ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου και Κυριάκο Μπαμπαλίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Κ. του Α., κατοίκου …, 2) Π. Μ. του Δ., κατοίκου … και 3) Δ. Μ. του Π., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Κατσά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Αδελφοί Κ. Κατασκευαστικής και Συστήματα Στάθμευσης Ανώνυμη Εταιρία”, η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε με τον νόμιμο εκπρόσωπό της Α. Κ., ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Βασίλειο Γκουζάνη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-9-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 26-10-2013 παρεμπίπτουσα αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 411/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 22/2018 του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4-1-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 166 ΑΚ, κατά την οποία το προσύμφωνο είναι σύμβαση, με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, προκύπτει ότι το προσύμφωνο, ως παράγον υποχρέωση προς παροχή, συνιστάμενη στην κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως, αποτελεί ενοχική – υποσχετική σύμβαση. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής συμβάσεως επιφέρει απόσβεση της εκ του προσυμφώνου ενοχής. Η εκπλήρωση έτσι της ενοχής, καθ` ορισμένο χρονικό σημείο ή εντός ορισμένης προθεσμίας, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της ενοχής. Ο χρόνος κατά τον οποίο ή εντός του οποίου πρέπει να καταρτισθεί η κυρία σύμβαση είναι δυνατόν να καθορίζεται από τον νόμο η από τη δικαιοπραξία, ειδικά δε όσον αφορά το προσύμφωνο, η πρακτική σημασία του ζητήματος καθορισμού του χρόνου κατά τον οποίο θα συναφθεί η κύρια σύμβαση συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο ότι έκτοτε η απαίτηση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και αρχίζει η παραγραφή. Όσον αφορά την συνέπεια σχετικά με την άπρακτη πάροδο της ορισμένης ημέρας προς σύναψη της οριστικής συμβάσεως εκ μέρους είτε του ενός, είτε αμφοτέρων των μερών του προσυμφώνου, προέχουσα σημασία έχει η προς τούτο βούληση των συμβαλλομένων μερών. Κατ` αρχήν, η εν λόγω προθεσμία, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά, έχει απλώς τον χαρακτήρα προθεσμίας εκπληρώσεως της παροχής των συμβληθέντων, οπότε η άπρακτη πάροδος αυτής δεν επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου. Και μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής και μέχρι συμπληρώσεως της παραγραφής, στην οποία υπόκειται η σχετική αξίωση, μπορεί να ζητηθεί η σύναψη της οριστικής συμβάσεως (ΑΠ 297/2016, 2356/2009, 1851/2009). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παράβαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως από την ανωτέρω διάταξη ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικούς ή ειδικούς, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών. Ειδικότερα, οι ως άνω ερμηνευτικοί κανόνες παραβιάζονται, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέφυγε μεν στις διατάξεις αυτές προς άρση της ασάφειας ή προς πλήρωση του κενού, το οποίο εμφάνιζε η συγκεκριμένη δικαιοπραξία, κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, όμως, το ερμηνευτικό συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε σε σχέση με το νομικά αποφασιστικό, νόημα του ερμηνευόμενου όρου της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο προς εκείνο που υπαγορεύεται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 338/2016, 715/2010). Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσεως το δικαστήριο σταθμίζει τα συμφέροντα των μερών, και ιδίως εκείνου στην προστασία του οποίου αποβλέπει ο ερμηνευόμενος όρος, και λαμβάνει επίσης υπόψη τη φύση και το σκοπό της δικαιοπραξίας, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις της βουλήσεως των μερών, τις τοπικές και γλωσσικές συνήθειες, τις προηγούμενες συναλλαγές των μερών και την προηγούμενη συμπεριφορά τους, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί και πώς οι σχετικές δηλώσεις του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο. Για να συναγάγει το ερμηνευτικό πόρισμα το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεσθεί στο περιεχόμενο της συμβάσεως, αλλά δύναται να αντλήσει στοιχεία και εκτός της συμβάσεως, που θα προταθούν από τους διαδίκους. Δεν αποκλείεται μάλιστα να λάβει υπόψη και στοιχεία από τη μεταγενέστερη από την κατάρτιση της συμβάσεως συμπεριφορά των μερών, ως ενδεικτικά του νοήματος που είχαν προσδώσει στη σύμβαση τα μέρη, γεγονός που υποδηλώνεται και με τις σύμφωνες με αυτό ενέργειές τους (ΑΠ 679/2018, ΑΠ 374/2013). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “… Οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες στις κρινόμενες εφέσεις, είναι συγκύριοι σε ποσοστό 4/8 ο πρώτος, 1/8 ο δεύτερος και 3/8 ο τρίτος εξ αυτών ενός ακινήτου και συγκεκριμένα ενός οικοπέδου μετά των εντός αυτού κτισμάτων, εμβαδού 533,25 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται εντός του σχεδίου της πόλεως του …, στη θέση “…”, και στη διασταύρωση των οδών …, …. Δυνάμει του με αριθμό …/…-2-2006 προσυμφώνου… του συμβολαιογράφου Πειραιώς Στεφάνου Κων/νου Βασιλάκη, οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν λόγω πώλησης, στους Α. Κ., Γ. Κ. και Κ. Κ. το παραπάνω ακίνητο συνιδιοκτησίας τους, προκειμένου οι τελευταίοι να κατασκευάσουν σ’ αυτό χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, αντί τιμήματος 1.5000.000 ευρώ, ενώ συμφωνήθηκε το οριστικό συμβόλαιο πώλησης να υπογραφεί ενώπιον του άνω συμβολαιογράφου εντός εννέα (9) μηνών από την κατάρτιση του ως άνω προσυμφώνου, δηλαδή έως τις 14-11-2006. Τον Αύγουστο του έτους 2006 οι παραπάνω (Α., Γ. και Κ. Κ.) συνέστησαν ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “ΑΔΕΛΦΟΙ Κ. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΊΑ” και το διακριτικό τίτλο “ΑΦΟΙ Κ. Α.Ε.” (ενάγουσα) και προέβησαν σε μια σειρά ενεργειών προς επίτευξη του ως άνω σκοπού, μεταξύ των οποίων και η αποδέσμευση του εν λόγω ακινήτου για την ανέγερση σ’ αυτό σχολικού κτιρίου από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.), δυνάμει της με αριθμό πρωτοκόλλου …/…/….8.2006 βεβαίωσης του ΟΣΚ. Ακολούθως δε καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας – ήδη εφεσίβλητης και των ως άνω συγκυρίων του ακινήτου (εναγομένων και ήδη εκκαλούντων), νέο, τροποποιητικό του προαναφερθέντος, προσυμφώνου και συγκεκριμένα το με αριθμό …/…-10-2006 προσύμφωνο πώλησης με καταβολή αρραβώνα, του ίδιου παραπάνω συμβολαιογράφου, με το οποίο, κατά τα αναφερόμενα στον 2ο όρο του αρχικού προσυμφώνου, παρέτειναν και την προθεσμία υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, ενώ κατά την ημερομηνία υπογραφής του ως άνω τροποποιητικού προσυμφώνου (…/2006), καταβλήθηκε εκ μέρους της ενάγουσας εταιρίας στους εναγομένους, έναντι του παραπάνω τιμήματος πώλησης, το ποσό των 100.000 ευρώ, ως αρραβώνας, το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα συμψηφιζόταν με το συνολικό τίμημα, ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος (1.400.000 ευρώ) θα καταβαλλόταν από δανειοδότηση που η αιτούσα θα ελάμβανε από τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Περαιτέρω, με το δεύτερο (2ο) όρο του εν λόγω προσυμφώνου, ορίσθηκε ότι το οριστικό συμβόλαιο πώλησης θα υπογραφεί ενώπιον του ως άνω συμβολαιογράφου… εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την κατάρτιση του νέου προσυμφώνου, δηλαδή έως τις 28-1-2007 και υπό τον όρο ότι δεν θα προέκυπτε οποιοσδήποτε λόγος ή αιτία, εξαιτίας των οποίων θα απορριπτόταν η έκδοση της οικοδομικής άδειας για την κατασκευή σταθμού αυτοκινήτων και εφόσον η απόρριψη αυτή δεν οφείλετο σε υπαιτιότητα της αγοράστριας. Επίσης συμφωνήθηκε ότι η προθεσμία αυτή τέθηκε υπέρ της αγοράστριας εταιρίας (ενάγουσας), η οποία θα είχε το δικαίωμα να ζητήσει την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και νωρίτερα, με σχετική εξώδικη δήλωση, κοινοποιούμενη στους πωλητές (εναγομένους) προ δεκαπέντε τουλάχιστον εργασίμων ημερών, καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση θα ήταν δυνατή η παράταση της προθεσμίας υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, με κοινή συμφωνία όλων των συμβαλλομένων, η οποία θα περιβαλλόταν του τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, ενώ με τον πέμπτο (5ο) όρο του προσυμφώνου αυτού, ρητά προβλέφθηκε ότι η υπαναχώρηση ενός από τους συμβαλλομένους θα αποδεικνυόταν μόνο με πράξη μη εμφάνισης ή με πράξη εμφάνισης και άρνησης υπογραφής κατά περίπτωση, που θα συντασσόταν, ενώπιον του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, καθώς και ότι σε περίπτωση μη προσέλευσης των πωλητών, για οποιονδήποτε λόγο για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου κατά την άνω ημερομηνία ή και νωρίτερα σε περίπτωση κοινοποίησης προς αυτούς της σχετικής πρόσκλησης της αγοράστριας, ή προσέλευσής τους αλλά άρνησής τους να υπογράψουν το οριστικό συμβόλαιο, η αγοράστρια θα δικαιούτο είτε να δηλώσει στους πωλητές ότι ματαιώνει την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και να αναζητήσει την επιστροφή σ’ αυτήν του δοθέντος αρραβώνα εις διπλούν, είτε να προβεί στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης με αυτοσύμβαση, είτε να επιδιώξει την εκτέλεση της οριστικής σύμβασης δια της δικαστικής οδού. Ακόμη, προέκυψε ότι η ενάγουσα-αγοράστρια, προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τον αποχαρακτηρισμό του οικοδομικού τετραγώνου (ΟΤ) 116/26, όπου βρίσκεται το ως άνω ακίνητο, ως χώρου αρχαιολογικών ευρημάτων μνημείου, όπως είχε χαρακτηρισθεί από την αρμόδια για την περιοχή ΚΣτ’ Εφορία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Πειραιώς του Υπουργείου Πολιτισμού, (πράγμα που ήταν προαπαιτούμενο για την έκδοση οικοδομικής αδείας επί του ακινήτου), επέτυχε δε να εκδοθεί στις 29-11-2006, η υπ’ αρ. …/…/…-11-2006 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία αποφαίνεται ότι δεν χαρακτηρίζονται ως μνημεία τα κτίρια που βρίσκονται στο Ο.Τ. …/… του Δήμου Πειραιώς (μεταξύ αυτών το επίμαχο) και αυτό διότι δεν πληρούν τις τασσόμενες από το άρθρο 6 παρ.1β και ιγ του Ν. 3028/2002 προϋποθέσεις. Στη συνέχεια, κατόπιν της από 17-1-2007 σχετικής αίτησης που υπέβαλε η ενάγουσα (δια του νομίμου εκπροσώπου της), μαζί με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, εκδόθηκε από τη Νομαρχία Πειραιώς η υπ’ αρ. πρωτ. Φ.194Σ/103101/6-3-2007 απόφαση για την χορήγηση στην ενάγουσα αδείας ίδρυσης στεγασμένου σταθμού αυτοκινήτων, στο ένδικο ακίνητο, ενώ λίγο αργότερα, στις 4-4-2007 εκδόθηκε η με αριθμό …/…-4-2007 άδεια κατεδάφισης κτίσματος, (που αφορούσε το υπάρχον εντός του εν λόγω οικοπέδου κτίσμα), πάλι κατόπιν πρωτοβουλίας της ενάγουσας. Προέκυψε δε επίσης, ότι ως προς τις παραπάνω ενέργειες της ενάγουσας, καθώς και ως προς την καθυστέρηση της έκδοσης της οικοδομικής αδείας εντός του διαστήματος των τριών μηνών από την κατάρτιση του υπ’ αρ. …/…-10-2006 προσυμφώνου, η οποία, όπως συνάγεται από τα προαναφερθέντα, δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητά της, είχαν λάβει γνώση οι εναγόμενοι, οι οποίοι ενημερώνονταν προφορικά από αυτήν. Μάλιστα η ενάγουσα, δια του εκπροσώπου της, Α. Κ., ενημέρωσε και γραπτώς τους καθών, με την από 18-5-2007 ενημερωτική επιστολή σχετικά με την εξέλιξη της προσπάθειας προς λήψη αδείας οικοδομής, ενώ υπέβαλε επίσης γραπτώς παράκληση ” (…) για την επ’ ολίγας εισέτι ημέρας κατανόησίν σας εμμένων εις την μεταξύ μας συμβατικήν σχέσιν και υποχρέωσιν (…)”. Από τα ως άνω αναφερόμενα στην επιστολή αυτή, συνάγεται ότι αν και είχε παρέλθει η ημερομηνία (28-1-2007) που είχε οριστεί ως ημερομηνία κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας μεταξύ των διαδίκων, έως την παραπάνω επιστολή, δεν είχαν διαμαρτυρηθεί οι εναγόμενοι για την καθυστέρηση, η οποία, άλλωστε, οφείλονταν σε αντικειμενικούς και ανεξάρτητους της θελήσεως της ενάγουσας ανακύψαντες λόγους, κατά τα προεκτεθέντα, τους οποίους, αντίθετα, προσπαθούσε να λύσει και δεν είχε τεθεί θέμα από αυτούς μη ισχύος του προσυμφώνου και αποδέσμευσής τους από τη συμφωνία τους με την ενάγουσα, αφενός μεν γραπτά, καθώς δεν προσκομίζεται κάτι σχετικό, αλλά ούτε και προφορικά, διότι, αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, η ενάγουσα ήταν λογικό να ανέφερε κάτι σχετικό στην επιστολή της. Αντίθετα η τελευταία ζήτησε την κατανόηση των εναγομένων για χρόνο και πέραν της επιστολής της αυτής. Οι εναγόμενοι για πρώτη φορά με την από 1-6-2007 εξώδικη δήλωσή τους, προς απάντηση της παραπάνω επιστολής, δήλωσαν ότι θεωρούσαν δικαιολογημένα τους εαυτούς τους μη δεσμευόμενους από το προσύμφωνο, ενώ απέδωσαν υπαιτιότητα στην ενάγουσα για την παράλειψη ειδοποίησής τους ως προς την ακριβή ημέρα υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, ενώ όπως προεκτέθηκε, η ειδοποίηση αυτή προβλέφθηκε με το υπόψη προσύμφωνο για την περίπτωση που η αγοράστρια-ενάγουσα θα ενεργοποιούσε το από τον σχετικό όρο του προσυμφώνου, δικαίωμά της να ζητούσε την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, νωρίτερα από τις 28-1-2007. Την αποδέσμευσή τους από τα συμφωνηθέντα με το εν λόγω προσύμφωνο, οι εναγόμενοι επανέλαβαν και με τις από 18-6-2007, 28-6-2007 και από 22-9-2007 εξώδικες δηλώσεις – απαντήσεις τους προς την ενάγουσα, χωρίς όμως να εμφανισθούν, όπως απαιτείτο, κατά τα προβλεπόμενα από τον πέμπτο (5ο) όρο του προσυμφώνου, κατά την 28η-1-2007 ενώπιον του συμβολαιογράφου Στεφάνου Βασιλάκη, ή του νόμιμου αναπληρωτή του, και να αρνηθούν την υπογραφή τους (έστω και για λόγους που αφορούσαν όχι τους ίδιους, αλλά την αιτούσα) αφού, σύμφωνα με τον όρο αυτό, μόνο η ρητή άρνησή τους ενώπιον του συμβολαιογράφου για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, θα αποδείκνυε την υπαναχώρησή τους από το προσύμφωνο. Ακόμη, πέραν τούτου, από τη διατύπωση του δεύτερου (2ο) όρου του προσυμφώνου (υπ’ αρ. 8217/2006) κι ερμηνευομένου του περιεχομένου αυτού κατά τους γενικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ και την καλή πίστη, χωρίς προσήλωση στη λεκτική του διατύπωση, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, σε συνδυασμό με τους λοιπούς όρους του προσυμφώνου, εκτιμάται, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ότι η προθεσμία που τέθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη – διαδίκους, για την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, είναι προθεσμία εκπληρώσεως και όχι διαλυτική προθεσμία, οπότε η άπρακτη πάροδός της σημαίνει αυτόματα και ανατροπή των αποτελεσμάτων του προσυμφώνου, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που ορθώς απέρριψε τον ισχυρισμό τους αυτόν, όσο και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου με τον πρώτο λόγο των ένδικων δύο εφέσεών τους, αντίστοιχα, οι οποίοι κατά τα προαναφερθέντα τυγχάνουν απορριπτέοι προς τούτο. Η προθεσμία αυτή, κατά την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, ορίστηκε απλώς ως προθεσμία εκπληρώσεως της παροχής σε εκτέλεση της υποχρέωσης προς δήλωση βουλήσεως για την υπογραφή της οριστικής σύμβασης, υπό την έννοια της δήλης ημέρας, με την πάροδο της οποία θα υφίστατο υπερημερία χωρίς όχληση… Σε περίπτωση δε, κατά την οποία ο λόγος απόρριψης της οικοδομικής άδειας δεν θα οφειλόταν σε υπαιτιότητα της αγοράστριας – ενάγουσας, όπως προκύπτει από τον προαναφερθέντα 2ο όρο του προσυμφώνου, η τελευταία θα αντιμετωπίζετο ως ανυπαίτια ως προς οποιοδήποτε λόγο ή αιτία, εξαιτίας των οποίων δεν θα εκδίδετο η οικοδομική άδεια, υπό την έννοια της άρσης της υπερημερίας της ενάγουσας, ως οφειλόμενης σε γεγονός εκτός της ευθύνης της, Η προθεσμία, δηλαδή, για τη σύναψη της οριστικής σύμβασης τάχθηκε υπέρ της (ενάγουσας) και όχι εις βάρος της, ώστε η πάροδός της δεν μπορεί να έχει την έννοια της ανατροπής των αποτελεσμάτων του προσυμφώνου, πέραν του ότι προβλεπόταν στο προσύμφωνο δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας αυτής, γεγονός που, επίσης, συνηγορεί στο ότι η αληθής βούληση των μερών είναι η μη διαλυτική φύση της προθεσμίας αυτής… Δεν τίθεται δε θέμα εις το διηνεκές δέσμευσης των εναγομένων, όπως υποστηρίζουν, αλλά μόνο για μερικούς μήνες, δεδομένων των σοβαρών και χρονοβόρων στη διευθέτησή τους ζητημάτων που ανέκυψαν σχετικά με το οικόπεδό τους, η επίλυση των οποίων, άλλωστε, αποτελούσε πρόκριμα για την έκδοση της οικοδομικής επ’ αυτού αδείας εκ μέρους της ενάγουσας, η οποία ήταν σημαντική για τη συνέχιση της διαδικασίας, όπως συνάγεται σαφώς κι από τα αναφερόμενα στο προσύμφωνο (ως άνω 2ο όρο αυτού)… Περαιτέρω, προέκυψε ότι η ενάγουσα απέστειλε στους εναγόμενους την από 18-9-2007 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία τους καλούσε να προσέλθουν για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας του επιδίκου ακινήτου, προτείνοντας ως ημερομηνία υπογραφής την 17η-10-2007, έναντι πλέον αυξημένου τιμήματος, λόγω της χρονικής καθυστέρησης, το οποίο με κοινή συναίνεσή τους ανήλθε σε 1.700.000 ευρώ. (Ας σημειωθεί δε ότι είχε προηγηθεί η από 14-2-2007 έγκριση από την ALPHA Τράπεζα για τη χρηματοδότηση με δάνειο της ενάγουσας, μεταξύ άλλων, όσον αφορά στην αγορά του οικοπέδου, αρχικά για το ποσό των 1.500.000 ευρώ και κατόπιν η από 24-5-2007 έγκριση για το αυξημένο ως άνω ποσό, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σχετικά έγγραφα της ως άνω τράπεζας). Στην πρόσκληση, όμως αυτή, δεν ανταποκρίθηκαν οι εναγόμενοι, όπως και σε παρόμοιες προσκλήσεις της ενάγουσας προς αυτούς που ακολούθησαν. Αντίθετα οι εναγόμενοι, με την από 29-1-2008 αίτησή του (ο πρώτος) και με την από 23-1-2008 αίτησή τους (οι λοιποί) προς την Πολεοδομία Πειραιά, ζήτησαν την ακύρωση της ως άνω (υπ’ αρ. …/2007) άδειας κατεδάφισης παλαιών κτισμάτων επί του εν λόγω οικοπέδου, την έκδοση της οποίας είχε επιτύχει η ενάγουσα, δεικνύοντας έτσι σαφώς την πρόθεσή τους να μην συμμορφωθούν με το προσύμφωνο, αναιρώντας τις ενέργειες της ενάγουσας. Η τελευταία, στη συνέχεια, άσκησε την υπ’ αρ. 3808/2008 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των εναγομένων, με την οποία ζητούσε την καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως (άρθρο 949 ΚΠολΔ) αυτών, σχετικά με τη σύναψη του οριστικού συμβολαίου, υποχρέωση που πήγαζε από το επίμαχο προσύμφωνο. Στα πλαίσια δε της ως άνω κύριας δίκης, εκδόθηκε, κατόπιν σχετικής αίτησης της ενάγουσας, η υπ’ αρ. 8430/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία αφού πιθανολόγησε, μεταξύ άλλων, το χαρακτήρα της προθεσμίας, που αναφερόταν στο προσύμφωνο, ως εκπληρώσεως και όχι διαλυτικής, έκανε δεκτή την αίτηση της ενάγουσας και διέταξε τη δικαστική μεσεγγύηση του επίδικου ακινήτου, ενώ διόρισε μεσεγγυούχο το νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της κύριας διαφοράς. Ενόψει της ως άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η ενάγουσα επέδωσε, στις 6-11-2008, στους εναγομένους την από 3-11-2008 εξώδικη πρόσκλησή της, με την οποία τους καλούσε εκ νέου στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης στις 11-11-2008. Σε απάντηση αυτής, οι εναγόμενοι απέστειλαν στην ενάγουσα, στις 11-11-2008, την από 7-11-2008 εξώδικη δήλωσή τους, με την οποία, αφού ανέλυαν, υπό τη δική τους εκδοχή, την μέχρι τότε πορεία της σχέσης τους και της αντιδικίας με την ενάγουσα, δήλωναν ότι δεν πρόκειται να προσέλθουν σε υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Την απάντηση-δήλωση αυτής κοινοποίησαν δε παράλληλα στο διορισθέντα από την ενάγουσα συμβολαιογράφο προς κατάρτιση της σύμβασης αλλά και στη χρηματοδότρια αυτής τράπεζα “ALPHA BANK Α.Ε.”. Η κοινοποίηση αυτής προς την τράπεζα, αποτέλεσε σημαντικό εμπόδιο για τη συνέχιση της διαδικασίας εκ μέρους της ενάγουσας, αφού παρεμπόδισε τη χρηματοδότησή της, η οποία αποτελούσε προϋπόθεση (καθώς είχε προηγηθεί προέγκριση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω) για την πραγμάτωση του επιχειρηματικού της σκοπού στο ως άνω οικόπεδο. Οι εναγόμενοι, βέβαια, γνώριζαν ότι με την ενέργειά τους αυτή (πέραν των προαναφερθέντων), θα δυσχέραιναν ουσιωδώς τη χρηματοδότηση της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή πλέον η επίτευξη της επένδυσής της. Ενώ δε, οι εναγόμενοι, είχαν προβεί στις άνω πράξεις (αίτηση ακύρωσης της άδειας κατεδάφισης, δήλωση ότι δεν θα προσέλθουν για την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου και κοινοποίηση αυτής στην ως άνω τράπεζα), όλως αιφνιδίως και αντιφατικώς, λίγο καιρό αργότερα, με την από 18-1-2009 εξώδικη δήλωσή τους, που κοινοποίησαν στην ενάγουσα στις 21-1-2009, την ενημέρωναν ότι θα προέβαιναν στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου με αυτήν. Η πρόθεσή τους, όμως, δεν ήταν ειλικρινής, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση, αλλά προέβησαν στη δήλωση αυτή, ενόψει της εκκρεμούσας εναντίον τους ως άνω αγωγής της ενάγουσας, τη ματαίωση της οποίας πέτυχαν όντως, με αυτόν τον τρόπο, κατά την ορισθείσα μετ’ αναβολή δικάσιμο, κατά την οποία παραιτήθηκε του δικογράφου της, γνωρίζοντας ότι χωρίς πλέον τη χρηματοδότηση της τράπεζας προς αυτήν (η οποία ήταν απίθανη μετά την κοινοποίηση της ως άνω δήλωσής τους), δεν θα ήταν ικανή να προβεί στη συνέχιση της διαδικασίας. Με την ως άνω δήλωσή τους οι εναγόμενοι προσπάθησαν να καταστήσουν την ενάγουσα υπαίτια για την παράβαση του προσυμφώνου και να αποφύγουν τις συνέπειες της δικής τους υπαιτιότητας για τη μη κατάρτιση του συμβολαίου, η οποία, όμως, υφίσταται κατά τα προαναφερθέντα, διότι η ως άνω περιγραφείσα συμπεριφορά τους αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ενώ η ενάγουσα ενήργησε σύμφωνα μ’ αυτά και δεν την βαρύνει υπαιτιότητα, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται αβασίμως οι εναγόμενοι με το δεύτερο λόγο των εφέσεών τους. Η όποια καθυστέρηση από το αρχικό χρονοδιάγραμμα δεν οφείλεται σε δική της ευθύνη ούτε ολιγωρία, αντίθετα η ενάγουσα προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την τήρηση των συμφωνηθέντων…. Έτσι, ανεξάρτητα του ότι δεν προκύπτει εγγράφως η άρνηση της ως άνω τράπεζας να χρηματοδοτήσει τελικά την ενάγουσα, τα προαναφερθέντα περιστατικά είναι αρκετά για να στοιχειοθετήσουν την υπαιτιότητα των εναγομένων για την μη κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου και σε κάθε περίπτωση να καταστήσουν δικαιολογημένη εκ μέρους της ενάγουσας , μετά από όλα τα παραπάνω που διαμείφθηκαν χωρίς δική της ευθύνη, την έλλειψη πλέον συμφέροντος για τη σύναψη αυτής. Με δεδομένες δε τις ως άνω παραδοχές οφείλεται στην ενάγουσα από τους εναγομένους, το ποσό του αρραβώνα εις διπλού (ήτοι 100.000 Χ 2 = 200.000 ευρώ), κατά τα οριζόμενα στο εν λόγω προσύμφωνο….. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι προβάλλουν παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου… επικουρικά, την ένσταση μείωσης της ποινής (αρραβώνα) στο ποσό των 50.000 ευρώ, άλλως στο ποσό των 100.000 ευρώ κατ’ άρθρο 409 ΑΚ, διότι, κατά τους ισχυρισμούς τους, καλόπιστα πίστευαν ότι η ταχθείσα με το επίμαχο προσύμφωνο προθεσμία ήταν διαλυτική και ως εκ τούτου είχαν αποδεσμευθεί από τις πηγάζουσες από αυτό, υποχρεώσεις τους, η δε επιβάρυνση που υφίστανται εκ της ποινής αυτής είναι εξοντωτική και δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις ούτε από τη ζημία που επήλθε στην ενάγουσα-εφεσίβλητη, ενώ οι ίδιοι υπέστησαν μεγάλη ζημία, καθώς το εν λόγω ακίνητο παρέμεινε αδιάθετο με αποτέλεσμα, λόγω και της επελθούσης οικονομικής κρίσης να απωλέσει μεγάλο ποσοστό της αξίας του. Το δικαστήριο, όμως, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, κρίνει ότι ο συμφωνηθείς ποινικός αρραβώνας (100.000 ευρώ), ο οποίος σε περίπτωση υπερημερίας των εναγομένων – πωλητών, όπως και συνέβη, έπρεπε να καταβληθεί εις διπλούν (ήτοι 200.000 ευρώ), δεν είναι σε καμία περίπτωση δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με το συμφωνηθέν τίμημα (1.500.000 ευρώ με το ως άνω προσύμφωνο και αργότερα 1.700.000 ευρώ, κατά τα προαναφερθέντα). Ακόμη, η ζημία που υπέστη η ενάγουσα, λαμβανομένων υπόψη των ενεργειών στις οποίες προέβη, ενόψει της επικείμενης σύναψης του οριστικού συμβολαίου, όπως αυτές αναλύθηκαν παραπάνω, καθώς και των οικονομικών προσδοκιών της από την υλοποίηση του ως άνω επιχειρηματικού της σχεδίου στο συγκεκριμένο ακίνητο, είναι σημαντική, ενώ η τυχόν ζημία που υπέστησαν οι εναγόμενοι, οφείλεται σε δική τους υπαιτιότητα, καθώς θέλοντας να επιτύχουν μεγαλύτερο τίμημα, αφού το ακίνητό τους είχε αποδεσμευθεί, με τους χειρισμούς της ενάγουσας, από τα προβλήματα που υπήρχαν με διάφορες Υπηρεσίες (Ο.Σ.Κ., Αρχαιολογία κλπ), αρνήθηκαν σ’ αυτήν την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, σε χρόνο που ακόμη δεν είχε επέλθει η κρίση στην κτηματαγορά, με αποτέλεσμα να μην πωληθεί τελικά το ακίνητο. Οπότε, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν συντρέχουν τα απαιτούμενα από το νόμο, κατά τα προαναφερθέντα και στη μείζονα σκέψη, συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία να καθιστούν υπέρμετρη την ποινή στην προκειμένη περίπτωση κι επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων περί μείωσης αυτής…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφασή του, με την οποία, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσία τις εφέσεις των αναιρεσειόντων, λόγω του ότι προηγουμένως είχε απορρίψει ως μη νόμιμο το αιτούμενο από την αναιρεσείουσα κονδύλιο των 32.443,32 ευρώ για έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί αυτή ενόψει της καταρτίσεως της οριστικής αγοραπωλησίας, εξαφάνισε την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και ως ουσία βάσιμη και, ακολούθως, δικάζοντας επί της ουσίας, δέχθηκε εν μέρει την από 17-9-2012 αγωγή και υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες να καταβάλουν στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 200.000 ευρώ και δη ο πρώτος το ποσό των 100.000 ευρώ, ο δεύτερος το ποσό των 25.000 ευρώ και ο τρίτος το ποσό των 75.000 ευρώ. Υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες παραδοχές, με βάση τις οποίες κατέληξε στην κρίση του περί της εν μέρει βασιμότητας της αγωγής, το Εφετείο δεν παρεβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 166, 173 και 200 ΑΚ, στις οποίες προσέφυγε για την ανεύρεση της αληθινής βούλησης των συμβληθέντων στο προσύμφωνο, αφού διαπίστωσε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, την ύπαρξη αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της προαναφερόμενης δήλωσης βουλήσεως των διαδίκων, δεχθέν ότι η ορισθείσα προθεσμία ετέθη ως προθεσμία εκπληρώσεως της παροχής αυτών και όχι ως διαλυτική αίρεση, ούτε στέρησε την απόφαση νομίμου βάσεως, αφού εξέθεσε στην απόφασή του σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες που δικαιολογούν την ως άνω έννοια της δηλώσεως βουλήσεως με βάση τις αρχές της καλής πίστεως, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου (ολΑΠ 26/2004). Ειδικότερα, με σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες το Εφετείο, δια της προσφυγής στις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών που επικρατούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, δέχθηκε, στα πλαίσια ερμηνείας του δεύτερου (2ου) όρου του υπ’ αρ. 8217/2006 προσυμφώνου, ότι με τον όρο αυτό δεν τέθηκε διαλυτική προθεσμία, εντός της οποίας έπρεπε να καταρτισθεί το οριστικό πωλητήριο συμβόλαιο, αλλά προθεσμία εκπληρώσεως της παροχής, μετά την παρέλευση της οποίας η υπό των διαδίκων καταρτισθείσα αμφοτεροβαρής σύμβαση (προσύμφωνο) εξακολουθούσε να αναπτύσσει πλήρη νομική ενέργεια, δεσμεύουσα τους συμβληθέντες διαδίκους. Την κρίση του αυτή συνήγαγε με βάση τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα και δη ότι η προθεσμία για τη σύναψη της οριστικής σύμβασης τάχθηκε υπέρ της αναιρεσίβλητης και όχι εις βάρος της, ώστε η πάροδός της δεν μπορεί να έχει την έννοια της ανατροπής των αποτελεσμάτων του προσυμφώνου, ότι προβλεπόταν στο προσύμφωνο δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας αυτής, γεγονός που, επίσης, συνηγορεί στο ότι η αληθής βούληση των μερών ήταν η μη διαλυτική φύση της προθεσμίας αυτής, ότι η δέσμευση των εναγομένων δεν θα υπερέβαινε τους μερικούς μήνες, δεδομένων των σοβαρών και χρονοβόρων στη διευθέτησή τους ζητημάτων που ανέκυψαν σχετικά με το οικόπεδο των αναιρεσειόντων, η επίλυση των οποίων αποτελούσε πρόκριμα για την έκδοση της οικοδομικής επ’ αυτού αδείας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, η οποία ήταν σημαντική για τη συνέχιση της διαδικασίας, ότι ως προς τις παραπάνω ενέργειες της αναιρεσίβλητης, καθώς και ως προς την καθυστέρηση της έκδοσης της οικοδομικής αδείας εντός του διαστήματος των τριών μηνών από την κατάρτιση του υπ’ αρ. …/…-10-2006 προσυμφώνου, είχαν λάβει γνώση οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι, αν και είχε παρέλθει η ημερομηνία (28-1-2007) που είχε οριστεί ως ημερομηνία κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας μεταξύ των διαδίκων, έως την 1-6-2007 δεν είχαν διαμαρτυρηθεί για την καθυστέρηση και δεν είχε τεθεί θέμα από αυτούς μη ισχύος του προσυμφώνου και αποδέσμευσής τους από τη συμφωνία τους με την αναιρεσίβλητη και ότι, τέλος, και μετά την πάροδο έτους και πλέον οι αναιρεσείοντες με την από 18-1-2009 εξώδικη δήλωσή τους ενημέρωναν την αναιρεσίβλητη ότι θα προέβαιναν στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου με αυτήν. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά πράγματι δικαιολογούν την κατ` ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ κατάληξη στο ορθό ερμηνευτικό πόρισμα ότι πρόκειται περί προθεσμίας εκπληρώσεως της παροχής, κατά την προδιαληφθείσα του άνω όρου έννοια. Επομένως, οι πρώτος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και ο δεύτερος, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης, επικουρικά προβαλλόμενος κατ’ εκτίμηση του δικαστηρίου, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νόμιμης βάσης, που είναι διάσπαρτες στους δύο πρώτους λόγους της αίτησης αναίρεσης, πλήττουν, με επίφαση την παράβαση του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, την αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) επί της ουσίας κρίση του Εφετείου (ΑΠ 977/2017, ΑΠ 680/2016). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την άνω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 3/1997). Επομένως, δεν αποτελούν “πράγματα” η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 536/2019). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 250/2014) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, μέμφονται το Εφετείο ότι δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς τους, που αποτελούσαν και περιεχόμενο των σχετικών λόγων εφέσεώς τους, κατά τους οποίους α) αν η ταχθείσα με το προσύμφωνο προθεσμία ήταν μόνον προθεσμία εκπληρώσεως, ουδείς λόγος θα υπήρχε να ταχθεί σ` αυτό προθεσμία προς συντέλεση της μεταβιβάσεως δι` αυτοσυμβάσεως, αφού στην περίπτωση αυτή η δι` αυτοσυμβάσεως μεταβίβαση θα μπορούσε να γίνει στο διηνεκές και β) ουδείς λόγος θα υπήρχε να ορισθεί με το προσύμφωνο προθεσμία παρατάσεώς του αν επρόκειτο περί προθεσμίας εκπληρώσεως, αφού η ίδια η προθεσμία εκπληρώσεως ενέχει την παράταση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν αποτελούν πράγματα κατά την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, αλλά επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων προς υποστήριξη της ενστάσεώς τους, ότι η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας προς υπογραφή της οριστικής συμβάσεως λειτουργεί ως διαλυτική προθεσμία, σε κάθε δε περίπτωση, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις ως άνω εκτεθείσες παραδοχές, έλαβε υπόψη εκ του πράγματος τους ανωτέρω ισχυρισμούς και τους απέρριψε κατ` ουσίαν, με παραδοχές αντίθετες προς τους ισχυρισμούς αυτούς. Ο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (“σφάλμα ανάγνωσης”), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλουν ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του πιο πάνω προσυμφώνου και δη του 2ου όρου αυτού, γιατί δέχθηκε ότι η αναφερόμενη στον 2ο όρο προθεσμία τέθηκε υπέρ της αγοράστριας εταιρίας, η οποία θα είχε το δικαίωμα να ζητήσει την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και νωρίτερα, με σχετική εξώδικη δήλωση, κοινοποιούμενη στους πωλητές προ δεκαπέντε τουλάχιστον εργασίμων ημερών, καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση θα ήταν δυνατή η παράταση της προθεσμίας υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, με κοινή συμφωνία όλων των συμβαλλομένων, η οποία θα περιβαλλόταν του τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του πιο πάνω εγγράφου, δεδομένου ότι ρητά αναγράφεται στο άνω προσύμφωνο και δη στον 2ο όρο αυτού ότι “… της προθεσμίας αυτής τιθεμένης υπέρ της Αγοραστρίας…”, αλλά, αφού το ανέγνωσε σωστά, το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό. Κατά το άρθρο 402 του Α.Κ. ” Αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης δόθηκε αρραβώνας, εφόσον δεν ορίστηκε τίποτε άλλο, θεωρείται ότι δόθηκε για την κάλυψη της ζημίας από τη μη εκτέλεση της σύμβασης”. Κατά δε το άρθρο 403 εδ. α` του ιδίου κώδικα: “Ο υπαίτιος για τη μη εκτέλεση της σύμβασης χάνει τον αρραβώνα που έδωσε ή αποδίδει διπλάσιον αυτόν που έλαβε”. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι ενδοτικού δικαίου, προκύπτει ότι με την πρώτη τίθεται ερμηνευτικός κανόνας, κατά τον οποίο σε περίπτωση αμφιβολίας, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο αρραβώνας θεωρείται ότι δόθηκε για τη κάλυψη της ζημίας από τη μη εκτέλεση της σύμβασης, δηλαδή θεωρείται ποινικός και έχει ως συνέπεια κατά το άρθρο 403 την απώλεια του αρραβώνα αν υπαίτιος είναι αυτός που τον έδωσε ή την υποχρέωση απόδοσης του διπλασίου αυτού αν υπαίτιος είναι αυτός που τον έλαβε (ΑΠ 1320/2012, ΑΠ 1500/2008). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 383, 387, 389 ΑΚ συνάγεται, ότι η δήλωση της νόμιμης ή συμβατικής υπαναχωρήσεως αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία με διαπλαστικό χαρακτήρα, απευθυντέα στον αντισυμβαλλόμενο. Δεν υποβάλλεται σε τύπο και δεν επιδέχεται αίρεση, μπορεί να γίνει ρητώς ή σιωπηρώς με πράξεις οι οποίες δηλώνουν αναμφισβητήτως και εμφανώς σκοπόν υπαναχωρήσεως και έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχές, οι οποίες πηγάζουν από την σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές, τις οποίες έλαβαν, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 297/2016, ΑΠ 1759/2009). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ: “Αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσεως, σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής” και του “μέτρου που αρμόζει”, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά, που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και ιδίως το μέγεθος της ποινής, σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή, που επλήγησαν από την αθέτηση της συμβάσεως, την έκταση της συμβατικής παραβάσεως του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή (ΑΠ 892/2019, ΑΠ 847/2017, ΑΠ 1118/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε τα ακόλουθα σε σχέση με την κατάπτωση του αρραβώνα που δόθηκε στο πλαίσιο του ανωτέρω προσυμφώνου και δη την προβληθείσα από τους αναιρεσείοντες ένσταση μειώσεως της ποινής (αρραβώνα) : “… Περαιτέρω, οι εναγόμενοι προβάλλουν παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου… επικουρικά, την ένσταση μείωσης της ποινής (αρραβώνα) στο ποσό των 50.000 ευρώ, άλλως στο ποσό των 100.000 ευρώ κατ’ άρθρο 409 ΑΚ, διότι, κατά τους ισχυρισμούς τους, καλόπιστα πίστευαν ότι η ταχθείσα με το επίμαχο προσύμφωνο προθεσμία ήταν διαλυτική και ως εκ τούτου είχαν αποδεσμευθεί από τις πηγάζουσες από αυτό, υποχρεώσεις τους, η δε επιβάρυνση που υφίστανται εκ της ποινής αυτής είναι εξοντωτική και δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις ούτε από τη ζημία που επήλθε στην ενάγουσα-εφεσίβλητη, ενώ οι ίδιοι υπέστησαν μεγάλη ζημία, καθώς το εν λόγω ακίνητο παρέμεινε αδιάθετο με αποτέλεσμα, λόγω και της επελθούσης οικονομικής κρίσης να απωλέσει μεγάλο ποσοστό της αξίας του. Το δικαστήριο, όμως, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, κρίνει ότι ο συμφωνηθείς ποινικός αρραβώνας (100.000 ευρώ), ο οποίος σε περίπτωση υπερημερίας των εναγομένων – πωλητών, όπως και συνέβη, έπρεπε να καταβληθεί εις διπλούν (ήτοι 200.000 ευρώ), δεν είναι σε καμία περίπτωση δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με το συμφωνηθέν τίμημα (1.500.000 ευρώ με το ως άνω προσύμφωνο και αργότερα 1.700.000 ευρώ, κατά τα προαναφερθέντα). Ακόμη, η ζημία που υπέστη η ενάγουσα, λαμβανομένων υπόψη των ενεργειών στις οποίες προέβη, ενόψει της επικείμενης σύναψης του οριστικού συμβολαίου, όπως αυτές αναλύθηκαν παραπάνω, καθώς και των οικονομικών προσδοκιών της από την υλοποίηση του ως άνω επιχειρηματικού της σχεδίου στο συγκεκριμένο ακίνητο, είναι σημαντική, ενώ η τυχόν ζημία που υπέστησαν οι εναγόμενοι, οφείλεται σε δική τους υπαιτιότητα, καθώς θέλοντας να επιτύχουν μεγαλύτερο τίμημα, αφού το ακίνητό τους είχε αποδεσμευθεί, με τους χειρισμούς της ενάγουσας, από τα προβλήματα που υπήρχαν με διάφορες Υπηρεσίες (Ο.Σ.Κ., Αρχαιολογία κλπ), αρνήθηκαν σ’ αυτήν την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, σε χρόνο που ακόμη δεν είχε επέλθει η κρίση στην κτηματαγορά, με αποτέλεσμα να μην πωληθεί τελικά το ακίνητο. Οπότε, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν συντρέχουν τα απαιτούμενα από το νόμο, κατά τα προαναφερθέντα και στη μείζονα σκέψη, συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία να καθιστούν υπέρμετρη την ποινή στην προκειμένη περίπτωση κι επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων περί μείωσης αυτής…”. Με τον πέμπτο, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 402 και 403 Α.Κ., σύμφωνα με τις οποίες χαρακτήρισε τον αρραβώνα ως ποινικό και δεχόμενο ως νόμιμη και συμφωνηθείσα την απόδοσή του στο διπλάσιο, παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 389 παρ. 2 του ΑΚ, καθόσον, το γεγονός ότι οι αναιρεσείοντες και η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκαν στον συμβολαιογράφο για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, ότι η αναιρεσίβλητη δεν τους κάλεσε εντός της τρίμηνης προθεσμίας για την υπογραφή της κύριας σύμβασης, ούτε προέβη σε αυτοσύμβαση, έπρεπε να οδηγήσει το Εφετείο στο συμπέρασμα ότι μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας και την μη παράσταση των μερών για την υπογραφή της κύριας σύμβασης, έλαβε χώρα υπαναχώρηση εκ μέρους τους από τις δεσμεύσεις του προσυμφώνου και, συνεπώς, όφειλαν αυτοί μόνο την επιστροφή του αρραβώνα, σε κάθε δε περίπτωση όφειλε το Δικαστήριο να προβεί σε μία ποιοτική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η υποτιθέμενη παραβίαση του προσυμφώνου, το μέγεθος της ποινής σε σχέση με την αξία της αντιπαροχής, τα πληγέντα συμφέροντα των μερών από την αθέτηση, το βαθμό του πταίσματός τους και τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα από την αθέτηση και να μην καταλήξει στην επιδίκαση του διπλάσιου του ποσού του αρραβώνα. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, κατ’ αμφότερα τα σκέλη του, διότι, υπό την αιτίαση της παραβιάσεως του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, πλήττεται η περί πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και δη αφενός η παραδοχή του ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις απόδοσης του συμφωνηθέντος αρραβώνα εις διπλούν και αφετέρου η κατ’ ουσίαν απόρριψη της ενστάσεως μειώσεως της ποινής (αρραβώνα) στο ποσό των 50.000 ευρώ, άλλως στο ποσό των 100.000 ευρώ.
Από τις διατάξεις του άρθρου 562 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημοσία τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται τόσο το περιεχόμενο του, όσο και ο νόμιμος τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Το γεγονός δε ότι ο σχετικός ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν σημαίνει και ότι ο κανόνας είναι δημοσίας τάξεως, διότι ναι μεν η εφαρμογή του νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως, αφού στην έννοια της δημοσίας τάξεως περιλαμβάνονται οι κανόνες με τους οποίους η πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του εννόμου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές και κοινωνικές η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα γενική περί δικαίου συνείδηση. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι παραδεκτοί το πρώτο στον Άρειο Πάγο εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που τους στηρίζουν προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και αυτό προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του (ολΑΠ 15/2000, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 1401/2008).
Συνεπώς, αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αναιρεσείων είναι ο εκκαλών, που έχει ηττηθεί πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός στον οποίο αυτός στηρίζεται είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο με λόγο της έφεσης του ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 907/2015). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα, από το δικονομικό μόνο και όχι το ουσιαστικό δίκαιο, δικονομικές δηλαδή ενέργειες που ρυθμίζουν την έναρξη και εξέλιξη της έννομης σχέσης της δίκης και κατατείνουν στην έκδοση δικαστικής απόφασης επί της αιτουμένης έννομης προστασίας (Ολ.ΑΠ 12/2000). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, μέμφονται το Εφετείο ότι δεν έλαβε υπόψη προταθέντα πράγματα όσον αφορά την έλλειψη διοικήσεως της αντιδίκου τους κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής σε δεύτερο βαθμό και δη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του πρώτου αναιρεσείοντος περί ελλείψεως διοικήσεως της αναιρεσίβλητης, με τη σειρά της δε και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τον άνω ισχυρισμό του πρώτου αναιρεσείοντος, τον οποίο επανέφερε αυτός με τις προτάσεις του σε δεύτερο βαθμό, ενώ αν τον ελάμβανε υπόψη θα είχε κάνει δεκτή την έφεσή τους και θα είχε απορρίψει την αγωγή. Περαιτέρω, με τον έβδομο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενοι ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του πρώτου αναιρεσείοντος περί έλλειψης προσήκουσας παράστασης της αναιρεσίβλητης, λόγω μη νομίμου εκπροσωπήσεώς της από τον εμφανισθέντα ως νόμιμο εκπρόσωπό της, με συνέπεια να κρίνει εσφαλμένα ότι αυτή εκπροσωπήθηκε νομίμως, παραβιάζοντας έτσι τη διάταξη του άρθρου 272 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να απορρίψει την αγωγή κατ’ ουσίαν, λόγω της ερημοδικίας της αναιρεσίβλητης, ενώ δε επανέφερε τον ισχυρισμό αυτό περί μη νομίμου εκπροσωπήσεως της αναιρεσίβλητης με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου, αυτό δεν τον έλαβε υπόψη, καίτοι μπορούσε να προβεί στην εξέτασή του και αυτεπαγγέλτως, με συνέπεια να μην απορρίψει την αγωγή κατ’ ουσίαν λόγω ερημοδικίας της αναιρεσίβλητης. Σε κάθε δε περίπτωση, ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες ότι κι αν ακόμη ήθελε κριθεί ότι ο ισχυρισμός περί ελλείψεως νομίμου εκπροσωπήσεως δεν προτάθηκε παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 562 παρ. 2 περ. γ, ως ισχυρισμός που αφορά τη δημόσια τάξη. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι, καθόσον αναφέρονται σε σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό περί ελλείψεως νομίμου εκπροσωπήσεως της αναιρεσείουσας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν προβλήθηκε στο Εφετείο από τους ηττηθέντες εναγόμενους με λόγο έφεσης, αλλά όπως ρητά αναφέρεται στο αναιρετήριο προβλήθηκε με τις προτάσεις τους, ενώ δε συντρέχει κάποια εξαίρεση από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, και υπό την εκδοχή ότι ο πρώτος αναιρεσείων προέβαλε πρωτοδίκως ισχυρισμό περί ελλείψεως νομίμου εκπροσωπήσεως της αναιρεσίβλητης, δεν επανέφερε αυτός νομίμως τέτοιο ισχυρισμό με λόγο έφεσης, αλλά, κατά τα ρητά εκτιθέμενα, με τις προτάσεις του ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, πέραν του ότι από την επισκόπηση αυτών προκύπτει ότι ο πρώτος αναιρεσείων δεν επανέφερε τέτοιο ισχυρισμό στο Εφετείο, περιοριζόμενος στην όλως γενική αναφορά ότι κατά τα λοιπά αναφέρεται στις κατατεθείσες πρωτοδίκως προτάσεις του, στις οποίες, επίσης δεν διαλαμβάνονταν τέτοιος ισχυρισμός. Τέλος, το ως άνω προβαλλόμενο σφάλμα δεν αναφέρεται σε ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη, σε κάθε δε περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον άνω ισχυρισμό προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις με τις οποίες υποβάλλει σχετικό αίτημα, σε βάρος των αναιρεσειόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Ιανουαρίου 2019 αίτηση των 1) Χ. Κ., 2) Π. Μ. και 3) Δ. Μ., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 22/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Νοεμβρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Μαρτίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ