Ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα – Συστηματική και διαρκής υπέρβαση της ετήσιας οριακής τιμής που έχει καθορισθεί για το διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2) στην Αθήνα – “Όσο το δυνατόν συντομότερη” περίοδος υπερβάσεως – Κατάλληλα μέτρα
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 16.02.2023 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η Ελλάδα υπερέβη κατά τρόπο συστηματικό και διαρκή τις ετήσιες οριακές τιμές για το διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ₂) στην Αθήνα και δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα ώστε η περίοδος υπερβάσεως να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η οδηγία για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα [οδηγία 2008/50/ΕΚ] καθορίζει στόχους για την ποιότητα του αέρα, για τη βελτίωση της ανθρώπινης υγείας και την ποιότητα του περιβάλλοντος. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να περιορίζουν την έκθεση των πολιτών, μεταξύ άλλων, στο διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ₂).
Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα οξείδια του αζώτου ορίζονται στην εν λόγω οδηγία ως «το άθροισμα της αναλογίας μείγματος κατ’ όγκον (ppbv) μονοξειδίου και διοξειδίου του αζώτου, εκφρασμένο σε μονάδες συγκέντρωσης κατά μάζα διοξειδίου του αζώτου (μg/m3)».
Βασιζόμενη στις ετήσιες εκθέσεις της Ελλάδας σχετικά με την ποιότητα του αέρα για την περίοδο 2010-2016, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη ετήσια οριακή τιμή ΝΟ₂ στη ζώνη EL0003 (Αθήνα) και ότι δεν εκπονήθηκε σχέδιο για την ποιότητα του αέρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές ΝΟ₂ σε όσο το δυνατόν συντομότερο διάστημα στην ίδια ζώνη.
Τον Ιανουάριο του 2019, η Επιτροπή απηύθυνε προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα και, κατόπιν της μη ικανοποιητικής απαντήσεως της τελευταίας, αποφάσισε να της αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη τον Φεβρουάριο του 2020. Ειδικότερα, οι εκθέσεις για την ποιότητα του αέρα που διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές για τα έτη 2017 -2018 επιβεβαίωσαν ότι εξακολουθούσε η σχετική παραβίαση.
Στη συνέχεια, η Ελλάδα αφού απάντησε με επιστολή της τον Ιούνιο του 2020 στην αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, κοινοποίησε τις ετήσιες εκθέσεις για τα έτη 2015-2016 στις 18 Μαρτίου 2021, δηλαδή με καθυστέρηση τεσσάρων και τριών ετών, αντίστοιχα, καθώς και την έκθεση για το 2019. Τον Σεπτέμβριο του 2021 η Ελλάδα κοινοποίησε τα στοιχεία για την ποιότητα του αέρα για το έτος 2020. Η Επιτροπή, όμως, διαπίστωσε εκ νέου τις ως άνω παραβάσεις.
Στις 14 Οκτωβρίου του 2021, η Επιτροπή άσκησε ενώπιον του ΔΕΕ προσφυγή λόγω παραβάσεως προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η Ελλάδα παρέβη: Πρώτον, τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία, αφενός, έχοντας υπερβεί κατά τρόπο συστηματικό και διαρκή τις ετήσιες οριακές τιμές για το ΝΟ2, όσον αφορά τον οικισμό Αθηνών (EL0003) από το 2010, και, αφετέρου, παραλείποντας να θεσπίσει, από τις 11 Ιουνίου 2010, κατάλληλα μέτρα για την διασφάλιση της συμμορφώσεως προς την ετήσια οριακή τιμή για το ΝΟ₂ στον ίδιο οικισμό. Δεύτερον, την υποχρέωσή της να λάβει να απαραίτητα μέτρα ώστε η περίοδος υπερβάσεως οριακών τιμών να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη.
Σημειώνεται ότι ενώπιον του ΔΕΕ εκκρεμεί και η υπόθεση C-70/21 Επιτροπή κατά Ελλάδας, καθώς η Επιτροπή άσκησε ενώπιον του ΔΕΕ προσφυγή λόγω παραβάσεως προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ίδια οδηγία, έχοντας υπερβεί τις οριακές τιμές για τις συγκεντρώσεις σωματιδίων ΑΣ10 στην Θεσσαλονίκη.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε τις διατάξεις της οδηγίας 2008/50/ΕΚ υπερβαίνοντας κατά τρόπο συστηματικό και διαρκή, χωρίς διακοπή, για τα έτη από 2010 έως και 2020 την ετήσια οριακή τιμή για το διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2) στην περιοχή των Αθηνών.
Επίσης, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η Ελλάδα, παραλείποντας να θεσπίσει, από 11 Ιουνίου 2010, κατάλληλα μέτρα για την διασφάλιση της συμμορφώσεως προς την ετήσια οριακή τιμή για το ΝΟ₂ στον ίδιο οικισμό, παρέβη τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από την οδηγία, και πιο συγκεκριμένα, την υποχρέωσή της να διασφαλίσει ότι τα σχέδια για την ποιότητα του αέρα προβλέπουν κατάλληλα μέτρα ώστε η περίοδος υπερβάσεως οριακών τιμών να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA