Αριθμός 374/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Παρασκευή Καλαϊτζή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Σ. Β. του Γ., 2)Δ. Β. του Γ., κατοίκων … και 3)Γ. Β. του Γ. κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χριστόδουλο Τσακιρέλλη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)R. E. B. του A. M., κατοίκου … και 2)Γ. Κ. του Κ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ακριβή Δεπούντη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-2007 αγωγή των αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 926/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 218/2011 του Εφετείου Πατρών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 1-6-2011 αίτησή τους.
Η υπόθεση συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 20ης Μαΐου 2015 με αριθμό πινακίου ….
Διαπιστωθείσης, λόγω της παραίτησης από την υπηρεσία του προεδρεύοντος Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, αδυναμίας έκδοσης απόφασης επί της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως, μετά τη συζήτηση αυτής, ορίστηκε με την υπ’ αριθμόν 262/2015 πράξη του Προέδρου του Γ’ Πολιτικού Τμήματος, ως νέα δικάσιμος η 11-5-2016 και μετ’ αναβολή η σημερινή για την επανασυζήτηση της υπόθεσης.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, ανέγνωσε την από 10-5-2013 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος, Αρεοπαγίτου Μαρίας Βαρελά, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνος δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Ακόμη, κατ’ άρθρ. 559 αρ. 11 γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται “αν το δικαστήριο … δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν”. Περαιτέρω, κατά τον αρ. 19 του ιδίου άρθρου, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, όταν στην ελάσσονα πρότασή της δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος και έτσι δεν δύναται να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνος ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. ‘ Ετι περαιτέρω, από το άρθρ. 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, δηλαδή ισχυρισμού, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρ. 338, 432 του ιδίου κώδικος ως αποδεικτικά μέσα και μπορεί να είναι είτε ιδιωτικά είτε δημόσια και να χρησιμεύουν προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρ. 173 και 1781 ΑΚ, κατά την ερμηνεία της διαθήκης αναζητείται μόνο η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρ. 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται σε συμβάσεις και όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες. Τόσο δε η κρίση του δικαστηρίου (της ουσίας) για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στην δήλωση του διαθέτη, όσο και η μετά την διαπίστωση αυτήν κρίση για την αληθινή βούληση του διαθέτη, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται, κατ’ άρθρ. 561 αρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Αντιθέτως, ιδρύεται ο προβλεπόμενος απ’ το άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση των άνω ερμηνευτικών κανόνων, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρότι αμέσως ή εμμέσως διαπίστωσε κενό ή ασάφεια στην διαθήκη, δεν προσέφυγε σε ερμηνεία της ή αν και προσέφυγε σε ερμηνεία της, δεν αναζήτησε, ακόμη και λαμβάνον στοιχεία εκτός διαθήκης, την αληθινή βούληση του διαθέτη, κατά την υποκειμενική αυτού άποψη, αλλά ερμήνευσε την βούληση, αυτού όπως αντικειμενικά, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, την εκλαμβάνουν οι τρίτοι.
ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Εφετείο Πατρών ότι με την προσβαλλομένη απόφασή του υπέπεσε στην κατ’ άρθρ. 559 αρ. 1β ΚΠολΔ πλημμέλεια, υποστηρίζοντες, ότι, ενώ διαπίστωσε κενό ή ασάφεια στην αναφερόμενη διαθήκη αναφορικά με την διάταξή της που αφορά στο ακίνητο που καταλήφθηκε στον Γ. Β., δεν προσέφυγε στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρ. 173 ΑΚ για την αναζήτηση της αληθούς βουλήσεως του διαθέτη ως προς την ταυτότητα του ακινήτου αυτού. Προσέτι, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες μέμφονται το Εφετείο, ότι με την πληττομένη απόφασή του “διολίσθησε” στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, λόγω αντιφατικών παραδοχών του, διότι, αν και κατ’ αρχήν δέχεται ότι στον Γ. Β. περιήλθαν μεταξύ άλλων τα με … αντικείμενα της διαθήκης, δηλαδή μία παράγκα στη θέση “…”, τρία τεμάχια λόγγου ολικής εκτάσεως 3 περίπου στρεμμάτων, στην συνέχεια αναφέρει ότι τα ανωτέρω τρία τεμάχια λόγγου αποτελούνται από το επίδικο πρώτο τεμάχιο, 2.289,01 μ2, το δεύτερο 2.407,68 μ2 και το τρίτο 2.065,19 μ2. Ωσαύτως, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες καταλογίζουν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι με την προσβαλλομένη απόφασή του υπέπεσε στην κατ’ άρθρ. 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ πλημμέλεια, μη λαβόν υπόψιν και το αναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα (από Αυγούστου 1999 του πολιτικού μηχανικού Α. Α.), το οποίο επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Επίσης, με τον τέταρτο (τελευταίο) λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες ψέγουν το Εφετείο, ότι προσέδωσε στην ανωτέρω (δημόσια) διαθήκη περιεχόμενο ολοφάνερα διαφορετικό απ’ το αληθές και κατέληξε συνακολούθως σε συμπέρασμα τελείως επιζήμιο γι’ αυτούς. IV. Οι επιτρεπτώς επισκοπούμενες παραδοχές της εν λόγω εφετειακής αποφάσεως έχουν ως εξής: “Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίοι εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, τις νομοτύπως ληφθείσες κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ με αριθμό …/29-2-2008 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, Δ. Σ., εκτιμώμενες κατά το βαθμό γνώσεως και το μέτρο αξιοπιστίας κάθε μάρτυρος και από όλα τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν νομίμως και επικαλούνται οι διάδικοι μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται η συνεκτίμηση των λοιπών για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς λαμβανόμενα υπόψη προς άμεση απόδειξη και προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αφού επετράπη η απόδειξη και με μάρτυρες (άρθρ. 336 παρ. 3, 339, 395 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο το οποίο βρίσκεται στη θέση “…” της περιοχής … του Δ.Δ … του Δήμου Ερύσσου Κεφαλληνίας έχει εμβαδόν 2.289,01 τ.μ., και συνορεύει: Βορειοανατολικά επί πλευρών 27,9 μ., 13,12 μ., 4,32 μ. και 6,71 μ. με ιδιοκτησία Χ. Κ., νοτιοανατολικά, επί πλευράς 15,76 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Κ., επί πλευρών 15,44 μ,, 23,60 μ., 11,15 μ. και 21,90 μ. με ιδιοκτησία Θ. Β. νοτιοδυτικά, επί πλευρών 6,45 μ., 12,86 μ., 8,38 μ., 36,54 μ., και 17,43 μ. με κοινοτικό δρόμο. Το ακίνητο αυτό ανήκε αρχικά στην κυριότητα και κατοχή του Δ. Β. του Η. πατέρα των Γ. και Γ. Β. (δικαιοπαρόχων των διαδίκων) γεγονός το οποίο συνομολογείται από αυτούς. Ο τελευταίος, ο οποίος απεβίωσε στις 10-2-1965 στα Τουλιάτα Κεφαλληνίας, κατέλειπε την …1962 δημόσια διαθήκη συνταχθείσα από τον τέως συμβολαιογράφο Αργοστολίου Α. Τ., η οποία δημοσιεύθηκε με τα 10/3-3-1970 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και με την οποία εγκατέστησε κληρονόμους του την σύζυγό του Θεσσαλία και τα τέκνα του Γ. (απώτερο δικαιοπάροχο των εναγομένων), Γ. (πατέρα των εναγόντων) και Π. Β.. Ειδικότερα στην σύζυγό του κατέλειπε την επικαρπία επί όλης της ακίνητης περιουσίας του, στον Γ. Β. μεταξύ άλλων και τα με αριθμό έξι (6) της διαθήκης ακίνητα δηλαδή την “μπαράκα” (παράγκα) στη θέση “…” τρία τεμάχια λόγγου ολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων στην (αυτή) θέση, στα δε τέκνα του Γ. και Π. κατέλειπε την υπόλοιπη περιουσία του κατά ψιλή κυριότητα κατ’ ισομοιρία και αδιαιρέτως. Ένα εκ των άνω τριών τεμαχίων, στη θέση “…” ή “…”, όπως τα ανωτέρω τεμάχια αποτυπώνονται λεπτομερώς στο από τον Οκτώβριο του 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Α., είναι το επίδικο εκτάσεως 2.289,01 τ.μ., ενώ το δεύτερο εκτάσεως 2.407,68 τ.μ. μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα από τον Γ. Β. το έτος 2002 σε Γαλλίδα υπήκοο, το δε τρίτο εκτάσεως 2.065,19 τ.μ. μεταβιβάστηκε επίσης από τον Γ. Β. το έτος 1972 στην Μ. Γ.. Από του θανάτου του δικαιοπαρόχου του ο Γ. Β. είχε την καθολική εξουσίαση του επιδίκου με διάνοια κυρίου την νομή δε επ’ αυτού ασκούσε αρχικά δια της μητέρας του Θεσσαλίας, επικαρπώτριας μέχρι του χρόνου θανάτου της τελευταίας το 1972 και στη συνέχεια μετά το θάνατο της επικαρπώτριας, και την απόσβεση της επικαρπίας η οποία συνενώθηκε αυτοδίκαια με την ψιλή κυριότητα του Γ. Β. ο ίδιος ο οποίος συνέχισε να ασκεί στο επίδικο τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής με την εποπτεία, οριοθέτηση, τη χρήση του για την βόσκηση των ζώων του και για την υλοτομία των ξύλων του καθώς και με τη μίσθωσή του σε κατοίκους της περιοχής μεταξύ των οποίων στον Π. Χ. και Ο. Π. για την βόσκηση των ζώων τους. Από το έτος δε 1993 άρχισε να προβαίνει στις απαιτούμενες ενέργειες για την αξιοποίησή του και μάλιστα ανέθεσε την απεικόνιση αυτού σε τοπογραφικό διάγραμμα στον πολιτικό μηχανικό Α. Α. ο οποίος προέβη στη σύνταξή του κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου Οκτωβρίου 1998 και στη συνέχεια υπέβαλε αυτό με την από 29-5-2002 αίτησή του προς την αρμόδια για το χαρακτηρισμό του Διεύθυνση Δασών Ν.Κεφαλληνίας. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό …8-8-2002 πράξη του Δ/ντή Δασών Ν. Κεφαλληνίας με την οποία χαρακτηρίσθηκε τμήμα της άνω έκτασης εμβαδού 1,237 στρεμμάτων ως δασική η δε υπόλοιπη έκταση των 1,052 στρεμμάτων ως μη δασική, και μετά την άσκηση κατά της άνω απόφασης της …-8-2002 ένστασής του επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό …2003 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεων Δασικών Αμφισβητήσεων χαρακτηρίσθηκε ως δασική συνολική έκταση 1.035,01 τ.μ. Εξάλλου κατόπιν της από 13-7-1993 αιτήσεώς του προς την Πολεοδομία Αργοστολίου εκδόθηκε η …./2004 άδεια της άνω υπηρεσίας για ανέγερση επί του επιδίκου διώροφης οικοδομής. Έτσι ο ανωτέρω με την νομή του επιδίκου για περισσότερα από είκοσι χρόνια και ειδικότερα από το 1965 έως το 2003, που το μεταβίβασε κατά κυριότητα λόγω δωρεάς στον δεύτερο εναγόμενο κατέστη κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (άρθρο 1045 ΑΚ). Παράλληλα αυτός προέβη το 1998 σε δήλωση αποδοχής κληρονομιάς μεταξύ άλλων και του επιδίκου με την …/1998 πράξη της συμβολαιογράφου Ερύσσου Ε. Λ. η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Ερύσσου στον τόμο … και έτσι με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με κληρονομική διαδοχή κατέστη, από του θανάτου του κληρονομουμένου πατέρα του, δεδομένου ότι μέχρι την άνω αποδοχή δεν αποκτήθηκαν επί του επιδίκου δικαιώματα τρίτων (ΑΠ 810/2010 Α’ δημ. ΝΟΜΟΣ) αρχικά από του χρόνου αυτού ψιλός κύριος και μετά τον θάνατο της επικαρπώτριας μητέρας του πλήρης κύριος του επιδίκου. Στη συνέχεια με το …/2003 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ερύσσου Ε. Λ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Ερύσσου (τόμο …) μεταβίβασε κατά κυριότητα, λόγω δωρεάς το επίδικο στον Γ. Κ. (δεύτερο εναγόμενο) ο οποίος με το …/2006 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σάμης Β. Δ. που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμο …) το μεταβίβασε κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως στον πρώτο εναγόμενο R. B., οι οποίοι επίσης με παράγωγο τρόπο κατέστησαν κύριοι του ακινήτου με την μεταβίβαση του από επίσης κύριο και οι οποίοι συνέχισαν να νέμονται το επίδικο με τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις ο δε δεύτερος εξ’ αυτών προέβη στην ανέγερση επ’ αυτού διώροφης οικοδομής εμβαδού 193,38 τμ. Για τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά κατέθεσε σαφώς ο προταθείς από τους εναγόμενους και εξετασθείς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας Κ. Κ., γαμβρός του Γ. Β., ο οποίος γεννήθηκε και κατοικεί στην ίδια περιοχή και ο οποίος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον απώτερο δικαιοπάροχο των εναγομένων και της ηλικίας του έχει ιδία αντίληψη για τα κατατεθέντα από αυτόν πραγματικά περιστατικά και ο οποίος μεταξύ άλλων κατέθεσε: ” το υπ’ αριθμ. … ακίνητο της διαθήκης είναι το επίδικο, ένα από τα 3 κομ…α. Η παράγκα είναι κάτω προς τη θάλασσα. Το ακίνητο αυτό το άφησε στο Γ. γιατί ζούσαν μαζί, τους φρόντιζε και ήθελε να το αφήσει σ’ αυτόν…. Το επίδικο μέχρι το 1950 ήταν αμπέλι, μετά το 1950 δεν καλλιεργήθηκε άλλο και λόγγοσε. Το αποχαρακτήρισαν με επιμέλεια του Γ. αφού έγινε δασικό. Το επίδικο το χρησιμοποιούσε ο Γ. Β. από το άνοιγμα της διαθήκης μέχρι το 2003 που το άφησε στο γιο του. Ο Γ. έκοβε ξύλα, το έδινε σε βοσκούς ένας βοσκός είναι ο Χ. Π.. Το έτος 2000-2001 το ακίνητο ήταν προς πώληση από το γραφείο του κ Θ. Τ. είχε μπει ποτέ δεν ενοχλήθηκε …. Υπήρχαν τα αρχικά ΓΒ με μπλε χρώμα. Ο Γ. τα είχε βάλει, πολλά χρόνια. Τα έχει ξαναγράψει πάλι”. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων η οποία γεννήθηκε το 1949 στη Ζάκυνθο και κατοικεί στη Νίκαια Αττικής και η οποία επισκεπτόταν από το έτος 1973 τα καλοκαίρια τον πεθερό της Γ. Β. στη Κεφαλλονιά, και η οποία αφενός δεν γνώριζε να καταθέσει για τη διενέργεια διακατοχικών πράξεων επί του επιδίκου των εναγόντων και του δικαιοπαρόχου τους ενώ εξάλλου μεταξύ άλλων κατέθεσε ότι το επίδικο ήταν αμπέλι έως το 1972 και ότι μέχρι το 2005 το ακίνητο δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν, γεγονότα τα οποία αναιρούνται από την από 19-11-1962 δημόσια διαθήκη στην οποία αναφέρεται το επίδικο ως ένα τεμάχιο λόγγου, ενώ κατά τα λοιπά από την από 12-1-1999 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας του Γ. Β. κατά του Π. και Δ. Β., την …/9-12-1998 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του Γ. Β. καθώς και την …/2003 πράξη δωρεάς του επιδίκου της συμβολαιογράφου Ερύσσου Ε. Λ.. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων Δ. Π. και Κ. Κ., που περιέχονται στην 45/2001 Εισηγητική Έκθεση του Εισηγητή Δικαστή και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων καθώς δόθηκαν στα πλαίσια της από 12-1-1999 (αριθμ. κατ. …1999) αναγνωριστικής αγωγής, που αφορά και το επίδικο, του Γ. Β. κατά του έτερου αδελφού Π. Β. και η οποία καταργήθηκε με την ομολογία των πραγματικών περιστατικών της αγωγής από τους τότε εναγόμενους. Αντίθετα οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι το επίδικο το οποίο δεν περιλαμβάνονταν στα δήλα τα οποία με την προαναφερόμενη διαθήκη κατελήφθησαν στον Γ. Β. και επομένως ότι αυτό μαζί με ένα ακόμη ακίνητο στην ίδια τοποθεσία κατελήφθησαν κατά ψιλή κυριότητα κατ’ ισομοιρία και εξ’ αδιαιρέτου στους αδελφούς του ανωτέρω Γ. (πατέρα των εναγόντων) και Π. και ότι κατόπιν άτυπου διανομής μεταξύ των τελευταίων το έτος 1972 και το θάνατο της επικαρπώτριας το ίδιο έτος περιήλθε στον Γ. Β. ο οποίος με την για περισσότερα από είκοσι χρόνια νομή αυτού (1972-2006) κατέστη κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας από κανένα αποδεικτικό μέσο σύμφωνα με όσα αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκαν δεν αποδείχθηκαν. Ειδικότερα τόσο οι ενάγοντες (τέκνα του Γ. Β.) όσο και ο Π.ς Β. (αδελφός του Γ. και Γ.) κατά την δίκη εναντίον του επιχειρούν να εμφανίσουν ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στα δήλα τα οποία με την …1962 διαθήκη του Δ. Β. κατελήφθησαν στον Γ. Β. και συγκεκριμένα στα με αριθμό 6 ακίνητα δηλ. την παράγκα στη θέση … και τα τρία τεμάχια λόγγου ολικής εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων στην ίδια θέση, καθώς η συνολική έκταση των άνω τεμαχίων δεν είναι 3 στρέμματα αλλά περίπου 8 στρέμματα, ισχυριζόμενοι ότι από την άνω συνολική έκταση των 8 στρεμμάτων μόνο τα 3 στρέμματα από τα 8 στρέμματα ο διαθέτης με την προαναφερόμενη διαθήκη του κατέλειπε στον γιο του Γ. ενώ τα υπόλοιπα 5 στρέμματα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στην άνω διάταξη της διαθήκης περιήλθαν κατ’ ισομοιρία και εξ’ αδιαιρέτου στα τέκνα του διαθέτη Γ. και Π. χωρίς όμως ενώ αποδέχονται ότι τα τεμάχια τα οποία ήταν ιδιοκτησίας του διαθέτη στην άνω τοποθεσία και κατελήφθησαν στον Γ. Β. ήταν τρία και δεν υπήρχαν άλλα (πλην της μπαράγκας όπως αναφέρεται στην διαθήκη και η οποία είναι σε απόσταση περίπου 200 μέτρων από αυτά) να είναι σε θέση να δικαιολογήσουν πειστικά γιατί ο διαθέτης εάν ήθελε πράγματι να εγκαταστήσει τον ανωτέρω σε ακίνητο έκτασης 3 στρεμμάτων, τον εγκατέστησε κληρονόμο του και στα τρία τεμάχια (συνολικά 4 στην άνω θέση) και όχι σε ένα εξ’ αυτών έκτασης 3 στρεμμάτων όπως ισχυρίζονται. Εξάλλου από κανένα αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγόντων περί παραχωρήσεως του επιδίκου ακινήτου, κατόπιν άτυπης διανομής το 1975 των κληρονομιαίων ακινήτων στη θέση “…”, στον δικαιοπάροχο των εναγόντων Γ. Β., ο οποίος ασκούσε έκτοτε επί του επιδίκου πράξεις νομής έως τον χρόνο θανάτου του το 2006. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος δεν άσκησε πράξεις νομής επί του επιδίκου το άνω διάστημα και ότι για πρώτη φορά εμφανίστηκε να διεκδικεί δικαίωμα κυριότητος επί του επιδίκου με την άσκηση της με αριθμό κατάθεσης …2006 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας κατά των εναγομένων της παρούσης δίκης από το δικόγραφο της οποίας μετά τον θάνατο του ανωτέρω και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής έγινε παραίτηση στις 26-2-2008. Ενόψει των όσων προεκτέθηκαν η ένδικη αγωγή ελέγχεται απορριπτέα, καθώς δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή δεν έσφαλλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων που τέθηκαν υπό κρίση του και πρέπει οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως και αυτή στο σύνολό της να απορριφθούν, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι”.
V. Η επισκόπηση των παραδοχών της εφετειακής αποφάσεως κατευθύνει την αναιρετική δικανική πεποίθηση και κρίση, ότι άπαντες οι λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα: Το Εφετείο δεν αποδέχεται αμέσως ή εμμέσως την ύπαρξη ασάφειας και κενού και εντεύθεν αμφιβολίας ως προς την έννοια της βουλήσεως του διαθέτη εν αναφορά προς την ταυτότητα του επιδίκου ακινήτου που κατελήφθη στον Γ. Β. και ορθώς δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρ. 173 και 1781 ΑΚ για την αναζήτηση της αληθούς βουλήσεως του διαθέτη.
Συνεπώς, το εν λόγω δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παρεβίασε ευθέως τις ουσιαστικές διατάξεις που προαναφέρονται και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ακόμη, με αυτά που δέχθηκε και όπως έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από την ενδελεχή ανάπτυξη του περιεχομένου της, υπάρχει πληρότητα, σαφήνεια ειρμού και αλληλουχία χωρίς αντιφατικότητα στις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της αληθούς βουλήσεως του διαθέτη, αιτιολογίες οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων. Η αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι η προσβαλλομένη απόφαση έχει αντιφατικές αιτιολογίες, όπως ανωτέρω η φερομένη αντιφατικότητα αναπτύσσεται, είναι αβάσιμη, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει απ’ τις επισκοπηθείσες παραδοχές της αποφάσεώς του σαφώς και χωρίς αντίφαση δέχεται, ότι το επίδικο ακίνητο είναι το πρώτο εκ των τριών ως άνω τεμαχίων και έχει έκταση 2.289,01 μ2, ενώ τα άλλα δύο περιελθόντα σ’ αυτόν επίσης με την επίμαχη διαθήκη ακίνητα, εκτάσεως ως ανωτέρω, δεν είναι επίδικα και μεταβιβάσθηκαν σε τρίτους από τον Γ. Β.. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πάσχει αβασιμότητα, διότι η διατύπωση της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ευκρινώς εκπεφρασμένη, ότι ελήφθησαν υπόψιν όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα έγγραφα όπως προεκτίθεται αναλυτικώς, μη όντος επιβεβλημένου να γίνει ειδική μνεία του προαναφερθέντος τοπογραφικού διαγράμματος. ‘ Ετι περαιτέρω, είναι αβάσιμος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον οι αναιρεσείοντες επιρρίπτουν την συγκεκριμενοποιημένη μομφή, ότι το Εφετείο δέχθηκε, ότι το πωληθέν ανάμεσα στα με αριθμό … ακίνητα της διαθήκης είναι και το επίδικο. ‘ Ετσι δε οδηγήθηκε στο συμπέρασμα, ότι το επίδικο βρισκόταν στη νομή και κατοχή των αντιδίκων και των δικαιοπαρόχων τους από τον θάνατο του Δ. Β.υ και εντεύθεν ότι απέκτησαν την κυριότητά του αναδρομικώς με την μεταγραφή της …/1998 αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Ερύσσου Ε. Λ., γεγονός το οποίο δεν ήταν αληθές, αφού στην πραγματικότητα επρόκειτο για τελείως διαφορετικό ακίνητο και ότι: “Από τα μεταβιβαστικά συμβόλαια …/9-9-1972, …/21-9-1972 και …/5-5-1973 του συμβολαιογράφου Αργοστολίου Ι. Μ., αποδείχτηκε ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Γ. Β. είχε πωλήσει διαδοχικά τρία αγροτεμάχια στη θέση … εκτάσεως ενός στρέμματος έκαστο ήτοι συνολικής έκτασης 3 στρεμμάτων”. Ο λόγος αυτός, όπως προδιαλαμβάνεται, είναι αβάσιμος, γιατί το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση των πιο πάνω εγγράφων, αλλά, αφού τα ανέγνωσε σωστά, τα συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που οι αναιρεσείοντες εξ ιδιοτελείας τους θεωρούν ορθό.
VI. Κατά συνέπεια, μη υπάρχοντος ετέρου προς διερεύνηση λόγου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, συμφώνως προς το διατακτικό. Τέλος, σημειώνεται, ότι δεν τίθεται ζήτημα εισαγωγής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, αφού τέτοιο δεν καταβλήθηκε (ως εκ της καταθέσεως στις 23-6-2011 της αιτήσεως αναιρέσεως) και επίσης δεν θα επιδικασθεί δικαστική δαπάνη υπέρ των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι δεν κατέθεσαν προτάσεις και ούτε υπέβαλαν προφορικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-6-2011 αίτηση των 1) Σ. Β., 2) Δ. Β. και 3) Γ. Β. περί αναιρέσεως της 218/2011 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαρτίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 374 / 2017 (Γ, ΠΟΛΙΤ.) Ερμηνεία διαθήκης-Δήλωση του διαθέτη
Προηγούμενο άρθροΚαταδολίευση δανειστών: Τι πρέπει να γνωρίζετε
Επόμενο άρθρο Κύπρος: Στα ”μαλακά” έπεσε για το βιασμό 14χρονης