ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Γεώργιο Χοϊμέ, Μαρία Τζανακάκη και Ελένη Φραγκάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… ΑΕ”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σίνο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. χας Ι. Κ., που δεν παραστάθηκε, 2) Ε. Κ. του Ι., κατοίκου …, 3) Ά. Μ. του Ε., 4) Ά. Μ. του Ε., 5) Γ. Ν. του Α. και 6) Ε. Μ. του Ι., κατοίκων …, εκ των οποίων ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μαρμαρινό, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι η 1η των αναιρεσιβλήτων Π. χα Ι. Κ. απεβίωσε στις 9-8-2017 και κληρονομήθηκε από τον Ι. Κ. του Ε., που είναι ανήλικος, εκπροσωπείται από τους ασκούντες τη γονική του μέριμνα και επιμέλεια γονείς του Ε. Κ. του Ι. (2ος ως άνω) και Β. Σ. του Ι., συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και οι γονείς του εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Ο 6ος των αναιρεσιβλήτων Ε. Μ. του Ι. παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου και οι 3η, 4ος και 5η εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ε. Μ..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-11-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 8-4-2014 αγωγή του ήδη 2ου των αναιρεσιβλήτων και της ήδη αποβιωσάσης Π. χας Ι. Κ.. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 365/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2964/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-7-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ελένη Φραγκάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 12.7. 2017 και με ειδ. αριθμό κατάθεσης 461/2017 αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2964/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν τότε, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Από την παραδεκτή, κατ` άρθρ. 561 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει, ότι η εν προκειμένω προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών εκδόθηκε, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων της αναιρεσείουσας εταιρίας αφενός και των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων αφετέρου κατά της υπ’ αριθ. 365/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη επί των συνεκδικασθεισών με αριθμούς καταθέσεως 180054/4160/2012 και 45843/860/2014 αντιθέτων αγωγών, που άσκησαν, αντίστοιχα, πρώτα η αναιρεσείουσα μισθώτρια εταιρία και ακολούθως οι δύο πρώτοι από τους αναιρεσίβλητους συνεκμισθωτές με αίτημα, η πρώτη την μείωση και η δεύτερη την αύξηση του μισθώματος κατά τις διατάξεις του άρθρου 388 ή 288 ΑΚ της υφιστάμενης μεταξύ των εμπορικής μίσθωσης.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου δηλώθηκε η βίαιη διακοπή λόγω θανάτου, της αρχικής διαδίκου πρώτης αναιρεσίβλητης η οποία, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη ληξιαρχική πράξη θανάτου της, απεβίωσε, την 9.8.2017, ήτοι μετά την άσκηση της αναίρεσης, και στη δικονομική θέση αυτής υπεισήλθε συνεχίζοντας τη δίκη ως καθολικός διάδοχος o ανήλικος Ι. Κ., αντιπροσωπευόμενος από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα νομίμους αντιπροσώπους αυτού, γονείς του, τον ήδη δεύτερο των αναιρεσιβλήτων Ε. Κ. που παρίσταται με διπλή ιδιότητα, ήτοι ατομικά και μαζί με την Β. Σ. για λογαριασμό του ανηλίκου, εκπροσωπούμενοι από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο. Η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, που ορίζει ότι ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία, ή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Η αρχή που θεσμοθετήθηκε με τη διάταξη αυτή λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσον και ως διορθωτική αυτών. Παρέχει στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίζει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής πίστης (Ολ.ΑΠ 9/1997), παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και συνεκτιμάται. Ειδικότερα με βάση τη διάταξη αυτή (άρθρο 288 ΑΚ), η οποία είναι εφαρμοστέα και επί των εμπορικών μισθώσεων, ενόψει του άρθρου 44 του π.δ. 34/1995, ο μισθωτής εμπορικής μίσθωσης, μπορεί να ζητήσει, την αναπροσαρμογή του οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή μισθώματος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων επήλθε, μεταγενέστερα, δυσβάστακτη για τον οφειλέτη μεταβολή των συνθηκών. Τέτοια μεταβολή μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, η εξ αιτίας διαφόρων λόγων αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων, εις τρόπον ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή στην καταβολή του συμφωνηθέντος μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Κατά συνέπεια, για την αναπροσαρμογή του μισθώματος κατ’ άρθρο 288 ΑΚ απαιτείται και, συνακόλουθα, αρκεί: α) Μόνιμη μεταβολή των συνθηκών, κατά το διάστημα από τη σύναψη της επαγγελματικής μίσθωσης και τον αρχικό συμβατικό προσδιορισμό του μισθώματος και της αναπροσαρμογής του ή από το χρόνο της μεταγενέστερης (συμβατικής ή νόμιμης) αναπροσαρμογής μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής, ανεξάρτητα από το υπαίτιο, το έκτακτο και το απρόβλεπτο των λόγων που προξένησαν την εν λόγω μεταβολή, β) ουσιώδης απόκλιση (αύξηση ή μείωση), κατά τον ως άνω μεταγενέστερο χρόνο, ανάμεσα στο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενο αφενός, και στο αρχικά συνομολογημένο ή το μετ’ αναπροσαρμογή καταβαλλόμενο μίσθωμα αφετέρου, σε τρόπο ώστε η διατήρηση του τελευταίου να επιφέρει ζημία στον ενάγοντα, η οποία υπερβαίνει τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο με τον αρχικό ή μετά από αναπροσαρμογή ορισμό του μισθώματος, και γ) αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) ανάμεσα στη μεταβολή των συνθηκών και την ουσιώδη απόκλιση του μισθώματος, ώστε η αναπροσαρμογή να αποκλείεται αν η απόκλιση θα επερχόταν και χωρίς μεταβολή των συνθηκών (Ολ.ΑΠ 9/1997 ο.π.π., ΑΠ 155/2018, ΑΠ 850/ 2010). Το έργο του δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή, συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, ήτοι του καταβαλλόμενου μισθώματος και του “ελεύθερου” (για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας), το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσης του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση. Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά, αυτή δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει παραπέρα το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε κατά τις αρχές της καλής πίστης να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη δε αναπροσαρμογής συντρέχει, κατά τις αρχές της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, όταν λόγω ουσιώδους αύξησης της μισθωτικής αξίας του μισθίου επέρχεται ζημία στον εκμισθωτή, με τη μορφή απώλειας κέρδους, η οποία υπερβαίνει, κατά τα συναλλακτικά ήθη, τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη δικαστική αύξηση του μισθώματος, επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση που επέρχεται ζημία στο μισθωτή η οποία περιορίζεται με την ανάλογη μείωση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής, κατά την προεκτεθείσα έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η προκύπτουσα διαφορά, αλλά θα ορισθεί το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (Ολ.ΑΠ 3/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Εξάλλου ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές, που συνάγονται επαγωγικώς την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων. Η παραβίαση των διδαγμάτων αυτών ιδρύει τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, μόνον αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων του ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών και όχι προς έμμεση απόδειξη ή για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Ακόμη, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος για αναίρεση απόφασης επειδή δεν έχει νόμιμη βάση ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της τα περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με το χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 1/1999). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις, αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του συναγόμενου απ’ αυτές συμπεράσματος, γιατί το δικαστήριο προβαίνει στην κρίση του αυτή, ανέλεγκτα (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτόν είναι αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ως προς την ουσία κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Με το από 8-12-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό οι Π. Κ., Ε. Κ. και η Δ. Π., εκμίσθωσαν στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… ΑΕ”, καθένας κατά το ποσοστό της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητάς του, ήτοι 2/12 η πρώτη, 7/12 ο δεύτερος και 3/12 η τρίτη, δύο ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, και συγκεκριμένα: α) Ένα ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 225,55 τετραγωνικών μέτρων με πατάρι 70 τετραγωνικών μέτρων περίπου και β) ένα υπόγειο χώρο επιφάνειας 165,77 τετραγωνικών μέτρων, που βρίσκονται σε οικοδομή κείμενη στην …, επί της …, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως πρατήριο άρτου-φούρνος, παρασκευαστήριο και πρατήριο ειδών ζαχαροπλαστικής, πρατήριο γάλακτος, εργαστήριο έψησης σφολιατοειδών και ζύμης, γαλακτοπωλείο, ζαχαροπλαστείο, αναψυκτήριο, κάβα, καφετέρια, χώρος μαζικής εστίασης, χώρος προσφοράς εδεσμάτων και φαγητού. Η διάρκεια της μίσθωσης καθορίστηκε για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών, με χρόνο έναρξης την 1η-12-2010 έως την 30η-11-2022 και το μηνιαίο μίσθωμα του μισθίου καθορίστηκε στο ποσό των 14.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου. Το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε να αναπροσαρμόζεται μετά το τέλος του πρώτου έτους της μισθώσεως, αυξητικά κατ’ έτος, κατά το ποσοστό του ετήσιου πληθωρισμού του προηγούμενου έτους, προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. Έτσι το μηνιαίο μίσθωμα κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής της μισθώτριας ανερχόταν στο ποσό των 14.000 ευρώ, ενώ κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής των εκμισθωτών, Π. και Ε. Κ., ανερχόταν στο ποσό των 15.125 ευρώ. Στη συνέχεια, η αρχική εκμισθώτρια, Δ. Π., δυνάμει του νόμιμα μεταγραμμένου υπ’ αριθμ. ….02/31-7-2012 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Θ. Χ., μεταβίβασε την ιδιοκτησία της λόγω πωλήσεως στους λοιπούς εναγομένους, ήτοι 1/12 εξ αδιαιρέτου στην τρίτη εναγόμενη Ά. Μ., 1/12 εξ αδιαιρέτου στον τέταρτο εναγόμενο, Ά. Μ., 1/24 εξ αδιαιρέτου στην πέμπτη εναγόμενη Γ. Ν. και 1/24 εξ αδιαιρέτου στον έκτο εναγόμενο Ε. Μ., οπότε και αυτοί νομίμως υπεισήλθαν στην επίδικη μίσθωση ως εκμισθωτές, γεγονός που γνωστοποίησαν στην μισθώτρια με την από 9-8-2012 εξώδικη δήλωσή τους. Πριν ακόμη από την κατάρτιση της επίδικης μίσθωσης η χώρα είχε προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, οπότε λήφθηκαν μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, που οδήγησαν σε συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και σε ύφεση της οικονομίας. Ειδικότερα, εντός του έτους 2010 λήφθηκαν τρία πακέτα οικονομικών μέτρων (Φεβρουάριος 2010, Μάρτιος 2010 και Μάιος 2010), εντός του έτους 2011 άλλο ένα (Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2012-2015), ενώ το έτος 2012 εγκρίθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων το Μνημόνιο II και σε υλοποίησή του το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, που οδήγησαν στην συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την ύφεση της οικονομίας, αφού λήφθηκαν φορολογικά μέτρα, αυξήθηκε ο ΦΠΑ, μειώθηκαν οι μισθοί και οι συντάξεις στο Δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, αυξήθηκε η ανεργία και μειώθηκε η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Ωστόσο, η εν λόγω γενικότερη οικονομική κρίση, δεν έπληξε τις επιχειρήσεις αρτοπαρασκευασμάτων και γρήγορου φαγητού, των οποίων η οικονομική πορεία είναι σταθερά ανοδική. Έτσι και οι πωλήσεις και τα κέρδη της μισθώτριας εταιρείας παρουσίασαν αυξητική πορεία, καθόσον εμφάνισε κέρδη το έτος 2011 ύψους 805.000 ευρώ, το έτος 2012 ύψους 986.981.89 ευρώ και το έτος 2013 ύψους 1.384.701,55 ευρώ, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους σχετικούς ισολογισμούς. Βέβαια η μισθώτρια προσκομίζει μετ’ επικλήσεως τις καταστάσεις οικονομικών αποτελεσμάτων του επίδικου καταστήματος των ετών 2012, 2014-2016, στις οποίες εμφανίζει ζημία. Πλην όμως πέραν του ότι οι εν λόγω καταστάσεις αποτελούν ήσσονος αποδεικτικής αξίας μέσα, αφού σ’ αυτές περιλαμβάνονται δηλωθέντα οικονομικά στοιχεία από το διευθύνοντα σύμβουλο και το λογιστή της μισθώτριας, των οποίων η ειλικρίνεια δεν διασταυρώνεται από άλλα έγγραφα, πρέπει επιπλέον να επισημανθεί ότι σ’ αυτές περιλαμβάνονται πολύ μεγάλα ποσά για αποσβέσεις δαπανηθέντων προφανώς για την διαμόρφωση και τον εξοπλισμό του καταστήματος, ενώ εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει (και μάλιστα μετά βεβαιότητος), ότι η όποια ζημία οφείλεται στην οικονομική ύφεση και όχι σε άλλους λόγους (ως λ.χ. τον αυξημένο ανταγωνισμό από μεγάλου μεγέθους παρακείμενη ομοειδή επιχείρηση). Περαιτέρω, η μισθώτρια εταιρεία επικαλείται ως συγκριτικά στοιχεία τις ακόλουθες μισθώσεις (κατά τα διαλαμβανόμενα στην από 20-4-2015 εκτιμητική έκθεση του μεσίτη Γ. Κ.): α) του βιβλιοπωλείου … επί της …, το οποίο αποτελείται από ισόγειο 142 τ.μ., υπόγειο 234 τ.μ., πατάρι 110 τ.μ. και εκμισθώνεται από τον μήνα Ιούλιο 2012 έναντι μισθώματος 6.000 ευρώ, β) του φούρνου “…” επί της οδού …, ο οποίος αποτελείται από ισόγειο 280 τ.μ., υπόγειο 170 τ.μ., και πρασιά 100 τ.μ. και εκμισθώνεται από το μήνα Νοέμβριο 2014 έναντι μισθώματος 8.000 ευρώ, γ) του καφέ-ζαχαροπλαστείου “…” επί της …, το οποίο αποτελείται από ισόγειο 120 τ.μ., υπόγειο 75 τ.μ.. πατάρι 100 τ.μ. και πρασιά 100 τ.μ. και εκμισθώνεται από το μήνα Ιούνιο 2011 έναντι μισθώματος 7.500 ευρώ, δ) του υποκαταστήματος της … επί της …, το οποίο αποτελείται από ισόγειο 200 τ.μ. και υπόγειο 153 τ.μ., και εκμισθώνονταν από το μήνα Ιούνιο 2014 έναντι μισθώματος 4.500 ευρώ (και το οποίο στη συνέχεια εκμισθώθηκε το Μάιο του 2016 στην εταιρεία “…” για την πώληση προϊόντων αθλητικής ένδυσης και υπόδησης έναντι μηνιαίου μισθώματος 5.000 ευρώ), ε) του καταστήματος “…” επί της συμβολής της οδού …, το οποίο αποτελείται από ισόγειο 200 τ.μ., υπόγειο 200 τ.μ. και πατάρι 100 τ.μ. και εκμισθώνεται από το έτος 2011 έναντι μισθώματος 8.000 ευρώ και στ) του ζαχαροπλαστείου “…” επί της οδού …, το οποίο αποτελείται από ισόγειο 130 τ.μ. με πρασιά 100 τ.μ. και εκμισθώνεται έναντι μισθώματος 5.300 ευρώ. Τα συγκριτικά αυτά στοιχεία δεν κρίνονται πρόσφορα, διότι τα μίσθια αυτά ή χρησιμοποιούνται για όλως διάφορη χρήση (περ. α, δ, ε), ή (και) δεν έχουν πρόσοψη επί της … (περ. β, ε, στ), ή (και) είναι κατά πολύ μικρότερου εμβαδού (περ. γ, στ), ενώ τα περισσότερα στερούνται του απαραίτητου για την περιοχή χώρου στάθμευσης αυτ/των. Παρά ταύτα με βάση αυτά τα συγκριτικά στοιχεία, με την προαναφερθείσα εκτιμητική έκθεση η μισθωτική αξία του επιδίκου καθορίζεται έως 8.000 ευρώ το μήνα. Από την άλλη πλευρά οι εκμισθωτές επικαλούνται ως συγκριτικό στοιχείο την από 5-8-2011 μίσθωση στην εταιρεία με την επωνυμία “… Ο.Ε.” δύο ισόγειων χώρων καταστημάτων με πατάρι επί της …, που βρίσκονται σε απόσταση περίπου 50 μέτρων από το επίδικο μίσθιο, συνολικής επιφάνειας του ισογείου 510 τ.μ., του παταριού 150 τ.μ., έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 12.500 ευρώ, για τον καθένα από τους δύο συνιδιοκτήτες συνεκμισθωτές. Η μίσθωση αυτή είναι πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο και το μίσθωμα είναι ανάλογο με το μίσθωμα του επίδικου μισθίου. Το επίδικο μίσθιο ακίνητο, όπως προαναφέρθηκε, βρίσκεται στο Ο.Τ. 349 του Δήμου …, επί της οδού … (στα όρια … και …). Αποτελείται από δύο ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες και συγκεκριμένα: α) ένα ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 225,55 τ.μ. με πατάρι 70 τ.μ. και β) έναν υπόγειο χώρο επιφάνειας 165,77 τ.μ., με ράμπα εισόδου οχημάτων πλάτους 3,5 μέτρων, ήτοι συνολική επιφάνεια 461,32 τ.μ.. Πρόκειται για ένα ισόγειο γωνιακό κατάστημα, με πρόσοψη 14 μέτρων επί της … και 16,50 τ.μ. επί της οδού …, με πρασιά πλάτους 5 μέτρων και στις δύο προσόψεις του, η οποία αφενός εξυπηρετεί τη στάθμευση των πελατών του καταστήματος και αφετέρου τμήμα της μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τοποθέτηση πέργκολας και ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων. Ήδη στον υπόγειο χώρο του μισθίου, η μισθώτρια μετέτρεψε, κατόπιν δηλώσεως στην αρμόδια πολεοδομία, τμήμα του επιφάνειας 20,32 τ.μ. σε χώρο κύριας χρήσης, όπου εγκαταστάθηκαν φούρνοι, προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερος ωφέλιμος χώρος στο ισόγειο, ενώ επίσης στην πρασιά, επί της οδού …, κατασκεύασε πέργκολα, κλειστή με τζαμαρία, επιφάνειας περίπου 45 τ.μ., η οποία βρίσκεται σε συνέχεια του ισογείου καταστήματος και λειτουργεί ως καφετέρια. Το μίσθιο κατάστημα βρίσκεται σε θέση με ιδιαίτερα μεγάλη κυκλοφοριακή κίνηση, αφού από αυτήν καθημερινά διέρχεται μεγάλος αριθμός οχημάτων κινούμενων σε πολλές περιοχές βορείων προαστίων. Επίσης, η συγκεκριμένη θέση εμφανίζει αυξημένη εμπορική κίνηση, αφού βρίσκεται στο πρώτο οικοδομικό τετράγωνο της ανόδου της …, όπου επιτρέπεται αφενός η λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και αφετέρου βρίσκονται συγκεντρωμένα πολλά εμπορικά καταστήματα, ώστε να έχει δημιουργηθεί ένα σοβαρό εμπορικό κέντρο, η αγορά της …, από την οποία εξυπηρετούνται πολλές περιοχές των βορείων προαστίων, και που απευθύνεται σε καταναλωτικό κοινό με σημαντική αγοραστική δύναμη. Προσέτι το μίσθιο έχει ιδιαίτερη προβολή επί της …, διότι λόγω της υπάρχουσας στο συγκεκριμένο σημείο καμπύλης προς τα αριστερά, τούτο είναι ορατό από μεγάλη απόσταση. Επίσης, στη γωνία της … με την οδό … και μπροστά από το μίσθιο καταλήγει παραπλεύρως και η οδός …, που ξεκινάει από το κέντρο της … και εξυπηρετεί τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα να υπάρχει εμφανής προβολή του μισθίου και από την οδό …. Τέλος στη θέση που βρίσκεται το μίσθιο δεν υπάρχουν άλλα ανάλογα με το μίσθιο κενά καταστήματα διαθέσιμα προς μίσθωση, σε αντίθεση με τα ισχύοντα σε άλλες περιοχές της …. αφού η συγκεκριμένη αγορά προσελκύει το επιχειρηματικό ενδιαφέρον, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εμπορική κίνηση στην περιοχή είναι σταθερή και ικανοποιητική για τις επιχειρήσεις που λειτουργούν σ’ αυτήν η δε μισθωτική αξία των ακινήτων για το λόγο αυτό παραμένει σταθερή και υψηλή σε σχέση με την αξία άλλων εμπορικών αγορών. Όπως δε προαναφέρθηκε η δυσμενής οικονομική συγκυρία δεν ανέκοψε την ανοδική εμπορική επιχειρηματική πορεία της μισθώτριας, η οποία, προχώρησε στην επίδικη μίσθωση, κατόπιν έρευνας αγοράς, σε χρόνο κατά τον οποίο ήδη είχε εμφανιστεί η οικονομική κρίση και τα αποτελέσματά της, με το συμφωνημένο ύψος μισθώματος των 14.000 ευρώ, που δεν υπερβαίνει τον κίνδυνο που η μισθώτρια ανέλαβε με την επίδικη σύμβαση. Εξάλλου οι ισχυρισμοί της μισθώτριας ότι οι εκμισθωτές δεν συνεργάζονταν για την έκδοση της απαιτούμενης οικοδομικής άδειας για την έναρξη και την ολοκλήρωση των απαιτούμενων εργασιών και την περαιτέρω έναρξη λειτουργίας του καταστήματος, δεν μπορούν να θεμελιώσουν αγωγή αναπροσαρμογής του μισθώματος, αλλά ενδεχομένως τοιαύτη εκ του άρθρου 584 (ή 576 επ.) του ΑΚ. Περαιτέρω, δεν αποδείχτηκε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα που επικαλούνται οι εκμισθωτές, ήτοι από το έτος 2014 και εντεύθεν, αφενός τα οικονομικά δεδομένα της χώρας μεταβλήθηκαν θετικά και αφετέρου ότι η εμπορική κίνηση στην περιοχή, που βρίσκεται το μίσθιο, αυξήθηκε απρόσμενα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή τους. Τουναντίον τόσο η δυναμική της συγκεκριμένης εμπορικής αγοράς που βρίσκεται το μίσθιο και η προνομιούχος θέση αυτού, τους ήταν ήδη γνωστά κατά την κατάρτιση της επίδικης μίσθωσης, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα όσα οι ίδιοι ισχυρίζονται πριν από αυτήν, το μίσθιο ήταν μισθωμένο στην εταιρεία …, με μίσθωμα που ανερχόταν στο ποσό των 21.400 ευρώ, ακριβώς λόγω της εμπορικότητας του δρόμου και της προβολής του καταστήματος, και ο μόνος λόγος για τον οποίο μείωσαν το μίσθωμα στο ποσό των 14.000 ευρώ ήταν η οικονομική κρίση που είχε εκδηλωθεί. Προσέτι παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους ίδιους δεν αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της μετατροπής από την μισθώτρια τμήματος του υπογείου επιφάνειας 20,32 τ.μ. σε χώρο κύριας χρήσης, όπου εγκαταστάθηκαν φούρνοι, προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερος ωφέλιμος χώρος στο ισόγειο, καθώς και της κατασκευής πέργκολας κλειστής με τζαμαρία, επιφάνειας περίπου 45 τ.μ., που βρίσκεται σε συνέχεια του ισογείου καταστήματος και λειτουργεί ως καφετέρια επί της οδού …, επήλθε, αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης αύξηση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή της εκμισθώτριας στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη η αναπροσαρμογή (αύξηση) του μισθώματος προς άρση της δυσαναλογίας των εκατέρωθεν παροχών και αποκατάσταση της διαταραχθείσας καλής πίστης. Συνακόλουθα και δεδομένου ότι κατά τα προεκτεθέντα μεταξύ του συμφωνημένου μηνιαίου μισθώματος και του καθοριζόμενου υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης δεν προκύπτει σημαντική διαφορά ώστε να επιβάλλεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη αναπροσαρμογή (μείωση ή αύξηση του) στο προσήκον μέτρο προκειμένου να επέλθει η άρση της δυσαναλογίας των εκατέρωθεν παροχών, οι εκατέρωθεν αγωγές κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμες”. Ως εκ τούτου το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε τις συνεκδικασθείσες ενώπιόν του έφεση της αναιρεσείουσας, έφεση και πρόσθετους λόγους των δύο πρώτων εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων, επικυρώνοντας την με αριθμό 365/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Συγκεκριμένα με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία κρίνοντας ομοίως, απέρριψε, (κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη), την αγωγή που είχε ασκήσει η ίδια ως μισθώτρια εναντίον των αναιρεσιβλήτων ως εναγομένων, αιτούμενη τη μείωση του καταβαλλομένου από αυτήν μισθώματος για τη χρήση του επίδικου μισθίου καταστήματος, διότι κατά την κρίση της δεν συνέτρεξαν περιστατικά για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, καθώς μετά την κατάρτιση της μισθωτικής σύμβασης δεν επήλθε δυσβάστακτη σε βάρος της μεταβολή των συνθηκών, που να έχει ως αποτέλεσμα την, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και μέχρι την πρώτη συζήτηση αυτής, ουσιώδη απόκλιση μεταξύ του συμφωνημένου και ήδη καταβαλλόμενου μισθώματος από το μίσθωμα που καθοριζόταν υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης, ώστε να επιβάλλεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη αναπροσαρμογή η μείωση αυτού στο προσήκον μέτρο προκειμένου να επέλθει η άρση της δυσαναλογίας. Η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλομένη ότι δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, ενώ από τα στοιχεία που η ίδια με επίκληση και προσκόμιση και των αντίστοιχων αποδεικτικών μέσων έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου ουσίας, προέκυπτε εμφανώς, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι μετά την κατάρτιση της μισθωτικής σύμβασης επήλθε δυσμενής μεταβολή των επικρατούντων στην χώρα οικονομικών συνθηκών που επέβαλλε την κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής μείωση του μισθώματος επίδικου μισθίου καταστήματος και ειδικότερα: α) ότι η έκταση και οι διαστάσεις που έλαβε η οικονομική κρίση δεν είχε αναφανεί κατά την κατάρτιση της ένδικης μίσθωσης το έτος 2010, β) ότι ο κύκλος των εργασιών (τζίρος), όπως προκύπτει από την κατάσταση των οικονομικών αποτελεσμάτων του συγκεκριμένου μισθίου καταστήματος ήταν ζημιογόνα και η παραδοχή του Δικαστηρίου ότι ο όμιλος εταιρειών “…”, στον οποίο ανήκει η αναιρεσείουσα μπορεί να έχει συνολικά κερδοφόρα αποτελέσματα δεν επηρεάζει όμως την, οφειλόμενη στην οικονομική κρίση, ζημιογόνο πορεία της στεγαζόμενης στο μίσθιο επιχείρησης, γ) τα συγκριτικά στοιχεία που προσκόμισε, τα οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη με την παραδοχή ότι δεν είναι πρόσφορα καθώς δεν αναφέρονται σε ταυτόσημο κατάστημα και σε ταυτόσημη θέση με το επίδικο και δ) ότι ένα και μόνο συγκριτικό στοιχείο δεν επαρκεί για να αποδειχθεί η μισθωτική αξία των επαγγελματικών ακινήτων στην περιοχή που βρίσκεται το επίδικο μίσθιο, αναφέρονται στην από το Δικαστήριο ουσίας ανέλεγκτη κατ’ άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων και του περιεχομένου των προσκομισθέντων εγγράφων. Επισημαίνεται ιδιαίτερα, ότι η σχετική για το πρόσφορο ή όχι του συγκριτικού στοιχείου κρίση του ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 600/2010, ΑΠ 877/2007 και 754/2005). Επομένως ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης είναι στο σύνολό του προεχόντως απαράδεκτος, διότι υπό το πρόσχημα της πλημμέλειας του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ επιχειρείται να πληγεί η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστή ουσίας (άρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ). και πρέπει να απορριφθεί. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη την από τον αριθμό 1β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, επικαλούμενη εκτός των άλλων ότι βάσει των αναφερομένων στην ελάσσονα πρότασή της παραδοχών και δή, ότι μετά την κατάρτιση της σύμβασης (1-12-2010) ακολούθησε παρατεταμένη και μεγαλύτερης έντασης οικονομική ύφεση, γεγονός που σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας στοιχειοθετεί στην ένδικη περίπτωση την συνδρομή των περιστάσεων για την εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, είναι αβάσιμος στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η παραδοχή αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στο κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης της ουσιώδους απόκλισης μεταξύ του συμφωνημένου και ήδη καταβαλλόμενου μισθώματος από το μίσθωμα που καθοριζόταν υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης, ώστε να είναι επιβεβλημένη κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη αναπροσαρμογή η μείωση αυτού στο προσήκον μέτρο. Σε κάθε περίπτωση η ίδια ως άνω αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Εφετείο δεν προσέφυγε στα διδάγματα της κοινής πείρας για να εφαρμόσει το άρθρο 288 ΑΚ σχετικά με το ότι από την κατάρτιση της σύμβασης και μετά δημιουργήθηκαν δυσμενείς για την επιχείρησή της οικονομικές συνθήκες που δικαιολογούσαν τη μείωση του καταβαλλομένου απ’αυτή μισθώματος αναφερόμενη στην εκτίμηση των αποδείξεων και την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων από τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν στοιχειοθετεί τον από τον αριθμό 1β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο (Ολ.ΑΠ 10/2005, ΑΠ 152/2009, 201/2010).
Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κατά των αναιρεσιβλήτων ασκηθείσα και θεμελιωθείσα επί της, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεως των άρθρων 288 ΑΚ αγωγή της διαλαμβάνοντας αντιφατικές και ανεπαρκείς στην ελάσσονα πρόταση του νομικού της συλλογισμού αιτιολογίες που αναφέρονται στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ως άνω κανόνων δικαίου, αναφορικά με το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της δυσμενούς σε βάρος της μεταβολής συνθηκών που επήλθαν μετά την κατάρτιση της σύμβασης. Ωστόσο με τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες καθιστώντας εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την έλλειψη συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 288 ΑΚ. Ειδικότερα, προκειμένου να καταλήξει στο ουσιώδες ζήτημα, ότι μεταξύ του συμφωνημένου μηνιαίου μισθώματος και εκείνου που καθορίζεται υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης δεν προκύπτει στην ένδικη περίπτωση σημαντική διαφορά, ώστε να επιβάλλεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη αναπροσαρμογή (μείωση ή αύξησή του) στο προσήκον μέτρο προκειμένου να επέλθει η άρση της δυσαναλογίας των εκατέρωθεν παροχών, περιλαμβάνει στο σκεπτικό του λεπτομερείς αιτιολογίες: α) για τις επικρατούσες κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης οικονομικές συνθήκες και τη δυνατότητα από μέρους των συμβαλλομένων πρόβλεψης επέκτασης της οικονομικής ύφεσης στα επόμενα χρόνια, βάσει των οποίων καθορίστηκε το μηνιαίο μίσθωμα, β) για την προσφορότητα των συγκριτικών στοιχείων σε σχέση με τη θέση, την έκταση, τις ιδιότητες του μισθίου καταστήματος και το είδος της εμπορικής δραστηριότητας που ασκείται από την επιχείρηση που στεγάζεται σ’ αυτό, γ) την εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης μείωση της εμπορικής κίνησης στην περιοχή, η οποία ωστόσο δεν επηρέασε τις επιχειρήσεις που ασκούν όμοια με την αναιρεσείουσα επιχειρηματική δραστηριότητα και δ) την βάσει ισολογισμών αυξητική πορεία συνολικά των κερδών των επιχειρήσεων του ομίλου της αναιρεσείουσας στην χρονική περίοδο της οικονομικής κρίσης. Οι περί αντιφατικών αιτιολογιών της προσβαλλομένης σχετικά με την γνώση της αναιρεσείουσας μισθώτριας για τις μελλοντικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην επιχείρησή της αιτιάσεις, αλλά και εκείνες που αναφέρονται στην προσφορότητα των συγκριτικών στοιχείων που με επίκληση η ίδια προσκόμισε, καθώς και η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη παρέλειψε να ερευνήσει, αν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, υπήρχαν στην περιοχή που βρίσκεται το μίσθιο κενά καταστήματα είναι απαράδεκτες, διότι, αναγόμενες σε επιχειρήματα της αναιρεσείουσας προς επιστήριξη της προβληθείσας από αυτήν, (αναγκαίας για την μείωση του μισθώματος), εκδοχής της δυσβάστακτης σε βάρος της υφιστάμενης κατά την άσκηση και τη συζήτηση της αγωγής της, μεταβολής των συνθηκών, υπό την επίφαση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστή ουσίας (άρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως με τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο δεν παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ με ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, στερώντας την απόφασή του νόμιμης βάσης και συνεπώς δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ουσία κρίνεται ο δεύτερος λόγος αναίρεσης. Περαιτέρω ο εκ του άρθρου 559 αρ. 11γ’ του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1999/2017). Επίσης ο κατά τον αριθμό 11 εδάφιο β’ του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να ληφθούν υπόψη οι αποδείξεις πρέπει να προσκομισθούν στο δικαστήριο κατά τρόπο παραδεκτό και νόμιμο, ανάλογα με την διαδικασία, δηλ. στην διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. ΚΠολΔ) μαζί με τις προτάσεις του διαδίκου (άρθρ. 649 § 1 ΚΠολΔ όπως ίσχυε) και όχι μετά την συζήτηση (ΑΠ 327/2017, ΑΠ 1936/2007). Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/22008).
Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ επικαλούμενη ότι το Εφετείο, προκειμένου να απορρίψει την ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία δεν έλαβε υπόψη του συνδυαστικά με τις υπόλοιπες αποδείξεις: α) Τα με αριθμό 365/2016 πρακτικά της συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στα οποία περιέχεται η κατάθεση του μάρτυρά της που εξετάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, Χ. Ρ., β) Την Ένορκη Βεβαίωση με αριθμό ….80/2016 ενώπιον του συμβολαιογράφου Σ. Γ. στην οποία περιέχεται η κατάθεση του εξετασθέντος από την πλευρά της μάρτυρα Α. Γ., γ) τα αντίγραφα των από 15-01-2013 και 6-02-2012 αποτελεσμάτων ερευνών οικονομικής συγκυρίας του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), δ) το αντίγραφο της από 08-03-2012 έρευνας του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ και ε) την από 20.04.2015 εκτιμητική έκθεση του μεσίτη αστικών συμβάσεων Γ. Κ.. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως αβάσιμος, διότι από τη ρητή διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης στην κατ’ είδος μνεία των αποδεικτικών μέσων προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο για την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, όλα τα νομίμως με επίκληση προσκομιζομένα αποδεικτικά μέσα, με ρητή αναφορά των περιεχομένων στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καταθέσεων μαρτύρων, την ως άνω υπ’ αριθμ. …..80/2016 ένορκη βεβαίωση του συμ/φου Σ. Γ., όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, με ειδική επισήμανση ορισμένων απ’ αυτά στην απόφαση, (όπως οι καταστάσεις οικονομικών αποτελεσμάτων του επίδικου καταστήματος των ετών 2012, 2014-2016, όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στα συγκριτικά στοιχεία, την από 20-4-2015 εκτιμητική έκθεση του μεσίτη Γ. Κ.). Επομένως, καθίσταται “αδιστάκτως” βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα με τον ως άνω λόγο αναίρεσης. Ακόμη με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο, η αναιρεσείουσα εταιρία προσάπτει στην προσβαλλομένη την από το 11 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτίαση ότι το ως άνω Εφετείο Αθηνών έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα ως πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο και το από 5-8-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό της μίσθωσης του καταστήματος της επιχείρησης “…”, χωρίς να γίνει ειδική επίκληση και προσκόμιση αυτού με τις προτάσεις που κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι και ήδη αναιρεσίβλητοι ενώπιον του Εφετείου, αλλά αναφέρεται ως έγγραφο που προσκομίσθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις των ήδη δύο πρώτων εκ των αναιρεσιβλήτων, τις οποίες ενσωματώνουν στις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις τους. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει ν’απορριφθεί, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των με ημεροχρονολογία καταθέσεως 31.10.2016 προτάσεων που οι δύο πρώτοι των αναιρεσιβλήτων ως εφεσίβλητοι τότε υπέβαλλαν στο Εφετείο Αθηνών την προηγούμενη της συζητήσεως, μετά την οποία εξεδόθη η προσβαλλομένη, γίνεται επίκληση του ως άνω εγγράφου σε τμήμα των πρωτοδίκων προτάσεων και της σχετικής προσθήκης, το κείμενο των οποίων επιτρεπτώς περιλαμβάνεται σ’ αυτές ενοποιημένο, κατά τέτοιο τρόπο που να αποτελεί ενιαίο ολικό κείμενο δικογράφου προτάσεων στο Εφετείο, καλυπτόμενο από την υπογραφή της πληρεξουσίας τους, κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, δικηγόρου (ΑΠ 946/2015, ΑΠ 1509/2014, ΑΠ 982/2013). Τέλος, ο από τον αριθμό 20, τέταρτος λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση των προσκομισθέντων οικονομικών καταστάσεων των ετών 2012 και 2014 της επιχείρησης που ασκείται στο μίσθιο κατάστημα είναι προεχόντως αλυσιτελής, αφού η αιτίαση της εσφαλμένης ανάγνωσης αυτών που αποδίδει στην προσβαλλομένη η αναιρεσείουσα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για την παράλειψή του να αναγνώσει στις ως άνω οικονομικές καταστάσεις, πλην των αποσβέσεων, τα λοιπά έξοδα, τα οποία διαμόρφωναν τα ζημιογόνα οικονομικά αποτελέσματα για την εταιρία της αναιρεσείουσας που χρησιμοποιεί το μίσθιο, με αποτέλεσμα να καταλήξει το σε επιζήμιο γι’ αυτήν πόρισμα, διότι η ορθή υπό την εκδοχή της αναιρεσείουσας, ανάγνωση του εγγράφου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν επηρεάζει το ενδιαφέρον στην ένδικη περίπτωση ζήτημα ότι τα ζημιογόνα αποτελέσματα οφείλονται στις δυσβάστακτες συνθήκες που δημιούργησε η οικονομική κρίση, καθώς η απόρριψη της ένδικης αγωγής της αναιρεσείουσας εδράζεται στην παραδοχή της προσβαλλομένης, ότι η ζημία της στεγαζόμενης στο μίσθιο επιχείρησης της αναιρεσείουσας δεν συνδέεται με τις γενικές οικονομικές συνθήκες. Σε κάθε δε περίπτωση, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης τα παραπάνω έγγραφα έχουν συνεκτιμηθεί με άλλα αποδεικτικά στοιχεία για την διαμόρφωση του τελικού πορίσματος της απόφασης και δεν αποτέλεσαν το μοναδικό αποδεικτικό μέσο με βάση το οποίο διαμόρφωσε το αποδεικτικό της πόρισμα, ώστε να ιδρύεται και ως εκ τούτου λόγος αναίρεσης εκ του αριθμού 20 άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου ο λόγος αυτός (τέταρτος) είναι κατά τα άνω απαράδεκτος και πρέπει ν’ απορριφθεί. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει κατατεθεί κατά την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ). Τέλος η αναιρεσείουσα που νικήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρ. 176, 183, 189 § 1, 192 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό, χωριστά για κάθε ομάδα που παραστάθηκε με διαφορετικό δικηγόρο, ήτοι χωριστά για τον δεύτερο αναιρεσίβλητο με τις ιδιότητες που παρίσταται και χωριστά για τους τρίτη, τέταρτο, πέμπτη και έκτο αναιρεσίβλητους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.7.2017 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2964/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εφτακοσίων (2.700) ευρώ χωριστά για τον δεύτερο αναιρεσίβλητο και χωριστά στο ποσό των δύο χιλιάδων εφτακοσίων (2.700) ευρώ ενιαία για τους τρίτη, τέταρτο, πέμπτη και έκτο αναιρεσίβλητους.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ