Αριθμός απόφασης 735/2022
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού οχήματος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 ΑΚ). Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, κατά τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 735 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Ιωάννου.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………..και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Παπαγεωργίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των εναγόμενων- εφεσίβλητων – εκκαλούντων, την από 19-1-2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./22-1-2021, αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 2018/27-9-2021 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 591, 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ), έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η ενάγουσα με την κρινόμενη από 30-3-2022 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή της, κατά των εναγόμενων – εφεσίβλητων, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../30-3-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……………/31-3-2022.
Επίσης την ίδια απόφαση προσβάλλουν οι εναγόμενοι με την κρινόμενη από 14-7-2022 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή τους, κατά της ενάγουσας – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./14-7-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../20-7-2022.
Οι ανωτέρω εφέσεις προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 11 και 36, αντίστοιχα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή των εφέσεων αυτών από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας (στην Α΄ έφεση) – εφεσίβλητης (στη Β΄ έφεση), ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων (στην Α΄ έφεση) – εκκαλούντων (στη Β΄ έφεση), ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι κάτωθι εφέσεις: Α) η από 30-3-2022 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …./2022 και Β) η από 14-7-2022 και με Ε.Α.Κ. …../2022, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 2018/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 591, 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία. Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, τα, προβλεπόμενα από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων αυτών, αντίστοιχα.
Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 ΑΚ). Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Μόνη δε η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθ` εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε, ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 309/2019, ΑΠ 49/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 199/2018, ΑΠ 1754/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο τρόπος και η έκταση της αποζημίωσης, η οποία οφείλεται από αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), προσδιορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298 ΑΚ, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση, περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, και τα νοσήλια. Στην έννοια των νοσηλίων περιλαμβάνονται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, κατά ενδεικτική αναφορά, οι δαπάνες για αγορά φαρμάκων, αμοιβές ιατρών, παραμονής στο νοσοκομείο ή την κλινική, φυσικοθεραπείας (ιδίως στις περιπτώσεις καταγμάτων και εξαρθρώσεων), μίσθωσης αυτοκινήτου-TAXI προς μεταφορά του παθόντος σε νοσοκομείο ή για τη μετάβασή του σε εξετάσεις και παρακολούθηση, πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του, είτε στο νοσοκομείο, λήψης βελτιωμένης τροφής, όσο τούτο επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα εν γένει έξοδα του συνοδού του, που μπορεί να είναι και στενό συγγενικό του πρόσωπο, σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία (ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κ.λπ., καθώς και οι πλασματικές δαπάνες του παθόντος προσώπου για τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι οικείοι του, σε περίπτωση αδυναμίας του προς αυτοεξυπηρέτηση και έτσι, με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης, θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 1543/2017, Εφ.Δωδ. 215/2018, Μ.Εφ.Αιγ.28/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ, παρέχεται αποζημίωση όταν τελείται αδικοπραξία ή θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη από το νόμο και επί πλέον προκαλείται ηθική βλάβη. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Έτσι, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, κατά τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης, χωρίς να είναι απαραίτητο να τάξει ειδική απόδειξη ως προς το ύψος της, αντλώντας, με βάση τον άνω σκοπό, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του ‘’ευλόγου’’, εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια καθοριστικά στοιχεία είναι κυρίως, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης, όπως η συμπεριφορά του υπεύθυνου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ.1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι, η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Άλλωστε την αρχή αυτή εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (Ολ.ΑΠ 9/2015, Ολ.ΑΠ 26/1995, ΑΠ 929/2020, ΑΠ 211/2017, ΑΠ 90/2017, ΑΠ 459/2016, ΑΠ 76/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση και εφεσίβλητη στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση, εξέθετε στην ως άνω από 19-1-2021 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι, στις 6-9-2018 και περί ώρα 17.15, ο πρώτος εναγόμενος στην αγωγή αυτή ………….. (ήδη πρώτος εφεσίβλητος στην Α΄ έφεση και δεύτερος εκκαλών στην Β΄ έφεση), οδηγώντας επί της λεωφόρου Γρηγορίου Λαμπράκη στο Κερατσίνι, με κατεύθυνση από Πέραμα προς Αθήνα, την με αριθμό κυκλοφορίας ………. ιδιωτικής χρήσης δίκυκλη μοτοσικλέτα (μάρκας TRIUMPH, μοντέλο TIGER – 1000 cc), ιδιοκτησίας του, η οποία ήταν ασφαλισμένη έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία (ήδη δεύτερη εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση και πρώτη εκκαλούσα στη Β΄ έφεση), προκάλεσε από υπαιτιότητά του (αμέλεια) και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή, τον τραυματισμό της (ενάγουσας) – τότε ανήλικης, η οποία ήταν πεζή και επιχείρησε να διασχίσει κάθετα την ως άνω λεωφόρο στο ύψος που αυτή συναντά την οδό Μαρασλή. Ζητούσε δε ακολούθως η ενάγουσα, όπως παραδεκτά (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της), περιόρισε το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να της καταβάλουν ως αποζημίωση, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ένεκα του επίδικου ατυχήματος, το ποσό των 3.754,62 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναφέρονται στην αγωγή και το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από αυτό, καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, οφείλουν να της καταβάλουν περαιτέρω, ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω αιτία, το ποσό των 15.000 ευρώ, όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Το ανωτέρω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 591, 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 2018/2021 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη (ως προς τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή κονδύλια) και υποχρέωσε τους εναγόμενους, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.352,44 ευρώ (1.352,44 ευρώ ως αποζημίωση και 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κήρυξε τέλος την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας εις βάρος των εναγόμενων, ύψους 300 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης (υπ΄αρ.2018/2021) παραπονείται η ενάγουσα – εκκαλούσα στην κρινόμενη Α΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η αγωγή της. Ακόμη, κατά της ίδιας απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι -εκκαλούντες στην κρινόμενη Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν και ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η αγωγή της αντιδίκου τους.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης Αντωνίου Δαμασκηνού – πατέρα της ενάγουσας (σταθμιζομένης κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας αυτού), που έλαβε χώρα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του τελευταίου, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 6-9-2018 και περί ώρα 17:15, η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα στην Α΄ έφεση και εφεσίβλητη στη Β΄ έφεση, τότε ανήλικη (γεννηθείσα στις 23-1-2002), βρισκόταν πεζή στο δεξιό πεζοδρόµιο του ρεύµατος πορείας της λεωφόρου Γρηγορίου Λαµπράκη (στο Κερατσίνι) από Αθήνα προς Πέραµα, στο ύψος που η ως άνω λεωφόρος συναντά την οδό Μαρασλή. Στο ύψος αυτό, η λεωφόρος είναι δρόµος διπλής κατεύθυνσης µε δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και συνολικό πλάτος οδοστρώµατος ανά κατεύθυνση 7 μέτρα Τα δύο ρεύµατα κυκλοφορίας χωρίζονται µε υπερυψωµένη διαχωριστική νησίδα ασφαλείας, πλάτους 2,5 μέτρων και δεν υπάρχουν φωτεινοί σηµατοδότες, που να ρυθµίζουν την κυκλοφορία, ούτε και διάβαση πεζών. Το ανώτατο δε επιτρεπόµενο όριο ταχύτητας ορίζεται σε 50 χλµ. ανά ώρα, καθώς πρόκειται για κατοικημένη περιοχή (άρθρο 20 παρ. 1 του ΚΟΚ). Στο εν λόγω σημείο η λεωφόρος είναι ευθεία και άσφαλτος, παρουσιάζει ανωφέρεια µε µικρή κλίση προς Αθήνα και, κατά την ως άνω ημέρα και ώρα, ήταν ξηρή. Η κυκλοφορία πεζών και οχημάτων ήταν κανονική, ενώ επικρατούσε καλοκαιρία, υπήρχε φως ημέρας και η ορατότητα δεν περιοριζόταν (βλ. σχετικά από 6-9-2018 Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων του τμήματος τροχαίας Κορυδαλλού). Πρόθεση της ενάγουσας – πεζής ήταν να διασχίσει κάθετα το οδόστρωµα της ως άνω λεωφόρου, ώστε να περάσει στην απέναντι πλευρά της. Ειδικότερα, ευρισκόμενη στο δεξιό πεζοδρόμιο του ρεύματος πορείας της λεωφόρου Γρ. Λαμπράκη προς Πέραμα, η ενάγουσα κατήλθε από το πεζοδρόμιο από το ανωτέρω σημείο, το διέσχισε κάθετα προς τον άξονά του και ανήλθε στη διαχωριστική νησίδα προκειμένου, όπως προαναφέρθηκε, να διασχίσει κάθετα και το ρεύμα προς Αθήνα για να μεταβεί στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τη στιγμή, όμως, που η ενάγουσα είχε κατέλθει από τη διαχωριστική νησίδα και είχε κάνει το πρώτο βήμα στο οδόστρωμα για να διασχίσει και το έτερο ρεύμα της ως άνω λεωφόρου, κινούμενη από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία των οχημάτων, διέρχονταν στο ρεύμα αυτό (προς Αθήνα), ο πρώτος εναγόμενος – ήδη πρώτος εφεσίβλητος στην Α΄ έφεση και δεύτερος εκκαλών στη Β΄ έφεση, οδηγώντας, με αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα, την υπ΄αρ. κυκλοφορίας …….. Ι.Χ. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, η οποία ήταν ασφαλισμένη, έναντι της πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση και πρώτη εκκαλούσα στη Β΄ έφεση, με αποτέλεσμα, αν και προσπάθησε ανεπιτυχώς να προβεί σε αποφευκτικό προς τα δεξιά ελιγμό, να επιπέσει, με το εμπρόσθιο μέρος της μοτοσικλέτας του, επί της ενάγουσας και να επιφέρει τον τραυματισμό της. Στη συνέχεια, η μοτοσικλέτα του πρώτου εναγόμενου ανετράπη, ενώ θραύσματα γυαλιού και πλαστικών εξαρτημάτων της βρέθηκαν σε απόσταση 52 περίπου μέτρων από το σημείο της σύγκρουσης, γεγονός που καταδεικνύει και την αυξημένη ταχύτητα με την οποία έβαινε ο εναγόμενος οδηγός σε σχέση με το όριο και τις επικρατούσες συνθήκες. Επισημαίνεται δε ότι, στον τόπο του ατυχήματος δεν βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης ούτε ίχνη πλάγιας ολίσθησης, παρά μόνο δύο χαραγιές μήκους 1,5 και 1,7 μέτρων, προερχόμενες από τη μοτοσικλέτα σε απόσταση 5 και δεκατριών 13 μέτρων περίπου από το σημείο της σύγκρουσης (βλ. σχετικά με τα παραπάνω, το από 6-9-2018 πρόχειρο σχεδιάγραμμα, που συνέταξε ο αστυφύλακας του τμήματος τροχαίας Κορυδαλλού …………..). Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, η πρόκληση του ένδικου ως άνω ατυχήματος, οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα (αμέλεια) τόσο του οδηγού της μοτοσικλέτας – πρώτου εναγόμενου, όσο και της ενάγουσας, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια, ο μεν πρώτος του μέσου συνετού οδηγού, η δε δεύτερη της μέσης συνετής πεζής, που όφειλαν και μπορούσαν, υπό τις επικρατούσες περιστάσεις, να επιδείξουν. Ειδικότερα, η υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου οδηγού στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος συνίσταται στο ότι, αυτός οδηγούσε χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, έβαινε με αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα, την οποία δεν είχε ρυθμίσει λαμβάνοντας υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες (κατοικημένη περιοχή με συχνή διέλευση πεζών), κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, 2 και 3 και 39 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΟΚ σε συνδ. με 330 εδάφ. β’ του ΑΚ. Η παραπάνω συμπεριφορά του είχε ως αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί νωρίτερα και από ικανή απόσταση την ενάγουσα (η οποία επιχειρούσε, κατά τα ανωτέρω, να διασχίσει κάθετα τη λεωφόρο ευρισκόμενη ήδη επί της διαχωριστικής νησίδας) και να μην ενεργήσει εγκαίρως τροχοπέδηση ή αποφευκτικό ελιγμό, αν και αυτό ήταν εφικτό, αν είχε καταβάλει την προσήκουσα προσοχή, καθώς, όπως προεκτέθηκε, η οδός είναι στο σημείο αυτό ευθεία και η ορατότητά του δεν περιοριζόταν. Από την άλλη μεριά, η υπαιτιότητα της ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος, συνίσταται στο γεγονός ότι, πριν επιχειρήσει να διασχίσει την ως άνω λεωφόρο κατεβαίνοντας από τη διαχωριστική νησίδα στο οδόστρωμα και σε σημείο που, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρχε διάβαση πεζών, δεν έλεγξε επαρκώς την κίνηση των διερχομένων οχημάτων, την απόσταση και την ταχύτητα αυτών και ειδικότερα της μοτοσικλέτας του ενάγοντος, ώστε να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει ασφαλώς, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 38 παρ. 2 και 4 στοιχ. ε΄και ζ΄ του ΚΟΚ σε συνδ. με 330 εδάφ. β΄ του ΑΚ. Σημειωτέον ότι, η ενάγουσα κατά τον ως άνω χρόνο και τόπο, έφερε ακουστικά μουσικής, τα οποία μείωσαν την αντιληπτική της ικανότητα και την εστίαση της προσοχής της στην κίνηση των διερχόμενων οχημάτων. Η παραπάνω δε περιγραφείσα αμελής συμπεριφορά της συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα και τον ένεκα αυτού τραυματισμό της. Με βάση τα ανωτέρω, το ποσοστό συνυπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου οδηγού της μοτοσικλέτας (στην πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος) προσδιορίζεται σε 40%, ενώ της ενάγουσας σε 60%, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, κατά το ως άνω ποσοστό, της σχετικής ένστασης (300 ΑΚ) των εναγόμενων περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας, την οποία επαναφέρουν με την ένδικη υπό στοιχείο Β΄ έφεσή τους. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε ότι, το ποσοστό συνυπαιτιότητας του ως άνω οδηγού ανέρχεται σε 60% και της ενάγουσας πεζής σε 40%, έσφαλε και μη ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα παραπονούνται οι εναγόμενοι με τον πρώτο λόγο της ως άνω (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή τους, o οποίoς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, όσον αφορά στο ως άνω ποσοστό συνυπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου. Aντίθετα, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας (υπό στοιχείο Α΄), με τον οποίο ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα έπρεπε να κρίνει αποκλειστικά υπαίτιο του ατυχήματος, τον πρώτο εναγόμενο – οδηγό της μοτοσικλέτας.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα – παθούσα, αμέσως μετά το ατύχημα, μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Ελευσίνας ‘’ΘΡΙΑΣΙΟ’’, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη κάταγμα ΔΕ περόνης και δεξιάς κλείδας, κάκωση λεκάνης, αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, ΔΕ ώμου, κνήμης άμφω, θλαστικά τραύματα στην αριστερή κνήμη, όπου έγινε καθαρισμός και συρραφή, εγκαύματα τριβής στη λεκάνη και αριστερού αγκώνα, ενώ τέθηκε και γύψινος νάρθηκας. Εξήλθε δε, με δική της βούληση, αυθημερόν από το ως άνω Νοσοκομείο, παρά τις συστάσεις των ιατρών ότι έχρηζε εισαγωγής για περαιτέρω αντιμετώπιση, με οδηγίες για επανεξέταση στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες ιατρικές βεβαιώσεις του ανωτέρω Νοσοκομείου. Το είδος και η έκταση του τραυματισμού της ενάγουσας επιβεβαιώνεται και από τον ………….., ιατρό ορθοπεδικό χειρουργό, ο οποίος, αφού την εξέτασε την επομένη ημέρα (7-9-2018), της συνέστησε ανάπαυση – κλινοστατισμό, τοποθέτηση φακέλου ανάρτησης ώμου και κνημοποδικού νάρθηκα, αποφυγή βάδισης και έγερσης καθώς και χρήση αντιπηκτικής θεραπείας. Kατά την εξέτασή της δε, στις 7-6-2021, από τον ίδιο ορθοπεδικό, αυτή παρουσίαζε ήπιες λειτουργικές διαταραχές στον δεξιό ώμο (βλ. σχετικά από 7-9-2018 και από 7-6-2021 ιατρικές γνωματεύσεις, αντίστοιχα, του παραπάνω ιατροֱֳύ -2η ΥΠΕ Κέντρο Υγείας Αγ. Σοφίας). Λόγω της ανωτέρω περιγραφείσας κατάστασης της υγείας της ενάγουσας, που προκλήθηκε από τον τραυματισμό της στην ένδικη σύγκρουση, η τελευταία, για διάστημα 2 μηνών μετά από το ατύχημα, παρουσίαζε δυσκολία στη βάδιση και δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, καθώς φορούσε φάκελο ανάρτησης ώμου και κνημοποδικό νάρθηκα, αλλά χρειαζόταν προς τούτο τη φροντίδα τρίτου προσώπου. Τις υπηρεσίες αυτές της προσέφερε η μητέρα της, πέραν από τη συνήθη μητρική φροντίδα, με υπερένταση των προσπαθειών της, παρά τα όσα αβάσιμα περί του αντιθέτου, υποστηρίζουν οι εναγόμενοι στον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β΄ έφεσής τους. Το ποσό δε, που θα κατέβαλε η ενάγουσα για τις εν λόγω υπηρεσίες, αν είχε προσλάβει τρίτο πρόσωπο, ανέρχεται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνολικά σε 1.200 ευρώ, ήτοι 600 ευρώ μηνιαίως χ 2 μήνες. Το ποσό αυτό πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην επέλευση του ατυχήματος (1.200 χ 60 %=) 720 ευρώ και να διαμορφωθεί στο τελικό ποσό των 480 ευρώ (1.200 – 720 ευρώ), γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού αιτήματος της αγωγής κι ως ουσιαστικά βάσιμου, για το ως άνω ποσό. Ωστόσο, και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, όπως και του πρωτοβάθμιου, η ως άνω κατάσταση της υγείας της ενάγουσας, σύμφωνα επίσης με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν δικαιολογούσε την ανάγκη πρόσληψης και δεύτερου προσώπου για τη φροντίδα της, όπως υποστηρίζει στην αγωγή της και επαναλαμβάνει με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχείο Α΄), υπηρεσίες που, κατά τους ισχυρισμούς της, προσέφερε ο πατέρας της, αλλά αρκούσαν οι φροντίδες της μητέρας της. Οπότε το σχετικό κονδύλι της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο και συνεπώς και ο ως άνω λόγος της έφεσης. Εξάλλου, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η ενάγουσα έπρεπε, ενόψει του είδους του τραυµατισµού της (κάταγµα), για την καλύτερη αποθεραπεία της, να λαµβάνει βελτιωµένη διατροφή, ήτοι πλούσια σε ασβέστιο και πρωτείνες, για την οποία χρειάστηκε να καταβάλλει, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστηµα (από 7-9-2018 έως 7-11-2018), 4 ευρώ ημερησίως, επιπλέον της δαπάνης για τη συνήθη διατροφή της και συνολικά το ποσό των 240 ευρώ (4 ευρώ χ 60 ηµέρες), ενώ η αγωγική αξίωση για το υπόλοιπο ένδικο χρονικό διάστηµα (ενός επιπλέον μήνα) κρίνεται υπερβολική. Επίσης, για την αποκατάσταση του τραυµατισµού της, η ενάγουσα κατέβαλε τα εξής ποσά: α) 30 ευρώ για ιατρική εξέταση στον ιατρό ………….., χειρουργό – ορθοπεδικό (βλ. υπ΄αρ. ………./10-9-2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών), β) 57 ευρώ για αγορά µίας ιατρικής µπότας για κάταγµα (βλ. υπ’αρ. ………/14-9-2018 απόδειξη λιανικής πώλησης), γ) 5,50 ευρώ για επίσκεψη στην …. …., ιατρό βιοπαθολόγο (βλ υπ’αρ. ……../14-9-2018 απόδειξη), δ) 20 ευρώ για ιατρική εξέταση στον ως άνω ιατρό ……… (βλ υπ’αρ. ……./21-9-2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών), ε) 20 ευρώ για ιατρική εξέταση στον ίδιο ιατρό (βλ υπ’αρ. ………/12-10-2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών), ε) 223,50 ευρώ για αγορά φαρµάκων (βλ. προσκοµιζόµενες φωτοτυπίες σχετικών αποδείξεων), στ) 1,59 ευρώ για συµµετοχή της σε ακτινογραφίες δεξιού ώµου και δεξιάς κνήµης …. (βλ. υπ΄αρ. Ε …../11-10-2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ομίλου ιατρικών εταιρειών ‘……..) και ζ) 18,70 ευρώ για ιατρικές εξετάσεις, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. ……../1-11-2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ίδιου ως άνω ομίλου. Η ενάγουσα, δηλαδή, κατέβαλε συνολικά για τις ως άνω αιτίες το ποσό των (30 + 57 + 5,50 + 20 + 20 + 223,50 + 1,59 + 18,70=) 376,29 ευρώ. Όπως προκύπτει δε από την υπ΄αρ. πρωτ. …../5-7-2021 βεβαίωση του ασφαλιστικού φορέα (ΕΦΚΑ – ΟΑΕΕ) του πατέρα της ενάγουσας …………… (συνταξιούχου), στον οποίο η τελευταία ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο έμμεσα ασφαλισμένη, αυτή δεν έχει λάβει κανενός είδους χρηµατική αποζηµίωση για το ατύχηµα, καθόσον ο ΕΦΚΑ – ΟΑΕΕ δεν χορηγεί τέτοιου είδους χρηµατικές αποζηµιώσεις σε έµµεσα µέλη των ασφαλισµένων συνταξιούχων του. Επιπλέον, όπως επίσης κρίθηκε με την εκκαλουμένη, λόγω της πτώσης της ενάγουσας στο οδόστρωµα προκλήθηκαν φθορές στα προσωπικά της αντικείµενα και συγκεκριμένα στα αθλητικά παπούτσια ΝΙΚΕ και τη βερµούδα που φορούσε, αξίας 100 ευρώ και 40 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 140 ευρώ, ενώ, τέλος, η ενάγουσα αναγκάστηκε να δαπανήσει, για τις µετακινήσεις της µε ΤΑΧΙ (λόγω της δυσκολίας της ένεκα του τραυματισμού της να μετακινηθεί με άλλο μέσο), προς το σχολείο, το φροντιστήριο, τον ως άνω ιατρό – ορθοπεδικό µετ’ επιστροφή, κατά το χρονικό διάστηµα από 19-9-2018 έως 24-10-2018, το συνολικό ποσό των 297,77 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες σχετικές αποδείξεις της εταιρείας ‘’ΡΑΔΙΟΤΑΞΙ ……………’’, αλλά και την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης – πατέρα της. Για τα κονδύλια δε αυτά (βελτιωμένης διατροφής, ιατρικών επισκέψεων, εξετάσεων και αγοράς φαρμάκων κ.α., φθοράς προσωπικών ειδών και μετακινήσεων με ταξί) δεν υπάρχει ειδικό παράπονο τόσο στην υπό στοιχείο Α΄ όσο και στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση. Το συνολικό ποσό, ωστόσο, που αφορά σε αυτά, ήτοι (240 + 376,29 + 140 + 297,77=) 1.054,06 ευρώ, πρέπει να μειωθεί κατά το ως άνω ποσοστό συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στο επίδικο ατύχημα, που δέχθηκε το Δικαστήριο τούτο (1.054,06 χ 60%=) 632,44 ευρώ και να διαμορφωθεί στα 421,62 ευρώ (1.054,06 – 632,44). Ακόμη, προέκυψε ότι, κατά τον χρόνο του ατυχήµατος η ενάγουσα ήταν αθλήτρια ΚΑΡΑΤΕ με διακρίσεις και συμμετοχές σε πανελλήνια πρωταθλήματα και κύπελα της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καράτε. Εξαιτίας, όμως, του τραυματισμού της στο ένδικο ατύχημα αναγκάστηκε, τουλάχιστον για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να διακόψει την ενασχόλησή της με αυτό, καθώς, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα από 7-6-2021 ιατρική γνωμάτευση του ορθοπεδικού – χειρουργού ………….., αυτή, τρία σχεδόν χρόνια μετά το ατύχημα, συνέχιζε να παρουσιάζει ήπιες λειτουργικές διαταραχές στον δεξιό ώμο. Περαιτέρω, στην από 6-8-2019 βεβαίωση του αθλητικού συλλόγου ……………, που φέρει τις υπογραφές του προέδρου και του προπονητή του συλλόγου αυτού, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η ενάγουσα ‘’…Λόγω σοβαρού τραυματισμού της από τροχαίο στις 6-9-2018 δεν κατέστη δυνατό να επανέλθει στην ίδια αγωνιστική κατάσταση που βρισκόταν πριν τον τραυματισμό της παρά τις επίπονες προσπάθειες της εξ αιτίας σωματικών αλλά και ψυχολογικών λόγων. Τερμάτισε άδοξα την καριέρα της ως αθλήτρια καράτε εγκαταλείποντας το αγώνισμα τον Απρίλιο του 2019 παρά την έφεσή της σε αυτό, ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες επανόδου της ’’. Από τα ανωτέρω δεν αποδεικνύεται μεν η οριστική αδυναμία της ενάγουσας να ασχοληθεί με το ως άνω άθλημα, δεδομένου ότι δεν προσκομίζεται σχετική ιατρική γνωμάτευση που να συνάγεται κάτι τέτοιο, αλλά, σε κάθε περίπτωση, λόγω του ως άνω τραυματισμού της, με βάση όσα προεκτέθηκαν, ανεκόπη η αθλητική πορεία της και παρέμεινε για μεγάλο διάστημα εκτός προπονήσεων και αγώνων. Το παρόν δε Δικαστήριο, σύμφωνα με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οδηγείται στην κρίση ότι η ενάγουσα, λόγω του τραυματισμού της εξαιτίας του ατυχήματος, όπως αυτός αναλυτικά περιγράφεται παραπάνω, υπέστη και ηθική βλάβη από την αδικοπραξία του πρώτου εναγόμενου – οδηγού της μοτοσικλέτας, η οποία ήταν ασφαλισμένη έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της πράξης του πρώτου εναγόμενου οδηγού, το βαθμό του πταίσματός του, αλλά και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του ενάγουσας- πεζής, την ηλικία αυτής κατά το χρόνο του ατυχήματος, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πλην της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και της λογικής, ότι πρέπει να της επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 3.500 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα, το είδος και τη βαρύτητα του τραυματισμού της, την ταλαιπωρία που υπέστη και τον ψυχικό πόνο που δοκίμασε ένεκα αυτού, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), κατά τα προεκτεθέντα στη σχετική μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτό το σχετικό αίτημα της αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμο για το ποσό αυτό και όχι για το ποσό των 3.000 ευρώ, που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρότι δέχθηκε μικρότερο ποσοστό συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην επέλευση του επίδικου ατυχήματος, γενομένου εν μέρει δεκτού και ως ουσιαστικά βάσιμου του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού από το επιδικασθέν με την εκκαλουμένη απόφαση και απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μικρότερου ποσού για την ως άνω αιτία.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους των ένδικων εφέσεων, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, αυτή (εκκαλουμένη) να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις και ως βάσιμες και κατ΄ ουσία και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (480 + 421,62 + 3.000 =) 3.901,62 ευρώ. Εκ του ποσού αυτού το ποσό των 901,62 ευρώ θα επιδικασθεί με το νόμιμο τόκο επιδικίας, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 3.000 ευρώ, που αφορά στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (θα επιδικαστεί) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση), όπως ζήτησαν οι εναγόμενοι πρωτοδίκως και επαναφέρεται το αίτημά τους αυτό με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της (υπό στοιχείο Β΄) έφεσής τους, ο οποίος είναι βάσιμος για το ποσό αυτό, καθώς πρόκειται για χρηματική απαίτηση επιδικαζόμενη κατ΄ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (άρθρο 346 ΑΚ). Επίσης, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, οφείλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλουν στην ενάγουσα, το ποσό των 500 ευρώ, (ήτοι το πέραν των 3.000 ευρώ επιδικασθέν ποσό, που αφορά στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, κατά τα προεκτεθέντα, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας στην Α΄ έφεση – εφεσίβλητης στη Β΄ έφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος των εναγόμενων – εφεσίβλητων στην Α΄ έφεση – εκκαλούντων στη Β΄ έφεση, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση των αναφερόμενων επίσης στο διατακτικό, παραβόλων, στους καταθέσαντες αυτά εκκαλούντες των ένδικων εφέσεων, αντίστοιχα, (κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις κάτωθι εφέσεις: Α) την από 30-3-2022 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …../2022 και Β) την από 14-7-2022 και με Ε.Α.Κ …./2022, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τις εφέσεις αυτές κατά το τυπικό και κατά το ουσιαστικό τους μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2018/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα.
Κρατεί την από 19-1-2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εις ολόκληρο, το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων ενός ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (3.901,62 ευρώ), εκ των οποίων το ποσό των εννιακοσίων ενός ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (901,62 ευρώ), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη τηςεπίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, ενώ το υπόλοιπο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, επίσης από την επομένη τηςεπίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, επίσης από την επομένη τηςεπίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενων – εφεσίβλητων – εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου με αριθμό (e-παράβολο) ………./2022, ποσού 100 ευρώ, στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα της Α΄ έφεσης.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου με αριθμό (e-παράβολο) ……………/2022, ποσού 100 ευρώ, στην καταθέσασα αυτό πρώτη εκκαλούσα της Β΄ έφεσης.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 19 Δεκεμβρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ