Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών
Απόφαση: 17528/2022, 18ο Μονομελές
Δικαστής: Βασίλειος Βουδούρης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Από την κείμενη νομοθεσία συνάγεται ότι οι κοινόχρηστοι χώροι προορίζονται για την ελεύθερη και ακώλυτη κυκλοφορία πεζών και οχημάτων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2794/2018). Είναι, όμως, δυνατή, κατ’ εξαίρεση, η παραχώρηση της χρήσης τμήματος κοινοχρήστου χώρου, ο οποίος ανήκει σε δήμο ή του οποίου η εκμετάλλευση έχει παραχωρηθεί σε δήμο και ο οποίος έχει πράγματι τεθεί σε κοινή χρήση, εφόσον η παραχώρηση επιτραπεί με απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, η οποία πρέπει να λαμβάνεται αφού διαπιστωθεί ότι η παραχώρηση αυτού δεν θα έχει ως συνέπεια τη χρήση του κοινοχρήστου χώρου κατά τρόπο που αναιρεί ή παρακωλύει ουσιωδώς τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του.
Για το λόγο δε αυτό, η παραχώρηση της χρήσης του οδοστρώματος κοινόχρηστης οδού είναι επιτρεπτή μόνον κατ’ εξαίρεση σε έκτακτες περιπτώσεις και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, διότι η κατάληψή του θα αναιρούσε ή, εν πάση περιπτώσει, θα παρακώλυε ουσιωδώς την ελεύθερη κυκλοφορία πεζών και οχημάτων. Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση χρήσης της επιφάνειας κοινοχρήστου χώρου (του εδάφους δηλαδή), του οποίου δεν έχει επιτραπεί η παραχώρηση της χρήσης με απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, νομίμως επιβάλλεται από το δήμο πρόστιμο, χωρίς να απαιτείται να διαπιστώνεται, στη σχετική πράξη ή στη συναφή έκθεση ελέγχου, ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αυθαίρετη χρήση του κοινοχρήστου χώρου αναιρεί ή παρακωλύει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα αυτού.
Κατά μείζονα, δε, λόγο, δεν χρειάζεται τέτοια διαπίστωση σε περίπτωση αυθαίρετης κατάληψης του οδοστρώματος κοινόχρηστης οδού (Σ.τ.Ε. 688/2020). Εξάλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων και ενόψει του χαρακτήρα του τέλους χρήσης κοινοχρήστων χώρων ως ανταποδοτικού (Σ.τ.Ε. 140/1989, 3540/1981, 574/1978), η εξουσία των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων προς καθορισμό του ύψους του προβλεπόμενου με αυτές τέλους, το οποίο οφείλεται για την χρήση των κοινοχρήστων χώρων, δεν είναι απεριόριστη, αλλά πρέπει να ασκείται εντός του πλαισίου, το οποίο διαγράφεται εκ του ύψους της αξίας, την οποία έχει το παραχωρούμενο δικαίωμα της αυξημένης χρήσης των κοινοχρήστων χώρων, ενόψει των ειδικότερων συνθηκών εκάστης περιοχής και των θεσπιζόμενων συναφώς από τα ανωτέρω συμβούλια αντικειμενικών κριτηρίων (Σ.τ.Ε. 2407/2015, 4574/2014, 3128/2014 κ.ά.).
Ο χαρακτηρισμός μιας διοικητικής κύρωσης ως «ποινής», κατά την αυτόνομη έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., διενεργείται με βάση τα κριτήρια που είναι γνωστά ως κριτήρια Engel (από την ομώνυμη απόφαση της Ολομέλειας του Ε.Δ.Δ.Α. του έτους 1976 – τα αυτά κριτήρια υιοθετεί και το Δ.Ε.Ε.: βλ. ιδίως την απόφαση Akerberg Fransson, C-617/10, Σ.τ.Ε. 1992/2016 7μ.). Αυτά αφορούν (πέραν του χαρακτηρισμού της κύρωσης κατά το εθνικό δίκαιο, που, κατά το Ε.Δ.Δ.Α., δεν είναι κρίσιμο στοιχείο, όσον αφορά τις διοικητικές, κατά το εθνικό δίκαιο, κυρώσεις), στη φύση της παράβασης και στη φύση και τη βαρύτητα της κύρωσης.
Σχετικά με τη φύση της παράβασης, εξετάζεται, ιδίως, αν ο κανόνας που την προβλέπει αφορά γενικά στα υποκείμενα του δικαίου, λ.χ. υπό την ιδιότητά τους ως φορολογούμενων, στοιχείο που συμβάλλει στη θεμελίωση του «ποινικού» χαρακτήρα της υπόθεσης. Επίσης, εξετάζεται ο σκοπός του κανόνα, δεδομένου ότι οι «ποινικές» κυρώσεις αποβλέπουν τόσο στην αποτροπή της παράβασης όσο και στον κολασμό του παραβάτη.
Ο γενικός, υπό την ανωτέρω έννοια, χαρακτήρας του οικείου κανόνα σε συνδυασμό με τον τιμωρητικό και αποτρεπτικό σκοπό της προβλεπόμενης κύρωσης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί «ποινικής» υπόθεσης (βλ. λ.χ. Ε.Δ.Δ.Α. 28.6.2011, 40301/04, Pop v. Romania, σκέψη 25). Σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αποδίδεται βαρύτητα και στο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει θεσπιστεί ο σχετικός κυρωτικός κανόνας, δεδομένου ότι τα γενικά συμφέροντα της κοινωνίας, όπως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, προστατεύονται κατ’ αρχήν από το «ποινικό» δίκαιο. Τέλος, η υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια), ως νόμιμη προϋπόθεση για την επιβολή της κύρωσης, λαμβάνεται επίσης υπόψη ως στοιχείο που κατατείνει στην αποδοχή της ύπαρξης «ποινικής» διαδικασίας (βλ. λ.χ. Ε.Δ.Δ.Α. Ολ. 10.6.1996, 19380/92, Benham v. United Kingdom, σκέψη 56). Το έτερο κριτήριο συνίσταται στη φύση και στη βαρύτητα της κύρωσης, ειδικότερα της πιο αυστηρής που μπορούσε να επιβληθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο και, δευτερευόντως, της πράγματι καταγνωσθείσας στη συγκεκριμένη υπόθεση. Αναφορικά με χρηματικές κυρώσεις, εξετάζεται το ύψος του οικείου ποσού (κατ’ αρχήν του μέγιστου που μπορούσε να καταλογιστεί).
Κρίση του Δικαστηρίου ότι το χρηματικό πρόστιμο που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 8 εδ. β’ του από 24.9/20.10.1958 β.δ. (Α’ 171) λόγω αυθαίρετης χρήσης κοινόχρηστου χώρου αποτελεί διοικητική κύρωση και δεν έχει «ποινικό» χαρακτήρα, κατά την αυτόνομη έννοια της Ε.Σ.Δ.Α.. Το κύρος της κανονιστικής απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της προσβαλλόμενης πράξης επιβολής του προστίμου ελέγχεται παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο της ουσίας.