Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-524/21 και C-525/21 Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Ανάληψη από τους οργανισμούς εγγύησης των μισθολογικών απαιτήσεων μισθωτών – Η υποχρέωση πληρωμής από τους οργανισμούς εγγύησης περιορίζεται στις μισθολογικές απαιτήσεις που αφορούν την περίοδο των τριών μηνών πριν ή των τριών μηνών μετά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας – Εφαρμογή προθεσμίας παραγραφής – Ανάκτηση από τον οργανισμό εγγύησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Προϋποθέσεις
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 16ης Φεβρουαρίου 2023 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Ανάληψη από τους οργανισμούς εγγύησης των μισθολογικών απαιτήσεων μισθωτών – Η υποχρέωση πληρωμής από τους οργανισμούς εγγύησης περιορίζεται στις μισθολογικές απαιτήσεις που αφορούν την περίοδο των τριών μηνών πριν ή των τριών μηνών μετά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας – Εφαρμογή προθεσμίας παραγραφής – Ανάκτηση από τον οργανισμό εγγύησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Προϋποθέσεις»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑524/21 και C‑525/21,
με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2021, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 24 Αυγούστου 2021, στο πλαίσιο των δικών
IG
κατά
Agenţia Judeţeană de Ocupare a Forţei de Muncă Ilfov (C‑524/21),
και
Agenţia Municipală pentru Ocuparea Forţei de Muncă Bucureşti
κατά
IM (C‑525/21),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour
γραμματέας: Α. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane και A. Rotăreanu,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. Herranz Elizalde,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Armenia και A. Κατσιμέρου καθώς και από τον B.‑R. Killmann,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, του άρθρου 2, παράγραφος 1, του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 2008, L 283, σ. 36).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ της IG και του Agenția Județeană de Ocupare a Forței de Muncă Ilfov (κέντρου απασχόλησης της περιφέρειας Ilfov, Ρουμανία) (στο εξής: κέντρο απασχόλησης Ilfov) (υπόθεση C‑524/21) και μεταξύ του Agenția Municipală pentru Ocuparea Forței de Muncă București (κέντρου απασχόλησης του δήμου Βουκουρεστίου, Ρουμανία) (στο εξής: κέντρο απασχόλησης Βουκουρεστίου) και της ΙΜ (υπόθεση C‑525/21), με αντικείμενο την ανάκτηση από τα προαναφερθέντα κέντρα απασχόλησης των ποσών που κατέβαλε το Fondul de garantare pentru plata creanțelor salariale (Ταμείο εγγυήσεων για την πληρωμή μισθολογικών απαιτήσεων, Ρουμανία) (στο εξής: Ταμείο εγγυήσεων) για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις των μισθωτών IG και IM.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το κεφάλαιο I της οδηγίας 2008/94, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 2.
4 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας:
«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1.»
5 Το άρθρο 2 της οδηγίας προβλέπει στην παράγραφό του 1:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένας εργοδότης θεωρείται σε κατάσταση αφερεγγυότητας όταν έχει ζητηθεί η έναρξη συλλογικής διαδικασίας που βασίζεται στην αφερεγγυότητά του, προβλεπόμενη από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους, η οποία επιφέρει τη μερική ή ολική πτωχευτική απαλλοτρίωση του εν λόγω εργοδότη, καθώς και το διορισμό συνδίκου ή προσώπου που ασκεί παρεμφερή καθήκοντα, και η αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει των σχετικών διατάξεων:
α) είτε αποφάσισε την έναρξη της διαδικασίας·
β) είτε διαπίστωσε ότι η επιχείρηση ή η εγκατάσταση του εργοδότη έκλεισε οριστικά και ότι η ανεπάρκεια των διαθεσίμων στοιχείων του ενεργητικού δεν δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας.»
6 Το κεφάλαιο II της οδηγίας 2008/94, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατάξεις σχετικές με τους οργανισμούς εγγυήσεως», περιλαμβάνει τα άρθρα 3 έως 5.
7 Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.
Οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγύησης είναι όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε περίοδο που προηγείται ή/και, ενδεχομένως, έπεται μιας ημερομηνίας, την οποία προσδιορίζουν τα κράτη μέλη.»
8 Το άρθρο 4 της οδηγίας έχει ως εξής:
«1. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής των οργανισμών εγγύησης που προβλέπεται στο άρθρο 3.
2. Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της ευχέρειας που αναφέρεται στη παράγραφο 1, καθορίζουν τη διάρκεια της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης. Η διάρκεια αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι μικρότερη από την περίοδο που καλύπτει την αμοιβή των τελευταίων τριών μηνών της εργασιακής σχέσης που τοποθετείται πριν ή/και μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 3 δεύτερο εδάφιο.
Τα κράτη μέλη μπορούν να εντάξουν αυτή την ελάχιστη περίοδο τριών μηνών σε μια περίοδο αναφοράς, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να είναι κατώτερη των έξι μηνών.
Τα κράτη μέλη που προβλέπουν περίοδο αναφοράς τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών, μπορούν να περιορίσουν την περίοδο που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης σε οκτώ εβδομάδες. Στην περίπτωση αυτή, για τον υπολογισμό της ελάχιστης περιόδου επιλέγονται οι χρονικές περίοδοι που είναι ευνοϊκότερες για το μισθωτό.
3. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ανώτατα όρια για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από τον οργανισμό εγγύησης. Τα ανώτατα αυτά όρια δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από ένα όριο κοινωνικώς συμβατό με τον κοινωνικό στόχο της παρούσας οδηγίας.
Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση αυτής της ευχέρειας, γνωστοποιούν στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή τις μεθόδους με τις οποίες καθορίζουν το εν λόγω ανώτατο όριο.»
9 Το κεφάλαιο V της οδηγίας 2008/94, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές και τελικές διατάξεις», περιλαμβάνει τα άρθρα 11 έως 18.
10 Το άρθρο 12 της οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών:
α) να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν [στην] αποτροπή καταχρήσεων·
[…]».
Το ρουμανικό δίκαιο
11 Το άρθρο 2 του Legea nr. 200/2006 privind constituirea şi utilizarea Fondului de garantare pentru plata creanţelor salariale (νόμου 200/2006 περί συστάσεως και χρήσεως του Ταμείου εγγυήσεων για την πληρωμή μισθολογικών απαιτήσεων) (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 453 της 25ης Μαΐου 2006) προβλέπει τα εξής:
«Το Ταμείο εγγυήσεων διασφαλίζει την πληρωμή των μισθολογικών απαιτήσεων που απορρέουν από ατομικές συμβάσεις εργασίας και από συλλογικές συμβάσεις εργασίας που έχουν συναφθεί μεταξύ μισθωτών και εργοδοτών εις βάρος των οποίων έχουν εκδοθεί τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και έχει διαταχθεί το μέτρο της ολικής ή μερικής ανάκλησης της εξουσίας διοίκησης, στο εξής: [εργοδότες σε κατάσταση αφερεγγυότητας].»
12 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:
«Εντός των ορίων και υπό τους όρους που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, καλύπτονται από τους πόρους του Ταμείου εγγυήσεων οι ακόλουθες κατηγορίες μισθολογικών απαιτήσεων: οι καθυστερούμενοι μισθοί […]».
13 Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου:
«Το συνολικό άθροισμα των μισθολογικών απαιτήσεων που καλύπτει το Ταμείο εγγυήσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό [τριών] εθνικών μέσων ακαθάριστων μισθών ανά εργαζόμενο.»
14 Το άρθρο 15 του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:
«(1) Οι μισθολογικές απαιτήσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία a, c, d και e, καλύπτονται για περίοδο [τριών] ημερολογιακών μηνών.
(2) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 περίοδος είναι η προγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία ζητείται η χορήγηση δικαιωμάτων περίοδος που προηγείται ή έπεται της ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας.»
15 Το άρθρο 5 των Normele metodologice de aplicare a Legii nr. 200/2006 privind constituirea şi utilizarea Fondului de garantare pentru plata creanţelor salariale (μεθοδολογικών κανόνων εφαρμογής του νόμου 200/2006), της 21ης Δεκεμβρίου 2006 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 1038 της 28ης Δεκεμβρίου 2006, στο εξής: μεθοδολογικοί κανόνες), προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Οι μισθολογικές απαιτήσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία a, c, d και e, του νόμου [200/2006] αφορούν την προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του [εν λόγω] νόμου περίοδο των [τριών] ημερολογιακών μηνών, η οποία προηγείται του μήνα κατά τον οποίο ζητείται η χορήγηση των δικαιωμάτων.»
16 Το άρθρο 7 των μεθοδολογικών κανόνων ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:
«(1) Όταν οι απαιτήσεις των μισθωτών του ευρισκόμενου σε κατάσταση αφερεγγυότητας εργοδότη είναι προγενέστερες του μήνα ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου [200/2006] περίοδος των [τριών] ημερολογιακών μηνών προηγείται της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας.
(2) Όταν οι απαιτήσεις των μισθωτών του ευρισκόμενου σε κατάσταση αφερεγγυότητας εργοδότη είναι μεταγενέστερες του μήνα ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του [εν λόγω] νόμου περίοδος έπεται της ημερομηνίας ενάρξεως της διαδικασίας.»
17 Κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Legea nr. 76/2002 privind sistemul asigurărilor pentru şomaj şi stimularea ocupării forţei de muncă (νόμου 76/2002 περί του καθεστώτος ασφαλίσεως κατά της ανεργίας και ενισχύσεως της απασχόλησης) (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 103 της 6ης Φεβρουαρίου 2002):
«Τα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από τον προϋπολογισμό του ταμείου ανεργίας και κάθε άλλο ποσό που επιβαρύνει τον προϋπολογισμού του ταμείου ανεργίας και δεν προέρχεται από εισφορές για την ασφάλιση της εργασίας ανακτώνται βάσει αποφάσεων που εκδίδονται από τα κέντρα απασχολήσεως […], οι οποίες αποτελούν εκτελεστούς τίτλους.»
18 Το άρθρο 731 του Legea nr. 500/2002 privind finanțele publice (νόμου 500/2002 περί δημοσίων οικονομικών) (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 597 της 13ης Αυγούστου 2002), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 270/2013, ορίζει τα εξής:
«Τα καθορισθέντα από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα ποσά που συνιστούν ζημίες/μη σύννομες πληρωμές από δημόσιους πόρους ανακτώνται πλέον τόκων και, ανάλογα με την περίπτωση, των χρηματικών ποινών ή προσαυξήσεων λόγω υπερημερίας που ισχύουν για τα έσοδα του προϋπολογισμού και υπολογίζονται για την περίοδο που εκτείνεται από την επέλευση της ζημίας/πληρωμή έως την ανάκτηση των ποσών αυτών.»
Οι διαφορές των κύριων δικών, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
19 Στις 13 Μαρτίου 2017, το κέντρο απασχόλησης Ilfov έκανε δεκτή την αίτηση δικαστικού εκκαθαριστή ο οποίος ζητούσε να καθοριστεί και να καταβληθεί από το Ταμείο εγγυήσεων το ποσό των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων, για τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο του 2013, μισθωτών των οποίων ο εργοδότης είχε κηρυχθεί σε πτώχευση. Ειδικότερα, η μισθολογική απαίτηση της IG καθορίστηκε στο ποσό των 1 308 ρουμανικά λέι (RON) (περίπου 264 ευρώ), το οποίο καταβλήθηκε στην ενδιαφερόμενη (υπόθεση C‑524/21).
20 Στις 14 Μαρτίου 2018, το κέντρο απασχόλησης Βουκουρεστίου έκανε δεκτή την αίτηση δικαστικού εκκαθαριστή ο οποίος ζητούσε να καθοριστεί και να καταβληθεί από το Ταμείο εγγυήσεων το ποσό των μισθολογικών απαιτήσεων που όφειλε εργοδότης ο οποίος τελούσε σε κατάσταση αφερεγγυότητας. Κατά συνέπεια, η μισθολογική απαίτηση της IM καθορίστηκε στο ποσό των 3 143 RON (περίπου 634 ευρώ), το οποίο καταβλήθηκε στην ενδιαφερόμενη (υπόθεση C‑525/21).
21 Με απόφαση της 6ης Αυγούστου 2019, το Curtea de Conturi a României (Ελεγκτικό Συνέδριο της Ρουμανίας) διέταξε το Agenția Națională pentru Ocuparea Forței de Muncă (εθνικό κέντρο απασχόλησης, Ρουμανία) να επιβάλει μέτρα για την ανάκτηση των ποσών που είχε αχρεωστήτως καταβάλει το Ταμείο εγγυήσεων για καθυστερούμενους μισθούς οι οποίοι είτε οφείλονταν από ορισμένους αφερέγγυους εργοδότες για περιόδους μη περιλαμβανόμενες στην περίοδο των τριών μηνών αμέσως πριν ή των τριών μηνών αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας των εργοδοτών, περίοδος η οποία προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 200/2006, όπως ερμηνεύτηκε στο μεταξύ από το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2018, είτε είχαν αναζητηθεί μετά την παρέλευση της γενικής προθεσμίας παραγραφής. Με απόφαση του προέδρου του εθνικού κέντρου απασχόλησης της 2ας Σεπτεμβρίου 2019, τα περιφερειακά και δημοτικά κέντρα απασχόλησης της Ρουμανίας επιφορτίστηκαν με τον προσδιορισμό της έκτασης της ζημίας που υπέστη το Ταμείο εγγυήσεων και την ανάκτηση των σχετικών ποσών.
22 Με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία εκδόθηκε σε εκτέλεση της προαναφερθείσας απόφασης της 2ας Σεπτεμβρίου 2019, ο εκτελεστικός διευθυντής του κέντρου απασχόλησης Βουκουρεστίου διέταξε την ανάκτηση της μισθολογικής απαίτησης που καταβλήθηκε αχρεωστήτως στην IM (υπόθεση C‑525/21) για τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2017, οι οποίοι πράγματι δεν καταλαμβάνονταν από την περίοδο αναφοράς των τριών μηνών αμέσως πριν ή των τριών μηνών αμέσως μετά την 22α Ιανουαρίου 2015, ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας του εργοδότη.
23 Με απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου 2019, ο εκτελεστικός διευθυντής του κέντρου απασχόλησης Ilfov διέταξε την ανάκτηση της μισθολογικής απαίτησης που καταβλήθηκε αχρεωστήτως στην IG (υπόθεση C‑524/21) για τους μήνες Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο του 2013, πλέον τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας, για τον λόγο ότι ο δικαστικός εκκαθαριστής υπέβαλε την αίτηση για την ανάληψη των μισθολογικών απαιτήσεων της IG στις 8 Φεβρουαρίου 2017, ενώ η διαδικασία αφερεγγυότητας είχε ξεκινήσει στις 19 Μαρτίου 2010, με αποτέλεσμα η επίμαχη μισθολογική απαίτηση να μην καταλαμβάνεται από την περίοδο αναφοράς των τριών μηνών αμέσως πριν ή των τριών μηνών αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας του εργοδότη.
24 Η ΙΜ και η IG προσέφυγαν η πρώτη κατά της απόφασης του εκτελεστικού διευθυντή του κέντρου απασχόλησης Βουκουρεστίου της 6ης Δεκεμβρίου 2019 και η δεύτερη κατά της απόφασης του εκτελεστικού διευθυντή του κέντρου απασχόλησης Ilfov της 31ης Δεκεμβρίου 2019, ενώπιον του Tribunalul București (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία).
25 Με απόφαση της 25ης Μαΐου 2020, το Tribunalul București (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) απέρριψε την προσφυγή της IG ως αβάσιμη. Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2020, δέχθηκε την προσφυγή της IM.
26 Τόσο η IG όσο και το κέντρο απασχόλησης Βουκουρεστίου άσκησαν αναίρεση κατά των ως άνω αποφάσεων ενώπιον του Curtea de Apel Bucureşti (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.
27 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι στις υποθέσεις των κύριων δικών τίθεται το ζήτημα εάν είναι συμβατή προς τον κοινωνικό σκοπό της οδηγίας 2008/94 διοικητική πρακτική συνιστάμενη στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπον ώστε να τίθενται υπό αμφισβήτηση οι καταβληθείσες μισθολογικές απαιτήσεις μισθωτών των οποίων οι εργοδότες τελούσαν σε κατάσταση αφερεγγυότητας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διοικητική αυτή πρακτική ανάγεται στην απόφαση του Curtea de Conturi a României (Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ρουμανίας), η οποία εκδόθηκε κατόπιν της ερμηνείας της εν λόγω νομοθεσίας από το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), περί των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 21 της παρούσας απόφασης.
28 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, εξαιτίας της εν λόγω διοικητικής πρακτικής, οι μισθωτοί αυτοί περιέρχονται σε μειονεκτική νομική κατάσταση καθώς υπονομεύονται η βεβαιότητα και η ασφάλεια των εννόμων σχέσεων λόγω της αμφισβήτησης των μισθολογικών απαιτήσεών τους και καθώς προβλέπεται, χωρίς κατάλληλη εθνική νομική βάση, υποχρέωση επιστροφής των σχετικώς εισπραχθέντων ποσών, ενδεχομένως πλέον τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας.
29 Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του εθνική νομοθεσία, κατά την οποία ανακτώνται από τον μισθωτό τα ποσά που κατέβαλε το Ταμείο εγγυήσεων μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις έναντι εργοδότη σε κατάσταση αφερεγγυότητας, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει θεσπιστεί με σκοπό «την αποτροπή καταχρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94, στο μέτρο που η πληρωμή των απαιτήσεων αυτών στον μισθωτό πραγματοποιήθηκε σε συνέχεια αίτησης δικαστικού εκκαθαριστή του εργοδότη, υποβληθείσας στο Ταμείο εγγυήσεων, χωρίς να υφίσταται πράξη ή παράλειψη δυνάμενη να προσαφθεί στον ενδιαφερόμενο μισθωτό.
30 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει τις ενώπιόν του διαδικασίες και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη διατύπωση στις υποθέσεις C‑524/21 και C‑525/21:
«1) Αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94, υπό το πρίσμα της αυτοτελούς εννοίας της “κατάστασης αφερεγγυότητας”, εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς της οδηγίας [αυτής] στο εσωτερικό δίκαιο, [ήτοι] το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 200/2006 περί συστάσεως και χρήσεως του Ταμείου εγγυήσεων για την πληρωμή μισθολογικών απαιτήσεων, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 των [μεθοδολογικών κανόνων,] όπως [ερμηνεύθηκε] από το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) […], κατά την οποία η περίοδος των τριών μηνών για την οποία το Ταμείο εγγυήσεων μπορεί να αναλάβει την υποχρέωση πληρωμής και να καταβάλει τις έναντι αφερέγγυου εργοδότη μισθολογικές απαιτήσεις έχει ως χρονικό σημείο αναφοράς αποκλειστικώς και μόνον την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας;
2) Αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 3, [δεύτερο εδάφιο], και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94, το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 200/2006 περί συστάσεως και χρήσεως του ταμείου εγγυήσεων για την πληρωμή μισθολογικών απαιτήσεων, όπως ερμηνεύθηκε [από το] Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), κατά την οποία η μέγιστη περίοδος των τριών μηνών για την οποία το ταμείο εγγυήσεων μπορεί να αναλάβει την υποχρέωση πληρωμής και να καταβάλει τις έναντι αφερέγγυου εργοδότη μισθολογικές απαιτήσεις βρίσκεται εντός της περιόδου αναφοράς μεταξύ του τριμήνου αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και του τριμήνου αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;
3) Συνάδει με τον κοινωνικό σκοπό της οδηγίας 2008/94 και με τις διατάξεις του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής εθνική διοικητική πρακτική κατά την οποία ανακτώνται από τον εργαζόμενο, δυνάμει αποφάσεως του Curtea de Conturi a României (Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ρουμανίας) και ελλείψει ειδικής εθνικής ρυθμίσεως που να υποχρεώνει τον εργαζόμενο σε επιστροφή, ποσά τα οποία φέρεται να του καταβλήθηκαν για περιόδους βαίνουσες πέραν του υφιστάμενου νομικού πλαισίου ή τα οποία ζητήθηκαν μετά την παρέλευση της εκ του νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας;
4) Κατά την ερμηνεία της έννοιας των “καταχρήσεων” για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94, συνιστά επαρκή αντικειμενική δικαιολογία η ανάκτηση από τον εργαζόμενο, με δεδηλωμένο σκοπό να τηρηθεί ο γενικός χρόνος παραγραφής, των μισθολογικών απαιτήσεων που έχει καταβάλει το Ταμείο εγγυήσεων κατόπιν αιτήσεως του δικαστικού εκκαθαριστή;
5) Συνάδουν με τις διατάξεις και τον σκοπό της οδηγίας [2008/94] η ερμηνεία και εθνική διοικητική πρακτική κατά τις οποίες τα ποσά των μισθολογικών απαιτήσεων που καλούνται να επιστρέψουν οι εργαζόμενοι εξομοιώνονται με τοκοφόρες φορολογικές οφειλές που επισύρουν κυρώσεις λόγω υπερημερίας;»
31 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 2021 αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑524/21 και C‑525/21, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
32 Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, του άρθρου 2, παράγραφος 1, του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία, αφενός, η ημερομηνία αναφοράς για τον καθορισμό της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή, από οργανισμό εγγύησης, των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων μισθωτών είναι η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας του εργοδότη των μισθωτών αυτών και, αφετέρου, η πληρωμή θεμελιώνεται μόνο για μία περίοδο τριών μηνών εντασσόμενη σε περίοδο αναφοράς που περιλαμβάνει τους τρεις μήνες αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας και τους τρεις μήνες αμέσως μετά την ημερομηνία αυτή.
33 Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία 2008/94 εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών που τελούν σε κατάσταση αφερεγγυότητας υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.
34 Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, ένας εργοδότης θεωρείται σε κατάσταση αφερεγγυότητας όταν έχει ζητηθεί η έναρξη συλλογικής διαδικασίας που βασίζεται στην αφερεγγυότητα του εργοδότη, προβλεπόμενη από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους, η οποία επιφέρει τη μερική ή ολική πτωχευτική απαλλοτρίωση του εν λόγω εργοδότη, καθώς και το διορισμό συνδίκου ή προσώπου που ασκεί παρεμφερή καθήκοντα, και η αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει των σχετικών διατάξεων είτε αποφάσισε την έναρξη της διαδικασίας είτε διαπίστωσε ότι η επιχείρηση ή η εγκατάσταση του εργοδότη έκλεισε οριστικά καθώς και ότι η ανεπάρκεια των διαθεσίμων στοιχείων του ενεργητικού δεν δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας.
35 Κατά το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της οδηγίας, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών οι οποίες απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης, όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας.
36 Κατά το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94, οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγύησης είναι όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε περίοδο που προηγείται ή/και, ενδεχομένως, έπεται μιας ημερομηνίας, την οποία προσδιορίζουν τα κράτη μέλη.
37 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να καθορίζουν την ημερομηνία πριν από και/ή, ενδεχομένως, την ημερομηνία μετά την οποία τοποθετείται η περίοδος κατά την οποία οι απαιτήσεις που αντιστοιχούν σε μη καταβληθείσες αποδοχές αναλαμβάνονται από τον οργανισμό εγγύησης και αφήνει επομένως στα κράτη μέλη την ελευθερία καθορισμού μιας προσήκουσας ημερομηνίας (πρβλ. απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Mustafa, C‑247/12, EU:C:2013:256, σκέψεις 39 και 41).
38 Επομένως, τίποτα δεν εμποδίζει το κράτος μέλος να επιλέξει την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας που κινήθηκε κατά εργοδότη ως ημερομηνία αναφοράς προκειμένου ο οργανισμός εγγύησης να προσδιορίσει την περίοδο που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων έναντι του συγκεκριμένου εργοδότη.
39 Εξάλλου, δεδομένου ότι η ύπαρξη σχέσεων εργασίας και ανεξόφλητων απαιτήσεων των εργαζομένων αποδείχθηκε στις υποθέσεις των κύριων δικών, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί η χρονική έκταση της υποχρέωσης ενός οργανισμού εγγύησης να ικανοποιήσει τις εν λόγω απαιτήσεις.
40 Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η οδηγία 2008/94 παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να περιορίσουν την υποχρέωση πληρωμής με τον καθορισμό περιόδου αναφοράς ή περιόδου εγγύησης και/ή ανώτατων ορίων για τις πληρωμές (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Guigo, C‑338/17, EU:C:2018:605, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει, πράγματι, ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής των οργανισμών εγγύησης που προβλέπεται στο άρθρο 3 της οδηγίας. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της ευχέρειας της παραγράφου 1, καθορίζουν τη διάρκεια της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης. Η διάρκεια αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι μικρότερη από την περίοδο που καλύπτει την αμοιβή των τελευταίων τριών μηνών της εργασιακής σχέσης που τοποθετείται πριν ή/και μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας παρέχει επίσης στα κράτη μέλη την ευχέρεια να εντάξουν αυτή την ελάχιστη περίοδο των τριών μηνών σε μια περίοδο αναφοράς της οποίας η διάρκεια δεν μπορεί να είναι μικρότερη των έξι μηνών.
42 Εν προκειμένω, από τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο καθώς και από τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε η Ρουμανική Κυβέρνηση προκύπτει ότι το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 200/2006 πρέπει να νοηθεί ως προβλέπον μέγιστη περίοδο τριών μηνών ως προς την οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις, η δε περίοδος αυτή εντάσσεται σε μια περίοδο αναφοράς τριών μηνών αμέσως πριν και τριών μηνών αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας.
43 Επομένως, μια τέτοια εθνική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας η πληρωμή, από τον οργανισμό εγγύησης, των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων θεμελιώνεται μόνο για μέγιστη περίοδο τριών μηνών αμέσως πριν ή τριών μηνών αμέσως μετά την έναρξη της συλλογικής διαδικασίας αφερεγγυότητας του εργοδότη, πληροί τις απαιτήσεις, μεταξύ άλλων, του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση τηρεί την ελάχιστη τρίμηνη διάρκεια που προβλέπει η διάταξη αυτή ως περίοδο που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγύησης, καθόσον εντάσσει την περίοδο αυτή σε περίοδο αναφοράς που πληροί την απαίτηση για ελάχιστη διάρκεια έξι μηνών όπως προβλέπει η ίδια διάταξη.
44 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι:
– το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η ημερομηνία αναφοράς για τον καθορισμό της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων από οργανισμό εγγύησης είναι η ημερομηνία έναρξης της συλλογικής διαδικασίας αφερεγγυότητας του εργοδότη των εργαζομένων αυτών, και
– το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η πληρωμή των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων από οργανισμό εγγύησης θεμελιώνεται μόνο για περίοδο τριών μηνών η οποία εντάσσεται σε περίοδο αναφοράς που περιλαμβάνει τους τρεις μήνες αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της συλλογικής διαδικασίας αφερεγγυότητας του εργοδότη των μισθωτών αυτών και τους τρεις μήνες αμέσως μετά την ημερομηνία αυτή.
Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
45 Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι είναι δυνατό να συνιστούν αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων, υπό την έννοια της διάταξης αυτής, κανόνες κράτους μέλους που προβλέπουν την ανάκτηση από μισθωτό των ποσών που του καταβλήθηκαν ως ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις από οργανισμό εγγύησης μετά την παρέλευση της γενικής προθεσμίας παραγραφής.
46 Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο της 12, στοιχείο αʹ, η οδηγία 2008/94 δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων.
47 Προκαταρκτικώς διαπιστώνεται ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιόρισε τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια και τη νομική βάση της γενικής προθεσμίας παραγραφής στην οποία αναφέρεται το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ούτε περαιτέρω εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η προθεσμία αυτή θα μπορούσε να μην τηρηθεί υπό τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τις διαφορές των κύριων δικών, μπορεί εντούτοις να υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στο ενδεχόμενο να έχει παραγραφεί, δεδομένης της εν λόγω προθεσμίας, το δικαίωμα της ενδιαφερομένης σε καταβολή των μισθολογικών της απαιτήσεων στην υπόθεση C‑524/21, είτε πρόκειται για την προβλεπόμενη στον ρουμανικό κώδικα φορολογικής διαδικασίας πενταετή προθεσμία που αναφέρει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της είτε πρόκειται για την προβλεπόμενη στον αστικό κώδικα τριετή προθεσμία που αναφέρει η Ρουμανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση C‑524/21, η διαδικασία αφερεγγυότητας του οικείου εργοδότη ξεκίνησε στις 19 Μαρτίου 2010, ενώ η αίτηση για την πληρωμή των μισθολογικών απαιτήσεων υποβλήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2017, ήτοι σχεδόν επτά έτη μετά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
48 Εν προκειμένω, κατόπιν της διευκρίνισης αυτής και όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, η εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι η αίτηση για την πληρωμή των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων από το Ταμείο εγγυήσεων υποβάλλεται σε κέντρο απασχόλησης από τον δικαστικό εκκαθαριστή του τελούντος σε κατάσταση αφερεγγυότητας εργοδότη και όχι από τον δικαιούχο, ήτοι τον ενδιαφερόμενο μισθωτό. Υπό τις συνθήκες αυτές, καθόσον φαίνεται να αποκλείεται το ενδεχόμενο να έχει ενεργήσει ο εργαζόμενος κακόπιστα ή να ευθύνεται για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ο δικαστικός εκκαθαριστής, χωρίς να τηρήσει τη νόμιμη διαδικασία, προς τον σκοπό της είσπραξης των μισθολογικών απαιτήσεων, η προβλεπόμενη από την εθνική ρύθμιση ανάκτηση των ποσών που, σύμφωνα με την ίδια ρύθμιση, καταβλήθηκαν αχρεωστήτως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αποτροπή καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους του εργαζομένου.
49 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε με τις αποφάσεις περί παραπομπής άλλα στοιχεία, ιδίως σχετικά με τις πράξεις ή παραλείψεις των οικείων εργαζομένων, τα οποία θα μπορούσαν να αποσαφηνίσουν με ποιον τρόπο το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι έλαβαν πληρωμές από το Ταμείο εγγυήσεων για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις τις οποίες, εν τέλει, δεν είχαν δικαίωμα να διεκδικήσουν λόγω παραγραφής της αξίωσής τους πληρωμής δύναται, εν προκειμένω, να αποδείξει την ύπαρξη καταχρήσεων εκ μέρους των εργαζομένων αυτών.
50 Κατόπιν των ανωτέρω, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι δεν συνιστούν αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, κανόνες θεσπισθέντες από κράτος μέλος οι οποίοι προβλέπουν την εκ μέρους οργανισμού εγγύησης ανάκτηση από μισθωτό των ποσών που του καταβλήθηκαν μετά την παρέλευση της γενικής προθεσμίας παραγραφής για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις, όταν δεν μπορεί να αποδοθεί στον μισθωτό οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη.
Επί του τρίτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος
51 Με το τρίτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2008/94 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή φορολογικής ρύθμισης κράτους μέλους προς τον σκοπό της ανάκτησης από μισθωτούς ποσών που τους κατέβαλε αχρεωστήτως οργανισμός εγγύησης για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις, πλέον τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας, όσον αφορά περιόδους μη περιλαμβανόμενες στην προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία του κράτους αυτού χρονική περίοδο, για τις οποίες γίνεται λόγος στο πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ή ποσών που αναζητήθηκαν μετά την παρέλευση της γενικής προθεσμίας παραγραφής.
52 Όσον αφορά τον τρόπο ανάκτησης των ποσών που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/94, καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από οργανισμό εγγύησης, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι η οδηγία δεν περιέχει καμία διάταξη που να ρυθμίζει το ζήτημα αν τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την ανάκτηση τέτοιων ποσών από τους εργαζομένους και υπό ποιες διαδικαστικές, κυρίως, προϋποθέσεις είναι δυνατή η ανάκτηση αυτή.
53 Πράγματι, τα άρθρα 4, 5 και 12 της οδηγίας 2008/94, τα οποία παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα όχι μόνο να καθορίζουν τον τρόπο οργάνωσης, χρηματοδότησης και λειτουργίας του οργανισμού εγγύησης, αλλά και να περιορίζουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, την προστασία που σκοπεί να διασφαλίσει στους μισθωτούς, δεν προβλέπουν περιορισμό της δυνατότητας των κρατών μελών να προβαίνουν στην ανάκτηση ποσών τα οποία, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/94, καταβλήθηκαν αχρεωστήτως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Visciano, C‑69/08, EU:C:2009:468, σκέψη 38).
54 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα κράτη μέλη είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερα να καθορίζουν με διατάξεις της εθνικής τους νομοθεσίας τους σχετικούς δικονομικούς, κυρίως, κανόνες εφόσον, πάντως, οι διατάξεις αυτές δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες αιτήσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν έχουν διαμορφωθεί κατά τρόπο που να καθιστά στην πράξη αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από την οδηγία 2008/94 (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Pflücke, C‑125/01, EU:C:2003:477, σκέψη 34, και της 16ης Ιουλίου 2009, Visciano, C‑69/08, EU:C:2009:468, σκέψη 39).
55 Μολονότι το τρίτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τις προϋποθέσεις ανάκτησης από τους μισθωτούς των ποσών που κατέβαλε οργανισμός εγγύησης για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις, και όχι την άσκηση, αυτή καθεαυτήν, από τους εργαζομένους του δικαιώματός τους στις παροχές που προβλέπει η οδηγία 2008/94, γεγονός παραμένει ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις ανάκτησης μπορούν να παρεμποδίσουν την πραγματική άσκηση του δικαιώματος αυτού και να επηρεάσουν το εύρος του. Κατά συνέπεια, οι απορρέουσες από τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας επιταγές, περί των οποίων γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει να τύχουν εφαρμογής στις υποθέσεις των κύριων δικών.
56 Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, την αρχή της ισοδυναμίας, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης, η αρχή αυτή δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, μεταξύ άλλων, διαδικαστικούς κανόνες οι οποίοι είναι λιγότερο ευνοϊκοί όσον αφορά τα μέτρα ανάκτησης παροχών των οποίων η χορήγηση διέπεται ή οριοθετείται από το δίκαιο της Ένωσης σε σχέση με εκείνους που ισχύουν για τα μέτρα ανάκτησης παροχών παρόμοιας φύσεως των οποίων η χορήγηση διέπεται ή οριοθετείται αποκλειστικά από το εσωτερικό δίκαιο.
57 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών ανάκτηση πραγματοποιείται βάσει των εθνικών διατάξεων σχετικά με την είσπραξη φορολογικών οφειλών, οι οποίες εν προκειμένω εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.
58 Στο μέτρο, όμως, που τα δικαιώματα τα οποία εγγυάται η οδηγία 2008/94, της οποίας ο κοινωνικός σκοπός συνίσταται στο να διασφαλίσει σε όλους τους μισθωτούς μια ελάχιστη προστασία σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Guigo, C‑338/17, EU:C:2018:605, σκέψη 28), εμπίπτουν στον τομέα της κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει μήπως οι προϋποθέσεις ανάκτησης που έχουν εφαρμογή στις υποθέσεις των κύριων δικών είναι λιγότερο ευνοϊκές για τους μισθωτούς σε σχέση με τις προϋποθέσεις ανάκτησης άλλων, παρόμοιας φύσεως, παροχών οφειλόμενων δυνάμει εθνικών διατάξεων που διέπουν τον ίδιο τομέα.
59 Προς τον σκοπό της σύγκρισης αυτής, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμήσει αν οι εργαζόμενοι που επιδιώκουν να αντιταχθούν στην ανάκτηση των ποσών που τους καταβλήθηκαν βάσει της οδηγίας 2008/94 περιέρχονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους εμπλεκόμενους σε διαδικασία ανάκτησης ποσών παρόμοιας φύσεως των οποίων η χορήγηση διέπεται από το εσωτερικό δίκαιο. Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, μπορούν, μεταξύ άλλων, να ληφθούν υπόψη προς τούτο η δυνατότητα αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων, η καλή πίστη του προσώπου που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό και το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζουν να τρέχουν οι τόκοι υπερημερίας.
60 Όσον αφορά, δεύτερον, την αρχή της αποτελεσματικότητας, υπενθυμίζεται ότι ο καθορισμός ευλόγων αποκλειστικών προθεσμιών ανταποκρίνεται, κατ’ αρχήν, στην αρχή αυτή καθόσον συνιστά εφαρμογή της αρχής της ασφάλειας δικαίου (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Pflücke, C‑125/01, EU:C:2003:477, σκέψη 36, και της 16ης Ιουλίου 2009, Visciano, C‑69/08, EU:C:2009:468, σκέψη 43).
61 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας για την ανάκτηση, από τους μισθωτούς, των ποσών που κατέβαλε αχρεωστήτως οργανισμός εγγύησης για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις τους δεν μπορεί να καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματός τους να ζητήσουν από τον οργανισμό εγγύησης την καταβολή των ποσών που τους οφείλονται για μη καταβληθέντες μισθούς.
62 Ειδικότερα, δεν πρέπει οι κανόνες της επίμαχης διαδικασίας ανάκτησης να έχουν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας κατάστασης κατά την οποία παραγράφονται τυχόν αξιώσεις μισθωτών για πληρωμή μισθολογικών απαιτήσεων που πράγματι τους οφείλονται.
63 Συναφώς υπογραμμίζεται ότι οι διαφορές των κύριων δικών φαίνεται να χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι το βάσιμο των αιτήσεων πληρωμής των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων των οικείων εργαζομένων αμφισβητείται κυρίως για τον λόγο ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν εντάσσονται στην περίοδο αναφοράς που καθορίζει η εθνική νομοθεσία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94.
64 Επομένως, δεν αποκλείεται οι εργαζόμενοι αυτοί να είχαν δικαίωμα εξόφλησης, από τον οργανισμό εγγύησης, των μισθολογικών τους απαιτήσεων έως το ύψος αυτό, για χρονική περίοδο εντός της προαναφερθείσας περιόδου αναφοράς, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές πράγματι παρέμεναν ανεξόφλητες, και η εξόφληση αυτή να πραγματοποιούνταν αν ο εκκαθαριστής είχε προσδιορίσει ορθώς, με την σχετική του αίτηση, τις συγκεκριμένες περιόδους, πλην όμως η υποβολή τέτοιας αίτησης να μην είναι πλέον δυνατή, από νομικής απόψεως ή στην πράξη, όταν οι εργαζόμενοι λαμβάνουν γνώση της απόφασης περί ανάκτησης, ιδίως λόγω της ενδεχόμενης παρέλευσης της γενικής προθεσμίας παραγραφής.
65 Σε μια τέτοια περίπτωση, μολονότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, στον τομέα αυτόν, ότι ο καθορισμός εύλογων προθεσμιών παραγραφής είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης και μολονότι η γενική προθεσμία παραγραφής που προβλέπεται στο ρουμανικό δίκαιο, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 47 της παρούσας απόφασης, φαίνεται να είναι κατ’ αρχήν εύλογη, εντούτοις οι εργαζόμενοι αδυνατούν, εν τέλει, να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει η οδηγία 2008/94, όπερ συνιστά κατάσταση μη συνάδουσα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, εναπόκειται δε στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον υφίσταται τέτοια κατάσταση.
66 Όσον αφορά την προβλεπόμενη από την επίμαχη εθνική νομοθεσία υποχρέωση επιβάρυνσης των μισθωτών με τόκους και χρηματικές ποινές λόγω υπερημερίας, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών του, η αρχή της αποτελεσματικότητας επιτάσσει η τυχόν καταβολή τέτοιων τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας να μην επηρεάζει κατ’ ουδένα τρόπο την προστασία που παρέχει στους μισθωτούς η οδηγία 2008/94, ιδίως μη θίγοντας, στην περίπτωση που αναφέρεται στη σκέψη 64 της παρούσας απόφασης, το κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ελάχιστο επίπεδο προστασίας.
67 Πράγματι, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι, αν η αίτηση είχε υποβληθεί ορθώς, οι εργαζόμενοι θα είχαν δικαίωμα να τους καταβληθεί, κατ’ ουσίαν, το ίδιο ποσό με εκείνο που πράγματι τους καταβλήθηκε κατόπιν της εσφαλμένης αίτησης που υπέβαλε ο εκκαθαριστής και καθόσον παραβιάζεται η αρχή της αποτελεσματικότητας σε περίπτωση που δεν δυνατή πλέον η υποβολή ορθής αίτησης, οι εργαζόμενοι αυτοί πρέπει πράγματι να μπορούν να ασκήσουν πλήρως το δικαίωμα πληρωμής των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεών τους εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94 και, κατά περίπτωση, στο εσωτερικό δίκαιο.
68 Ως εκ τούτου, στις υποθέσεις των κύριων δικών, η ανάκτηση του ήδη καταβληθέντος ποσού, πλέον τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας, θα συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην προσβολή των δικαιωμάτων που οι οικείοι εργαζόμενοι μπορούν να αντλήσουν από τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2008/94, διότι το συνολικό ποσό που τους οφείλεται για τις ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις τους μειώνεται εν τέλει κάτω από τα ελάχιστα όρια που προβλέπονται στα άρθρα αυτά.
69 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2008/94, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή φορολογικής ρύθμισης κράτους μέλους διέπουσα την ανάκτηση από μισθωτούς ποσών που κατέβαλε αχρεωστήτως οργανισμός εγγύησης για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις, πλέον τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας, όσον αφορά περιόδους μη περιλαμβανόμενες στην προβλεπόμενη από τη νομοθεσία του κράτους αυτού περίοδο αναφοράς για τις οποίες γίνεται λόγος στο πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ή ποσών που αναζητήθηκαν μετά την παρέλευση της γενικής προθεσμίας παραγραφής όταν:
– οι προϋποθέσεις ανάκτησης που προβλέπει η εθνική αυτή ρύθμιση είναι λιγότερο ευνοϊκές για τους μισθωτούς απ’ ό,τι οι προϋποθέσεις ανάκτησης παροχών οφειλόμενων βάσει των εθνικών διατάξεων που εμπίπτουν στον τομέα του δικαίου της κοινωνικής προστασίας, ή
– η εφαρμογή της επίμαχης εθνικής ρύθμισης καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την αναζήτηση των οφειλόμενων για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις ποσών από τον οργανισμό εγγύησης ή όταν η καταβολή των τόκων και των ποινών λόγω υπερημερίας που προβλέπει η εν λόγω εθνική ρύθμιση επηρεάζει την προστασία που παρέχει στους μισθωτούς τόσο η οδηγία 2008/94 όσο και οι εθνικές διατάξεις για την εφαρμογής της, ιδίως θίγοντας το ελάχιστο επίπεδο προστασίας που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας.
Επί των δικαστικών εξόδων
70 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη,
έχουν την έννοια ότι:
δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η ημερομηνία αναφοράς για τον καθορισμό της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων από οργανισμό εγγύησης είναι η ημερομηνία έναρξης της συλλογικής διαδικασίας αφερεγγυότητας του εργοδότη των εργαζομένων αυτών.
2) Το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94
έχουν την έννοια ότι:
δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η πληρωμή των ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων από οργανισμό εγγύησης θεμελιώνεται μόνο για περίοδο τριών μηνών η οποία εντάσσεται σε περίοδο αναφοράς που περιλαμβάνει τους τρεις μήνες αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της συλλογικής διαδικασίας αφερεγγυότητας του εργοδότη των μισθωτών αυτών και τους τρεις μήνες αμέσως μετά την ημερομηνία αυτή.
3) Το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94
έχει την έννοια ότι:
δεν συνιστούν αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, κανόνες θεσπισθέντες από κράτος μέλος οι οποίοι προβλέπουν την εκ μέρους οργανισμού εγγύησης ανάκτηση από μισθωτό των ποσών που του καταβλήθηκαν μετά την παρέλευση της γενικής προθεσμίας παραγραφής για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις όταν δεν μπορεί να αποδοθεί στον μισθωτό οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη.
4) Η οδηγία 2008/84, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται στην εφαρμογή φορολογικής ρύθμισης κράτους μέλους διέπουσα την ανάκτηση από μισθωτούς ποσών που κατέβαλε αχρεωστήτως οργανισμός εγγύησης για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις, πλέον τόκων και χρηματικών ποινών λόγω υπερημερίας, όσον αφορά περιόδους μη περιλαμβανόμενες στην προβλεπόμενη από τη νομοθεσία του κράτους αυτού περίοδο αναφοράς για τις οποίες γίνεται λόγος στο πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ή ποσών που αναζητήθηκαν μετά την παρέλευση της γενικής προθεσμίας παραγραφής όταν:
– οι προϋποθέσεις ανάκτησης που προβλέπει η εθνική αυτή ρύθμιση είναι λιγότερο ευνοϊκές για τους μισθωτούς απ’ ό,τι οι προϋποθέσεις ανάκτησης παροχών οφειλόμενων βάσει των εθνικών διατάξεων που εμπίπτουν στον τομέα του δικαίου της κοινωνικής προστασίας, ή
– η εφαρμογή της επίμαχης εθνικής ρύθμισης καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την αναζήτηση των οφειλόμενων για ανεξόφλητες μισθολογικές απαιτήσεις ποσών από τον οργανισμό εγγύησης ή όταν η καταβολή των τόκων και των ποινών λόγω υπερημερίας, που προβλέπει η εν λόγω εθνική ρύθμιση, επηρεάζει την προστασία που παρέχει στους μισθωτούς τόσο η οδηγία 2008/94 όσο και οι εθνικές διατάξεις για την εφαρμογής της, ιδίως θίγοντας το ελάχιστο επίπεδο προστασίας που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας.
(υπογραφές)