Σύμφωνα με την Απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ στις 16/2/2023 στην υπόθεση C-349/21 | HYA κ.λπ., η απόφαση με την οποία παρέχεται άδεια ακρόασης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων δεν είναι αναγκαίο να περιέχει εξατομικευμένη αιτιολογία.
Συγκεκριμένα, δεν συντρέχει παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης εφόσον η απόφαση στηρίζεται σε λεπτομερές και εμπεριστατωμένο αίτημα της αρμόδιας ποινικής αρχής και οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια συνάγονται ευχερώς και επακριβώς κατόπιν συνδυασμένης ανάγνωσης της αίτησης και της άδειας.
Το 2017, ο πρόεδρος του βουλγαρικού ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων χορήγησε, επί τη βάσει αιτιολογημένων, λεπτομερών και εμπεριστατωμένων αιτημάτων του επιβλέποντος εισαγγελέα, άδειες ακρόασης των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων τεσσάρων φυσικών προσώπων τα οποία θεωρούνταν ύποπτα για τη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων.
Για την αιτιολόγηση των αποφάσεών του, ο πρόεδρος ακολούθησε την υφιστάμενη εθνική δικαστική πρακτική σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις αυτές καταρτίζονται βάσει τυποποιημένου κειμένου χωρίς εξατομικευμένη αιτιολογία, όπου απλώς αναγράφεται ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις, περί των οποίων γίνεται σχετική μνεία. Εις βάρος των τεσσάρων φυσικών προσώπων απαγγέλθηκαν εν συνεχεία κατηγορίες για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και η υπόθεση ήχθη εν τέλει ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων, το οποίο επελήφθη της ουσίας της υποθέσεως.
Δεδομένου ότι το περιεχόμενο των καταγεγραμμένων συνδιαλέξεων ασκεί άμεση επιρροή για τη θεμελίωση του κατηγορητηρίου, το ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων οφείλει να ελέγξει προηγουμένως το κύρος της διαδικασίας κατόπιν της οποίας χορηγήθηκαν οι άδειες ακρόασης των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.
Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εθνική πρακτική σχετικά με την αιτιολόγηση των αποφάσεων περί χορηγήσεως άδειας για την ακρόαση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων είναι συμβατή με την οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες [1] , ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τον λόγο αυτόν υποβάλλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την επίμαχη εθνική πρακτική, ο δικαστής ο οποίος χορήγησε την άδεια για την ακρόαση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων λαμβάνει την απόφασή του βάσει αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος που του παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η πρακτική αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο νομοθετικών μέτρων τα οποία έχουν θεσπισθεί από τη Βουλγαρία βάσει της οδηγίας για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και προβλέπουν τη δυνατότητα έκδοσης αιτιολογημένων δικαστικών αποφάσεων που έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αρχής του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των δεδομένων κίνησης, την οποία κατοχυρώνει η οδηγία αυτή.
Το Δικαστήριο επισημαίνει εν συνεχεία ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εθνικός δικαστής, υπογράφοντας ένα τυποποιημένο κείμενο όπου αναγράφεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, επικύρωσε τους λόγους της εμπεριστατωμένης αιτήσεως που του είχε υποβάλει η αρμόδια ποινική αρχή και συγχρόνως διαπίστωσε ότι έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα ήταν εύλογο να απαιτείται να περιέχει η άδεια για την ακρόαση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ειδική και λεπτομερή αιτιολογία, όταν η αίτηση βάσει της οποίας χορηγείται περιέχει ήδη, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, τέτοια αιτιολογία.
Εξάλλου, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, άπαξ ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε για την ακρόαση των τηλεφωνικών του συνδιαλέξεων, η υποχρέωση αιτιολόγησης που προβλέπεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτάσσει τόσο ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος όσο και ο δικαστής της ουσίας που είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο της νομιμότητας της άδειας για την ακρόαση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων να είναι σε θέση να κατανοήσουν την αιτιολογία χορήγησης της άδειας. Τούτο προϋποθέτει να μπορούν να έχουν πρόσβαση όχι μόνο στην απόφαση περί χορηγήσεως αδείας, αλλά και στην αίτηση της αρχής που ζήτησε την άδεια αυτή.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει επιπλέον ότι τόσο οι ενδιαφερόμενοι όσο και οι δικαστές πρέπει να μπορούν να κατανοήσουν ευχερώς και επακριβώς, κατόπιν συνδυασμένης ανάγνωσης της άδειας και της αιτιολογημένης αιτήσεως που τη συνοδεύει, τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια, υπό το πρίσμα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την περίπτωση για την οποία υποβλήθηκε η αίτηση.
Προσθέτει ότι, όταν στην απόφαση περί χορηγήσεως αδείας αναγράφεται μόνον η διάρκεια ισχύος της άδειας και ότι έχουν τηρηθεί οι διατάξεις του νόμου, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να παρατίθενται στην αίτηση όλες οι αναγκαίες πληροφορίες, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν, με βάση τις πληροφορίες αυτές και μόνον, ότι ο δικαστής που χορήγησε την άδεια κατέληξε, υιοθετώντας την αιτιολογία που περιέχεται στην αίτηση, στο συμπέρασμα ότι πληρούνταν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις. (curia.europa.eu)
——————
[1] Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37)