Αριθμός 259/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου και Μαρία Ανδρικοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΕ – κλινική ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ”, που εδρεύει στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Χατζηνικολάου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Χ. Κ. του Α., 2) Ζ. Κ. του Α. και 3) Γ. Κ. του Ι., απασών κατοίκων … , ως οικείων του αποβιώσαντος Α. Κ.. Οι πρώτη και δεύτερη αναιρεσίβλητες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μ. Κ., ενώ η τρίτη αναιρεσίβλητη παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Κοινοποιουμένη προς: 1) Ν. Μ. του Σ., κάτοικο …, 2) ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “INTERAMERICAN Ελληνική Ασφαλιστική Εταιρία Ζημιών ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ Α.Α. & Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-7-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, την από 4-8-2011 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση της ήδη αναιρεσείουσας, την από 26-10-2011 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη δεύτερης προς ην η κοινοποίηση, την από 19-8-2012 ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως σε αναγκαστική παρέμβαση και αγωγή αποζημίωσης του ήδη πρώτου προς ον η κοινοποίηση και την από 19-11-2012 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη τρίτης προς ην η κοινοποίηση, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5938/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 2491/2018 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-1-2019 αίτησή της και τους από 25-9-2019 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 2491/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) εκτίμηση των σχετικών εγγράφων: Με την από 22-7-2011 αγωγή οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες, (μαζί με δύο ακόμα πρόσωπα – μη διαδίκους), ζήτησαν να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει, (εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο – μη διάδικο) το ποσό των 5.000.000 ευρώ σε καθεμία από τις πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, το ποσό των 300.000 ευρώ σε καθένα από τους τρίτη και τέταρτο και το ποσό των 150.000 ευρώ στην πέμπτη ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο συγγενούς τους. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συνεκδικάστηκε με την από 4-8-2011 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση της ήδη αναιρεσείουσας, την από 26-10-2011 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη δεύτερης προς ην η κοινοποίηση, την από 19-8-2012 ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως σε αναγκαστική παρέμβαση και αγωγή αποζημίωσης του ήδη πρώτου προς ον η κοινοποίηση και την από 19-11-2012 πρόσθετη παρέμβαση της ήδη τρίτης προς ην η κοινοποίηση, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε, ερήμην των εναγόντων, η 5938/2014 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή και τις παρεμπίτουσες αγωγές. Κατά της άνω απόφασης άσκησαν έφεση οι τρεις πρώτες ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2491/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία δέχτηκε την έφεση και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, δέχτηκε μερικά την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλλουν, σε ολόκληρο καθένας τους, νομιμοτόκως, το ποσό των 120.000 ευρώ σε κάθε μία από τις δύο πρώτες ενάγουσες και το ποσό των 30.000 ευρώ στην τρίτη ενάγουσα. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η δεύτερη εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα με την από 24-1-2019 αίτησή της και τους από 25-9-2019 προσθέτους αυτής λόγους, για τους λόγους που αναφέρονται στα ως άνω δικόγραφα και αναλύονται ειδικότερα κατωτέρω. Από το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 “περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο. 47 ΕισΝΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφριά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του. Από τις παραπάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες και με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, προκύπτει ότι για να θεμελιωθεί ευθύνη από πρόστηση του επιχειρηματία κλινικής, στην οποία ο ιατρός νοσήλευσε παθόντα πελάτη του, αρκεί η παροχή από τον επιχειρηματία γενικών μόνο οδηγιών ως προς τον τόπο, το χρόνο και τους όρους εργασίας του ιατρού μέσα στην κλινική. Αρκεί δηλαδή μια χαλαρή έστω εξάρτηση του ιατρού από την κλινική και δεν απαιτείται η παροχή ειδικών οδηγιών προς αυτόν κάθε φορά για την άσκηση του έργου του, αφού ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων να ενεργεί όχι σύμφωνα με ενδεχόμενες οδηγίες του κλινικάρχη, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης (ΑΠ 1362/2007). Στο πλαίσιο αυτό η ευθύνη του επιχειρηματία της κλινικής από τη σχέση της πρόστησης με συνεργαζόμενο με την κλινική ιατρό δημιουργείται από την αμελή συμπεριφορά του ιατρού τόσο κατά την παροχή του ιατρικού του έργου εντός της κλινικής όσο και εκτός αυτής, εφόσον πρόκειται για ιατρικές οδηγίες συναφείς και αμέσως συνεχόμενες με επέμβαση ή θεραπεία που προηγήθηκαν στο χώρο της κλινικής.
Συνεπώς, η ευθύνη από την πρόστηση καλύπτει και το απόλυτα αναγκαίο στάδιο της αποθεραπείας, όπως είναι και το μετεγχειρητικό στάδιο χειρουργικής επέμβασης (ΑΠ 427/2015, ΑΠ 181/2011), υπό την προϋπόθεση όμως ότι μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να τελεσθεί χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη διάπραξή της. Δηλαδή, ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη του προστηθέντος, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον τελευταίο, λόγω ακριβώς της θέσης του, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) του παρείχε να χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό τα τεθέντα στη διάθεσή του μέσα και γενικότερα όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης (ΑΠ 780/2019). Η έννοια της πρόστησης είναι νομική και συνεπώς υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου η κρίση για το αν τα περιστατικά που, έγιναν ανελέγκτως δεκτά συνιστούν την έννοια της πρόστησης (AΠ 1343/2017, ΑΠ 427/2015). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, όταν το δικαστήριο του ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΟλΑΠ 1/2020, Ολ ΑΠ 4/2018, Ολ ΑΠ 6/2017, Ολ ΑΠ 7/2006). Με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 677/2019, ΑΠ 349/2014, ΑΠ 382/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ως αποδειχθέντα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Περί τα τέλη Μαρτίου του 2006, παρουσιάστηκε στον Α. Κ. του Ν., κάτοικο …, γεννηθέντα το έτος 1961. πατέρα της πρώτης και δεύτερης των εναγουσών και αδελφό της τρίτης ενάγουσας, μια βραχνάδα στη φωνή κι επειδή δεν υποχωρούσε στις 22.6.2006 επισκέφτηκε τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος είναι ιατρός με ειδικότητα χειρουργού-ωτορινολαρυγγολόγου, στο επί της οδού … της … ιατρείο του. Εκεί τόσο την άνω ημέρα, όσο και την επομένη κατά την οποία ο Α. Κ. επισκέφτηκε πάλι το ιατρείο του πρώτου εναγομένου, συνοδευόμενος από την τρίτη ενάγουσα, υποβλήθηκε σε λαρυγγοσκοπήσεις, όπου διαπιστώθηκε η ύπαρξη μέτριου μορφώματος στις φωνητικές χορδές προφανώς νεοπλασματικού και έπρεπε να εξακριβωθεί αν επρόκειτο για ένα απλό πολύποδα ή για κακοήθεια. Επειδή δε ο πρώτος εναγόμενος είχε βάσιμες υποψίες ότι επρόκειτο για καρκίνο μετέφερε τις υποψίες του αυτές τόσο στον ίδιο τον ασθενή, όσο και στην τρίτη ενάγουσα, αδελφή του, ενημερώνοντάς τους ότι ο καρκίνος του λάρυγγα κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης αντιμετωπίζεται είτε με ολική λαρυγγεκτομή, είτε επεμβατικά με τη χρήση μικρολαρυγγοσκοπίου και ακτινών laser co2 σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία, όπου αυτό είναι δυνατό και μάλιστα τους καθησύχασε λέγοντάς τους ότι ο καρκίνος του λάρυγγα δεν κάνει μεταστάσεις. Στις 26.6.2006, ο Α. Κ. εισήλθε στην κλινική “Άγιος Λουκάς”, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης με την οποία συνεργαζόταν ο πρώτος εναγόμενος, όπου υποβλήθηκε από τον τελευταίο σε επέμβαση για τη λήψη παρασκευασμάτων προς βιοψία. Τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης των παρασκευασμάτων που απεστάλησαν προς εξέταση στο ιστοπαθολογικό εργαστήριο του Κ. Σ. παθολογοανατόμου έδειξαν πως υπήρχαν “διάχυτες σοβαρού βαθμού αλλοιώσεις δυσπλασίας του καλυπτηρίου πολυστοίβου πλακώδους επιθηλίου του λάρυγγος”, σύμφωνα με την σχετική από 29.6.2006 ιστολογική εξέταση, Η εξέταση αυτή κάνει λόγο για σοβαρού βαθμού δυσπλασία, η οποία αποτελεί προ-καρκινική εκδήλωση δηλαδή καρκίνο στη γένεσή του, γεγονός που οδήγησε τον πρώτο εναγόμενο, που είχε βάσιμες υπόνοιες ότι πρόκειται για καρκίνο, -όπως ο ίδιος αποδέχεται .στο αϊτό 30:10.2007 υπόμνημά του ενώπιον του Η’ Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης-, να μην προχωρήσει σέ ολική λαρυγγεκτομή, αλλά να αντιμετωπίσει επεμβατικά τον όγκο με τη χρήση μικρολαρυγγοσκοπίου και ακτίνων laser co2 σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία. Την απόφασή του αυτή την γνωστοποίησε στον Α. Κ. και στην τρίτη ενάγουσα και μάλιστα την αιτιολόγησε λέγοντας τους ότι τα αποτελέσματα της άνω βιοψίας ήταν καλύτερα από τις προσδοκίες του και ότι ήταν τυχερός που δεν. υπήρχαν ιστοί καρκίνου. Έτσι στις 8. Ιουλίου 2006 ο Α. Κ., εισήλθε στην Ιδία ως άνω κλινική της δεύτερης εναγομένης, όπου και υποβλήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο στην άνω επέμβαση (laser Χορδεκτομή) .Σύμφωνα με το οπό 8.7.2006 πρακτικό χειρουργείου της άνω κλινικής ” ….υπό μικροσκοπική όραση διακρίνεται το γνωστό ευμέγεθες εξωφυτικό μόρφωμα στην πρόσθια εντομή των φωνητικών χορδών που επεκτείνεται έως τα 2/3 της δεξιάς φωνητικής χορδής και έως το πρόσθιο τριτημόριο της αριστερής φωνητικής χορδής. Ακολούθως γίνεται αφαίρεση κατά το δυνατό, μέρους του μορφώματος με co2-laser….”. Μετά την επέμβαση ο πρώτος εναγόμενος καθησύχασε τον Α. Κ., ότι “όλα πήγαν καλά”, ότι στάλθηκαν νέα τεμάχια ιστού από τον λάρυγγα για ιστολογική εξέταση και την επομένη ημέρα (9.7.2006) εξήλθε από την κλινική, ενώ του συστήθηκε να λαμβάνει ως φαρμακευτική αγωγή αντιβίωση για την αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής φλεγμονής και δη το φαρμακευτικό σκεύασμα “ZinadolΙ” των 500 mg. όπως προκύπτει και από την προσκομιζόμενη από 9.7.2006 συνταγή που φέρει την υπογραφή και σφραγίδα του πρώτου εναγομένου. Έκτοτε ο Α. Κ. επισκεπτόταν τον πρώτο εναγόμενο δύο φορές την εβδομάδα για την παρακολούθηση της μετεγχειρητικής εξέλιξης της υγείας του. Στις 13.7.2006 εκδόθηκε από τον άνω παθολογοανατόμο Κ. Σ. το πόρισμα της δεύτερης ιστολογικής εξέτασης των παρασκευασμάτων που λήφθηκαν κατά την προαναφερόμενη μερική αφαίρεση του μορφώματος, όπου πλέον διαγνώστηκαν “διάχυτες σοβαρού βαθμού αλλοιώσεις δυσπλασίας με θέσεις νεοπλασματικής εξαλλαγής του καλυπτηρίου πολυστοίβου πλακώδους επιθηλίου του λάρυγγος”. Για τα αποτελέσματα της ιστολογικής αυτής εξέτασης ο παραπάνω παθολογοανατόμος ενημέρωσε προφορικά τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος με τη σειρά του διατείνεται ότι ενημέρωσε τον Α. Κ. και του πρότεινε να σκεφτεί ως ενδεδειγμένη λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την ολική λαρυγγεκτομή, πλην όμως το πραγματικό αυτό περιστατικό δεν αποδείχθηκε, η δε τρίτη ενάγουσα που από την πρώτη στιγμή της ασθένειας του αδελφού της ήταν δίπλα του και γνώριζε και οπό τον ίδιο, αλλά και άμεσα την όλη πορεία της υγείας του δεν έλαβε γνώση των αποτελεσμάτων της δεύτερης ιστολογικής εξέτασης, ούτε και της φερόμενης πρότασης του πρώτου εναγομένου για λαρυγγεκτομή ως λύση και μάλιστα επείγουσα για την αντιμετώπιση του καρκίνου. Μάλιστα εξεταζόμενη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με σαφήνεια ανέφερε ότι ο αδελφός της όχι μόνο θα την ενημέρωνε για την προτεινόμενη λαρυγγεκτομή, αλλά και ότι δεν είχε λόγο να μην συναινέσει σε αυτήν, δεδομένου ότι η σύζυγός του είχε αποβιώσει στις 3.1.2002 σε ηλικία 29 ετών από καρκίνο και μεγάλωνε μόνος τις γεννηθείσες την 23.1.1997 και 8.3.2000 αντίστοιχα ανήλικες κόρες του (πρώτη και δεύτερη των εναγουσών) κι ως εκ τούτου είχε σοβαρό κίνητρο για να λύσει το πρόβλημα της υγείας του. Από τις 19.7.2006 ο Α. Κ., άρχισε να δυσκολεύεται στην αναπνοή του, το γεγονός αυτό το ανέφερε στον πρώτο εναγόμενο, που δεν το αξιολόγησε, όταν δε η δύσπνοιά του επιδεινώθηκε και επισκέφτηκε αυτόν στις 24.7.2006 στο ιατρείο του για την -καθιερωμένη παρακολούθηση, ο πρώτος εναγόμενος τον προέτρεψε να προβεί σε καρδιολογικό έλεγχο και να συνεχίσει την αντιβίωση, σύμφωνα με την κατάθεση της αδελφής του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης (βλ. υπ. αριθμ. 1741/2013 πρακτικά και απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου). Το επόμενο ραντεβού του Α. Κ. με τον πρώτο εναγόμενο είχε προγραμματιστεί για τις 28.7.2006, πλην όμως στις 28.7.2006 και περί ώρα 11.00 π.μ. ο Α. Κ. απεβίωσε από ασφυξία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την από 29.10.2007 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Σ. Ν., ο οποίος προέβη στην εξέταση του πτώματος του θανόντος μετά από σχετική παραγγελία του ΑΤ Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης, διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων ότι ” η συσκευή του λάρυγγα και το υοειδές οστούν καταλαμβάνονται από όγκο. Κατά την διάνοιξη του όγκου διαπιστούται εκροή άφθονου δύσοσμου πυώδους εκκρίματος…η καρδιά είναι φυσιολογική …” Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του Α. Κ. οφείλεται “σε απόφραξη ανώτερων αναπνευστικών οδών από οίδημα λάρυγγος σε έδαφος διηθητικού νεοπλάσματος, συνεπεία του οποίου προκλήθηκε ασφυκτικός θάνατος”. Οι ιστολογικές εξετάσεις του άνω θανόντος πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο Ανατομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και έδειξαν “ιστολογική εικόνα διηθητικού ακανθοκυτταρικού καρκινώματος λάρυγγα μέσης διαφοροποίησης”, ενώ οι διαστάσεις του όγκου καταγράφονται 3,5 Χ 3 Χ 2.5 εκ. Ακολούθως οι ενάγουσες κατέθεσαν εναντίον του πρώτου εναγομένου μήνυση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, καθώς και την κρινόμενη αγωγή αποδίδοντας σ’ αυτόν ότι κατά την άσκηση των ιατρικών καθηκόντων του υπέπεσε σε ιατρικά σφάλματα προεγχειρητικά και μετεγχειρητικά που επέφεραν τον θάνατο του άνω συγγενούς τους. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, ο πρώτος εναγόμενος προεγχειρητικά ενήργησε σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης όπως θα ενεργούσε ο μέσος συνετός γιατρός ωτορινολαρυγγολόγος και τούτο γιατί, μετά την επιβεβλημένη για τη διαπίστωση του μορφώματος του λάρυγγα με τη μέθοδο της λαρυγγοσκόπησης εξέταση, έχοντας υποψία καρκίνου προχώρησε με μικρολαρυγγοσκόττηση στη λήψη ιστών για βιοψία. Μετά τη λήψη των αποτελεσμάτων της από 29.6.2006 ιστολογικής εξέτασης που δεν πιστοποίησαν καρκίνο -όπως ανέμενε- αλλά δυσπλασία έκρινε ότι έπρεπε να αφαιρεθεί το μόρφωμα του λάρυγγα με laser και όχι με ολική λαρυγγεκτομή που αποτελούσε τη δεύτερη θεραπευτική μέθοδο αντιμετώπισης του καρκίνου λάρυγγα. Πρέπει να λεχθεί, ότι η ολική λαρυγγεκτομή αντιμετωπίζει μεν την εξαλλαγή του όγκου, πλην όμως εμφανίζει ένα μεγάλο μειονέκτημα, αφού ο ασθενής υφίσταται μόνιμο ακρωτηριασμό και είναι υποχρεωμένος να ζει το υπόλοιπο της ζωής του με τραχειόστομα, η δε επεμβατική αντιμετώπιση του όγκου με laser co2 – που αποτελεί νεώτερη χειρουργική τεχνική- ναι μεν δεν αντιμετωπίζει ριζικά τον καρκίνο, πλην όμως διατηρεί το λάρυγγα, αποκαθιστά την αναπνευστική οδό και είναι δυνατόν σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία να οδηγήσει σε ενδοσκοπική αφαίρεση ή σταδιακή καταστροφή του όγκου. Επιπλέον η επιλεγείσα μέθοδος άφηνε στον πρώτο εναγόμενο το χρονικό περιθώριο να εξαντληθούν οι πιθανότητες εναλλακτικής αντιμετώπισης του προβλήματος σε συνδυασμό κυρίως με το προαναφερόμενο γεγονός ότι μέχρι την 8.7.2006 που έλαβε χώρα η επίδικη επέμβαση δεν είχε πιστοποιηθεί η ύπαρξη καρκίνου. Σύμφωνα με τα συγγράμματα ιατρικής επιστήμης που οι ενάγουσες προσκομίζουν με επίκληση,• η χειρουργική με χρήση laser co2 αποτελεί ” μια έγκυρη εναλλακτική θεραπεία του καρκίνου του λάρυγγα, τα αποτελέσματά της δε, είναι ισοδύναμα με άλλες μεθόδους θεραπείας όσον αφορά την επιβίωση ελεύθερης νόσου και επιπλέον παρατηρείται μικρότερη νοσηρότητα και καλύτερη ποιότητα ζωής• λόγω διατήρησης του οργάνου” (βλ.. Συμπεράσματα 16ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ωτορινολαρυγγολογίας-Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου). Στην αποδοχή ότι ή αντιμετώπιση των κακοηθειών του λάρυγγα με την χρήση laser co2 αποτελεί μια δοκιμασμένη μέθοδο για την τμηματική εκτομή του λάρυγγα με τα άνω πλεονεκτήματα, κάνουν λόγο και οι Ι. Κ. και Η. Κ., καθηγητής• Ωτορινολαρυγγολογίας ο πρώτος και επίκουρος καθηγητής, ο δεύτερος, στις γνωμοδοτήσεις τους που λήφθηκαν με επιμέλεια του πρώτου εναγομένου. Επομένως εφόσον ο πρώτος εναγόμενος, έχοντας δικαίωμά κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 3 παρ.3 του. Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, (Ν 3418/2005). επιλογής μεθόδου θεραπείας την οποία κρίνει ότι υπερτερεί σημαντικά έναντι άλλης για το συγκεκριμένο ασθενή επέλεξε αφού .έλαβε υπόψη του τα αποτελέσματα τής άνω ιστολογικής εξέτασης καθώς και την ηλικία του Α. Κ. (45 ετών) ως καλύτερη μέθοδο θεραπείας εκείνη τη χρονική στιγμή, τη μέθοδο εκτομής του όγκου με laser co2,, αντί της ολικής λαρυγγεκτομής και η επιλογή τού αυτή δεν παραβιάζει τους αποδεκτούς σύγχρονους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, δεν υπέπεσε σε ιατρικό σφάλμα κατά το ττροεγχειρητικό στάδιο, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγουσες στην αγωγή τους. Όμως κατά το μετεγχειρητικό στάδιο ο πρώτος εναγόμενος δεν επέδειξε την επιμέλεια που όφειλε ως κάθε συνετός και επιμελής γιατρός και μπορούσε, ώστε να αποτρέψει τον θάνατο του Α. Κ., ενόψει και του ότι ο καρκίνος του λάρυγγα δεν δίνει μεταστάσεις και είναι αντιμετωπίσιμος (βλ. κατάθεση ιατροδικαστή Σ. Ν. (βλ. υπ. αριθμ. 1198*, 12186, 13282/2011 και 7468/2012 πρακτικά και απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης). Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος επέδειξε αμέλεια ως προς τη μετεγχειρητική πορεία του άνω ασθενούς του, αφού κατά τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης έπρεπε κατά την έξοδό του από το νοσοκομείο μετά την άνω επέμβαση να του χορηγήσει εκτός από αντιβίωση και κορτιζόνη, όπως μετά λόγου γνώσης κατέθεσαν ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων οι προαναφερόμενοι γιατροί Ι. Κ, Η. Κ., καθώς και ο ιατροδικαστής Σ. Ν. (βλ. υπ. αριθμ. 1198Α, 12186, 13282/2011 και 7468/2012 πρακτικά και απόφαση
του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης). Η κορτιζόνη έχει αντιφλεγμονώδη-αποιδηματική δράση και θα είχε συντελέσει αποτελεσματικά στην αποτροπή του οιδήματος που τελικά έφραξε τον λάρυγγα του Α. Κ. και του προκάλεσε την ασφυξία, γιατί δεν ήταν ο όγκος που αυξήθηκε μετά την επέμβαση με laser, αλλά το οίδημα που παρουσιάστηκε στην περιοχή. Ο ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου ότι χορήγησε κορτιζόνη στον άνω ασθενή του από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε, ενόψει του ότι η κορτιζόνη χορηγείται κατόπιν ιατρικής συνταγής που καταγράφει και τη δοσολογία αυτής και τέτοια συνταγή δεν προσκομίστηκε, όπως αντίστοιχα προσκομίστηκαν συνταγές για αντιβίωση. Την αμέλεια αυτή του πρώτου εναγομένου επιτείνει το γεγονός ότι τούτος, άμεσα γνώριζε ότι το μεγαλύτερο μέρος του όγκου δεν μπόρεσε να το αφαιρέσει και παρέμενε στο λάρυγγα του ασθενούς του, με κίνδυνο να παρουσιάσει μετεγχειρητικό οίδημα λόγω επιμόλυνσης του χειρουργικού τραύματος, καθώς και δύσπνοια που αποτελεί και τη συνήθη επιπλοκή. Άλλωστε ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος στο από 30.10.2007 υπόμνημά του ενώπιον του Η’ Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης επί λέξει αναφέρει ” το πρόβλημα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε μετεγχειρητικά ήταν το οίδημα του λάρυγγα που δημιουργείται πάντα ως δυσμενές αποτέλεσμα της επέμβασης…”. Παρά τη γνώση του όμως αυτή, δεν προέβλεψε -όπως ο κάθε συνετός ιατρός κατά παράβαση της οφειλομένης επιμέλειας-, ότι η δύσπνοια για την οποία του παραπονιόταν ο Α. Κ. από 19.7.2006 και μετά, ήταν επιπλοκή της χειρουργικής επέμβασης και δη του οιδήματος, επικίνδυνη για τη ζωή του τελευταίου και από λαθεμένη -κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης- αξιολόγηση συνέδεε τη δύσπνοια με καρδιολογικά προβλήματα του ασθενούς προτρέποντας τον να επισκεφτεί καρδιολόγο. Βέβαια από καρδιολογική άποψη ο Α. Κ. είχε ελεγχθεί πριν από λίγο χρονικό διάστημα, όταν χειρουργήθηκε και σύμφωνα με την προαναφερόμενη ιατροδικαστική εξέταση, η καρδιά του βρέθηκε φυσιολογική χωρίς παθολογικές αλλοιώσεις. Ο πρώτος εναγόμενος αντί να αγνοήσει τη δύσπνοια που του γνωστοποίησε ο Α. Κ., όφειλε να του συστήσει άμεση εισαγωγή σε νοσοκομείο, αφού αυτή σηματοδοτούσε σταδιακή απόφραξη του λάρυγγα από οίδημα και κίνδυνο για τη ζωή του ασθενούς και έχρηζε επείγουσας αντιμετώπισης και δη, ενδοφλέβιας χορήγησης κορτιζόνης, διασωλήνωσης και κάποιες φορές και τραχειοστομίας (βλ. κατάθεση ιατρού Η. Κ. στα υπ. αριθμ. 1198Α, 12186, 13282/2011 και 7468/2012 πρακτικά και απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και κατάθεση ιατρού Ι. Κ. στα με αριθμ. 1741/2013 πρακτικά και απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης). Ο τελευταίος δε ιατρός καταθέτοντας ως μάρτυρας υπεράσπισης του πρώτου εναγομένου, ενώπιον του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με σαφήνεια ανέφερε επί λέξει : “αν ο ασθενής παραπονεθεί για δύσπνοια ο γιατρός πρέπει να του πεί, αν είναι κοντά να πάει αμέσως να τον δεί, αλλιώς να πάει στο πιο κοντινό νοσοκομείο. Δεν μπορείς να προβλέψεις την διόγκωση του οιδήματος και την απόφραξη….. Η δύσπνοια μετά από μια τέτοια επέμβαση είναι σύνηθες….. το οίδημα είναι αυτό που έκανε την απόφραξη” (βλ. υπ. αριθμ. 1741/2013 πρακτικά και απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου). Αποτελεί γεγονός ότι ο Α. Κ. το πρωί της ημέρας του θανάτου του, 28.7.2006 τηλεφώνησε στον πρώτο εναγόμενο λέγοντάς του ότι δεν νιώθει καλά, όμως και πάλι η αντίδραση του πρώτου εναγομένου απέχει από τη συνήθη του μέσου επιμελούς ιατρού, αφού ακόμη κι εκείνη την ώρα αντί να τον προτρέψει να καλέσει αμέσως ασθενοφόρο για το πλησιέστερο νοσοκομείο, του συνέστησε να πάρει το αυτοκίνητό του και να μεταβεί στο ιατρείο του διανύοντας 40 χιλιόμετρα, ενέργεια ωστόσο που δεν πρόλαβε να εκτελέσει αφού μεσολάβησε ο θάνατός του. Στο σημείο τούτο πρέπει να λεχθεί ότι, όπως καταγράφεται στην άνω ιατροδικαστική έκθεση ” κατά τη διάνοιξη του όγκου διαπιστούται εκροή άφθονου δύσοσμου πυώδους εκκρίματος” που σημαίνει ότι το εν λόγω οίδημα δεν παρουσιάστηκε ξαφνικά την ημέρα του θανάτου του Α. Κ., αλλά βαθμιαία, όπως επίσης δεν ήταν ραγδαία η δύσπνοια αυτού (βλ. προαναφερόμενη κατάθεση ιατροδικαστή Σ. Ν. και ιατρού Ι. Κ.) κι ως εκ τούτου, ο πρώτος εναγόμενος αν δεν είχε επιδείξει την άνω αμέλεια μπορούσε να αποτρέψει την εξέλιξη του οιδήματος σε δύσπνοια και να καταπολεμήσει αυτήν, εμποδίζοντας τον θάνατο του ασθενούς του που σε καμιά περίπτωση δεν ήταν έκτακτο και τυχαίο γεγονός όπως θέλουν να το εμφανίσουν οι εναγόμενοι. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί ότι ο γιατρός σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας έχει υποχρέωση μεταξύ άλλων να ενημερώνει πλήρως τον ασθενή για το περιεχόμενο της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, για τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της και στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος εναγόμενος όφειλε να πληροφορήσει τον Α. Κ., όχι μόνο ότι δεν του αφαίρεσε το μεγαλύτερο μέρος του όγκου από το λάρυγγά του, αλλά κυρίως για τον κίνδυνο που διέτρεχε από το μετεγχειρητικό οίδημα και να του επιστήσει την προσοχή για άμεση ιατρική αντιμετώπιση, μόλις δει συμπτώματα επιπλοκής αυτού, όπως δύσπνοια ή ταχυκαρδία. Η έλλειψη της ενημέρωσης αυτής, οδήγησε τον Α. Κ. να αναβάλλει ανυποψίαστος για τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του, το ραντεβού που είχε με τον πρώτο εναγόμενο από τις 27.7.2006 στις 28.7.2006 και να μην μεταβεί στο πλησιέστερο νοσοκομείο πριν τον θάνατό του .Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η δύσπνοια παρουσιάστηκε στον Α. Κ. ξαφνικά και μόλις λίγο πριν τον θάνατο αυτού, επικαλούνται δε προς στήριξη του ισχυρισμού τους αυτού, ότι τούτος παραμονή του θανάτου του βρισκόταν στο πανηγύρι του χωριού του (Λαγκαδίκια) και ότι από 9.7.2006 μέχρι την 28.7.2006 συνέχιζε κανονικά τις καθημερινές του δραστηριότητες εργαζόμενος ως οδηγός. Ωστόσο, πέραν του ότι η δύσπνοια δεν “επέρχεται ραγδαία”, σύμφωνα τις προαναφερόμενες μαρτυρικές καταθέσεις η επικαλούμενη συμμετοχή του Α. Κ. στις εορταστικές εκδηλώσεις του χωριού του της 27.7.2006, συνίστατο στο ότι καθ’ οδόν προς την οικία του χαιρέτισε τον γνωστό του, Β. Κ. που είχε καντίνα εκεί κοντά (βλ. κατάθεση τελευταίου που περιέχεται στα με αριθμ. 7468/2012 πρακτικά και απόφαση του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης), ενώ όπως προκύπτει από την από 24.1.2013 βεβαίωση της εργοδότριας του Α. Κ. εταιρίας με την επωνυμία “Ανώνυμη Αγροτική Τουριστική Εμπορική Αναπτυξιακή Εταιρεία ΑΛΑΛΙ Α.Ε. ” αυτός έλαβε αναρρωτική άδεια για το χρονικό διάστημα από 9 έως 24 Ιουλίου 2006 μετά τη λήξη της οποίας ήταν ανέφικτο να εργαστεί λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας. Μετά την παραδοχή αυτή, οι αιτιάσεις της προσθέτους παρεμβαίνουσας ότι συνέβαλε στην απότομη και στιγμιαία αύξηση των διαστάσεων του οιδήματος του λάρυγγα του Α. Κ., το γεγονός ότι τούτος εργάστηκε μετά την άνω επέμβαση, αλυσιτελώς προβάλλονται και η στηριζόμενη σ’ αυτόν τον ισχυρισμό ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος (300ΑΚ) τυγχάνει αβάσιμη και απορριπτέα. Οι ενάγουσες με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ισχυρίζονται ότι ο Α. Κ. καθ’ όλη τη διάρκεια της μετεγχειρητικής του πορείας παρουσίαζε πυρετό, -τον οποίο δεν προσδιορίζουν- που επίσης δεν αξιολογήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο ως στοιχείο που συνηγορούσε στην ύπαρξη ενεργούς λοιμογόνου κατάστασης που έχρηζε ιδιαίτερης προσοχής. Ο ισχυρισμός αυτός που τείνει να συμπληρώσει την αποδιδόμενη με την κρινόμενη αγωγή στον πρώτο εναγόμενο αμέλεια, παραδεκτά προτείνεται με τις προτάσεις, έστω και αν το άνω περιστατικό δεν διαλαμβάνεται στην αγωγή, καθόσον η αμέλεια ως αόριστη νομική έννοια παραδεκτά συγκεκριμενοποιείται με βάση τα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, ακόμη και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αρκεί να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοιά της (αμέλειας) και να προσδίδεται σε αυτά εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 1009/2013, ΑΠ (404/2008, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1065/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη θεμελίωση του εν λόγω ισχυρισμού τους οι ενάγουσες, προσκομίζουν με επίκληση αντίγραφα από το βιβλιάριο υγείας του Α. Κ., όπου έχει καταγραφεί από την επιμελήτρια του κέντρου υγείας του Ζαγκλιβερίου στις 19.7.2006 ,ότι ο άνω ασθενής έπασχε- από εμπύρετο τραχειοβρογχίτιδα ,του χορηγήθηκε το αντιβιωτικό Zinadol, ενώ του συστήθηκε τριήμερη αναρρωτική άδεια. Αμέσως μετά την προσκόμιση του άνω εγγράφου ,ο πρώτος εναγόμενος με την προσθήκη των προτάσεών του αμφισβήτησε την αλήθεια του περιεχομένου αυτού, κατά το μέρος που η άνω γιατρός βεβαίωσε ότι ο Α. Κ. παρουσίαζε κατά το χρόνο της σύνταξης του πυρετό. Το έγγραφο τούτο, είναι δημόσιο έγγραφο κατά τις διατάξεις των άρθρων 438 και 440 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες οι ιατρικές βεβαιώσεις ή γνωματεύσεις είναι δημόσια έγγραφα, εφόσον εκδίδονται από ιατρό που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία και συνεπώς παρέχει πλήρη απόδειξη, -η οποία μόνο με την προσβολή του ως πλαστού μπορεί να ανατραπεί-, ως προς το βεβαιούμενο σ’ αυτό γεγονός της εξέτασης του άνω ασθενούς από την συντάκτρια του ιατρό και επίσης ως προς το τυπικό περιεχόμενο της διάγνωσής του και την υποδειχθείσα από αυτόν θεραπευτική αγωγή. Ως προς την εκφερόμενη όμως με τη διάγνωση της ιατρού, αυτή καθ’ εαυτή την επιστημονική εκτίμηση και γνώμη της, ακόμη και σχετικά με τις επιπτώσεις που τα αναφερόμενα σε αυτές ευρήματα έχουν στην πνευματική και σωματική κατάσταση εκείνου στον οποίο αναφέρονται, το άνω έγγραφο εκτιμάται, ελεύθερα από το δικαστήριο, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρ. 340 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε ισχύει, σύμφωνα με τα άρθρ. 387 και 390 ΚΠολΔ, και για τις γνωμοδοτήσεις των ιατρών πραγματογνωμόνων που διόρισε το δικαστήριο ή για τις γνωμοδοτήσεις ιατρών, που έχουν ειδικές επιστημονικές γνώσεις και συντάχθηκαν με αίτηση διαδίκου ( ΑΠ 1787/2014 ΑΠ 683/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτων και μετά από συνεκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων (πλην των μαρτύρων αρθ. 393 παρ. 2 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι το βεβαιωθέν στο άνω έγγραφο γεγονός ότι ο Α. Κ. παρουσίαζε πυρετό την 19.7.2006 δεν είναι αληθές και ανεγράφη από την άνω ιατρό προκειμένου να δικαιολογήσει τη χορήγηση της προαναφερόμενης αντιβίωσης που είχε συστήσει ο πρώτος εναγόμενος στον ασθενή του, χωρίς για το επιτρεπτό της ανταπόδειξης του άνω γεγονότος να χρειαζόταν η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού .Συνηγορεί στην άνω κρίση του Δικαστηρίου και το ότι οι ενάγουσες δεν επικαλούνται ότι ο Α. Κ. γνωστοποίησε στον πρώτο εναγόμενο την ύπαρξη του πυρετού, όπως όφειλε και όπως έπραξε με τα συμπτώματα της παρουσιασθείσας σε αυτόν δύσπνοιας. Οι προαναφερόμενες παραλείψεις του πρώτου εναγομένου, η μη συμμόρφωσή του προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας, η μη αντίληψη και η μη κοινοποίηση του κινδύνου στον ασθενή του, ήταν πρόσφορες αντικειμενικά και ικανές κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να επιφέρουν το επιζήμιο αποτέλεσμα και δη το θάνατο του Α. Κ., τον οποίο από αμέλεια δεν προέβλεψε ο άνω διάδικος, παρότι με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις και ικανότητες όφειλε και μπορούσε να προβλέψει, όπως κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος ιατρός. Η κρίση περί της αδικοπρακτικής ευθύνης του πρώτου εναγομένου δεν αναιρείται από την επικαλούμενη αθώωσή του με την υπ. αριθμ. 1741/2013 αμετάκλητη απόφαση του Α Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης για την αποδοθείσα σε αυτόν πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ,η οποία δεν ασκεί ουδεμία έννομη επιρροή στην προκείμενη υπόθεση, καθόσον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 ΚΠολΔ., δεδικασμένο στην πολιτική δίκη, αποτελούν αποτελούν μόνο οι οριστικές και τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων κι όχι οι καταδικαστικές ή αθωωτικές για εγκληματικές πράξεις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ενώ ουδεμία διάταξη προσδίδει στο αποδεικτικό μέσο της ποινικής απόφασης αυξημένη (πλήρη) αποδεικτική δύναμη ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 1396/2015, ΑΠ 955/2011, ΑΠ 580/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η σχέση του πρώτου εναγομένου με την κλινική – δεύτερη εναγομένη, ήταν σχέση ελεύθερης συνεργασίας, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός είχε το δικαίωμα να διενεργεί στους χώρους της κλινικής χειρουργικές επεμβάσεις σε ασθενείς του και να επιμελείται της θεραπείας τους, εντασσόμενος, όμως στο πρόγραμμα της κλινικής, η οποία καθόριζε και τους γενικούς όρους που αφορούσαν τις επεμβάσεις και τη νοσηλεία. Ο ιατρός, πρώτος εναγόμενος εισέπραττε χωριστή αμοιβή από τους ασθενείς του, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες της κλινικής – δεύτερης εναγομένης, η οποία επιπλέον, εκτός της είσπραξης χωριστής αμοιβής από τους ασθενείς του ιατρού για τις υπηρεσίες που προσέφερε σ’ αυτούς, ωφελούνταν από την εν λόγω δραστηριότητα, αφού κατάφερνε να επεκτείνει τον επαγγελματικό κύκλο δράσης της και συνακόλουθα τα κέρδη της κι ως εκ τούτου έπρεπε να επιβαρύνεται και από τα επιζήμια αποτελέσματα της ίδιας δραστηριότητας. Με βάση τα παραπάνω και δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση αφενός μεν η χειρουργική επέμβαση έλαβε χώρα στην κλινική της δεύτερης εναγομένης, όπως εξάλλου συνομολογείται από τους διαδίκους, αφετέρου δε η εκ μέρους του ιατρού διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης έγινε στα πλαίσια της ανωτέρω αναφερόμενης σχέσης συνεργασίας, συνάγεται ότι μεταξύ ιατρού και κλινικής υπήρχε σχέση πρόστησης. Η κλινική ήταν η προστήσασα τον ιατρό, σύμφωνα με την ΑΚ 922, καθόσον η τελευταία παρείχε γενικού περιεχομένου οδηγίες στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Δεν είναι δε δυνατή στην προκείμενη περίπτωση η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό, για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων, καθόσον ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν ειδικές αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και τέχνης .Η ευθύνη δε της δεύτερης δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος επέδειξε την προαναφερόμενη αμελή συμπεριφορά του εκτός κλινικής, κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, καθόσον σύμφωνα με τη μείζονα της παρούσας σκέψη κατά το οικείο μέρος της, η ευθύνη του επιχειρηματία της κλινικής από τη σχέση της πρόστησης με το συνεργαζόμενο με την κλινική ιατρό δημιουργείται από την αμελή συμπεριφορά του ιατρού, τόσο κατά την παροχή του ιατρικού του έργου εντός της κλινικής, όσο και εκτός αυτής, κατά το μετεγχειρητικό και απόλυτα αναγκαίο στάδιο της αποθεραπείας. Συνακόλουθα η δεύτερη εναγομένη ως προστήσασα του πρώτου φέρει αντικειμενική ευθύνη για τις υπαίτιες και παράνομες παραλείψεις του του πρώτου, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της ως ουσιαστικά αβάσιμων……”. Κατόπιν αυτών το Εφετείο υποχρέωσε αμφότερους τους εναγόμενους να καταβάλουν στις ενάγουσες-εκκαλούσες, σε ολόκληρο καθένας τους, τα αναφερόμενα στο διατακτικό του ποσά, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του άνω συγγενούς τους. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, παραβίασε, όσον αφορά την αναιρεσείουσα-δεύτερη εναγόμενη, ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922 ΑΚ., καθώς αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί νόμος για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Ειδικότερα, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο θεράπων ιατρός, ο οποίος είχε πελάτη τον θανόντα ασθενή τον οποίο χειρούργησε στην κλινική της αναιρεσείουσας, προεγχειρητικά ενήργησε σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης όπως θα ενεργούσε ο μέσος συνετός γιατρός ωτορινολαρυγγολόγος και τούτο γιατί: α) μετά την επιβεβλημένη για τη διαπίστωση του μορφώματος του λάρυγγα με τη μέθοδο της λαρυγγοσκόπησης εξέταση, έχοντας υποψία καρκίνου προχώρησε με μικρολαρυγγοσκόττηση στη λήψη ιστών για βιοψία, β) μετά τη λήψη των αποτελεσμάτων της από 29.6.2006 ιστολογικής εξέτασης που δεν πιστοποίησαν καρκίνο -όπως ανέμενε- αλλά δυσπλασία έκρινε ότι έπρεπε να αφαιρεθεί το μόρφωμα του λάρυγγα με laser και όχι με ολική λαρυγγεκτομή, γ) έχοντας δικαίωμά κατά την διάταξή του άρθρου 3 παρ. 3 του. Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, (Ν 3418/2005). επιλογής μεθόδου θεραπείας την οποία κρίνει ότι υπερτερεί σημαντικά έναντι άλλης, επέλεξε για το συγκεκριμένο ασθενή τη μέθοδο εκτομής του όγκου με laser co2,, αντί της ολικής λαρυγγεκτομής και η επιλογή τού αυτή δεν παραβιάζει τους αποδεκτούς σύγχρονους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Η αμέλεια του θεράποντος ιατρού έλαβε χώρα, σύμφωνα με τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά το χρονικό στάδιο που συνέχισε να παρακολουθεί τον ασθενή, μετά την έξοδό του από την κλινική, και συνίσταται στις ακόλουθες παραλείψεις: α) δεν ενημέρωσε πλήρως τον ασθενή για το περιεχόμενο της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, για τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της και συγκεκριμένα δεν ενημέρωσε τον Α. Κ., όχι μόνο ότι δεν του αφαίρεσε το μεγαλύτερο μέρος του όγκου από το λάρυγγά του, αλλά κυρίως για τον κίνδυνο που διέτρεχε από το μετεγχειρητικό οίδημα ούτε του επέστησε την προσοχή για άμεση ιατρική αντιμετώπιση εφόσον διαπίστωνε συμπτώματα επιπλοκής, όπως δύσπνοια ή ταχυκαρδία, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αναβάλλει, ανυποψίαστος για τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του, το ραντεβού που είχε με τον θεράποντα ιατρό, από τις 27.7.2006 στις 28.7.2006, αλλά και να μην μεταβεί στο πλησιέστερο νοσοκομείο πριν τον θάνατό του, β) δεν του χορήγησε, κατά την έξοδό του από το νοσοκομείο μετά την άνω επέμβαση, εκτός από αντιβίωση, και κορτιζόνη, η οποία λόγω της αντιφλεγμονώδους-αποιδηματικής δράσης θα είχε συντελέσει αποτελεσματικά στην αποτροπή του οιδήματος που τελικά έφραξε τον λάρυγγα του Α. Κ. και του προκάλεσε την ασφυξία, η αμέλειά του δε αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι γνώριζε ότι το μεγαλύτερο μέρος του όγκου δεν μπόρεσε να το αφαιρέσει και παρέμενε στο λάρυγγα του ασθενούς του, με κίνδυνο να παρουσιάσει μετεγχειρητικό οίδημα λόγω επιμόλυνσης του χειρουργικού τραύματος, καθώς και δύσπνοια που αποτελεί και τη συνήθη επιπλοκή, γ) δεν προέβλεψε . όπως ο κάθε συνετός ιατρός, ότι η δύσπνοια για την οποία του παραπονιόταν ο Α. Κ. από 19.7.2006 και μετά, ήταν επιπλοκή της χειρουργικής επέμβασης και δη του οιδήματος, επικίνδυνη για τη ζωή του τελευταίου και από λαθεμένη, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αξιολόγηση συνέδεσε τη δύσπνοια με καρδιολογικά προβλήματα του ασθενούς προτρέποντας τον να επισκεφτεί καρδιολόγο, δ) δεν του συνέστησε άμεση εισαγωγή σε νοσοκομείο, αφού η δύσπνοια σηματοδοτούσε σταδιακή απόφραξη του λάρυγγα από οίδημα και κίνδυνο για τη ζωή του ασθενούς και έχρηζε επείγουσας αντιμετώπισης και δη ενδοφλέβιας χορήγησης κορτιζόνης, διασωλήνωσης και κάποιες φορές και τραχειοστομίας, ε) στις 28.7.2006 όταν του τηλεφώνησε ο ασθενής λέγοντάς του ότι δεν νιώθει καλά εκείνος, αντί να τον προτρέψει να καλέσει αμέσως ασθενοφόρο για το πλησιέστερο νοσοκομείο, του συνέστησε να πάρει το αυτοκίνητό του και να μεταβεί στο ιατρείο του διανύοντας 40 χιλιόμετρα, ενέργεια ωστόσο που δεν πρόλαβε να εκτελέσει αφού μεσολάβησε ο θάνατός του. Ωστόσο, εφόσον όλες οι ανωτέρω παραλείψεις του θεράποντος ιατρού έλαβαν χώρα, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης απόφασης, μετά την έξοδο του ασθενούς από την κλινική της αναιρεσείουσας, δεν συνδέονται με την προηγηθείσα επέμβαση και νοσηλεία του ασθενούς, ούτε είναι συναφείς και αμέσως συνεχόμενες με την επέμβαση που προηγήθηκε στο χώρο της κλινικής, αφού η επέμβαση αυτή εκτελέστηκε άρτια και σύμφωνα με του κανόνες της ιατρικής επιστήμης.
Συνεπώς, αφού οι παραλείψεις αυτές έγιναν κατά την παροχή πρόσθετων ιατρικών υπηρεσιών στο πλαίσιο επιπλοκής που εμφάνισε ο ασθενής λόγω της αμελούς συμπεριφοράς του ιατρού μετά την έξοδο από την κλινική, δεν υπάρχει εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της κλινικής, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται η τελευταία για τις ανωτέρω παραλείψεις του θεράποντος ιατρού. Κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων, να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την αναιρεσείουσα-δεύτερη εφεσίβλητη, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015, “Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές…”. Εάν επομένως, ενόψει του περιεχομένου της αναιρετικής απόφασης και της έκτασης της αναίρεσης, δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για “περαιτέρω εκδίκαση” της υπόθεσης, αλλά υπολείπεται η διατύπωση μόνο του διατακτικού της απόφασης, ο Άρειος Πάγος μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να εκδώσει την τελειωτική για την υπόθεση απόφαση (ΑΠ 656/2019). Τέτοιο δικονομικό έδαφος για περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση, αφού η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνηση όσον αφορά την αναιρεσίβλητη-δεύτερη εφεσίβλητη, ως προς την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η τελεσίδικη με αριθμό 2491/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το κεφάλαιο που, μετά την εξαφάνιση της με αριθμό 5938/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάζει επί της από 22.7.2011 (αριθ. εκθ. κατ. 31041/2011) αγωγής των αναιρεσιβλήτων, κατά το μέρος που αφορά την δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη, να κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από τον Άρειο Πάγο και στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 3` του ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητες, που νικήθηκαν, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176 παρ. 1, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2491/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το κεφάλαιο που, μετά την εξαφάνιση της με αριθμό 5938/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάζει επί της από 22.7.2011 (αριθ. εκθ. κατ. 31041/2011) αγωγής των αναιρεσιβλήτων, και κατά το μέρος που αφορά την δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση, ως προς την ανωτέρω εφεσίβλητη.
Απορρίπτει την αγωγή όσον αφορά την δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Νοσηλευτική Α.Ε. κλινική Άγιος Λουκάς”.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Μαρτίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ