Επιταγή προς εκτέλεση
Η επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί την πρώτη πράξη της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης ΑΠ 675/2001 άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί το αφετήριο σημείο έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης ΑΠ 1441/2017 άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Η επιταγή προς εκτέλεση γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου ΑΠ 205/2014 άρ. 924 εδ. 2 ΚΠολΔ. Η επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να ορίζει με ακρίβεια την απαίτηση ΑΠ 205/2014 άρ. 924 εδ. 2 ΚΠολΔ. Βασική προϋπόθεση του κύρους της επιταγής προς εκτέλεση είναι η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου ΑΠ 675/2001 άρ. 924 ΚΠολΔ. Η εντολή για εκτέλεση είναι εξώδικη πράξη 47/1989 Μον.Πρ.Έδεσσας. Κατά μια άποψη, επομένως, την εντολή για εκτέλεση μπορεί να την υπογράψει και ο ίδιος ο διάδικος, δηλαδή ο δανειστής 47/1989 Μον.Πρ.Έδεσσας. Αν η επιταγή προς εκτέλεση έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επιπλέον ποσό ΑΠ 675/2001. Η μερική ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση δεν επηρεάζει το κύρος των μεταγενέστερων πράξεων εκτέλεσης, οι οποίες μπορούν να στηριχθούν σ’ αυτήν κατά το μέρος που δεν ακυρώθηκε ΑΠ 675/2001. Η μερική ακυρότητα της επιταγής προς εκτέλεση για εκούσια συμμόρφωση του οφειλέτη, αναφορικά με μια από τις περισσότερες χρηματικές απαιτήσεις που επιτάσσεται να εκπληρώσει, δεν επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης που επακολουθεί ως προς εκείνες τις χρηματικές απαιτήσεις, οι οποίες δεν πλήττονται από τη μερική ακυρότητα της επιταγής ΑΠ 675/2001. Η επίδοση επιταγής προς εκτέλεση, ως διαδικαστική πράξη, έχει δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες, οι οποίες επέρχονται και στην περίπτωση επίδοσης δικονομικώς άκυρης επιταγής προς εκτέλεση και δεν αίρονται παρά μόνο μετά την ακύρωσή της από το δικαστήριο ΑΠ 1559/2009. Ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση ελαττωματικής επιταγής προς εκτέλεση, έστω και αν υπό την απειλή της αναγκαστικής εκτέλεσης κατέβαλε στον επισπεύδοντα δανειστή το επιτασσόμενο προς πληρωμή ποσό, δυνάμενος μάλιστα, μετά την αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης να ζητήσει και αποζημίωση από τον επισπεύδοντα για τις ζημίες που προκλήθηκαν από την εκτέλεση σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, πολύ δε περισσότερο, αν μετά την επιταγή προς εκτέλεση επακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που έχουν ως βάση την επιταγή αυτή και από τις οποίες δεν εχώρησε παραίτηση του επισπεύδοντος δανειστή ΑΠ 1559/2009. Αν η αναγκαστική εκτέλεση αφορά απαίτηση που εξαρτάται από αναβλητική αίρεση, όρο ή προθεσμία, ο επισπεύδων την εκτέλεση οφείλει να κοινοποιήσει στον οφειλέτη του, μαζί με την επιταγή, και το αντίγραφο του δημοσίου ή ιδιωτικού εγγράφου, που έχει αποδεικτική δύναμη και από το οποίο αποδεικνύεται η πλήρωση της αίρεσης ή του όρου ΑΠ 1559/2009. Η παράβαση της διατύπωσης αυτής, με την οποία σκοπείται η αποτροπή αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση επισφαλών ή αβέβαιων και γενικά μη εγγράφως αποδεικνυομένων αμέσως απαιτήσεων, επάγεται ακυρότητα, ανεξαρτήτως βλάβης, τόσο της επιταγής, που επιδόθηκε με ελλείψεις, όσο και της αναγκαστικής εκτέλεσης που άρχισε με βάση την επιταγή αυτή ΑΠ 1559/2009.
Επιταγή προς πληρωμή
Η επιταγή προς πληρωμή μπορεί να αιτείται και την καταβολή των δικαστικών εξόδων και δαπανών έντοκα από την επίδοσή της, καθώς αποτελεί όχληση του οφειλέτη 7750/2012 Εφ.Αθηνών. Κατά τις τρεις πρώτες εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει καμία πράξη εκτέλεσης άρ. 926 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν πρόκειται να εκτελεστεί διάταξη της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που αφορά τα δικαστικά έξοδα, απαιτείται επίδοση αντιγράφου της απόφασης στον καθ’ ου η αίτηση, και παρέλευση 24 ωρών από την επίδοση άρ. 700 παρ. 4 ΚΠολΔ άρ. 700 παρ. 1 ΚΠολΔ άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Αν περάσει ένας χρόνος από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, δεν μπορεί να γίνει άλλη πράξη εκτέλεσης βάσει της επιταγής αυτής άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ. Μετά την πάροδο του έτους αποκλείεται η αναγκαστική εκτέλεση χωρίς την επίδοση νέας επιταγής ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από την εντύπωση, που δημιουργείται στον υπόχρεο από την απραξία του επισπεύδοντος, για την εγκατάλειψη της συνέχειας της εκτέλεσης ΑΠ 1996/2014. Μετά την πάροδο του έτους από την επίδοση της επιταγής δεν είναι δυνατόν να γίνει πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η προθεσμία του άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της επιταγής ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η προθεσμία του άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν μέσα στην προθεσμία του έτους πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης, συνεχίζεται η παραπέρα πορεία της εκτέλεσης και πέρα από το έτος, χωρίς την ανάγκη κοινοποίησης νέας επιταγής ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ. Αν πράξη εκτέλεσης γίνει μετά την πάροδο του έτους από την επίδοση της επιταγής, είναι άκυρη, χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης ΑΠ 1996/2014 άρ. 926 παρ. 2 ΚΠολΔ άρ. 159 περ. 1 ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο κάνει δεκτή ανακοπή κατά επιταγής προς πληρωμή λόγω υπερβάλλοντος ποσού, ακυρώνει την επιταγή μόνο ως προς το υπερβάλλον 101/2004 Εφ.Δωδεκανήσου. Η επιταγή προς πληρωμή μπορεί να ακυρωθεί και μόνο ως προς το υπερβάλλον, δεν είναι απαραίτητο να ακυρωθεί στο σύνολό της 23/2007 Ειρ.Νίκαιας. Η επιταγή προς πληρωμή είναι εξώδικη πράξη 62/1994 Εφ.Πειραιώς. Η επιταγή προς πληρωμή μπορεί να υπογραφεί από κάθε πρόσωπο που έχει σχετική εντολή, άρα και από δικηγόρο που δεν είναι διορισμένος στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου θα γίνει η εκτέλεση 62/1994 Εφ.Πειραιώς. Η επιταγή προς πληρωμή δεν αποτελεί δικόγραφο ή εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, ούτε έγγραφο ενώπιον πολιτικής ή δικαστικής αρχής 22578/1995 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Αν με την ίδια δικαστική απόφαση επιδικάστηκαν σε περισσότερους διαδίκους διάφορα χρηματικά ποσά, και βάσει της απόφασης αυτής εκδόθηκε ένα κοινό απόγραφο (μετά την καταβολή του προς έκδοση του απογράφου αναλογικού τέλους χαρτοσήμου για το σύνολο των επιδικαζόμενων σε όλους ποσών και των αναλογούντων σ’ αυτά τόκων), και καθένας από τους νικήσαντες διαδίκους επιδιώξει με χωριστή επιταγή την πληρωμή του επιδικασθέντος σ’ αυτόν κεφαλαίου και τόκων από τον ηττηθέντα διάδικο, δεν μπορεί να επιτάσσει τον τελευταίο στο σύνολο των τελών του απογράφου που καταβλήθηκαν με βάση τις επιδικασθείσες απαιτήσεις όλων των διαδίκων, αλλά μόνο κατά την αναλογία που αντιστοιχεί στην επιδικασθείσα σ’ αυτόν απαίτηση ΑΠ 630/2015.
Επίδοση επιταγής προς πληρωμή
Το αντίγραφο του απογράφου της διαταγής πληρωμής ή της απόφασης βάσει του οποίου επιδίδεται επιταγή προς εκτέλεση μπορεί να έχει επικυρωθεί ως αντίγραφο από δικηγόρο, χωρίς να απαιτείται επικύρωση από τη γραμματεία του δικαστηρίου 57/2010 γνωμ.ΝΣΚ (εκκρεμεί αποδοχή της). Στο αντίγραφο του απογράφου που επιδίδεται με επιταγή προς εκτέλεση δεν είναι απαραίτητη, μεταξύ των φύλλων, η θέση σφραγίδας και υπογραφής του δικηγόρου που επικυρώνει το αντίγραφο 65/2009 Μον.Πρ.Ρόδου. Αν η επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε στον καθ’ ου δεν φέρει το ένσημο εισφοράς του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, δεν είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος ανακοπής, καθώς η διάταξη περί ακυρότητας είναι αντισυνταγματική Ολομ. ΑΠ 20/1998 159/2011 Εφ.Λαμίας. Κατά παλαιότερη άποψη, αν η επιταγή προς πληρωμή δικηγόρου δεν φέρει τα επιβαλλόμενα με το καταστατικό του Δικηγορικού Συλλόγου τέλη, είναι απαράδεκτη 62/1994 Εφ.Πειραιώς. Κατά παλαιότερη άποψη, αν η επιταγή προς πληρωμή δικηγόρου δεν φέρει τα επιβαλλόμενα με το καταστατικό του Δικηγορικού Συλλόγου τέλη, δεν είναι άκυρη από μόνο τον λόγο αυτό 22578/1995 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Κατά μια άποψη, αν το αντίγραφο του απογράφου που επιδόθηκε στον καθ’ ου δεν φέρει επικυρώσημο, δεν υφίσταται βάσιμος λόγος ανακοπής, καθώς δεν υπάρχει δικονομική βλάβη που να μην μπορεί να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας 369/2004 Ειρ.Ρόδου. Αν το απόγραφο εκδοθεί χωρίς την καταβολή του απαιτούμενου τέλους απογράφου, δεν υφίσταται βάσιμος λόγος ανακοπής, καθώς η σχετική έλλειψη δεν συνιστά δικονομική βλάβη που να μην μπορεί να αποκατασταθεί παρά μόνο με τη κήρυξη της πράξης εκτέλεσης ως άκυρης κατ’ άρ. 159 παρ. 3 ΚΠολΔ ΑΠ 51/2004. Στην επιταγή προς πληρωμή που προσαρτάται σε αντίγραφο του απογράφου, αρκεί η αναφορά του συνόλου του απαιτούμενου κεφαλαίου και του συνόλου των απαιτούμενων τόκων, χωρίς να απαιτείται αναλυτική περιγραφή των επιμέρους κονδυλίων του κεφαλαίου ή των τόκων. Τα επιμέρους κονδύλια του κεφαλαίου προκύπτουν από το κείμενο του απογράφου, ενώ ο υπολογισμός των τόκων είναι εύχερος, καθώς τα ποσοστά επιτοκίου υπερημερίας ρυθμίζονται από τον νόμο 1607/2006 Μον.Πρ.Αθηνών 31899/1999 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Στην επιταγή προς πληρωμή πρέπει να γίνεται ειδική αναφορά για τους κεφαλαιοποιημένους τόκους, αν υπάρχει τέτοιο κονδύλιο και προκύπτει από το απόγραφο 1132/2008 Εφ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, στην επιταγή προς πληρωμή δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται το ποσό των τόκων, αν αυτό προκύπτει μετά από μαθηματικούς υπολογισμούς επί του κεφαλαίου που προσδιορίζεται στον τίτλο ΑΠ 194/1995 6805/2006 Μον.Πρ.Αθηνών 96/2006 Ειρ.Λαμίας 445/2005 Εφ.Πατρών 1108/2004 Εφ.Πατρών. Κατ’ άλλη άποψη, πρέπει να αναφέρεται επακριβώς το ποσό των τόκων 3981/2006 Μον.Πρ.Αθηνών. Κατά μια άποψη, η επιταγή προς πληρωμή πρέπει να διακρίνει το κάθε επιμέρους ποσό των εξόδων, αλλιώς είναι ακυρώσιμη ως προς αυτό το κονδύλιο 4/2010 Μον.Πρ.Ρόδου 22578/1995 Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης. Κατ’ άλλη άποψη, τα έξοδα μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ένα ποσό 65/2009 Μον.Πρ.Ρόδου. Η επιταγή προς πληρωμή δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει τις καταβολές που έχει κάνει ο οφειλέτης μετά την επιδίκαση της απαίτησης ΑΠ 194/1995. Αν ο νικήσας διάδικος επιδώσει το ίδιο το απόγραφο, αντί για αντίγραφο του απογράφου, με συνημμένη επιταγή προς πληρωμή, ο καθ’ ου δεν μπορεί να ισχυριστεί βλάβη, γιατί το γεγονός αυτό, αντί να βλάπτει τον καθ’ ου, τον ωφελεί. Και αυτό, γιατί στην περίπτωση αυτή, ο δικαστικός επιμελητής θα βρίσκεται σε αδυναμία να καταθέσει το απόγραφο στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, άρα δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ανακοπής 296/2004 Ειρ.Καβάλας. Η επιταγή προς πληρωμή που απαιτεί υπερβάλλον του νόμιμου ποσού είναι ακυρώσιμη μόνο για το υπερβάλλον ποσό, και έγκυρη για το υπόλοιπο ΑΠ 390/2000. Αν η επιταγή προς πληρωμή επιδοθεί σε περισσότερους, αρκεί το αντικείμενο της εκτέλεσης να είναι το ίδιο, χωρίς να χρειάζεται η μια επιταγή προς πληρωμή να είναι αντίγραφο της άλλης ΑΠ 1773/2001. Αν η επιταγή προς πληρωμή διενεργηθεί στο διάστημα από 1η έως και 31η Αυγούστου, από 28-05-1993 και μετά, και δεν αφορά πλοίο ή αεροσκάφος, η επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη, χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης ΑΠ 1441/2017 ΑΠ 1868/1999 άρ. 940 Α ΚΠολΔ άρ. 10 παρ. 9 ν. 2145/1993 άρ. 69 ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28-05-1993). Από 01-01-2017 και μετά, δεν είναι απαραίτητη η επικόλληση Επικυρωσήμου (τέλους επικύρωσης αντιγράφου) για την ισχύ της επικύρωσης από δικηγόρο του αντιγράφου της απόφασης που συνάπτεται στην επιταγή προς πληρωμή άρ. 39 παρ. 10 εδ. 4 ν. 4387/2016 άρ. 28 παρ. 2 ν. 4445/2016. Μέχρι 31-12-2016, είναι απαραίτητη, για την ισχύ της επικύρωσης από δικηγόρο, η επικόλληση Επικυρωσήμου (τέλους επικύρωσης αντιγράφου) επί της επιταγής προς πληρωμή που συνάπτεται στο αντίγραφο της απόφασης που αποτελεί εκτελεστό απόγραφο άρ. 30 παρ. 2 περ. δ νδ. 4114/1960 άρ. 22 παρ. 8 περ. α ν. 1868/1989 ΥΑ. Φ10041/21224/931/14-08-2007 (ΦΕΚ 1663/22-08-2007 Β) ΕΤΑΑ ΤΑΝ εγκύκλιος 417/2009 ΕΤΑΑ ΤΑΝ εγκύκλιος 419/2009.
Παραίτηση από επιταγή προς εκτέλεση
Η επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί οιονεί δικαιοπραξία 6892/2013 Μον.Πρ.Αθήνας. Ως τέτοια, ο επιτάσσων δικαιούται να παραιτηθεί από αυτήν 6892/2013 Μον.Πρ.Αθήνας άρ. 294 ΚΠολΔ άρ. 299 ΚΠολΔ. Η παραίτηση μπορεί να γίνει
- με δήλωση στη δίκη ανακοπής επί της επιταγής προς εκτέλεση 6892/2013 Μον.Πρ.Αθήνας, ή
- με επίδοση δικογράφου στον καθ’ ου η εκτέλεση άρ. 297 ΚΠολΔ.
Αν ο επισπεύδων την εκτέλεση παραιτηθεί από την επιταγή προς εκτέλεση, θεωρείται ότι η επιταγή προς εκτέλεση δεν επιδόθηκε ποτέ ΑΠ 80/2004 ΑΠ 614/2001. Αν ο επισπεύδων την εκτέλεση παραιτήθηκε από την επιταγή προς εκτέλεση, η σχετική ανακοπή είναι άνευ αντικειμένου ΑΠ 80/2004 ΑΠ 614/2001. Η παραίτηση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, μόνη όμως η επίδοση νέας επιταγής προς εκτέλεση δεν σημαίνει παραίτηση από την πρώτη 8058/2007 Εφ.Αθηνών. Τα έξοδα της παραίτησης από την επιταγή προς πληρωμή επιβάλλονται σε βάρος του παραιτούμενου, και εκκαθαρίζονται από το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο) 6892/2013 Μον.Πρ.Αθήνας 8659/2000 Εφ.Αθηνών 4340/1993 Εφ.ΑΘηνών άρ. 679 επ. ΚΠολΔ άρ. 188 ΚΠολΔ άρ. 192 εδ. 2 ΚΠολΔ.
Παραίτηση από επιταγή προς πληρωμή
Ο επιτάσσων μπορεί να παραιτηθεί από την επιταγή προς πληρωμή που επέδωσε 8058/2007 Εφ.Αθηνών. Μετά την παραίτηση η επιταγή προς πληρωμή θεωρείται ότι δεν επιδόθηκε ποτέ 8058/2007 Εφ.Αθηνών. Η παραίτηση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, μόνη όμως η επίδοση νέας επιταγής προς πληρωμή δεν υποδηλώνει παραίτηση 8058/2007 Εφ.Αθηνών.
Επιταγή προς πληρωμή κατά του Δημοσίου
Αν η αναγκαστική εκτέλεση στρέφεται κατά του Δημοσίου, επιτρέπεται μόνο αν επιδοθεί η απόφαση στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή, και παρέλθει προθεσμία 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης άρ. 4 παρ. 2 ν. 3068/2002.
Προνόμιο Δημοσίου για έκδοση εγγυητικής επιστολής πριν την εκτέλεση
Αν υπάρχει χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, και η απαίτηση απορρέει από μη τελεσίδικη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, και ο δανειστής της απαίτησης πρόκειται να προβεί βάσει της απόφασης σε εκτέλεση κατά του Δημοσίου, η εκτέλεση διενεργείται αφού ο δικαιούχος της απαίτησης προσκομίσει τραπεζική εγγυητική επιστολή αξίας ισόποσης με την απαίτηση άρ. 4 παρ. 1 εδ. 3 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012 άρ. 321 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν η απαίτηση προκύπτει από εκτελεστό τίτλο πέραν απόφασης πολιτικού δικαστηρίου, ο οποίος υπόκειται σε ένδικο βοήθημα ή σε ένδικο μέσο άρ. 4 παρ. 1 εδ. 3 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Αν υπάρχει χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, και η απαίτηση απορρέει από δικαστική απόφαση, και πρόκειται για απαίτηση εργαζομένου με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, και η απαίτηση προέρχεται από την εργασιακή του σχέση, δεν ισχύει η παραπάνω υποχρέωση για προσκόμιση εγγυητικής επιστολής πριν την εκτέλεση άρ. 4 παρ. 1 εδ. 7 ν. 3068/2002 άρ. 92 ν. 4139/2013. Αν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, και ο εκτελεστός τίτλος επιδοθεί, και παρέλθουν άπρακτες 90 ημέρες από την επίδοση, ο εκτελεστός τίτλος μπορεί να εκτελεσθεί χωρίς εγγύηση άρ. 4 παρ. 1 εδ. 5 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Η εγγυητική αυτή επιστολή εκδίδεται υπέρ της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την καταβολή άρ. 4 παρ. 1 εδ. 6 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Η εγγυητική επιστολή επιστρέφεται μετά από την προσκόμιση πιστοποιητικού αμετάκλητης, υπέρ του αντιδίκου του υποχρέου, επίλυσης της διαφοράς ή της μη άσκησης ενδίκου μέσου ή βοηθήματος μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από τον νόμο άρ. 4 παρ. 1 εδ. 6 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Οι ΔΟΥ που πρόκειται να εξοφλήσουν τέτοιες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου οφείλουν να ζητούν με κάθε πρόσφορο μέσο από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες
- έγγραφη βεβαίωση ότι έχει εκδοθεί εγγυητική επιστολή και πληρούνται οι προϋποθέσεις του ν. 4072/2012 άρ. 326 παρ. 5, και
- φωτοαντίγραφο της εγγυητικής επιστολής.
Το δικαστήριο που εξέδωσε την εκτελεστή απόφαση ή στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο βοήθημα μπορεί να μειώσει μέχρι στο μισό το ύψος της εγγυητικής επιστολής, μετά από αίτηση του δανειστή άρ. 4 παρ. 1 εδ. 4 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012. Σχετικά κριτήρια είναι η φερεγγυότητα του δικαιούχου, ή οι λοιπές εγγυήσεις που προσφέρει ή κρίνονται αναγκαίες άρ. 4 παρ. 1 εδ. 4 ν. 3068/2002 άρ. 326 παρ. 5 ν. 4072/2012.
Επιταγή προς πληρωμή κατά ΟΤΑ
Αν η αναγκαστική εκτέλεση στρέφεται κατά ΟΤΑ, επιτρέπεται μόνο αν επιδοθεί η απόφαση στον εκπρόσωπο του ΟΤΑ, και παρέλθει προθεσμία 60 ημερών από την επίδοση της απόφασης άρ. 4 παρ. 2 ν. 3068/2002. Οι ΟΤΑ δεν απολαμβάνουν το προνόμιο του Δημοσίου περί έκδοσης εγγυητικής επιστολής πριν την εκτέλεση ΑΠ 335/2017.
Επιταγή προς πληρωμή κατά ΝΠΔΔ
Αν η αναγκαστική εκτέλεση στρέφεται κατά ΝΠΔΔ, επιτρέπεται μόνο αν επιδοθεί η απόφαση στον εκπρόσωπο του ΝΠΔΔ, και παρέλθει προθεσμία 60 ημερών από την επίδοση άρ. 4 παρ. 2 ν. 3068/2002. Τα ΝΠΔΔ δεν απολαμβάνουν το προνόμιο του Δημοσίου περί έκδοσης εγγυητικής επιστολής πριν την εκτέλεση ΑΠ 335/2017.
Επιταγή προς πληρωμή κατά του ΙΚΑ
Για εκτέλεση κατά του ΙΚΑ, απαιτείται παρέλευση 20 ημερών από την επίδοση της επιταγής, ή παρέλευση 15 ημερών από τη δημοσίευση ή την τελεσιδικία δικαστικής απόφασης άρ. 18 παρ. 1 εδ. 2 ν. 1846/1951.
Διαχρονικό δίκαιο
Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, το παραδεκτό των μέσων εκτέλεσης διέπεται, ως προς τη διαδικασία και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, από τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο ενέργειάς τους ΑΠ 1080/1979.