(3ο ΤΜΗΜΑ)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 600/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας-καλούσας- ενάγουσας-εναγομένης, ανώνυμης εταιρείας, ……………, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Κωνσταντίνου Παπασπύρου και Σοφίας Αντωνοπούλου.
Του εφεσίβλητου-καθ’ού η κλήση-εναγομένου-ενάγοντος, εδρεύοντος στην ………., νπδδ με την επωνυμία «Ιερός Ναός ………», νομίμως εκπροσωπούμενου, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Κωνσταντίνου Βλάχου.
Το ενάγον άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./2013, …/2013 και ………/2013, αντίστοιχα) αγωγές και η εναγομένη την από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./2013) αγωγή της, οι οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
Επί των αγωγών αυτών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. ……/2014 εν μέρει οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία ανεστάλη εν μέρει η συζήτηση της από 30-10-2013 (με αύξ.αρθμ. εκτ.καταθ. …./2013) αγωγή και απορρίφθηκε αυτή κατά τα λοιπά, και έγιναν δεκτές οι από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αύξ.αρθμ. εκτ.καταθ …./2013, …./2013 και …../2014) αγωγές.
Η ενάγουσα με την από 11-5-2014 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../13-5-2014) έφεσή της, που απευθυνόταν στο παρόν Δικαστήριο, προσέβαλε την παραπάνω απόφαση. Επ’αυτής, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 130/2019 εν μέρει οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει ως απαράδεκτη η έφεση, κατά το σκέλος της που αφορούσε την από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …./2013) αγωγή, και έγινε αυτή τυπικά δεκτή, ως προς το σκέλος της που αφορούσε τις από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …./2013, …./2013 και ……/2014, αντίστοιχα) αγωγές, διατασσόμενης της αναβολής της συζήτησής της, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί όλων των βάσεων της από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/2013) αγωγής. Παράλληλα, μετά την παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2013 αγωγής, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης μίσθωσης, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 4735/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία καταργήθηκε η δίκη επ’αυτής. Ακολούθως με την από 24-5-2019 (με αύξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2019 κλήση της ενάγουσας επανεισήχθη προς συζήτηση η με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2013 αγωγή της, κατά το μέρος που αυτή είχε αναβληθεί. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 608/2020 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Ακολούθως, η εναγομένη άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 6-4-2020 (με αύξ.αριθ.εκθ.καταθ………../2020) έφεσή της κατά της παραπάνω απόφασης, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 22-4-2021 και γράφτηκε στο πινάκιο. Ομοίως, κατά την ίδια δικάσιμο επαναφέρθηκε προς συζήτηση, με την από 16-7-2020 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/17-7-2020) κλήση της, η οποία γράφτηκε στο πινάκιο, η προαναφερθείσα από 11-5-2014 έφεσή της προς συζήτηση, κατά το μέρος που αυτή είχε γίνει τυπικά δεκτή. Κατά την παραπάνω δικάσιμο η συζήτηση των παραπάνω εφέσεων ματαιώθηκε, διαρκούσης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 10-4-2021 έως 26-4-2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 129/17-6-2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη, οι παραπάνω υποθέσεις επανεισήχθησαν προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 11-11-2021 και μετ’αναβολήν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) : Α) Η από 11-5-2014 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../13-5-2014) υπό στοιχ. Α΄έφεση της ενάγουσας-εναγομένης, ως ολικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 1741/2014 εν μέρει οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών- διαφορών, και εν μέρει ανέστειλε τη συζήτηση και εν μέρει απέρριψε την από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …../2013) αγωγή της κατά του εναγομένου Ιερού Ναού, περί ακυρότητας καταγγελίας σύμβασης μισθώσεως, αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και αναγνώρισης της μη οφειλής μισθωμάτων, ενώ έκανε δεκτές τις από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …./2013, …./2013 και …../2014, αντίστοιχα) αγωγές του άνω εναγομένου κατ’αυτής, περί καταβολής μισθωμάτων, τόκων υπερημερίας, διαφοράς εγγύησης και κατάπτωσης ποινικής ρήτρας, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 130/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που απέρριψε αυτήν (έφεση) ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που αφορούσε την από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……/2013) αγωγή και περαιτέρω, έκρινε αυτήν τυπικά δεκτή, κατά το μέρος που αφορούσε τις ως άνω από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …./2013, …../2013 και …../2014, αντίστοιχα) αγωγές και ανέβαλε κατά τα λοιπά τη συζήτησή της, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί όλων των βάσεων της από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …../2013) αγωγής, και επίσης μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 608/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Β) Η από 6-4-2020 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./17-7-2020) υπό στοιχ. Β΄έφεση της ενάγουσας, ομοίως ως ολικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 608/2020 οριστικής, αλλά και της ως άνω 1741/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μη οριστικό σκέλος της, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν παρ’ότι η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον της (άρθρο 513 παρ.2 του ΚΠολΔ), η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών- διαφορών, και απέρριψε την από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……/2013) αγωγή της ενάγουσας, ως προς τα αιτήματά της περί ακυρότητας της καταγγελίας εκ μέρους του ενάγοντος Ιερού Ναού δια της με αριθμ. καταθ. ……/2013 αγωγής του και περί μη οφειλής μισθωμάτων, έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), δηλαδή αμφότερες εντός τριάντα ημερών από την επίδοση των εκκαλουμένων αποφάσεων στην εκκαλούσα, που έλαβε χώρα στις 28-4-2014 (σχετ. η υπ’αριθμ. … ΣΤ΄έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) και στις 19-6-2020 (σχετ. η υπ’αριθμ. …….΄/19-6-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……….), αντίστοιχα, ενώ δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου και έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή τους (υπ’αριθμ. ……… Σειρά Α΄παράβολα του δημοσίου και ……… Σειρά Α΄παράβολα υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, όσον αφορά την υπό στοιχ. Α΄έφεση και υπ’αριθμ. …………. e-παράβολο και το σχετικό αποδεικτικό ολοκλήρωσης συναλλαγής της ΓΓΠΣ, όσον αφορά την υπό στοιχ. Β΄έφεση), γεγονός άλλωστε που έχει ήδη κριθεί, ως προς την από 11-5-2014 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../13-5-2014) υπό στοιχ. Α΄έφεση, με την προαναφερθείσα υπ’αριθμ. …../2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθούν, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Σημειώνεται ότι, η κήρυξη της από 11-5-2014 έφεσης ως απαράδεκτης, αφορούσε την από 20-10-2013 αγωγή, καθ’όλα της τα αιτήματα, δηλαδή τόσο εκείνα ως προς τα οποία ανεστάλη η συζήτησή της, όσο και εκείνα που είχαν απορριφθεί με την τότε εκκαλουμένη απόφαση, με οριστικές διατάξεις της, και η αναβολή της συζήτησής της αφορούσε μόνον τις από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 αγωγές του ενάγοντος Ιερού Ναού. Επομένως, η άνω έφεση επανεξετάζεται μόνον ως προς τις αγωγές αυτές, και, εφόσον η από 6-4-2020 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./17-7-2020) έφεση, πλήττει την εκκαλουμένη και την συμπροσβαλλόμενη με αυτήν υπ’αριθμ. 1741/2014 εν μέρει οριστική απόφαση, μόνον ως προς το σκέλος της, με το οποίο ανεστάλη αρχικά και απορρίφθηκε τελικά η από 30-10-2013 αγωγή, και όχι ως προς εκείνο που η συμπροσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τα λοιπά αιτήματά της με οριστικές διατάξεις της, τα αντίστοιχα κεφάλαια, ήτοι οι αυτοτελείς αιτήσεις δικαστικής προστασίας που περιλαμβάνονται σε αυτήν (ΑΠ 207/2017, ΑΠ 1449/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») δεν μεταβιβάζονται στο παρόν Δικαστήριο κατ’άρθρο 522 του ΚΠολΔ, διότι το αίτημα της έφεσης και οι λόγοι αυτής οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης (ΑΠ 385/2021, ΑΠ 194/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνακόλουθα, όλοι οι λόγοι της από 11-5-2014 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../13-5-2014) υπό στοιχ. Α΄έφεσης, πλην του 1ου, περί ακυρωσίας των συμβάσεων μισθώσεως λόγω απάτης, του 4ου, 5ου και 6ου, περί ακυρότητας των τροποποιητικών συμβάσεων, λόγω της μη διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού και έλλειψης αιτιολογίας της εκκαλουμένης ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, του 8ου περί ακυρότητας της από 31-5-2010 σύμβασης μισθώσεως ως καταπλεονεκτικής, του 10ου περί εσφαλμένης παραδοχής της εκκαλουμένης ότι δεν αναφέρθηκαν ειδικά τα ελαττώματα της περιορισθείσας έκτασης των 2.764,88 στρεμμάτων, του 12ου, 13ου και 14ου λόγου, περί εσφαλμένης μη αναστολής της συζήτησης των αγωγών του ενάγοντος εκμισθωτή, του 15ου περί ακυρότητας της ένδικης μίσθωσης, για τον λόγο ότι η εκμισθωθείσα έκταση ανήκε κατά κυριότητα στο Δημόσιο, και του 17ου, περί εσφαλμένου υπολογισμού των δικαστικών εξόδων, τυγχάνουν απαράδεκτοι ως αλυσιτελώς προτεινόμενοι, διότι πλήττουν την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 1741/2014 απόφαση, κατά το σκέλος της που απέρριψε την από 30-10-2013 (υπ’αύξ.αριθμ.καταθ. ……/2013) αγωγή, όπως απαράδεκτο τυγχάνει και το αίτημα αυτής περί αποδοχής της άνω αγωγής στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το σκέλος της που είχε ήδη απορριφθεί με την ανωτέρω απόφαση.
Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της επένδυσης, διαχείρισης και ανάπτυξης ακίνητης περιουσίας, εξέθετε στην από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……/2013) αγωγή της ότι, κατόπιν διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, που αφορούσε την εκ μέρους του εναγομένου, φερόμενου ως αποκλειστικού ιδιοκτήτη του, εκμίσθωση του ειδικότερα περιγραφόμενου ακινήτου στην περιοχή ………. Ερμιονίδας, συνολικής έκτασης 23.000 στρεμμάτων, στον οποίο αναδείχθηκε πλειοδότρια η ίδια, συνήψε με το τελευταίο την από 2-6-2008 σύμβαση μισθώσεως του εν λόγω ακινήτου, διάρκειας 30 ετών, με σκοπό την τουριστική, παραθεριστική ή οποιαδήποτε άλλη νόμιμη εκμετάλλευσή του, έναντι του ετησίου μισθώματος των 999.946.60 ευρώ, για το πρώτο μισθωτικό έτος, και ότι, κατά τους όρους της διακήρυξης, η ίδια θα είχε δικαίωμα προτίμησης για την εκμίσθωση και δύο επιπλέον εκτάσεων, και ειδικότερα, μίας έκτασης 1.100 στρεμμάτων, ήδη μισθωμένης σε αγρότες και κτηνοτρόφους και μίας δεύτερης, 109 στρεμμάτων. Ότι προς υλοποίηση του σχετικού επενδυτικού της σχεδίου, που αφορούσε την κατασκευή και εκμετάλλευση μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδας στην περιοχή, έλαβε τραπεζική πίστωση μεγάλου ποσού, για την εξόφληση της οποίας δόθηκαν προσωπικές εγγυήσεις από τους μετόχους της. Ότι, όταν, ασκώντας το δικαίωμα προτίμησης για την έκταση των 109 στρεμμάτων, ζήτησε από το εναγόμενο να της την εκμισθώσει, το τελευταίο με το ίδιο ως άνω συμφωνητικό της εκμίσθωσε, επιμέρους τμήματα αυτής (υπό στοιχ. 16β, 16γ και 16δ), συνολικής επιφάνειας 93 στρεμμάτων, ενώ το απομένον τμήμα της (υπό στοιχ. 24β), επιφάνειας 15 περίπου στρεμμάτων είχε εκμισθωθεί προηγουμένως σε τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να μην πληρούνται οι όροι της ιδιωτικής πολεοδόμησης καθώς απαιτείτο έκταση 100 στρεμμάτων κατ’ελάχιστον. Ότι την 1-6-2009 πληροφορήθηκε ότι τα εκμισθωθέντα ακίνητα είχαν τα ειδικότερα αναφερόμενα νομικά ελαττώματα, τα οποία το εναγόμενο γνώριζε και δολίως της απέκρυψε, με αποτέλεσμα τη ματαίωση του επιχειρηματικού της πλάνου, και τα οποία αν η ίδια γνώριζε δεν θα κατήρτιζε την ένδικη σύμβαση. Ότι μετά τη γνώση των ελαττωμάτων αυτών και της απατηλής συμπεριφοράς του εναγομένου, με αίτημά της προς αυτό ζήτησε τη διευθέτηση της διαφοράς, υπό την πίεση και των συναφών, εκκρεμών οικονομικών της υποχρεώσεων, καταρτίστηκε μεταξύ αυτών το νεώτερο από 31-5-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο περιορίστηκε η εκμισθωθείσα έκταση από 23.000 σε 2.764,885 στρέμματα, τα οποία μάλιστα δεν αποτελούσαν ενιαία έκταση, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί η δυνατότητα τουριστικής αξιοποίησης τους, ενώ περιελήφθησαν σε αυτό και πλήθος επαχθών όρων για την ίδια. Ότι επιπλέον με το από 1-2-2010 συμφωνητικό, το εναγόμενο της εκχώρησε τα δικαιώματά του ως εκμισθωτή της έκτασης των 1.100 στρεμμάτων και η ίδια του προκατέβαλε, κατ’απαίτησή του, το ποσό των 37.397 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσό του μισθώματος που εκείνη είχε λαμβάνειν από τους μισθωτές και ότι το εναγόμενο ιδιοποιήθηκε το ποσό αυτό, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αφού το εισέπραξε εκ νέου από τους μισθωτές. Ότι, προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειες από τη ματαίωση του επιχειρηματικού της σχεδίου υπεκμίσθωσε τμήματα της μισθίας έκτασης των 93 στρεμμάτων σε εταιρείες δραστηριοποιούμενες στον τομέα της ενέργειας, πλην όμως οι 28 από αυτές, που αφορούσαν τη χορήγηση αδειών σύνδεσης φωτοβολταϊκών σταθμών απορρίφθηκαν, λόγω του δασικού χαρακτήρα της έκτασης, και έγιναν δεκτές μόνον 2 αιτήσεις για χορήγηση άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ηλιοθερμικούς σταθμούς. Ότι στη συνέχεια, μετά από εύλογα αιτήματά της προς το εναγόμενο, υπεγράφη η από 10-11-2011 έγγραφη τροποποιητική σύμβαση, με την οποία ανεστάλη προσωρινά η είσπραξη του μισθώματος και της συμφωνηθείσας εγγύησης. Ότι κατόπιν αυτών διαπίστωσε ότι τα τμήματα του μισθίου που αποτελούσαν δασικές εκτάσεις, δηλαδή το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτού, διεκδικούνταν από το Δημόσιο και, επομένως, υπήρχε αμφισβήτηση ως προς το ζήτημα της κυριότητάς του, γεγονός γνωστό στα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του εναγομένου, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η πραγματοποίηση οποιασδήποτε επένδυσης εκ μέρους της. Ότι συνεπεία όλων αυτών στις 29-4-2013 προέβη σε καταγγελία της ένδικης μίσθωσης, όπως αυτή εν τω μεταξύ είχε τροποποιηθεί, όπως και κάθε άλλης μισθώσεως υπό αίρεση, για σπουδαίο λόγο, συνιστάμενο στην εν γνώσει του εναγομένου αποσιώπηση σοβαρών νομικών ελαττωμάτων της εκμισθωθείσας έκτασης ενώ στις 21-5-2013 κατέθεσε και μήνυση για απάτη σε βάρος των μελών του εκκλησιαστικού του συμβουλίου, του πληρεξουσίου δικηγόρου του και κατά παντός άλλου υπευθύνου. Ακολούθως, ζητούσε : 1) Να ακυρωθεί η από 2-6-2008 σύμβαση μισθώσεως, λόγω απάτης, συνιστάμενης στην απόκρυψη των επικαλούμενων νομικών ελαττωμάτων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 του ΑΚ, και να της επιδικαστεί ως αποζημίωση, το αρνητικό διαφέρον από τη μη εκτέλεσή της, που περιλαμβάνει τα καταβληθέντα μισθώματα, εγγυοδοσίες, έξοδα κατάρτισης της σύμβασης, προκαταβολή εκχωρηθέντων μισθωμάτων για την μη παραχωρηθείσα έκταση των 1.100 στρεμμάτων, τα δικαστικά έξοδα και δικηγορική αμοιβή για τις εξωστικές δίκες που ανέλαβε στο πλαίσιο της εκχώρησης των δικαιωμάτων του εναγομένου, ως εκμισθωτή αυτής, και τους τόκους του τραπεζικού δανείου που έλαβε για την κάλυψη των δαπανών αυτών, ύψους 4.562.962,68 ευρώ, 2α) επικουρικά να αναγνωριστεί ότι η ένδικη μίσθωση λύθηκε δια της από 29-4-2013 καταγγελίας της για σπουδαίο λόγο, β) να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η ασκηθείσα με την υπ’αριθμ. καταθ. ……/2013 αγωγή του εναγομένου καταγγελία αυτής, και γ) ότι δεν οφείλει μισθώματα λόγω της ύπαρξης των επικαλούμενων ελαττωμάτων της μίσθιας έκτασης, 3) ακόμη επικουρικότερα, για την περίπτωση που κριθεί ότι δεν στοιχειοθετείται απάτη, να επιδικαστεί η αιτηθείσα αποζημίωση, κατ’άρθρο 584 του ΑΚ, 4) Να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρες, η από 31-5-2010 και από 10-11-2011 τροποποιήσεις της αρχικής σύμβασης λόγω μη διενέργειας δημόσιου πλειoδοτικού διαγωνισμού, άλλως να κηρυχθεί η ακυρότητα αυτών, λόγω της αντίθεσής τους στο άρθρο 179 του ΑΚ, δεδομένης της φανερής δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής, δηλαδή μεταξύ της αξίας του μισθίου και του συμφωνηθέντος μισθώματος, και λόγω της εκμετάλλευσης της ανάγκης της, συνιστάμενης στην οικονομική πίεση από τη δανειοδότησή της και τη συνεπεία αυτής συνέχιση σώρευσης δεδουλευμένων τόκων σε βάρος της.
Επίσης το εναγόμενο με τις από : Α/ 27-3-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …../2013), Β/ 27-5-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……/2013) και Γ/ από 8-1-2014 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …../2014) αγωγές του, επικαλούμενο την ένδικη μίσθωση, ζητούσε αντιστοίχως : α) με την πρώτη, να υποχρεωθεί η εναγομένη, η οποία έκανε ακώλυτη χρήση του μισθίου των 2.764,88 στρεμμάτων, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 348.862,63 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, για οφειλόμενα μισθώματα, τέλος χαρτοσήμου και τόκους υπερημερίας επ’αυτών, και το ποσό των 355.819,20 ευρώ, ως υπόλοιπο της συμφωνηθείσας εγγυήσεως, και με την τρίτη αγωγή, να αναγνωριστεί ότι έχει καταπέσει ως ποινική ρήτρα το ποσό των 285.000 ευρώ, που είχε δοθεί κατά την κατάρτιση της μίσθωσης, ως εγγύηση για την καλή εκτέλεσή της και είχε συμφωνηθεί ως ποινική ρήτρα για την περίπτωση που αυτή θα έληγε πρόωρα από υπαιτιότητά της και να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει και το ποσό των 355.819,20 ευρώ, για την ίδια αιτία, β) με τη δεύτερη αγωγή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 6.631,30 και των 583,75 ευρώ, ως μισθώματα, δυνάμει των από 2-11-2008 και από 30-11-2008 μισθώσεων, που αφορούσαν εκτάσεις 93 και 7 στρεμμάτων, αντίστοιχα.
Επί των παραπάνω αγωγών εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία : Α) Η αγωγή της ενάγουσας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, αναφορικά με το κύριο αίτημά της περί ακύρωσης της από 2-6-2008 σύμβασης μισθώσεως λόγω απάτης και καταβολής του ποσού των 4.562.962,68 ευρώ, ως αρνητικό διαφέρον, ως μη νόμιμη, ως προς το επικουρικότερο αίτημά της περί επιδίκασης αποζημίωσης με βάση το άρθρο 584 του ΑΚ, και ως απαράδεκτη και δη αόριστη ως προ το αίτημα περί αναγνώρισης της λύσεως της από 2-6-2008 σύμβασης μισθώσεως με την από 29-4-2013 καταγγελία της ενάγουσας, ως μισθώτριας, για σπουδαίο λόγο, ενώ ανεστάλη η συζήτησή της λόγω εκκρεμοδικίας, ως προς τα αιτήματά της περί αναγνώρισης της ακυρότητάς της, δια της με αρ.καταθ. ……/2013 αγωγής του εναγομένου Ιερού Ναού, καταγγελίας της σύμβασης μισθώσεως και περί αναγνώρισης ότι η ενάγουσα δεν οφείλει μισθώματα λόγω των ειδικότερα μνημονευόμενων ελαττωμάτων του μισθίου. Β) Έγιναν δεκτές ως βάσιμες και κατ’ουσίαν οι από 27-3-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …../2013), από 27-5-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …../2013) και από 8-1-2014 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …../2014) αγωγές του ενάγοντος και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στο ενάγον : α/ το ποσό των 213.606,40 ευρώ, νομιμοτόκως από την 11-6-2012, β/ το ποσό των 113.600 ευρώ από την επομένη της επίδοσης της από 8-1-2013 εξώδικης όχλησης (ήτοι από τις 12-1-2013), γ/ το ποσό των 11.779,43 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της με αρ.κατ……/2013 αγωγής, δ/ το ποσό των 355.819,20 ευρώ, ε/ το ποσό των 6.968,16 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 11-11-2012 και στ/ το ποσό των 245,89 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της με αρ.καταθ. ……./2013 αγωγής, και επιβλήθηκαν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία προσδιορίστηκαν στο ποσό των 17.500 ευρώ.
Ακολούθως, μετά την κατάργηση της δίκης επί της από 18-4-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2013) αγωγής, συνεπεία παραιτήσεως του ενάγοντος από το δικόγραφό της, επανήλθε προς συζήτηση η από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……/2013) αγωγή, ως προς τα αιτήματα για τα οποία είχε ανασταλεί η εκδίκασή της, με την από 24-5-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2019) κλήση της ενάγουσας-εναγομένης. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 608/2020 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και δη αόριστη και επιβλήθηκαν σε βάρος της ενάγουσας, τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, που καθορίστηκαν στο ποσό των 350 ευρώ.
Κατά των παραπάνω αποφάσεων (1741/2014, 608/2020) παραπονείται η ενάγουσα-εναγομένη, με τους λόγους των εφέσεών της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή τους να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και ακολούθως να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή της ιδίας και να απορριφθούν στο σύνολό τους οι αγωγές του ενάγοντος κατ’αυτής, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574 επ., 584 επ. και 591 § 1 εδ. α` του ΑΚ, προκύπτει ότι ο εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραδώσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης (ΑΠ 509/2020, ΑΠ 269/2019, ΑΠ 1222/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, αν κατά τον χρόνο της παράδοσης του μισθίου στον μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει ολικά ή μερικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα)-ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα- ο μισθωτής έχει δικαίωμα μη καταβολής ή μείωσης του μισθώματος, κατ’άρθρο 576 του ΑΚ (ΑΠ 1011/2018, ΑΠ 28/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 398/2014, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.440). Ειδικώς, δικαίωμα μείωσης του μισθώματος παρέχεται σε περίπτωση μερικής παρακώλυσης, ανάλογη με το βαθμό της ελάττωσης της χρήσης, έστω και αν δεν υπάρχει ολική αποβολή αυτού από το μίσθιο, εφόσον εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος, αναιρείται η δυνατότητα να κάνει χρήση ελεύθερη και ανενόχλητη, κατά τους όρους της σύμβασης, με αποτέλεσμα να καθίσταται χωρίς περιεχόμενο το δικαίωμά του και να αναιρείται και η γενόμενη παράδοση της χρήσης (ΑΠ 835/2021, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1011/2018 ό.π). Επομένως, αν από την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος εμποδίστηκε ολικά η συμφωνημένη χρήση, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, προβαλλόμενο και κατ΄ ένσταση, προς απόκρουση αγωγής του εκμισθωτή για καταβολή των μισθωμάτων, να μη καταβάλλει το μίσθωμα όσο διάστημα διαρκεί η παρεμπόδιση της χρήσης του μισθίου από το ελάττωμα [ΟλΑΠ 50/2005, ΕλλΔνη 2006.84, ΑΠ 1469/2013, ΕφΑιγ (Μον) 122/2021, ΕφΠειρ(Μον) 112/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Η ύπαρξη δε τέτοιου ελαττώματος στοιχειοθετεί έλλειψη υπαιτιότητας στην καθυστέρηση καταβολής του μισθώματος, η οποία, προβαλλόμενη και αποδεικνυόμενη από τον μισθωτή, αίρει την υπερημερία του και αποκλείει το δικαίωμα του εκμισθωτή να καταγγείλει τη μίσθωση για καθυστέρηση του μισθώματος. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού του μισθωτή δεν προαπαιτεί καμία υπαιτιότητα ή γνώση του εκμισθωτή σχετικά με την ύπαρξη του ελαττώματος στο μίσθιο [ΑΠ 1011/2018, ό.π, ΕφΑθ (Μον) 1277/2021, ΕφΑιγ(Μον) 95/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Για τη συγκρότηση δε του ελαττώματος δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υπόστασης του μισθίου, αλλά απαιτείται κατάσταση τέτοια που επηρεάζει την προσφορότητα για λειτουργική χρήση αυτού και κάθε απόκλιση από την, κατά τη σύμβαση, προσδοκώμενη κατάστασή του, που εμποδίζει ολικά ή μερικά τη συμφωνημένη (ή τη συνηθισμένη) χρήση του (ΑΠ 1469/2013 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») όπως για παράδειγμα η αδυναμία χρήσης του μισθίου, όπως συμφωνήθηκε, λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτούμενης άδειας δημόσιας αρχής (ΟλΑΠ 50/2005, ό.π, ΑΠ 896/2020, ΑΠ 269/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») Από τις διατάξεις δε των άρθρων 579, 581 του ΑΚ, οι οποίες πραγματεύονται την απαλλαγή του εκμισθωτού από την ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα ή έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων του μισθίου, συνάγεται ότι ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται και απαλλάσσεται της ευθύνης για πραγματικά ελαττώματα ή την έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων, κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως, αν ο μισθωτής γνώριζε τα πραγματικά ελαττώματα ή την έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων ή εάν παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο, γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη, ή εάν από βαριά αμέλεια αγνοούσε, κατά τη σύναψή της το πραγματικό ελάττωμα. Επομένως, αν συντρέχουν οι ανωτέρω όροι, ο μισθωτής χάνει τα δικαιώματα εκ των άρθρων 576 – 578 του ΑΚ (μειώσεως ή μη καταβολής του μισθώματος, αποζημιώσεως). Το δικαίωμά του δε αυτό αποκλείεται έστω και αν ο εκμισθωτής δολίως αποσιώπησε το ελάττωμα, αφού η γνώση του μισθωτή ενέχει σιωπηρή παραίτηση από το σχετικό δικαίωμά του (ΑΠ 622/2019, ΑΠ 27/2014, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1463/2013, ό.π). Στην περίπτωση αυτή ο εκμισθωτής εναγόμενος μπορεί κατ` ένσταση να προβάλει τον ισχυρισμό ότι ο μισθωτής κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης γνώριζε το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας (ΑΠ 622/2019 ό.π, ΑΠ 35/2015 ΧΡΙΔ 2015.429, ΑΠ 27/2014 ό.π) ή ότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη, γεγονός που αποκλείει την ευθύνη του για την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας (ΑΠ 269/2019, ό.π, ΑΠ 325/2013 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 εδ. α΄ του ΑΚ, αν εξαιτίας κάποιου δικαιώματος τρίτου αφαιρεθεί από τον μισθωτή ολικά ή μερικά η συμφωνημένη χρήση του μισθίου (νομικό ελάττωμα), εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 576 έως 579 και 582. Ενόψει δε του ότι, κατ’ άρθρο 574 του ΑΚ, ο εκμισθωτής είναι υποχρεωμένος μόνο να παραχωρήσει στο μισθωτή τη συμφωνημένη χρήση του μισθίου, για την ύπαρξη νομικού ελαττώματος δεν αρκεί απλώς η ύπαρξη πάνω στο μίσθιο κάποιου δικαιώματος τρίτου, το οποίο είναι αδιάφορο αν γεννήθηκε πριν ή μετά την παραχώρηση της χρήσης, αλλ’ απαιτείται, εξαιτίας ακριβώς αυτού του δικαιώματος, είτε να μη παραχωρήθηκε είτε να αφαιρέθηκε ολικά ή μερικά από τον μισθωτή η συμφωνημένη χρήση. Αν εξαιτίας νομικού ελαττώματος στο μίσθιο αφαιρέθηκε από τον μισθωτή ολικά ή μερικά η συμφωνημένη χρήση του, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Ο βαθμός της μείωσης του μισθώματος ή η ολοσχερής μη καταβολή αυτού εξαρτάται απ’ τον βαθμό ελαττωματικότητας της χρήσης του μισθίου και διαρκεί όσο χρόνο υπάρχει η έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας ή διατηρείται το νομικό ελάττωμα (ΑΠ 35/2015, ΧΡΙΔ 2015.429, ΕφΛαρ 85/2017 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2018.443). Αν δε παρά την ύπαρξη του πραγματικού η νομικού ελαττώματος έγινε η συμφωνημένη χρήση από τον μισθωτή, ο τελευταίος δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος, το οποίο οφείλεται ως αντάλλαγμα για τη γενόμενη χρήση του μισθίου (ΕφΛαρ 85/2017 ό.π). Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 577 του ΑΚ συνάγεται ότι, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατ` εκείνο τον χρόνο πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, που παρακωλύει μερικά ή ολικά τη συμφωνηθείσα χρήση, αντί της μείωσης ή της μη καταβολής το μισθώματος, ο μισθωτής, δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Κατά δε το άρθρο 578 του ίδιου Κώδικα, το αυτό δικαίωμα έχει ο μισθωτής και αν ο εκμισθωτής έχει καταστεί υπερήμερος ως προς την άρση πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 305 και 306 του ΑΚ προκύπτει, ότι στον μισθωτή παρέχεται, στις παραπάνω περιπτώσεις, κατ` επιλογήν του, είτε αξίωση για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος είτε αξίωση προς αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει την ανόρθωση της ζημίας του για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Η επιλογή αυτή μπορεί να γίνει και με αγωγή ή και κατ` ένσταση, όπως ήδη εκτέθηκε, σε περίπτωση αγωγής του εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος ή απόδοση του μισθίου. Αυτές οι αξιώσεις παρέχονται διαζευκτικώς στον μισθωτή και η επιλογή της μίας αποκλείει την άσκηση των λοιπών, υπό οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως, είτε επικουρικώς, χωρίς να μπορεί να μεταβάλλεται κατά τη βούλησή του (ΑΠ 1096/2021, ΑΠ 1638/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), εφόσον αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα (ΑΠ 1638/2018 ό.π, ΑΠ 1015/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι αν επιλεγεί το δικαίωμα αποζημίωσης, που αποσκοπεί να φέρει το μισθωτή στη θέση που θα ήταν αν δεν υπήρχε το ελάττωμα, καλύπτεται κάθε ζημία του μισθωτή που συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας (θετική ζημία) και το διαφυγόν κέρδος του (297-298 του ΑΚ) μέχρι την άρση του ελαττώματος ή μέχρι τη λύση της μισθώσεως (ΑΠ 1638/2018, ο.π, ΑΠ 72/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Στην κρινόμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της από 6-4-2020, υπό στοιχ. Β΄έφεσής της, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή της τυγχάνει αόριστη ως προς το αίτημά της περί αναγνώρισης της μη οφειλής μισθωμάτων εκ μέρους της, με το σκεπτικό ότι στο δικόγραφό της δεν γινόταν επίκληση ειδικώς των ελαττωμάτων της έκτασης των 2.764,885 στρεμμάτων ούτε του ότι δεν παραχωρήθηκε στην ενάγουσα η ανεμπόδιστη, ολικά, συμφωνημένη χρήση αυτής της περιορισμένης μισθωτικής έκτασης ή ότι αυτή αφαιρέθηκε, ούτε αναφερόταν ο λόγος που η καταγγελία του εναγομένου, δια της υπ’αριθμ.εκθ.καταθ. …../2013 αγωγής του, είναι παράνομη και καταχρηστική. Πράγματι, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, προκύπτει σαφώς ότι σε αυτό παρατίθενται επαρκώς όλα τα κατά νόμον στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της και δικαιολογούν την άσκησή της εκ μέρους της ενάγουσας, απορριπτομένου του ισχυρισμού του εφεσιβλήτου περί αοριστίας, και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ότι το δημόσιο αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος επί των δασικών τμημάτων της μείζονος εκτάσεως, που αποτελούσαν το σύνολο σχεδόν αυτής, και επομένως και της αρχικής έκτασης αλλά και εκείνης στην οποία περιορίστηκε η ένδικη μίσθωση, λόγω του κατά τεκμήριο δημόσιου χαρακτήρα τους, εφόσον μάλιστα ο ενάγων Ιερός Ναός διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας για μόλις 62,5 στρέμματα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η λήψη οποιασδήποτε άδειας που απαιτείται για την υλοποίηση των επιχειρηματικών της σχεδίων από δημόσια αρχή, αναφορικά με τις μόνιμες κατασκευές, που η ίδια προτίθετο να εγκαταστήσει στις εκτάσεις αυτές, γεγονός που εμπόδιζε ολικά τη συμφωνημένη χρήση τους. Το γεγονός δε ότι το ελάττωμα αυτό χαρακτηρίζεται στο δικόγραφο της αγωγής, ως νομικό ενώ πρόκειται κατ’ουσίαν για πραγματικό ελάττωμα, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, καθώς δεν προβάλλεται ως αδιαμφισβήτητη η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου αλλά μόνον ότι αυτή διεκδικείται, ουδεμία επίδραση ασκεί. Εξάλλου, παρ’ότι η ενάγουσα χρησιμοποιεί αδόκιμα τους όρους παράνομη και καταχρηστική για την καταγγελία της ένδικης μίσθωσης, με την προαναφερθείσα αγωγή του ενάγοντος, είναι σαφές όπως υποδηλώνεται και από τη χρήση του όρου «αβασίμως» (σελ. 31) για τον χαρακτηρισμό της, ότι ο αγωγικός ισχυρισμός της ήταν ότι, λόγω των επικαλούμενων ελαττωμάτων, που απέκλειαν ολικά τη χρήση της μισθούμενης έκτασης, η ίδια είχε δικαίωμα μη καταβολής του μισθώματος και δεν υφίστατο υπερημερία της, αποκλειομένου του δικαιώματος του ενάγοντος εκμισθωτή να καταγγείλει τη μίσθωση για καθυστέρηση του μισθώματος. Επομένως, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως προς αμφότερα τα αιτήματά της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70 του ΚΠολΔ, 576, 577 και 597 του ΑΚ γι’ αυτό και πρέπει, γεγομένων δεκτών των πρώτου και δεύτερου λόγου της υπό στοιχ. Β΄εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το αντίστοιχο μέρος, και να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή [ΕφΠειρ 501/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 658/2011 ΕλλΔνη 2011/1443, ΕφΠειρ (Μον) 612/2015, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], κατά το ίδιο μέρος, αναγκαίως δε, αφού η εκκαλουμένη εξαφανίζεται μετά από παραδοχή άλλου λόγου εφέσεως, και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή, σημειούμενου ότι εσφαλμένα η εκκαλούσα κάνει λόγο και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αγωγή ως αόριστη δεν προχώρησε στην έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΕφΘεσ 110/2017 Αρμ. 2018.604, ΕφΔωδ 93/2007, ΕφΘεσ (Μον) 2654/2019, ΕφΔωδ (Μον) 81/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Σημειώνεται επίσης, ότι με την από 27-5-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2013) αγωγή του ενάγοντος καταγγέλθηκαν οι μεταξύ των διαδίκων συναφθείσες μισθώσεις, και δη η από 30-11-2008 σύμβαση μισθώσεως, που αφορούσε έκταση 7 στρεμμάτων, και η από 1-11-2008 σύμβαση μισθώσεως, που αφορούσε έτερη έκταση 93 στρεμμάτων. Εκτιμάται δε, ότι το αίτημα της ενάγουσας περί μη οφειλής μισθωμάτων λόγω της ύπαρξης νομικών, όπως χαρακτηρίστηκαν, ελαττωμάτων, δεν αφορά την έκταση των 7 στρεμμάτων, εφόσον καμία αναφορά δεν γίνεται σε αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, τόσο με την υπ’αριθμ. 1741/2014 μη οριστική όσο και με την υπ’αριθμ. 609/2020 οριστική απόφασή του εκτίμησε ότι το αίτημα περί μη οφειλής μισθωμάτων, αφορά μόνο την έκταση των 2.764,885 στρεμμάτων-αντιθέτως το παρόν Δικαστήριο με την υπ’αριθμ. 130/2019 εν μέρει οριστική απόφασή του ανέβαλε τη συζήτηση της από 11-5-2014 έφεσης, κατά το μέρος που αφορούσε και την άνω από 27-5-2013 αγωγή, υπολαμβάνοντας έτσι ότι η κρίση περί μη οφειλής μισθωμάτων αφορούσε όλες τις επιμέρους εκτάσεις-και, επομένως, ανεξαρτήτως της ορθότητας της κρίσης του αυτής, εφόσον δεν προτείνεται σχετικός λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν θα αποτελέσει αντικείμενο έρευνας από το παρόν Δικαστήριο.
Από την εκτίμηση των ένορκων ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ………. και …………, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ. 1741/2014 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, καθώς και την υπ’αριθμ. ……/14-6-2013 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, την υπ’αριθμ. ………/3-1-2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….., τις υπ’αριθμ. …. και …../12-3-2014 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …… και ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας-εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη- προ 24 ωρών- κατ’άρθρο 650 παρ.1 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ κλήτευση του ενάγοντος-εναγομένου (σχετ. οι υπ’αριθμ. ……….΄/27-12-2013, ….. Δ/11-3-2014 και …….. Γ΄/12-6-2014, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), την υπ’αριθμ. …./13-3-2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……….., ενώπιον του συμβολαιογράφου Ύδρας, …………., που ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος-εναγομένου, κατόπιν εμπρόθεσμης-προ 24 τουλάχιστον ωρών, κατά τα άνω – κλήτευσης της εναγομένης (σχετ. η υπ’αριθμ. …. ΣΤ΄12-3-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..), λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Περί τον μήνα Μάρτιο του έτους 2008, η ενάγουσα-εναγομένη (καλούμενη εφεξής μισθώτρια), ανώνυμη εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας την επένδυση, διαχείριση και ανάπτυξη ακίνητης περιουσίας, και, ιδίως, την τουριστική αξιοποίηση μεγάλων εκτάσεων, την πώληση και εκμετάλλευση αυτών, την ανέγερση και εκμετάλλευση ξενοδοχείων αλλά και την παραγωγή και εκμετάλλευση ήπιων μορφών ενέργειας, έλαβε γνώση της υπ’αριθμ. ../30-11-2007 διακήρυξης εκμισθώσεως ακινήτου με πλειοδοτικό διαγωνισμό, και δη έκτασης επιφάνειας 23.000 στρεμμάτων στη θέση «….» ….. Ερμιονίδας, εκ μέρους του ενάγοντος Ιερού Ναού (καλούμενου εφεξής εκμισθωτή), φερόμενου ως ιδιοκτήτη του, για τριάντα (30) έτη, η οποία έλαβε χώρα στις 6-4-2008 αλλά, μετά από υποβολή δήλωσης αναπλειστηριασμού, επαναλήφθηκε στις 13-4-2008. Πλειοδότρια στον διαγωνισμό ανακηρύχθηκε η ίδια, προσφέροντας ετήσιο συνολικό μίσθωμα 999.946,60 ευρώ, συνταχθέντος συναφώς του από 13-4-2008 πρακτικού δημοπρασίας εκμισθώσεως ακινήτου. Σύμφωνα με το κείμενο της διακήρυξης, η εκμισθούμενη έκταση, χαρακτηριζόμενη ως «κτήμα», όπως εμφαίνεται στο από 31-3-2006 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………., αποτελούσε τμήμα μείζονος εκτάσεως, επιφάνειας, μετά από νεώτερη καταμέτρηση, 32.148 στρεμμάτων, και ήταν ενιαία, πλην ενός τμήματος, νότια, πλησίον της λίμνης …… Περιελάμβανε δε καλλιεργούμενες εκτάσεις, περιβόλια, ελαιώνες, βοσκίσιμες εκτάσεις, δασώδεις, ελώδεις και λοιπές εκτάσεις, διασχίζετο από ποταμούς-ρέματα, είχε εντός αυτού φρέατα αρδεύσεως, γεωτρήσεις, ένα μετόχι, τρεις ιερούς ναούς, με κτίσματα παλαιάς Μονής και λοιπά βοηθητικά κτίσματα, οικία του φύλακα του κτήματος, οδούς, αποβάθρα και λοιπούς χώρους και εκτάσεις, ενώ το όλο ακίνητο περιγραφόταν ως έκταση καλλιεργήσιμη 3.620 στρεμμάτων, αποτελούμενη κατά 26.300 στρέμματα, από όρη και ρέματα και κατά 400 στρέμματα από λιμνάζοντα ύδατα-έλη. Φερόταν ότι είχε περιέλθει στην κυριότητα, νομή και κατοχή του εκμισθωτή με αγορά κατά το έτος 1743 και εκ παραχωρήσεων από το Τουρκικό Δημόσιο, του δικαιώματος κατοχής και εξουσιάσεως μετατραπέντος σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας μετά την ανεξαρτησία, αναγνωρισθείσας της κυριότητάς του και από το Ελληνικό Δημόσιο για το καλλιεργούμενο τμήμα του κτήματος εκ του νόμου και τη δασική έκταση αυτού με ιδιαίτερη πράξη, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία ιδιοκτητών του δασονομείου Σπετσών-Ερμιονίδος στις 7-2-1982 και πάντως με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού ασκείτο νομή επ’αυτού συνεχώς και καλοπίστως από τον 18ο αιώνα και ότι για το δικαίωμα κυριότητάς του στο σύνολο της εκτάσεως αυτής έχει προβεί στην υπ’αριθμ. …./2006 πράξη δηλώσεως-συναινέσεως ενώπιον του συμβολαιογράφου Ύδρας ………., που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ακόμη, ρητά διευκρινιζόταν ότι δεν ήταν αντικείμενο της διενεργηθείσας δημοπρασίας, έκταση επιφάνειας 85 περίπου στρεμμάτων, όπως αυτή εμφαίνεται υπό τα στοιχ. 15α, 16α, 23β, 23γ και 24γ στο από 5-7-2005 κτηματολογικό διάγραμμα του άνω μηχανικού, ……., η οποία θα παρέμενε στη νομή και κατοχή του εκμισθωτή, ο αιγιαλός και οι ήδη μισθωμένες εκτάσεις επιφάνειας 1.100 στρεμμάτων, όπως αυτές ειδικότερα εμφαίνονταν στο ίδιο διάγραμμα. Ειδική, επίσης, αναφορά έγινε σε έκταση επιφάνειας εννέα (9) περίπου στρεμμάτων, η οποία θα παρακρατείτο από τον εκμισθωτή για να χρησιμοποιηθεί ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, με την προοπτική μελλοντικής διαμόρφωσής του είτε από τους διαδίκους είτε άλλους φορείς. Επιπλέον, στη διακήρυξη υπήρχε πρόβλεψη για την δια δημοπρασίας πώληση επιπλέον έκτασης 109 στρεμμάτων, ο πλειοδότης της οποίας θα διαμόρφωνε τον υπάρχοντα στο Κτήμα λιμένα, δυνάμενης αυτής να αυξηθεί μέχρι 1.000 στρέμματα. Ως ελάχιστο όριο προσφοράς τιμήματος πώλησης ανά στρέμμα ορίστηκε η αντικειμενική αξία του κατά τον χρόνο εγκρίσεως της διενέργειας της αντίστοιχης δημοπρασίας. Παράλληλα, προβλέφθηκε ότι η δημοπρασία θα αφορούσε και το δικαίωμα προτιμήσεως μισθώσεως υπέρ του πλειοδότη για την εκμίσθωση των ήδη μισθωμένων προς τρίτους εκτάσεων αγροτικής ή κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, υπό την αίρεση νομίμου λήξεως των υφιστάμενων συμβάσεων, οπότε δεν θα υπήρχε υποχρέωση καταβολής εκ μέρους του πλειοδότη του ανάλογου μισθώματος προ της υπογραφής μισθωτηρίου συμβολαίου, έναντι μισθώματος όχι κατώτερου των 60 ευρώ ετησίως ανά στρέμμα αλλά και έτερης έκτασης, εκείνης των 109 στρεμμάτων, για την οποία υπήρχε προοπτική πώλησής της προς τον πλειοδότη. Στη συνέχεια, μετά την έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του εκμισθωτή Ιερού Ναού, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων το από 2-6-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, στο οποίο αποτυπώνεται το προαναφερθέν περιεχόμενο της διακήρυξης. Έτσι, δυνάμει αυτής παραχωρήθηκε στη μισθώτρια εταιρεία το παραπάνω τμήμα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τουριστική ή παραθεριστική ή άλλη εκμετάλλευση, κατόπιν λήψεως των απαιτούμενων αδειών. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε τριακονταετής, με αφετηρία την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης με δυνατότητα παράτασής της για εξήντα έτη και το μίσθωμα καθορίστηκε στο προαναφερθέν ποσό για το πρώτο μισθωτικό έτος, αναπροσαρμοζόμενο έκτοτε, όπως προβλεπόταν, ενώ καταβλήθηκε ποσό ίσο με τρία ετήσια μισθώματα (2.999.839,80 ευρώ) ως εγγύηση εκπλήρωσης των όρων της. Το ποσό αυτό θα επιστρεφόταν στη μισθώτρια άτοκα μετά την εμπρόθεσμη κατά τη λήξη της μίσθωσης αποχώρησή της από το μίσθιο, την παράδοση του μισθίου και την εκκαθάριση των εκκρεμών λογαριασμών. Πλέον αυτού, υπήρξε ρητή πρόβλεψη στον όρο 33, ότι σε περίπτωση που η μίσθωση προς της λήξεώς της λυνόταν με υπαιτιότητα της μισθώτριας και χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, θα κατέπιπτε υπέρ αυτού η δοθείσα εγγύηση ως εύλογη ποινική ρήτρα, πέραν της υποχρέωσης καταβολής του μισθώματος μέχρι τη λήξη του έτους, κατά το οποίο θα ελάμβανε χώρα η λύση της μισθώσεως, δεδουλευμένου ή μη. Επίσης, ο εκμισθωτής ανέλαβε τη συμβατική δέσμευση να παράσχει στη μισθώτρια νόμιμο πληρεξούσιο για την έκδοση της απαιτούμενης άδειας για τις παντός είδους εγκαταστάσεις επί του μισθίου. Η εκμίσθωση του ακινήτου εξυπηρετούσε τα επιχειρηματικά σχέδια της μισθώτριας για κατασκευή πολυτελούς τουριστικής μονάδας και εγκατάσταση και εκμετάλλευση μονάδων παραγωγής ενέργειας. Επρόκειτο για μία πολύ σημαντική επένδυση, για την οποία θα αξιοποιείτο πίστωση που είχε συμφωνηθεί να της χορηγηθεί, ύψους 4.500.000 ευρώ, ως μέρος μεγαλύτερης πίστωσης, για τη χρηματοδότηση του ευρύτερου επενδυτικού της σχεδίου. Το ποσό της πίστωσης εκταμιεύθηκε τμηματικά από τις 14/4 έως τις 27/6/2008 ενώ δόθηκαν εγγυήσεις-για το σύνολο της πίστωσης αλλά και για το επιμέρους ποσό των 4.000.000 ευρώ-και προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της δανείστριας Τράπεζας ενεγράφη προσημείωση υποθήκης σε ακίνητα των εγγυητών. Η μισθώτρια συμμετείχε καλόπιστα στη δημοπρασία έχοντας την πεποίθηση ότι θα είχε τη δυνατότητα να προβεί σε αξιόλογη και προσοδοφόρα επένδυση στην περιοχή, μετά και τις διαβεβαιώσεις εκ μέρους του Μητροπολίτη Αιγίνης-Ύδρας αλλά και του νομικού συμβούλου του εκμισθωτή ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα αναφορικά με τη νομική κατάσταση του ακινήτου. Επίσης, σύμφωνα με τον ………., που συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο της μισθώτριας, υπήρξε διαβεβαίωση από την πλευρά του Ιερού Ναού ότι ο αιγιαλός έχει καθοριστεί. Άλλωστε, η έκταση αυτή δεν ήταν καταγεγραμμένη ως δημόσια έκταση και κατά τον έλεγχο τίτλων που πραγματοποίησε η μισθώτρια όταν πληροφορήθηκε την επικείμενη δημοπρασία, εκτός από την ύπαρξη τίτλου του εκμισθωτή δεν διαπίστωσε διεκδίκησή της από τρίτον. Αντιθέτως, δεν προέβη σε σχετική έρευνα ούτε στο αρμόδιο Δασαρχείο αλλά ούτε και στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου. Τα επιχειρηματικά της σχέδια προέβλεπαν : α) την ήπια ανάπτυξη του δασικού μέρους της έκτασης με τη δημιουργία χώρων αναψυχής με αθλοπαιδιές, «motor cross», ιππασία και κλειστό κυνηγετικό θέρετρο, β) την τουριστική ανάπτυξη μέσω ιδιωτικής πολεοδόμησης του τμήματος πλησίον της παραλίας, εκτάσεως 109 στρεμμάτων γ) την ήπια ανάπτυξη, με σταδιακή επέκταση δια της ανέγερσης πρόσθετων εγκαταστάσεων, στο ορεινό τμήμα της έκτασης αλλά και δ) την ανάπτυξη των αγροτικών και επί χρόνια καλλιεργούμενων εκτάσεων πλησίον της θάλασσας, μετά τη νόμιμη λήξη των σχετικών αγρομισθώσεων. Ενδεικτικό άλλωστε της σοβαρότητας των προθέσεών της είναι και το γεγονός ότι μόνο στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκμισθωτή, που σύμφωνα με τη διακήρυξη θα είχε την νομική επιμέλεια των συμβάσεων, κατέβαλε ως αμοιβή μετ’εξόδων το ποσό των 164.991,99 ευρώ. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το επιχειρηματικό ενδιαφέρον της αφορούσε κυρίως το παραλιακό τμήμα του εκμισθωθέντος ακινήτου αλλά και των ακινήτων στα οποία θα είχε δικαίωμα προτίμησης στην εκμίσθωσή τους. Στη συνέχεια, δυνάμει του από 1-11-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι σύμφωνα με τη διακήρυξη και το από 2-6-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, η μισθώτρια θα είχε-χωρίς δηλαδή να προηγηθεί δημόσιος πλειοδοτικός διαγωνισμός-δικαίωμα προτίμησης για τις ήδη υφιστάμενες μισθώσεις των εκτάσεων αγροτικής ή κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως, υπό την αίρεση της νομίμου λήξης τους, ή μεταβιβάσεως των μισθωτικών σχέσεων σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένης και της προς μελλοντική πώληση έκτασης των 109 στρεμμάτων. Με το ίδιο συμφωνητικό, κατόπιν αιτήσεώς της, της παραχωρήθηκαν τελικά προς χρήση τα υπό στοιχ. 16β, 16γ και 16δ αγροτεμάχια, συνολικής έκτασης 93 στρεμμάτων, και όχι και του υπό στοιχ. 24β αγροτεμαχίου, επιφάνειας 15 περίπου στρεμμάτων, όπως είχε αρχικά προβλεφθεί, διότι αυτό ήταν ήδη εκμισθωμένο σε τρίτον. Με το δε μεταγενέστερο από 1-2-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπέγραψαν τα μέρη και στο οποίο επισυνάπτεται κατάσταση των μισθωτών, των μισθωμένων σε αυτούς εκτάσεων και του ετησίου μισθώματος, συμφωνήθηκε τελικά η μεταβίβαση των μισθώσεων προς τη μισθώτρια, η οποία μετά τη νόμιμη λήξη τους θα μπορούσε να προσέλθει για την κατάρτιση νέων συμφωνητικών μισθώσεως με μισθώτρια την ίδια, του Ιερού Ναού υποχρεούμενου να καταγγείλει όσες εξ αυτών είχαν καταστεί αορίστου χρόνου. Η μισθώτρια δηλαδή θα είχε δικαίωμα να εισπράττει το συμφωνηθέν μίσθωμα από το 2010 και εντεύθεν και να προβαίνει με δικά της έξοδα και ευθύνη σε κάθε ενέργεια για την έξωση εκείνων που δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα χρήσης. Σε συμφωνία με όλα τα παραπάνω, αυθημερόν καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων και άλλες συμβάσεις μισθώσεων ακινήτων για αγροτική εκμετάλλευση, υπό την αίρεση της νόμιμης λήξης των ήδη υφιστάμενων μισθώσεών τους (πχ. υπό στοιχ. 21, 23α εκτάσεων, επιφάνειας 22 και 22,5 στρεμμάτων αντίστοιχα). Επίσης, με το από 30-11-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, ο εκμισθωτής Ιερός Ναός υπό την ιδιότητά του ως κύριος, νομέας και κάτοχος της ευρύτερης έκτασης, εκμίσθωσε στη μισθώτρια αγροτεμάχιο, επιφάνειας 7 στρεμμάτων, κείμενο στο νότιο μέρος του κτήματος ……, εμφαινόμενο υπό τον αριθμ. …. στο προαναφερθέν από 5-7-2005 κτηματολογικό διάγραμμα, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει και αυτό για αγροτική, τουριστική ή παραθεριστική ή άλλη εκμετάλλευση, μετά από λήψη των απαιτούμενων αδειών. Το ετήσιο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 490 ευρώ, για το πρώτο μισθωτικό έτος δηλαδή από 1-11-2008 έως 31-10-2009, αναπροσαρμοζόμενο στη συνέχεια, κατά το ποσοστό αύξησης του τιμαρίθμου κατά το προηγούμενο έτος, πλέον μίας μονάδας. Εν τω μεταξύ ο Ιερός Ναός στις 16-12-2008 υπέβαλε αίτηση προς τον Νομάρχη Αργολίδος για τη χορήγηση αδείας μεταβίβασης (άρθρο 2 § § 2-1 του ν. 3250/1924), συνολικής εκτάσεως 193,5 στρεμμάτων- και όχι τετραγωνικών μέτρων, όπως προφανώς από παραδρομή αναγράφεται στο κείμενό της- της ευρύτερης έκτασης του «…….», στην οποία περιλαμβάνονταν και τα επιμέρους τμήματα της προαναφερθείσας εκτάσεως των 109 στρεμμάτων. Ο τελευταίος διαβίβασε την αίτηση προς το Δασαρχείο Πόρου (σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ. …../3-3-2009 έγγραφο), προκειμένου να ερευνηθεί αν μέρος της έκτασης αυτής ανήκε στα διοικητικά όρια ευθύνης του και ποιά μορφή είχε. Είχε προηγηθεί σχετικό έγγραφο (υπ’αριθμ. πρωτ. ……/12-1-2009) προς τη Διεύθυνση Δασών Αργολίδος και στην Κτηματική Υπηρεσία ώστε να διαπιστωθεί η μορφή και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εκτάσεων αυτών. Την ίδια εποχή και η μισθώτρια απευθύνθηκε προς τον Δασάρχη Αργολίδος προκειμένου να ενημερωθεί για τα ίδια ακριβώς θέματα, όχι όμως μόνο για την έκταση αυτή των 193,5 στρεμμάτων αλλά για όλη την εκμισθωθείσα έκταση (υπ’αριθμ. πρωτ. ……/30-4-2009 έγγραφό της). Στο σχετικό μάλιστα έγγραφο, που προσκομίζει ο εκμισθωτής, υπάρχει χειρόγραφη προσθήκη ότι έγινε επίσκεψη από την ……… (πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο της μισθώτριας) στις 27-5-2009 και η ίδια ενημερώθηκε εκτενώς, χωρίς να προκύπτει το περιεχόμενο της ενημέρωσής της αυτής. Στη συνέχεια, σε απάντηση του σχετικού αιτήματος του Νομάρχη Αργολίδος, η Κτηματική Υπηρεσία Ν.Αργολίδος, μετά και από την από 4-6-2009 σχετική τεχνική έκθεση του τοπογράφου ………., απήντησε μόνον ότι δεν είχε γίνει ο καθορισμός του αιγιαλού (υπ’αριθμ. πρωτ. …../10-6-2009 έγγραφό της) υπονοώντας έτσι ότι ζήτημα κυριότητας του Δημοσίου θα τίθετο μόνο για το εδαφικό τμήμα που αυτός θα περιελάμβανε μετά τον καθορισμό του. Ο μη καθορισμός αιγιαλού είχε αποτελέσει αντικείμενο έρευνας εκ μέρους της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου (Κλιμάκιο Ναυπλίου), κατόπιν και της από 8-11-2006 αλλά και της από 24-10-2008 αίτησης του πολιτικού μηχανικού ……., ο οποίος ενδιαφερόταν για την εκμίσθωση άλλης, όμορης της ανωτέρω, έκτασης 350 περίπου στρεμμάτων, η οποία βρισκόταν ανατολικά της λίμνης Σαχτούρη (υπ’αριθμ. πρωτ. ……/7-2-2007 έγγραφο της ΚΕΔ). Σύμφωνα, επίσης, με το νεώτερο έγγραφο της ίδιας Υπηρεσίας, που υπογράφεται από την Προϊσταμένη της ………….. και απευθύνεται στο Υπουργείο Οικονομικών (υπ’αριθμ. πρωτ. ………./15-1-2010), η έκταση αυτή των 350 στρεμμάτων, συνέπιπτε εν μέρει με την ήδη εκμισθωθείσα στη μισθώτρια έκταση, περιλαμβάνοντας το νότιο τμήμα της, πλησίον της θάλασσας και της λίμνης ….., και εκπρόσωπος αυτής είχε αποταθεί ήδη στη συγκεκριμένη υπηρεσία για τους σκοπούς της επένδυσής της. Επίσης, στο έγγραφο αυτό η συγκεκριμένη έκταση χαρακτηρίζεται ως δημόσια και δηλώνεται ότι ο ακριβής προσδιορισμός της θα προέκυπτε μετά τη χάραξη των ορίων του αιγιαλού, ο οποίος εκκρεμούσε ελλείψει τεχνικού προσωπικού και επισημαίνεται ότι από τη διενεργηθείσα έρευνα προέκυψε η ύπαρξη του από 3-8-1934 τοπογραφικού διαγράμματος, στο οποίο τμήμα της υπό έλεγχο έκτασης απεικονιζόταν ως δημόσιο κτήμα. Η συντάκτριά του κάνει επίσης λόγο για ενημέρωση της εκπροσώπου της μισθώτριας για τα υφιστάμενα προβλήματα, προφανώς για την έκταση των 193,5 στρεμμάτων και καταλήγει στο ότι ανεξαρτήτως της μη καταγραφής της φερόμενης ως δημόσιας αυτής έκτασης, είχαν παρεμποδιστεί οι πράξεις μεταβίβασης και αδειοδότησης. Σημειώνεται, επίσης, ότι με το προγενέστερο υπ’αριθμ. πρωτ. …/20-1-2009 έγγραφό της, η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου ενημερώνει την Κτηματική Υπηρεσία Ν.Αργολίδος, με αφορμή τις αιτήσεις του ……….., αλλά και σχετικό δημοσίευμα για την εκμίσθωση του ακινήτου των 23.000 στρεμμάτων από τον Ιερό Ναό προς τη μισθώτρια, σχετικά με τη διεκδικούμενη, βάσει τίτλου, έκταση από τον Ιερό Ναό και για την επικοινωνία με τον Διευθυντή Δασών Αργολίδος, λόγω των δασικών εκτάσεων στα ορεινά τμήματα αυτής, με μνεία ότι και ο ανωτέρω βρίσκεται στη διαδικασία έρευνας και συλλογής στοιχείων, με σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας των τίτλων του Ιερού Ναού. Τελικά, σε μεταγενέστερο χρόνο, συνεχιζόμενης προφανώς της σχετικής έρευνας από τις αρμόδιες υπηρεσίες, με αφορμή και την εκδήλωση ενδιαφέροντος από την πλευρά της μισθώτριας για ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας και λοιπές επεμβάσεις στο εκμισθωθέν ακίνητο, με το υπ’αριθμ. πρωτ. …./2012 έγγραφό της, που υπογράφεται από τον δασολόγο …….., η Διεύθυνση Δασών Αργολίδος, αφού προηγήθηκε αλληλογραφία της με το ΥΠΑΑ &Τ και το Δικαστικό Γραφείο Ναυπλίου, δηλώνει ότι από τη συνολική έκταση των 30.000 στρεμμάτων και πλέον στην περιοχή «………..», μόλις τα 1500-2000 στρέμματα αποτελούν πεδινές εκτάσεις γεωργικά καλλιεργούμενες και οι υπόλοιπες είναι δασικές, για τις οποίες δεν υπάρχει δικαστική απόφαση της κυριότητας του εκμισθωτή, και ότι, επομένως, αυτές θεωρούνται κατά τεκμήριο δημόσιες. Ότι παράλληλα σε παλαιότερους εγκεκριμένους πίνακες υλοτομίας οι εκτάσεις αυτές θεωρούνταν ως διακατεχόμενο δάσος από την Ιερά Μονή. Στο έγγραφο αυτό μνημονεύεται επίσης ότι η μισθώτρια είχε ενημερωθεί για το ιδιοκτησιακό καθεστώς και για την κήρυξη των δασικού χαρακτήρα εκτάσεως, ως αναδασωτέων, χωρίς να προσδιορίζεται ο χρόνος αυτής. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι στο πλαίσιο του ελέγχου που άρχισε να διενεργεί η μισθώτρια, μετά την υπογραφή του από 2-6-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, κατόπιν και της από 28-4-2009 αίτησής της προς το Δασαρχείο Αργολίδος, πληροφορήθηκε αρχικά για τον αναδασωτέο χαρακτήρα μεγάλου τμήματος της αρχικής έκτασης των 23.000 στρεμμάτων, για την επιμέρους έκταση των 200 περίπου στρεμμάτων στο νότιο τμήμα της, που ως βάλτος, φερόταν ως δημόσιο κτήμα και για την έλλειψη καθορισμού αιγιαλού στο παραθαλάσσιο τμήμα της. Έτσι, απέστειλε την από 1-6-2009 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση με διαμαρτυρία προς τον Ιερό Ναό, με την οποία διαμαρτυρόταν για την, κατά τα άνω ζητήματα, παραβίαση των όρων της διακήρυξης εκ μέρους του, δηλαδή αναφορικά με την καταλληλότητα της εκμισθούμενης έκτασης για τουριστική εκμετάλλευση, παραπονούμενη και για τη δήθεν απόκρυψη της υφιστάμενης μίσθωσης του υπ’αριθμ. …….. παραθαλάσσιου αγροτεμαχίου, η οποία, ωστόσο, αναγραφόταν στην κατάσταση μισθωτών που επισυνάφθηκε στο από 2-6-2008 συμφωνητικό μισθώσεως. Κατόπιν της πρόσκλησής της για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, ο εκμισθωτής ανταποκρίθηκε άμεσα και καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων το από 31-5-2010 τροποποιητικό μισθωτηρίου, δυνάμει του οποίου το μίσθιο περιορίστηκε σε 2.764,88 στρέμματα. Η εκμισθούμενη έκταση, όμως, δεν ήταν ενιαία, αλλά αποτελείτο από διάφορα τμήματα, όπως αυτά αποτυπώνονται στο μνημονευόμενο τοπογραφικό διάγραμμα. Το ετήσιο μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 200.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 2-6-2010 έως 1-6-2011, αναπροσαρμοζόμενο στη συνέχεια, όπως προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση και, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε ότι η ισχύς των υπογραφεισών μεταξύ των μερών, από 1-2-2010 μισθώσεων υπό αίρεση, εξαρτάτο από την ισχύ αυτής, καθώς και ότι κατά τα λοιπά θα ίσχυαν οι όροι της αρχικής σύμβασης. Η εγγύηση περιορίστηκε στο ποσό των 600.000 ευρώ, οπότε η διαφορά αυτής με το αρχικό ποσό της, επεστράφη στη μισθώτρια, δια της παραδόσεως σε αυτήν επιταγής ποσού 1.084.708,50 ευρώ. Τελικά, μετά τις από 18/9 και 19/9/2011 αιτήσεις της προς τον εκμισθωτή, καταρτίστηκε μεταξύ των μερών το νεώτερο από 10-11-2011 τροποποιητικό συμβάσεων μισθώσεως-εκχωρήσεως, με το οποίο συμφώνησαν ότι, έναντι του μισθώματος της περιόδου 2-6-2011 έως 1-6-2012, ύψους 208.600 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου ύψους 7.509,60 ευρώ, η μισθώτρια θα κατέβαλε 95.000 ευρώ, μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, ύψους 3.420 ευρώ, τα οποία θα καλύπτοντο από την ήδη καταβληθείσα εγγύηση των 600.000 ευρώ, ότι η εγγύηση θα περιοριζόταν προσωρινά σε 285.000 ευρώ και ότι με βάση τα ανωτέρω, το προς επιστροφή σε αυτήν ποσό από την εγγύηση ανερχόταν σε 216.580 ευρώ, εκ των οποίων της επεστράφη το ποσό των 208.730 ευρώ δια τραπεζικής επιταγής και το ποσό των 7850 ευρώ σε μετρητά. Παράλληλα, ανεστάλη η είσπραξη του μισθώματος περιόδου 2012-2013, μέχρι τις 31-12-2012, οπότε : α) θα καταβαλλόταν αναδρομικά με τόκους υπερημερίας και αντίστοιχων αναπροσαρμογών από την 2-6-2011, η διαφορά του μισθώματος περιόδου 2011-2012, β) θα καταβαλλόταν το μίσθωμα της περιόδου 2012-2013 μετά των αντίστοιχων αναπροσαρμογών και τόκων υπερημερίας και γ) θα συμπληρωνόταν η εγγύηση ώστε να ισούται με τρία ετήσια μισθώματα όπως αυτά θα είχαν διαμορφωθεί την 1-6-2011, μετά των συμφωνηθέντων αναπροσαρμογών, του εκμισθωτή επιφυλασσόμενου να μην αναζητήσει τόκους υπερημερίας σε περίπτωση που οι καταβολές θα ήταν εμπρόθεσμες. Επίσης, ανεκλήθη η εξουσιοδότηση προς τη μισθώτρια για είσπραξη των μισθωμάτων των ήδη υφιστάμενων μισθώσεων με τρίτους. Κατά τα λοιπά με ρητή πρόβλεψη στην από 31-5-2010 και από 10-11-2011 έγγραφη σύμβαση, ίσχυαν οι όροι του από 2-6-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού. Τελικά, η ίδια δεν προέβη σε καμία ενέργεια τουριστικής εκμετάλλευσης των εκμισθούμενων εκτάσεων ούτε κατέβαλε το συμφωνηθέν δια του από 10-11-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωμα και εγγύηση. Ο εκμισθωτής της απέστειλε την από 8-1-2013 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωσή του, με την οποία επικαλούμενος την παραβίαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, την καλούσε να εξοφλήσει το μίσθωμα της περιόδου 2012-2013, πλέον χαρτοσήμου, το ποσό των 10.112,75 και των 364,05 ευρώ για τόκους υπερημερίας, την οφειλόμενη διαφορά μισθώματος για την περίοδο 2011-2012 και την αναλογούσα σε αυτήν διαφορά τέλους χαρτοσήμου καθώς και το ποσό των 355.819,20 ευρώ για συμπλήρωση της εγγύησης και συνολικά το ποσό των 705.281,83 ευρώ. Αντ’αυτού η μισθώτρια του απέστειλε το από 16-3-2013 εξώδικό της, με το οποίο, επικαλούμενη εξακολουθητική παραβίαση των συμβατικών δεσμεύσεών του, που είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση των επιχειρηματικών της σχεδίων, και κυρίως την ύπαρξη κατά τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στα δασικού χαρακτήρα τμήματα της εκμισθούμενης έκτασης, ζητούσε την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Τελικά ο μεν εκμισθωτής επέδωσε στη μισθώτρια τις ήδη υπό κρίση από 27-3-2013 και 27-5-2013, καθώς και την από 18-4-2013 αγωγές της και η τελευταία την από 29-4-2013 εξώδικη δήλωσή της, δια της οποίας κατήγγειλε όλες τις υφιστάμενες μεταξύ αυτών συμβάσεις μισθώσεως. Επακολούθησε στις 5-1-2016 επίδοση προς αμφότερους τους διαδίκους της από 29-12-2015 εξώδικης δήλωσης του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία τους δήλωνε ότι η εκμισθωθείσα έκταση των 23.000 στρεμμάτων του ανήκει, καλώντας τους να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια θα έθιγε τα δικαιώματά του. Στη δήλωση αυτή μάλιστα αναγράφεται ότι η μισθώτρια διαπίστωσε εκ των υστέρων ότι η εκμισθωθείσα έκταση αποτελεί δημόσια δασική έκταση, πλην όμως αποδέχθηκε την τροποποίηση της σύμβασης μισθώσεως και τον περιορισμό της έκτασης σε 2.760 στρέμματα περίπου. Η υπόθεση έλαβε και ποινικές προεκτάσεις, συνεπεία και της υποβολής εκ μέρους της μισθώτριας της από 17-5-2013 μήνυσής της προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, σε βάρος όλων των μελών του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του εκμισθωτή, με την οποία τους καταλόγιζε κακουργηματική απάτη, συνιστάμενη στην απόκρυψη της κυριότητας επί της εκμισθούμενης έκτασης, και της από 29-11-2015 αναφοράς της προς τον Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης. Οι υποθέσεις αυτές είτε αρχειοθετήθηκαν είτε κατέληξαν σε απαλλαγή των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων των κατηγοριών που τους αποδόθηκαν [έτσι η με ΑΒΜ ………., συνεπεία Αναφοράς της ενάγουσας, αρχειοθετήθηκε με την υπ’αριθμ. …./2016 υποβλητική αναφορά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, που εγκρίθηκε με την υπ’αριθμ. …./2016 Πράξη της Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, η με ΑΒΜ ……., με αφορμή το υπ’αριθμ. …../14-10-2010 έγγραφο της Επιτροπής Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας, αρχειοθετήθηκε με την υπ’αριθμ. πρωτ. …./2012 υποβλητική αναφορά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών και εγκρίθηκε με την υπ’αριθμ. …../2-13 Πράξη της Αντεισαγγελέως Εφετών, η με ΑΒΜ Ε ……, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 403/2014 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου (με μεταβατική έδρα στο Κρανίδι), με την οποία απηλλάγησαν οι ……. και η ………, πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του εκμισθωτή και πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της μισθώτριας, αντίστοιχα, για την πράξη της κατάληψης δημοσίου κτήματος και άμεση συνέργεια σε αυτήν αντίστοιχα, η με ΑΒΜ …….. επί της μηνύσεως της μισθώτριας, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ’αριθμ. …./2019 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, και η με ΑΒΜ …… για την πράξη της κακουργηματικής απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου κατά του ως άνω Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του εκμισθωτή και της Διευθύνουσας Συμβούλου της μισθώτριας, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ’αριθμ. ……/2020 επίσης απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου]. Η αρχειοθέτησή τους ή η απαλλαγή των άνω προσώπων, με εξαίρεση την υπ’αριθμ. 403/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κρανιδίου, που δέχθηκε κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί της εκτάσεως των 23.000 στρεμμάτων, ως διάδοχο του Τουρκικού Κράτους, και απήλλαξε τους κατηγορουμένους ελλείψει δόλου, στηρίχθηκαν στην παραδοχή ότι δεν διαπιστώθηκε κατ’αρχήν αδιαμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου επί της εκτάσεως, αλλά αντιθέτως ότι ο Ιερός Ναός είχε ασκήσει και συνέχιζε να ασκεί δια των οργάνων του διακατοχικές πράξεις στην επίδικη έκταση επί μακρά σειρά ετών, με καλή πίστη και με τίτλο ιδιοκτησίας, ενώ ουδέποτε ενοχλήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο για τον λόγο αυτό και, σε κάθε περίπτωση, σε αμφιβολίες ως προς τον δόλο των μελών του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού, οι οποίοι ευλόγως είχαν την πεποίθηση ότι η έκταση ανήκει σε αυτόν, αλλά και της νομίμου εκπροσώπου της μισθώτριας, η οποία δεν μπορούσε να γνωρίζει την ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητάς του. Σε συνέχεια των ανωτέρω, από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι πριν την υπογραφή της ένδικης μίσθωσης, είχε κοινοποιηθεί στον εκμισθωτή το υπ’αριθμ. πρωτ. ……/8-3-1977 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής σχετικά με την εκ μέρους του δήθεν αυθαίρετη κατάληψη έκτασης, ευρισκόμενης στη θέση «….» ….. Αργολίδος, και επί της ανακοπής που αυτός άσκησε, εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 44/1977 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μάσσητος και, επί εφέσεως κατ’αυτής, η με αριθμ. 42/1978 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, με τις οποίες ακυρώθηκε το συγκεκριμένο Πρωτόκολλο, αφού έγινε δεκτό ότι η έκταση ανήκε στον Ιερό Ναό. Ειδικότερα, το εν λόγω Πρωτόκολλο αφορούσε εδαφικό τμήμα κείμενο στη θέση «Λίμνη . ….», εντός της μεγαλύτερης έκτασης που έφερε το όνομα «…..», η οποία δεν συνέπιπτε μεν με την τελικώς εκμισθούμενη στη μισθώτρια έκταση αλλά αποτελούσε όπως και η τελευταία, μέρος της ευρύτερης έκτασης των 32.000 στρεμμάτων, που φέρετο να ανήκει στον εκμισθωτή. Στο Πρωτόκολλο μάλιστα αυτό το αμφισβητούμενο τότε τμήμα φέρετο να συνορεύει προς βορά με ιδιοκτησία του εκμισθωτή Ιερού Ναού. Επίσης, με αφορμή την αίτησή του για τη χορήγηση άδειας μεταβίβασης των 193,5 στρεμμάτων, υπεβλήθη η υπ’αριθμ. πρωτ. …../3-1-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ναυπλίου, κατ’άρθρο 22 παρ.1 του αν. 1539/1938, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2/2011 απόφασή του, με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Με βάση, επίσης, το σκεπτικό του ως άνω υπ’αριθμ. 20…..6/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, από έγγραφα της Κτηματικής Υπηρεσίας Αργολίδος (υπ’αριθμ. …/10-6-2011, …./25-8-2011 και …../16-3-2012) προέκυπτε ότι το καθεστώς της επίδικης έκτασης απασχολούσε ήδη από το 1930 την Υπηρεσία, χωρίς να έχει διασαφηνιστεί ο πραγματικός κύριος αυτής. Ειδικότερα, από τα έγγραφα αυτά δεν μπορούσε να αποκλειστεί η κυριότητα του Ιερού Ναού σε επιμέρους τμήματα, ούτε η έκταση των δασικών εκτάσεων για τις οποίες δεν υπήρχε κάποια τεχνική έκθεση. Προκύπτει πάντως ότι το έτος 1954 είχε κοινοποιηθεί στον εκμισθωτή έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Ύδρας και Τροιζηνίας για τον καταβλητέο φόρο επί των εισοδημάτων του από τη μίσθωση του αγροκτήματος του «……» στον …….., κατά τα έτη 1951-1952 και 1952-1953. Επίσης, στους προσκομιζόμενους πίνακες δασικών θέσεων του Δασονομείου Ερμιόνης των ετών 1921, 1923 και 1924, αναγράφονται απλώς δασικές θέσεις στη θέση «…….», χωρίς αυτές να διακρίνονται λόγω του δυσανάγνωστου των πινάκων, ούτε κατά έκταση αλλά ούτε και κατά όρια, στις οποίες επιτρέπετο η υλοτομία, και στους αντίστοιχους πίνακες της ίδιας περιοχής του Δασαρχείου Κυνουρίας των ετών 1930, 1931, 1937 και 1940, δασικές θέσεις που χαρακτηρίζονται ως «διακατεχόμενες …..» δηλαδή διαχειριζόμενες και όχι ιδιωτικές, και αφορούν, οι τρεις πρώτες έκταση 1.500 στρεμμάτων και η τελευταία 20.000 στρέμματα. Όπως δε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ο εκμισθωτής από παλιά εκμίσθωνε τμήματα ή το σύνολο της έκτασης αυτής και σε αγοραπωλητήρια συμβόλαια παρακείμενων εκτάσεων, αναγράφεται ως κύριος όμορων προς αυτές ιδιοκτησιών (υπ’αριθμ. …./1986 συμβολαιογραφικό πωλήσεως του συμβολαιογράφου Αθηνών, ….. και υπ’αριθμ. …../2003 συμβολαιογραφικό πωλήσεως του συμβολαιογράφου Αθηνών …….). Από όσα προεκτέθηκαν αποδεικνύεται κατ’αρχήν ότι το ζήτημα της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου και της αμφισβήτησης αντίστοιχα της κυριότητας του Ιερού Ναού επί της επίδικης έκτασης τέθηκε σταδιακά, με αφορμή αρχικά τις αιτήσεις που είχε υποβάλλει ο ….., μόνον όμως για το νότιο τμήμα της έκτασης των 23.000 στρεμμάτων, πλησίον της λίμνης Σαχτούρη, δεδομένου ότι δεν είχε γίνει και καθορισμός του αιγιαλού. Στη συνέχεια, με αφορμή την υποβολή αιτήσεως εκ μέρους του Ιερού Ναού για τη χορήγηση άδειας μεταβίβασης επιμέρους τμήματος, επιφάνειας 193,5 στρεμμάτων, στο νότιο επίσης τμήμα της ευρύτερης έκτασης, αλλά και την υποβολή αιτημάτων της μισθώτριας προς τις αρμόδιες Υπηρεσίες (Δασαρχείο, ΚΕΔ), ώστε να εκκινήσει τη διαδικασία της έκδοσης των απαιτούμενων για την επένδυσή της αδειοδοτήσεων, το Δημόσιο άρχισε να διερευνά την ύπαρξη τυχόν δικαιωμάτων του στην περιοχή, ήλεγξε τους τίτλους του Ιερού Ναού οι οποίοι, όπως διαπιστώθηκε, αφορούσαν στην πραγματικότητα έκταση μόλις 62,5 στρεμμάτων, για να καταλήξει να διεκδικεί ολόκληρη την έκταση. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι στο υπ’αριθμ. πρωτ. …../2-4-2009 έγγραφο της άνω προϊσταμένης της Κτηματικής Υπηρεσίας του Ν.Αργολίδος, ……, γίνεται λόγος για μη καταγεγραμμένο από το δημόσιο κτήμα για την περιοχή που διεκδικούσε ο Ιερός Ναός …., εννοώντας όμως μόνο το παραθαλάσσιο τμήμα ανατολικά της λίμνης ….., και για την ύπαρξη σχετικής αλληλογραφίας με την ΚΕΔ, διατυπώνεται δε η πρόβλεψη ότι θα προκύψει καταγραφή σημαντικής δημόσιας έκτασης και ότι αναμένεται και έρευνα τίτλων. Επισημαίνεται πάντως ότι αν και από τη στιγμή που τέθηκε το ζήτημα της κυριότητας επί των επίδικων εκτάσεων παρήλθαν αρκετά χρόνια μέχρι και τη συζήτηση των ένδικων εφέσεων, ούτε ο Ιερός Ναός αλλά ούτε και το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχουν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ώστε να λυθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίμαχης έκτασης. Πλέον αυτών αποδείχθηκε ότι η μισθώτρια, προ της υπογραφής του από 31-5-2010 και του 10-11-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, είχε ενημερωθεί για τον αναδασωτέο χαρακτήρα μεγάλου μέρους του ορεινού τμήματος της εκμισθούμενης έκτασης και για την προβολή κυριαρχικών δικαιωμάτων του Δημοσίου στο παραθαλάσσιο τμήμα της, πλησίον της Λίμνης ….., και για τον λόγο αυτό επεδίωξε την τροποποίηση της αρχικής σύμβασης και τον περιορισμό της εκμισθούμενης έκτασης, ώστε να μην περιλαμβάνονται σε αυτήν ούτε οι δασικές εκτάσεις που είχαν κηρυχθεί αναδασωτέες αλλά ούτε και το νότιο τμήμα των 200 στρεμμάτων. Δεν γνώριζε, όμως, τη διεκδίκηση ολόκληρης της έκτασης από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς αυτή προέκυψε σε μεταγενέστερο χρόνο. Άλλωστε, εκτός από το ότι ο εκμισθωτής διέθετε νόμιμο και μεταγεγραμμένο τίτλο ιδιοκτησίας, ο οποίος δεν είχε αμφισβητηθεί, η επίδικη έκταση δεν φέρετο να διεκδικείτο από τρίτον και πολύ περισσότερο από το Ελληνικό Δημόσιο. Το θέμα της κυριότητας ανακινήθηκε μετά την κατάρτιση της αρχικής σύμβασης, με αφορμή και κάποια σχετικά δημοσιεύματα αλλά και ερώτημα στη Βουλή, δεδομένου ότι ο δασικός χαρακτήρας μεγάλου τμήματος της εκμισθούμενης έκτασης αυτής δεν συνεπάγετο άνευ άλλου τινός τον δημόσιο χαρακτήρα της. Επακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων και έρευνα, για να καταλήξει τελικά το Δημόσιο και ειδικότερα ο αναπληρωτής Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Δασών Αργολίδος …….. στο προαναφερθέν έγγραφό του στις 15-3-2012 να δηλώνει ότι θεωρείται δημόσια όλη η έκταση των 32.000 στρεμμάτων. Η μισθώτρια και δη η νόμιμη εκπρόσωπός της έλαβε γνώση του φακέλου αρχικά της με ΑΒΜ ….. δικογραφίας, κληθείσα να καταθέσει στις 21-12-2012, στο πλαίσιο διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης, οπότε φέρεται ότι πληροφορήθηκε το περιεχόμενο του άνω εγγράφου του ……. Η ίδια δηλώνει στο κείμενο της από 1-11-2019 προσφυγής της προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι κατά τα μέσα Ιουνίου του έτους 2012 έλαβε γνώση και του υπ’αριθμ. πρωτ. …../15-1-2010 εγγράφου, το οποίο όμως, όπως ήδη εκτέθηκε αφορά το επιμέρους τμήμα των 200 στρεμμάτων στα νότια της εκμισθούμενης έκτασης. Η δε αναφορά στο κείμενο της από 29-12-2015 εξώδικης δήλωσης του Ελληνικού Δημοσίου ότι η μισθώτρια εταιρεία γνώριζε τον δημόσιο δασικό χαρακτήρα της έκτασης και παρά ταύτα αποδέχθηκε την τροποποίηση της αρχικής μίσθωσης και τον περιορισμό της εκμισθούμενης έκτασης σε 2.700 στρέμματα δεν αναιρεί την ανωτέρω παραδοχή, καθώς το συμπέρασμα αυτό περί της γνώσης δηλαδή εκ μέρους της της υφιστάμενης κατάστασης φέρεται να συνάγεται από τα δικόγραφα που η ίδια είχε αποστείλει με την από 10-3-2015 εξώδικη δήλωσή της. Από το κείμενο, όμως, της εξώδικης αυτής δήλωσης αλλά και τα αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα, δηλαδή τα έγγραφα της Κτηματικής Υπηρεσίας του Ν. Αργολίδος και της Διεύθυνσης Δασών Αργολίδος, και την υπ’αριθμ. 403/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, στα οποία έχει γίνει ήδη αναφορά, δεν εξάγεται αυτό το συμπέρασμα. Επομένως, όπως διαπιστώθηκε μετά την κατάρτιση του από 31-5-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, κατά τον χρόνο παράδοσης των μίσθιων εκτάσεων (2.764,88, 93 και 7 στρεμμάτων) στη μισθώτρια, υπήρχε εμπόδιο για τη συμφωνημένη χρήση τους δηλαδή την τοποθέτηση μονάδων παραγωγής ενέργειας της πρώτης και την τουριστική αξιοποίησή των λοιπών, αφού λόγω της διεκδίκησής τους από το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα ήταν δυνατή η παροχή αδείας για οποιαδήποτε κατασκευή ή λειτουργία εντός αυτών, ανεξάρτητα από το εάν η μισθώτρια υπέβαλε σχετικές αιτήσεις ή όχι προς τις αρμόδιες Υπηρεσίες. Υφίστατο έτσι, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, πραγματικό ελάττωμα που εμπόδιζε ολικά τη συμφωνημένη χρήση τους και η ίδια, ως μισθώτρια, δικαιούτο εξ αυτού του λόγου είτε να μην καταβάλει το μίσθωμα είτε να ζητήσει αποζημίωση. Συνεπώς, εφόσον με την αγωγή της άσκησε πρώτα το δικαίωμα της μη καταβολής του μισθώματος, αποκλειόμενης έτσι της αξίωσης αποζημίωσης, πρέπει η αγωγή της να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν κατά το αντίστοιχο αίτημά της. Παρεπομένως, η ύπαρξη του πραγματικού αυτού ελαττώματος στοιχειοθετεί έλλειψη υπαιτιότητάς της στην καθυστέρηση καταβολής του μισθώματος, γεγονός που απέκλειε το δικαίωμα του ενάγοντος εκμισθωτή να καταγγείλει τη μίσθωση για τον λόγο αυτό και ως εκ τούτου είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης στην οποία αυτός προέβη με την υπ’αριθμ. καταθ. ……./2013 αγωγή του. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ισχυρισμός, η ύπαρξη δηλαδή πραγματικού ελαττώματος κατά τον χρόνο παράδοσης των επίδικων εκτάσεων, που η μισθώτρια, ως εναγομένη, πρότεινε παραδεκτώς πρωτοδίκως προς απόκρουση των από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (υπ’αριθμ. εκθ.καταθ……/2013, …../2013 και …../2014, αντίστοιχα) αγωγών και επαναφέρει με τον 12ο και 13ο –σε συνδυασμό και με τον 10ο-λόγο της υπό στοιχ. Α΄έφεσής της, κατά το οικείο σκέλος τους, συνιστά καταλυτική αυτών ένσταση, όσον αφορά την καταβολή των μισθωμάτων για όλες τις μισθώσεις, και την κατάπτωση της συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας, όσον αφορά τη μίσθωση της έκτασης των 2.764,88 στρεμμάτων, εφόσον η καταγγελία αυτής είναι άκυρη, κατά τα άνω, καθώς δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της εναγομένης, και πρέπει οι λόγοι αυτοί να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και κατ’ουσίαν, απορριπτομένου του ισχυρισμού του εφεσίβλητου περί γνώσεως της εκκαλούσας του άνω πραγματικού ελαττώματος κατά τη συνομολόγηση των επίδικων συμβάσεων (άρθρο 579 παρ.1 του ΑΚ). Επιπλέον, μετά την απόδοση της τελευταίας αυτής έκτασης των 2.764, 88 στρεμμάτων, και της λήξης της μίσθωσης κατ’αυτόν τον τρόπο δεν τίθεται ζήτημα συμπλήρωσης του ποσού της συμφωνηθείσας εγγύησης, με αποτέλεσμα να μην οφείλεται στον ενάγοντα εκμισθωτή οποιοδήποτε ποσό από όλες τις παραπάνω αιτίες. Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση όλων των λοιπών λόγων της υπό στοιχ. Α΄εφέσεως [ΕφΛαρ (Μον) 495/2019, ΕφΑθ (Μον) 95/2018 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], πλην του 17ου που αφορά στα επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα. Απορριπτέος, εξάλλου, κρίνεται ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, για τον λόγο ότι η εκκαλούσα γνώριζε τον χαρακτηρισμό της επίδικης έκτασης κατά το μεγαλύτερο μέρος της ως ιδιωτικής δασικής, τις χρήσεις της, ότι αποδέχθηκε έλλειψη ευθύνης του για τη μη λήψη οποιασδήποτε άδειας και παραιτήθηκε από οποιαδήποτε αξίωσή της, καθώς η τυχόν αλήθεια των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται αποκλείει τη γέννηση του δικαιώματος της μισθώτριας και ήδη εκκαλούσας για μη καταβολή του μισθώματος, της εγγύησης και της συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας, και, επομένως, δεν θεμελιώνει ένσταση καταχρηστικής άσκησής του αλλά αιτιολογημένη άρνησή του [ΑΠ 536/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1799/2006, ΧΡΙΔ 2007.328, ΕφΛαρ(Μον) 371/2020 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2020.821]. Επιπλέον, απορριπτέοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου που προτάθηκαν προς απόκρουση αμφοτέρων των εφέσεων και συγκεκριμένα: α/ Ο προταθείς επικουρικά ισχυρισμός του περί οικείου πταίσματος της εκκαλούσας μισθώτριας στην πρόκληση της ζημίας της, αφού προϋποθέτει αξίωση αποζημίωσης, ενώ οι ένδικες αξιώσεις τόσο του ιδίου όσο και εκείνης, αφορούν οφειλόμενα μισθώματα, εγγύηση και κατάπτωση ποινικής ρήτρας, καθώς και την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης μισθώσεως με την υπ’αριθμ. καταθ. ……/2013 αγωγή του, β/ ο ισχυρισμός του περί ελέγχου του μισθίου εκ μέρους της προ της συνάψεως της από 2-6-2008 σύμβασης και ευρέσεώς του της απολύτου αρεσκείας της, διότι η ανεπιφύλακτη παραλαβή του μισθίου δεν στοιχειοθετεί απαλλαγή του εκμισθωτή, εφόσον η μισθώτρια εκκαλούσα δεν γνώριζε κατά την παραλαβή την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος [ΑΠ 933/2020, ΕφΠειρ 169/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] και γ/ ο ισχυρισμός του ότι η εκκαλούσα παραιτήθηκε οποιασδήποτε αξίωσής της προς αποζημίωση. Ειδικότερα, στον όρο 29.1 της από 2-6-2008 συμβάσεως αλλά και της από 10-11-2011 τροποποίησης αυτής, ορίζεται ότι σε περίπτωση μη λήψεως των νομίμων αδειών για τις εν γένει χρήσεις, κατασκευές, ουδεμία αξίωση αποζημιώσεως έχει η μισθώτρια κατά του Ιερού Ναού, άλλως παραιτείται από κάθε τέτοια αξίωση, για κάθε ζημία συνδεόμενη ή οφειλόμενη με μη λήψη ή με την καθυστέρηση λήψεως των αδειών ή με πραγματικά ή νομικά ελαττώματα του μισθίου, ενώ στον όρο 7 της από 31-5-2010 έγγραφης τροποποίησης της αρχικής σύμβασης ορίζεται ότι η μισθώτρια δηλώνει ότι δεν έχει, άλλως παραιτείται από οποιαδήποτε αιτίαση-αξίωση κατά του Ι.Ναού, ερειδόμενη στην από 2-6-2008 μίσθωση των 23.000 στρεμμάτων, όπως για τον χαρακτήρα αυτών ως δασικών-αναδασωτέων ή μη, τη δυνατότητα αξιοποίησης ή μη κλπ) και ότι κατά τα λοιπά ισχύουν οι όροι του αρχικού μισθωτηρίου. Επομένως, αφενός μεν, με το από 31-5-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό η εκκαλούσα παραιτήθηκε από οποιαδήποτε αξίωσή της αναφορικά με την έκταση των 23.000 και όχι των 2.764,88 στρεμμάτων, που περιορίστηκε η μίσθωση, κατά τα λοιπά δε στο ίδιο αλλά και τα λοιπά συμφωνητικά που προαναφέρθηκαν η παραίτησή της αφορούσε μόνον την αξίωση αποζημίωσης και όχι το δικαίωμά της για μη καταβολή του μισθώματος.
Επομένως, έσφαλε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../2013) αγωγή της εκκαλούσας, ως προς τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό αιτήματά της και δέχθηκε στο σύνολό τους τις από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../2013, …../2013 και ………./2013, αντίστοιχα) αγωγές του εφεσίβλητου, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου και δεύτερου λόγου της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, και του 12ου και 13ου σε συνδυασμό με τον 10ο λόγο της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, να γίνουν δεκτές οι υπό κρίση εφέσεις, ως βάσιμες και κατ’ουσίαν, ακολούθως δε, να εξαφανιστεί η υπ’αριθμ. 608/2020 οριστική απόφαση, που αφορά την από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/2013) αγωγή της ενάγουσας, και η υπ’αριθμ. 1741/2014 οριστική απόφαση, κατά το σκέλος της που αφορά τις από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./2013, …./2013 και …………/2013, αντίστοιχα) αγωγές, στο σύνολό τους, κατ’άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολ, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή τους που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208), με αποτέλεσμα ο σχετικός 17ος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης που πλήττει τη διάταξη της υπ’αριθμ. 1741/2014 απόφασης περί δικαστικών εξόδων να κρίνεται αλυσιτελής [ΕφΠειρ 311/2015, ΕφΠειρ 90/2014, ΕφΠειρ(Μον) 684/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 5/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.148]. Στη συνέχεια, αφού διακρατηθούν οι υποθέσεις από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθούν οι άνω αγωγές, πρέπει : 1) Να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν η από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../2013) αγωγή και να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης μισθώσεως δια της από 18-4-2013 (υπ’αριθμ. καταθ. …../2013) αγωγής και ότι η εναγομένη δεν οφείλει μισθώματα, 2) Να απορριφθούν ως κατ’ουσίαν αβάσιμες οι από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./2013, …./2013 και …………../2013, αντίστοιχα) αγωγές του ενάγοντος. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή τους, λόγω της νίκης της (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ) και να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε αυτούς, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183, 189, 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 § 1iβ) και ii), 68 § 1 και 69 § § 1 και Παράρτημα ΙΙ στο άρθρο 166 του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις υπό στοιχ. Α΄από 11-5-2014 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./13-5-2014) και υπό στοιχ. Β΄, από 6-4-2020 (με αύξ.αριθ.εκθ.καταθ…………/2020) εφέσεις της ενάγουσας-εναγομένης, κατά των υπ’αριθμ. 1741/2014 και 608/2020 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τις εκκαλούμενες.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή τους.
ΚΡΑΤΕΙ τις υποθέσεις.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …/2013) αγωγή της ενάγουσας και τις από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …/2013, …/2013 και ………../2013, αντίστοιχα) αγωγές του ενάγοντος.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 30-10-2013 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../2013) αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η καταγγελία της ένδικης από 2-6-2008 μίσθωσης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τα από 31-5-2010 και 10-11-2011 έγγραφα ιδιωτικά συμφωνητικά, εκ μέρους του ενάγοντος, δια της από 18-4-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2013) αγωγής του, είναι άκυρη και ότι η εναγομένη δεν οφείλει, δυνάμει αυτής μισθώματα.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 27-3-2013, 27-5-2013 και 8-1-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …/2013, …/2013 και …./2014, αντίστοιχα) αγωγές του ενάγοντος.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον ενάγοντα-εναγόμενο-εφεσίβλητο, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εναγομένης-εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων (35.600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 4-10-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ