Αριθμός 800/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Ελένη Φραγκάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. – Π. Π. του Γ., κατοίκου …, ατομικά και ως διαδόχου και πρώην ομορρύθμου εταίρου της ήδη λυθείσας ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “… ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ”, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία – Παναγιώτα Λιμνίου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Γ. του Γ., κατοίκου … και 2) Ν. Γ. του Γ., κατοίκου … εκ των οποίων ο 2ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπόλη και ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπόλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-1-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και της ήδη λυθείσας ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “… ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ”, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 987/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1238/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-10-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ελένη Φραγκάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 23.10.2018 αίτηση για την αναίρεση της 1238/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρο 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, πριν το Ν. 4335/2015), ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Με την προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση του Εφετείου, έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η με αριθμό καταθ. δικογρ. 5609/29.8.2014 έφεση της αναιρεσείουσας και εξαφανίσθηκε η με αριθμ. 987/2014 εκκαλούμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η, κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων εκμισθωτών, στρεφομένη από 17.1.2014 και με αριθμό καταθ. 6975/141/2014 ένδικη, ασκηθείσα μεταξύ άλλων και από την τότε ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα μισθώτρια, αγωγή ως προς αμφότερες, περί μειώσεως του μισθώματος κύρια και επικουρική, στηριζόμενες στα άρθρα 288 και 388 ΑΚ, αντίστοιχα, βάσεις αυτής. Το Εφετείο κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ’ ουσίαν, απέρριψε στο σύνολό της την ένδικη αγωγή κατά μεν την στηριζόμενη στο άρθρο 288 ΑΚ κύρια βάση της ως αόριστη και κατά δε την επιχειρουμένη επικουρικά να θεμελιωθεί στο άρθρο 388 ΑΚ βάση, ως μη νόμιμη.
Κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, η οποία κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ΠΔ/τος 34/1995 εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις, προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, είναι α) η μεταβολή να αφορά περιστατικά στα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη από κοινού στήριξαν κυρίως τη σύναψη της συμβάσεως εν όψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, δηλαδή αμφότερα τα μέρη πρέπει να έθεσαν τα νομικά ή πραγματικά γεγονότα που αποτέλεσαν το θεμέλιο της συμβάσεως ως όρο της ισχύος της, υπό την έννοια ότι δεν θα προέβαιναν στην κατάρτισή της εάν γνώριζαν τη μεταβολή που επρόκειτο να επέλθει, β) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της συνάψεως της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους έκτακτους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, εν όψει και της αντιπαροχής, να έγινε υπέρμετρα επαχθής. Λόγοι έκτακτοι και απρόβλεπτοι είναι περιστατικά που δεν επέρχονται κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. Έτσι τυχαία γεγονότα, που όμως συμβαίνουν συνήθως, όπως είναι η μεταβολή της αξίας του εγχώριου νομίσματος σε σχέση με τα ξένα νομίσματα, εφόσον δεν υπερβαίνει το συνηθισμένο μέτρο, ώστε να ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ή η γενική οικονομική κρίση με την επιβολή μέτρων λιτότητας, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δυνάμεως των καταναλωτών, δεν αποτελούν περιστατικά έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως σε οικονομίες, όπως η ελληνική, στις οποίες είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας (ΑΠ 1088/2017, ΑΠ 1171/2004). Επιπλέον δε για να στοιχειοθετηθεί περίπτωση εφαρμογής του προαναφερόμενου άρθρου, δεν αρκεί μόνη η κατά τα άνω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, αλλά θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως, το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και τις υποχρεώσεις προς τρίτους, που εξαρτώνται από τη σύμβαση, έτσι ώστε οι συνέπειες από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας να έγιναν δυσβάστακτες για το ένα των συμβληθέντων μερών και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο, που, κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, αναλαμβάνει κάθε συμβαλλόμενος, όταν μάλιστα αποφασίζει σύναψη σύμβασης, που πρόκειται να εκτελεσθεί στο μέλλον (ΑΠ 53/2019). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία “ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Επομένως, με βάση την πιο πάνω διάταξη, η οποία είναι εφαρμοστέα και επί των εμπορικών μισθώσεων, ενόψει του άρθρου 44 του ΠΔ/τος 34/1995, ο εκμισθωτής εμπορικής μίσθωσης μπορεί να ζητήσει κατά το άρθρο 288 ΑΚ αναπροσαρμογή του οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή, συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική), μισθώματος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης αύξηση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του μισθωτή στην καταβολή του ιδίου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη -παρά την ανάγκη διασφάλισης των σκοπών του ως άνω νόμου και κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται- η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη (Ολ.ΑΠ 9/1997, ΑΠ 2154/2007). Επίσης, ο μισθωτής δεν αποκλείεται κατά το άρθρο 288 ΑΚ, να ζητήσει αναπροσαρμογή του οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή, συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική), μισθώματος, εφόσον, εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ώστε με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη -παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται- η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί (Ολ.ΑΠ 3/2014, 9/1997). Τα στοιχεία της βάσης της αγωγής αναπροσαρμογής μισθώματος ακινήτου, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ., τα παρακάτω: 1) έγκυρη σύμβαση εμπορικής μίσθωσης, γιατί η αγωγή απορρέει από σύμβαση και συνεπώς σε περίπτωση ακυρότητας δεν χορηγείται, αφού αυτή δεν αναδίδει καμιά συνέπειά της, 2) μόνιμη μεταβολή των συνθηκών κατά το διάστημα από τη σύναψη της μίσθωσης ή από το χρόνο της τυχόν προγενέστερης -από εκείνην που επιδιώκεται με την αγωγή- συμβατικής ή νόμιμης αναπροσαρμογής μέχρι το χρόνο της αγωγής, ανεξάρτητα από το υπαίτιο, το έκτακτο και απρόβλεπτο των λόγων που προξένησαν την εν λόγω μεταβολή. Η αναπροσαρμογή του μισθώματος χωρεί έστω και αν η μεταβολή των συνθηκών δεν είναι ανυπαίτια, πλην όμως πρέπει το ζήτημα κάθε φορά να κρίνεται ανάλογα και με τις συντρέχουσες συνθήκες καλής πίστης και τούτο διότι το άρθρο 288 ΑΚ υπηρετεί την καλόπιστη εκπλήρωση και λειτουργία της ενοχής, ώστε δεν είναι επιτρεπτό να το επικαλείται ο κακόπιστος και να ζητεί προστασία στο όνομα της καλής πίστης, 3) ουσιώδης απόκλιση (αύξηση ή μείωση) κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανάμεσα στο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενο αφενός και στο αρχικά συμφωνημένο ή το μετά από αναπροσαρμογή καταβαλλόμενο μίσθωμα αφετέρου, σε τρόπο ώστε η διατήρηση τούτου να επιφέρει ζημία στον ενάγοντα, η οποία υπερβαίνει τον αναλαμβανόμενο με τον αρχικό ή μετά από αναπροσαρμογή ορισμό του μισθώματος κίνδυνο, 4) αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) μεταξύ της μεταβολής των συνθηκών και της ουσιώδους απόκλισης του μισθώματος και 5) ορισμένο αίτημα (ΑΠ 155/2017, ΑΠ 1731/2013). Τέλος, με τον από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ελέγχεται η επάρκεια ή μη της αγωγής, ένστασης, αντένστασης κ.λπ., όταν πρόκειται για νομική αοριστία, δηλαδή αν το δικαστήριο της ουσίας αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αν, αντίθετα, αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο νόμος απαιτεί, κρίνοντας, αντίστοιχα, νόμιμη ή μη νόμιμη την αγωγή κ.λπ. Με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως ελέγχεται και η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, εφόσον όμως αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς των πραγματικών περιστατικών, ενώ αντίθετα είναι ανέλεγκτη αναιρετικά η παράβαση των διδαγμάτων αυτών κατά την ερμηνεία των δικαιοπραξιών ή την εκτίμηση των αποδείξεων και την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 152/2009, ΑΠ 201/2010), νοούνται δε ως διδάγματα της κοινής πείρας γενικές αρχές που επαγωγικά συνάγονται από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και από τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, αποτελώντας πλέον κοινό κτήμα (ΑΠ 2032/2009). Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα που δεν διαλαμβάνονται στην αγωγή ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν, ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος, ενώ, αν, κατά παράβαση του νόμου, θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα, για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, πραγματικά γεγονότα, ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 637/2017, ΑΠ 496/2016, ΑΠ 853/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του περιεχομένου της από 17.1.2014, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ασκηθείσας ένδικης αγωγής της ήδη αναιρεσείουσας (και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “Α. Π. και Σια ΕΕ”, της οποίας ομόρρυθμο μέλος ήταν η αναιρεσείουσα), προκύπτει ότι αυτές ισχυρίστηκαν τα ακόλουθα, κατά το μέρος που ενδιαφέρει στην παρούσα αναιρετική δίκη: [Ότι με το από 30/5/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, οι εναγόμενοι ήδη αναιρεσίβλητοι εκμίσθωσαν στην πρώτη ενάγουσα, το λεπτομερώς περιγραφόμενο στην αγωγή ευρισκόμενο στην … επί της συμβολής των οδών … ισόγειο μίσθιο κατάστημα εμβαδού 156,20 τ.μ., για χρονική διάρκεια δώδεκα (12) ετών, αρχόμενη στις 30/05/2011 και λήγουσα στις 31/05/2023, αντί μηνιαίου μισθώματος 4.500 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% για το πρώτο μισθωτικό έτος, προσαυξανόμενου για καθένα από τα λοιπά μισθωτικά έτη, κατά ποσοστό ίσο με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγουμένου έτους πλέον δύο ποσοστιαίων μονάδων, προκειμένου αυτό με τον εξοπλισμό του να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο υγρών καυσίμων και συναφών προϊόντων. Ότι μετά την κατάρτιση της ένδικης μισθωτικής σύμβασης και ενώ το μηνιαίο μίσθωμα κατόπιν τριών ετησίων αναπροσαρμογών είχε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανέλθει μετά του αναλογούντος χαρτοσήμου στο ποσόν των 4.897,64 ευρώ, λόγω δυσμενών οικονομικών συνθηκών και μεταβολής των οικονομικών δεδομένων της Χώρας, εξ αιτίας των τεράστιων ταμειακών – δημοσιονομικών ελλειμμάτων, κατέστη αναγκαία η προσφυγή της προς δανειοδότηση στο ΔΝΤ και στον μηχανισμό στήριξης της Ε.Ε, ενώ επακολούθησαν τα έτη 2011 και 2012 εκτενείς περικοπές μισθών και συντάξεων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, έκτακτες φορολογικές επιβαρύνσεις και μείωση της αγοραστικής δύναμης του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Ότι σε άμεση συνάρτηση προς τα άνω γεγονότα, η απουσία ρευστότητας και οι κλυδωνισμοί χρηματοδότηση συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών – επιχειρηματικών δανείων, η οποία προκάλεσε περιστολή της εμπορικής δραστηριότητας, κένωση εμπορικών καταστημάτων, χωρίς πρόθεση από τους επιχειρηματίες να αναλάβουν νέες επαγγελματικές πρωτοβουλίες και να προβούν σε νέες επενδύσεις, με αποτέλεσμα την έτι περαιτέρω δυσμενή μεταβολή του οικονομικού κλίματος (ύφεση). Ότι τα ανωτέρω γεγονότα είχαν ως αποτέλεσμα την μείωση της μισθωτικής αξίας των διαθεσίμων προς μίσθωση ακινήτων, κατά ποσοστό 50%, τουλάχιστον, σε πλήρη συνάρτηση με την μείωση του τζίρου – κύκλου εργασιών – μικτών κερδών, αλλά και των καθαρών κερδών όλων των εμπορικών εκμεταλλεύσεων. Ότι προς τούτοις εκδόθηκε η υπ’ αρ. 2/32619 απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών, δια της οποίας έγινε σύσταση για την αναδιαπραγμάτευση όλων των μισθωμάτων, που καταβάλλονται για ακίνητα, που μισθώνονται από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατά ποσοστό 20% τουλάχιστον, ενώ με το Ν. 4002/2011 μειώθηκε το ύψος των καταβαλλόμενων από το Ελληνικό Δημόσιο μισθωμάτων κατά ποσοστό 20% και εν τέλει με το Ν. 4081/2012 νομοθετήθηκε η έτι περαιτέρω μείωση αυτών σε προοδευτική κλίμακα μέχρι 25%. Ότι με το άρθρο 17 του Ν. 3583/2010, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 εδ. β’ του ΠΔ 34/1995, περιορίστηκε αφενός μεν η περίοδος δέσμευσης του μισθωτή εμπορικής μίσθωσης σε περίπτωση καταγγελίας λόγω μεταμέλειας, αφετέρου μειώθηκε η κατά νόμο οφειλόμενη αποζημίωση, προκειμένου όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση να διευκολυνθεί η επαναδιαπραγμάτευση των μισθώσεων στο πλαίσιο της νέας οικονομικής συγκυρίας. Ότι η αναστολή της ιδιωτικής εμπορικής – επιχειρηματικής δραστηριότητας είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας και μείωση των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση της αγοραστικής δύναμης και της κατανάλωσης. Ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, πέραν του περιορισμού της δραστηριότητάς τους, επιβαρύνθηκαν με την αύξηση του ΦΠΑ, των τιμολογίων των οργανισμών κοινής ωφέλειας, την απαγόρευση χρήσεως πετρελαίου θέρμανσης και τις έκτακτες φορολογικές υποχρεώσεις. Ότι εξ αιτίας των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, μετά την κατάρτιση της ένδικης μισθωτικής σύμβασης, προκλήθηκαν αλυσιδωτοί κλυδωνισμοί και οδήγησαν σε σχηματισμό Κυβέρνησης ευρείας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και σε εκ νέου προσφυγή σε δανεισμό από το ΔΝΤ και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Στήριξης. Ότι εξ αιτίας των ως άνω γεγονότων και εκ του ότι η εκμετάλλευση του μισθίου αφορά μορφή δαπάνης στο χώρο χρήσεως του αυτοκινήτου η οποία χαρακτηρίζεται από την συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών ως πολυτελής, η ασκούμενη στο επίδικο μίσθιο δραστηριότητα παρουσίασε κατακόρυφη πτωτική πορεία. Ότι η ραγδαία μείωση των εν γένει αποδοχών όλων των υπαλλήλων του δημόσιου, αλλά και του ιδιωτικού τομέα και η έντονη κοινωνική ανασφάλεια, που προκλήθηκε εξ αιτίας της ένταξης της Χώρας σε καθεστώς συνεχούς δημοσιονομικού ελέγχου από τρίτους, οδήγησε σε απότομη κάμψη των πωλήσεων του επιδίκου μισθίου από τον χρόνο κατάρτισης της ένδικης μίσθωσης, η οποία συνεχίστηκε μέχρι και τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Ότι η βενζίνη και το πετρέλαιο επιβαρύνθηκαν με βαρύτατη φορολογία, με αποτέλεσμα να καταστεί απρόσιτο για το ευρύ καταναλωτικό κοινό με συνέπεια το 80% των πολυκατοικιών να μην προμηθεύονται πετρέλαιο θέρμανσης και να στραφούν στη χρήση των κλιματιστικών τους, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων δεν χρησιμοποιούσαν το αυτοκίνητό τους. Ότι κατά την οικονομική χρήση από 1/06/2011 έως 31/12/2011 τα οικονομικά αποτελέσματα της επιχείρησης τους ήταν θετικά, ενώ η οικονομική χρήση του έτους 2012 με κύκλο εργασιών 3.599.097 €, έκλεισε με ζημίες 5.191,12 € και του έτους 2013 με κύκλο εργασιών 2.415.623 €, έκλεισε με ζημιές 31.000 €. Ότι δια τους άνω λόγους, η καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής για τις ενάγουσες, η οποία θα οδηγήσει σε διακοπή της λειτουργίας της ασκούμενης στο μίσθιο επιχείρησης και στην απόλυση των εργαζόμενων σ’ αυτή, οι οποίοι θα προστεθούν στον μακρύ κατάλογο των ανέργων. Ότι στην περιοχή του επιδίκου μισθίου είναι κλειστά το ένα στα τέσσερα καταστήματα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλά διαθέσιμα προς μίσθωση καταστήματα. Ειδικότερα στην οδό … (όπου το μίσθιο) είναι κλειστά τα αναφερόμενα στην αγωγή οκτώ (8) καταστήματα. Επίσης, εξέθεταν ότι τα μισθώματα των αναφερόμενων στην αγωγή τεσσάρων ομόρων με το επίδικο μίσθιο, καταστημάτων, που αφορούν σε χρήσεις διάφορες αυτού (όπως καφενείο, κατάστημα οπτικών, καφετέρια, επιχείρηση ψητοπωλείου) κυμαίνονται από 7 έως 11 € το τ.μ., ενώ για το ευρισκόμενο επί της λεωφόρου …, πρατήριο υγρών καυσίμων μειώθηκε δικαστικώς το καταβαλλόμενο μίσθωμα από το ποσό των 7.000 € στα 4.000 €. Ότι για τους προεκτεθέντες λόγους, με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και τα συναλλακτικά ήθη, το μίσθωμα, που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης, ανέρχεται, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής στα 1.716 €, ήτοι στα 11 € ανά τ.μ. Ότι η διαφορά μεταξύ του συμφωνημένου μισθώματος των 4.500 € και του ανταποκρινομένου στην μισθωτική αξία αυτού ποσού των 1.716 €, υπερβαίνει τον κίνδυνο που ανέλαβαν με τη σύμβαση, η εμμονή δε των εναγομένων συνεκμισθωτών στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος, είναι αντίθετη προς την απαιτούμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα, με συνέπεια να καθίσταται αναγκαία η περιστολή του συμφωνημένου μισθώματος προκειμένου η δική τους παροχή να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και να αντιστοιχεί στην αντιπαροχή των εναγομένων. Ότι πρέπει να αναπροσαρμοστεί ο συμβατικός όρος περί σταδιακής αναπροσαρμογής του συμφωνημένου μισθώματος στο 75% του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την λήξη της μίσθωσης]. Με το ιστορικό αυτό ζήτησαν την εφεξής, από την επίδοση της αγωγής, μέχρι και την λήξη της μίσθωσης, κατ’ εφαρμογήν κυρίως του άρθρου 288 ΑΚ και επικουρικά του άρθρου 388 του ίδιου κώδικα, αναπροσαρμογή (μείωση) του καταβαλλομένου μηνιαίου μισθώματος των 4.500 ευρώ του αναφερόμενου στην αγωγή μισθίου πρατηρίου υγρών καυσίμων στο ποσό των 1.716 ευρώ, αλλά και του συμφωνημένου ποσοστού της ετήσιας αναπροσαρμογής του μισθώματος σε ποσοστό 75% του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατ’ έτος της μίσθωσης. Το Εφετείο Αθηνών μετά την εξαφάνιση (ως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας) της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την επανεκδίκαση της ως άνω αγωγής κατ’ ορθή αξιολόγηση του περιεχομένου της απέρριψε αυτή κατά την επικουρική, στηριζομένη στο άρθρο 388 ΑΚ βάση της ως μη νόμιμη διαλαμβάνοντας τα εξής: “Ως προς αγωγική (επικουρική) βάση, η οποία επιδιώκεται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, η αγωγή είναι απορριπτέα, ως μη νόμιμη, καθόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη αυτής της απόφασης, η δυσμενής οικονομική συγκυρία που εκδηλώθηκε στην Χώρα το έτος 2010 και συνεχίστηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής και την συζήτησή της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η λήψη περιοριστικών μέτρων δημοσιονομικής και φορολογικής φύσεως, δεν συνιστούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, τα οποία να δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ κατά παραδοχή και της σχετικής περί αοριστίας ένστασης των εφεσιβλήτων”. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, την οποία δεν παραβίασε ευθέως με τη μη εφαρμογή της, εφόσον η συνδρομή των, ως άνω εκτιθέμενων στην ένδικη αγωγή, περιστατικών, δεν στοιχειοθετούν το πραγματικό της. Ειδικότερα τα περί δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας που ανέκυψε στην χώρα το έτος 2010, με επιβολή των διεξοδικά απαριθμούμενων στο δικόγραφο αυτής μέτρων λιτότητας (κατάργηση θέσεων εργασίας, ειδική φορολογία στα ακίνητα, αύξηση ΕΦΚΑ, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μείωση κοινωνικών παροχών κ.λπ.), που επέφεραν συρρίκνωση της οικονομίας, και, μεταξύ άλλων, πτώση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων, αλλά και πλήγμα στον τομέα της λιανικής πώλησης των υγρών καυσίμων και δη πτώση του κύκλου εργασιών της ασκούμενης επιχείρησης στο μίσθιο λόγω του περιορισμού των δαπανών των καταναλωτών όσον αφορά τη χρήση αυτοκινήτου, δεν αποτελούν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη περιστατικά έκτακτα και απρόβλεπτα. Η αναφερόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση περί του ότι το Δικαστήριο υπέπεσε σε υπαγωγικό σφάλμα, διότι δεν έλαβε υπόψη για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης τις, συνδεόμενες με την οικονομική επιδείνωση της χώρας, απρόβλεπτες, (κατά τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα), δυσμενείς επιπτώσεις που η αναιρεσείουσα υπέστη από τη σύναψη της σύμβασης, και ειδικότερα το αναμενόμενο από τη σύμβαση κέρδος, την οικονομική κατάσταση των αντισυμβαλλομένων, την εξυπηρετούμενη με τη σύμβαση ανάγκη αυτής και τις προς τρίτους υποχρεώσεις της είναι προεχόντως αλυσιτελείς, εφόσον, κατά τα όσα ήδη αναφερθηκαν παραπάνω, η επικαλούμενη δυσμενής οικονομική συγκυρία και τα ληφθέντα μέτρα λιτότητας δεν αποτελούν εν προκειμένω έκτακτη και απρόβλεπτη μεταβολή. Σε κάθε περίπτωση από την επισκόπηση του περιεχομένου της αγωγής προκύπτει, ότι ουδέν προσδιοριστικό στοιχείο των, σχετικών με τις άνω αιτιάσεις, επικλήσεων της αναιρεσείουσας (αναμενόμενο κέρδος, εξυπηρετούμενη ανάγκη, υποχρεώσεις προς τρίτους), παρατίθεται σ’ αυτή, ώστε να πληρούνται οι αναγκαίες και σωρευτικώς συντρέχουσες με την έκτακτη και απρόβλεπτη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση του άρθρου 388 ΑΚ. Περαιτέρω δε και ο δεύτερος από τον αριθμό 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια της παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατ’ εκτίμηση του νοηματικού της περιεχομένου, είναι αβάσιμος διότι τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή περιστατικά της οικονομικής κρίσης, που επέδρασαν στην πτώση του κύκλου εργασιών στον τομέα της εμπορικής δραστηριότητας της αναιρεσείουσας, δεν συνιστούν υπαγωγικές, αλλά αξιολογικές κρίσεις περί της συνδρομής των όρων του άρθρου 388 ΑΚ. Και τούτο διότι στην ένδικη αγωγή δεν εκτίθενται τα περιστατικά στα οποία -ρητά ή σιωπηρά- οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη σύναψη της επίδικης σύμβασης μίσθωσης του καταστήματος και το δικαίωμα εκμετάλλευσης του μισθίου ως πρατηρίου πώλησης υγρών καυσίμων και συναφών προϊόντων, στη μη μεταβολή των οποίων απέβλεψαν αυτοί, υπό την έννοια ότι, αν την προέβλεπαν, δεν θα κατάρτιζαν τη σύμβαση, αλλά ούτε και περιστατικά αναγόμενα στην οικονομική κατάσταση των μερών. Τέλος το Εφετείο, με το να μην υπαγάγει τα αναφερόμενα στην αγωγή περιστατικά στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΑΚ πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη προταθέντων πραγμάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση με την ως άνω παραδοχή της το μεν απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την αγωγή κατά την επιχειρούμενη να στηριχθεί στο άρθρο 388 ΑΚ βάση της, το δε διότι τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή περιστατικά δεν ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης εφόσον η συνδρομή τους δεν αποτελεί έκτακτη και απρόβλεπτη κατάσταση, ώστε να οδηγήσει κατ’ αποτέλεσμα στην, δυνάμει του άρθρου 388 ΑΚ, αναπροσαρμογή του μισθώματος. Επομένως οι από τους αριθμούς 1, 8 και 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος κατά το κύριο και επικουρικό μέρος του και δεύτερος [υπό στοιχ. αίτησης Γ1., Γ1.2 και Γ3) αντίστοιχα, αναιρετικοί λόγοι, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτος και αβάσιμοι κατά τις παραπάνω διακρίσεις. Περαιτέρω, ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και, ως εκ τούτου, δεν ιδρύεται αν απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αόριστη η αγωγή (Ολ.ΑΠ 3/1997, ΑΠ 155/2015).
Συνεπώς, εφόσον η ένδικη αγωγή, κατά την επικουρική από το άρθρο 388 ΑΚ νομική βάση της, απορρίφθηκε με την προσβαλλομένη ως μη νόμιμη, δεν ιδρύεται η από τον αριθμό 19 της ως άνω διάταξης πλημμέλεια και ο τρίτος συναφής αναιρετικός λόγος (υπό στοιχ. αίτησης Γ3) είναι απαράδεκτος και πρέπει ν’ απορριφθεί. Τέλος, ο τέταρτος κατά σειρά από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης με το πρώτο μέρος (υπό στοιχ. αίτησης Γ4.1), του οποίου η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης της αγωγής κατά την επικουρική της βάση ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, ενώ αυτή κρίθηκε κατά τούτο ως νομικά αβάσιμη, είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθεί. Επισημαίνεται ότι μετά τη διάγνωση της νομικής αβασιμότητας και της για το λόγο αυτό απόρριψης της επικουρικής βάσης της αγωγής, είναι άνευ σημασίας η από προφανή παραδρομή αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, ότι έγινε δεκτή η περί αοριστίας αιτίαση των εφεσιβλήτων. Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε και την κύρια από το άρθρο 288 ΑΚ βάση της αγωγής ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας με την αιτιολογία, όπως, κατά πιστή αντιγραφή, αναγράφεται στην πληττόμενη απόφασή του, ότι “με βάση τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή περιστατικά, ως προς την βάση (κύρια) αυτής, η οποία επιδιώκεται να θεμελιωθεί στην διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, καθόσον δεν γίνεται μνεία του αναγκαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για το ορισμένο αυτής στοιχείου και ειδικότερα δεν αναφέρεται, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ποιά είναι η μισθωτική αξία ομόρων στην περιοχή του ενδίκου μισθίου (πρατηρίου υγρών καυσίμων), επιχειρήσεων (εμπορίας υγρών καυσίμων), αλλά γίνεται μνεία καταστημάτων, τα οποία στεγάζουν επιχειρήσεις, που δεν έχουν καμιά σχέση με την ασκούμενη στο ένδικο μίσθιο επιχείρηση, ενώ όσον αφορά το αναφερόμενο στην αγωγή πρατήριο υγρών καυσίμων της εταιρίας ΕΤΕΚΑ επί της λεωφόρου …, το μίσθωμα του οποίου φέρεται να μειώθηκε, δικαστικώς, από το ποσό των 7.000 € στα 4.000 € τον μήνα, δεν γίνεται μνεία του χρόνου κατάρτισης της μίσθωσης, του μεγέθους αυτού, της απόστασής του από το ένδικο μίσθιο και του χρόνου έναρξης της επικαλούμενης μείωσης του μισθώματος. Σημειώνεται ότι οι ενάγουσες ήδη εκκαλούσες, ούτε με τις προτάσεις τους επικαλέστηκαν, ούτε προσκόμισαν τέτοια πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία, (πρατήρια υγρών καυσίμων), ούτε, άλλωστε, ότι δεν υφίστανται τέτοια, εγγύς στην περιοχή του μισθίου ακινήτου, αλλά σε περιοχές, που βρίσκονται εκτός της περιοχής αυτού, ενώ για το αναφερόμενο στην αγωγή ως άνω συγκριτικό στοιχείο (πρατήριο υγρών καυσίμων), δεν επικαλέστηκαν ούτε προσκόμισαν κάποια δικαστική απόφαση…”. Ωστόσο, η αγωγή, κατά την κύρια ως άνω βάση της, περιέχει όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αντίστοιχη μείζονα σκέψη, είναι αναγκαία για τη νομική της θεμελίωση, χωρίς να απαιτείται, για την πληρότητα του δικογράφου της, να αναφέρεται η μισθωτική αξία συγκεκριμένων όμορων και ομοειδούς χρήσεως με το μίσθιο, (πρατήριο υγρών καυσίμων), ακινήτων, εφόσον όπως από την επισκόπηση του περιεχομένου της αγωγής προκύπτει, αναφέρεται η μισθωτική αξία πλείστων όσων καταστημάτων που ευρίσκονται στην ίδια περιοχή και σε μικρή απόσταση από το μίσθιο, η προσφορότητα των οποίων για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου ύψους του μισθώματος, που θα ανταποκρίνεται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη αποτελεί αντικείμενο απόδειξης και όχι στοιχείο του ορισμένου της αγωγής. Ως εκ τούτου, το Εφετείο που έκρινε, εσφαλμένα, ότι για το ορισμένο της αγωγής ήταν αναγκαίο να παρατίθενται τα προαναφερόμενα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, πέραν εκείνων που εκτίθενται σ’ αυτή, από τα οποία θα προκύπτει η πραγματική μισθωτική αξία του μισθίου, και, συνακόλουθα, η διαφορά μεταξύ του καταβαλλόμενου μισθώματος και του “ελεύθερου”, παρά το νόμο, δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή ήταν αόριστη, απορρίπτοντάς την, κατόπιν τούτου, ως απαράδεκτη. Έτσι, με την κρίση του αυτή, προέβη σε παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτου, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ αφού δέχθηκε, εσφαλμένα, ότι δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά το νόμο, για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, ως προς την κύρια βάση της από το άρθρο 288 ΑΚ.
Συνεπώς, ο σχετικός από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τέταρτος αναιρετικός λόγος κατά το δεύτερο μέρος του, (υπό στοιχείο της αίτησης Γ4.3 – 5), με το οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η ως άνω πλημμέλεια είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός Μετά από αυτά, αφού η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης γίνει δεκτή, κατά παραδοχή ως βάσιμου του δευτέρου μέρους του τέταρτου αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο που προαναφέρθηκε και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, σ’ αυτήν (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. ε’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας τους (άρθρ. 183 και 176 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, ως προς την αναιρεσείουσα την 1238/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιουλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροΕξωδικαστικός Μηχανισμός: Οι 11 αλλαγές προς ψήφιση