ευρώ για υπόλοιπο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, την 1043/2005 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν οι ως άνω αγωγές: α) έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η πρώτη (κύρια) αγωγή, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 47.765,23 ευρώ, αναγνωρίσθηκε η προς αυτόν οφειλή της από 121.667,34 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, και απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αίτημα (κονδύλιο) της αγωγής που αφορούσε το συνυπολογισμό της υπερεργασιακής απασχόλησης αυτού στα δώρα εορτών και επιδόματα αδείας και β) έγινε στο σύνολό της δεκτή κατ’ ουσίαν η δεύτερη (συμπληρωματική) αγωγή, κατά το κύριο αίτημα αυτής, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος και υποχρεώθηκε η εναγομένη να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας το αιτούμενο ποσό των 19.266 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονέθηκαν οι διάδικοι, ο μεν ενάγων με την από 10-7-2005 έφεσή του, η δε εναγομένη με την από 14-7-2005 έφεσή της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Επί των αντιθέτων αυτών εφέσεων εκδόθηκε η 7377/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγιναν δεκτές και οι δυο εφέσεις, εξαφανίστηκε στο σύνολο της η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού δικάστηκαν οι ως άνω αγωγές (κύρια και συμπληρωματική), απορρίφθηκαν αυτές, ως ουσιαστικά αβάσιμες. Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκε από τον ενάγοντα η από 25-1-2007 αίτηση αναίρεσης, προβάλλοντας τους εξής λόγους αναίρεσης. Ειδικότερα ο ενάγων προέβαλε: Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει την δεύτερη (συμπληρωματική) αγωγή με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της εναγομένης για καταγγελία της επίμαχης συμβάσεως εργασίας εφ’ όσον δεν προκύπτουν αξιώσεις του ενάγοντος κατά της εναγομένης, υπέπεσε στις πλημμέλειες των αρ. 8, 9 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης ότι το Εφετείο, με το να μην απορρίψει την έφεση της εναγομένης ως απαράδεκτη, υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Και Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει ως ουσία αβάσιμο το αίτημα της πρώτης αγωγής για οφειλόμενες αμοιβές και αποζημιώσεις του για παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία κατά τα Σάββατα και Κυριακές, δεν έλαβε υπόψη έγγραφα του ενάγοντος (καταστάσεις υπερωριών), παραμόρφωσε τα έγγραφα αυτά και δεν δικαιολογεί επαρκώς την απόφασή του σχετικά με τα έγγραφα αυτά και τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του, ήτοι υπέπεσε στις πλημμέλειες των αρ. 10, 20 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Με την από 14-2-2008 Εισήγηση του ο Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Ζιάκας εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης κατά το σκέλος του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και την απόρριψη των λοιπών λόγων. Με την 745/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, 1) θεωρήθηκε ότι δεν ασκήθηκε η αναίρεση ως προς τον τρίτο λόγο της και κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος αυτού, από τους αριθμούς 20 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (λόγω σχετικής παραίτησης του αναιρεσείοντος- ενάγοντος από το δικόγραφο της αίτησης) και 2) αναβλήθηκε κατά τα λοιπά η συζήτηση της υπόθεσης, για να συνταχθεί από τον εισηγητή έκθεση για το παραδεκτό και βάσιμο του πρώτου λόγου της αναίρεσης και κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος αυτού από τους αρ. 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η από 13-5-2011 συμπληρωματική εισήγηση του ίδιου Εισηγητή, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του πρώτου λόγου αναίρεσης κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του από τους αριθμούς 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ακολούθως εκδόθηκε η 1078/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η αναιρεσιβληθείσα ως άνω απόφαση 7377/2006 του Εφετείου, με την αιτιολογία ότι η απόφαση του Εφετείου, που είχε απορρίψει την από 20-11-2003 συμπληρωματική αγωγή περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της από 8-9-2003 καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος ως καταχρηστικής, δεν έχει νόμιμη βάση (αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα για ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούσαν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο αν ορθά δεν εφαρμόστηκε η ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Στη συνέχεια το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την προσβαλλόμενη ήδη 5280/2012 απόφαση, με την οποία, α) απέρριψε ως απαράδεκτη την από 27-9-2011 κλήση του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, με την οποία φέρεται προς μετ’ αναίρεση συζήτηση, η από 10-7-2005 έφεσή του κατά το μέρος αυτό και β) κατ’ αποδοχή της από 14-7-2005 εφέσεως της εναγομένης και εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, απέρριψε στο σύνολό της την από 20-11-2003 συμπληρωματική αγωγή του αναιρεσείοντος. Το Εφετείο δέχθηκε σχετικώς τα ακόλουθα: “Από το περιεχόμενο της ως άνω αναιρετικής απόφασης και ειδικότερα από το συνδυασμό του σκεπτικού και διατακτικού αυτής, ανεξάρτητα μάλιστα από τη γενική διατύπωσή της ως προς την έκταση της αναίρεσης της άνω εφετειακής απόφασης, προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση αναιρέθηκε μόνο ως προς το κεφάλαιό της, με το οποίο απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της η από 20-11-2003 συμπληρωματική αγωγή του ενάγοντος, ως προς το οποίο και μόνο εξαφανίστηκε αυτή (αναιρεθείσα απόφαση). Επομένως, η εξουσία του δικαστηρίου παραπομπής, στο οποίο εισάγεται προς περαιτέρω εκδίκαση η υπόθεση με την από 27-9-2011 κλήση του ενάγοντος, εκτείνεται μόνο στο παραπάνω κεφάλαιο της ανωτέρω (αναιρεθείσας) απόφασης, καθώς και στο κεφάλαιο αυτής με το οποίο απορρίφθηκε η ίδια (συμπληρωματική) αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως προς το ερευνηθέν, μετά την απόρριψη του κυρίου αιτήματος αυτής, επικουρικό της αίτημα, ως προς το οποίο κρίνεται συναναιρετέα, κατά τα ως άνω, η εν λόγω απόφαση, και όχι στα άλλα κεφάλαια της απόφασης, ως προς τα οποία διατηρείται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, το δεδικασμένο της (αναιρεθείσας) απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση εξετάζεται από το παρόν δικαστήριο (παραπομπής) μόνον η έφεση της εναγομένης, κατά το λόγο αυτής (4° ) που αφορά τις αιτιάσεις της (εκκαλούσας-εναγομένης) κατά της εκκαλούμενης απόφασης κατά το μέρος που έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την εναντίον της συμπληρωματική αγωγή του ενάγοντος, και όχι κατά τους λοιπούς λόγους αυτής, ούτε (εξετάζεται) η έφεση του ενάγοντος, που άσκησε την αναίρεση, αφού η άνω απόφαση αναιρέθηκε, κατά το μέρος που, κατά παραδοχή σχετικού λόγου της έφεσης της εναγομένης, απέρριψε τη συμπληρωματική αγωγή του ενάγοντος, τα αναφερόμενα δε στην έφεση του ενάγοντος (όπως και στους λοιπούς, πλην του ανωτέρω, λόγους της έφεσης της εναγομένης) καλύπτονται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης απόφασης. Ενόψει των ανωτέρω, απαράδεκτα φέρεται, με την παραπάνω κλήση προς μετ’ αναίρεση συζήτηση, η από 10-7-2005 έφεση του καλούντος ενάγοντος και πρέπει, κατά το μέρος αυτό, να απορριφθεί. Με βάση τα ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά το παραπάνω μέρος αυτής, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών”.
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού συνεμορφώθη με την ρηθείσα αναιρετική απόφαση, ως προς το ως άνω επιλυθέν νομικό ζήτημα της εγκυρότητας της από 8-9-2003 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους της εναγομένης, με το να απορρίψει ως απαράδεκτη την από 27-9-2011 κλήση του αναιρεσείοντος προς μετ’ αναίρεση συζήτηση κατά το μέρος που με αυτήν φέρεται προς συζήτηση η από 10-7-2005 έφεση του αναιρεσείοντος, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την οποία ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα ότι δηλαδή η κλήση του και κατά το άνω μέρος της είναι παραδεκτή. Επομένως ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος αυτού, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τον πρώτο επίσης, λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος αυτού, πλημμέλεια της παραβιάσεως του άρθρου 559 αριθμ. 16 ΚΠολΔ, καθόσον, κατά την περί αυτού αιτίαση, το Εφετείο δέχθηκε “την ύπαρξη δεδικασμένου ως προς το ουσία αβάσιμο των αξιώσεων της πρώτης αγωγής του, χωρίς να υφίσταται τέτοιο δεδικασμένο” είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον στο αναιρετήριο δεν καθορίζεται, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ύπαρξη δεδικασμένου, ούτε ο τρόπος με τον οποίο, σε καταφατική περίπτωση, συγκεκριμένως παραβιάσθηκε αυτό, ούτε, σε κάθε περίπτωση είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση του αναιρετηρίου με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ( βλ. ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 1366/2012).
2. Από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους – που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος – εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281. Τέλος, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του εξ αιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης (ΑΠ 674/2014, ΑΠ 13/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 247/2012, ΑΠ 497/2011). Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 324/2012, ΑΠ 221/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε, εκτός των άλλων, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, που είχε προσληφθεί την 1-10-1977 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την ανώνυμη εταιρεία “….”, διάδοχος της οποίας είναι η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, απασχολείτο έκτοτε σ’ αυτήν ως υπάλληλος και ειδικότερα, από τον Απρίλιο του 1999, ως Υποδιευθυντής της συσταθείσας Τεχνικής Υπηρεσίας αυτής, αποτελούμενης από πέντε Τμήματα (Περιβάλλοντος, Υγιεινής και Ασφαλείας, Συντήρησης, Νέων Έργων και Κτιριακών Εγκαταστάσεων). Την 16-12-2002, στα πλαίσια οργάνωσης-αναδιοργάνωσης της εναγομένης, αποφασίστηκε από τη Διοίκηση αυτής η διάσπαση της ως άνω Τεχνικής Υπηρεσίας της σε πέντε αυτοτελείς Διευθύνσεις, αντιστοιχούσες στα άνω πέντε τμήματα, που μέχρι τότε ανήκαν στην αρμοδιότητά της και η ονομασία της Τεχνικής Υπηρεσίας σε “Διεύθυνση Συντηρήσεως και Προμηθειών”, υπό Διευθυντή, πτυχιούχο A.E.I, ή Πολυτεχνείου, γνώστη ξένης γλώσσας και χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο οποίος θα επέβλεπε τη λειτουργία και των πέντε πιο πάνω αυτοτελών Διευθύνσεων. Επίσης αποφασίστηκε η κατάργηση από 28-2-2003 της θέσης του Υποδιευθυντή της Τεχνικής Υπηρεσίας, την οποία έως τότε κατείχε, κατά τα ανωτέρω, ο ενάγων, και η δημιουργία θέσης Υποδιευθυντή Νέων Έργων. Ακολούθως η εναγομένη, με το από 28-2-2002 έγγραφό της προς τον ενάγοντα, που ο τελευταίος παρέλαβε (με κάθε επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος του), γνωστοποίησε σ’ αυτόν την κατάργηση, στα πλαίσια της αναδιοργάνωσής της, της θέσης του Υποδιευθυντή Τεχνικής Υπηρεσίας που μέχρι τότε ο ίδιος κατείχε και του πρότεινε να απασχοληθεί, από την ανωτέρω ημερομηνία, στην αντίστοιχη με αυτή θέση του Υποδιευθυντή Νέων Έργων, του ζήτησε δε να αναλάβει αμέσως τα νέα καθήκοντά του, με την επισήμανση μάλιστα ότι η μεταβολή αυτή δεν επρόκειτο να επηρεάσει τις αποδοχές του, στη συνέχεια δε με την από 26-3-2003 επιστολή της γνωστοποίησε σ’ αυτόν αναλυτικά το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που σχετίζονταν με την νέα θέση του. Ο ενάγων, θεωρώντας ότι η τοποθέτησή του στην ανωτέρω θέση συνιστούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, εκ μέρους της εργοδότριάς του εταιρείας – εναγομένης, κοινοποίησε σ’ αυτήν, στις 6-3-2003, την με την ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση, με την οποία, ισχυριζόμενος ότι “η ως άνω μεταχείριση, η οποία αντίκειται στη σύμβαση, το νόμο, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, του επιφυλάχθηκε, επειδή έχει σοβαρές οικονομικές διαφορές από τη σύμβαση εργασίας του (από εκτός έδρας, επιδόματα αδείας, υπερωρίες κλπ), τις οποίες τόλμησε να θέσει υπόψη περί τον Ιούλιο του 2002 στον πρώην Γενικό Διευθυντή …”, διαμαρτυρήθηκε για την άνω συμπεριφορά της, δήλωσε ότι αρνείται τη γενόμενη σε βάρος του μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασής του και ότι προσφέρεται στην εργασία του με τους μέχρι τότε όρους και συνθήκες, προσκάλεσε δε αυτή όπως : α) εντός ευλόγου χρόνου (το πολύ εντός 20 ημερών) του επαναφέρει τις αρμοδιότητες, τις οποίες του περιέκοψε, δηλώνοντας ότι για λόγους καλοπιστίας θα προσφέρει την εργασία του στο τμήμα Νέων Έργων και β) του καταβάλει αμέσως τις οικονομικές διαφορές, επιφυλασσόμενος, στην αντίθετη περίπτωση, των νομίμων δικαιωμάτων του. Στις 20-8-2003 ο ενάγων επέδωσε στην εναγομένη την από 30-7-2003 αγωγή του, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι η ανάθεση σ’ αυτόν της εργασίας του Υποδιευθυντή στο τμήμα Νέων Έργων συνιστούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, καθώς και την επιδίκαση του συνολικού ποσού των 286.697,14 ευρώ για την ικανοποίηση των αξιώσεων που, κατά τους ισχυρισμούς του, διατηρούσε κατά της εναγομένης από τη σύμβαση εργασίας του (από παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία κατά τα Σάββατα και Κυριακές κλπ και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του). Στις 8-9-2003 η εναγομένη κατάγγειλε εγγράφως την εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος, κατέβαλε δε σ’ αυτόν ως αποζημίωση απόλυσης, με βάση το χρόνο υπηρεσίας του (25 έτη, 11 μήνες και 7 ημέρες) και το μηνιαίο μισθό του κατά την απόλυση (2.942,86 ευρώ), το ποσό των 79.806,46 ευρώ. Ο ενάγων με την ένδικη από 20-11-2003 (συμπληρωματική) αγωγή του, ισχυρίζεται ότι η ως άνω καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης έγινε από λόγους εκδίκησης, εξαιτίας της εκ μέρους του ασκήσεως της πιο πάνω, από 30-7-2003, αγωγής του καταβολής των περιεχόμενων σ’ αυτήν αξιώσεων και επομένως αυτή (καταγγελία) είναι άκυρη, ως καταχρηστική. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν βρίσκει έρεισμα στο αποδεικτικό υλικό. Ειδικότερα και ανεξαρτήτως της αβασιμότητας των αξιώσεων που προβλήθηκαν με την πιο πάνω από 30-7-2003, προγενέστερη της καταγγελίας, αγωγή, όπως έχει ήδη κριθεί με δύναμη δεδικασμένου, κατά τα ως άνω, με την 7377/2006 απόφαση του Εφετείου, δεν αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έγινε από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του, ότι δηλαδή λόγω της εκ μέρους του έγερσης της πιο πάνω αγωγής δημιουργήθηκαν αισθήματα εκδίκησης στα αρμόδια όργανα της εναγομένης. Επίσης συνεπεία των παραπάνω ενεργειών του ενάγοντος είχε αρχίσει να διαταράσσεται η υπηρεσιακή σχέση ανάμεσα στον ενάγοντα και τα όργανα της εναγομένης. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν έγινε από την εναγομένη από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του ενάγοντος, λόγω της προβολής, με την προηγηθείσα αυτής (καταγγελίας) παραπάνω αγωγή των αξιώσεών του για την καταβολή απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο της καλόπιστης άσκησης του διευθυντικού της δικαιώματος ως εργοδότριας, ουδόλως δε υπερβαίνει και μάλιστα κατά τρόπο προφανή τα όρια, που επιβάλλονται από την καλή πίστη και από τα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή από τον κοινωνικό και τον οικονομικό σκοπό του παραπάνω δικαιώματος, μη δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ και, ως τέτοια, απαγορευμένη (άκυρη). Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η γενόμενη εκ μέρους της εναγομένης καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι έγκυρη, δέχθηκε την έφεση της εναγομένης-αναιρεσίβλητης κατ’ ουσίαν, απέρριψε την συμπληρωματική αγωγή του ενάγοντος-αναιρεσείοντος κατ’ ουσία, τόσον ως προς το κύριο αίτημα αυτής (για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας ως καταχρηστικής), όσο και προς το επικουρικό αίτημα αυτής ( για επιδίκαση του ποσού των 3.430 ευρώ ως διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης κατά νόμο αποζημίωσης απόλυσης και αυτής που καταβλήθηκε), που ερεύνησε χωρίς ειδικό παράπονο, με την αιτιολογία ότι ο ενάγων, ενώ με βάση το χρόνο υπηρεσίας του στην εναγομένη (συμπληρωμένα 25 έτη) δικαιούταν να λάβει, ως αποζημίωση απόλυσης, το συνολικό ποσό των 72.100,07 ευρώ [(2.942,86 ευρώ ο μηνιαίος μισθός Χ 21 μήνες = 61.800,06 ευρώ + 1/6 για αναλογία δώρων και επιδόματος αδείας (10.300,01 ευρώ)], είχε λάβει ως αποζημίωση το μεγαλύτερο ποσό των 79.806,46 ευρώ.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, εφόσον η προηγούμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών αναιρέθηκε κατά τα προεκτεθέντα για έλλειψη νόμιμης βάσης (αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), διέλαβε στην απόφασή του, ως προς τα κρίσιμα ως άνω ζητήματα (της μη καταχρηστικότητας της απόλυσης και της μη καταβολής μέρους της αποζημίωσης απόλυσης ), επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 669, 174, 180 και 281 ΑΚ, διότι υπό τα γενόμενα δεκτά περιστατικά η επίδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από το άρθρο 281 ΑΚ, αφού δεν οφείλεται σε λόγους εκδίκησης, αλλά στον κλονισμό της εμπιστοσύνης της αναιρεσίβλητης στο πρόσωπό του αναιρεσείοντος, που δικαιολογούσε την απόλυσή του και δεν καθιστά την ένδικη καταγγελία καταχρηστική. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 19, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16-11-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5280/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Φεβρουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Μαρτίου 2016.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ