ΑΠΟΦΑΣΗ
Janáček κατά Δημοκρατίας της Τσεχίας της 02.02.2023 (αρ. προσφ. 9634/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παράλειψη του Συνταγματικού Δικαστηρίου να κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα τις γραπτές παρατηρήσεις των εθνικών δικαστηρίων για την υπόθεσή του, με αποτέλεσμα ο προσφεύγων να μην είναι σε θέση να τις σχολιάσει.
Στις 17 Δεκεμβρίου 2013, το περιφερειακό δικαστήριο του Zlín αποφάνθηκε για τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος και της πρώην συζύγου του. Για την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τους, το δικαστήριο χρησιμοποίησε διαφορετικές πραγματογνωμοσύνες, αλλά τελικά κατέληξε στην απόφασή του βασιζόμενο στην πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα S. Με αμετάκλητη απόφαση υποχρεώθηκε ο προσφεύγων, μεταξύ άλλων, να καταβάλει στην πρώην σύζυγό του, για το διακανονισμό των περιουσιακών τους στοιχείων, συνολικά 2.134.878 CZK (77.792 ευρώ). Για τον λόγο αυτό στις 6 Σεπτεμβρίου 2016 διατάχθηκε η πώληση του ακινήτου του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων υπέβαλε συνταγματική καταγγελία προσβάλλοντας τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, η οποία απορρίφθηκε.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων κατήγγειλε το γεγονός ότι δεν έλαβε γνώση των έγγραφων παρατηρήσεων των εθνικών δικαστηρίων που μετείχαν στην εξέταση της υπόθεσής του.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, παρά το γεγονός ότι οι γραπτές παρατηρήσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν περιορίζονταν σε μια απλή παραπομπή στις αντίστοιχες αποφάσεις τους που εκδόθηκαν στην υπόθεση, αλλά υπερέβαιναν τους λόγους που παρέθεταν με τις αποφάσεις αυτές, οι παρατηρήσεις αυτές δεν κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα. Δεν χρειάστηκε να εξετάσει αν η παράλειψη κοινοποίησης των επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση παρατηρήσεων προκάλεσε ζημία στον προσφεύγοντα, γιατί η ύπαρξη παράβασης υφίσταται ακόμη και σε περίπτωση που ελλείπει η ζημία.
Κατά το ΕΔΔΑ έπρεπε να δοθεί στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να σχολιάσει τις γραπτές παρατηρήσεις που τον αφορούσαν και διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1).
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η αναγνώριση παραβίασης συνιστά από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για τυχόν ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων και του επιδίκασε μόνον τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1957 και κατοικεί στο Říčany u Prahy της Τσεχίας.
Στις 17 Δεκεμβρίου 2013, το περιφερειακό δικαστήριο του Zlín αποφάνθηκε επί της διανομής των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος και της πρώην συζύγου του. Το δικαστήριο διέταξε επίσης τον προσφεύγοντα να καταβάλει στην πρώην σύζυγό του, για τη διευθέτηση της συζυγικής περιουσίας, 300.000 τσεχικές κορώνες (CZK) (που ισοδυναμούν με 10.882 ευρώ κατά τον κρίσιμο χρόνο), εντός τριών ημερών και 1.759.627 CZK (63.825 ευρώ) εντός ενός έτους, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης.
Το περιφερειακό δικαστήριο χρησιμοποίησε διαφορετικές πραγματογνωμοσύνες για την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων.
Η πραγματογνωμοσύνη που συνέταξε η εταιρία O. δεν εκτίμησε, κατά το δικαστήριο, την αξία των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης του προσφεύγοντος. Συνεπώς, το δικαστήριο διόρισε την πραγματογνώμονα V. για να αξιολογήσει το ζήτημα. Ωστόσο, αφού ενημερώθηκε ότι θα μπορούσε να αρχίσει την αξιολόγησή της μόνο μετά από οκτώ μήνες, το δικαστήριο διόρισε τον πραγματογνώμονα S., ο οποίος υπέβαλε την πραγματογνωμοσύνη του στις 15 Νοεμβρίου 2012.
Το δικαστήριο έλαβε επίσης, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα Μ., η οποία έγινε κατόπιν πρωτοβουλίας του προσφεύγοντος. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 5 Δεκεμβρίου 2013, ο Πρόεδρος του τμήματος στο οποίο είχε ανατεθεί η υπόθεση ζήτησε από τον πραγματογνώμονα S. να υποβάλει παρατηρήσεις επί της πραγματογνωμοσύνης του. Στη συνέχεια, το Περιφερειακό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πραγματογνώμονας S. είχε αιτιολογήσει πειστικά τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης του και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το πόρισμα του πραγματογνώμονα Μ.
Στις 14 Ιανουαρίου 2014, το Περιφερειακό Δικαστήριο κάλεσε τον προσφεύγοντα να καταβάλει δικαστικά έξοδα ύψους 66.856,35 CZK (περίπου 2.439 ευρώ).
Ο προσφεύγων άσκησε έφεση και, στις 24 Μαρτίου 2015, το Επαρχιακό Δικαστήριο του Μπρνο τροποποίησε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση, υποχρεώνοντας τον προσφεύγοντα, μεταξύ άλλων, να καταβάλει στην πρώην σύζυγό του, για το διακανονισμό των περιουσιακών στοιχείων τους, συνολικά 2.134.878 CZK (77.792 ευρώ), εκ των οποίων 1.000.000 CZK (36.438 ευρώ) έπρεπε να καταβληθούν εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εφετειακής απόφασης και 1.134.878 CZK (41.353 ευρώ) εντός ενός έτους από την ίδια ημερομηνία.
Το δικαστήριο δέχθηκε ως αποδεικτικό μέσο την κατάθεση του πραγματογνώμονα S. σε απάντηση των παρατηρήσεων των διαδίκων σχετικά με την πραγματογνωμοσύνη που είχε συντάξει στις 10 Νοεμβρίου 2014. Άκουσε επίσης τον πραγματογνώμονα S. και δύο άλλους πραγματογνώμονες. Το δικαστήριο περιέγραψε λεπτομερώς τη μέθοδο αξιολόγησης που χρησιμοποίησε ο εν λόγω πραγματογνώμονας και τη διαδικασία που ακολούθησε. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
“Ο πραγματογνώμονας [S.] έκανε την επιλογή της μεθόδου αξιολογήσεως των περιουσιακών στοιχείων [των μερών] λογικά και … το δικαιολόγησε πειστικά, αντικρούοντας [συγχρόνως]] τις αιτιάσεις των διαδίκων κατά των γνωμοδοτήσεων των πραγματογνωμόνων […] με πειστικό τρόπο, λογικά και με τη δέουσα επαγγελματικότητα, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο [κατά συνέπεια] δεν έχει καμία αμφιβολία για την ορθότητα των πραγματογνωμοσυνών που συνέταξε ο πραγματογνώμονας [S.]. Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στήριξε την απόφασή του στις πραγματογνωμοσύνες που συνέταξε [ο ίδιος]».
Το δικαστήριο διέταξε περαιτέρω τον προσφεύγοντα να καταβάλει δικαστικά έξοδα για τη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ύψους 73.328,35 CZK (2.672 ευρώ), και δικαστικά τέλη ύψους 14.500 CZK (528 ευρώ), εντός 30 ημερών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εφετειακής απόφασης.
Στις 18 Νοεμβρίου 2015 δικαστικός επιμελητής κίνησε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για το ποσό των 1.000.000 CZK. Στις 17 Δεκεμβρίου 2015 ο προσφεύγων ενημερώθηκε επισήμως για διαταγή εκτέλεσης που αποσκοπούσε στην πληρωμή του ποσού των 1.000.000 CZK. Στις 12 Ιανουαρίου 2016, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αναίρεση του προσφεύγοντος ως προδήλως αβάσιμη. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2016, δικαστικός επιμελητής κίνησε τις διαδικασίες για τη πώληση του ακινήτου του προσφεύγοντος.
Στις 14 Απριλίου 2016 ο προσφεύγων άσκησε συνταγματική καταγγελία με την οποία κατήγγειλε, μεταξύ άλλων, ότι i) τα δικαστήρια στήριξαν τις αντίστοιχες αποφάσεις τους αποκλειστικά στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο πραγματογνώμονας S. και χωρίς σχετική αιτιολόγηση, ii) το Περιφερειακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος να διαταχθεί εναλλακτική πραγματογνωμοσύνη· και iii) λόγω της τυπολατρικής προσέγγισης των δικαστηρίων, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δεν είχαν διανεμηθεί ορθά και αυτό ήταν σε βάρος του. Ο προσφεύγων επικαλέστηκε, από την άποψη αυτή, το άρθρο 11 (προστασία της ιδιοκτησίας) και το άρθρο 36 § 1 (δίκαιη δίκη) του Τσεχικού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών, το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 1 του ΠΠΠ.
Σε απροσδιόριστη ημερομηνία, το Συνταγματικό Δικαστήριο κάλεσε τα εθνικά δικαστήρια να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τη συνταγματική καταγγελία του προσφεύγοντος.
Στις 11 Μαΐου 2016, ο Πρόεδρος του Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εξετάσει την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος, υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τη συνταγματική καταγγελία του προσφεύγοντος, επισημαίνοντας ότι αυτή είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη για νομικά θέματα χωρίς απόφαση επί της ουσίας. Εξήγησε περαιτέρω τις γενικές αρχές του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης, την εφαρμογή τους στην υπό κρίση υπόθεση και τους λόγους της σύντομης αιτιολογίας της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τέλος, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου δήλωσε τα εξής:
«Κατά συνέπεια, προτείνω την απόρριψη της συνταγματικής καταγγελίας, η οποία στερείται συγκεκριμένων επιχειρημάτων κατά του συμπεράσματος περί απαραδέκτου της αίτησης αναίρεσης για νομικά θέματα. Συμφωνώ να παραιτηθώ από την προφορική ακρόαση και, σε περίπτωση που διαταχθεί μια τέτοια ακρόαση, παρακαλώ να με συγχωρέσουν».
Ο δικαστής που προέδρευσε του οικείου τμήματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου απάντησε στις 17 Μαΐου 2016, παραπέμποντας σε μεγάλο βαθμό στο σκεπτικό των αποφάσεων του Περιφερειακού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Όσον αφορά τον εμπειρογνώμονα S. και την «μη δεδομένη σχέση μου μαζί του», μπορώ απλώς να πω ότι προσέγγισα τον εμπειρογνώμονα S. μόνο αφού άλλοι εμπειρογνώμονες μου είχαν πει ότι θα μπορούσαν να προετοιμάσουν μια πραγματογνωμοσύνη μετά από αρκετό καιρό …. Μέχρι τότε, δεν γνώριζα καθόλου τον εμπειρογνώμονα S. …. Ο μόνος λόγος που του ζήτησα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου να δώσει τη γνώμη του ήταν για να επισπεύσει τη διαδικασία και να αποφύγει να την επιβαρύνει με μια επίσημη διαδικασία …»
Μέλος του τμήματος που εξέτασε την υπόθεση του προσφεύγοντος σε δεύτερο βαθμό υπέβαλε τις δισέλιδες παρατηρήσεις του στις 25 Μαΐου 2016, οι οποίες επικεντρώθηκαν στον τρόπο διορισμού του πραγματογνώμονα S., στην εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και στους λόγους για τους οποίους το Περιφερειακό Δικαστήριο βασίστηκε στην πραγματογνωμοσύνη του κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.
Στις 19 Ιουλίου 2016, κατόπιν έγγραφης διαδικασίας, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τη συνταγματική καταγγελία του προσφεύγοντος, κρίνοντας, μεταξύ άλλων:
«Για να αξιολογήσει την υπόθεση, το Συνταγματικό Δικαστήριο ζήτησε παρατηρήσεις από τα τακτικά δικαστήρια. Έχοντας εξοικειωθεί με το περιεχόμενό τους … το Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συνταγματική καταγγελία είναι προδήλως αβάσιμη».
Στις 18 Αυγούστου 2016, αφού έλαβε την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2016, ο συνήγορος υπεράσπισης του προσφεύγοντος συμβουλεύτηκε τη δικογραφία του πελάτη του σχετικά με τη συνταγματική του καταγγελία.
Με έγγραφο της 19 Σεπτεμβρίου 2016, ο προσφεύγων ζήτησε εξηγήσεις από το Συνταγματικό Δικαστήριο σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν του δόθηκε η ευκαιρία να λάβει γνώση των γραπτών παρατηρήσεων του περιφερειακού δικαστηρίου του Zlín, του περιφερειακού δικαστηρίου του Μπρνο και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του.
Με την από 29 Σεπτεμβρίου 2016 απάντησή του, το Συνταγματικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις δεν είχαν διαβιβαστεί στον προσφεύγοντα, ο εισηγητής δικαστής είχε πιθανώς θεωρήσει ότι δεν περιείχαν νέες πληροφορίες ή νομικά επιχειρήματα.
Στις 12 Μαρτίου 2017 ο δικαστικός επιμελητής δημοσίευσε λεπτομέρειες σχετικά με τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό για την πώληση του ακινήτου του προσφεύγοντος. Τα αποτελέσματα του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού παραμένουν ασαφή.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο ανέπτυξε σταδιακά την πρακτική του όσον αφορά τον χειρισμό των παρατηρήσεων που υποβάλλονται από άλλους διαδίκους επί μεμονωμένων συνταγματικών προσφυγών, αντιδρώντας στην εξελισσόμενη νομολογία του Δικαστηρίου σε υποθέσεις που στρέφονται κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας.
Κατόπιν της απόφασης Milatová κ.α. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (αρ. προσφ. 61811/00, ECHR 2005-V), το Συνταγματικό Δικαστήριο κλήθηκε να επανεξετάσει την πρακτική του όσον αφορά το δικαίωμα των προσφευγόντων σε δίκαιη δίκη. Το θέμα συζητήθηκε από την Ολομέλεια του δικαστηρίου, η οποία εξέδωσε σύσταση στις 25 Οκτωβρίου 2005. Σύμφωνα με τη σύσταση αυτή, όταν ζητείται από τους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις, οι εισηγητές δικαστές καλούνται να τις κοινοποιήσουν στους προσφεύγοντες για ενδεχόμενες παρατηρήσεις όταν περιέχουν ή ενδέχεται να περιέχουν νέα πραγματικά περιστατικά, ισχυρισμούς ή γραμμές επιχειρημάτων [βλ. ψήφισμα ResDH(2006)71 της 20-12-2006, σημείο II].
Στις 23 Ιουλίου 2007, η Ολομέλεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου ενέκρινε εσωτερική σύσταση προς τους εισηγητές δικαστές, συνιστώντας στους εν λόγω εισηγητές να αποστέλλουν τις παρατηρήσεις των λοιπών διαδίκων στους προσφεύγοντες προς ενημέρωσή τους, παρέχοντάς τους εύλογη προθεσμία για να απαντήσουν όταν οι παρατηρήσεις περιέχουν νέα πραγματικά περιστατικά, ισχυρισμούς ή επιχειρήματα, συμπεριλαμβανομένων των αμφιβολιών ως προς το κατά πόσον περιέχουν πράγματι τέτοια πραγματικά περιστατικά, ισχυρισμούς ή επιχειρήματα [βλ. τη σχετική εθνική νομοθεσία και πρακτική που παρατίθεται στην υπόθεση Holub κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (dec.), αρ. προσφ. 24880/05, 14 Δεκεμβρίου 2010].
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα στην κατ’ αντιμωλία διαδικασία συνεπάγεται το δικαίωμα των διαδίκων να γνωρίζουν και να σχολιάζουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται ή τις παρατηρήσεις που κατατίθενται με σκοπό να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου. Τα μέρη οποιασδήποτε διαφοράς μπορούν εύλογα να αναμένουν να ερωτηθούν σχετικά με το αν ένα συγκεκριμένο έγγραφο απαιτεί τις παρατηρήσεις τους. Αυτό που διακυβεύεται ιδιαίτερα είναι η εμπιστοσύνη των προσφευγόντων στη λειτουργία της δικαιοσύνης, η οποία στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην παραδοχή ότι τους παρέχεται η δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους για κάθε έγγραφο της δικογραφίας. Η απαίτηση αυτή ισχύει εξίσου και για τις μη δεσμευτικές συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις που αποσκοπούν στην παροχή συνδρομής στο δικαστήριο, καθώς και για τις πληροφορίες και τις γνώμες που λαμβάνει το δικαστήριο με δική του πρωτοβουλία προκειμένου να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση. Επιπλέον, οι διάδικοι έχουν έννομο συμφέρον να λαμβάνουν αντίγραφα των γραπτών παρατηρήσεων που περιέχουν αιτιολογημένες γνώμες επί της ουσίας και εναπόκειται μόνο σε αυτούς να κρίνουν αν ένα συγκεκριμένο έγγραφο απαιτεί ή όχι τα σχόλιά τους. Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να καθορίσει εάν η παράλειψη κοινοποίησης ενός εγγράφου προκάλεσε ζημία στους προσφεύγοντες, καθώς η ύπαρξη παραβίασης είναι πιθανή ακόμη και ελλείψει προκατάληψης (βλ. Vorotnikova κατά Λετονίας της 04.02.21, αριθ. 68188/13, §§ 21-22).
Το Δικαστήριο έχει ήδη επιληφθεί σειράς υποθέσεων που ασκήθηκαν κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας και αφορούσαν το ζήτημα της μη κοινοποίησης διαφόρων εγγράφων που υπέβαλαν διάφοροι μετέχοντες στη διαδικασία ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι το δικαίωμα στην κατ’ αντιμωλία διαδικασία δεν είναι απόλυτο και το περιεχόμενό του μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά της εν λόγω διαδικασίας. Σε ορισμένες υποθέσεις με πολύ ειδικές περιστάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη κοινοποίηση εγγράφου που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας και η συνακόλουθη έλλειψη δυνατότητας του προσφεύγοντος να το σχολιάσει δεν έθιξαν τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, στο μέτρο που έκρινε ότι μια τέτοια ευκαιρία δεν θα είχε καμία επίπτωση στην έκβαση της υπόθεσης, στην οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε η νομική διαπίστωση (βλ. απόφαση Vokoun, § 26).
Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο, μολονότι ανέφερε το γεγονός ότι είχε ζητήσει παρατηρήσεις από τα τακτικά δικαστήρια που εμπλέκονταν στην υπόθεση του προσφεύγοντος και ότι είχε μελετήσει τις παρατηρήσεις αυτές προκειμένου να καταλήξει στα συμπεράσματά του, δεν αναφέρθηκε ρητώς σε συγκεκριμένες δηλώσεις ή άλλα στοιχεία που περιέχονται στις επίμαχες παρατηρήσεις. Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι οι παρατηρήσεις αυτές αφορούσαν άμεσα τους λόγους της καταγγελίας, δηλαδή την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της φερόμενης αδικαιολόγητης επιλογής του επαρχιακού δικαστηρίου και του περιφερειακού δικαστηρίου να βασίσουν τις αποφάσεις τους στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο πραγματογνώμονας S. και την υποτιθέμενη τυπολατρική προσέγγισή τους, η οποία οδήγησε στη διανομή των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων σε βάρος του προσφεύγοντος. Ο ρόλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν να αξιολογήσει εάν αυτοί οι ισχυρισμοί συνιστούσαν παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 11 και το άρθρο 36 § 1 του Τσεχικού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών. Επομένως, οι συνέπειες της μη κοινοποίησης των παρατηρήσεων που υπέβαλαν τα τακτικά δικαστήρια δεν μπορούν να υποτιμηθούν.
Επιπλέον, το Δικαστήριο του Στρασβούργου επισήμανε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει θεσπίσει εσωτερικούς κανονισμούς σχετικά με τον χειρισμό των παρατηρήσεων που υποβάλλουν άλλοι διάδικοι σε σχέση με ατομικές συνταγματικές καταγγελίες. Πράγματι, από τον Μάιο του 2011, οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει πάντοτε να αποστέλλονται στους προσφεύγοντες, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες απλώς παραπέμπουν στις αποφάσεις των λοιπών διαδίκων που προσβάλλονται από τη συνταγματική καταγγελία.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις απέρριψε τις καταγγελίες σχετικά με την παράλειψη του Συνταγματικού Δικαστηρίου να κοινοποιήσει παρατηρήσεις σε ένα από τα μέρη της διαδικασίας με το σκεπτικό ότι ο προσφεύγων δεν είχε υποστεί σημαντικό μειονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (β), όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του Πρωτοκόλλου αριθ. 15 της ΕΣΔΑ. Έλαβε υπόψη δύο παράγοντες: ότι οι επίμαχες παρατηρήσεις περιορίζονταν σε μια απλή αναφορά στις αποφάσεις του ίδιου του διαδίκου που εκδόθηκαν στην υπόθεση και ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν στήριξε την απόφασή του στις μη κοινοποιηθείσες παρατηρήσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν περιττό, από την άποψη της ορθής απονομής της δικαιοσύνης στο πνεύμα της οικονομίας της διαδικασίας, να υποβάλει το Συνταγματικό Δικαστήριο τις παρατηρήσεις του στον προσφεύγοντα για πιθανή απάντηση.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, παρά το γεγονός ότι οι γραπτές παρατηρήσεις των τακτικών δικαστηρίων δεν περιορίζονταν σε μια απλή παραπομπή στις αντίστοιχες αποφάσεις τους που εκδόθηκαν στην υπόθεση, αλλά υπερέβαιναν τους λόγους που παρέθεταν με τις αποφάσεις αυτές, οι παρατηρήσεις αυτές δεν κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα. Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο διατύπωσε τα συμπεράσματά του κατά τρόπο που να δείχνει ότι είχε πράγματι στηρίξει την απόφασή του στις παρατηρήσεις αυτές.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι τα ανωτέρω διακρίνουν σαφώς την υπό κρίση υπόθεση από τις προαναφερθείσες υποθέσεις. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές στις οποίες στηρίζεται η νομολογία του σχετικά με την ισότητα των όπλων και το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας πρέπει να θεωρούνται ότι επιβάλλουν στο Συνταγματικό Δικαστήριο, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες αποφασίζει ότι δεν συντρέχει λόγος να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις ενός διαδίκου στους λοιπούς διαδίκους στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας, να εκθέτει σαφώς στην απόφασή του τους λόγους για τους οποίους καταλήγει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του ΕΔΔΑ κατά την οποία εναπόκειται μόνο στον ενδιαφερόμενο διάδικο να κρίνει αν ένα συγκεκριμένο έγγραφο απαιτεί ή όχι τις παρατηρήσεις του (βλ. Vorotnikova § 21-22), πρέπει να προβάλλονται πολύ σοβαροί λόγοι για την παράλειψη κοινοποίησης των παρατηρήσεων που έγιναν δεκτές και συμπεριλήφθηκαν στη δικογραφία προς εξέταση από το δικαστήριο που αποφαίνεται. Πράγματι, η απόφαση για μη κοινοποίηση πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και μπορεί να στηριχθεί μόνο στο γεγονός ότι οι λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία με τις παρατηρήσεις τους δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να αναφερθούν στις δικές τους αποφάσεις που είναι διαθέσιμες στο κοινό, χωρίς να προβάλουν επιχειρήματα πέραν εκείνων που είχαν ήδη διατυπωθεί ρητώς με τις αποφάσεις αυτές, καθώς και στη σαφή πρόθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου να μην χρησιμοποιήσει τις παρατηρήσεις αυτές για να αποφανθεί επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.
Το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να εξετάσει αν η παράλειψη κοινοποίησης των επίμαχων στην υπό κρίση υπόθεση παρατηρήσεων προκάλεσε ζημία στον προσφεύγοντα, αφού η ύπαρξη παράβασης είναι νοητή ακόμη και ελλείψει ζημίας (βλ. Adolf κατά Αυστρίας της 26.03.1982, § 37, Milatová κ.α., § 65). Ο βαθμός στον οποίο οι ισχυρισμοί αυτοί επηρέασαν την εκτίμηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν ήταν καθοριστικός από την άποψη του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη (βλ. Kuopila κατά Φινλανδίας της 27.04.2000, αρ. προσφ. 27752/95 § 35,).
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σεβασμός του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, απαιτούσε να δοθεί στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να σχολιάσει τις γραπτές παρατηρήσεις των λοιπών διαδίκων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διαπίστωσε παραβίασης συνιστά από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για τυχόν ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων. Επιδίκασε μόνον για έξοδα 1.389 ευρώ (επιμέλεια: echrcaselaw.com).