ΑΠΟΦΑΣΗ
Gallo κατά Ιταλίας της 09.02.2023 (αρ. προσφ. 11061/05)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στέρηση του προσφεύγοντος από μέρος ιδιόκτητου οικοπέδου για τις ανάγκες απαλλοτρίωσης για κατασκευή δρόμου.
Ο προσφεύγων, από κοινού με τον F.L., ήταν συνιδιοκτήτες ενός οικοπέδου στη Mottola. Μέρος του οικοπέδου αυτού απαλλοτριώθηκε από το δήμο για κατασκευή δρόμου. Ο F.L. άσκησε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Taranto κατά του Δήμου Mottola, ζητώντας αποζημίωση για την απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας του.
Όλες οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, μέχρι και σε τελευταίο βαθμό, ήταν απορριπτικές για τον προσφεύγοντα και τον F.L. Το Εφετείο μάλιστα κήρυξε την παραγραφή της αγωγής λόγω παρέλευσης της πενταετούς προθεσμίας, η οποία είχε αρχίσει να τρέχει από την ημερομηνία ολοκλήρωσης των δημοσίων έργων.
Επικαλούμενος το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι είχε στερηθεί παράνομα τη γη του μέσω έμμεσης ή «εποικοδομητικής» απαλλοτρίωσης και ότι δεν είχε λάβει καμία αποζημίωση για τη στέρηση αυτή.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων στερήθηκε την ιδιοκτησία του μέσω απαλλοτρίωσης, υπέστη δηλαδή παρέμβαση στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας του που το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει, ότι είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της νομιμότητας, οδηγώντας σε παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 100.000 ευρώ για αποζημίωση, 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων ήταν συνιδιοκτήτης οικοπέδου, ευρισκόμενου στη Mottola, από κοινού με άλλο ιδιώτη, τον F.L.
Στις 25 Ιουλίου 1974, ο F.L. άσκησε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Taranto κατά του Δήμου Mottola. Υποστήριξε ότι ο δήμος είχε καταλάβει μέρος της γης του χωρίς άδεια και είχε κατασκευάσει δρόμο πάνω σε αυτό. Ζήτησε αποζημίωση για την εκποίηση της σχετικής έκτασης καθώς και αποζημίωση για την μείωση της αξίας της εναπομείνασας έκτασης.
Στις 5 Μαρτίου 1980, το Περιφερειακό Δικαστήριο διέγραψε την υπόθεση σύμφωνα με το Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεδομένου ότι αμφότεροι οι διάδικοι απουσίαζαν από δύο διαδοχικές δικασίμους.
Στις 6 Απριλίου 1984, ο F.L. άσκησε την ίδια αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Taranto κατά του Δήμου Mottola.
Σε άγνωστη ημερομηνία το ανωτέρω δικαστήριο διέταξε τη διενέργεια εκτίμησης του οικοπέδου από ανεξάρτητο πραγματογνώμονα.
Στις 3 Απριλίου 1986, ο προσφεύγων συμμετείχε στη διαδικασία ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Taranto. Υποστήριξε ότι ήταν συνιδιοκτήτης σε μέρος του επίδικου οικοπέδου και ζητούσε αποζημίωση για την εκποίησή του.
Με απόφαση της 29 Μαρτίου 1989, το Περιφερειακό Δικαστήριο έκρινε ότι η κατοχή του οικοπέδου ήταν παράνομη και ότι η κυριότητα του οικοπέδου είχε μεταβιβαστεί στον Δήμο κατ’ εφαρμογήν του κανόνα της εποικοδομητικής απαλλοτρίωσης. Αναφέρθηκε στην έκθεση του ανεξάρτητου πραγματογνώμονα ότι η αγοραία αξία του οικοπέδου, όσον αφορά το μερίδιο του προσφεύγοντος στο οικόπεδο, ανήλθε σε 10.946.450 ιταλικές λίρες (ITL) το 1974. Το δικαστήριο υποχρέωσε το Δήμο Mottola να καταβάλει στον F.L. και στον προσφεύγοντα τα ποσά των 143.139.473 ITL και 58.891.901 ITL (30.415 ευρώ) αντίστοιχα, που αντιστοιχούσαν στην αγοραία αξία του οικοπέδου το 1974 προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό.
Στις 15 Ιουνίου 1989, ο Δήμος Mottola άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Εφετείου του Λέτσε. Με απόφαση της 14ης Μαρτίου 1994, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του Δήμου.
Στις 19 Ιουλίου 1994, ο Δήμος Mottola άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το επιχείρημά του ότι το δικαίωμα αποζημίωσης του προσφεύγοντος είχε παραγραφεί.
Με απόφαση της 3 Μαρτίου 1997, το Ακυρωτικό Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την έφεση του Δήμου και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο του Μπάρι.
Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2000, το Εφετείο αυτό έκρινε ότι παραγράφηκε το δικαίωμα αποζημίωσης του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι είχε υποβάλει την αγωγή του περισσότερο από 5 έτη μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της κατασκευής του δρόμου (20 Νοεμβρίου 1974). Παραπέμποντας στη νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου σχετικά με την εποικοδομητική απαλλοτρίωση, διαπίστωσε ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στη διοίκηση είχε επέλθει με την ολοκλήρωση των δημοσίων έργων.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 2001, ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά της απόφασης αυτής. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεσή του.
Με την απόφαση 735/2015 της 19 Ιανουαρίου 2015, ο κανόνας της εποικοδομητικής απαλλοτρίωσης κρίθηκε ασύμβατος με το άρθρο 1 του ΠΠΠ από το Ακυρωτικό Δικαστήριο. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι ιδιώτες είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή της ιδιοκτησίας τους, εκτός εάν αποφάσιζαν να διεκδικήσουν αποζημίωση.
Επικαλούμενος το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι είχε στερηθεί παράνομα τη γη του μέσω έμμεσης ή «εποικοδομητικής» απαλλοτρίωσης και ότι δεν είχε λάβει καμία αποζημίωση για τη στέρηση αυτή.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισήμανε εκ προοιμίου ότι, όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, έχει ήδη εξετάσει και απορρίψει παρόμοια ένσταση της Κυβέρνησης στην υπόθεση Donati κατά Ιταλίας της 13.05.2004 (αρ. προσφ. 63242/00), οι περιστάσεις της οποίας είναι παρόμοιες με αυτές της υπό κρίση υπόθεσης. Επομένως το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο ίδιο συμπέρασμα.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καταγγελία αυτή δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3 στ. α’ της ΕΣΔΑ, ούτε απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Επομένως, την έκρινε παραδεκτή.
Η εθνική νομοθεσία και πρακτική σχετικά με την εποικοδομητική απαλλοτρίωση βρίσκεται στην απόφαση Guiso-Gallisay κατά Ιταλίας της 22.12.2009 (αρ. προσφ. 58858/00 §§ 18-48).
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων στερήθηκε την ιδιοκτησία του μέσω έμμεσης ή «εποικοδομητικής» απαλλοτρίωσης – μια παρέμβαση στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας που το Δικαστήριο είχε προηγουμένως κρίνει, σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων, ότι είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της νομιμότητας, οδηγώντας σε διαπιστώσεις παραβιάσεων του άρθρου 1 του ΠΠΠ (βλ. μεταξύ πολλών, Carbonara και Ventura κατά Ιταλίας, αρ. προσφ. 24638/94, §§ 63-73, Μεσσάνα κατά Ιταλίας της 09.02.2017, αρ. προσφ. 26128/04, §§ 38-43).
Αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν και τις παρατηρήσεις των διαδίκων, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα πραγματικό περιστατικό ή επιχείρημα ικανό να το πείσει να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα στην υπό κρίση υπόθεση.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν πενταετή προθεσμία παραγραφής η οποία είχε αρχίσει να τρέχει από την ημερομηνία ολοκλήρωσης των δημοσίων έργων. Έτσι, ο προσφεύγων στερήθηκε της δυνατότητας που είχε, κατ’ αρχήν, στη διάθεσή του να λάβει αποζημίωση (βλ. Carbonara και Ventura, § 71).
Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Όσον αφορά την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα κρίσιμα κριτήρια υπολογισμού σχετικά με τις παράνομες απαλλοτριώσεις καθορίστηκαν με την απόφαση Guiso-Gallisay § 105). Βάσει των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να χρησιμοποιήσει ως αφετηρία την αγοραία αξία του οικοπέδου, όπως αυτή προσδιορίστηκε στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε από το δικαστήριο και συντάχθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Taranto. Όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού που αντικατοπτρίζει την προσαρμογή του πληθωρισμού και τους νόμιμους τόκους, το ΕΔΔΑ σημείωσε, όπως επίσης επισήμανε η Κυβέρνηση, ότι ο προσφεύγων προσχώρησε στη διαδικασία αποζημίωσης μόλις στις 3 Απριλίου 1986. Λαμβάνοντας υπόψη τους ανωτέρω παράγοντες και κρίνοντας επί δίκαιης βάσης, το ΕΔΔΑ θεώρησε εύλογο να επιδικάσει στον προσφεύγοντα 100.000 ευρώ για αποζημίωση, 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).