Παράνομη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών βάσει προδιατυπωμένου όρου σύμβασης. Αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες προσβαλλόμενης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που απέρριψε την αγωγή) ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της κατά νόμο ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων ως προς τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του. Αναίρεση προσβαλλομένης απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για εκ πλαγίου παράβαση αρ. 11 παρ. 1 περ. β, γ Ν. 2472/1997.
Αριθμός 73/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1 Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευδοξία Κιουπτσίδου -Στρατουδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννα Κλάπα -Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Αικατερίνη Χονδρορίζου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 10 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: …, κατοίκου Σερρών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πουλή και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Μητσιμπούνα και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/9/2017 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 483/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 15906/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30/6/2021 αίτηση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψη της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 30-6-2021 αίτηση αναίρεσης (αριθ.εκθ.κατάθ. ./2021, αριθ. δικ. ./2021), προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με αριθμό 15906/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, δικάζοντας ως εφετείο, δέχτηκε την από 11-5-2017 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας κατά της υπ’ αριθ.483/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εξαφάνισε την τελευταία αυτή (πρωτόδικη) απόφαση και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή η από 28-9-2017 αγωγή του αναιρεσείοντος και υποχρεώθηκε η εναγομένη να του καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ο ίδιος υπέστη, λόγω παράνομης προσβολής της προσωπικότητας του, εκ μέρους της ως άνω αντιδίκου του με την διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του δεδομένων, χωρίς ενημέρωση του, κατά παράβαση του άρθρου 11 παρ. 1 περ.β’, γ’ ν. 2472/1997. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 3 Β’ αριθμ. 4, 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ). Είναι, συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατ’ άρθρο 577 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα.
Στη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 6 ΚΠολΔ, εννοιολογικά ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 559 αρ. 19 του ίδιου κώδικα, που προστέθηκε με το τρίτο άρθρο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ορίζεται ότι κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 6 του άρθρ. 560 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 1/1999, Α.Π. 1127/2021, Α.Π.1275/2020, Α.Π.2267/2013, Α.Π.26/2004). Δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης, Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι, κατά το νόμο, αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, Α.Π.1127/2021). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 560 αρ. 6 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωση του ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και η σύνδεση του με το διατακτικό, γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα και δ) οι παραδοχές του δικαστηρίου, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά, υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση (ΑΠ 1127/2021, Α.Π.1206/2008, ΑΠ 130/2009, ΑΠ 1438/2009). Δεν αρκεί δηλαδή η παράθεση του συμπεράσματος του δικαστηρίου, γιατί μόνο με παράθεση των πραγματικών κρίσιμων παραδοχών, (όχι μεμονωμένων και κατ1 επιλογή αποσπασματικών), μπορεί να ελεγχθεί, αν η αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ (ΑΠ 1127/2021, Α.Π.1909/2007). Επίσης και στις δύο περιπτώσεις, ανεπάρκειας ή αντίφασης των αιτιολογιών της απόφασης, πρέπει επιπρόσθετα να εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι υποβλήθηκε στο Εφετείο ισχυρισμός, για την αντιμετώπιση του οποίου εσφαλμένα εφαρμόστηκε ή, ενώ έπρεπε να εφαρμοστεί, εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε ο επικαλούμενος κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ ΑΠ 20/2005). Εξάλλου, ο ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού ^χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … β) …, γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) …, ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) “Εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) “Τρίτος” κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) “Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο “επεξεργασίας” τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) “Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ’ του παρόντος νόμου”. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: “Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο”. Στη διάταξη του άρθρου .4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: “Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) … (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας …(παρ.2)”. Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, όπως το εδ. γ’ της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. (παρ.1). Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων…. β) … γ)… δ) … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ.3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: “Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας … (παρ. 3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ’ εντολή του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)”. Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι : “Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητα του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματα του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου… (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ.3). Με το άρθρο 12 παρ.1 αυτού ορίζεται ότι: “Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως”, ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ότι “Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευση τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρηση του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού, ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε’, εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ. 2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας… (παρ. 3). Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α αυτού, ορίζεται ότι “το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή…”. Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του νόμου αυτού προβλέπονται, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και υπό τις οριζόμενες ειδικότερα προϋποθέσεις, ποινικές κυρώσεις, για όσες συμπεριφορές κρίνονται αξιόποινες, καθώς και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει, ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών ^δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητας του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα, αρκεί να πληροί τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων. Το δικαίωμα του αυτό προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση, αποσκοπούν αφενός στην με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσης του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, όπως αξιώνεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 περ. ια’ του ν. 2472/1997, και γΓ αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησης του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματος του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του. Πληροί, δε, την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ’ του ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητά αναγράφεται στην οικεία διάταξη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των & δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Η αναφορά στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α’ του ν. 2472/1997, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για την ταυτότητα του “και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του”, αφορά τον τυχόν εκπρόσωπο του υπεύθυνου επεξεργασίας, προς τον οποίο το υποκείμενο θα μπορεί να απευθύνεται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και όχι τον εκτελούντα την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, Εξάλλου, ο εκτελών την επεξεργασία, δεν ταυτίζεται με τον “τρίτο”, όπως ρητά εξειδικεύεται στο σχετικό ορισμό του άρθρου 2 περ. θ’ του άνω νόμου. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε “κατηγορίες αποδεκτών”, στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β’ του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και “οι κατηγορίες των αποδεκτών” των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη. Επίσης, στηρίζεται και στο ότι, δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, πέραν εκείνης της ενημέρωσης του υποκειμένου κατά τη συλλογή των δεδομένων περί των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και για τη μεταγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, σε κάθε είδους εξέλιξη της επεξεργασίας, χωρίς σχετική αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εκτός της περίπτωσης που προαναφέρθηκε, της ενημέρωσης δηλαδή του υποκειμένου πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτον. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, της ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και να μπορεί το υποκείμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της πρόσβασης και των αντιρρήσεων, προβλέπεται με σαφήνεια, ότι το υποκείμενο των δεδομένων, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον υπεύθυνο επεξεργασίας και να ζητήσει την αναλυτική ενημέρωση για όλα τα στοιχεία και την εξέλιξη της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρηση του. Μεταξύ δε αυτών των στοιχείων, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η πληροφόρηση του για την κοινοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή, υπηρεσία ή οργανισμό, που επεξεργάζεται τα δεδομένα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (εκτελούντα την επεξεργασία) και το οποίο θα ανήκει στην κατηγορία αποδεκτών για την οποία έχει ενημερωθεί. Αντίστοιχη αυτοτελής υποχρέωση ενημέρωσης με εκείνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεν βαρύνει τον εκτελούντα την επεξεργασία, ενόψει του ότι αυτός ενεργεί για λογαριασμό και υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν και ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας τα δεδομένα, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους της εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης ανάθεσης της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (Ολ.Α.Π.3/2020). Στην
προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης με την αναίρεση απόφασης, προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Στις 10.9.2010 ο ενάγων κατήρτισε με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος» την υπ’αριθμ. . σύμβαση («προεγκεκριμένου») καταναλωτικού δανείου ποσού 25.000 ευρώ εξοφλητέου σε (96) συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται στην ως άνω σύμβαση. Κατά την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης δανείου και σύμφωνα με τον όρο 15 αυτής το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος συνέλεξε από τον ενάγοντα δεδομένα του προσωπικού χαρακτήρα (κοινώς γνωστά ως «προσωπικά δεδομένα») και συγκεκριμένα το όνομα του «.», το επώνυμο του «..», το όνομα πατρός του «..» και τη διεύθυνση κατοικίας του «.». Σύμφωνα με τον όρο 15 της άνω σύμβασης η Τράπεζα γνωστοποίησε στον εφεσίβλητο ότι «συλλέγει, καταχωρεί, διατηρεί, αποθηκεύει και χρησιμοποιεί είτε μόνη, είτε σε συνεργασία με τις εταιρίες που αυτή τυχόν συμμετέχει, στα πλαίσια της μετ’ αυτών συνεργασίας και επιχειρηματικής δράσης, τα στοιχεία αυτά (δηλ. δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα) …και τα διαθέτει σε διατραπεζικό αρχείο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς για την προστασία της πίστης και την εξυγίανση των συναλλαγών. Αποδέκτες των στοιχείων είναι μόνο πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα, υπεύθυνος δε επεξεργασίας η «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.». Ο Οφειλέτης και ο Εγγυητής παρέχουν στην Τράπεζα τη ρητή συγκατάθεση τους για την ως άνω επεξεργασία των ανωτέρω προσωπικών δεδομένων, αφού έλαβαν γνώση και κατανόησαν τα δικαιώματα τους περί ενημέρωσης, πρόσβασης και αντιρρήσεων επ’ αυτών εκ των άρθρων 11, 12, 13 αντιστοίχως του νόμου 2472/1997. Στις 18-1-2013 δυνάμει της υπ’αριθ.2124/Β.95 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών συστήθηκε νέο μεταβατικό ίδρυμα, με ορισμένη διάρκεια δύο ετών και συγκεκριμένο σκοπό που περιγράφεται στο ΦΕΚ Β’ 74/18-1 -2013 και το οποίο είχε την επωνυμία «ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.», με έδρα την Αθήνα, στο οποίο μεταβιβάσθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι συμβατικές σχέσεις του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος Α.Τ.Ε.» έναντι πελατών του, που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με αυτούς, με συνέπεια το «ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.» να έχει υποκαταστήσει πλήρως το «Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος Α.Τ.Ε.» ως ειδικός διάδοχος του σε όλες τις συμβατικές σχέσεις του τελευταίου, που μεταβιβάσθηκαν καθώς και στο σύνολο του ενεργητικού και παθητικού εκτός αυτών, που αναφέρονται στο ως άνω ΦΕΚ ως «μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία» και δεν αφορούν στην ένδικη αγωγή. Στη συνέχεια, στις 27-12-2013, το «ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.» συγχωνεύθηκε μέσω απορρόφησης από την εναγόμενη Τράπεζα (βλ. σχετικά το ΦΕΚ τ. ΑΕ-ΕΠΕ ΓΕΜΗ ./27-12- 2013), η οποία υπεισήλθε έκτοτε ως οιονεί καθολική διάδοχος σε όλες τις έννομες σχέσεις και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της εταιρείας «ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.», συνεπώς και των συμβατικών σχέσεων, που στηρίζονται σε πιστοδοτικές συμβάσεις, όπως εν προκειμένω η ως άνω σύμβαση καταναλωτικού δανείου, η οποία έλαβε από την εναγομένη (κατόπιν συγχώνευσης και ενοποίησης των τραπεζικών συστημάτων) αριθμό .. Στις 6.4.2016 ο εφεσίβλητος νομιμοποιήθηκε στην εκκαλούσα και προέβη σε επικαιροποίηση των στοιχείων του και συγκεκριμένα του τηλεφώνου του και της διεύθυνσης της ηλεκτρονικής του αλληλογραφίας (βλ. σχετικό από 6-4-2016 έγγραφο που προσκόμισε η εκκαλούσα και στον πρώτο βαθμό). Σε αυτό το έγγραφο ο εφεσίβλητος δήλωσε υπεύθυνα ότι παρέλαβε αντίγραφο των Γ.Ο.Σ. της Τράπεζας. Στη σελ. 4 των όρων αυτών γίνεται ρητή αναφορά με τον τίτλο «ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Ν.2472/1997». Περαιτέρω, δυνάμει του από 1-10-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, η εναγόμενη τράπεζα ανέθεσε στην ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «EUROBANK ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (δ.τ. «EUROBANK REMEDIAL SERVICES», την εξώδικη ενημέρωση (προφορική ή και έγγραφη ή με άλλο Σταθερό Μέσο) οφειλετών-πελατών της εναγόμενης Τράπεζας για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων και απαιτητών χρηματικών οφειλών τους έναντι της τελευταίας πριν από τη διενέργεια δικαστικών πράξεων και το στάδιο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από συμβάσεις, όπως οι συμβάσεις προϊόντων καταναλωτικής πίστης και προϊόντων στεγαστικής πίστης καθώς και τη διαπραγμάτευση του χρόνου, του τρόπου και των λοιπών όρων αποπληρωμής των οφειλών κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εναγομένης Τράπεζας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3758/2009. Στις αρχές του έτους 2015 και λόγω των συνεχών μειώσεων του μισθού του, που υπέστη ο ενάγων κατ’ εφαρμογή των νόμων για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης στη χώρα μας, άρχισε να αντιμετωπίζει τις πρώτες δυσκολίες στην εξόφληση των δόσεων του εν λόγω δανείου και την ίδια χρονική περίοδο άρχισαν να καλούν στο κινητό του τηλέφωνο υπάλληλοι της εταιρίας με την επωνυμία «EUROBANK REMEDIAL SERVICES». Ο εφεσίβλητος-ενάγων απέστειλε στις 16-10-2015 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία στην εναγόμενη-εκκαλούσα για τις συνεχείς κλήσεις και η εναγόμενη- εκκαλούσα του απάντησε στις 1-4-2016 με επιστολή της, δηλώνοντας ότι διαβίβασε τα στοιχεία του εφεσίβλητου στην άνω εταιρία, πλην όμως ο τελευταίος ενημερώθηκε για τη διαβίβαση αυτή. Στις 4-1-2016 καταρτίστηκε μεταξύ της εναγόμενης-εκκαλούσας και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ» (εφεξής για συντομία «ΜΕΛΛΟΝ»), με την οποία σύμβαση η πρώτη ανέθεσε στη δεύτερη την εξώδικη ενημέρωση (προφορική ή και έγγραφη ή με άλλο σταθερό μέσο) οφειλετών-πελατών της εναγόμενης Τράπεζας για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων και απαιτητών χρηματικών οφειλών τους έναντι της τελευταίας πριν από τη διενέργεια δικαστικών πράξεων και το στάδιο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από συμβάσεις όπως οι συμβάσεις προϊόντων καταναλωτικής πίστης και προϊόντων στεγαστικής πίστης καθώς και τη διαπραγμάτευση του χρόνου, του τρόπου και των λοιπών όρων αποπληρωμής των οφειλών κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εναγομένης- εκκαλούσας Τράπεζας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3758/2009. Τον Ιανουάριο του 2017 οι προστηθέντες υπάλληλοι της εταιρίας «ΜΕΛΛΟΝ»» άρχισαν να τηλεφωνούν στον ενάγοντα – εφεσίβλητο. Ο τελευταίος ζήτησε την 31-7-2017 αρχείο κλήσεων, το οποίο του δόθηκε και πράγματι υπήρχαν συχνές τηλεφωνικές κλήσεις. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι εν λόγω δύο εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών προέβησαν στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου με την καταχώρηση αυτών στο αρχείο τους (Η/Υ) για τις ανάγκες εκτέλεσης των αντιστοίχων συμβάσεων και στη χρήση αυτών, με τηλεφωνικές οχλήσεις του ενάγοντος, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες, Όμως, κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υπήρξε ενημέρωση του υποκειμένου προσωπικών δεδομένων στην κρινόμενη υπόθεση ενάγοντος – εφεσίβλητου, από την υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων, εναγόμενη – εκκαλούσα, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη σχετική αναγραφή στο έντυπο της αίτησης χορήγησης του δανείου, όπως προαναφέρθηκε, ότι αποδέκτες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εφεσίβλητου δανειολήπτη, τα οποία αφορούν την είσπραξη των απαιτήσεων της εκκαλούσας Τράπεζας, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται με τη σύμβαση δανείου, είναι, εκτός των άλλων, και οι εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων. Αυτή η ενημέρωση πληροί την απαιτούμενη, κατά τα γενόμενα δεκτά, ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων που συνελέγησαν κατά τη χορήγηση της πίστωσης και συνεπώς η ενέργεια αυτή της εκκαλούσας δεν συνιστούσε παραβίαση των ρυθμίσεων του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ’ ν. 2472/1997, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ αποδοχή του πρώτου λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Τούτο διότι, οι ανώνυμες εταιρείες με τις επωνυμία αντίστοιχα «EUROBANK REMEDIAL SERVICES» και «ΜΕΛΛΟΝ», στις οποίες διαβιβάστηκαν τα δεδομένα, ως εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών, υπάγονται στην ευρύτερη κατηγορία αποδεκτών «εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων» λαμβάνοντας υπόψη αφενός μεν ότι εταιρείες με τέτοιο αντικείμενο δραστηριότητας θεσπίσθηκαν το πρώτον με το ν. 3578/2009, δηλαδή πριν την κατάρτιση της συμβάσεως δανείου μεταξύ των διαδίκων, αφετέρου δε το γεγονός ότι σαφώς, η δραστηριότητα των ως άνω εταιρειών αποτελεί μέρος της δραστηριότητας των «εταιρειών είσπραξης απαιτήσεων», οι οποίες, πέραν του σκοπού της ενημέρωσης των οφειλετών για το χρέος, είχαν σκοπό και την είσπραξη των απαιτήσεων. Επομένως, το Ειρηνοδικείο Αθηνών, που δίκασε την αγωγή και έκρινε ότι η εκκαλούσα – εναγόμενη Τράπεζα, όφειλε, εκτός από την πραγματοποιηθείσα κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων του εφεσίβλητου-ενάγοντος, να προβεί σε ενημέρωση αυτού για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, κατά το χρόνο διαβίβασης αυτών στην ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, καταλήγοντας με το πόρισμα του ότι συνεπεία της παράλειψης αυτής της ενημέρωσης, παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ’ του Ν. 2472/1997, η οποία (παραβίαση) και εν συνεχεία χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτού, προκάλεσε σ’ αυτόν ηθική βλάβη και θεμελίωσε την αξίωση του για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, την οποία εσφαλμένα εφάρμοσε, με εσφαλμένη υπαγωγή των γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου και για τον λόγο αυτό κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης πρέπει να εξαφανιστεί, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της υπό κρίση εφέσεως, να διακρατηθεί δε η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και να δικαστεί στην ουσία της. Ακολούθως- και για τους παραπάνω αναφερόμενους λόγους, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως ουσία αβάσιμη». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών που δίκασε ως εφετείο, δέχτηκε τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση της εκκαλούσας εναγομένης ήδη αναιρεσίβλητης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε επί της από 28-9-2017 αριθ.καταθ../2017 αγωγής, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενο ότι ο ενάγων, ως υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων του, που συνελέγησαν από την εναγομένη τράπεζα κατά τη χορήγηση σε αυτόν πίστωσης, ενημερώθηκε από την τελευταία για τη διαβίβαση τους, τους αποδέκτες τούτων και τη διαβίβαση τους σε αυτούς εκ μέρους της προς επεξεργασία για λογαριασμό της, ενεργώντας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 περ.β’, γ’του ν.2472/1997, και συνεπώς η ενέργεια της αυτή δεν συνιστούσε παραβίαση των ρυθμίσεων της ως άνω διάταξης και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, προς θεμελίωση αξίωσης του για καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, καθ’ όσον δεν διέλαβε σ’ αυτή την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό της ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 11 παρ.1 περ.β’, γ’ του ν.2472/1997 και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή αυτής, την οποία έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Τούτο, διότι δεν εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση του, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις, όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, σχετικά με το ζήτημα της κατά νόμο απαιτούμενης ελάχιστης ενημέρωσης του ενάγοντος υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων εκ μέρους της εναγομένης αναιρεσίβλητης κατ’άρθρο 11 παρ.1 περ. β’, γ’ του ν.2472/1997, που συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση του αγωγικού του δικαιώματος αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με επίκληση της παραβίασης της άνω διάταξης, και ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να καταστήσει ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, ενώ δέχεται αρχικά ότι ο ενάγων-αναιρεσείων ενημερώθηκε από την αντισυμβαλλομένη του Τράπεζα για τη συλλογή των προσωπικών του δεδομένων και τη διαβίβαση τους εκ μέρους της μόνο σε πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα, για τη διατήρηση τους σε διατραπεζικό αρχείο προς προστασία της πίστης και την εξυγίανση των συναλλαγών, με υπεύθυνο επεξεργασίας τους την «Τειρεσίας ΑΕ», σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 15 όρο της υπ’ αριθ../10-9-2010 σύμβασης παροχής πίστωσης καταναλωτικού δανείου, στη συνέχεια αντιφατικά δέχεται ότι με τον ίδιο συμβατικό όρο (τον υπ’αριθμ. 15) με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, ο ενάγων ενημερώθηκε από την αντισυμβαλλομένη του Τράπεζα, για την διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται με την άνω σύμβαση δανείου, στην ευρύτερη κατηγορία αποδεκτών «εταιρείες είσπραξης απαιτήσεων» στην οποία υπάγονται και οι εταιρείες «.» και «EUROBANK REMEDIAL SERVICES» ως εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών, και τέλος, με ελλιπείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι ο ενάγων ενημερώθηκε από την εναγομένη-αναιρεσίβλητη τράπεζα για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων σε τρίτους το έτος 2016, μέσω της επικαιροττοίησης των στοιχείων του, λαμβάνοντας τότε αντίγραφο των Γ.Ο.Σ. στο οποίο γίνεται αναφορά μόνο του τίτλου «ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Ν.2472/1997», χωρίς όμως να αναφέρεται το περιεχόμενο του σχετικού όρου και χωρίς να προσδιορίζονται οι αποδέκτες των δεδομένων του ενάγοντος. Με τις παραπάνω δε αιτιολογίες, που είναι αντιφατικές, ελλιπείς και ανεπαρκείς, κατά τα προεκτεθέντα, κατέληξε στην κρίση περί νομότυπης ενημέρωσης του ενάγοντος για το σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων του και για τη διαβίβαση τους στις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών «ΜΕΛΛΟΝ» και «EUROBANK REMEDIAL SERVICES» που εκτελούν για λογαριασμό της αναιρεσίβλητης τράπεζας την επεξεργασία αυτή. Εν κατακλείδι, το Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές για τη στήριξη του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, εξαιτίας αντιφατικών, ελλιπών και ανεπαρκών αιτιολογιών, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 11 παρ.1 περ.β’και γ’τουν.2472/1997, τις οποίες παραβίασε εκ πλαγίου. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι βάσιμος. Κατόπιν τούτων, χωρίς να ερευνηθεί ο έτερος δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, η εξέταση του οποίου παρέλκει γιατί καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού, που κρίθηκε βάσιμος, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου, που κατέθεσε για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ. 4, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, που ηττήθηκε στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου της, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 15906/2020 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, συγκροτούμενο από διαφορετικό από εκείνο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση δικαστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στις 17 Ιανουαρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ