Κρίριμες παράμετροι η θέσπιση ενιαίων προϋποθέσεων για την χορήγηση σύνταξης γήρατος και ο προσδιορισμός του χρόνου επικουρικής ασφάλισης
Τόσο το υπουργείο Εργασίας όσο και ο ΕΦΚΑ ξεκινούν μια προσπάθεια μαζικής έκδοσης συνταξιοδοτικών αποφάσεων επικουρικής ασφάλισης, προκειμένου να περιορισθεί ο μεγάλος αριθμός των εκκρεμών αιτήσεων. Ήδη οι πρώτες αποφάσεις άρχισαν να εκδίδονται και φαίνεται ότι ακολουθείται ένα, αντίστοιχο με τις κύριες συντάξεις, σύστημα ταχείας απονομής (fast track).
Eνα τέτοιο σύστημα απονομής κατά την άποψή μου είναι επιτυχημένο, όταν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις.
- Ο αριθμός των αποφάσεων που απεικονίζουν την πραγματική ασφαλιστική κατάσταση είναι πολύ μεγαλύτερος, σε σχέση με αυτές που εκδίδονται με μέρος μόνο, του χρόνου ασφάλισης.
- Αυτές που δεν απεικονίζουν το σύνολο του χρόνου ασφάλισης επανεξετάζονται, προκειμένου να απονεμηθεί η ορθή σύνταξη που πράγματι δικαιούται ο ασφαλισμένος, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την αρχική έκδοση.
Δύο κρίσιμες αλλαγές
Προκειμένου λοιπόν να υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις και με δεδομένο ότι δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει καταρτισθεί ενιαίος κανονισμός ασφάλισης και παροχών για την επικουρική ασφάλιση, κατά την άποψή μας, θα πρέπει να προχωρήσουν δύο αλλαγές.
Η πρώτη αφορά την θέσπιση ενιαίων προϋποθέσεων για την χορήγηση σύνταξης γήρατος. Αυτές δε, δεν μπορεί να είναι άλλες από αυτές που ισχύουν στο τ. ΤΕΑΜ και αναφέρονται και αφορούν την μεγάλη πλειοψηφία των επικουρικά ασφαλισμένων. Θα πρέπει λοιπόν για να πάρει κάποιος επικουρική σύνταξη, αφ΄ ενός μεν να έχει λάβει κύρια σύνταξη, αφ΄ ετέρου δε να έχει συμπληρώσει τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιες ημέρες ασφάλισης.
Η δεύτερη αφορά τον προσδιορισμό του χρόνου επικουρικής ασφάλισης, όπου τουλάχιστον από 1-2-1983 και μετά θα πρέπει άνευ άλλου τινός να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος ασφάλισης μισθωτών, όπως αυτός είναι αποτυπωμένος στην απόφαση απονομής κύριας σύνταξης. Στην μέχρι σήμερα ακολουθούμενη ασφαλιστική πρακτική απονομής επικουρικών συντάξεων, αναλίσκεται χρόνος και προκαλείται διαδικαστικό διοικητικό κόστος, στην αναζήτηση χρόνου επικουρικής ασφάλισης καθώς επίσης και στο αν έχουν καταβληθεί οι αντιστοιχούσες για επικουρική ασφάλιση, εισφορές. Πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτό υπερβαίνει την πρόβλεψη των σχετικών διατάξεων, οι οποίες αναφορικά με την ασφάλιση μισθωτών, δεν απαιτούν την εξόφληση των εισφορών.
Θεωρώ ότι υπ΄ αυτά τα δεδομένα η απονομή των επικουρικών συντάξεων θα ευκολυνθεί τα μέγιστα. Είναι γεγονός ότι κάποιοι λίγοι ασφαλισμένοι θα συνταξιοδοτηθούν με τις προϋποθέσεις αυτές νωρίτερα απ’ ό,τι θα συνταξιοδοτούντο με το σήμερα ισχύον καθεστώς, όμως στην «δαπάνη» αυτή, θα πρέπει κάποιος να αντιτάξει τον περιορισμό των υπέρμετρων διοικητικών δαπανών, τον σημαντικό περιορισμό των υπαλλήλων που θα απαιτείται να απασχολούνται στο συγκεκριμένο τομέα.
Αλλωστε, με τις αλλαγές που έχουν επέλθει στα ηλικιακά όρια αλλά και στις λοιπές προϋποθέσεις απονομής κύριας σύνταξης, ελάχιστοι είναι αυτοί που μελλοντικά θα συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τα γενικά ηλικιακά όρια.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η αναγκαιότητα κατάρτισης ενιαίου κανονισμού στην επικουρική ασφάλιση εξακολουθεί να υπάρχει και είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπισθεί από το αρμόδιο υπουργείο.