Περίληψη:
Αποδοχή κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως. Μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω ουσιώδους πλάνης, επί ανηλίκου δε κληρονόμου, των νομίμων εκπροσώπων του. Τέτοια πλάνη μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των σχετικών με την αποδοχή νομικών διατάξεων. Εξάμηνη παραγραφή της σχετικής αξιώσεως. Αναίρεση. Απορρίπτονται λόγοι αναιρέσεως από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 173/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Eυθύμιο Τσάκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Μ. του Ι., κατοίκου … ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/7/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1341/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 4656/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 25/10/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 20/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ.4 και 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο επισπεύδων αναιρεσείων έχει επιδώσει σ’ αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση για να παραστεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο, ο ‘Αρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του αναιρεσιβλήτου που έχει κλητευθεί.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ο αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως. ‘Όπως δε προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …/17-9-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, την οποία το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο προσκομίζει και επικαλείται, το τελευταίο επέδωσε στον αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος προς συζήτησή της και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως άνω, αναιρεσιβλήτου.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1847 παρ. 1 εδ. α’, 1850, 1857, 140 και 141 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεώς της μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή που συνάγεται με τον τρόπο αυτόν κατά πλάσμα του νόμου δεν συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, από άγνοια δηλαδή ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας ώστε αν ο κληρονομούμενος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η εσφαλμένη αυτή γνώση ή άγνοια που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολομ. ΑΠ 3/1969, ΑΠ 496/13, 1087/10), τα γεγονότα δε αυτά, όταν πρόκειται για κληρονομία που επάγεται σε ανήλικον, κρίνονται από το πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και το οποίο έπρεπε να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 του ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος (άρθρα 1847, 1850 ΑΚ), η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά προσώπων που είναι ανίκανα προς δικαιοπραξία (ΑΠ 333/2004). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας που οφείλεται σε εξακολουθητική πλάνη παραγράφεται μετά εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης, διακόπτεται δε η παραγραφή αυτή με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 261 εδ. α’ του ΑΚ. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή δεν εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, λόγος δεν αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται αιτιολογία της απόφασης η οποία δεν στηρίζει το διατακτικό της είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφαση του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου.
ΙΙΙ. Το Εφετείο, όπως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: “Την 3-10-1999 απεβίωσε στην Αθήνα, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο παππούς του ενάγοντος Ν. Κ. του Κ., κάτοικος όσο ζούσε …, και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του Ι. Κ. και τη μητέρα του ενάγοντος θυγατέρα του Α. Κ., ως μόνες πλησιέστερες συγγενείς του κατά το χρόνο του θανάτου του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1813 και 1820 ΑΚ. Οι ανωτέρω κληρονόμοι του αποβιώσαντος, γνωρίζοντας τα χρέη του προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, αποποιήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως την κληρονομία του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1847 και 1848 ΑΚ, με σχετική δήλωσή τους ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, συνταγείσης προς τούτο της υπ’ αριθμ. …/27-1-2000 έκθεσης αποποίησης κληρονομίας. Συνέπεια των αποποιήσεων τούτων ήταν η επαγωγή της κληρονομίας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1813 και 1856 ΑΚ, στον ενάγοντα, ως μοναδικό εγγονό του, ο οποίος κατά το χρόνο εκείνο ήταν ανήλικος, ηλικίας 14 ετών, καθώς είχε γεννηθεί την 14-3-1986. Οι έχοντες όμως τη γονική μέριμνα γονείς του Α. Κ. και Ι. Μ., προτιθέμενοι ως νόμιμοι αντιπρόσωποι αυτού να αποποιηθούν την κληρονομία και για λογαριασμό του ανήλικου ενάγοντος γιού τους, αφού συμβουλεύτηκαν δικηγόρο, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι η συγκεκριμένη αποποίηση έπρεπε να γίνει με δήλωση του ιδίου, σε προθεσμία τεσσάρων μηνών από την ενηλικίωσή του στις 14-3-2004, δεν προέβησαν μέχρι τότε σε οποιαδήποτε ενέργεια, αφήνοντας έτσι, από άγνοια και παρά τη θέλησή τους, εξαιτίας της εσφαλμένης ενημέρωσης, να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου γιού τους (ήδη ενάγοντος), ο οποίος έκτοτε θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι αποδέχτηκε την κληρονομία του παππού του Ν. Κ. με το ευεργέτημα της απογραφής (άρθρα 1847, 1850, 1856 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1527 του ίδιου κώδικα). Η ανωτέρω πλάνη των γονέων του ενάγοντος για την αποδοχή της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομίας και την έναρξη της προθεσμίας αποποίησής της, που προκλήθηκε δικαιολογημένα από την εσφαλμένη ενημέρωσή τους, αφού οι ίδιοι δεν διέθεταν αντίστοιχες νομικές γνώσεις, διατηρούμενη μέχρι την ενηλικίωση του ενάγοντος στις 14-3-2004, μεταφέρθηκε εύλογα στον τελευταίο, ο οποίος, αμέσως μετά την ενηλικίωσή του, πιστεύοντας ότι είχε το σχετικό δικαίωμα, προέβη, από άγνοια και παρά τη θέλησή του, σε άκυρη δήλωση, αποποίησης κατά το άρθρο 1850 του ΑΚ ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, συνταγείσης προς τούτο της υπ’ αριθμ. …/1-4-2004 σχετικής έκθεσης αποποίησης κληρονομίας, αντί να συντάξει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 1912 ΑΚ απογραφή της. Έτσι μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στο ανωτέρω άρθρο 1912 ΑΚ ετήσιας προθεσμίας, την 14-3-2005, ο ενάγων εξέπεσε του ευεργετήματος της απογραφής, ευθυνόμενος έκτοτε απεριορίστως για τα χρέη της κληρονομίας του παππού του Ν. Κ. σύμφωνα με το άρθρο 1901 του ίδιου κώδικα, γεγονός που πληροφορήθηκε για πρώτη φορά στις 15-6-2006, όταν του επιδόθηκε το υπ’ αριθμ. πρωτ. 9077/15-6-2006 ενημερωτικό έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ IB’ Αθηνών, για τις υποχρεώσεις του ως κληρονόμου του Ν. Κ.. Με δεδομένα όμως τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι στην προκειμένη περίπτωση, τόσον οι νόμιμοι αντιπρόσωποι του ενάγοντος όσον και ο ίδιος, καθόλο το χρόνο που έπρεπε να αποποιηθεί την κληρονομία και μέχρι την ενημέρωσή του από το εναγόμενο στις 15-6-2006, αγνοούσαν την ύπαρξη προθεσμίας αποποίησης πριν την ενηλικίωσή του και κατ’ επέκταση τις απορρέουσες από την άπρακτη παρέλευσή της έννομες συνέπειες, η πλάνη τους δε αυτή, η οποία δεν σχετίζεται με το κατάχρεο της κληρονομίας και είναι πράγματι ουσιώδης, θεμελιώνει την ακύρωση της πλασματικής κατά το νόμο αποδοχής της ανωτέρω κληρονομίας. Ενόψει των εκτεθέντων πρέπει να απορριφθεί η περί παραγραφής ένσταση του εναγομένου Ελληνικού δημοσίου, που επαναλαμβάνεται με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του, αφού η πλάνη του ενάγοντος εξακολούθησε μέχρι τον Ιούνιο του 2006 και η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στο τελευταίο την 1-8-2006, σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠολΔ”. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου και ακύρωσε τη συναγόμενη από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας αποποιήσεως αποδοχή εκ μέρους του ενάγοντος της κληρονομίας του ειρημένου παππού του Ν. Κ., λόγω πλάνης του ενάγοντος ως προς την προθεσμία της αποποίησης και τις έννομες συνέπειες της παραμέλησής της.
IV. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και όπως εκτιμάται, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο, προσάπτεται η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 (όχι 14) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το Εφετείο με τις ανωτέρω παραδοχές του παραβίασε τις αναφερόμενες στην αναιρεσιβαλλομένη και στη νομική σκέψη της παρούσης (ανωτ. υπό
ΙΙ) ουσιαστικές νομικές διατάξεις, αφού ο αναιρεσίβλητος, σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, δεν προέβη σε δήλωση αποποιήσεως της επαχθείσης σ’ αυτόν κληρονομίας μέχρι την 15-10-2006, οπότε συμπληρώθηκε η κατ’ άρθρο 1847 του ΑΚ τετράμηνη προθεσμία αποποιήσεως από την 15-6-2006 που του επιδόθηκε το υπ’ αριθμ. 9077/15-6-2006 ενημερωτικό έγγραφο της ΙΒ’ ΔΟΥ Αθηνών για τις υποχρεώσεις του ως κληρονόμου του Ν. Κ. και ήρθη έκτοτε η πλάνη του ως προς την προθεσμία της αποποίησης, αλλά προέβη στην έγερση της αγωγής μετά την παρέλευση της προθεσμίας αποποιήσεως από την ανωτέρω ημερομηνία της 15-6-2006. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, στρεφόμενος κατά της απορρίψεως εκ μέρους του Εφετείου της ενστάσεως παραγραφής που είχε προτείνει το αναιρεσείον, είναι αβάσιμος, αφού και όπως προαναφέρθηκε το Εφετείο δέχθηκε ότι η κατάσταση της πλάνης του αναιρεσιβλήτου παρήλθε την 15-6-2006, η δε αγωγή ασκήθηκε (επιδόθηκε στο αναιρεσείον) την 1-8-2006, προτού δηλαδή συμπληρωθεί η προρρηθείσα εξάμηνη παραγραφή των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ, τις διατάξεις των οποίων (άρθρων) το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή. Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλήττεται η παραδοχή (αναφορά στο αιτιολογικό) του Εφετείου ως προς την έκπτωση του αναιρεσιβλήτου από το ευεργέτημα της απογραφής συνεπεία της μη εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρον 1912 του ΑΚ, συντάξεώς της, ως προς την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, δεν νοείται πλάνη του κληρονόμου και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης προβάλλεται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέος σύμφωνα με την νομική σκέψη της παρούσης (ανωτ. υπό
ΙΙ), αφού η φερόμενη αυτή ως παραδοχή του Εφετείου δεν στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, υπό τις προπαρατεθείσες (ανωτ. υπό
ΙΙΙ) παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την ουσιώδη πλάνη των γονέων του αναιρεσιβλήτου που ασκούσαν τη γονική του μέριμνα και την εντεύθεν μη εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας (και) για λογαριασμό του ανήλικου τότε αναιρεσιβλήτου, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων, ως άνω, διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεως του είναι αβάσιμα.
V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-10-2010 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4656/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ