Περίληψη: Οι λόγοι της έφεσης του εκκαλούντος σε βάρος του παραπεμπτικού βουλεύματος είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα ο πρώτος λόγος έφεσης προϋποθέτει υποβολή αυτοτελούς αιτήματος από την πλευρά του κατηγορουμένου στον Ανακριτή, το οποίο να εμπεριέχει αιτιολογία για τους λόγους, νια τους οποίους είναι χρήσιμη η εξέταση των προτεινομένων μαρτύρουν, ώστε αντίστοιχα να δημιουργείται υποχρέωση αιτιολογημένης απάντησης του Ανακριτή μετά από τη διατύπωση γνώμης του Εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να ζητήσει γενικά να εξεταστεί μεγάλος αριθμός μαρτύρων, δίχως να αιτιολογεί τους λόγους και παρά ταύτα ο Ανακριτής να απαιτείται να απαντά αιτιολογημένα. Στην περίπτωση αυτή γίνεται σαφές ότι βασικά χαρακτηριστικά της δίκαιης δίκης, όπως η διεξαγωγή της σε εύλογο χρόνο θα κινδύνευαν, ενώ περαιτέρω ο Ανακριτής θα καλούνταν να απαντήσει αιτιολογημένα επί αιτήματος, που δεν υποστηριζόταν από αντίστοιχη επιχειρηματολογία από τον κατηγορούμενο για να κριθεί η σκοπιμότητά του. Στην προκειμένη περίπτωση ενώ ακόμη η δικογραφία εκκρεμούσε ενώπιον των δικαστικών αρχών του Πρωτοδικείου Λαμίας, δηλαδή πριν την έκδοση του υπ’αριθμ. 38/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, με το οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Γ. Σ. και κηρύχθηκαν τούτες αναρμόδιες ως προς τον εκκαλούντα παραπέμποντας έτσι την υπόθεση στην δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Τρικάλων, ο εκκαλών κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή Λαμίας κατέθεσε απολογητικό υπόμνημα. Σε αυτό ο εκκαλών δεν συμπεριέλαβε ειδικό – αυτοτελές κεφάλαιο με αίτημα διεξαγωγής ανακριτικών πράξεων, στο οποίο να εμπεριέχεται αιτιολογία για την ανάγκη διεξαγωγής τους, ούτε βέβαια κατέθεσε αυτοτελές δικόγραφο για διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων, δηλαδή λήψη μαρτυρικών καταθέσεων με αιτιολόγηση της ανάγκης τους. Ως προς το ζήτημα της υποχρέωσης εξέτασης από τις εθνικές δικαστικές αρχές αιτήματος του κατηγορουμένου για εξέταση μαρτύρων του το ΕΔΔΑ έχει λάβει την εξής θέση: Δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να παραπονείται ότι δεν του επετράπη να εξετάσει ορισμένους μάρτυρες. Πρέπει, επιπλέον, να στηρίξει το αίτημά του εξηγώντας τους λόγους, για τους οποίους είναι σημαντικό να εξεταστούν οι ενδιαφερόμενοι μάρτυρες και η κατάθεσή τους πρέπει να είναι αναγκαία για την εξακρίβωση της αλήθειας (βλ. Απόφαση ΕΔΔΑ σε υπόθεση Poropat vs Slovenia σκέψη αρϊθ.42). Επιπλέον από τη νομολογία έχει κριθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που επικυρώθηκε με το ΝΔ 53/19/20.9.1974, κατά την οποία «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί τιον αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Κατ’ αυτό, η πολιτεία, μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Παραβίαση της ως άνω αρχής πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510§1 στοιχ. Α’ και 171 §1 δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 349/2019 δημοσιευθείσα στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).
Αριθμός 157/2022 |
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ
(ΣΕ ΤΡΙΜΕΛΗ ΣΥΝΘΕΣΗ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ευαγγελία Καρδάση, Πρόεδρο Εφετών, Ολυμπία Κορέα (Εισηγήτρια) και Ευλαλία Λιούμπα, Εφέτες.
Συνήλθε στο δωμάτιο διασκέψεων του Εφετείου την 16η Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία του Γραμματέα Χρήστου Κουτσουμπλή, για να σκεφθεί και να αποφανθεί επί της κάτωθι ποινικής υποθέσεως η οποία εισήχθη ενώπιον του με την υπ’ αριθμ. 134/2022 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Λάρισας Λάμπρου Τσόγκα και η οποία έχει ως ακολούθως:
Προς το Δικαστικό Συμβούλιο Εφετών Λάρισας
Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ.2, 317, 318, 319, 478 και 481 ΚΠΔ την υπ’αριθμ. 23/2022 έφεση του Δ. Γ. του Α. κατά του υπ αριθμ. 286/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων, και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ο εκκαλών με το εκκαλούμενο βούλευμα παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για να δικαστεί για την (κακουργηματική) πράξη της πλαστογραφίας με σκοπούμενο όφελος άνω των 120.000 ευρώ. Το ανωτέρω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 17-6-2022, η δε έφεσή του ασκήθηκε στο Κατάστημα του Πρωτοδικείου Τρικάλων ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών στις 27-6-2022, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 473 ΚΠΔ προθεσμίας. Επίσης προς τούτο συντάχθηκε σχετική έκθεση, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι έφεσης. Ειδικότερα σημειώνεται ότι στην έφεσή του ο εκκαλών επικαλείται απόλυτη ακυρότητα στην προδικασία λόγω μη εξέτασής του από τον Ανακριτή του μάρτυρα υπεράσπισής του και για μη εξέταση του εν λόγω αιτήματος του από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών στο υπόμνημά του μετά τη λήψη της εισαγγελικής πρότασης, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 478 ΚΠΔ το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους: α) της απόλυτης ακυρότητας και β) της ευθείας εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ακόμη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 ΚΠΔ: Ο κατηγορούμενος πρέπει να καλείται να εκθέτει πλήρως τους λόγους, που συμβάλλουν στην υπεράσπισή του. Όποιος ενεργεί την εξέταση πρέπει να ερευνά με επιμέλεια κάθε περιστατικό, που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. «Ο ανακρίνων, αφού προηγουμένως διατυπώσει τη γνώμη του ο εισαγγελέας, έχει την υποχρέωση με διάταξή του να αιτιολογεί την απόρριψη των αποδεικτικών αιτημάτων του άρθρου 102.». Επιπρόσθετα στη διάταξη του άρθρου 102 ΚΠΔ ορίζεται: Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητά με αυτοτελή αιτιολογημένη αίτησή του στον ανακριτή τη διεξαγωγή αποδείξεων προς αντίκρουση της κατηγορίας. Ως προς το ζήτημα της υποχρέωσης εξέτασης από τις εθνικές δικαστικές αρχές αιτήματος του κατηγορουμένου για εξέταση μαρτύρων του το ΕΔΔΑ έχει λάβει την εξής θέση: Δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να παραπονείται ότι δεν του επετράπη να εξετάσει ορισμένους μάρτυρες. Πρέπει, επιπλέον, να στηρίξει το αίτημά του ’ ς εξηγώντας τους λόγους, για τους οποίους είναι σημαντικό να εξεταστούν οι ενδιαφερόμενοι μάρτυρες και η κατάθεσή τους πρέπει να είναι αναγκαία για την εξακρίβωση της αλήθειας (βλ. Απόφαση ΕΔΔΑ σε υπόθεση Poropat vs Slovenia σκέψη αρϊθ.42). Επιπλέον από τη νομολογία έχει κριθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που επικυρώθηκε με το ΝΔ 53/19/20.9.1974, κατά την οποία «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί τιον αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Κατ’ αυτό, η πολιτεία, μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Παραβίαση της ως άνω αρχής πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510§1 στοιχ. Α’ και 171 §1 δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 349/2019 δημοσιευθείσα στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).
Ο εκκαλών όσον αφορά το εκκαλούμενο βούλευμα προβάλλει τους εξής λόγους έφεσης :
1 ον Επήλθε απόλυτη ακυρότητα στην προδικασία λόγω μη εξέτασής του από τον Ανακριτή του μάρτυρα υπεράσπισής του και ειδικότερα του Λ. Λ.
2ον Επήλθε απόλυτη ακυρότητα στην προδικασία για μη εξέταση του εν λόγω αιτήματος του από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών στο υπόμνημά του μετά τη λήψη της εισαγγελικής πρότασης, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέπεμψε τον εκκαλούντα δεχόμενο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του για να δικαστεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για την εξής πράξη:
Στις Σπαθάδες Ν. Τρικάλων στις 08.06.2011 κατήρτισε πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου και το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος του με αντίστοιχη ζημία τρίτου υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, εντός του Οκτωβρίου του έτους 2008 παρέλαβε από τον Γ. Σ. του Κ. την υπ’ αρ. …… επιταγή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», όπου ο τελευταίος είχε θέσει στη θέση του εκδότη κατ’ απομίμηση, χωρίς κανένα προς τούτο δικαίωμα, εντολή ή συναίνεση, την υπογραφή της Ε. Τ. του Γ., καθώς και τη σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της ανωτέρω, λευκή, κατά τα μη έντυπα αυτής στοιχεία, ως εγγύηση για την εξασφάλιση αποπληρωμής των προσωπικών δανειακών του υποχρεώσεων. Ακολούθως, στις 08.06.2011, ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε αυτή, χωρίς κανένα προς τούτο δικαίωμα, εντολή ή συναίνεση από τους προαναφερόμενους, ως προς τα ελλείποντα στοιχεία της, αναγράφοντας ως τόπο εκδόσεως την «Σ.», ως χρόνο εκδόσεως την «8/6/2011», ως πληρωτέο ποσό αυτό των «150.000» ευρώ, στη θέση του δικαιούχου σε διαταγή την επωνυμία «Γ. Δ. Ε.Π.Ε.» και στο ποσό των ευρώ την ένδειξη «Εκατόν πενήντα χιλιάδες» και την έθεσε σε κυκλοφορία, εμφανίζοντάς την προς πληρωμή στο κατάστημα της πληρώτριας Τράπεζας με την επωνυμία «……….» στην Κ. στις 09.06.2011, πλην, όμως, αυτή δεν πληρώθηκε γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Προέβη δε ο κατηγορούμενος στην πράξη του αυτή με σκοπό να παραπλανήσει την πληρώτρια τράπεζα περί της εγκυρότητας και της γνησιότητας της ως άνω επιταγής, ότι δηλαδή την είχε εκδώσει όντως η ανωτέρω, ενώ περαιτέρω σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του συνολικό περιουσιακό όφελος ποσού εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ με αντίστοιχη συνολική περιουσιακή ζημία της Ε. Τ. του Γ., η οποία, συνεπεία των παραπάνω ενεργειών του κατηγορουμένου κατέστη υπόχρεη προς πληρωμή της επίδικης επιταγής, ως εκδότρια.
Οι λόγοι της έφεσης του εκκαλούντος σε βάρος του παραπεμπτικού βουλεύματος για την προαναφερθείσα πράξη είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα ο πρώτος λόγος έφεσης προϋποθέτει υποβολή αυτοτελούς αιτήματος από την πλευρά του κατηγορουμένου στον Ανακριτή, το οποίο να εμπεριέχει αιτιολογία για τους λόγους, νια τους οποίους είναι χρήσιμη η εξέταση των προτεινομένων μαρτύρουν, ώστε αντίστοιχα να δημιουργείται υποχρέωση αιτιολογημένης απάντησης του Ανακριτή μετά από τη διατύπωση γνώμης του Εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να ζητήσει γενικά να εξεταστεί μεγάλος αριθμός μαρτύρων, δίχως να αιτιολογεί τους λόγους και παρά ταύτα ο Ανακριτής να απαιτείται να απαντά αιτιολογημένα. Στην περίπτωση αυτή γίνεται σαφές ότι βασικά χαρακτηριστικά της δίκαιης δίκης, όπως η διεξαγωγή της σε εύλογο χρόνο θα κινδύνευαν, ενώ περαιτέρω ο Ανακριτής θα καλούνταν να απαντήσει αιτιολογημένα επί αιτήματος, που δεν υποστηριζόταν από αντίστοιχη επιχειρηματολογία από τον κατηγορούμενο για να κριθεί η σκοπιμότητά του. Στην προκειμένη περίπτωση ενώ ακόμη η δικογραφία εκκρεμούσε ενώπιον των δικαστικών αρχών του Πρωτοδικείου Λαμίας, δηλαδή πριν την έκδοση του υπ’αριθμ. 38/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, με το οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Γ. Σ. και κηρύχθηκαν τούτες αναρμόδιες ως προς τον εκκαλούντα παραπέμποντας έτσι την υπόθεση στην δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Τρικάλων, ο εκκαλών κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή Λαμίας κατέθεσε απολογητικό υπόμνημα. Σε αυτό ο εκκαλών δεν συμπεριέλαβε ειδικό – αυτοτελές κεφάλαιο με αίτημα διεξαγωγής ανακριτικών πράξεων, στο οποίο να εμπεριέχεται αιτιολογία για την ανάγκη διεξαγωγής τους, ούτε βέβαια κατέθεσε αυτοτελές δικόγραφο για διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων, δηλαδή λήψη μαρτυρικών καταθέσεων με αιτιολόγηση της ανάγκης τους. Αντίθετα στο απολογητικό του υπόμνημα αναφέρει επί λέξει: « ζητώ τη δια βουλεύματος απαλλαγή μου. Μάρτυρα προτείνω τον Λ. Λ. του Γ, κάτοικο Τ.». Έτσι όμως δεν υπάρχει αυτοτελές αίτημα, όπως απαιτείται στο άρθρο 102 ΚΠΔ, ενώ από τη μη ύπαρξη αιτιολογίας του εν λόγω αιτήματος (που εμπεριέχεται χωρίς αυτοτέλεια στο απολογητικό υπόμνημα) ο Ανακριτής δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποια είναι η προσφορά στις αποδείξεις του ανωτέρω μάρτυρα αφού δεν εκτίθεται ποιο στοιχείο της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος μπορεί να αμφισβητηθεί μέσα από την εξέταση του μάρτυρα, η λήψη της οποίας είναι σημαντική ανακριτική πράξη και αναγκαία προς τούτο. Για το λόγο αυτό το ΕΔΔΑ έχει λάβει την αναφερθείσα στη μείζονα σκέψη της παρούσας θέση. Ως εκ τούτου ο τρόπος, με τον οποίο υποβλήθηκε το αίτημα από τον εκκαλούντα, δεν οδηγεί σε υποχρέωση αιτιολογημένης απάντησης από τον Ανακριτή και η μη ικανοποίησή του δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα από παραβίαση υπερασπιστικού του δικαιώματος. Εξάλλου ο εκκαλών μπορούσε κατ’άρθρο 307 ΚΠΔ να προσφύγει στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο ζητώντας την εξέταση του μάρτυρα. Κατά συνέπεια με βάση τα προαναφερθέντα ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δεν ασχολήθηκε με την εξέταση του αιτήματος για περαιτέρω κύρια ανάκριση για την ανάγκη εξέτασης του προτεινόμενου μάρτυρα από τον εκκαλούντα, πρέπει να αναφερθεί ότι τέτοια ακυρότητα νοείται κατά το άρθρο 171 §1 δ ΚΠΔ μόνο αν το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αφήσει αναπάντητα επιχειρήματα του κατηγορουμένου, τα οποία έπρεπε να διερευνηθούν στα πλαίσια περαιτέρω κύριας ανάκρισης. Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών μετά τη γνωστοποίηση της εισαγγελικής πρότασης υπέβαλε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων υπόμνημα, με το οποίο ζήτησε να εξεταστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης ο Λ. Λ. προφανώς στα πλαίσια περαιτέρω κύριας ανάκρισης, που έπρεπε τούτο να διατάξει, αναφέροντας ότι με το απολογητικό του υπόμνημα ζήτησε να εξεταστεί ο εν λόγω μάρτυρας, πλην όμως το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, ενώ ακόμη στο υπόμνημά του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων μετά τη γνωστοποίηση της εισαγγελικής πρότασης ανέφερε διηγηματικά ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν παρών κατά τη δόση της επιταγής στο γραφείο του. Ωστόσο το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει αφήσει αναπάντητους τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος κατά την κύρια ανάκριση, οι οποίοι σχετίζονταν με την άρνηση του ότι έλαβε χώρα η πλαστογραφία, όπως η πράξη αυτή του αποδόθηκε κατά την κύρια ανάκριση και τελικά παραπέμφθηκε να δικαστεί. Προφανώς η τυχόν παρουσία του ανωτέρω μάρτυρα στην παράδοση μιας εκ των επιταγών συνδέεται με τη μη διάπραξη της πλαστογραφίας αυτής. Ωστόσο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων με το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε τις εξής επισημάνσεις αναφορικά με την αποδιδόμενη στον εκκαλούντα πλαστογραφία:
« Ο ισχυρισμός του Δ. Γ. του Α. περί συμπληρώσεως των ελλειπόντων στοιχείων της επίδικης επιταγής (πλην της ημερομηνίας εκδόσεως) κατά το χρόνο παράδοσης αυτής και ενώπιον του αντισυμβαλλομένου του, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, άπαντα δε τα ελλείποντα στοιχεία της υπ’ αριθ. 31594368-8 επιταγής, των οποίων η συμπλήρωση έγινε από τον πρώτο, τέθηκαν επί του σώματος της επιταγής σε μεταγενέστερο της παραδόσεως αυτής χρόνο και ειδικότερα την 08.06.2011, οπότε και μεταξύ των άλλων ανεγράφη και ο χρόνος εκδόσεώς της, καθ’ ότι σε διαφορετική περίπτωση η επιταγή θα είχε βεβαίως συμπληρωθεί ιδιοχείρως ως προς όλα τα στοιχεία της από τον Γ. Σ. του Κ., ο οποίος κανένα λόγο δεν θα είχε να αναθέσει τη συμπλήρωσή της στον πρώτο.Σε κάθε περίπτωση ανεπέρειστος κρίθηκε με το υπ’ αρίθμ. 38/2022 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Λαμίας και ο ισχυρισμός του Γ. Σ. του Κωνσταντίνου ότι για την έκδοση επιταγών (μεταξύ των οποίων και της επίδικης) στο όνομα της συζύγου του, του είχε δοθεί η εκ προτέρων συναίνεση αυτής, δυνάμει της σχετικής συμφωνίας τους, περί διαχείρισης της ατομικής επιχείρησης αποκλειστικά από τον ίδιο, δοθέντος ότι τέτοια συναίνεση υπήρχε πράγματι αποκλειστικά και μόνο για την υπογραφή παντός εγγράφου και αξιογράφου, σχετιζόμενου όμως με την επιχειρηματική δραστηριότητα και εν γένει λειτουργία της ατομικής επιχείρησης της Ε. Τ. του Γ. και επ’ ουδενί για συναλλαγές αφορώσες προσωπικές του υποχρεώσεις, πολλώ δε μάλλον για προσωπικές του συναλλαγές, τις οποίες η σύζυγός του αγνοούσε παντελώς, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε κατά την απολογία του (βλ. το από 03.11.2020 απολογητικό υπόμνημά του και την από 18.05.2021 έκθεση ένορκης εξέτασης της Ε. Τ. του Γ. ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Λαμίας) Ο Γ. Σ. του Κ., απολογούμενος ενώπιον της Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Λαμίας, με το από 03.11.2020 απολογητικό του υπόμνημα παραδέχθηκε μεν ότι, όταν κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008 παρέδωσε την επίδικη επιταγή στον Δ. Γ. του Α., αυτή έφερε υπογραφή στη θέση του εκδότη, πλην όμως αρνήθηκε ότι η εν λόγω υπογραφή είχε τεθεί από τον ίδιο, ισχυριζόμενος ότι είχε χαραχθεί από τη σύζυγό του. Εν τούτοις, ο ως άνω ισχυρισμός του διαψεύδεται πλήρως, αφ’ ενός μεν από την από 17.05.2014 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Ειδικού Δικαστικού και Αναλυτικού Γραφολόγου, Γ. Γ. του Α., σύμφωνα με την οποία η υπογραφή που έχει τεθεί στην εμπρόσθια όψη της επίδικης επιταγής, στη θέση του εκδότη, δεν ανήκει ούτε στον Δ. Γ. του Α. ούτε στην Ε. Τ. του Γ., αλλά τουναντίον ομοιάζει, ως προς τα γενικά δομικά χαρακτηριστικά, τα μορφολογικά στοιχεία, τη λογική χάραξης και τη γραφική ευχέρεια, με την υπογραφή του Γ. Σ. του Κ., αφετέρου δε από το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν το μοναδικό πρόσωπο, που στο πλαίσιο διαχειρίσεως των υποθέσεων της ατομικής επιχείρησης της συζύγου του διέθετε το σχετικό μπλοκ επιταγών και είναι φυσικό, για τις όποιες επιταγές εξέδιδε η ατομική αυτή επιχείρηση, να έθετε ο ίδιος τις υπογραφές στη θέση του εκδότη και τη σφραγίδα, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη του γεγονότος ότι, όπως και ο ίδιος συνομολογεί, η επίδικη επιταγή παραδόθηκε στον Δ. Γ. του Α. ήδη υπογεγραμμένη. Εξάλλου, ως προς τα λοιπά μη έντυπα στοιχεία της επίδικης επιταγής, πλην της υπογραφής στη θέση του εκδότη, από τη διενεργηθείσα κύρια ανάκριση προέκυψε πως η συμπλήρωση αυτής πραγματοποιήθηκε από τον Δ. Γ. του Α., ο οποίος συμπλήρωσε τα κενά στον τόπο έκδοσης, γράφοντας «Σ.», στην ημερομηνία, γράφοντας «8/6/2011», στο ποσό των ευρώ, γράφοντας «150.000», στη θέση του δικαιούχου σε διαταγή, γράφοντας την επωνυμία «Γ. Δ. Ε.Π.Ε.», στο ποσό των ευρώ ολογράφως, γράφοντας «Εκατόν πενήντα χιλιάδες», όπως τούτο αποδεικνύεται με ενάργεια τόσο από την από 17.05.2014 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Ειδικού Δικαστικού και Αναλυτικού Γραφολόγου, Γ. Γ. του Α., όσο και από την απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Λαμίας (βλ. το από 04.12.2020 απολογητικό υπόμνημα). Όσον αφορά το χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα η συμπλήρωση της επίδικης επιταγής από τον αυτόν, λεκτέον ότι τούτος ισχυρίζεται πως συμπλήρωσε τα ελλείποντα στοιχεία αυτής στην έδρα της επιχείρησής του, στις Σ. Κ., ενώπιον του Γ. Σ.του Κ., όταν του παραδόθηκε η επιταγή, ήτοι τον, Οκτώβριο του έτους 2008, πλην της ημερομηνίας εκδόσεως, η οποία αφέθηκε ηθελημένα κενή, με τη συμφωνία να συμπληρωθεί οποτεδήποτε μετά την 01η.02.2009, οπότε και το ποσό του δανείου, ύψους εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, για την αγορά παλαιού εργοστασίου από πλειστηριασμό, θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, βάσει της προρρηθείσας συμφωνίας τους, καθώς επίσης και ότι η συμπλήρωση της ημερομηνίας εκδόσεως της επιταγής έλαβε χώρα στις 08.06.2011. Πλην, όμως, ο ισχυρισμός του Δ. Γ. του Α. περί συμπληρώσεως των ελλειπόντων στοιχείων της επίδικης επιταγής (πλην της ημερομηνίας εκδόσεως), κατά το χρόνο παράδοσης αυτής, παρουσία του Γ. Σ. του Κ., δεν κρίνεται πειστικός, αφού δεν συνάδει με τη λογική ο δεύτερος να παραδίδει μεν την επιταγή στον πρώτο, έχοντας ήδη υπογράψει αυτήν και έχοντας θέσει τη σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της συζύγου του στη θέση του εκδότη, όμως τη συμπλήρωση των υπόλοιπων στοιχείων της επιταγής να την αναθέτει, αμέσως μετά τη μετάβασή του στις Σ. Κ., στον πρώτο, επειδή, όπως ο Γ. Σ. του Κ. ισχυρίστηκε κατά την απολογία του, δεν ήταν σε θέση να τη συμπληρώσει, καθ’ ότι δεν φορούσε τα γυαλιά οράσεώς του. Καθίσταται δε σαφές ότι, εάν η επίδικη επιταγή είχε συμπληρωθεί ως προς όλα τα ελλείποντα στοιχεία της (πλην της ημερομηνίας εκδόσεώς της), κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008, ο Γ. Σ. του Κ. θα είχε φροντίσει, κατά τη μετάβασή του στις Σ. Κ., να την παραδώσει στον Δ. Γ. του Α. υπογεγραμμένη και συμπληρωμένη και συνεπώς εν τοιαύτη περιπτώσει όλες οι γραφικές χαράξεις (πλην της^ιμερομηνίας εκδόσεως) θα είχαν τεθεί ιδιοχείρους από τον πρώτο. Ενόψει των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι ο παραπάνω ισχυρισμός του Δ. Γ. του Α. περί συμπληρώσεως των ελλειπόντων στοιχείων της επίδικης επιταγής (πλην της ημερομηνίας εκδόσεως) κατά το χρόνο παράδοσης αυτής και ενώπιον του αντισυμβαλλομένου του, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, άπαντα δε τα ελλείποντα στοιχεία της υπ’ αριθ. 31594368-8 επιταγής, των οποίων η συμπλήρωση έγινε από τον πρώτο, τέθηκαν επί του σώματος της επιταγής σε μεταγενέστερο της παραδόσεως αυτής χρόνο και ειδικότερα την 08.06.2011, οπότε και μεταξύ των άλλων ανεγράφη και ο χρόνος εκδόσεώς της, καθ’ ότι σε διαφορετική περίπτωση η επιταγή θα είχε βεβαίως συμπληρωθεί ιδιοχείρους ως προς όλα τα στοιχεία της από τον Γ. Σ. του Κ., ο οποίος κανένα λόγο δεν θα είχε να αναθέσει τη συμπλήρωσή της στον πρώτο.Σε κάθε περίπτωση ανεπέρειστος κρίθηκε με το υπ’ αρίθμ. 38/2022 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Λαμίας και ο ισχυρισμός του Γ. Σ. του Κ. ότι για την έκδοση επιταγών (μεταξύ των οποίων και της επίδικης) στο όνομα της συζύγου του, του είχε δοθεί η εκ προτέρων συναίνεση αυτής, δυνάμει της σχετικής συμφωνίας τους, περί διαχείρισης της ατομικής επιχείρησης αποκλειστικά από τον ίδιο, δοθέντος ότι τέτοια συναίνεση υπήρχε πράγματι αποκλειστικά και μόνο για την υπογραφή παντός εγγράφου και αξιογράφου, σχετιζόμενου όμως με την επιχειρηματική δραστηριότητα και εν γένει λειτουργία της ατομικής επιχείρησης της Ε. Τ. του Γ. και επ’ ουδενί για συναλλαγές αφορώσες προσωπικές του υποχρεώσεις, πολλώ δε μάλλον για προσωπικές του συναλλαγές, τις οποίες η σύζυγός του αγνοούσε παντελώς, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε κατά την απολογία του (βλ. το από 03.11.2020 απολογητικό υπόμνημά του και την από 18.05.2021 έκθεση ένορκης εξέτασης της Ε. Τ. του Γ. ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Λαμίας). Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι περί το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008, ο Γ. Σ. του Κ. παρέδωσε στον Δ. Γ. του Α. την υπ’ αρ. …… επιταγή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», έχοντας θέσει στη θέση του εκδότη κατ’ απομίμηση, χωρίς κανένα προς τούτο δικαίωμα, εντολή ή συναίνεση, την υπογραφή της Ε. Τ.του Π. Γ., καθώς και τη σφραγίδα της ατομικής επιχείρησης της ανωτέρω, λευκή, κατά τα μη έντυπα αυτής στοιχεία, ως εγγύηση για την εξασφάλιση αποπληρωμής των προσωπικών δανειακών του υποχρεώσεων, την οποία ακολούθως, στις 08.06.2011, ο Δ. Γ. του Α. υ συμπλήρωσε ως προς τα ελλείποντα στοιχεία της και εμφάνισε προς πληρωμή. Ωστόσο, όπως κρίθηκε από το παραπάνω βούλευμα, από το συλλεγέν αποδεικτικό υλικό δεν προέκυψε ότι ο Γ. Σ. του Κ. είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και στον έτερο κατηγορούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ με αντίστοιχη συνολική περιουσιακή ζημία της Ε. Τ. του Γ., δοθέντος ότι: α) η συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων της υπ’ αριθ. …… επιταγής έγινε, ως προελέχθη, από τον Δ. Γ. του Α. σε αρκετά μεταγενέστερο της παραδόσεως αυτής χρόνο και ειδικότερα, ενώ η επιταγή παραδόθηκε υπογεγραμμένη από τον πρώτο τον Οκτώβριο του έτους 2008, αυτός συμπλήρωσε τα ελλείποντα στην εμπρόσθια όψη της επιταγής στοιχεία την ……… και συνεπώς η συμπλήρωση και εμφάνιση της επιταγής δεν ήταν πλησιόχρονη της παραδόσεώς της υπογεγραμμένης, β) όπως ο Δ. Γ. του Α. συνομολογεί με το από 04.12.2020 απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Λαμίας, η εμφάνιση της επίδικης επιταγής προς πληρωμή έλαβε χώρα σε χρόνο, κατά τον οποίο οι κατηγορούμενοι είχαν διακόψει κάθε επαφή μεταξύ τους και επομένως χωρίς να προηγηθεί σχετική ενημέρωση του δεύτερου εξ αυτών (βλ. σελ. 4 του από 04.12.2020 απολογητικού υπομνήματος), ο οποίος δεν γνώριζε καν ότι ο πρώτος επρόκειτο να την εμφανίσει προς πληρωμή, γ) από κανένα στοιχείο της παρούσης δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο παράδοσης της επιταγής από τον Γ. Σ. του Κ. (Οκτώβριος του 2008), ο Δ. Γ. του Α. διατηρούσε έναντι αυτού απαίτηση ύψους εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ (ενόψει και όσων προαναφέρθηκαν σχετικά με τη βασιμότητα του ισχυρισμού του Δ. Γ. περί παροχής δανείου στον Γεώργιο Σκαραφίγκα για αγορά εργοστασίου) και ότι συνεπώς υπήρχε εξαρχής ρητή συμφωνία μεταξύ τους να συμπληρωθεί το ποσό της επιταγής με το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ, δ) από κανένα στοιχείο της παρούσης δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο συμπλήρωσης της επιταγής (08.06.2011), ο Δ. Γ. του Α. διατηρούσε έναντι του αντυσιμβαλλομένου του απαίτηση ύψους 150.000,00 ευρώ και ότι συνεπώς συμφωνήθηκε μεταξύ τους, έστω σε μεταγενέστερο της παραδόσεως της επιταγής χρόνο, να συμπληρωθεί αυτή συγκεκριμένα με το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ, ενόψει και της σχετικής μνείας του πρώτου ότι προέβη αυτογνωμόνως σε συμπλήρωση και εμφάνιση της επιταγής, χωρίς προηγούμενη επικοινωνία με τον Γ. Σ. του Κ.. Ενόψει των ανωτέρω, κρίθηκε με το ως άνω βούλευμα ότι το αξιόποινο της πλημμεληματικής, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, πράξεως της πλαστογραφίας όσον αφορά τον Γ. Σ. του Κ.έχει εξαλειφθεί συνεπεία παραγραφής, καθώς πέρασε χρονικό διάστημα πλέον των πέντε (5) ετών από την τέλεση της πράξεως αυτής, ήτοι από τις 08.06.2011 μέχρι σήμερα, χωρίς να υφίσταται λόγος αναστολής. Όσον αφορά δε τον Δ. Γ. του Α., κρίθηκε ότι η συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων της υπ’ αριθ. 31594368-8 επιταγής συντελέστηκε από αυτόν την 08106.2011 στις Σ. Τ., ήτοι στην έδρα της επιχείρησης αυτού, καθ’ ότι κανένα λόγο δεν είχε ο κατηγορούμενος να μεταβεί στη Σ. για να συμπληρώσει την επίδικη επιταγή, η δε ένδειξη «Σ.» αναγράφηκε απλώς ως τόπος έκδοσης της επιταγής, ένεκα του γεγονότος ότι εκεί ήταν η έδρα της φερόμενης ως εκδότριας επιχείρησης».
Κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι έχουν παραμείνει αναπάντητα επιχειρήματα του εκκαλούντος και επομένως δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η μη διενέργεια κύριας ανάκρισης κατόπιν σχετικής απόφασης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων με το προσβαλλόμενο βούλευμα για την εξέταση του πιο πάνω μάρτυρα, οφείλεται σε μη απάντηση των επιχειρημάτων του εκκαλούντος. Ως εκ τούτου δεν έχει εμφιλοχωρήσει η προβλεπόμενη στο άρθρο 171 §1 δ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα. Με βάση όλα όσα έχουν προαναφερθεί η έφεση πρέπει να απορριφθεί, ενώ περαιτέρω πρέπει να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, να συνεχιστεί η διαδικασία (άρθρο 319§3 ΚΠοινΔ) και να επιβληθούν στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε 250 ευρώ (άρθρο 578 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με την υττ’ αριθμ. 123827/23-12-2010 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω:
-Να απορριφθεί η υπ’ αριθμ. 23/2022 έφεση του Δ. Γ. του Α. κατά του υπ’ αριθμ. 286/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων.
-Να επικυρωθεί το υπ’αριθμ. 286/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων συνεχιζομένης της διαδικασίας.
-Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του εκκαλούντος ύψους 250 ευρώ.
Λάρισα 29-9-2022
Ο Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας
Λάμπρος Σ. Τσόγκας
Αντεισαγγελέας Εφετών
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την προεκτεθείσα εισαγγελική πρόταση εισάγεται νομίμως ενώπιον του Συμβουλίου τούτου η με αριθμό εκθέσεως 23/27.6.2022 έφεση του κατηγορουμένου Δ. Γ. του Α., κατοίκου Τ. (Μ.αρ….) κατά του υπ’ αριθμό 286/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας προκειμένου για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υποστάσεως της πλαστογραφίας με σκοπούμενο όφελος άνω των 120.000,00 ευρώ [άρθρα 1,14, 26, 27, 51, 52, 79, 216 παρ 3-1 εδ α ΠΚ ως ίσχυε προ της καταργήσεώς του με το Ν. 4619/2019 και ως το άρθρο 216 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ 2 Ν 2721 /1999 σε συνδ με το αρ 25 παρ 1 β’Ν 4055/2012), που φέρεται τελεσθείσα στις 8.6.2011 στη Σπερχειάδα Φθιώτιδας.
Η κρινόμενη έφεση, είναι δικονομικά παραδεκτή, καθόσον ασκήθηκε α) από δικαιούμενο πρόσωπο-τον κατηγορούμενο, (άρθρα 463, 478 Κ.Π.Δ.), β) προσβάλλει εκκλητό βούλευμα (που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα) (άρθρο 478 Κ.Π.Δ.), γ) εμπρόθεσμα στις 27.6.2022, ήτοι εντός της – κατ’ άρθρο 473 παρ.1 Κ.Π.Δ.- δεκαήμερης προθεσμίας από της επιδόσεως του εκκαλούμενου βουλεύματος στον εκκαλούντα ( βλ το 17.6.2022 αποδεικτικό επιδόσεως του Θ. Κ., Αρχ/κα του Α.Τ. Τρικάλων στο εκκαλούντα Δ. Γ.), δ) νομότυπα καθόσον, ο εκκαλών, προέβη στην άσκηση της έφεσης αυτοπροσώπως ενώπιον της αρμόδιας γραμματέα του Πρωτοδικείου Τρικάλων, Μ.-Ζ. Α. (άρθρο 474 παρ. Ια Κ.Π.Δ.), και εν συνεχεία συντάχθηκε και η σχετική έκθεση, στην οποία διατυπώνονται ως λόγοι άσκησής της (άρθρο 474 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ.), ε) οι λόγοι για τους οποίους ασκούνται, υπάγονται σ’ αυτούς που ορίζονται αποκλειστικά στο άρθρο 478 ΚΠΔ, ήτοι α) της απόλυτης ακυρότητας. Συνεπώς, η έφεση είναι δικονομικά παραδεκτή,
αφού περιέχει τους ακριβείς λόγους έφεσης και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη
νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της. Σημειώνεται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ειδοποιήθηκε
κατ’ άρθρο 308 § 2 του Κ.Π.Δ., για να λάβει γνώση της εισαγγελικής πρότασης και
έλαβε πράγματι γνώση, όπως τούτο βεβαιώνεται από τον γραμματέα της
Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας στην σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση, αλλά και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος. Για όσους νομίμους και ορθούς λογους αναφερονται και αναλύονται στην εισαγγελικη πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο τούτο εξ ολοκλήρου αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, πρέπει: να απορριφθεί η με αριθμό εκθέσεως 23/2022 έφεση του
κατηγορουμένου Δ. Γ. του Α., κατοίκου Τ. (Μ. αρ…), 2) Να επικυρωθεί το με αριθμό 286/2022 βούλευμα του
Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων, 3) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της
παρούσας διαδικασίας ποσού διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ σε βάρος του εκκαλούντος – κατηγορουμένου (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ σε συνδ. με το άρθρο 3
παρ. 3 του Ν. 663/1977 και την υπ’ αριθμ. 123827/23-10-2010 κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης – Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό εκθέσεως 23/2022 έφεση του κατηγορουμένου Δ. Γ. του Α., κατοίκου Τ. (Μ. αρ…), κατά του υπ’ αριθμό 286/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ ως προς όλες του τις διατάξεις το εκκαλούμενο Βούλευμα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ σε βάρος του εκκαλούντος – κατηγορουμένου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αττοφασίστηκε στη Λάρισα στις 16 Νοεμβρίου 2022 και εκδόθηκε στη Λάρισα στις 26 Νοεμβρίου 2022
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ