Αριθμός 236/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4o
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Eισηγήτρια και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Ζαχαρόπουλου.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Αικατερίνη Καραγκιουλέ (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Οι εφεσίβλητοι κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10.1.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 553/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκασή της και παράπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου, και δη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο συζητήσεως γενομένης εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 2564/2020 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε την αγωγή.
Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 6.8.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2020) ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 6.8.2020 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../6.10.2020 – ………/19.10.2020) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγομένης κατά των εναγόντων και της υπ΄αριθ. 2564/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ακτικής διαδικασίας), που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή την αγωγή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 παρ. 1, 511 επ., 518 παρ. 1, ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. 8.9.2020 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …….. επί του σώματος του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα, σε συνδυασμό με την από 6.1.2020 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά). Πρέπει συνεπώς, να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της προσκομίζεται το υπ΄αριθ. ……………. ηλεκτρονικό παράβολο (495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Στις εφαρμοστέες επί μυστικής διαθήκης διατάξεις του Αστικού Κώδικα ορίζονται τα κάτωθι: Άρθρο 1738: «Για την κατάρτιση μυστικής διαθήκης ο διαθέτης εγχειρίζει στο συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες, ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο δηλώνοντας προφορικά ότι περιέχει την τελευταία του βούληση», άρθρο 1739: «οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1729 για το συμβολαιογράφο και τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν εφαρμόζονται και στη μυστική διαθήκη», άρθρο 1740: «Το έγγραφο που εγχειρίζεται, γραμμένο από το διαθέτη ή από άλλο πρόσωπο, πρέπει, με την επιφύλαξη της περίπτωσης του άρθρου 1744, να φέρει την υπογραφή του διαθέτη. Αν είναι γραμμένο ολικά ή μερικά από άλλον, πρέπει να φέρει την υπογραφή του διαθέτη και σε κάθε ημίφυλλο. Η διάταξη του άρθρου 1721 § 4 εφαρμόζεται και εδώ», άρθρο 1743: «Για την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης πρέπει να συνταχθεί πράξη. Στην πράξη αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1732 § 1 αριθ. 1, 2, 3,1733,1734 και 1735. Στην πράξη πρέπει να βεβαιώνεται επίσης ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στα άρθρα 1730 § 2,1738,1741 και 1742. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1740 § 1 εδ. α`ΑΚ επί μυστικής διαθήκης, το έγγραφο που εγχειρίζεται στον συμβολαιογράφο πρέπει σε κάθε περίπτωση να φέρει την υπογραφή του διαθέτη, ενώ σύμφωνα με το εδ. β` του ιδίου άρθρου, αν είναι γραμμένο ολικά ή μερικά από άλλον, πρέπει να φέρει την υπογραφή του διαθέτη και σε κάθε ημίφυλλο. Σύμφωνα με τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. ενδεικτικά ΕφΑΘ 7811/1977, Νόμος), στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαθήκη είναι γραμμένη με μηχανικό μέσο, όπως με ηλεκτρονικό υπολογιστή ή γραφομηχανή, γίνεται δεκτό ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 1740 § 1 εδ. β`ΑΚ είναι ομοίως εφαρμοστέα, και ως εκ τούτου απαιτείται υπογραφή του διαθέτη σε κάθε ημίφυλλο. Ο δικαιολογητικός λόγος είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται ότι η διαθήκη έχει ενδεχομένως γραφεί από άλλο πρόσωπο και όχι από τον διαθέτη (οιονεί αλλόγραφη), καθώς -λόγω του μηχανικού μέσου που χρησιμοποιήθηκε- στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί ο συντάκτης του εγγράφου. Ακολούθως, κρίσιμο ερμηνευτικό κριτήριο για το αν ως υπογραφή κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1740 εδ. β`ΑΚ δύναται να θεωρηθεί και η μονογραφή (και συνεπώς αν η τεθείσα από τον διαθέτη μονογραφή αρκεί για την εγκυρότητα της διαθήκης) είναι ο σκοπός της ανωτέρω διάταξης και των όρων που θέτει. Πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει η ακόλουθη διάκριση: Κατ` αρχάς, η υπογραφή της μυστικής διαθήκης που απαιτείται σε κάθε περίπτωση (σύμφωνα με το εδ. α` του άρθρου 1740ΑΚ) και τίθεται στο τέλος του εγγράφου έχει ως σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας του διαθέτη και της προέλευσης εν γένει του εγγράφου από αυτόν. Αντιθέτως, η υπογραφή που απαιτείται σε κάθε ημίφυλλο έχει ως σκοπό την επιβεβαίωση της προέλευσης έκαστου ημίφυλλου από τον διαθέτη, και συνεπώς έχει ως σκοπό να αποκλείσει το ενδεχόμενο να παρεισφρήσουν στη διαθήκη σελίδες που δεν έχουν συνταχθεί από τον διαθέτη και αλλοιώνουν την τελευταία του βούληση. Από τη διάταξη αυτή, που είναι όμοια με το άρθρο 3 του ν. ΓΨΠ/1911 «περί διαθηκών» συνάγεται ότι ως πολύφυλλη πράξη νοείται εκείνη που απαρτίζεται από περισσότερα του ενός χωριστά μεταξύ τους και αυτοτελή φύλλα, ενώ παραμένει μονόφυλλη, ώστε να μη χρειάζεται υπογραφή παρά μόνον στο τέλος, αν έχει διπλωθεί και έχει περισσότερες των δύο σελίδες, διότι και τότε αποκλείεται η παρεμβολή νέων φύλλων, πράγμα που θέλησε να αποκλείσει ο νόμος με την προκείμενη διάταξη. Συνεπώς, όταν η μυστική διαθήκη είναι γραμμένη σε δύο ενωμένα μεταξύ τους εκ κατασκευής ημίφυλλα ο κίνδυνος αντικατάστασης ενός ημιφύλλου ή η παρεμβολή νέων φύλλων είναι τελείως ανύπαρκτος, αφού τα δύο ημίφυλλα απαρτίζουν ένα ενιαίο τετρασέλιδο φύλλο, οπότε για το κύρος της μυστικής διαθήκης, δεν είναι αναγκαίο να φέρει την υπογραφή του διαθέτη σε κάθε ένα ημίφυλλο, αλλά αρκεί η υπογραφή του στο τέλος του ενιαίου και εκ κατασκευής ενωμένου φύλλου. Είναι σαφές ότι ο τελευταίος αυτός σκοπός αναμφισβήτητα εξυπηρετείται και με την τεθείσα από τον διαθέτη μονογραφή, καθώς με αυτήν εξακριβώνεται η προέλευση κάθε ημίφυλλου από αυτόν, και η βούληση του να ενταχθεί το περιεχόμενο του στη διαθήκη. Τυχόν παραδοχή ότι η μονογραφή του διαθέτη δεν δύναται να θεωρηθεί ως υπογραφή κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1740 εδ. β`ΑΚ γεγονός που θα οδηγούσε στην ακύρωση της σαφώς εκπεφρασμένης τελευταίας βούλησης του, θα αποτελούσε αυθαίρετη και ανεπίτρεπτη συσταλτική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης. Κι αυτό γιατί θα παραβίαζε ευθέως την αρχή της προσπάθειας διατήρησης του κύρους της διαθήκης και της διαφύλαξης της τελευταίας βούλησης του διαθέτη, στην οποία ο νομοθέτης αποδίδει πρωταρχική σημασία στη ρύθμιση της κληρονομικής διαδοχής, και υπό το φως της οποίας πρέπει να πραγματοποιείται από τον δικαστή η ερμηνεία των οικείων διατάξεων (βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 67/1990, ΑΠ 1010/2020, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ9885/1991, Δνη 1994.480).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 10.1.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./6.2.2018) αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ζητούσαν για τους λόγους που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 10.3.2010 μυστικής διαθήκης του πατέρα τους, …………, ο οποίος απεβίωσε στις 25.6.2017 και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος της εναγομένης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την ακυρότητα της ανωτέρω μυστικής διαθήκης, επέβαλε δε σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή της η εναγομένη – εκκαλούσα και ζητεί, όπως ακυρωθεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, επί τω τέλει όπως απορριφθεί η αγωγή καθ΄όλα της τα αιτήματα, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Aπό την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, των υπ΄αριθ. .., …./8.5.2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της εκκαλούσας …….. και ………, αντίστοιχα και …../9.5.2018 του μάρτυρα …….., που συντάχθηκαν ενώπιον των Ειρηνοδικών Αίγινας και Πειραιώς, αντίστοιχα, καθώς και της υπ΄αριθ. …./20.6.2019, του μάρτυρα ………, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, όλες με πρωτοβουλία της ενάγουσας – εκκαλούσας, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων – εφεσιβλήτων, όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθ. ….. και …./3.5.2018 και …. και …../13.6.2019, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Εφετείου Αθηνών ……….., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :
Ο …………, κάτοικος εν ζωή …. Αίγινας, πατέρας των εναγόντων – εφεσιβλήτων από τον πρώτο γάμο του και σύζυγος σε δεύτερο γάμο της εναγομένης – εκκαλούσας, ο οποίος πέθανε στις 25.6.2017 στη Νίκαια Αττικής, (βλ. από 26.6.2017 και υπ΄αριθ. πρωτ. …../31.7.2017 αποσπάσματα ληξιαρχικής πράξης θανάτου και γάμου του Ληξιάρχου Αίγινας), κατέλιπε την από 20.3.2010 διαθήκη του, την οποία ενεχείρισε, εντός σφραγισμένου φακέλλου στη συμβολαιογράφο Αίγινας ………, συνταχθείσης της υπ΄αριθ. …../13.4.2010 σχετικής πράξης κατάθεσης μυστικής διαθήκης, παρουσία των τριών αναφερομένων σε αυτήν μαρτύρων. Επελθόντος του θανάτου του, η ανωτέρω διαθήκη δημοσιεύτηκε νόμιμα (βλ. υπ΄αριθ. …./20.9.2017 πρακτικό δημοσίευσης μυστικής διαθήκης του Ειρηνοδικείου Αίγινας). Πρόκειται για δύο ανεξάρτητες και χωριστές σελίδες κειμένου, που φέρουν στην κάτω σειρά τους την ένδειξη «σελίδα 1 από 2» και «σελίδα 2 από 2». Εξ αυτών, η μεν 1η σελίδα φέρει διατάξεις περιουσιακής επίδοσης, (προς την εναγομένη – εκκαλούσα – σύζυγό του και προς έκαστο των εναγόντων – εφεσιβλήτων – τέκνων του) ενώ η 2η σελίδα περιλαμβάνει ευχές και χαιρετισμό προς τους τετιμημένους. Υπογράφεται δε από τον διαθέτη, τόσο κατά το πλήρες περιεχόμενό της, που έγραψε ο ……., όσο και κατά τη γραπτή επισήμανση που έγραψε ο διαθέτης, ότι γραφέας της διαθήκης ήταν ο «…………..». Η εν λόγω διαθήκη δεν φέρει υπογραφή (ή μονογραφή, ΑΠ 1010/2020, ό.π.) στην 1η σελίδα αυτής, παρά το γεγονός ότι γράφτηκε από τον ………. και όχι από το διαθέτη (αλλόγραφη διαθήκη), πλην της επισήμανσης στη 2η σελίδα «ΑΥΤΙ ΤΙΝ ΔΙΑΘΙΚΗ ΥΠΑΓΟρεψα ΚΑΙ Μου την ΕΓραΨΙΕ Ο ΕΠιΤΟΣΜου…………. – Ο ΔΙΑΘΕΤΙΣ – …………….». Από την επισκόπηση του περιεχομένου της διαθήκης, καθίσταται σαφές ότι αυτή δεν γράφτηκε εξ ολοκλήρου με τα χέρια του διαθέτη, αλλά υπαγορεύτηκε από αυτόν και γράφτηκε από τρίτο πρόσωπο. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, έπρεπε να φέρει την υπογραφή του διαθέτη, στην πρώτη σελίδα αυτής, πράγμα που δεν προκύπτει, καθιστώντας την άκυρη (ΑΚ 1718). Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η διαθήκη είναι έγκυρη, μεταξύ άλλων και διότι το κείμενο που καταστρώνεται σ΄αυτήν περιέχει ενότητα και συνέχεια. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, η 1η σελίδα, στον τελευταίο στίχο αυτής, περιέχει τη φράση «Το πιγάδι θα είναι για όλους και θα το διαχειρίζονται», ενώ η 2η σελίδα, στον πρώτο στίχο αυτής, περιέχει τη λέξη «όλοι.», πράγμα που δεν καταδεικνύει την ισχυριζόμενη ενότητα και συνέχεια, διότι δεν προκύπτει αβίαστα ότι η 1η σελίδα της διαθήκης, που δεν φέρει υπογραφή ή ακόμη και μονογραφή του διαθέτη, δεν έχει αντικατασταθεί, η δε ένδειξη «σελίδα 1 από 2» δεν αρκεί για να προσδώσει τη βεβαιότητα ότι το περιεχόμενό της αντικατοπτρίζει την επιθυμία του διαθέτη. Τέλος, το ότι η ένδικη διαθήκη περιέχει διατάξεις που ωφελούν και τους ενάγοντες – εφεσιβλήτους, καθώς και ότι φέρει υπογραφή στην τελευταία (2η) σελίδα αυτής, δεν ασκεί επιρροή στο κύρος αυτής. Τέλος, η κατάθεση του μάρτυρα ……….., γραφέα της διαθήκης, ότι κατέγραψε ακριβώς ό,τι του υπαγόρευε ήρεμα ο διαθέτης και η ανωτέρω διαθήκη αποτελεί την αληθή βούληση του διαθέτη, αφ΄ενός μεν δεν αμφισβητείται, αφ΄ετέρου δε δεν ασκεί επιρροή ως προς το κύρος της διαθήκης, διότι οι προαναφερθείσες στη νομική σκέψη της παρούσας διατάξεις, σκοπό έχουν ακριβώς τη διαφύλαξη του κύρους και της τελευταίας βούλησης του διαθέτη.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια περί της ακυρότητας της διαθήκης και έκανε δεκτή την αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται παραδεκτά με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής της είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερθέντος στην αρχή της παρούσας παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στην εκκαλούσα λόγω της ήττας της (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 6.8.2020 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../ 6.10.2020 – ………./ 19.10.2020) έφεση κατά της υπ΄αριθ. 2564/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτικής Διαδικασίας).
Απορρίπτει αυτήν ουσιαστικά.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 3η Μαρτίου 2022 και δημοσιεύθηκε στις 20 Απριλίου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ