ΤΜΗΜΑ 3ο
ΑΡΙΘΜΟΣ 248/2022
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ-ΑΓ.Ι.ΡΕΝΤΗ», που εδρεύει στη Νίκαια Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Καραφέρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) ……………, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Δημητρίου Μαριόλη.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2867/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 3.2.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 3.2.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 έφεση κατά της οριστικής με αριθμό 2867/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 αγωγής έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, καθώς το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 3.2.2021 και η εκκαλουμένη εξεδόθη στις 2.9.2020 (άρθρα 591 παρ. 1, 495, 496, 498, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), αρµοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει επομένως αυτή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2019 αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εξέθεταν ότι αμφότεροι προσλήφθηκαν από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα δήμο με έδρα τη Νίκαια την 01.11.1999 και εργάστηκαν σε αυτόν, ως καθηγητές φυσικής αγωγής με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου μέχρι και τις 9.8.2014 ο πρώτος και μέχρι τις 14.7.2012 η δεύτερη, οπότε και ο εκκαλών δήμος έπαψε να αποδέχεται την προσφορά των υπηρεσιών τους, επικαλούμενος καταχρηστικά τη λήξη του χρόνου ισχύος των συμβάσεων εργασίας τους διότι οι συμβάσεις τους είχαν όλα τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διότι αυτοί κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και η ορισμένη διάρκεια των συμβάσεων εργασίας τους δεν δικαιολογείτο από αντικειμενικό λόγο. Ότι αυτοί ακολούθως άσκησαν κατά του ήδη εκκαλούντος δήμου την, από 22.06.2015, με αριθμό κατάθεσης ………./2015, αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αιτήθηκαν να αναγνωριστεί ότι συνδέονται με αυτόν με μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και να υποχρεωθεί ο ήδη εκκαλών δήμος να συνεχίσει να τους απασχολεί και με χρηματική ποινή για κάθε μέρα μη συμμόρφωσης του. Ότι επί της αγωγής εξεδόθη η με αριθμό 4057/2015 απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτή, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του κάθε εδώ εφεσιβλήτου από το χρόνο αρχικής πρόσληψης, αλλά απέρριψε το αίτημα περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του ήδη εκκαλούντος δήμου να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους, και ότι η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, αφού με τη με αριθμό 129/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς απορρίφθηκε η έφεση που είχε ασκηθεί από τον εδώ εκκαλούντα δήμο. Ότι σε συμμόρφωση με την παραπάνω απόφαση ο δήμος αφού συνέστησε με τη με αριθμό 148/2017 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου τους κατέταξε με τις με αριθμό …/26.09.2017 και …./26.10.2017 πράξεις του Γενικού Γραμματέα του, με καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά που ασκούσαν δυνάμει των αρχικών τους συμβάσεων. Ότι οι ίδιοι ανέλαβαν έκτοτε υπηρεσία και μισθοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, αλλά παρόλα αυτά ο εκκαλών δήμος δεν τους κατέβαλε τις νόμιμες αποδοχές τους για το διάστημα από την 1.1.2013 μέχρι την εκ μέρους τους ανάληψη πραγματικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τα όσα εκτίθονταν στο δικόγραφο της αγωγής. Ακολούθως με το κύριο αίτημα της αγωγής τους ζήτησαν με βάση τη σύμβαση εργασίας τους, και επικουρικά με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, και εντελώς επικουρικά με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να υποχρεωθεί ο ήδη εκκαλών δήμος να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 15.763,40 ευρώ για οφειλόμενες αποδοχές από τον Ιανουάριο 2017 έως και τον Οκτώβριου του 2017 και στη δεύτερη το ποσό των 17.538,80 ευρώ για οφειλόμενες αποδοχές υπερημερίας από τον Ιανουάριου του έτους 2017 έως και το Νοέμβριο του 2017 και επιπλέον να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εκκαλούντος δήμου να τους καταβάλει, για αποδοχές υπερημερίας για το προγενέστερο διάστημα (δηλαδή από τη μέρα που έπαυσε ο δήμος να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους και μέχρι πριν τον Ιανουάριο του έτους 2017 και συνολικά να αναγνωριστεί ότι οφείλει στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 64.519,36 ευρώ και στη δεύτερη το ποσό των 72.476,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου απαιτητού μισθού ή υπολοίπου του, και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία και ότι είναι το καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 14§2, 16 αρ. 2, 25§2 Κ.Πολ.Δ. κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, 621επ Κ.Πολ.Δ.). Στη συνέχεια έκρινε ότι η αγωγή έχει έρεισμα στο νόμο κατά την κύρια βάση της δηλαδή στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 648, 653, 655, 656εδ.α του ΑΚ, 68, 70, 176, 907, 908§ 1 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ, απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμο το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοδοσίας λόγω της ρητής διάταξης του άρθρου 276 Ν. 3463/2006, ενώ έκρινε ότι δεν υφίσταντο στην αγωγή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά πέραν της συμβατικής σχέσης εργασίας ώστε να δώσουν νομικό έρεισμα σε αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στη συνέχεια αφού δέχθηκε κατ’ουσίαν ισχυρισμό που προέβαλε ο εκκαλών δήμος περί διετούς παραγραφής για τους μισθούς υπερημερίας από 1.1.2013 έως και 11.5.2016 (άρθρο 140 του ν. 4270/2014), δέχθηκε κατά ένα μέρος ως ουσία βάσιμη την αγωγή αφενός αναγνώρισε την υποχρέωση του εκκαλούντος δήμου να καταβάλει στους εφεσίβλητους μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 11.5.2016 έως 31.12.2026 και αφετέρου υποχρέωσε τον εκκαλούντα δήμο να καταβάλει στους εφεσίβλητους μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 1.1.2017 έως 24.10.2017 όσον αφορά τον πρώτο εφεσίβλητο και έως 27.11.2017 όσον αφορά τη δεύτερη εφεσίβλητη εντόκως με 6% ετησίως αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών δήμος για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου υποστηρίζοντας ότι δεν οφείλει μισθούς υπερημερίας με βάση τη διάταξη του άρθρου 269 του ν. 3463/2006, η οποία δεν περιέχει ρήτρα αναδρομικότητας και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522,524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει, ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους και έχει ως προς την αγωγή (το δευτεροβάθμιο δικαστήριο) την αυτή όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία, δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει, αν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της στοιχεία. Ειδικότερα, εάν νόμω αβάσιμη ή αόριστη ή απαράδεκτη αγωγή έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ` ουσίαν εν όλω ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το νόμω βάσιμο, ορισμένο ή παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει για τις τυπικές αυτές πλημμέλειες, αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους (ΑΠ 419/2004 ΕΑΔ 47, 146, ΑΠ 7/2001 ΕλΔ 42.925, ΑΠ 1216/1997 ΕλΔ 39,573, ΕφΑΘ 1778/2011 ΝοΒ 59, 982, ΕφΠατρ 440/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο, ή αν δεν περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή της ή αν ασκήθηκε απαραδέκτως, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (322 ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (536 παρ. 1 ΚΠολΔ). Έτσι επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη, κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κλπ., αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι` αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΑθ 4924/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ.1 εδ.α και 3 του ισχύοντος κατά τον χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (ήτοι πριν το ν. 4765/2021) Ν.2112/1920, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (Ν.4558/1920, άρθρο 11 Α.Ν.547/1937), «είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον» (παρ. 1 εδ.α) και «αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ` ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου» (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες, λειτουργίας της επιχείρησης αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του Ν.2112/1920 ή 1, 3, 5 β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 7/2011 ΕλΔνη 2011,697). Επακολούθησε, όμως, ο Ν.2190/1994, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζονται τα εξής: «Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων» (παρ. 1). «Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ.1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες» (παρ.2 εδ. α, β και γ). Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου οριζόταν ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10ε του Ν.2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 ΠΚ και πειθαρχικά. Περαιτέρω με το Π. Δ/μα 164/2004 “Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα” (ΦΕΚ Α 134), που άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 19.7.2004 και αφορά το με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας προσωπικό του δημόσιου τομέα, καθώς και το προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, κατά τα άρθρα 2 και 3 στοιχ. γ αυτού, εξειδικεύθηκαν οι συνθήκες, υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου θεωρούνται διαδοχικές, προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης της σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, με τη λήψη από τα κράτη – μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 10.7.1999 και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών – μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση. Με το άρθρο 5 του παραπάνω Π. Δ/τος 164/2004 απαγορεύθηκε κατ` αρχήν η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία επιτρέπεται κατ` εξαίρεση στις αναφερόμενες εκεί περιπτώσεις και υπό τις στο άρθρο αυτό αναγραφόμενες προϋποθέσεις, ενώ με το άρθρο 7 αυτού προβλέφθηκε η αυτοδίκαιη ακυρότητα των κατά παράβαση των ρυθμίσεων αυτού διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και οι εκ της ακυρότητας αυτής συνέπειες. Οι ρυθμίσεις του ανωτέρω Π.Δ/τος κρίθηκαν συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο (ΔΕΕ της 23.4.2009 υποθέσεις C – 378 έως C -380). Όμως, ενόψει του ότι οι παραπάνω διατάξεις του Π.Δ/τος 164/2004 άρχισαν να ισχύουν, όπως προαναφέρθηκε, από τις 19.7.2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις, που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10.7.2002, που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην ως άνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Προστέθηκε, λοιπόν, στο εν λόγω Π. Δ/μα η μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11, της οποίας οι ρυθμίσεις κρίθηκαν συνταγματικώς ανεκτές (ΟλΑΠ 16/2017) ως μεταβατικές διατάξεις “τακτοποίησης” εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα με εργαζόμενους που συνέχισαν [ακόμη και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, που με την παρ. 8 του άρθρου 107 αυτού απαγόρευσε την και με νόμο μονιμοποίηση προσωπικού προσληφθέντος με συμβάσεις ορισμένου χρόνου για τη κάλυψη απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών ή τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου], να εργάζονται με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, τελούντες εν αγνοία των δικαιωμάτων που θα μπορούσαν να αντλήσουν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, δεδομένης της καθυστέρησης προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην εν λόγω Οδηγία. Κατά δε την παράγραφο 1 της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004, διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες είχαν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του διατάγματος και ήταν ενεργές μέχρι την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών μέχρι την έναρξη ισχύος του δ/τος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, προκειμένου δε περί συμβάσεων που είχαν συναφθεί με την Ελληνική Εταιρεία Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.ΕΤ.Α.Α) στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος ΟΤΑ, στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του, γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός και δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας, πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης, αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση. Προς συμπλήρωση του περιεχομένου της ως άνω διάταξης του άρθρου 11 του Π. Δ/τος 164/2004, επακολούθησε ο Ν. 3320/2005 “Ρυθμίσεις θεμάτων για το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους ΟΤΑ” (ΦΕΚ Α 48). Με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού και υπό τον παράτιτλο “Σύσταση θέσεων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου” ορίσθηκαν στις παρ. 1 έως 4 αυτού τα ακόλουθα: “(Παρ. 1) Το προσωπικό με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, του οποίου οι συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004, κατατάσσεται σε υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς την ειδικότητα της σύμβασής του. (Παρ.2) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και του οικείου κατά περίπτωση Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστώνται οργανικές θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν, όπου απαιτείται, οι διαπιστωθείσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατ` εφαρμογή του Π.Δ. 164/2004. (Παρ. 3) Η κατάταξη του προσωπικού γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. (Παρ. 4). Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης τους από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους. Ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσόμενων λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (Παρ.5)…”. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλογικά και στο προσωπικό που απασχολήθηκε με ανάλογη σχέση σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπου η ύπαρξη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου αναγνωρίσθηκε είτε με δικαστική απόφαση, είτε με την προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό διοικητική διαδικασία (ΟλΑΠ 16/2017). Από δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. β του Ν. 3320/2005, αναλόγως εφαρμοζομένη κατά τα ανωτέρω, προκύπτει περαιτέρω ότι για τους απασχοληθέντες σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών, οι οποίες αναγνωρίσθηκαν ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, είτε με δικαστική απόφαση, είτε κατά τη διαδικασία του άρθρου 11 του ως άνω Π.Δ/τος, για την κατάταξη αυτών σε υφιστάμενες ή συνιστώμενες κενές οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς τη σύμβαση που είχαν, ο συνολικός χρόνος απασχόλησης αυτών προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του φορέα απασχόλησης δυνάμει των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αυτών, λογίζεται για όλες συνέπειες και, κατά συνέπεια και για την ένταξη αυτών στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο της οργανικής θέσης κατάταξης αυτών, ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΟλΑΠ 16/2017), ενώ αντιθέτως κατά το εδάφιο α της ιδίας διάταξης αυτοί δικαιούνται των αποδοχών της θέσης στην οποία κατατάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία κατάταξης και εφεξής (ΟλΑΠ 16/2017). Αν ο νομοθέτης ήθελε και ως προς τις αποδοχές να λογίζεται ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεν θα περιελάμβανε στην ως άνω ρύθμιση του άρθρου 1 του ν. 3320/2005 το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, αφού η θέλησή του αυτή θα υλοποιείτο με μόνο το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του ως άνω άρθρου. Ειδικότερα, ο δικαιολογητικός λόγος των ρυθμίσεων αυτών συνίσταται στο ότι δεν θα ήταν δίκαιο αυτοί που εργάσθηκαν με διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου, καλύπτοντας ωστόσο πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου κλπ, και η απασχόλησή τους αυτή αναγνωρίσθηκε ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με δικαστική απόφαση ή με την προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία (που περιλαμβάνει και κρίση του ΑΣΕΠ), να στερηθούν των παροχών εκείνων (δώρων εορτών, επιδομάτων αδείας κλπ) που δεν είχαν λάβει υπό το καθεστώς της απασχολήσεώς τους με σύμβαση μισθώσεως έργου. Έτσι, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 11 π.δ. 164/2004, ο νομοθέτης επέλεξε να καταταγούν μεν οι απασχοληθέντες σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για το λόγο ότι εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, να αρχίσουν όμως να αμείβονται με τις αποδοχές της θέσεως στην οποία εντάσσονται από το χρόνο της κατατάξεώς τους, οπότε και ολοκληρώνεται πλέον κατά νομοθετική παραχώρηση η πρόσληψή τους, για δε το προγενέστερο χρονικό διάστημα να δικαιούνται αυτοί να αναζητήσουν εκείνες μόνο τις παροχές που δεν έλαβαν εξαιτίας του χαρακτηρισμού της απασχολήσεώς τους αυτής ως συμβάσεως μισθώσεως έργου. Η θέση αυτή, εξάλλου, δεν αντίκειται στις ρυθμίσεις της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, η οποία δεν καθορίζει το ύψος των αποδοχών των απασχολούμενων, αλλά θέτει χρονικό όριο προσαρμογής της ως άνω Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών – μελών (πλειοψ. σε ολΑΠ 16/2017 δημ. νόμος). Σημειώνεται ότι ειδικά για το προσωπικό των δημοτικών επιχειρήσεων, με τη διάταξη του μεταγενέστερου άρθρου 269 παρ. 4 του Ν. 3463/2006 “Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων” ορίσθηκε ότι κατά την κατάταξη του μεταφερόμενου προσωπικού δημοτικών επιχειρήσεων σε κενές ή συνιστώμενες οργανικές θέσεις του Δήμου ή Κοινότητας ή Ν.Π.Δ.Δ. αντίστοιχης ή παρεμφερούς ειδικότητας, σε περίπτωση κατάργησης δημοτικής επιχείρησης με τη λύση της και θέση της υπό εκκαθάριση, λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία του [του προσωπικού στη δημοτική επιχείρηση] (ΑΠ 58/2018) και το μεταφερόμενο κατά τα άνω προσωπικό αμείβεται με βάση τους όρους που προβλέπουν οι εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας για το προσωπικό των Ο.Τ.Α. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 15 της από 28.11.2007 συλλογικής σύμβασης εργασίας του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (πράξη κατάθ. Υπ. Εργασίας 90/29.11.2007) που ίσχυσε αναδρομικά από 1 Ιανουαρίου 2007 (άρθρο 18 αυτής) ορίσθηκε ότι “για το προσωπικό το οποίο κατατάσσεται στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 3320/2005, αναγνωρίζεται για τη μισθολογική τους εξέλιξη, το σύνολο της υπηρεσίας που παρασχέθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του Π. Δ/τος 164/2004 και πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 αυτού, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου των 24 ή 18 μηνών που αναφέρεται στο παραπάνω Π.Δ.”. Άρα κρίθηκε ότι εργαζόμενοι σε δημοτικές επιχειρήσεις και μάλιστα αμιγούς χαρακτήρα προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του οικείου φορέα απασχόλησης, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου που έχουν μετατραπεί σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από το ΑΣΕΠ, επειδή πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π. Δ/τος 164/2004, οι οποίοι στη συνέχεια κατετάγησαν σε υφιστάμενες ή προς τούτο συνιστώμενες κενές οργανικές θέσεις αντίστοιχης ή παρεμφερούς ειδικότητας στον οικείο ΟΤΑ, εντάσσονται για τον εφεξής χρόνο στο μισθολογικό κλιμάκιο της θέσης κατάταξής τους που αντιστοιχεί στο σύνολο του ανωτέρω χρόνου υπηρεσίας τους στη δημοτική επιχείρηση, δυνάμει των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (ΑΠ 1694/2014 δημ. νόμος). Από καμία διάταξη δεν συνάγεται ότι για την ένταξη των πιο πάνω υπαλλήλων στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο θα ληφθεί υπόψη μόνο το ελάχιστο όριο των δύο ετών απασχόλησης αυτών στη δημοτική επιχείρηση δυνάμει των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που απαιτείται κατά νόμο με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ/τος 164/2004 για την αναγνώριση από το ΑΣΕΠ ότι αυτές συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. (ΑΠ 539/2020 δημ. νόμος). Τέλος σύμφωνα με την πάγια νομολογία αναφορικά με τις βασικές διατάξεις του εργατικού δικαίου αναφορικά με τα εργασιακά δικαιώματα σε περιπτώσεις απασχόλησης εργαζόμενων με άκυρη σύμβαση εργασίας έχει κριθεί ότι από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.2 της 19040/1981 απόφασης Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, του άρθρου 1 παρ. 1 και του άρθρου 2 του α.ν 539/1945, του άρθρου 3 παρ. 16 του ν.4504/1966 και του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 133/1975 (που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΣΣΕ), τα επιδόματα εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματα αδείας, δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί, οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εργασίας αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 950/2014, ΑΠ 1719/2010 ΑΠ1425/2008 Ε.Εργ.Δ 68301), ενώ, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9 παρ. 1 του ν. 3198/1955 σαφώς συνάγεται ότι και σε σχέση εργασίας, που προκύπτει από άκυρη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης, προτιθέμενος να παύσει να δέχεται την στον ίδιο προσφερόμενη από τον εργαζόμενο εργασία, πρέπει να καταγγείλει τη σχέση αυτή εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 5 §3 του νόμου αυτού και να καταβάλει την αποζημίωση που προβλέπει ο ν. 2112/1920 ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης εργασίας (ΑΠ 1401/2011, δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 331/99 Ελλ.Δνη 1999.1336). Εάν δε ο εργοδότης παύσει από ορισμένο χρόνο να δέχεται τη με βάση τη σχέση αυτή προσφερόμενη σε αυτόν από τον εργαζόμενο εργασία χωρίς να καταγγείλει τη σχέση αυτή κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 5 §3 του ως άνω ν. 3198/1955 (ή του β.δ. της 16/18.7.1920), υποχρεούται μεν στην καταβολή προς τον εργαζόμενο της από τους αναφερθέντες νόμους οριζόμενης αποζημίωσης, η σχέση όμως εργασίας λογίζεται ως λυθείσα από τον ως άνω χρόνο και συνεπώς δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας (ΑΠ 1069/83 ΔΕΝ 1984. 580). Η αποζημίωση αυτή οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 1766/2017, ΑΠ 790/2017, ΑΠ 131/2015 δημ. νόμος).
Η αγωγή με το περιεχόμενο που αναλύθηκε παραπάνω δεν είχε σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που αναλύθηκαν παραπάνω έρεισμα στο νόμο. Πρωτίστως οι εφεσίβλητοι δεν ανέφεραν στο δικόγραφο αυτής ότι το γεγονός ότι ο εκκαλών δήμος σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους από την στην πραγματικότητα ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, συνιστούσε απόλυση άκυρη αφού δεν έγινε εγγράφως και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Για το λόγο αυτό εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης με αριθμό 4057/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήδη τελεσίδικη μετά τη με αριθμό 129/2017 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε ως μη έχον έρεισμα σε νομική διάταξη το αίτημα των εδώ εφεσιβλήτων να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εκκαλούντος δήμου να τους απασχολεί, καθόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο ότι η άρνηση του δήμου να αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία των εδώ εφεσιβλήτων γινόταν από περιστάσεις που υπερέβαιναν τα κριτήρια του άρθρου 281 του ΑΚ ή συνιστούσαν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση που πράγματι έχει αναγνωριστεί τελεσιδίκως ότι οι εφεσίβλητοι συνδέονται με τον εκκαλούντα δήμο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης, αυτοί δεν έχουν δικαίωμα σε μισθούς υπερημερίας για το διάστημα κατά το οποίο το εκκαλούν έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Τούτο δε διότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι το άρθρο 269 παρ. 4 του Ν. 3463/2006 έδωσε αναδρομικότητα ως προς τη μισθολογική εξέλιξη των κατατασσόμενων προκειμένου αυτοί να έχουν τα ίδια μισθολογικά δικαιώματα τόσο ως προς τις αποδοχές, όσο και τα λοιπά επιδόματα εορτών και αδείας στους εργαζόμενους που κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται για το λόγο αυτό σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του πδ 164/2004. Διότι κρίθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση μίσθωσης έργου (ΟλΑΠ 16/2017), η κατάταξη τους λογίζεται για όλες συνέπειες και, κατά συνέπεια και για την ένταξη αυτών στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο της οργανικής θέσης κατάταξης αυτών, ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν πρέπει να στερηθούν λόγω του χαρακτηρισμού της σχέσης ως μίσθωσης έργου τα επιδόματα εορτών και αδείας, και ότι δικαιούνται των αποδοχών της θέσης στην οποία κατατάχθηκαν μόνο από την ημερομηνία κατάταξης και εφεξής (ΟλΑΠ 16/2017). Εδώ επομένως που εκτίθεται ότι σε συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις ο δήμος συνέστησε με τη με αριθμό …/2017 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και κατέταξε με τις με αριθμό …../26.09.2017 και ……./26.10.2017 πράξεις του Γενικού Γραμματέα του, τους εφεσίβλητους με καθήκοντα αντίστοιχα με αυτά που ασκούσαν δυνάμει των αρχικών τους συμβάσεων σε αυτούς οφείλεται μισθοδοσία από τότε που ανέλαβαν υπηρεσία και δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας. Αντίθετη ερμηνεία θα παραβίαζε την αρχή της εργασιακής ισότητας καθώς οι εργαζόμενοι που απασχολούνται με άκυρη για οποιοδήποτε λόγω και άρα απλή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν δικαιούνται να ζητήσουν μισθούς υπερημερίας κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αλλά μόνο επιδόματα εορτών για διάστημα που απασχολήθηκαν και αποζημίωση απόλυσης, και από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη που εναρμονίστηκε με τη με αριθμό 1999/70/ΕΚ οδηγία του συμβουλίου της 28.6.1999 με τα πδ 81/2003 (για τον ιδιωτικό τομέα) και το πδ 164/2004 ήταν να δώσει σε αυτή την κατηγορία εργαζόμενων μισθούς υπερημερίας, όταν το αποκλείει σε άλλες περιπτώσεις και αναγνωρίζει σε αυτές μόνο αποζημίωση απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το παραπάνω αγωγικό αίτημα έχει έρεισμα στο νόμο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (και ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, αφού μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ενιαίως για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας – ΑΠ 192/1998, ΕφΑθ 407/2018, ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΠειρ 326/2016, ΕφΠειρ 101/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο που δικάζοντας επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγής να την απορρίψει ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της. Να σημειωθεί ότι το παρόν δικαστήριο δε δύναται να χωρίς έφεση των εφεσιβλήτων να εξετάσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής (ΑΠ 894/2020 δημ. νόμος). Επομένως παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγω εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για το εν μέρει εκτελεστό της απόφασης χωρίς ειδική αιτιολογία και ο οποίος σε κάθε περίπτωση προβάλλεται αλυσιτελώς αφενός διότι δεν μπορεί να οδηγήσει, ακόμα κι αν είναι βάσιμος, σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222) αφετέρου διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Ακολούθως των ανωτέρω αφού γίνει δεκτή στην ουσία της η κρινόμενη έφεση θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας αφού κατ’εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων της από 3.2.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 έφεση κατά της με αριθμό 2867/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2019 αγωγής
Δέχεται την έφεση
Εξαφανίζει τη με αριθμό 2867/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει επί της από 29.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2019 αγωγής
Απορρίπτει την αγωγή
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Απριλίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ