Αριθμός 426/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερρίκο, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα και Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Σ. του Μ., κατοίκου … Αττικής, ατομικά και ως ασκήσαντος από 29-11-2011 έως 11-12-2013 την προσωρινή επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων του Α.-Ρ. και Κ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα-Αλέξιο Ανγνωστάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Γ. Σ. του Κ., κατοίκου … Αττικής ή … Αττικής, ατομικά και ως ασκούσας την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της Α.-Ρ. και Κ., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Πουρνάρα, που ανακάλεσε την από 09-11-2020 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-09-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 19-09-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 363/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 257/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27-03-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Επί της από 18-09-2012 αγωγής του αναιρεσείοντος και της αντίθετης από 19-09-2013 αγωγής της αναιρεσίβλητης, με την οποία ο καθένας τους ζητούσε την ανάθεση στον ίδιο της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων, που απέκτησαν από τον γάμο τους (ο οποίος δεν είχε λυθεί ακόμη τότε, είχε όμως διακοπεί η έγγαμη συμβίωσή τους), και για την επιδίκαση διατροφής γι’ αυτά υπό την ιδιότητα, που διαδοχικώς είχαν ως ασκούντες προσωρινώς την επιμέλειά τους, εκδόθηκε η 363/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δέχθηκε την αγωγή της αναιρεσίβλητης ως προς την ανάθεση σ’ εκείνην της επιμέλειας και δέχθηκε εν μέρει αμφότερες τις αγωγές ως προς τις αξιώσεις διατροφής. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε ο αναιρεσείων την από 24-07-2017 έφεσή του, προσβάλλοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ως προς τα δύο κεφάλαιά της (ανάθεση επιμέλειας και επιδίκαση διατροφής), και η αναιρεσίβλητη αντέφεση, βάλλοντας κατά του κεφαλαίου, που αφορούσε την επιδίκαση διατροφής. Επί της εφέσεως και της αντεφέσεως εκδόθηκε η 257/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως προς το προσβληθέν κεφάλαιο της εκκληθείσας απόφασης, το οποίο αναφερόταν στην ανάθεση της επιμέλειας στην αναιρεσίβλητη, και δέχθηκε την έφεση και την αντέφεση ως προς τα επιδικασθέντα στον καθένα των διαδίκων, υπό την ως άνω ιδιότητά τους, κονδύλια διατροφής. Με τους λόγους της από 27-03-2019 αίτησης αναίρεσης προσβάλλει ο αναιρεσείων την τελευταία αυτή απόφαση ως προς το κεφάλαιό της, που αναφέρεται στην ανάθεση οριστικώς της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους στην αναιρεσίβλητη, και με τον τέταρτο μόνο λόγο αυτής και ως προς το κεφάλαιο της διατροφής, που υποχρεώθηκε ο ίδιος να καταβάλει για τα ανήλικα τέκνα του. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και κατά την άσκησή της καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο του Δημοσίου. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
[II] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Επί διαζυγίου των γονέων ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, οπότε ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Κατευθυντήρια γραμμή για τη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανήλικου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας ο νομοθέτης προέβλεψε υποχρέωση του δικαστή να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής και της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανήλικου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανήλικου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, καθόσον αμφότεροι οι γονείς μπορούν να διαδραματίσουν, ο καθένας με τον τρόπο του, σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των τέκνων τους. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο, ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανήλικου τέκνου, καθώς και οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί του διαθέτοντος ικανότητα διακρίσεως τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούς του. Για τον σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Επίσης οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Τούτο ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (βλ. και ΑΠ 1422/2019, 358/2019, 882/2015, 1218/2006). Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του, εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η ανωτέρω επισημαινόμενη στον νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς τον συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανήλικου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Η γνώμη του τέκνου ειδικότερα συνεκτιμάται, εφόσον αυτό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εν όψει της ηλικίας του και της πνευματικής του αναπτύξεως, είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό του συμφέρον (ΑΠ 358/2019). Εφόσον δε το συμφέρον του τέκνου συνιστά, κατά τα προαναφερόμενα, αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1422/2019, 1612/2017, 1132/2017, 882/2015, 952/2010).
Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ενώ αν η απόφαση δεν έχει ως προς τούτο καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, υπόκειται σε αναίρεση κατ’ άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 1422/2019, 1976/2008, 1910/2005). Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Παραβίαση υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 2/2013, 7/2006, 4/2005).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ` επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013).
Περαιτέρω κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1998, ΑΠ 2267/2013). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δεν υπάρχει δηλαδή ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1388/2018, 1266/2011).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο και επομένως ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1388/2018).
[III] Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε, με την παραδεκτώς επισκοπούμενη, προσβαλλόμενη απόφασή του ως προς το κεφάλαιό της το αναφερόμενο στην ανάθεση της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, τα ακόλουθα:
«| Οι διάδικοι, οι οποίοι κατά το χρόνο της ασκήσεως της ένδικης αγωγής διένυαν το 38° (η εφεσίβλητη – ενάγουσα – εναγομένη) και το 37° (ο εκκαλών – εναγόμενος – ενάγων) έτη της ηλικίας τους, τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην … Αττικής στις 09-06-2007, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν δύο (2) ανήλικα τέκνα, την Α.- Ρ. και την Κ. – αβάπτιστη κατά την άσκηση των ένδικων αγωγών, η ονοματοδοσία της οποίας υπήρξε αντικείμενο άλλων δικαστικών διενέξεων των διαδίκων – τα οποία γεννήθηκαν στις 29-12-2007 και 29-6-2011 αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωσή τους διεκόπη περί τα τέλη του μηνάς Δεκέμβριου του έτους 2011, ήδη δε, κατόπιν ασκήσεως αντιθέτων αγωγών έχει εκδοθεί η τελεσίδικη (μετά την έκδοση της 3938/2015 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου με την οποία απορρίφθηκε η έφεση που άσκησε ο εναγόμενος) 4599/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του γάμου τους, χωρίς όμως εκ των προσκομιζομένων αποδεικτικών μέσων να αποδεικνύεται ότι έχει καταστεί και αμετάκλητη. Αρχικά, μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων, τα ανήλικα τέκνα τους παρέμειναν στην τελευταία οικογενειακή στέγη, στο … Αττικής διαμένοντας με τον εκκαλούντα – πατέρα τους, στον οποίο ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλειά τους με την εκδοθείσα με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 8168/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ρυθμίσθηκε και το δικαίωμα επικοινωνίας της εφεσίβλητης με αυτά. Η απόφαση αυτή ελήφθη κατόπιν της από 30-12-2011 αιτήσεως του εκκαλούντος με τη συναίνεση εν τέλει της εφεσίβλητης η οποία κατά το χρόνο εκείνο αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας με το θυρεοειδή αδένα της, συνεπεία εμφανίσεως ευμεγέθους, μονήρους, ψυχρού όζου στο δεξιό λοβό του θυρεοειδούς αδένα της, που είχε διογκωθεί και υπήρχε κίνδυνος να εξελιχθεί σε θηλώδες καρκίνωμα, το οποίο έκρινε ότι δεν της επέτρεπε να αναλάβει την επιμέλειά τους. Μετά την χειρουργική αντιμετώπιση του προβλήματος της υγείας της – με ολική θυρεοειδεκτομή για την αφαίρεση του εν λόγω όζου – η εφεσίβλητη άσκησε την από 16-09-2013 αίτησή της για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αιτούμενη την μεταρρύθμιση της 8168/2012 αποφάσεως και την ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων της στην ίδια. Η τελευταία συνεκδικάστηκε με την από 18-04-2013 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του εκκαλούντος, με την οποία ο τελευταίος ζήτησε να υποχρεωθεί η εν διαστάσει σύζυγός του να του καταβάλλει προσωρινή διατροφή για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων του, τα οποία συνέχιζαν να διαμένουν μαζί του στην προαναφερθείσα κατοικία και επ’ αυτών εκδόθηκε η 14327/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία αφενός απέρριψε την αίτηση του εκκαλούντος και δέχθηκε την αίτηση της εφεσίβλητης μεταρρυθμίζοντας την 8168/2012 απόφασή του. Σε εκτέλεση της ως άνω μεταρρυθμιστικής αποφάσεως, τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων παραδόθηκαν στις 11-12-2013, από τον εκκαλούντα στην εφεσίβλητη και έκτοτε διαμένουν μαζί της σε ακίνητο που ανήκει στην κυριότητα της στη … . Η εφεσίβλητη, επιδεικνύει στοργή και αγάπη, φροντίζει και περιποιείται τα ανήλικα τέκνα της και ενδιαφέρεται για την ομαλή ψυχοσωματική και διανοητική τους ανάπτυξη, επιθυμώντας το καλύτερο δυνατό για αυτά, έχει δε την ικανότητα για τη σωστή ανάπτυξη και τη διαπαιδαγώγησή τους, παρέχοντας σ’ αυτά ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον και καλής ποιότητας φροντίδα. Επί πλέον τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων διαμένοντας συνεχώς από τις 11-12-2013 μαζί της, ήτοι επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών μέχρι τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως, έχουν προσαρμοστεί στο περιβάλλον και στο ρυθμό ζωής της μητέρας τους με την οποία έχουν αναπτύξει σταθερό ψυχολογικό σύνδεσμο, ενδεχόμενη δε αλλαγή του τόπου κατοικίας τους και του εν γένει περιβάλλοντος τους (σχολικού κ.λπ.) θα επέφερε απότομη μεταβολή στον κανονικό ρυθμό και τις διαμορφωθείσες συνθήκες της ζωής τους και θα επιβάρυνε την ψυχική τους υγεία. Σημειώνεται δε ότι κατά τα τελευταία δύο περίπου έτη τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων αρνούνται και να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους κατά τις ορισθείσες ημερομηνίες και ώρες, με συνέπεια ενδεχόμενη ανάθεση της επιμέλειας των προσώπων τους στον εκκαλούντα να καθίσταται προβληματική και εξ αυτού του λόγου. Ο εκκαλών είναι πρόδηλο ότι αγαπά και ενδιαφέρεται ειλικρινά για τα τέκνα του πλην όμως, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν σχετικά με τις βλαπτικές συνέπειες που θα είχε μια νέα αλλαγή του περιβάλλοντος των τελευταίων και του ιδιαίτερου συναισθηματικού δεσμού που έχει αναπτυχθεί μεταξύ αυτών και της μητέρας τους και μετά από συνεκτίμηση και της μικρής ηλικίας τους που καθιστά αυτά ευάλωτα στον κίνδυνο αποπροσανατολισμού τους από διαδοχικές εναλλαγές των συνθηκών διαβιώσεώς τους, το Δικαστήριο, με γνώμονα κυρίως την αποφυγή της διαταράξεως του μέχρι σήμερα τρόπου ζωής των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων και την εξασφάλιση σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας στις συνθήκες της αναπτύξεώς τους, κρίνει ότι το συμφέρον τους, όπως προσδιορίζεται από την ανάγκη της ομαλής σωματικής και ψυχοπνευματικής αναπτύξεώς τους, επιβάλλει να ανατεθεί οριστικά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου τους στην εκκαλούσα – εφεσίβλητη, η οποία είναι ικανή και πλέον κατάλληλη για να ανταποκριθεί στα απορρέοντα από την επιμέλεια καθήκοντα της, χωρίς να συντρέχει, ενόψει της μικρής ηλικίας τους και της ήδη κατ’ επανάληψη διατυπωθείσας ως άνω γνώμης τους (αρνητικής ακόμη και επικοινωνίας με τον εκκαλούντα), λόγος προσωπικής επαφής τους με το Δικαστήριο προκειμένου να διατυπώσουν την άποψή τους περί του επίδικου ζητήματος.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με το αντίστοιχο κεφάλαιο της εκκαλουμένης δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνακόλουθα, ο σχετικοί πρώτος και τέταρτος λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι […].
Ο εναγόμενος πατέρας τους είναι επιχειρηματίας, ασκεί δε την επιχειρηματική του δραστηριότητα μέσω της συσταθείσας το έτος 2009 ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ο.Ε.” στις κερδοζημίες της οποίας συμμετέχει και ως συνδιαχειριστής (από κοινού με την μοναδική συνεταίρο του – αδελφή του) κατά ποσοστό 50%. Το αντικείμενο της δραστηριότητας της εν λόγω εταιρείας συνίσταται α) στην εμπορία, εισαγωγή και εξαγωγή μεταχειρισμένων ανταλλακτικών γαλλικών αυτοκινήτων, την οποία ασκεί σε πενταόροφο κτίριο, συνολικής επιφάνειας 1.545,03 τ.μ., ευρισκόμενο επί της οδού … στην … (πλησίον της οδού …), το οποίο ανήκει στην ιδιοκτησία των γονέων του – από τους οποίους φέρεται, όπως προεκτέθηκε, να μισθώνεται έναντι μηνιαίου μισθώματος ύψους 1300,00 Ευρώ από την ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία – και β) στη λειτουργία και εκμετάλλευση καθετοποιημένου (μηχανολογικού, ηλεκτρολογικού κ.λ.π) συνεργείου επισκευής αυτοκινήτων, ευρισκομένου επί της οδού … (πλησίον του προαναφερθέντος πενταόροφου κτιρίου), το οποίο η τελευταία μισθώνει έναντι μισθώματος ύψους 350,00 Ευρώ μηνιαίως. Η εν λόγω εταιρεία για την επίτευξη των εμπορικών της σκοπών, διατηρεί και προσωπικό πλην όμως ο ακριβής αριθμός των απασχολουμένων από αυτή δεν αποδείχθηκε από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. Ο εναγόμενος είναι κύριος μιας αυτοτελούς κάθετης ιδιοκτησίας – μεζονέτας συνολικής επιφάνειας 146,71 τ.μ που βρίσκεται εντός οικοπέδου εμβαδού 1507 τ.μ κειμένου στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος “…” στη θέση “…” ή “…” της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας …, στην οποία και διαμένει και κατά το παρελθόν αποτέλεσε την τελευταία συζυγική οικία.
Η ενάγουσα, η οποία έχει πραγματοποιήσει σπουδές διακοσμήσεως και αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων, χωρίς να απασχοληθεί ποτέ στο ως άνω αντικείμενο των σπουδών της, κατά το χρόνο της ασκήσεως των ένδικων αγωγών κατέστη μοναδική μέτοχος της ίδιας εταιρείας, η οποία μετετράπη σε Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε με την επωνυμία “Επιχειρήσεις … Ε.Π.Ε.”.Το αντικείμενο της δραστηριότητάς της εν λόγω εταιρείας συνίσταται, σύμφωνα με το καταστατικό της, στις εισαγωγές, εξαγωγές, παρασκευή, κατεργασία, επεξεργασία, διάθεση και εν γένει εμπορία (χονδρική και λιανική) μαρμάρου, γρανίτη και συναφών ειδών. Η εταιρεία αυτή, η οποία έχει κατατεθειμένο κεφάλαιο ύψους 150.000,00 Ευρώ και κατά το οικονομικό έτος 2011 είχε κύκλο εργασιών ύψους 239.675,47 Ευρώ, έχει περιέλθει κατόπιν σχετικής δηλώσεώς της προς την αρμόδια Δ.Ο Υ. από το Νοέμβριο του έτους 2010 σε καθεστώς αδράνειας και έκτοτε δεν δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Είναι κυρία ενός οικοπέδου επιφάνειας 363,59 τ.μ κειμένου στη θέση “…” εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του δήμου … , εντός του οποίου έχει ανεγερθεί διώροφη οικία, αποτελούμενη από υπόγειο, επιφάνειας 129 τ.μ. ισόγειο επιφάνειας 129 τ.μ και 1° όροφο, επιφάνειας 60 τ.μ ήτοι συνολικής επιφάνειας 318 τ.μ. Στο ισόγειο και σε μέρος του υπογείου της τελευταίας (που επικοινωνεί με το ισόγειο με εσωτερική σκάλα) διαμένει η αιτούσα μετά των ανηλίκων τέκνων της και των γονέων της […]|».
Σύμφωνα με αυτά, το Εφετείο έκρινε ότι, παρόλο που και οι δύο γονείς αγαπούν τις ανήλικες θυγατέρες τους και διαθέτει ο καθένας τους ιδιόκτητη κατοικία, ο δε αναιρεσείων, που είναι επιχειρηματίας ασκών την περιγραφόμενη επιχείρηση, σαφώς ενδιαφέρεται ειλικρινά γι’ αυτές, καταλληλότερο πρόσωπο για την άσκηση της επιμέλειας των προσώπων τους είναι η αναιρεσίβλητη μητέρα τους, με σπουδές στη διακόσμηση και αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων, μοναδική μεριδούχος της ευρισκόμενης σε αδράνεια αναφερόμενης μονοπρόσωπης ΕΠΕ, στην οποία οι ανήλικες παραδόθηκαν στις 11-12-2013, αφού την επιμέλειά τους άσκησε προσωρινώς ο αναιρεσείων επί δύο περίπου έτη, κατόπιν αιτήσεώς του ασφαλιστικών μέτρων που εκδόθηκε με συναίνεση της αναιρεσίβλητης, η οποία εκείνο το διάστημα αντιμετώπιζε το προσδιοριζόμενο αποδειχθέν σοβαρό πρόβλημα υγείας της, διότι:
(α) από τότε (11-12-2013) τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων διαμένουν μαζί της και με τους γονείς της στο περιγραφόμενο ακίνητό της στη …,
(β) αυτή επιδεικνύει στοργή και αγάπη γι’ αυτά, τα φροντίζει και τα περιποιείται, ενδιαφέρεται για την ομαλή ψυχοσωματική και διανοητική τους ανάπτυξη, επιθυμώντας το καλύτερο δυνατό για αυτά,
(γ) έχει την ικανότητα για τη σωστή ανάπτυξη και τη διαπαιδαγώγησή τους,
(δ) παρέχει σ’ αυτά ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον και καλής ποιότητας φροντίδα,
(ε) οι ανήλικες έχουν προσαρμοστεί στο περιβάλλον και στο ρυθμό ζωής της μητέρας τους, με την οποία διαμένουν συνεχώς επί τέσσερα και πλέον έτη έχοντας αναπτύξει σταθερό ψυχολογικό σύνδεσμο μαζί της,
(στ) η τυχόν (νέα) αλλαγή του τόπου κατοικίας των ανηλίκων και του εν γένει περιβάλλοντός τους (σχολικού κ.λπ.) σε συνδυασμό με τον σταθερό συναισθηματικό δεσμό, τον οποίο έχουν αναπτύξει με τη μητέρα τους, και τη μικρή τους ηλικία, παράγοντες που τις καθιστούν ευάλωτες στον κίνδυνο αποπροσανατολισμού τους από διαδοχικές εναλλαγές των συνθηκών διαβιώσεώς τους, θα επέφερε απότομη μεταβολή στον κανονικό ρυθμό και τις διαμορφωθείσες συνθήκες της ζωής τους και θα επιβάρυνε την ψυχική τους υγεία,
(ζ) τα τέκνα των διαδίκων κατά τα τελευταία δύο περίπου έτη αρνούνται ακόμη και να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους, ώστε η τυχόν ανάθεση της επιμέλειας των προσώπων τους στον αναιρεσείοντα να καθίσταται και γι’ αυτό τον λόγο προβληματική.
Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, καταλήγοντας ότι το συμφέρον των ανηλίκων θυγατέρων των διαδίκων επιβάλλει την οριστική ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου τους στην αναιρεσίβλητη, με προέχον κριτήριο την αποφυγή της διαταράξεως και την εξασφάλιση της σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας του μέχρι σήμερα τρόπου ζωής τους, ώστε να διασφαλισθεί η ομαλή σωματική και ψυχοπνευματική ανάπτυξή τους, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1510,1511,1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, αφού η απόφασή του διαλαμβάνει σαφή και επαρκή αιτιολογία, στην οποία περιέχονται όλα τα απαιτούμενα περιστατικά για την εφαρμογή, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, των προαναφερόμενων διατάξεων.
Ειδικότερα, οι αιτιάσεις που προέβαλε ο αναιρεσείων με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της αίτησής του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την έννοια του συμφέροντος των ανηλίκων, μη λαμβάνοντας υπόψη τις ικανότητες του ιδίου και της αναιρεσίβλητης, το περιβάλλον, το επάγγελμα, την πνευματική τους ανάπτυξη, τη δράση τους για το κοινωνικό σύνολο, την ικανότητα προσαρμογής τους στις συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας στο πλαίσιο της λογικής και της ορθολογικής αντιμετώπισης των προβλημάτων των νέων, τη δυνατότητα κάλυψης των βασικών αναγκών των τέκνων, την ασφάλειά τους από οποιουσδήποτε κινδύνους, την ανταπόκριση στις συναισθηματικές ανάγκες τους, την παροχή ερεθισμάτων για μάθηση και κοινωνικοποίηση, την καθοδήγηση ως προς τα όρια, τη σταθερότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος και την παροχή προτεραιότητας στις ανάγκες τους, είναι αβάσιμες, όπως και ο σχετικός λόγος. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνεκτιμήθηκαν από το Εφετείο σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες παραδοχές του, οι οποίες περιλαμβάνουν, έστω κι αν δεν γίνεται πανηγυρική διατύπωσή τους, τη συνδρομή όλων των απαιτούμενων για την άσκηση της επιμέλειας προϋποθέσεων στο πρόσωπο της αναιρεσίβλητης, ενώ για τον τελικό σχηματισμό της κρίσης του αναδείχθηκε ως ιδιαιτέρως καθοριστική για την ισόρροπη και ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των ανηλίκων η αναγκαιότητα μη διατάραξης του τρόπου ζωής τους, η οποία θα είχε τις προσδιοριζόμενες δυσμενείς γι’ αυτές συνέπειες, αναγκαιότητα, που δεν θα εξυπηρετείτο εάν άλλαζε πλήρως (εκ νέου) το περιβάλλον τους με την ανάθεση της επιμέλειάς τους στον έχοντα επίσης προσόντα και ικανότητες αναιρεσείοντα.
Ο περαιτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι το Εφετείο παραβίασε τις ως άνω διατάξεις και επειδή έκρινε ότι η προσωπική επαφή των ανηλίκων με το δικαστήριο δεν ήταν απαραίτητη λόγω της άρνησής τους να επικοινωνήσουν με τον ίδιο, η οποία υποστηρίζει πως οφείλεται στην επιρροή της αντιδίκου του, αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση στήριξε, σύμφωνα με το προπαρατιθέμενο περιεχόμενό της, επαλλήλως τη σχετική κρίση της σε δύο αιτιολογίες, από τις οποίες η πρώτη, αναφερόμενη στη μικρή ηλικία των ανηλίκων (που αφορά την λόγω μικρής ηλικίας έλλειψη της απαραίτητης ωριμότητάς τους να διατυπώσουν άποψη για το συμφέρον τους), δεν πλήττεται και δεν θα μπορούσε να πληγεί επιτυχώς, διότι η ωριμότητα των τέκνων ενόψει της ηλικίας τους αποτελεί ζήτημα υπαγόμενο στην ανέλεγκτη επ’αυτού κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ, σε κάθε περίπτωση, και η πληττόμενη δεύτερη αιτιολογία αποτυπώνει απλώς πραγματικό γεγονός, χωρίς να αναφέρεται σε επιπλέον περιστατικά.
Οι αιτιάσεις εξάλλου του αναιρεσείοντος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που προβάλλονται με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της αίτησής του, κατ’ εκτίμησή του, και τον δεύτερο λόγο της, επικεντρώνονται στα επιχειρήματά του, σύμφωνα με τα οποία ο ίδιος είναι κατάλληλος να ασκήσει την επιμέλεια των τέκνων τους και όχι η πρώην σύζυγός του (διότι εκείνη είχε εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη και τα τέκνα τους το 2011, ενώ ο ίδιος με τη συνδρομή της οικογένειάς του τα φρόντισε, διότι εκείνη δεν κατέβαλε για το διάστημα που τα τέκνα τους ζούσαν μαζί του διατροφή για τις ανάγκες τους, ασκούσε ατάκτως το δικαίωμά της προς επικοινωνία με αυτά, χρησιμοποίησε ψευδείς ισχυρισμούς για κακοποίηση της μεγαλύτερης θυγατέρας τους εκ μέρους του, επιδεικνύοντας προς απόδειξή τους και γυμνές φωτογραφίες αυτής, επέτυχε τον αποκλεισμό της επικοινωνίας του με τα τέκνα τους, δεν προσήγαγε τις θυγατέρες τους για παιδοψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, η οποία είχε διαταχθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το περιβάλλον της οικογενείας της είναι βλαπτικό για τις ανήλικες και παραβατικό, επιδεικνύει απατηλή συμπεριφορά, ισχυριζόμενη αναληθώς ότι ασκεί και έχει τα προσόντα να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα, δεν υπήρξε συνεπής σε οικονομικές τους συμφωνίες κ.λπ.) και αναφέρονται στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, το πόρισμα όμως της οποίας εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, με σαφή έκθεση αυτών που αποδείχθηκαν, ενώ οι σχετικοί ισχυρισμοί του απαντώνται και ουσιαστικά στην προσβαλλόμενη απόφαση δια της παραδοχής των αντιθέτων (ότι η αναιρεσίβλητη συνήνεσε στην προσωρινή άσκηση της επιμέλειας από τον αναιρεσείοντα, διότι αντιμετώπιζε το αναφερόμενο σοβαρό πρόβλημα υγείας, ότι αυτή έχει πραγματοποιήσει τις προσδιοριζόμενες σπουδές, ότι είναι σε θέση να προσφέρει στα τέκνα τους ήρεμο και κατάλληλο περιβάλλον κ.ο.κ). Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αφορούν στην επιχειρηματολογία του και στην εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχονται αναιρετικώς, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση.
Ο επιπρόσθετος, περιλαμβανόμενος στον δεύτερο λόγο της αίτησης του αναιρεσείοντος, ισχυρισμός του ότι, δια της μη αναλυτικότερης απάντησης του καθενός από τα ως άνω επιχειρήματά του, στερήθηκε του δικαιώματος νόμιμης ακρόασης κατά παράβαση των άρθρων 6 και 8 της ΕΣΔΑ στερείται οποιουδήποτε νόμιμου ερείσματος, αφού, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει ότι αυτός είχε τη δυνατότητα, την οποία και εκμεταλλεύθηκε πλήρως, να παραθέσει όλους τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά του ενώπιον και του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ενώπιον των οποίων παρέστη νομίμως και τα ανέπτυξε και δια των προτάσεών του, ανεξαρτήτως αν αυτά δεν οδήγησαν στην επιθυμητή από τον ίδιο κρίση.
Κατά το άρθρο 562 παρ.3 του ΚΠολΔ, κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από τις δικές του πράξεις ή από πράξεις προσώπων που ενεργούν στο όνομα του, εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αναφέρεται σε όλους τους λόγους αναίρεσης και έτσι περιλαμβάνει και αυτούς από τον αριθμό 11 περ. α’ και β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ (βλ. και ΟλΑΠ 27/2003, ΑΠ 279/2019), ενώ αυτονοήτως καταλαμβάνει και τους λόγους, που, αν δεν είχαν δημιουργηθεί από τις πράξεις του αναιρεσείοντος ή των πληρεξουσίων του, θα μπορούσαν να κριθούν βάσιμοι, αποσκοπεί δε να αποκλείσει την καταχρηστική δικονομική συμπεριφορά.
Ο αναιρεσείων αποδίδει με τον τρίτο λόγο της αίτησής του στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. β’ ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του ως αποδεικτικό στοιχείο και την υπηρεσιακώς διαβιβασθείσα από 11-07-2016 έκθεση του “ΓΟΝ.ΙΣ” και τα έγγραφα του υπ’αριθ. …/2013 Κοινωνικού Φακέλου, τα οποία δεν προσκόμισε, ούτε επικαλέσθηκε οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, ενώ επιπροσθέτως διατείνεται ότι τα έγγραφα αυτά είναι απόρρητα και ο ίδιος δεν γνωρίζει το περιεχόμενό τους, με συνέπεια η λήψη τους υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας να παραβιάζει και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ περί του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο αφού παρέθεσε σ’αυτήν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία καταλήγει στο αποδεικτικό του πόρισμα (μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις), παραθέτει μετά απ’αυτά στο σκεπτικό του και τη φράση “και αφού έλαβε υπόψη του και την υπηρεσιακώς διαβιβασθείσα από 11-07-2016 έκθεση του “ΓΟΝ.ΙΣ” και του υπ’αριθ. …/2013 Κοινωνικού Φακέλου”. Ο αναιρεσείων αναφέρει, σχετικά με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης, στο κατατεθέν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου από 16-11-2020 σημείωμά του ότι ο ίδιος ζήτησε από την Εισαγγελία Ανηλίκων Αθηνών να λάβει αντίγραφα των ως άνω εγγράφων με την από 07-01-2019 αίτησή του και αυτά δεν του χορηγήθηκαν, επικαλείται δε με την σημείωμά του και προσκομίζει αντίγραφο αυτής της αιτήσεώς του, υπογεγραμμένο από τον ίδιο. Από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο όμως αντίγραφο της αίτησής του αποδεικνύεται ότι αυτή είχε το εξής περιεχόμενο: «Έχει Σ’ εσάς σχηματισθεί ο υπ’αριθ. …/2013 Κοινωνικός Φάκελλος. Με το από 28-03-2016 έγγραφό Σας προς τον Σύλλογο ΓΟΝΕΪΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ “ΓΟΝ.ΙΣ”, παραγγείλατε να μου παρασχεθεί συμβουλευτική στήριξη, ως πατέρα ανηλίκων παιδιών […]. Παρακολούθησα ανελλειπώς όλο το Πρόγραμμα. Ο Φορέας αυτός, μετά το τέλος του προγράμματος αυτού, υπέβαλε Ενώπιόν Σας, την με ημερομηνία 17-07-2016 Έκθεσή του, αναφορικά με τις εκτιμήσεις του, που με αφορούν. Υποβάλλω αίτημα να μου χορηγήσετε αντίγραφο της άνω Έκθεσης. Θα την χρησιμοποιήσω στις δίκες που έχω, μετά της μητέρας τους και μεταξύ των άλλων που ζητώ την επιμέλεια αυτών. Επίσης και σε ποινικές δίκες με τα ίδια θέματα. 3. Το άνω αίτημά μου είναι συμβατό με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, όπως προκύπτει και από την προσκομιζόμενη σε επίκληση, από 16-06-2016 Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου […]. Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει τη σημασία του δικαιώματος ενός γονιού να έχει πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία του φακέλλου ιδίως όσον αφορά τα περιεχόμενα στις παιδοψυχιατρικές εκθέσεις και να έχει συμμετάσχει στην διαδικασία, κατά την οποία οι εκθέσεις αυτές έχουν συνταχθεί […]». Η Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Μαρία-Ελένη Νικολού, η οποία επελήφθη της αιτήσεως του αναιρεσείοντος, απεφάνθη επ’ αυτής χειρογράφως κάτω από το κείμενο της πρώτης σελίδας της ως ακολούθως: “τα αιτούμενα έγγραφα κατόπιν αιτήματος στον Πρόεδρο υπηρεσίας θα διαβιβασθούν ενδοϋπηρεσιακώς στον δικάσαντα την υπόθεση της επιμέλειας Δικαστή (στη συνέχεια αναφέρεται και στη δυνατότητα να λάβουν γνώση των εγγράφων αυτών και Δικαστές ποινικών δικαστηρίων σε ποινικές δίκες). Αθήνα 07-01-2019, Μαρία-Ελένη Νικολού Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών (υπό τύπον σφραγίδας)” και ακολουθεί η υπογραφή της.
Έτσι ο σχετικός φάκελος με όλα τα έγγραφα διαβιβάσθηκε υπηρεσιακώς πριν την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στον δικαστή του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ο οποίος είχε δικάσει τη μεταξύ των διαδίκων διαφορά ως προς την επιμέλεια των τέκνων τους και ο οποίος την έλαβε υπόψη του κατά τα προεκτιθέμενα, χωρίς όμως να επιστηρίξει, με ειδική παραπομπή σε αυτά, οποιαδήποτε από τις επιμέρους ουσιαστικές παραδοχές της απόφασής του, που συγκροτούν το αποδεικτικό της πόρισμα, προδήλως επειδή δεν κρίθηκαν ουσιώδη για την τελική κρίση του. Επί της ιδίας αιτήσεως δόθηκε και χειρόγραφη εντολή της Αντεισαγγελέως να του χορηγηθεί και αντίγραφο της αιτήσεώς του, στο σώμα της οποίας είχε αναγραφεί και το ανωτέρω κείμενο ως προς την ενέργεια, στην οποία εκείνη θα προέβαινε (υπηρεσιακή διαβίβαση του φακέλου), προς μερική ικανοποίηση των αιτημάτων του. Αυτό το αντίγραφο, που προσκομίζει ο αναιρεσείων, του παραδόθηκε χωρίς να αντιλέξει στα διαταχθέντα και να παραιτηθεί από την αίτησή του, ενέργεια στην οποία μπορούσε να προβεί πριν την υπηρεσιακή διαβίβαση του φακέλου (προδήλως επειδή πίστευε ότι αυτό εξυπηρετούσε τις απόψεις του). Σύμφωνα με αυτά ο αναιρεσείων δημιούργησε ο ίδιος τον ως άνω προβαλλόμενο εκ μέρους του λόγο αναίρεσης με δική του πράξη και δη με την υποβολή της παραπάνω αίτησης στην Εισαγγελία και τη ρητή εκπεφρασμένη βούλησή του σ’ αυτήν να χρησιμοποιηθούν εκ μέρους του η προαναφερόμενη έκθεση και φάκελος στη δίκη της επιμέλειας, η δε αντεισαγγελέας ικανοποίησε ουσιαστικά, έστω και εν μέρει την αίτησή του, διαβιβάζοντας τα στοιχεία αυτά υπηρεσιακώς στον δικάσαντα την υπόθεση δικαστή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, γεγονός που ο αναιρεσείων γνώριζε και αποδέχθηκε κατά τα προαναφερόμενα. Το τιθέμενο δε από τον αναιρεσείοντα περαιτέρω ζήτημα της μη χορήγησης σ’ αυτόν αντιγράφων και πρόσβασης στον τηρούμενο από την Εισαγγελία Ανηλίκων φάκελο, ώστε να έχει πλήρη γνώση του περιεχομένου του, το οποίο ισχυρίζεται ότι αντιβαίνει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αφορά αποκλειστικώς τη λειτουργία της Εισαγγελίας βάσει του κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας και λειτουργίας της ενόψει του περιεχομένου τους, που αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα σχετικά με ανήλικα παιδιά, και όχι την κρίση του δικαστηρίου επί της ως άνω διαφοράς, αφού η γνωστοποίηση του ανωτέρω φακέλου δεν ζητήθηκε καν από το δικαστήριο. Ο δε αναιρεσείων είχε αποδεχθεί και επικαλεσθεί, με την από 26-02-2018 προσθήκη επί των προτάσεών του ενώπιον του Εφετείου, την προσκομιδή απόρρητων για τους ίδιους λόγους εγγράφων και δη του απόρρητου και μη γνωστοποιούμενου στον ίδιο, όπως ρητώς δηλώνει, φακέλου της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Δήμου …, που αυτή η υπηρεσία τον πληροφόρησε πως θα έστελνε στο Πρωτοδικείο υπηρεσιακώς, και ζητούσε να αξιολογηθεί ο φάκελος αυτός από το δικαστήριο, παρότι δεν του είχε γνωστοποιηθεί το περιεχόμενό του (σελ. 51 της ανωτέρω προσθήκης). Επομένως ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος κατ’άρθρο 562 παρ. 3 ΚΠολΔ.
Με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσής του ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του ως αποδεικτικά μέσα τις νομίμως προσκομισθείσες από τους διαδίκους φωτογραφίες, που έκρινε ότι επισκοπούνται παραδεκτώς “διότι δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους”, ενώ ο ίδιος είχε δηλώσει με τις προτάσεις του και με την προσθήκη αυτών- αντίκρουση ότι δεν αναγνωρίζει και αρνείται τις απεικονίσεις των προσδιοριζόμενων ως προς το τις αποτυπώσεις τους φωτογραφιών, που είχε προσκομίσει η αντίδικός του και δη τις προσκομισθείσες από εκείνην φωτογραφίες (αφορώσες και το κεφάλαιο της επιμέλειας και αυτό της επιδίκασης διατροφής για τα τέκνα του), οι οποίες απεικόνιζαν παραμέληση των παιδιών εκ μέρους του, μώλωπες στο κεφάλι της μεγαλύτερης κόρης τους και άσκηση ενδοοικογενειακής βίας εις βάρος της, την οικία του, την επιχείρησή του, το πρώην οικογενειακό αυτοκίνητό τους, μάρκας Porshe, ακινήτου του, δικύκλου του, φωτογραφίες του στο facebook, αμφισβητώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη γνησιότητά τους και καθιστώντας αυτές ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα. Ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του ως αποδεικτικά στοιχεία τις “νομίμως προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες, οι οποίες επισκοπούνται παραδεκτά εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους” (και όχι “διότι” δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, όπως ανακριβώς αναφέρει), δηλαδή τις φωτογραφίες, που προσκομίσθηκαν νομίμως από τους διαδίκους εφόσον όμως δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους (και όχι όλες τις προσκομισθείσες φωτογραφίες ή και εκείνες, η γνησιότητα των οποίων αμφισβητήθηκε). Τέτοιες δε φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, προσκομίσθηκαν από αμφότερους των διαδίκων και δη φωτογραφίες, προσκομισθείσες από την αναιρεσίβλητη, τις οποίες επικαλείται και ο ίδιος ο αναιρεσείων και οι οποίες δεν είναι εξ αυτού του λόγου δυνατό να θεωρηθεί πως αμφισβητήθηκαν απ’αυτόν (4 φωτογραφίες της ανήλικης Α.- Ρ. που είχε προσκομίσει η αντίδικός του: βλ. σχετ. σελ. 49 της προσθήκης επί των προτάσεών του), καθώς και φωτογραφίες, τις οποίες προσκόμισε και επικαλέσθηκε ο ίδιος (28 φωτογραφίες των ανηλίκων από το διάστημα κατά το οποίο συμβίωναν μαζί του: σελ. 34 των προτάσεών του ενώπιον του Εφετείου, 4 φωτογραφίες που απεικονίζουν την αντίδικό του: σελ. 8 των ίδιων προτάσεων, 2 φωτογραφίες ακινήτου της αναιρεσίβλητης: σελ. 81 των παραπάνω προτάσεών του).
Το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά, υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11 γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 1208/2019, 779/2019, 222/2008, 774/1996) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή, νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 105/2005, 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ` αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 779/2019). Ως αποτελούντα ξεχωριστά από τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται η έκθεση και το πρακτικό αυτοψίας (359 ΚΠολΔ), η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων (383 ΚΠολΔ), τα πρακτικά εξέτασης των μαρτύρων (410 ΚΠολΔ) και οι ένορκες βεβαιώσεις (339 ΚΠολΔ), εφόσον αυτές ελήφθησαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη και κατόπιν τήρησης των τασσόμενων από τις διατάξεις 421- 424 ΚΠολΔ διατυπώσεων και τις προβλεπόμενες σ’αυτές προϋποθέσεις στην περίπτωση που ελήφθησαν μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 4335/2015, ή των διατάξεων του προϊσχύσαντος άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, εάν ελήφθησαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 και η υπόθεση εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, ενώ εάν η υπόθεση υπαγόταν στην ειδική διαδικασία των διαφορών για τη διατροφή και επιμέλεια τέκνων υπό τις διατυπώσεις του προϊσχύσαντος άρθρου 671 παρ. 1 εδ. δ (άρθρ. 681Β παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015). Ειδικότερα οι ένορκες βεβαιώσεις, που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, δεν αποτελούν έγγραφα, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 342 επ. του ΚΠολΔ, αλλά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διακρινόμενο από τα έγγραφα και, γι` αυτό ακριβώς, αν η απόφαση του ουσιαστικού δικαστηρίου αναφέρει μόνο ότι λήφθηκαν υπόψη τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, δεν αποδεικνύεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τις ένορκες βεβαιώσεις που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο ανωτέρω από το άρθρο 559 αρ. 11 γ` λόγος αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 1208/2019, 620/2019).
Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων καθώς και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, που λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, έστω και αν αυτές οι ένορκες βεβαιώσεις λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, όχι όμως όταν ελήφθησαν χωρίς τέτοια κλήτευση για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη.
Συνεπώς, οι τελευταίες ένορκες βεβαιώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον ως δικαστικά τεκμήρια και δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται, το δε δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά στην απόφασή του (ΟλΑΠ 8/2016), αντιθέτως με τις ληφθείσες νομοτύπως για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη ένορκες βεβαιώσεις. Η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, καλύπτει και τις αμέσως προαναφερόμενες αποτελούσες απλώς δικαστικά τεκμήρια βεβαιώσεις, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που ελήφθησαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που ελήφθησαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 5/2020, 897/2014, ΑΠ 254/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεώς του αποδίδει ο αναιρεσείων στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά στοιχεία που ο ίδιος επικαλέσθηκε και προσκόμισε και δη 18 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν ενόψει άλλων δικών και δικαστικών ενεργειών (εγκλήσεων, αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, άλλης αγωγής διατροφής), και έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν ο ίδιος και η αντίδικός του. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης το Εφετείο παρέθεσε τα εξής αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία κατέληξε στην προπαρατιθέμενη κρίση του ως προς τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά:
«| Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού και αξιολογούνται καθαυτές, μεταξύ τους και σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κατά το μέτρο και τρόπο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας τους, όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρ. 529 παρ. 1α` Κ.Πολ.Δ), καθόσον η μη προσκομιδή τους κατά τη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν έγινε από πρόθεση ή από βαριά αμέλεια των διαδίκων – στα οποία περιλαμβάνονται και 1) εκείνα των ποινικών δικογραφιών που εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων… (ακολουθεί παράθεση νομολογίας), 2) οι νομίμως προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες, οι οποίες επισκοπούνται παραδεκτά εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους και 3) οι ληφθείσες εξ αφορμής άλλων δικών μεταξύ των διαδίκων ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται νόμιμα από αυτούς, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη μνεία τους (ακολουθεί παράθεση νομολογίας) τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο νια την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ακολουθεί παράθεση νομολογίας), από τις προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη …/30-1-2014 …/31-1-2014 ένορκες βεβαιώσεις των Β. Α.- Τ. και Γ. Λ. αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ναταλίας- Μαρίας Σαββίδη, οι οποίες ελήφθησαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος (βλ. …/ έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών Δήμητρας Αρ. Καράμπελα), την …/8-10-2015 ένορκη βεβαίωση της Χ. Σ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Δημ. Καλλή, η οποία ελήφθη κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης γνωστοποιήσεώς της προς τον εκκαλούντα δια σχετικής δηλώσεως καταχωρισθείσας στα ως άνω ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και τις … και …/2-2-2018 ένορκες βεβαιώσεις των Σ. Σ.- Φ. και Β. Α.- Τ. αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευδοκίας Έβελυν Καρασταμάτη, οι οποίες ελήφθησαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος (βλ. την …/30-1-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών Αντωνίου Αν. Παπαγιαννούλα), και αφού έλαβε υπόψη του και την υπηρεσιακώς διαβιβασθείσα από 11-07-2016 έκθεση του ΓΟΝ.ΙΣ και του …/2013 κοινωνικού φακέλλου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: […]| ».
Σύμφωνα με αυτά το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, με τη ρητή μάλιστα μνεία ότι σ’αυτά περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν επ’αφορμή άλλων δικών για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς. Ενόψει της διαλαμβανόμενης στις αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης βεβαίωσης, ότι για το σχηματισμό της περί πραγμάτων κρίσης της, στηρίχθηκε σε όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν σε συνδυασμό και με τις λοιπές αιτιολογίες αυτής και ιδίως τις ανωτέρω πλήρεις και σαφείς παραδοχές της περί της καταλληλότητας της αναιρεσίβλητης να αναλάβει την επιμέλεια των ανηλίκων, όπως επιβάλλει το αναλυθέν συμφέρον αυτών, και περί της όλης κοινωνικής, μορφωτικής και περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται, αλλ` αντιθέτως καθίσταται βέβαιο, ότι και τα ως άνω έγγραφα αποδεικτικά μέσα, στα οποία αναφέρεται η ερευνώμενη αναιρετική αιτίαση, ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως ο προαναφερθείς λόγος είναι αβάσιμος (βλ. και ΑΠ 814/2019).
Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί, ναι μεν η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημόσιας τάξης. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη είναι δεκτοί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, εφόσον στηρίζονται στο πραγματικό υλικό, που υποβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και εφόσον γίνεται σχετική σαφής επίκληση στο αναιρετήριο (ΑΠ 279/2019, 201/2017,168/2015).
Συνεπώς, ο ισχυρισμός, στον οποίο στηρίζεται ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο. Ειδικότερα, αν προσβάλλεται με τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις) και στον δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, οπότε αυτό πρέπει να αναφέρεται επίσης στην αίτηση αναίρεσης (ειδικότερα δε, αν αφορά τη δημόσια τάξη, που μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, με την προϋπόθεση πρόσθετης επίκλησης ότι το πραγματικό υλικό στο οποίο στηρίζεται, υποβλήθηκε στο Δικαστήριο ουσίας, ή ότι προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση) ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρ. 527 ΚΠολΔ προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, προϋπόθεση που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο (ΑΠ 279/2019, 201/2017). Το από το παραπάνω άρθρο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 64/2017, ΑΠ 386/2017). Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν του νόμου 4335/2015 δικονομικό δίκαιο, που εφαρμόζεται για τις ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες έχουν ληφθεί πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (πριν την 01-01-2016), δεν ήταν απαραίτητο να γνωστοποιηθεί με την κλήτευση η ταυτότητα αυτών που θα έδιναν τις ένορκες βεβαιώσεις (ΑΠ 667/2020).
Με τον έκτο λόγο της αιτήσεώς του ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 γ ΚΠολΔ, επειδή έλαβε υπόψη του την προσκομισθείσα από την αντίδικό του …/8-10-2015 ένορκη βεβαίωση της Χ. Σ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Δημ. Καλλή, που ελήφθη τρεις ημέρες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ενώ η αντίδικός του δεν ανέφερε στις προτάσεις της ότι αυτή λήφθηκε προς αντίκρουση ισχυρισμών του ενώπιον εκείνου του δικαστηρίου, η δε γνωστοποίηση στον ίδιο για τη λήψη της ένορκης αυτής βεβαίωσης δεν έγινε νομοτύπως, αφού αυτή καταχωρήθηκε, όπως υποβλήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της αντιδίκου του στο ακροατήριο, στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και έχει ως εξής: «Θέλουμε να δηλώσουμε ότι θα λάβουμε ένορκες βεβαιώσεις στην συμβολαιογράφο Αθηνών Ελένη Δημητρίου Καλλή, την Πέμπτη ώρα 10.30, …, προς αντίκρουση όσων αναφέρθηκαν σήμερα στην αίθουσα του δικαστηρίου σας, σχετικά και ειδικά με τα καινούργια που προστέθηκαν […] για το θέμα των παιδιών», η κατά τον τρόπο δε αυτό γενόμενη κλήτευσή του στερείται ορισμένης ημεροχρονολογίας, αφού αναφέρεται απλώς στην Πέμπτη και δεν αναφέρεται αν η ένορκη βεβαίωση θα λαμβανόταν ώρα 10.30 προ ή μετά μεσημβρία, ενώ δεν αναφέρεται και το όνομα αυτής που επρόκειτο να δώσει την ένορκη βεβαίωση, καθώς και ποιοι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί του ή ποια αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισε ο ίδιος, και θα αντικρούονταν. Ο λόγος αυτός της αιτήσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος κατά τα προεκτιθέμενα, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι τον προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και τον επανέφερε ενώπιον του Εφετείου, ούτε ότι εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (στις οποίες και δεν εμπίπτει), ενώ αυτός είναι, σε κάθε περίπτωση, απαράδεκτος και διότι πράγματι δεν προβλήθηκε ενώπιον του Εφετείου, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσής του και τις προτάσεις που κατέθεσε σε εκείνο το δικαστήριο, παρότι η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση είχε ληφθεί υπόψη ως έγκυρο και παραδεκτό αποδεικτικό μέσο και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στην επισκοπούμενη από τον Άρειο Πάγο, 363/2017 απόφασή του.
Κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η από 27-03-2019 αίτηση για αναίρεση της 257/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. Ο αναιρεσείων, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-03-2019 αίτηση για αναίρεση της 257/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αναίρεσης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες οκτακόσια (2800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροΣυχνές ερωτήσεις-απαντήσεις.Ηλεκτρονική δήλωση φόρου δωρεάς/Γον. παροχής κινητών και χρημάτων χωρίς συμβόλαιο
Επόμενο άρθρο Ηλεκτρονικό μάτι της ΤτΕ στις ρυθμίσεις δανείων